Λίγο ακόμα για τη Συνωμοσιολογία

Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους λόγους που οι διαφόρων ειδών θεωρίες συνωμοσίας κατακλύζουν τα Μέσα Ενημέρωσης και το διαδίκτυο. Στην εποχή του ποβερισμού, της ασημαντότητας, της απουσίας πολιτικού στοχασμού και έλλειψης νοήματος, το φαινόμενο εξελίσσεται σε μάστιγα. Όλο και περισσότεροι δημαγωγοί εμφανίζονται μέρα με τη μέρα, κάνοντας λόγο για κάποια «Νέα Τάξη Πραγμάτων» (ΝΤΠ), για τους Ιλλουμινάτι, ή υποστηρίζουν ότι η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν εσωτερική δουλειά κάποιων συνωμοτών (κυρίως Εβραίων). Ζώντας στην εποχή της μαζικής απάθειας και απο-πολιτικοποίησης, δεν μας εκπλήσσει καθόλου που η εν γένει πραγματικότητα επιχειρείται να προσεγγιστεί μέσω αβάσιμων σεναρίων επιστημονικής φαντασίας. Η έλλειψη πολιτικών προταγμάτων και κινήτρων είναι μάλλον αυτό που ως επί τω πλείστων χαρακτηρίζει τις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες, οι οποίες έχοντας πέσει σε βαθύ λήθαργο για πάνω από δύο δεκαετές (όπου η πλασματική οικονομία ευημερούσε, η εξασφάλιση της επιβίωσης μέσω του βολέματος και της θεσούλας θεωρούνταν δεδομένη για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού), ξαφνικά συνειδητοποιούν ότι αυτό το απατηλό καταναλωτικό όνειρο κρέμεται από μια κλωστή. Βλέπουν τον εαυτό τους ένα βήμα πριν την πτώση στο βάραθρο που οι ίδιες έσκαψαν εδώ και τόσα χρόνια. Το μέλλον τους φαντάζει ζοφερό. Η αυτο-κριτική τις τρομάζει. Έτσι, επιλέγουν να κλείσουν τα μάτια τους και να εφεύρουν ένα ψέμα, να κατασκευάσουν μια εικονική πραγματικότητα που θα δικαιολογεί κάθε τους σφάλμα, νομίζοντας πως έτσι θα καταφέρουν να δραπετεύσουν από τον εφιάλτη που τις κυνηγά, από την Λερναία Ύδρα που ανέστησαν προκειμένου να ικανοποιήσουν την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι εφικτά στο καταναλωτικό Κυνήγι της Ευτυχίας. Εδώ γεννιέται ο νέος Leviathan της εποχής μας, η ανευθυνότητα, η ευκολία, η αδράνεια και η αποκτήνωση, η μονομέρεια, ο homo economicus ανίκανος να μεταστραφεί σε homo politicus εθισμένος στην ευκολία και ακρισία καταντά ένας θλιβερός και ασήμαντος ανθρωπάκος.

Από τον Μπρέιβικ, τους ναζιστές, τη Χρυσή Αυγή και τους ακροδεξιούς που κάνουν λόγο για πολιτισμικό εξισλαμισμό καθοδηγούμενο από ισχυρά κέντρα εξουσίας, μέχρι τους αριστερούς εθνικιστές, όλοι πλέον οι πολιτικοί χώροι εντός των οποίων η συνωμοσιολογία ευδοκιμεί, κάνουν λόγο για μια κρυφή συνωμοσία πανίσχυρων ανθρώπων, που στόχο έχουν να υποδουλώσουν την ανθρωπότητα για δικό τους συμφέρον. Όλοι, σχεδόν μιλούν για μια «Παγκόσμια Κυβέρνηση», για «αεροψεκασμούς», ή στην πιο ακραία τους εκδοχή, για UFO και μυστικά ταξίδια στο διάστημα. Μάλιστα, όπως άλλωστε λέει και ο Josh Lucker, σε άρθρο του στο Marxist.com (2012), η συνωμοσιολογία είναι εξαιρετικά δημοφιλής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, το 80% των Αμερικανών πιστεύουν ότι η κυβέρνηση κρύβει πληροφορίες σχετικά με τα UFO, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 15% απορρίπτει ότι η Αλ-Κάιντα ήταν υπεύθυνη για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Μεγάλο ποσοστό, επίσης, χρηστών του διαδικτύου σερφάρει σε ιστοσελίδες που «αποκαλύπτουν» ποιες διασημότητες είναι μέλη των «Illuminati» ή ελευθεροτέκτονες, ενώ, όπως αναφέρει η Guardian (2012, μέσω tvxs) κατά 250% έχουν αυξηθεί στις Η.Π.Α οι ρατσιστικές και ακροδεξιές ομάδες, που βασίζουν την ιδεολογία τους σε συνωμοσιολογικά σενάρια. Ποιός, άραγε, δεν έχει υπ’ όψιν του τις περίφημες δοξασίες περί «κλωνοποιημένου Hitler», αποικιών στη Σελήνη, ή τις διάφορες «αποκαλύψεις» του Νοστράδαμου, του Παίσιου και άλλων «προφητών» που αναπαράγονται συνεχώς από τα διάφορα κιτς ιστολόγια; Πόσες φορές δεν έχουμε έρθει σε επαφή με ανθρώπους που κάνουν λόγο για «Σιωνιστικές κρυφές ατζέντες που έχουν βαλθεί να αλλοιώσουν τις παραδόσεις μας μέσω της μαζικής μετανάστευσης» ή για την περιβόητη επιστολή φάντασμα του Κίσσιγκερ, για τα σχέδια εξισλαμισμού της Ελλάδας από τους Τούρκους, για «προδότες» και «ανθέλληνες»…;

Τί πραγματικά, όμως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «θεωρία συνωμοσίας»; Ονομάζουμε, λοιπόν, συνωμοσιολογικό κάθε επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο, ένα γεγονός ή μια σειρά από γεγονότα ερμηνεύονται αποκλειστικά και μόνο ως αποτέλεσμα συνωμοτικής, μυστικής, οργανωμένης και υπόγειας δράσης ατόμου ή ομάδας ανθρώπων (π.χ. κυβερνήσεων ή αδελφάτων). Στην ευρύτερη πολιτική γλώσσα, αποκαλούμε «θεωρία συνωμοσίας» οποιοδήποτε (αυθαίρετο) συμπέρασμα προκύπτει μέσω μη διασταυρωμένων πληροφοριών, δίχως να υπάρχουν αποδείξεις και τεκμήρια ή, έστω, λογική ερμηνεία των καταστάσεων και των γεγονότων βάσει μιας σαφούς μεθοδολογίας. Πρόκειται για παραληρητικές και, εν μέρη, κατασκευασμένες ιστορίες που περισσότερο μοιάζουν με σενάριο ταινίας του Hollywood, αλλά πλασάρονται ως «αληθινές» ή «πιθανές» εξαιτίας μιας αληθοφάνειας που τους προσδίδεται. Με άλλα λόγια, οι θεωρίες συνωμοσίας αναφέρονται συχνά σε κάτι που θα μπορούσε να είναι αληθινό ή πιθανό εξαιτίας της αληθοφάνειάς του. Όπως κάθε προπαγανδιστικός λόγος έτσι και ο συνωμοσιολογικός, θα πρέπει πάντοτε να χρησιμοποιεί ένα προσωπείο μιας δήθεν αντικειμενικότητας, να είναι απλός (ή απλουστευτικός), ώστε να υιοθετείται εύκολα από τις απο-πολιτικοποιημένες μάζες. Θα πρέπει να απευθύνεται στη βούληση του γενικού συνόλου (όπως θα έλεγε και ο Jacques Ellul) παρά στο άτομο ως ξεχωριστή και αυτόνομη οντότητα. Έτσι κάθε συνωμοσιολογική θεώρηση κατασκευάζει έναν δικό της μύθο[1] εντός του οποίου εντάσσεται κάθε προσπάθεια προσέγγισης της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής. Τα (συχνά ιδεολογικά χρωματισμένα) σενάρια αυτά λειτουργούν ως αφετηρία σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης του «πολιτικού» πράττειν, των δηλώσεων και των πράξεων διαφόρων ηγετών ή πολιτικών προσώπων. Κοντολογίς, κάθε πολιτική κίνηση μπαίνει στο ιδεολογικό κρεβάτι του Προκρούστη και ερμηνεύεται με βάση ένα ήδη έτοιμο δοσμένο συμπέρασμα-απάντηση συνοδευόμενα από έναν δήθεν επιστημονικό βερμπαλισμό – πως για παράδειγμα, οι αποφάσεις κάποιων ηγετών αναγκαστικά εξυπηρετούν ή αντιτάσσονται στα σχέδια της ΝΤΠ – αντί να προσπαθεί κανείς να αναζητήσει απαντήσεις αναφορικά με τους λόγους και τις αιτίες που λαμβάνονται οι εκάστοτε αποφάσεις, έπειτα από στοχασμό και διαύγαση του κεντρικού πυρήνα των αξιών που διέπουν το κοινωνικό υποκείμενο.

Φυσικά, σε μια περίοδο που ο παγκόσμιος καπιταλισμός ταλανίζεται από τις εγγενείς αδυναμίες του, δεν φαίνεται καθόλου παράξενο το γεγονός ότι αντιδραστικές ιδεολογίες (οι οποίες αποτελούν πεμπτουσία της συνωμοσιολογίας) κερδίζουν έδαφος. Μια από τις βασικότερες επιδιώξεις των συνωμοσιολόγων είναι να τονίζουν πως τα τεράστια προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα δεν αποτελούν παράγωγα της φύσης του καπιταλιστικού συστήματος (δηλαδή του ασύστολου κέρδους, της αέναης εξάπλωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων και της αλόγιστης κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση) αλλά αποτελέσματα της πολιτικής διαφθοράς, δηλαδή «των συνωμοσιών που σκαρφίζονται οι πολιτικοί ηγέτες μεταξύ τους και σε συνεργασία μ’ αυτούς που ελέγχουν τις πολυεθνικές – για δικό τους φυσικά όφελος». Ποιές είναι, όμως, οι πιο διαδεδομένες θεωρίες συνωμοσίας; Ας τις πάρουμε μία μία!

Εβραϊκές συνωμοσίες

Σχεδόν οι περισσότεροι συνωμοσιολόγοι θεωρούν τους Εβραίους υπαίτιους για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας με αποκορύφωμα το υπερβολικά διαδεδομένο επιχείρημα ότι «οι Εβραίοι υπάλληλοι στους Δίδυμους Πύργους γνώριζαν για την επίθεση και απουσίαζαν από τα γραφεία τους εκείνη τη μέρα, και για τον λόγο αυτόν κανένας Εβραίος δεν υπήρξε θύμα την ημέρα της επίθεσης». Ακόμα, όμως, και αν, στη χειρότερη των υποθέσεων, όπου, εξαντλώντας κάθε αίσθημα ανθρωπιάς, υιοθετήσουμε το παραπάνω επιχείρημα (που μόνο ορθό δεν είναι, δεδομένου ότι τουλάχιστον 270-400 άτομα Εβραϊκής καταγωγής βρήκαν τραγικό θάνατο μέσα στο World Trade Center, εκ των οποίων οι πέντε ήταν Ισραηλινοί πολίτες) οι απαντήσεις που θα λάβουμε όχι μόνο μισανθρωπικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, αλλά, ταυτόχρονα, και πέρα για πέρα μυωπικές [2].

Μια από τις ευρύτερα διαδεδομένες αντι-σημιτικές θεωρίες συνωμοσίας είναι Τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, (βιβλίο που σήμερα προωθείται συστηματικά από τα αυταρχικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής). Στην πραγματικότητα, τα ΠΣΦ δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά μια πλαστογραφία ίσως ενός ενός αναρχικού μανιφέστο του 1900 που αναφέρονταν στις κινήσεις των πολιτικών αρχηγών και στους τρόπους με τους οποίους οι ίδιοι επιβάλλονται στις μάζες, κείμενο που παραποιήθηκε από την Τσαρική αντί-σημιτική Ρωσική αστυνομία (ή στην πιο απλή εκδοχή του, ένα απλό κατασκεύασμα της Οχράνα με στόχο να δικαιολογηθούν οι αντι-Εβραϊκές Τσαρικές πολιτικές και τα αντί-σημιτικά πογκρόμ στη Ρωσία). Μόλις, δηλαδή, το ανέκδοτο μανιφέστο διέρρευσε και έπεσε στα χέρια του Τσαρικού μηχανισμού προκειμένου να στοχοποιηθεί το εγχώριο εβραϊκό στοιχείο αντικατέστησε τη λέξη εξουσία με τη λέξη Σιωνιστές, ώστε να φαίνεται ότι πίσω από την μελλοντική πολιτική πορεία κρύβεται κάποιος Σιωνιστικός κίνδυνος. Εξέδωσε, στη συνέχεια, το βιβλίο αυτό σε χιλιάδες αντίτυπα, από τα οποία αργότερα όταν κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη έγιναν διάσημα με το όνομα Τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών.

Όπως αναφέρουν οι Back και Solomos (2000), όλα ξεκίνησαν στην Γαλλία, κάπου μεταξύ 1894 και 1899 διαρκούσης της υπόθεσης Dreyfus. Η Γαλλική δεξιά και ο όχλος κατηγορούσαν τον Dreyfus πως υποκινούσε μυστική συνωμοσία με σκοπό την υποδούλωση της ανθρωπότητας από την φυλή των Εβραίων – κατηγορία που υποστήριξε επίσης και η Ρώσικη αστυνομία. Κατά την διάρκεια της εποχής εκείνης, γράφει η Hannah Arendt (1996)[3], ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη η άποψη ότι οι Εβραίοι μαζί με ελευθεροτέκτονες προετοιμάζονταν για τη δημιουργία ενός δικού τους «υπερ-κράτους». Έτσι, τα ΠΣΦ, ήρθαν ακριβώς στην κατάλληλη στιγμή, προσφέροντας αυτό που πραγματικά ο Γαλλικός όχλος επιθυμούσε: ένα ψέμα για να επιβεβαιώσει τη μανία, την αγανάκτηση και την οργή του. Ως αποτέλεσμα όλης αυτής της μαζικής υστερίας μίσους, οι αντί-σημιτικές θεωρίες συνωμοσίας από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα πυροδοτούν αντί-εβραϊκές ταραχές καί στη Γαλλία (καθώς και σε διάφορα άλλα μέρη της Ευρώπης) που τροφοδοτούσαν η αντιδραστική αριστοκρατία και η καθολική εκκλησία και στην συνέχεια, αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της προπαγάνδας των φασιστικών καθεστώτων που οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα, ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας όπου περισσότεροι από 6.000.000 Εβραίοι θανατώθηκαν (επιπλέον, πάνω από 1.500.000 τσιγγάνοι εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εκτελέστηκαν επί τόπου από τα αποσπάσματα των Ναζί και ντόπιων συνεργατών τους σε ολόκληρη την ήπειρο, καθώς και εκατοντάδες άλλοι, άτομα μειονοτικών πληθυσμών ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο). Αυτός είναι λοιπόν ο απολογισμός της πιο θλιβερής συκοφάντησης και στοχοποίησης μιας ομάδας ανθρώπων εναντίον της οποίας για αιώνες οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί αντιμετώπιζαν με τόση καχυποψία και δυσπιστία (φαινόμενο που εξακολουθεί να υφίσταται μέσα στους χώρους της αριστεράς και της ακροδεξιάς όπου η βρίθει η συνωμοσιολογία).

Περί Νέας Τάξης Πραγμάτων

Ολόκληρη η μπλογκόσφαιρα διαρκώς κάνει λόγο για την εφαρμογή ενός κρυφού σχεδίου που ακούει στο όνομα Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων. Ο όρος αυτός, στην Ελληνική πολιτική, φυσικά, όταν αναπαράγεται συνεχώς από τους διάφορους δημαγωγούς, συγγραφείς και «ερευνητές» της συμφοράς, πανούργους εμπόρων βιβλίων, εκφωνητές ραδιοφωνικών εκπομπών ή παρουσιαστές τηλεοπτικών παραγωγών, συχνά συνδέεται με τις αντι-εβραϊκές συνωμοσίες (ότι πίσω από όλα κρύβεται μια πανίσχυρη ομάδα Σιωνιστών οι οποίοι ελέγχουν τον παγκόσμιο πλούτο και επιδιώκουν να επιβάλουν μια αυστηρά συγκεντρωτική πολιτική με στόχο να κυριαρχήσουν ολοκληρωτικά σε κάθε γωνιά του πλανήτη). Όλοι τους πάνω απ’ όλα, έμποροι, τις περισσότερες φορές με έντονο εθνικιστικό χαρακτήρα και άλλοτε με μια πιο ελευθεριακή επίφαση, λειτουργούν ως «διαμορφωτές συνειδήσεων», προσπαθώντας ν’ αποκοιμίσουν το κοινό με τον αόριστο, τρομολαγνικό και διφορούμενο λόγο τους, εκστομίζοντας ατεκμηρίωτες ασυναρτησίες, με στόχο να εκμεταλλευτούν τον φόβο που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος μπροστά στο άγνωστο μέλλον.

Βέβαια, η ΝΤΠ λοιπόν χρησιμοποιήθηκε αρχικά από διάφορους νεοσυντηρητικούς θεωρητικούς, όπως ο Πολωνός αντι-κομμουνιστής Zbigniew Brzezinski και ο Αμερικανός Samuel Huntington, ενώ στη συνέχεια υιοθετήθηκε και από διάφορους ακαδημαϊκούς, όπως ο Noamh Chomsky. Για τί πράγμα μιλούν όμως οι αναφορές στα περί νέας τάξης πραγμάτων (και όχι Νέα Τάξη Πραγμάτων) που κάνουν οι παραπάνω σε σύγκριση με αυτά που αναπαράγει η μισή μπλογκόσφαιρα;

  1. Η ΝΤΠ, ως Νεοφιλελεύθερη ιδεολογία υιοθετήθηκε από μια περιθωριακή φράξια κατά το τέλος της δεκαετίας του 90. Πρόκειται για κάποιον ασαφή Μακιαβελικό «οδηγό» άσκησης (οικονομικής κυρίως) πολιτικής – πάντα με βάση τον πιο ακραίο και αγοραίο φιλελευθερισμό – και όχι μια αυστηρά συγκεκριμενοποιημένη στρατηγική επιβολής και κυριαρχίας.
  2. Ο George Herbet Walker Bush κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της 11 Σεπτέμβρη του 1990, δήλωσε τα εξής:

    Μια νέα συνεργασία εθνών ξεκινάει, και σήμερα βρισκόμαστε σε μια μοναδική και εξαιρετική στιγμή. Η κρίση στον Περσικό Κόλπο, παρότι πολύ σοβαρή, μας προσφέρει και μια σπάνια ευκαιρία να προχωρήσουμε προς μια ιστορική περίοδο συνεργασίας. Από αυτή την ταραγμένη εποχή μπορεί να γεννηθεί μια νέα τάξη πραγμάτων: Μια νέα εποχή, πιο ελεύθερη από τον φόβο της τρομοκρατίας, πιο ισχυρή στην επιδίωξη του δικαίου και πιο ασφαλής στην αναζήτηση της ειρήνης. Μια εποχή στην οποία όλα τα έθνη του κόσμου, σε ανατολή και δύση, βορρά και νότο, μπορούν να ευημερούν και να ζουν σε αρμονία». ημέρες ήταν (υποτίθεται) και πάνω από μια νέα παγκόσμια τάξη αναδύθηκε, όπου η ανθρωπότητα θα είναι «απαλλαγμένη από την απειλή της τρομοκρατίας, ισχυρότερη στην επιδίωξη της δικαιοσύνης , και πιο ασφαλείς στην επιδίωξη της ειρήνης. Μια εποχή στην οποία τα έθνη του κόσμου, Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου, θα μπορούν να ευημερούν και να ζουν σε αρμονία.

    Εδώ ο όρος ΝΤΠ χρησιμοποιείται με σκοπό κατανοηθούν κάποιες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο παγκόσμιο (γεω)πολιτικό τοπίο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, του διπολισμού ΕΣΣΔ έναντι ΗΠΑ και τον τερματισμό των εχθροπραξιών στον Περσικό Κόλπο. Αν και τα γεγονότα αυτά αναμφίβολα υποδηλώνουν το τέλος μιας περιόδου και το ξεκίνημα μιας άλλης (γι’ αυτό άλλωστε και γίνεται λόγος και για νέα παγκόσμια τάξη, εφόσον η παλιά έχει ριζικά τελειώσει), ωστόσο η ερμηνεία που αποδίδεται εδώ όχι μόνο δεν αφορά μυστικές αδελφότητες Σιωνιστών που συνεδριάζουν σε μυστικά υπόγεια αρχηγεία, αλλά, απεναντίας, βλέπουμε ότι σχεδόν όλες οι ίντριγκες γίνονται στα φανερά παρά εντός σκοτεινών δωματίων. Άλλωστε, στον αιώνα της τεχνολογίας, τα καταπιεστικά καθεστώτα δεν χρειάζονται υπόγειες συναθροίσεις για να επιβληθούν, καθώς και αυτά καταφέρνουν να πετύχουν τους σκοπούς τους καθώς – αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα των Ελληνικών εκλογών του 2012 – πολύ εύκολα καταφέρνουν να κατευνάσουν τις αντιδράσεις και την αγανάκτηση των μαζών.

  3. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα παραπάνω, οι διάφοροι ακροδεξιοί και απανταχού εθνικιστές προσδίδουν μια μεταφυσική χροιά και ένα είδος αρνητικής προφητείας, θα λέγαμε, στην έννοια της ΝΤΠ. Εν κατακλείδι, τους χωρίζει μια άβυσσος από τους πολιτικούς, θεωρητικούς, ακαδημαϊκούς ή οικονομολόγους οι οποίοι δεν αναφέρονται στην ΝΤΠ σαν να πρόκειται για έναν αυστηρά ιδεολογικοποιημένο όρο, αλλά σαν μια απλή έκφραση που περιγράφει συγκεκριμένες στιγμιαίες καταστάσεις, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα προϊόν κάποιας κρυφο-σχεδιασμένης ατζέντας.

Η Παγκόσμια Διακυβέρνηση

Συχνά συγχέεται με την ΝΤΠ. Πολλοί εσφαλμένα την κατανοούν ως παγκόσμια κυβέρνηση. Ιδιαίτερα μετά τις δηλώσεις του Γ.Α.Παπανδρέου, «We need global governance» (και όχι global government), εκατοντάδες αναρτήσεις πλημμύρισαν το διαδίκτυο, για το πώς ο Γ.Α.Π είναι πράκτορας των Σιωνιστών, πώς εξυπηρετεί σκοτεινά «ανθελληνικά» συμφέροντα και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί το μυαλό ενός ανθρώπου[4].

Μέρος της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης (ΠΔ) θα μπορούσε να ονομαστεί η λειτουργία οποιουδήποτε διακρατικού θεσμού: από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Μαφία, την Καθολική Εκκλησία, τα Χρηματιστήρια, την Monsanto, την Google (της οποίας την πλατφόρμα Blogspot χρησιμοποιούν οι διάφοροι πολέμιοι της ΠΔ!!!), μέχρι και την Διεθνής Αμνηστία, τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, τον ΟΗΕ, το Human Rights Watch και το internet. Συνεπώς, η ΠΔ δεν είναι κάτι απαραίτητα αρνητικό, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε τις δυναμικές του διαδικτύου στην διάδοση πληροφοριών από διάφορα μέρη του πλανήτη που τα επίσημα ΜΜΕ αποκρύπτουν. (Αναζητήστε περισσότερα σχετικά τόσο με την δική μου στάση, όσο και των υπόλοιπων μελών της ιστοσελίδας, απέναντι στην Παγκοσμιοποίηση σε αυτόν τον σύνδεσμο).

Οι «Ιλλουμινάτι»:

Ίσως η διασημότερη θεωρία συνωμοσίας στις μέρες μας. Το τάγμα των «Πεφωτισμένων» (όπως ακριβώς μεταφράζεται) αντιμετωπίστηκε από τους συντηρητικούς Χριστιανούς με υπερβολική εχθρότητα. Ακόμα και σήμερα διάφοροι συνωμοσιολόγοι ισχυρίζονται πως το τάγμα αυτό δρα μυστικά με στόχο να πλήξει τις παραδόσεις και τα έθιμα ενός λαού. Αγνοούν, βέβαια, πως η διάρκεια ζωής του τάγματος των «Πεφωτισμένων» δεν ξεπέρασε τα δέκα χρόνια (1776–1785)….

Συνωμοσιολογία vs μυωπικός φιλελευθερισμός vs αυτονομία

Ωστόσο, και προς αποφυγή οποιασδήποτε αναπόφευκτης παρεξήγησης, ο πόλεμος αυτός ενάντια στους διάφορους τσαρλατάνους συνωμοσιολάγνους, δεν αναιρεί και ούτε πρόκειται να αναιρέσει το γεγονός ότι το πολιτικό μας σύστημα έχει στηθεί πάνω σε σκευωρίες και προβοκάτσιες, ή ότι οι ολιγαρχίες έχουν την δύναμη ν’ ασκούν εξουσία μέσα στην κοινωνία (άλλωστε ο Μακιαβέλλι, που για πολλούς θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας, στον Ηγεμόνα μιλά συνεχώς για συνωμοσίες και ίντριγκες μεταξύ εξουσιαστών, δίνοντας σαφή οδηγίες στους Μέδικους της Φλωρεντίας για το πώς θα επιβληθούν στον λαό με κάθε μέσο). Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ, για παράδειγμα, δεν αποτελεί μύθο όπως κι άλλες ανάλογες λέσχες. Οι ολιγαρχίες ή συγκεκριμένες μερίδες τους, και άλλα λόμπι, έχουν την ικανότητα να καθορίζουν υπουργούς ή ακόμα και πρωθυπουργούς. Ωστόσο, το οργανωτικό και διοικητικό χάος δε συνεπάγεται απαραίτητα ότι δεν υπάρχει μια βούληση ελέγχου του όλου πράγματος. Η αντίληψη, βέβαια, των συνωμοσιολόγων ότι ο κόσμος είναι ένα καλοκουρδισμένο ρολόι στα χέρια μιας μειοψηφίας, κατά βάθος, ευνουχίζει κάθε κινηματική δυναμική καθώς:

  1. δεν είναι μόνο οι ίντριγκες που χαρακτηρίζουν την διεθνής πολιτική σκακιέρα. Δεν είναι μόνο η χειραγώγηση μέσω της προπαγάνδας, ο κύριος λόγος που το σύστημα καταφέρνει κι επιβιώνει εδώ και τόσα χρόνια. Ο Δυτικός καπιταλισμός, έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές από τις πρώτες μέρες της απόλυτης κυριαρχίας του. Λόγω των εργατικών αγώνων και της σύγκρουσης των αδύναμων με τα οικονομικά συμφέροντα των ολιγαρχιών, των κοινωνικών κινημάτων των γυναικών, ομοφυλόφιλων, μεταναστών και μειονοτήτων μπορεί πλέον και εξασφαλίζει μια θέση εργασίας, έναν μισθό και μια καταναλωτική ζωή σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, του οποίου την εμπιστοσύνη κερδίζει, προσφέροντας μια Α ποιότητα ζωής, εκμεταλλευόμενος την φυσική ροπή του ανθρώπου προς την αδράνεια, τον ατομικισμό και το «βόλεμα». Δεν χρειάζονται, συνεπώς, κρυφά σχέδια και οργανώσεις (που αν υπάρχουν πρόκειται για μικρότερης κλίμακας κλειστές ομάδες, σε αντίθεση με την προπαγάνδα των συνωμοσιολόγων) για να διατηρηθεί το υπάρχον σύστημα. Υπάρχει το κέρδος, (για τις ολιγαρχίες) και η «θρησκεία» της κατανάλωση για τον μέσο άνθρωπο που εξαγοράζει κάθε νόημα ύπαρξης, με αποτέλεσμα ο καπιταλισμός ως σύστημα αξιών να ριζώνει βαθιά στο είναι και στο φαίνομαι του μέσου ανθρώπου.
  2. Οι θεωρίες συνωμοσίας παροτρύνουν τον πληθυσμό μιας χώρας να αποδοκιμάσει τους τραπεζίτες, τους πολιτικούς και τους δικαστές. Όμως, οι ίδιοι (οι συνωμοσιολόγοι) παρασυρόμενοι από το κλίμα εσωστρέφειας που κάθε κοινωνία εν ώρα κρίσης καλλιεργεί από μόνη της γίνονται φορείς ολοκληρωτικών ιδεών. Εν ολίγοις, από ένα σημείο και μετά, το επίκεντρο της συζήτησης παύει πλέον να εστιάζεται στο αν όσα λέγονται με βάση τους αεροψεκασμούς είναι αλήθειες ή ψέμματα. Η εξαθλίωση, ο φόβος, η αβεβαιότητα και ο πανικός δεν επιτρέπουν βαθιές πολιτικές και ανθρωπολογικές αναλύσεις. Απεναντίας, καταρρακώνουν κάθε αίσθημα ευσυνειδησίας, ενώ παράλληλα, το ατομικό ένστικτο της αυτοπροστασίας εντός μιας κοινωνίας που καταρρέει, δίνει ώθηση σε κάθε είδους καχυποψία να καπελώσει το πολιτικό πράττειν. Όλη αυτή η καχυποψία πως πίσω απ’ το κάθετί κρύβεται μια συνωμοσία είναι σχεδόν παρόμοια με ίδια τακτική που χρησιμοποιούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, (χαφιεδισμός και παρακολουθήσεις «υπόπτων» που θα μπορούσαν να είναι πράκτορες του εχθρού).

Βρισκόμαστε όμως εδώ σε ένα εξαιρετικά λεπτό σημείο, όπου και καλούμαστε να απορρίψουμε εξίσου και την πίσω όψη της συνωμοσιολογίας: τον χυδαίο και επιτηδευμένα ρηχό θετικιστικό φιλελευθερισμό του δήθεν «κοινού νου», ο οποίος, προκειμένου να χλευάσει τους συνωμοσιολόγους, καταλήγει να αρνείται ότι υπάρχει οποιοδήποτε «δεύτερο» επίπεδο της πραγματικότητας πίσω από το φαινομενικό και αυτονόητο. Είναι η πεμπτουσία των διαφόρων «ρεαλιστών», της κάθε Νεοφιλελεύθερης ιντελιγκέντσιας, των τεχνοκρατών και του κάθε ειδήμονα που βαφτίζουν οποιονδήποτε έρχεται σε ρήξη με την καπιταλιστική βαρβαρότητα, ως «λαϊκιστή» ή ουτοπιστή, δεδομένου ότι γι’ αυτούς κάθε προσπάθεια να εξηγήσουμε τις κοινωνικές συμπεριφορές των από κάτω και τις πολιτικές αποφάσεις των από πάνω μέσω της επίκλησης και άλλων παραγόντων πέραν της απλής «επιλογής» τους, ταυτίζεται απαραίτητα με την κατάφωρη συνωμοσιολογία.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, συγκαλύπτεται η σημαντικότητα μιας ανάλυσης με όρους φαντασιακών σημασιών, που προσπαθεί να διαυγάσει τους κυρίαρχους θεσμούς κάθε κοινωνίας, να δει πώς δρα και αντιδρά το άτομο μέσα σε αυτήν την κοινωνική θέσμιση. Οι μεν συνωμοσιολόγοι αποφεύγουν να μιλούν γι’ αυτά, καθώς πιστεύουν πως αυτού του είδους οι προσεγγίσεις είναι κατευθυνόμενες και στοχεύουν να συγκαλύψουν τις ενέργειες των ολιγαρχιών, εφόσον θεωρούμε ότι υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες διαμόρφωσης της πραγματικότητας εκτός από τις πολιτικές και τις ραδιουργίες των ελίτ. Οι δε φιλελεύθεροι επειδή πιστεύουν ότι αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε γιατί ο κόσμος, σε μια δεδομένη περίοδο, ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάνοντας αναφορά στις κυρίαρχες αξίες με βάση τις οποίες διαμορφώνεται, συγκαλύπτουμε το γεγονός ότι τελικά όλα έχουν να κάνουν με «συνειδητές επιλογές» των ατόμων, τα οποία εκλαμβάνονται ως όντα αυτοφυή και όχι διαμορφωμένα κοινωνικά. Αυτό το θετικιστικό φαντασιακό αντανακλά έναν συγκεκαλυμμένο Χομπσιανό ντετερμινισμό, χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης θεώρησης των πραγμάτων: ότι ο άνθρωπος ελάχιστα επηρεάζεται από το γύρω του περιβάλλον. Ότι υπάρχει μια σταθερή και αμετάβλητη αρχή που διέπει τον άνθρωπο, μια τετελεσμένη φύση, κάτι που συνεπάγεται ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από μια αντανάκλαση των φυσικών αδυναμιών αλλά και επιτευγμάτων μας.

Επίλογος

Η φύση των θεωριών συνωμοσίας παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με δομή της σκέψης ενός παραληρητικού που πιστεύει ότι τον απατά η σύζυγός του ενώ αυτή όλη τη μέρα σφουγγαρίζει πατώματα ή σφραγίζει επιταγές. Θα μπορούσε, βέβαια, να τον απατά! Πόσο συχνά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο; Στα πλαίσια της συζήτησης αυτής, όμως, δεν μας ενδιαφέρει τόσο αν η σύζυγος είναι άπιστη ή όχι, αν οι όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται κεκλεισμένων των θυρών, αλλά ο τρόπος που διαχέονται οι διαφόρων ειδών θεωρίες συνωμοσίας σε μια κοινωνία, καθώς και τον αντικειμενικό ρόλο που αυτές παίζουν, επισημαίνοντας την αδυναμία της σύγχρονης Δυτικής κοινωνίας να ελέγξει τον εαυτό της, ώστε ν’ αποκομίσει, κατά το δυνατόν, αξιοπρεπή και λογικά συμπέρασμα (τα οποίο βέβαια, μπορούμε ν’ αναθεωρήσουμε κατόπιν καλύτερης και πιο διεισδυτικής σκέψης και διαύγασης των γεγονότων).

[1] Με βάση τον Jacques Ellul (1965 : 11), ο κάθε προπαγανδιστικός μύθος, «αποκτά τέτοια δύναμη, που εισβάλλει σε κάθε περιοχή της συνείδησης, μην αφήνοντας καμία ικανότητα ή κίνητρο ανέπαφο. […] Ο μύθος έχει μια τέτοια κινητήρια δύναμη που, μετά την αποδοχή, ελέγχει το σύνολο του ατόμου, στο βαθμό που καθίσταται απρόσβλητο σε οποιαδήποτε άλλη επιρροή»

[2] Κατηγορώντας σύσσωμη μια κοινωνική ομάδα για ένα αποτρόπαιο έγκλημα, κλείνουμε τα μάτια μας στις σχέσεις εκμετάλλευσης που υπάρχουν εντός της ίδιας. Όταν, δηλαδή, οι νεοσυντηρητικοί κρετίνοι στοχοποιούν όλους τους μουσουλμάνους του πλανήτη ως εν δυνάμει τρομοκράτες και αιμοδιψή όντα που κάνουν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να υποτάξουν κάθε ελεύθερο άνθρωπο στον θρησκευτικό τους σκοταδισμό, αυτόματα, όλη αυτή η χονδροειδής γενίκευση δεν μας επιτρέπει ούτε και στο ελάχιστο να διακρίνουμε τις σχέσεις εκμετάλλευσης εντός των μουσουλμανικών κοινοτήτων, και, πάνω απ’ όλα, αγνοούνται πλήρως οι φωνές των σεκουλαριστών, μεταρρυθμιστών ή και αγνωστικιστών που ζουν σε Ισλαμικές χώρες. Ως, εκ τούτου, κρίνουμε ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να τελειώνουμε με όλες αυτές τις γενικεύσεις, απορρίπτοντας την ιδέα ότι μια εθνική ομάδα αποτελεί μια συμπαγής και ομογενοποιημένη οντότητα και όχι ένα σύνολο ξεχωριστών ανθρώπων, που ο καθένας τους θα μπορούσε να έχει τη δική του βούληση η οποία δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τις κοινές αξίες της ομάδας αυτής.

[3] βλ. Η γέννεση του Ολοκληρωτισμού, κεφάλαιο «Αντισημιτισμός: μια εκτροπή της κοινής λογικής».

[4] Στην πραγματικότητα, ο Γ.Α.Π. δεν αποτελεί τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο, από έναν ακόμη παπατζή πολιτικάντη πρωθυπουργό, που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από τους προηγούμενους ομόλογούς του.

Πηγές
Arendt H., 1996. The Origins of Totalitarianism, 3d ed, London.
Back L., Solomos J., 2000. Theories of race and racism: a reader, New York: Routledge
Elul, J., 1965. Propaganda: the formation of men’s attitudes. New York: Vintage Books.
Lucker J., 2012. Class Struggle or Conspiracy? In Defence of Marxism. Διαθέσιμο: http://www.marxist.com/class-struggle-or-conspiracy.htm [Ημερομηνία πρόσβασης 8 Δεκεμβρίου 2012]

Η εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων

http://www.igraphics.gr/en/multimedia/2012/06/elections2012b

Με την συντριπτική επικράτηση των αντι-μνημονιακών κομμάτων αλλά και προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας ολοκληρώθηκαν οι χτεσινές εκλογές στην Ελλάδα. Με βάση τα τελικά αποτελέσματα, το 18,35 % του συνόλου του εκλογικού σώματος ψήφισε τη Ν.Δ., το 16,63 % τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (ο οποίος σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του 2009 επταπλασίασε τα ποσοστά του), το 7,60 % το ΠΑ.ΣΟ.Κ (πρόκειται για την χειρότερη επίδοση της «κεντρο-αριστερής» παράταξης από την ημέρα της ίδρυσή της), το 4,65 % τους Ανεξάρτητους Έλληνες και το 4,28 % τη νεο-φασιστική Χρυσή Αυγή – που, κατά κάποιον τρόπο, αντικαθιστά την ακροδεξιά παράταξη του Γ. Καρατζαφέρη, ΛΑ.Ο.Σ, η οποία υπέστη βαριά ήττα (ποσοστό: 1,58 %) και δεν κατόρθωσε να μπει στην Βουλή λόγω του ότι απαιτούμενου ελάχιστου ορίου του 3% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων. Περαιτέρω, το 3,87 % (του συνόλου του εκλογικού σώματος πάντα) προτίμησε την ΔΗΜ.ΑΡ., το 2,78 % το Κ.Κ.Ε. (σε ιστορικό χαμηλό) και το 3,70 % μικρότερα κόμματα που δεν κατάφεραν ν’ αγγίξουν το όριο του 3% επί των εγκύρων. Το 0,36 % των ψήφων θεωρήθηκαν άκυρες, το 0,25 % ψήφισε λευκό, ενώ η αποχή ανέρχεται στο 37,53 %. (Τα επίσημα τελικά αποτελέσματα – ψήφοι, ποσοστά επί των εγκύρων και έδρες που διαμορφώθηκαν βάσει ενός ληστρικού εκλογικού νόμου – μπορεί να τα δει κανείς στον παραπάνω πίνακα). Το δε ποσοστό της αποχής, αυξήθηκε κατά 2,43 % του εκλογικού σώματος μέσα σε μόλις 40 ημέρες, αν και αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: εκλογική απεργία, διάχυτη – μη πολιτικοποιημένη δυσαρέσκεια, αδιαφορία, αδυναμία μετακίνησης ετεροδημοτών λόγω οικονομικής δυσπραγίας κλπ.

Από χθες το βράδυ έχουμε βομβαρδιστεί από πολιτικές και εκλογικές αναλύσεις εκ μέρους πολιτικών, δημοσιογράφων και δημοσκόπων – αναλύσεις οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν από πολιτικάντηκες και διαστρεβλωτικές έως απλώς ανόητες. Συνεπώς, θα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τόσο το εκλογικό αποτέλεσμα όσο και τα πολιτικά μηνύματα που αναδεικνύονται από αυτό, άμεσα ή έμμεσα, από μια άλλη οπτική γωνία. Κι αυτό γιατί στις περισσότερες αναλύσεις, τόσο τις τηλεοπτικές όσο και αυτές που παρουσιάζουν τα υπόλοιπα καθεστωτικά Μέσα Επικοινωνίας (τύπος και ραδιόφωνο), προσπάθησαν να μας πείσουν ότι πρόκειται για μια «νίκη του Ευρώ», πως «ο λαός διάλεξε παραμονή στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη», «ο λαός επέλεξε τα Μνημόνια και επιθυμεί απλώς μια επαναδιαπραγμάτευση προκειμένου οι πολιτικές λιτότητας να είναι ηπιότερες», «ο λαός διάλεξε Κυβέρνηση Συνεργασίας»• αλλά ειπώθηκαν και άλλα, ακόμα χειρότερα και προκλητικά, όπως ότι «όποιος λίγες ώρες μετά το κλείσιμο της κάλπης κάνει λόγο για αποδοκιμασία των πολιτικών λιτότητας των Μνημονίων» (και της αυταρχικής επιβολής της σε μια κοινωνία που ασφυκτιά και ψυχορραγεί, συμπληρώνουμε εμείς – κάτι που φυσικά αποσιωπήθηκε από τους, κατά τα λοιπά, αμερόληπτους και ψύχραιμους τηλεμαϊντανούς κάθε είδους) «δεν σέβεται την νωπή λαϊκή ετυμηγορία»!!!

Σίγουρα οι τεχνοκράτες, οι ευρωκράτες και όλες οι συντηρητικές δυνάμεις των Βρυξελών και των ξεπουλημένων μέσων ενημέρωσης όπως η Γερμανική Bild, το Focus, το Spiegel και η Financial Times, το Βρετανικό Chanel 4 και όλοι οι σαλτιμπάγκοι Νεοφιλελεύθεροι στρουθοκαμηλιστές θα μπορούν να καυχιούνται ότι η ωμή επέμβασή τους στα εσωτερικά θέματα της χώρας έπιασε τόπο, πως η προπαγάνδα του τρόμου λειτούργησε και ο «απείθαρχος αυτός λαός» (αγαπημένη φράση των ευρωσυντηρητικών) «κατάφερε να καταστεί πειθήνιος στις εντολές των μεγαλοκαρχαριών». Μια λίγο πιο προσεκτική, όμως, ανάλυση βασισμένη στην αναγωγή των εγκύρων ψηφοδελτίων στο σύνολο του εκλογικού σώματος, μάς οδηγεί σε πολιτικά συμπεράσματα εντελώς διαφορετικά από τα προαναφερόμενα, στα οποία κατέληξαν χθες το βράδυ τα στελέχη κυρίως της Ν.Δ., του ΠΑ.ΣΟ.Κ και της ΔΗΜ.ΑΡ., αλλά και των φίλα προσκείμενων στα κόμματα αυτά δημοσιογράφων και δημοσκόπων. Έτσι, παρά τους βλακώδεις πανηγυρισμούς της μεγάλης κεντρο-ακρο-δεξιάς (πλέον) παράταξης, των Γερμανικών πολιτικών ελίτ και των απανταχού Νεοφιλελεύθερων παπαγάλων που με αίσθημα ανακούφισης καλωσόρισαν τα εκλογικά αποτελέσματα, καλό θα ήταν να γνωρίζουν πως η ΝΔ (με εξαίρεση τις εντελώς ιδιόρρυθμες εκλογές του Μαΐου 2012), κατάφερε να πάρει τα χαμηλότερα ποσοστά στην κοινοβουλευτική της διαδρομή. Το αναμφισβήτητο πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει, είναι ότι η κοινωνία δεν αντέχει και δεν θέλει πια να πειθαρχήσει στις Νεοφιλελεύθερες (μονεταριστικής εμμονής) πολιτικές λιτότητας που επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ε.Κ.Τ. και το ΔΝΤ. Είναι ξεκάθαρο πως οι πολιτικές αυτές αποδοκιμάστηκαν πλήρως: αρκεί να αθροιστούν τα ποσοστά των αντι-μνημονιακών δυνάμεων του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, Κ.Κ.Ε, ΑΝ.ΕΛ, ΔΗΜ.ΑΡ. και Χ.Α. (συνολικό ποσοστό με βάση τα επίσημα αποτελέσματα: 52,08%) ενώ τα μνημονιακά κόμματα (ΝΔ, ΠΑ.ΣΟ.Κ) αγγίζουν μόλις το 41,94 (πάντα επί των εγκύρων). Βέβαια το κατά πόσο η ΔΗΜ.ΑΡ. είναι τελικά ένα κόμμα που πραγματικά αντιτίθεται στα Μνημόνια και τις επακόλουθες πολιτικές ακραίας λιτότητας, θα κριθεί και από τη στάση της τις επόμενες ώρες, ενώ, όσον αφορά τη νεοναζιστική Χ.Α., είναι χιλιοειπωμένο πως η «αντιμνημονιακή» της κατεύθυνση δεν την καθιστά ουσιαστικά αντισυστημικό κόμμα, αλλά πρόκειται για το κακοφορμισμένο μέλος του ολιγαρχικού κοινοβουλευτικού μας σώματος.

Το «αριστερό» χέρι της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, το ΠΑ.ΣΟ.Κ., φαίνεται πως κόπηκε οριστικά, με ελάχιστες ελπίδες πολιτικής επανάκαμψης, ενώ και το άλλο, το δεξιό, αυτό του μαύρου μετώπου που επιχειρήθηκε να χτιστεί με βάση τη Ν.Δ. είναι ολοφάνερα αποδυναμωμένο. Κι αυτό γιατί παρά την τεράστια συσπείρωση των συντηρητικών δυνάμεων – γεγονός που προκύπτει από τις προσχωρήσεις του τελευταίου μήνα, αφού ένα ποσοστό της τάξης του 2-3% από το συνολικό ποσοστό της Ν.Δ. οφείλεται στην συνεργασία της Δημοκρατικής Συμμαχίας της Ντόρας Μπακογιάννη, που στις εκλογές της 6ης Μαΐου άγγιξε το 2,56 % αλλά και στις διαρροές βουλευτών από το ΛΑ.Ο.Σ. το οποίο από το 2,90 % (της αναμέτρησης του προηγούμενου μήνα) έπεσε στο 1,58% (πράγμα που σημαίνει πως ένα επιπλέον ποσοστό γύρω στο 1% μετακινήθηκε επίσης προς την ΝΔ). Μάλιστα, η Νεοφιλελεύθερη συμμαχία της «Δημιουργίας Ξανά!» της «Δράσης» και της «Φιλελευθέρης Συμμαχίας» που αρχικά φαινόταν πως είχε μια δυναμική, εξαφανίστηκε προς όφελος της Ν.Δ. Η δε τελευταία εφεδρεία της κυρίαρχης τάξης, που βάσιμα εικάζουμε αυτές τις ώρες πως είναι η Δημοκρατική Αριστερά – η οποία είναι πολύ πιθανό να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με την Ν.Δ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. (όπως προκύπτει από τις πρώτες δηλώσεις του αρχηγού της, Φώτη Κουβέλη) – θα «καεί» πολιτικά αν στηρίξει μια κυβέρνηση που θα εφαρμόσει τα σκληρότατα – και εν τοις πράγμασι ανεφάρμοστα – μέτρα για τα οποία έχουν ήδη δεσμευτεί εγγράφως οι Σαμαράς και Βενιζέλος. Ακόμη, όμως, και αν η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν λάβει μέρος σε κυβέρνηση συνασπισμού με Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ., οι πιθανότητες να επιβιώσει πολιτικά είναι λίγες, καθώς μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων της μελλοντικά θα μπορούσε να κατευθυνθεί προς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, δεδομένου ότι: α) όσο η κρίση βαθαίνει, τόσο οι πολιτικές του «κέντρου» και της «μετριοπάθειας» αποδυναμώνονται ενώ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ριζοσπαστικοποιείται και, β) ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελεί μια ισχυρή φωνή μέσα στην Ελληνική κοινωνία καθώς έχει κινηματική βάση, κάτι που σημαίνει ότι θεωρητικά τουλάχιστον, μπορεί σε κάποιο βαθμό να θέσει κάποια πρώτα θεμέλια για μια κοινωνική ανατροπή, σε σύγκριση με τη ΔΗΜ.ΑΡ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. που αποτελούν τηλεοπτικές εικόνες και έχουν από μηδενική έως αμελητέα κινηματική ισχύ.

Στο σημείο αυτό και πριν περάσουμε στην τοποθέτησή μας ως προς την κινηματική δυναμική που φαίνεται πως διαμορφώνεται στην κοινωνία, έστω και κάπως στρεβλά, αξίζει να αναφερθούμε πολύ συνοπτικά και στα υπόλοιπα κόμματα.

Οι νεοναζί της Χ.Α. φαίνεται πως όσο κρατά η οικονομική, πολιτική, κοινωνική και αξιακή κρίση, καταφέρνουν να έχουν μια διόλου αμελητέα απήχηση στην ελληνική κοινωνία. Και, ναι μεν, δεν είναι όλοι οι ψηφοφόροι της Χ.Α. νεοναζί, είναι όμως ολοφάνερα θύματα (ή θύτες ;…) μιας βαθιάς αποπολιτικοποίησης, μιας αφασικής τάσης της κοινωνίας που εν μέρει εκφασίζεται, αδυνατώντας να ερμηνεύσει ορθολογικά τα πολιτικά αδιέξοδα στα οποία οδηγούν οι Νεοφιλελεύθερες επιλογές. Πως έφτασε, λοιπόν, η Χ.Α στο 6,9 %; Κατά την τελευταία τριετία (από το 2009 μέχρι και σήμερα) κατάφερε να «καταλάβει» σε κάποιες υποβαθμισμένες γειτονιές, πλατείες, δρόμους και οικοδομικά τετράγωνα, να στρατολογήσει κατοίκους που δυσανασχετούν από την παρουσία μεταναστών, μετατρέποντάς τους σε μέλη ή ενεργούς υποστηρικτές και να δημιουργήσει, έτσι, κινηματική βάση που με μαζικά πογκρόμ και επιθέσεις σε μετανάστες εξασφάλιζε τάχα την «τάξη» και την «ασφάλεια» (θυμίζοντας την αντίστοιχη τακτική της Χαμάς). Αντίθετα, το ΛΑ.Ο.Σ. ουδέποτε κατάφερε ν’ αποκτήσει κινηματική δράση, καθώς περιοριζόταν σ’ έναν μετριοπαθέστερο λαϊκιστικό εθνικιστικό λόγο, με μοναδική του παρουσία στα πάνελ των δελτίων ειδήσεων και σε διάφορες κίτρινες τηλεοπτικές εκπομπές, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σ’ ένα χείριστης ποιότητας τηλεκόμμα που προσπαθούσε από τη μια να επενδύσει στην ξενοφοβία και από την άλλη να τα έχει καλά με όλους (και με τα μνημόνια και τις αγορές, αλλά και με τον λαϊκοπατριωτισμό). Έτσι, ηττήθηκε οριστικά, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί πλήρως από την πολιτική σκηνή και να μετατραπεί σ’ ένα ασήμαντο κόμμα του περιθωρίου παραχωρώντας την θέση του στην Χ.Α.

Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, αυτός ο δεξιός συνωμοσιολογικός αχταρμάς, αν και συμπιέστηκε, πριμοδοτώντας τη Ν.Δ. (τέσσερεις βουλευτές του μετακινήθηκαν στην ΝΔ), διατήρησε ένα σημαντικό ποσοστό των δυνάμεών του, απευθυνόμενο σε μια μερίδα του πληθυσμού που ξυπνά και κοιμάται με το φόβο της Νέας Τάξης Πραγμάτων, των Ιλλουμινάτι και που πιστεύει πως πίσω από τα φαινόμενα βρίσκεται μια μυστική (ανθελληνική) συνωμοσία ή πως μας ψεκάζουν αεροπλάνα…. Απομένει να δούμε αν οι ΑΝ.ΕΛ θα διατηρήσουν τις δυνάμεις τους στο μέλλον ή κατά πόσο η «αντιμνημονιακή» τους κατεύθυνση θα αποδειχθεί ένας ευκαιριακός δεξιός εθνικιστικός φόβος/θυμός της στιγμής.

Η ελεύθερη πτώση του Κ.Κ.Ε. δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν, αφού: α) έχει μια ανεξήγητη, στα όρια της μεταφυσικής, εμμονή σε σταλινικά μοντέλα (που πλέον για κανέναν δεν αποτελούν λύση στα προβλήματά μας, μιας και πρόκειται για καθεστώτα φρίκης και στυγνής καταπίεσης που η ιστορία τα ξέβρασε και τα κατέταξε στις μαύρες της σελίδες) και, β) παρά την αρκετά ισχυρή του κινηματική βάση (δυναμικά συνδικάτα στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα) ο δρόμος της απομόνωσης που διάλεξε (ξεχωριστές πορείες και άρνηση συνεργασίας με άλλες αντι-καπιταλιστικές δυνάμεις σε συνδυασμό και με τον αφορισμό του κινήματος των αγανακτισμένων όπου οι δυνάμεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχαν έντονη παρουσία) το οδήγησε στην αυτοκαταστροφή. Η διασπαστική και βαθέως αντικινηματική πολιτική του έστρεψαν σχεδόν τους μισούς ψηφοφόρους του σε άλλες επιλογές (κατά την συντριπτική τους πλειοψηφία μετακινήθηκαν προς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ο οποίος, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, έκανε λόγο, έστω και μπλοφάροντας εν μέρει, για «Κυβέρνηση της Αριστεράς»). Το Κ.Κ.Ε. μπορεί ν’ αυτοαποκαλείται «Κομμουνιστικό» αλλά σίγουρα δεν είναι καν προοδευτικό, μιας και η ιδεολογική του πλατφόρμα είναι καθαρά συντηρητική, όπως προκύπτει και από τις επίσημες θέσεις του σε σειρά κοινωνικών (μη οικονομικών ή στενά πολιτικών) ζητημάτων.

Άλλα κόμματα που θέλουν να διατηρήσουν ζωντανή (για τον εαυτό τους και για τους ψηφοφόρους) μια επίφαση «προοδευτικής κατεύθυνσης» ή επαναστατικότητας, αποφεύγοντας να συνεργαστούν με συγγενικές κοινοβουλευτικές δυνάμεις σε συνθήκες ακραίας πόλωσης, καταποντίστηκαν, πληρώνοντας τις επιλογές τους αυτές (Οικολόγοι-Πράσινοι, ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., Δεν Πληρώνω, Πειρατές).

Το εκλογικό σώμα, όσο και η βάση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελούνται από άτομα προοδευτικών αντιλήψεων στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Σε αντίθεση με άλλα αριστερά κόμματα και οργανώσεις (συμπεριλαμβανόμενου και του Κ.Κ.Ε.) αποτελούν μια, σε κάποιο βαθμό, πιο ευέλικτη και ευμετάβλητη δύναμη καθώς απαρτίζονται από συνιστώσες τόσο ρεφορμιστών και σοσιαλδημοκρατών μέχρι και light τροτσκιστών, αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου που τον στηρίζει εκλογικά. Το γεγονός αυτό καθιστά ένα μέρος της πολιτικής του βάσης μια μετασχηματίσιμη δύναμη – κάτι που οφείλουμε να εκμεταλλευτούμε: Ο ρόλος του κοινωνικού κινήματος που διαμορφώνεται, έστω δειλά δειλά, από τα κάτω εδώ και λίγα χρόνια, πρέπει αφ’ ενός να συμβάλει στην ριζοσπαστικοποίηση και της υπόλοιπης κοινωνίας στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και αφ’ ετέρου, να ανεξαρτητοποιηθεί από την ιδέα πως μόνο μέσω μιας κεντρικής ηγεσίας (που υποτίθεται αντιπροσωπεύει ένα κίνημα) θα μπορούσε να οδηγήσει στην κοινωνική χειραφέτηση. Η ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της κεντρικής ηγεσίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. πάνω στο κίνημα δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση να μετατραπεί σε μοχλό δημιουργίας μιας επαναστατικής δύναμης, καθώς ο εγκλωβισμός του στις κοινοβουλευτικές αξίες δεν αποτελεί μια δύναμη ικανή να τον αναβαπτίσει από κόμμα με αστικοδημοκρατικές αρχές και τάσεις, σε πραγματικά επαναστατικό κίνημα. Έτσι, όλες οι ελευθεριακές δυνάμεις της κοινωνίας πρέπει να πάρουν το παιχνίδι στα χέρια τους και όχι να εναποθέσουν τις ελπίδες τους σε ένα κόμμα που όσο περισσότερο γίνεται «κόμμα εξουσίας» τόσο περισσότερο θα κινδυνεύει να γραφειοκρατικοποιείται και να υπαναχωρεί από τις πιο καινοτόμες και ριζοσπαστικές του τάσεις.

Ίσως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να στάθηκε, κατά κάποιο τρόπο, τυχερός, αφού δεν θα κληθεί να πληρώσει άμεσα τις εγκληματικές πολιτικές άλλων οι οποίες οδήγησαν στη σημερινή τραγική κατάσταση ολόκληρη την κοινωνία. Οι πιέσεις από εξωτερικούς παράγοντες (διεθνές τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, Νεοφιλελεύθερες πολιτικές ηγεσίες) αλλά και από τον ίδιο τον ξέπνοο λαό που έχει φτάσει στα όριά του, θα ήταν ασφυκτικές. Τόσο ασφυκτικές που ακόμα και μια σχετική αποτυχία του θα ήταν ικανή να στρέψει πάλι την κοινωνία προς μια νέα, ακόμα μεγαλύτερη, συντηρητικοποίηση. Τώρα έχει την ευκαιρία να αντιπολιτευτεί μια Κυβέρνηση που θα ξεπεράσει κάθε όριο αντιλαϊκής πολιτικής και αντικοινωνικής διακυβέρνησης.

Ένα παλιό ρητό λέει πως οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν. Έτσι, με βάση το σκεπτικό αυτό, ένας λαός ανεύθυνος και κακοήθης που κυβερνάται από κλέφτες και απατεώνες σύντομα και δίκαια θα υποφέρει από αυτούς και την αλαζονική τους εξουσία. Οι υπεύθυνοι, όμως, και ώριμοι λαοί έχουν αντίστοιχα και χαρισματικούς, σοφούς και δίκαιους ηγέτες. Εμείς όμως λέμε πως οι υπεύθυνοι λαοί, (αν φυσικά μπορούμε να δεχτούμε αυτήν την τόσο απλουστευτική και μακιαβελική θεώρηση πως υπάρχουν καλοί και κακοί λαοί), δεν έχουν ηγέτες και αφεντάδες. Είναι οι ίδιοι αφέντες του εαυτού τους, είναι οι ίδιοι ικανοί να αυτο-κυβερνώνται. Έτσι, αν θέλουμε να μιλάμε για μια πραγματική γέννηση ενός κοινωνικού μετώπου από τα κάτω, πραγματικά δημοκρατικού, με οριζόντιες δομές και ελευθεριακά προτάγματα, ικανό να θέσει βάσεις για μια κοινωνία ισότητας, ισοπολιτείας και ελευθερίας, οφείλουμε να μην αφεθούμε στιγμή στα χέρια ενός κόμματος έτσι απλά, όσο κι αν αυτό, συγκρινόμενο με τα λοιπά κοινοβουλευτικά τερατουργήματα, μοιάζει ελπιδοφόρο. Αν η κοινωνία σήμερα, άρχισε να επιθυμεί και να διεκδικεί έστω κάτι καλύτερο, σκοπός μας πρέπει να είναι να διεκδικήσει δυναμικά τα πάντα. Εμείς θα δημιουργήσουμε το μέλλον μας. Αν παραχωρήσουμε το ρόλο μας αυτό για ακόμα μια φορά σε κάποιον άλλο, σύντομα θα διαψευστούμε• και δεν θα έχουμε κανένα μέλλον.

Συγγραφή: Michael Th, Ian Delta

 

Ευτοπία VS Δυστοπία

http://www.scribd.com/embeds/77264390/content?start_page=1&view_mode=list&access_key=key-s8f9qhjz3rd3lswoday//

Εισαγωγή

Στις καθημερινές μας συζητήσεις ακούμε πολλούς ανθρώπους να καταφέρονται με χαρακτηρισμούς όπως «ουτοπικό», «ανεφάρμοστο», «ενάντια στην ανθρώπινη φύση» αναφερόμενοι στα προτάγματα της άμεσης δημοκρατίας και της αυτονομίας στην πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική σφαίρα της ζωής. Αντί να επεξεργαστούν και να συνδιαμορφώσουν προτάσεις που θα συμβάλλουν στην εξέλιξη των κοινωνιών και του ίδιου του ανθρώπου, αναμασούν και διαιωνίζουν τις αξίες του κυρίαρχου κοινωνικού φαντασιακού για «σκληρότερη δουλειά», «εφαρμογή των νόμων», «υπομονή». Τι ακριβώς υπερασπίζονται; Τη δυστοπία του σήμερα, σε όλα τα επίπεδα. Την ευημερία των λίγων εις βάρος των πολλών. Την απληστία που χαρακτηρίζει τον καθένα, από τον φτωχότερο έως τον πλουσιότερο. Την περιφραγμένη ελευθερία μέσα στα πλαίσια μιας ψευδεπίγραφης δημοκρατίας. Την εργασία ως καταναγκασμό και τον ορισμό της προσφοράς, μόνο ως συνδυασμό της ζήτησης. Την ελευθερία της αγοράς, που είναι συνώνυμη με την ελευθερία του κυρίαρχου να διευρύνει την κυριαρχία του. Την ανταγωνιστικότητα ως προσόν, και το συναγωνισμό ως αφέλεια. Τον ατομικισμό που διαβρώνει κάθε υγιή διάσταση της προσωπικότητας του ατόμου.

Οι υμνητές του Νεοφιλελευθερισμού εμφανίζουν τους παραλογισμούς τους ως προφανείς και αυτονόητους, την στιγμή που η απόλυτη ελευθερία των κινήσεων του κεφαλαίου καταστρέφει ολόκληρους τομείς της παραγωγής σε όλες σχεδόν τις χώρες και που η παγκόσμια οικονομία μεταμορφώνεται σε πλανητικό καζίνο.

(Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού» σ.11)

Τί ακριβώς υπηρετούμε εμείς με την απάθειά μας; Την απο-πολιτικοποίηση της κοινωνίας και τον ατομικισμό, την εκμετάλλευση και τον ρατσισμό, μαζί με την πολυπολιτισμικότητα ως εργαλείο καταπίεσης των μεταναστών και αποπροσανατολισμού της κοινωνίας, αποκρύπτοντας τη δυνατότητα της υγιούς διαπολιτισμικότητας; Σε όλα αυτά, τα οποία θα αναλύσουμε παρακάτω αντιπαρατίθεται ο δρόμος για την μετάβαση από τη δυστοπία στην ευτοπία.

Ως ευτοπία θα χαρακτηρίζαμε την ουτοπία ανασυγκρότησης, που δεν έχει σχέση με την ονειροφανταστική ουτοπία των λογοτεχνών. Αντιθέτως, αποτελεί επιθυμία και όραμα ενός ανασυγκροτημένου περιβάλλοντος, που είναι καλύτερα προσαρμοσμένο στην αρμονική συμβίωση όλων των ανθρώπων, σε σύγκριση με τη σύγχρονη αξιακή βαρβαρότητα. Η ευτοπία δεν είναι το αντίθετο της πραγματικότητας, αλλά η προβολή μιας δικαιότερης κοινωνίας, πιο ανθρώπινης και λειτουργικής. Επιτρέπει τη συμφιλίωση του παρόντος με το μέλλον, του πρακτικού με το ιδεατό. Αν παραιτηθούμε από την επιδίωξη της ευτοπίας, αντιμετωπίζοντάς την επιπόλαια σαν ένα άλλο είδος ουτοπίας, μεταμορφωνόμαστε αυτόματα σε θύματα των ευτελών καταναλωτικών φαντασιακών που προσφέρει απλόχερα το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα. Δεν θεωρούμε, όμως, την ευτοπία μια συγκεκριμένη ιδεαλιστική κατάσταση, ούτε ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει μόνο ένας δρόμος προς την πραγμάτωσή της. Κάτι τέτοιο, συνεπάγεται την διαδικασία της συνεχόμενης κατάθεσης προτάσεων, αμφισβήτησης, ενστερνισμού συγκεκριμένων (πλην ανοικτών) θέσεων και την δράση προς την εφαρμογή τους. Είναι η διέξοδός μας από την βαρβαρότητα.

Ο κόσμος της δυστοπίας

Από τα τέλη του 19ου αιώνα η δημιουργία διάφορων κοινωνικών κινημάτων είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στο δυτικό κόσμο: επαναστάσεις (ανεξαρτήτως αν πέτυχαν ή όχι), η δύναμη του εργατικού κινήματος, οι αντιστάσεις στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι αγώνες για τη φυλετική ισότητα, τα φεμινιστικά κινήματα, όλα αυτά σημάδεψαν ριζικά το πολιτικό σκηνικό του περασμένου αιώνα, σε συνδυασμό με τους δύο μεγάλους πολέμους και τα ολοκληρωτικά κινήματα (Ναζισμός και Μπολσεβικισμός), τον Ψυχρό Πόλεμο που συνέβαλε στη διαίρεση του κόσμου σε Ανατολικό και Δυτικό μπλοκ, και τέλος, την κονιορτοποίηση του μαρξισμού-λενινισμού που αποτέλεσε την ταφόπλακα στο όραμα για της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Όλα αυτά τα γεγονότα διαμόρφωσαν καθοριστικά την πολιτική σκέψη. Το πλήθος αυτού του ιστορικού υλικού και τα διδάγματα που εμείς παίρνουμε σήμερα, μας καλούν για μια γενική επανεξέταση όλων των πολιτικών φιλοσοφιών.

Από την μια πλευρά, ποιός δεν είναι δύσπιστος σήμερα με τα προτάγματα που προωθούν τη ριζική αλλαγή της κοινωνίας, έπειτα από τα τόσο σοβαρά εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε πολλές χώρες στο όνομα της «κοινωνικής απελευθέρωσης από τα δεσμά του καπιταλισμού» (βλ. Σταλινισμός, Μαοϊσμός), ενώ στην πραγματικότητα, η δίψα για προσωπική εξουσία ήταν το μοναδικό κίνητρο των κομματικών γραφειοκρατιών;

Ο Δυτικός άνθρωπος, σήμερα, μοιάζει να βρίσκεται όμηρος μιας τελματωμένης πραγματικότητας. Νοιώθει πως όχι μόνο δεν μπορεί να ξεφύγει αλλά αισθάνεται φοβισμένος μπροστά στην προοπτική της αλλαγής. Αντιλαμβάνεται πως οι ηθικοί κανόνες που τυφλά ακολουθεί, δεν οδηγούν πουθενά. Αισθάνεται, όμως, αδύναμος να αντισταθεί, και όντας εγκλωβισμένος στην ιδιωτική του σφαίρα και τον άκρατο ατομισμό, επιλέγει να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα είτε βυθίζοντας τον εαυτό του στην απάθεια, είτε αποδεχόμενος τα ψέματα δημαγωγών πολιτικών που ωστόσο ακούγονται ευχάριστα στ΄αυτιά του, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να αποδοκιμάζει οποιαδήποτε προσπάθεια ρήξης με την καθεστηκυία τάξη και τους χρεοκοπημένους θεσμούς.

Στη Δυτική Ευρώπη, η κατάρρευση του Μαρξισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’80 συνέβαλε ριζικά στην καταρράκωση κάθε ελπίδας για κοινωνική αλλαγή, κληροδότησε την απόλυτη κυριαρχία της μαζικής αποχαύνωσης, του θεάματος, κάτω από την απόλυτη κυριαρχία των κατευθυνόμενων Μέσων Επικοινωνίας. «Οι άνθρωποι στη Δύση λένε: «αυτός είναι ο σοσιαλισμός, άλλος δεν υπάρχει, συνεπώς οι κοινωνίες μας, με όλα τα κουσούρια τους είναι οι καλύτερες ανθρώπινες δυνατές»» αναφέρει ο Κορνήλιος Καστοριάδης («Είμαστε Υπεύθυνοι για την Ιστορία μας» σελ.16). Δηλαδή, ο «θρίαμβος» του φιλελευθερισμού ενάντια στον Σταλινικό ολοκληρωτισμό, τον καθιστά ως «το καλύτερο που θα μπορούσε να επιτευχθεί», επιχειρώντας να πείσει πως «δεν υπάρχει κανένα εναλλακτικό σύστημα. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα και θα πρέπει να την αποδεχτούμε» (ντετερμινισμός). Από την άλλη, με το ξέσπασμα της κρίσης στην Ευρωζώνη και τη συστηματική υποβάθμιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου, σε συνδυασμό με τις επαναστάσεις που έλαβαν χώρα στη Μέση Ανατολή, ποιός δεν είναι πλέον πεπεισμένος ότι η σχέση μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, η μαζική απάθεια και ο κομφορμισμός θα πρέπει να αμφισβητηθούν; Είναι προφανές ότι τα νέα κοινωνικά κινήματα που δημιουργήθηκαν γύρω από την Ευρώπη – με κύριες επιρροές την αραβική άνοιξη (οι Indignados της Ισπανίας και οι «αγανακτισμένοι» στην Ελλάδα) έφεραν στο προσκήνιο θολά-θολά την έννοια της άμεσης δημοκρατίας: άμεση πολιτική δράση και συμμετοχή, μια έννοια που είχε για πολλά χρόνια ξεχαστεί.

Δυστοπία και απουσία Λόγου

Οι σύγχρονες κοινωνίες (δυτικές και μη), όμως, αρνούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα με ορθολογική σκέψη (όπου ορθολογισμός η διάθεση να εξεταστεί ένα πρόβλημα με τη λογική, η αμερόληπτη έρευνα και διαύγαση των καταστάσεων μακριά από ταμπού και τοτέμ). Αντ’ αυτής, επιλέγεται η πνευματικά ξεκούραστη μέθοδος της «αποκάλυψης» διαφόρων θεωριών συνωμοσίας ή η τυφλή αποδοχή των καταστάσεων (όπως ειπώθηκε και παραπάνω). Από την μια λοιπόν, κυριαρχεί η παθητικότητα και η αποδοχή του δόγματος πως ο καπιταλισμός είναι το μόνο «ορθολογικό καθεστώς» (μια ορθολογικότητα, όμως, μηχανιστική, που δεν κοιτά την ευημερία των ανθρώπων, αλλά των αριθμών). Από την άλλη όμως, δημιουργείται στο φαντασιακό της ίδιας της κοινωνίας το σκηνικό μιας παγκόσμιας ομάδας κροίσων που έχοντας υπό τον έλεγχο τους δημοσιογράφους, πολιτικούς, ακόμη και ομάδες ακτιβιστών, προσπαθούν να δημιουργήσουν μια παγκόσμια κυβέρνηση με μοναδικό σκοπό την εξαφάνιση των εθνών και την καταπίεση των λαών προς όφελος τους. Γύρω από αυτό τον άξονα δημιουργούνται και ψευδοεπιστημονικές «αλήθειες» περί ψεκασμών του πληθυσμού, σκόπιμης κατασκευής λοιμωδών νόσων, διάφορες προφητείες που ανασκευάζονται συνεχώς μετά τη διάψευσή τους, δημιουργία ειδώλων ως «σωτήρων». Φυσικά, κάποια από τα ζητήματα με τα οποία ασχολούνται οι θεωρίες συνωμοσίας δεν αποκλείεται να εμπεριέχουν, εν σπέρματι, και κάποιες αλήθειες, οι θεωρίες αυτές όμως τα προσεγγίζουν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποπροσανατολίσουν τους επιρρεπείς στην «αποκρυπτογράφηση μυστικών» πολίτες. «Δεν πιστεύουμε στα φαντάσματα, αλλά ούτε και στις διαβεβαιώσεις πως κανείς δεν κρύβεται κάτω από το λευκό σεντόνι».

Οι θεωρίες, οι αιτιάσεις, οι εξηγήσεις αυτές δεν υποβάλλονται επαρκώς σε λογικό έλεγχο, δηλαδή σε κριτική εξέταση, αλλά υιοθετούνται άκριτα από μια μερίδα ανθρώπων η οποία προβάλλει ως μόνο ντοκουμέντο-επιχείρημα το x βίντεο που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο, ή το ψ άρθρο του τάδε εμπόρου θεωριών συνωμοσίας. Έτσι, απομακρυνόμενοι από την διαδικασία της αυτοκριτικής, της αμφισβήτησης του ίδιου μας του εαυτού και των πράξεών μας, από την κριτική εξέταση της ιστορίας που εμείς δημιουργήσαμε, καταλογίζουμε τις ευθύνες για όλα τα δεινά που βιώνουμε είτε στη λέσχη Μπίλντεμπεργκ, είτε στους… ιλλουμινάτι, είτε στους Εβραίους (λογική που έχει οδηγήσει σε ολοκαυτώματα στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν).

Έτσι, αποφεύγοντας κάθε προσπάθεια για χρήση του Λόγου, και έχοντας περάσει από μία συστηματική αντιπολιτική εκπαίδευση στις σχολικές φυλακές του πνεύματος, περιοριζόμαστε σε μία στερεοτυπική αντίληψη των πραγμάτων με βάση ανακυκλώμενα δόγματα και γενικεύσεις όπως: «όλοι οι Χ» (όπου χ θέτουμε κάποιον εθνικό, θρησκευτικό, σεξουαλικό, κοινωνικό προσδιορισμό) «είναι Ψ» ( όπου ψ θέτουμε κάποιο κατηγόρημα με θετικό ή αρνητικό πρόσημο π.χ. κλέφτες, φιλότιμοι, βρώμικοι, εργατικοί). Οι γενικεύσεις αυτές εντάσσονται σε θεωρίες συνωμοσίας και δόγματα, όπου π.χ. ο εβραίος είναι εχθρός, ο πολιτικός είναι πάντα υποκινούμενος, ο αστυνομικός είναι εν δυνάμει δολοφόνος. Αρνούμαστε φυσικά να εξετάσουμε (σε σχέση με τα παραπάνω παραδείγματα) τη φύση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, να αναλύσουμε το ισχύον πολιτικό σύστημα, ή να αποφύγουμε γενικεύσεις για ανθρώπους που ασκούν ένα επάγγελμα (όσο κι αν μας είναι αυτό απεχθές ιδεολογικά ή/και ηθικά).

Κατ’ επέκταση, οι γενικεύσεις και οι άλογες κρίσεις φθάνουν έως και την ερμηνεία της φύσης του ανθρώπου. Σύμφωνα λοιπόν με κάποιους, ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός και σύμφωνα με άλλους από τη φύση του κακός. Τη δεύτερη άποψη ενισχύει η θεωρία του Άγγλου φιλόσοφου, Τόμας Χομπς, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τον άνθρωπο ως «μοναχικό, ενδεή, βρωμερό, κτηνώδη και βραχύ» (99), ανίκανο να αυτοκυβερνηθεί. Με βάση το πρώτο επιχείρημα, αν ο άνθρωπος απεμπλακεί από την δυναστεία των μέσων ενημέρωσης, από το άδικο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την καπιταλιστική λογική, τότε θα είναι ικανός να δημιουργήσει μια κοινωνία ισότητας, ειρήνης και ελευθερίας. Με βάση το δεύτερο, που είναι κυρίαρχο στη σημερινή δυστοπία, ο άνθρωπος είναι άπληστος, κτητικός, σκληρός και έχει ανάγκη από έναν ηγέτη, περιορισμούς και σύνορα (στη σκέψη και στη γη). Στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να ισχύει τίποτε από τα δύο. Ο ανθρωπολογικός τύπος δεν αποτελεί μια στατική κατάσταση, μια συγχρονία την οποία μπορούμε να εξετάσουμε, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης • μεταβάλλοντας το περιβάλλον του μεταβάλλεται και ο ίδιος. Το δυστοπικό επιχείρημα, λοιπόν, του «είναι στη φύση του ανθρώπου η απληστία» κρύβει μέσα του τη ντετερμινιστική λογική του «μην κάνεις τίποτε, όλα είναι προδιαγεγραμμένα» που υπηρετούν πιστά και οι διάφορες θεωρίες συνωμοσίας/προφητείες. Κι όμως, υπήρξαν κοινωνίες που είχαν αντιληφθεί πολύ πιο ορθά την πραγματικότητα: ένας Αθηναίος ναυαγός είπε κάποτε σ’ αυτούς που έστρεφαν τα λόγια τους στον ουρανό την ώρα που βούλιαζε το πλοίο: «συν Αθηνά και χείρα κίνει».

Στην πραγματικότητα, η ανθρώπινη φύση είναι σχετικά δύσκολο να οριστεί. Χαρακτηριστική είναι η φράση της Hannah Arendt: «αν υπάρχει «ανθρώπινη φύση», τότε μόνο ένας θεός θα γνώριζε τί είναι». Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος γεννιέται φύσει άπληστος και ιδιοτελής, τότε οι αλλαγές που υφίσταται κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι και αυτές κομμάτι της φύσης του. Συνεπώς, η πολυπλοκότητα της «ανθρώπινης φύσης» είναι δύσκολο να αναλυθεί. Η συμπεριφορά του ανθρώπου, το αν δηλαδή τείνει προς την ιδιοτέλεια ή όχι, εξαρτάται από πολλούς άλλους παράγοντες, όπως το κοινωνικό φαντασιακό:

Πολλοί που υιοθετούν την άποψη του Χομπς, ότι ο ιδιοτελής άνθρωπος είναι αδύνατο να ζήσει σε μια κοινωνία αυτοθεσμιζόμενη και αυτόνομη και συνεπώς οι ετερόνομοι θεσμοί είναι αναγκαίο να υπάρχουν, είτε μιλάμε για ισχυρή κεντρική εξουσία, (χαρακτηριστική είναι εδώ και η φράση του Βολταίρου: «αν δεν υπήρχε Θεός θα έπρεπε να τον εφεύρουμε») είτε για οικονομικά κίνητρα όπως έλεγε ο Άνταμ Σμιθ, αγνοούν τις κυρίαρχες αξίες της καπιταλιστικής κοινωνίας, τις θεσμισμένες αξίες του κοινωνικού φαντασιακού της, την απεριόριστη συσσώρευση κεφαλαίων. Τί σημαίνει κάτι τέτοιο; Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες θέτουν ως κέντρο τους την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και την «ορθολογική» εξάπλωση των μέσων παραγωγής, μαζί με την απεριόριστη συσσώρευση κεφαλαίων. Όσο περισσότερο πλούσιος γίνεται κάποιος, τόσο μεγαλύτερη κοινωνική αναγνώριση έχει. Σε άλλες εποχές, κριτήριο αναγνωρισιμότητας και κύρους δεν ήταν τόσο η οικονομική καταξίωση, καθώς κυριαρχούσαν άλλες (ετερόνομες) αξίες, όπως π.χ. η κατοχή τίτλων ευγενείας (μεσαίωνας και φεουδαρχία). Κάτω λοιπόν από την επιρροή μιας κοινωνίας που το μόνο που κοιτά είναι το κέρδος και η παραγωγή, δεν θα πρέπει να μας φαίνεται διόλου παράλογο που η ανθρώπινη συμπεριφορά τείνει προς την ιδιοτέλεια. Κάτω από μια άλλη κοινωνία όμως, όπου οι θεσμοί της προωθούν άλλου είδους αξίες, όπως π.χ η κοινωνία της αρχαίας Αθήνας, όπου κυρίαρχες αξίες ήταν η πολιτική και η φιλοσοφία, οποιεσδήποτε ιδιοτελείς συμπεριφορές ήταν και κατακριτέες, και φυσικά, η κατοχή χρήματος και πλούτου δεν προσέδιδε από μόνη της και άνευ όρων κύρος και αναγνωρισιμότητα σε ένα άτομο, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτός είναι λοιπόν ο βασικός λόγος για τον οποίο οι πιο επιφανείς άνθρωποι της εποχής εκείνης ήταν φιλόσοφοι. Ποιοί όμως θα είναι οι πιο επιφανείς άνθρωποι των δικών μας χρόνων και στο εγγύς μέλλον αν όχι οι πλούσιοι καπιταλιστές (Bill Gates, Steve Jobs);

Συμπέρασμα: Κάτω λοιπόν από αυτές τις προϋποθέσεις, όπου οι κυρίαρχες αξίες των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών (και όχι μόνο) προωθούν την ιδιοτέλεια, δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός πως οι άνθρωποι συνεχώς τείνουν προς τον ατομικισμό, και το χειρότερο απ’ όλα, ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά φαντάζει φυσική: είναι φυσικό επακόλουθο των κυρίαρχων μας αξιών, όχι όμως του ίδιου του εαυτού του ως αυτόνομο ον.

Η «ελεύθερη» αγορά

Μια από τις κυρίαρχες αξίες της εποχής μας – ένας μύθος του σύγχρονου καπιταλιστικού φαντασιακού είναι η «ελεύθερη αγορά». Κύριος στόχος του ρεύματος του οικονομικού φιλελευθερισμού που εμφανίστηκε στις πρώιμες καπιταλιστικές κοινωνίες ήταν ο περιορισμός των παρεμβάσεων του κράτους στην οικονομία και η απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από την γραφειοκρατία και τις ασφυκτικές διοικητικές ρυθμίσεις – στόχος ο οποίος συνοψιζόταν στη φράση «laissez faire – laissez passer». Από τις πρώτες μέρες του καπιταλισμού εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι η αγορά αντιπροσωπεύει μια φυσική κατάσταση, ενώ η πολιτική αντιστοιχεί σε εσκεμμένη και συνειδητή παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα. Το αξίωμα αυτό είναι εσφαλμένο για το λόγο ότι από τη μια πλευρά το συνειδητό στοιχείο ενυπάρχει και στις αγορές και από την άλλη οι δυνάμεις της αγοράς συνήθως καταλήγουν στην δημιουργία μονοπωλίων που οικειοποιούνται τις αυθόρμητες οικονομικές λειτουργίες και την ίδια την άσκηση της κρατικής πολιτικής.

Αυτή η θρησκεία της αγοράς που εμφανίστηκε ταυτόχρονα με τον καπιταλισμό και η οποία αργότερα υποχώρησε για να δώσει τη θέση της σε μια μακρά περίοδο μανιχαϊστικής έξαρσης του κρατισμού και του κεντρικού σχεδιασμού, αναγεννήθηκε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες με την επικράτηση του Νεοφιλελευθερισμού. Πλέον, ο χαμένος κοινωνικός δυναμισμός αναζητήθηκε από το κεφάλαιο και τις ελίτ στην αντίθετη πλευρά: στην ιδεολογία της αγοράς, στον φετιχισμό του χρήματος/εμπορεύματος και στην ατομιστική ανευθυνότητα.

Κι όμως, η φαινομενική αυτή αντίθεση μεταξύ της τάσης για ορθολογικοποιημένο καπιταλισμό με κεντρική σχεδίαση και κρατικό παρεμβατισμό και της τάσης για απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κατ’ ουσίαν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αντινομική πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί, όπως στο παρελθόν, υπό το περίβλημα του κρατικού παρεμβατισμού εξασφαλίζονταν οι βασικές επιλογές ατόμων ή ομάδων του κεφαλαίου και των κυρίαρχων στρωμάτων, αντίστοιχα σήμερα, πίσω από τις Νεοφιλελεύθερες διαβεβαιώσεις περί αναγκαιότητας περιορισμού του κράτους, πραγματοποιείται (όπως θα αναλυθεί και παρακάτω που θα γίνει αναφορά στο Νεοφιλελεύθερο δόγμα) ένας πολύ βαθύτερος και περισσότερο καταπιεστικός κρατικός καταναγκασμός σε σχέση με την – προ του 1980 – περίοδο. Δηλαδή σήμερα, ενώ οι περισσότεροι Νεοφιλελευθέροι οικονομολόγοι και οικονομικοί αναλυτές πίνουν νερό στο όνομα των «Αγορών», παράλληλα δέχονται ως αυτονόητη την με κάθε τρόπο επιτήρηση της ισοτιμίας του νομίσματος, τον καθορισμό της εισοδηματικής πολιτικής και την φοροαπαλλαγή των πολύ υψηλών εισοδημάτων, από το κράτος.

Από οικονομικής πλευράς, αυτός ο νέος ρόλος του κράτους που ενώ φαινομενικά απέχει από την οικονομική ζωή δίνοντας χώρο στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα άλλο από το να υπηρετεί τις ελίτ υποβιβαζόμενο σε εντολοδόχο τους, επιτυγχάνεται έμμεσα και συγκεκαλυμμένα με κυριαρχικές παρεμβάσεις στο ευρύτερο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο (π.χ.: το κράτος παραχωρεί σε ιδιώτες την δημόσια Υγεία, φαινομενικά σταματώντας να δραστηριοποιείται στον τομέα αυτό και απέχοντας από τις αντίστοιχες επενδύσεις που είχαν τα χαρακτηριστικά του «κοινωνικού κράτους», αλλά στην πραγματικότητα είναι αυτό, το κράτος, που υπό την πίεση των αγορών, έρχεται να διαμορφώσει ένα ιδεολογικό, πολιτικό, νομοθετικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου η ιδιωτικοποίηση της υγείας να φαντάζει όχι μόνο αναγκαία αλλά και απαραίτητη ή ακόμα και νομοτελειακή).

Με το σκεπτικό αυτό, μπορεί πλέον να εξηγηθεί ο επιφανειακά ακατανόητος καταλυτικός ρόλος των «Αγορών» στο σύγχρονο καπιταλισμό: Το δόγμα της «ελεύθερης» αγοράς, λειτουργεί ως μηχανισμός διαιώνισης της σύγχρονης βαρβαρότητας, συνιστά το άλλοθι των κυρίαρχων στρωμάτων προκειμένου να χειραγωγήσουν την όποια οικονομική δυναμική έχει η κοινωνία, προς όφελός τους, χρησιμοποιώντας τα πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια ισχύος που έχουν, μεταθέτοντας το κόστος των πολιτικών επιλογών από πάνω προς τα κάτω, εν ολίγοις, αναπαράγοντας με κάθε μέσο την ταξική σύνθεση της (ετερόνομης) κοινωνίας μας.

Συμπερασματικά: το πραγματικό δίλημμα δεν μπορεί να είναι η επιλογή ανάμεσα στην «ελεύθερη» αγορά και την κρατική παρέμβαση γενικά και αφηρημένα, αλλά η επιλογή πολιτικής που ούτως ή άλλως το κράτος θα εφαρμόσει. Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, το κοινωνικό κράτος αποτέλεσε και κρατική επιλογή (η οποία βέβαια υλοποιήθηκε και εξαιτίας των διαρκών αγώνων των κοινωνιών και των πιέσεων που άσκησαν τα κινήματα) ώστε, μέσω της επίτευξης μιας σχετικής σταθεροποίησης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης προκειμένου οι ελίτ να αποσβέσουν το κόστος της κοινωνικής σταθεροποίησης των εξουσιαζόμενων. Σήμερα επιχειρείται το αντίστροφο: ευελιξία των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων ώστε να αποσβεστεί το κόστος σταθεροποίησης των ανώτερων χωρίς καν «ανάπτυξη». Αυτή είναι η μεγάλη αντίφαση της «ελεύθερης αγοράς» που εξαθλιώνει τις κοινωνίες επιδιώκοντας ένα στόχο που είναι αδύνατος ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους. Ούτε ελεύθερη είναι η «ελεύθερη αγορά» ούτε αποτελεσματική (το ζήτημα αυτό θα εξετάσουμε εκτενέστερα παρακάτω)

Το δόγμα του Νεοφιλελευθερισμού

Όπως είναι γνωστό, η στροφή του καπιταλισμού στη Νεοφιλελεύθερη έκδοσή του, σε πολιτικό επίπεδο αρχίζει με την εκλογή της M.Thatcher στη Μ. Βρετανία το 1979 και του R.Reagan στις Η.Π.Α. το 1980. Η έως τότε περιθωριακή οικονομική θεωρία του Νεοφιλελευθερισμού που είχε διατυπωθεί από τη σχολή του Σικάγο και τους F.Hayek, M.Friedman κλπ., μέσω των πολιτικών των δύο προαναφερόμενων κυβερνήσεων των Συντηρητικών και Ρεπουμπλικάνων σε Μ.Βρετανία και Η.Π.Α. αντίστοιχα, έρχεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο.

Φαινομενικά, πρωταρχική επιδίωξη του Νεοφιλελευθερισμού είναι η με κάθε τίμημα μείωση του οικονομικού κυρίως ρόλου του κράτους (μάλιστα είναι τραγικό ότι αυτή η Νεοφιλελεύθερη δημαγωγία από τους πιο αφελείς εκλαμβάνεται ως αντικρατισμός…!!! – έτσι προέκυψαν άλλωστε και τα γελοία ευφυολογήματα περί «αντεξουσιαστών της εξουσίας»), με βασικό επιχείρημα αφ’ ενός ότι βάζει προσκόμματα στην ιδιωτική πρωτοβουλία και, αφ’ ετέρου πως εξαιτίας του γραφειοκρατικού – και συνεπώς δυσκίνητου – χαρακτήρα του δεν είναι κερδοφόρο. Το επιχείρημα αυτό είναι βέβαια σαθρό αφού:

  1. Σύμφωνα με το κυρίαρχο φαντασιακό (αλλά και τις μέχρι πρόσφατα κυρίαρχες αντιλήψεις μεταξύ των καπιταλιστικών κύκλων), το κράτος, όπως διαμορφώθηκε ως θεσμός στην ίδια την Δύση, δεν οφείλει να είναι κερδοφόρο αλλά «αποτελεσματικό και δίκαιο». Η πεποίθηση για παράδειγμα, πως η καλή υγεία και εκπαίδευση του πληθυσμού είναι σημαντικοί παραγωγικοί συντελεστές, είναι βαθιά ριζωμένη στην πλειοψηφία των ανθρώπων που άσχετα από το πώς αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά (δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί κλπ.) έχουν όμως ως κοινό τόπο ένα οικονομίστικο σκεπτικό, έχουν δηλαδή την κοινή αντίληψη περί αναγκαιότητας ύπαρξης μιας οικονομίας «παραγωγικής» και μιας «αναπτυξιακής πολιτικής».
  2. Το κράτος είναι συνήθως ελλειμματικό ακριβώς λόγω του ασφυκτικού εναγκαλισμού του από το ιδιωτικό κεφάλαιο – στραγγαλισμός που διενεργείται μέσω της επιβολής σκληρών, δυσανάλογων και άδικων μέτρων λιτότητας, μέσω της διάλυσης της κοινωνικής ασφάλισης και κάθε δομής κοινωνικών παροχών, μέσω της βαριάς και άδικης φορολογίας των πολλών (π.χ. έμμεσοι φόροι) με ταυτόχρονη διευκόλυνση της φοροδιαφυγής του μεγάλου κεφαλαίου, της εκκλησίας κλπ.. Μάλιστα, σε ακραίες περιπτώσεις, οι Νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιβάλλουν πρακτικές ξεκάθαρα έκνομες (αν όχι παράνομες), όπως λ.χ. όταν επενδύονται στα χρηματιστήρια τ’ αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων.

Οι βασικές μέθοδοι με τις οποίες υποτίθεται ότι θα επιτευχθεί ο σκοπός αυτός (μείωση του κράτους) είναι:

  • η αποσύνδεση από το κράτος τομέων της οικονομίας που παραδοσιακά ανήκαν σ’ αυτό (π.χ. παιδεία, υγεία, δημόσια έργα, ενέργεια, υποδομές, μεταφορές, στρατιωτική βιομηχανία).
  • η μείωση των συντελεστών φορολόγησης του κεφαλαίου με το επιχείρημα της δημιουργίας κινήτρων για επενδύσεις.
  • η δημιουργία ευνοϊκού νομικού πλαισίου ώστε το κεφάλαιο να δρα και να κινείται ασύδοτα (π.χ. δημιουργία νέων εταιρικών μορφών για ανέλεγκτη συσσώρευση και διακίνηση κεφαλαίου διεθνώς, ελαστικοποίηση περιοριστικών διατάξεων εργατικού δικαίου κλπ.)
  • οι αποκρατικοποιήσεις και η παραχώρηση του δημόσιου πλούτου σε ιδιώτες
  • η διάλυση του «κοινωνικού κράτους» σε κάθε του έκφανση (π.χ. ασφαλιστικό σύστημα, δημόσια συστήματα υγείας, συλλογικές συμβάσεις εργασίας κλπ.).

Στην πραγματικότητα στόχος του Νεοφιλελευθέρου δόγματος δεν είναι βέβαια το κράτος καθαυτό, αλλά ο αναδιανεμητικός ρόλος που το κράτος έχει στις περισσότερες χώρες βάσει νομοθετικού πλέγματος και λόγω των κοινωνικών αγώνων που αποκρυσταλλώθηκαν στις νομοθεσίες. Οι Νεοφιλελεύθεροι, αν και αποκηρύσσουν τον κρατικό παρεμβατισμό μετά βδελυγμίας, έχουν το κράτος απόλυτη ανάγκη. Όσο πιο πολύ φωνάζουν εναντίον του κράτους, τόσο πιο πολύ το χρειάζονται και όσο πιο πολύ το χρειάζονται τόσο περισσότερο φωνάζουν εναντίον του. Απόδειξη: οι αιωνίως δυσαρεστημένοι με τον κρατικό παρεμβατισμό, τραπεζίτες, μετά την εμφάνιση της κρίσης, το 2008, σώζονται ευχαρίστως με κρατικό χρήμα (πολιτική που ακολουθήθηκε σχεδόν παντού και όχι μόνο στην Ελλάδα).

Το κράτος λοιπόν, υπό τις Νεοφιλελεύθερες πολιτικές ηγεσίες, αρνείται για πρώτη φορά το ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή, δηλαδή του εγγυητή των όρων της καπιταλιστικής συσσώρευσης, παύοντας να είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός, καταναλωτής και εργοδότης ταυτόχρονα και εκχωρεί στο ιδιωτικό κεφάλαιο την άσκηση της νομισματικής, εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής, απεμπολώντας τις εξουσίες του εκτός βέβαια των κατασταλτικών και φοροεισπρακτικών του αρμοδιοτήτων.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο Νεοφιλελευθερισμός, ενώ στηρίζεται στην τυπική κοινοβουλευτική νομιμότητα, κάθε φορά που το σύστημα βρίσκεται σε κρίση, την παρακάμπτει στερώντας την από κάθε περιεχόμενο: Το κράτος μετατρέπεται σε μηχανισμό μετακύλισης της κρίσης στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, ενώ ταυτόχρονα φανερώνει τον πραγματικά αντιδημοκρατικό του χαρακτήρα αφού το Κοινοβούλιο (σώμα εκλεγμένων αντιπροσώπων) υποκαθίσταται από την Κυβέρνηση • η Κυβέρνηση, με τη σειρά της, υποκαθίσταται από ένα πυρήνα «σημαντικών υπουργών» • ο πυρήνας των σημαντικών υπουργών από τον Πρωθυπουργό (ή τον Πρόεδρο, αναλόγως τον τύπο του πολιτεύματος) • και ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης, επί της ουσίας, υποκαθίσταται από τους ισχυρότερους εκπροσώπους του ιδιωτικού κεφαλαίου….

Συμπερασματικά προκύπτει ότι σε όσες χώρες ακολουθείται το Νεοφιλελεύθερο δόγμα, το κράτος χρησιμοποιείται ευθέως από το κεφάλαιο (κυρίως το τραπεζικό) ώστε να πετυχαίνει σε περιόδους ανάπτυξης ιδιωτικοποίηση των κερδών και σε περιόδους ύφεσης κοινωνικοποίηση των ζημιών.

Τέλος, μέσα σε συνθήκες ολοκληρωτικού ατομικισμού – ιδέα που το Νεοφιλελεύθερο δόγμα προωθεί άμεσα και έμμεσα – ο πόλεμος όλων εναντίον όλων μετατρέπεται σιγά σιγά από ένα αναγκαίο κακό που οφείλεται στην κακή φύση του ανθρώπου (κυρίαρχο φαντασιακό των καπιταλιστικών κοινωνιών) σε προτέρημα, σε αρετή, καπατσοσύνη, εξυπνάδα και μαγκιά (κυρίαρχο φαντασιακό του Νεοφιλελευθερισμού). Οι «βέλτιστοι»… θα επιβιώσουν. Για τους «ανίκανους», τους «οκνηρούς», γι’ αυτούς που δεν θέλουν να παίξουν το ρόλο ούτε του θηρίου ούτε του θηράματος, δεν υπάρχει χώρος.

Αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα. Αυτή είναι η ρεαλιστική ηθική του Νεοφιλελευθερισμού που αντιτίθεται στα «ουτοπικά, ρομαντικά και παιδαριώδη όνειρα» όσων απλώς αρνούνται να εθιστούν στην ωμότητα και βαρβαρότητα των καιρών.
Εμείς επιλέγουμε να μην μπούμε στην αρένα του Κολοσσαίου. Κι αν κάποιοι ηδονίζονται παρακολουθώντας τους δείκτες των χρηματαγορών, επιλέγοντας να ξεχνούν πως έξω από τους αριθμολαγνικούς καπιταλιστικούς ναούς υπάρχει παντού αθλιότητα και απελπισία, εμείς προτιμούμε να επιδιώκουμε το «αδύνατο»: την ισότητα και την ελευθερία.

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ [1]

Ο καπιταλισμός ως σύστημα αξιών

Όχι όμως μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και αξιακά, το μοντέλο του Νεοφιλελευθερισμού δείχνει πως έχει αποτύχει. Με το που η διάσημη φράση της Thatcher «δεν υπάρχει κοινωνία αλλά μόνο άτομα» άρχισε να μοιάζει σαν μια ορατή πραγματικότητα, ο εθισμός στην κατανάλωση μετέτρεψε πληθυσμούς ολόκληρους σε απαθείς μάζες, που απέχοντας από την δημόσια σφαίρα, τη σφαίρα της πολιτικής, παραμένουν φυλακισμένες σε έναν παραλληρηματικό ιδιόκοσμο: την ψεύτικη «θαλπωρή» που τους προσφέρει η πλαστική ευημέρια του αγοράζειν. Η διανοητική νωθρότητα και η πολιτισμική/πολιτική οπισθοδρόμιση που συναντά κανείς στις περισσότερες σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες αποτελεί παγκόσμια πρεμιέρα. Η παθητικότητα αυτή, όπου ο κάθε άνθρωπος ζει κλεισμένος στον εαυτό του, αγνοώντας οτιδήποτε συμβαίνει έξω από τα τείχη της δικής του ύπαρξης, δεν μπορεί να κατανοηθεί σε αντιδιαστολή με τις επιπτώσεις του Νεοφιλελευθερισμού στην ποιότητα ζωής των περισσότερων ανθρώπων.

Αφήνοντας στο πλάι, για την ώρα, την αξιακή ήττα του Νεοφιλελευθερισμού, μιλώντας πάλι στη γλώσσα του, οι οικονομικές ανισότητες στις μέρες μας δείχνουν ιδιαίτερα οξυμένες. Tα στοιχεία της έρευνας, που δημοσιεύτηκαν το 2006 στην «Ημερησία», με τίτλο «H Παγκόσμια Κατανομή Πλούτου στα Νοικοκυριά» αποκαλύπτουν ότι το φτωχότερο ήμισυ του πληθυσμού της Γης μετά βίας κατέχει το 1% του παγκόσμιου πλούτου. Όμως αυτή η έρευνα αφορά τις συνθήκες που επικρατούσαν πριν ακόμη η οικονομική κρίση παρασύρει στην δύνη της ολόκληρη τη παγκόσμια αγορά, καταδικάζοντας δεκάδες εκατομμύρια εργαζόμενους στην ανεργία. Να φανταστούμε πως τα στοιχεία αυτά σήμερα θα έχουν χειροτερέψει. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός πως οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται όλο και περισσότερο.

Μόλις το 2% του πληθυσμού της Γης κατέχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου, σύμφωνα με νέα έρευνα του OHE.

Το 2000, στην Ευρώπη των «25», περίπου 40 εκατομμύρια άνθρωποι (9% του συνόλου) αντιμετώπιζαν διαρκή φτώχεια. Το 2005, περίπου 19 εκατομμύρια παιδιά αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της φτώχειας στις 25 χώρες της Ε.Ε., ενώ το 2006, το 16% του συνολικού πληθυσμού της Ένωσης ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Σήμερα, περισσότεροι από 80 εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και αδυνατούν να καλύψουν ακόμη και τις βασικές τους ανάγκες. Τι αποφάσισε να κάνει γι’ αυτό η Ευρώπη; Να προχωρήσει στην αναγνώριση του δικαιώματος των ατόμων που βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Να φορτώσει στους πολίτες τη «συλλογική ευθύνη» που έχουν για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της περιθωριοποίησης και να τους προκαλέσει, μέσω της… ενημέρωσης, σε πολιτικές και δράσεις που αφορούν θέματα κοινωνικής ένταξης. Να προωθήσει, στα λόγια και όχι στα έργα, μια πιο συνεκτική κοινωνία, προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα που έχει μια κοινωνία στην οποία έχει εξαλειφθεί η φτώχεια και όπου κανείς δεν είναι καταδικασμένος να ζει στο περιθώριο. [2]

Το μεγαλύτερο κομμάτι του παραγόμενου πλούτου μέσω της εργασίας συγκεντρώνεται στα χέρια των λίγων, και ως φυσικό επακόλουθο αυτής της διαδικασίας το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών διευρύνεται όλο και περισσότερο. Εκεί λοιπόν μας οδηγεί ο παραγωγισμός και η ηθικοποίηση της εργασίας, το φαντασιακό του καπιταλισμού, η κεντρικότητα της παραγωγής και της συσσώρευσης του κεφαλαίου ως κυρίαρχες αξίες. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να εξετάζουμε τον καπιταλισμό όχι μόνο ως οικονομικό σύστημα, αλλά και ως σύστημα αξιών, να βλέπουμε δηλαδή τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν στην κοινωνία οι αξίες που αυτός πρεσβεύει. Διότι θα μπορούσαν οι αριθμοί και οι εξισώσεις να εγγυηθούν μια Α ευημέρια, όμως ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα της πρακτικής εφαρμογής του προγράμματος αυτού στην καθημερινή μας ζωή; Τί συμβαίνει όταν υπάρχει ευημέρια μόνο για χάρη των αγορών, αλλά όχι των ανθρώπων; Η απάντηση… βρίσκεται στην εξέγερση της Τυνησίας, που το ΔΝΤ θεωρούσε ως παράδειγμα επιτυχημένου μακρο-οικονομικού πειράματος.

H ανθρώπινη δραστηριότητα σ’ ένα δυστοπικό περιβάλλον

Συνώνυμο της ανθρώπινης δραστηριότητας στο δυστοπικό φαντασιακό της σύγχρονης κοινωνίας είναι η εργασία, η οποία αποτελεί μέσο επιβίωσης, κοινωνικής καταξίωσης και αποδοχής. Ιδιαίτερα από την Βιομηχανική Επανάσταση κι έπειτα, η εργασία αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της κοινωνικής πραγματικότητας: με την επικράτηση του φαντασιακού της «ορθολογικής» κυριαρχίας, η εργασία έπαψε να ταυτίζεται με την προσωπική δημιουργία, αλλά αντιθέτως με την αναγκαιότητα της παροχής υπηρεσιών έναντι ανταμοιβής που επιτρέπει στο άτομο να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, σε μια πλήρως ανταγωνιστική κοινωνία. Παρ’ όλες τις προβλέψεις για το «τέλος της εργασίας», οι οποίες πολλές φορές επιδιώκουν την ταύτιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και βίας με την εξέλιξη της τεχνολογίας, η εργασία δεν έχει τελειώσει, αλλά απλά «μετακινείται» σε κοινωνίες στις οποίες θα έχει μικρότερο κόστος. Η δήθεν εξάλειψη της εργασίας δια της αυτοματοποίησης φαίνεται πως ήταν απλά ένας αστικός μύθος, καθώς κανείς (πλην των πλούσιων κληρονόμων) δεν έχει και σήμερα το δικαίωμα της επιλογής ανάμεσα στην εργασία και τη μη εργασία, αλλά απλά δεν προσφέρεται εργασία για όλους. Όπως έλεγε ο Κ.Καστοριάδης «μια κοινωνία ελεύθερου χρόνου είναι θεωρητικά δίπλα μας – τη στιγμή που μια κοινωνία που να καθιστά δυνατή για τον καθένα μια εργασία προσωπική και δημιουργική φαίνεται τόσο απομακρυσμένη όσο και στον 10ο αιώνα». («Ο θρυμματισμένος κόσμος» σ. 12-13)

Με τις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες να μαστίζονται από την ανεργία (που σημαίνει στέρηση των αναγκαίων μέσων για επιβίωση), με τους εργοδότες (είτε το δημόσιο, είτε τους ιδιώτες) να επιτίθενται στα δικαιώματα των «τυχερών» εργαζομένων και στους μισθούς τους, θα φαινόταν ίσως «ανεπίκαιρη» μια κριτική στην ίδια τη φύση της εργασίας ως σύγχρονη δουλεία. Από την άλλη, μια απομονωμένη κριτική στις τακτικές της εργοδοσίας, θα θύμιζε την τακτική των συνδικαλιστών το Μάη του 68, που ενώ οι εξεγερμένοι ζωγράφιζαν στους τοίχους «η φαντασία στην εξουσία» και, παράλληλα, διεκδίκησαν δυναμικά την ανατροπή της υπάρχουσας παγιωμένης πολιτικής κατάστασης οργανώνοντας γενική πολιτική απεργία, αυτοί διαπραγματεύονταν απλώς αύξηση μισθών. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως η επιστροφή στην, σε κάποιο βαθμό, «καλοπληρωμένη» εργασία (προς «καλοξοδεμένο» καταναλωτισμό) δεν αποτελεί σήμερα δυνατότητα, μέσα στο υπάρχον σύστημα Νεοφιλελευθερισμού, διότι…δεν συμφέρει τους ρυθμιστές του. Η προοπτική, λοιπόν, δεν εστιάζεται στην διεκδίκηση καλύτερων μισθών, αλλά στο ξεπέρασμα της ηθικής της εργασίας και το πέρασμα στην ηθική της δημιουργίας.

Η ανθρώπινη δραστηριότητα θεωρημένη ως δημιουργία και όχι ως εργασία, έχει τη δυνατότητα να απελευθερώσει τον άνθρωπο από την μηχανική διάσταση των καθημερινών του δραστηριοτήτων. Στο δυστοπικό φαντασιακό, βέβαια, η δημιουργία συνδέεται κυρίως με τέχνες όπως η ποίηση, η ζωγραφική, ο κινηματογράφος. Στην πραγματικότητα, δημιουργός είναι και ο επιστήμονας και ο αγρότης, ο μηχανικός που προσαρμόζει τα εργαλεία του στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του, αλλά και ο εκπαιδευτικός. Σ’ αυτό ακριβώς αναφέρεται το γκράφιτι σε κάποιους τοίχους «είμαστε όλοι καλλιτέχνες». Φυσικά, το πέρασμα στην ηθική της δημιουργίας δεν σημαίνει πως οι απεργίες των εργαζομένων είναι αδιέξοδες ή αχρείαστες. Αντιθέτως, οι αγώνες του κόσμου της εργασίας (με την ευρεία έννοια) αποτελούν αναγκαία (όχι όμως και ικανή από μόνη της) προϋπόθεση στο δρόμο για την ευτοπία.

Ο κόσμος της ευτοπίας

Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι ονειρεύονταν ουτοπίες, τις οποίες τοποθετούσαν σε ένα φανταστικό παρελθόν, σε άλλες διαστάσεις ή στο απώτερο μέλλον. Μεσσίες, φιλόσοφοι, ηγέτες, τυχάρπαστοι, ανόητοι αλλά και άνθρωποι με βάθος, προσπάθησαν να παρουσιάσουν, ο καθένας για δικούς του λόγους, τον τέλειο κόσμο της αρμονίας. Οι περισσότερες από τις ουτοπίες αυτές διατυπώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε ν’ αποτελούν ένα όραμα μιας εναλλακτικής κανονικότητας, ενός περιχαρακωμένου δηλαδή συστήματος. Θα αναφερθούμε, λοιπόν, στην ευτοπία αποφεύγοντας τον σαφή προσδιορισμό των θεσμών της, καθώς δεν πιστεύουμε στην εκ των προτέρων περιγραφή μιας «Γης της Επαγγελίας», που θα αποβεί «σωτήρια» για την ανθρωπότητα. Αντιθέτως, πιστεύουμε στη δύναμη της κοινωνίας να αυτοθεσμίζεται, να δημιουργεί την ιστορία και να διαμορφώνει το παρόν και το μέλλον της.

Στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε ούτε το αν, ούτε το πότε, ούτε το πώς. Ακόμα και για το γιατί δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε, αλλά αυτό το κάνουμε υποκύπτοντας στις εντσικτικές μας επιθυμίες. Αφού απορρίψαμε την ντετερμινιστική εκδοχή περί ιδιοτελούς ανθρώπινης φύσης, είμαστε λογικά υποχρεωμένοι, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, να παραδεχτούμε πως δεν είμαστε οι ατρόμητοι εξερευνητές που θα επιδιώξουν να βρουν, για λογαριασμό όλων των υπόλοιπων, το άγιο δισκοπότηρο, το ελιξήριο της ζωής, το μυστικό της δημιουργίας, το μονοπάτι προς την ατομική και συλλογική αυτονομία.

Χωρίς, λοιπόν, να παγιδευτούμε στη λεπτομερή περιγραφή ενός ουτοπικού κόσμου, που θα μετέτρεπε το κείμενο σε λογοτεχνία, και χωρίς να αναζητούμε ως δήθεν «πρωτοπόροι» κάποια αλήθεια, ή τη μόνη ορθολογική πρόταση, θα προσπαθήσουμε να θίξουμε κάποιες πλευρές της ουτοπίας ανασυγκρότησης, της ευτοπίας που επιδιώκουμε. Η ιστορία είναι δημιουργία. Η ευτοπία είναι μπροστά μας, αρκεί να το θελήσουμε, αρκεί να το απαιτήσουμε.

Παραδόσεις και δημοκρατία

Η έννοια «παράδοση», έχει ταυτιστεί με συντηρητικές και αντιδραστικές πολιτικές. Προκειμένου να κατανοηθεί το ζήτημα αυτό, δηλαδή το πώς αντιλαμβανόμαστε την παράδοση και πώς θα μπορούσαμε ν’ αντλήσουμε από την αντίληψή μας αυτή ιδέες σε σχέση με το εάν είναι εφικτή μια κοινωνία πιο ανθρώπινη και δίκαιη, θα πρέπει να απαντήσουμε πρώτα στο εξής ερώτημα: τί σημαίνει πολιτική; Οι περισσότεροι ταυτίζουν την έννοια της πολιτικής με την ψηφοθηρία και τον καριερισμό. Όμως, η πολιτική βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την εκλεγόμενη ολιγαρχία. Πρώτα απ’ όλα, πολιτική σημαίνει συλλογική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην αλλαγή των θεσμών μιας κοινωνίας. Αλλαγή όχι για την ευχαρίστηση της αλλαγής, αλλά γιατί πραγματικά υπάρχει ανάγκη να αμφισβητηθούν οι υπάρχοντες θεσμοί. Στην ουσία, πολιτική και δημοκρατία είναι κάτι συνυφασμένο. Διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι το σύγχρονο καθεστώς των φιλελεύθερων ολιγαρχιών είναι δημοκρατικό. Η (πραγματική) δημοκρατία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας, όπου όλοι οι πολίτες θα μπορούν ανεξάρτητα να συζητούν, να αναζητούν λύσεις και αποφάσεις είτε στα καθημερινά τους προβλήματα, είτε να έρχονται σ’ επαφή με νέες προσεγγίσεις, συνθέτοντας έτσι την εικόνα μιας κοινωνίας που τα μέλη της δεν παραμένουν εγκλωβισμένα στην ιδιωτική τους σφαίρα, αλλά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.

Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες απεναντίας, χαρακτηρίζονται για τον άκρατο οικονομισμό και ιδιώτευση. Δημοκρατία, λοιπόν, δεν σημαίνει απλά «ψηφίζουμε κάθε τέσσερα χρόνια αντιπροσώπους». Σημαίνει διαρκή αμφισβήτηση των εκάστοτε θεσμών, μέσω της άμεσης συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, τη λήψη αποφάσεων, την συνδιαμόρφωση και τις πολιτικές συζητήσεις. Αυτού του είδους το καθεστώς για πρώτη φορά θεσμίστηκε στην αρχαία Αθήνα.

Δίχως να προτείνουμε το παράδειγμα των αρχαίων ελληνικών πόλεων ως κάτι που εμείς σήμερα θα έπρεπε να πάρουμε και να αντιγράψουμε αυτούσιο (κάτι τέτοιο μάλλον σαν τρέλα θα έμοιαζε), η αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία αποτελεί αντικείμενο μελέτης και διαύγασης, μαζί με άλλες περιπτώσεις όπου δημιουργήθηκαν πραγματικά δημοκρατικά γονιμοποιά σπέρματα (η Παρισινή Κομμούνα, η Ουγγρική Επανάσταση και η Αναρχική Καταλωνία).

Η πραγματική δημοκρατία (δηλαδή η άμεση δημοκρατία), δίνει στους πολίτες το δικαίωμα της διαρκούς αμφισβήτησης, όχι μόνο σε θέματα νομοθετικής εξουσίας, αλλά και θέματα αξιών (η φιλοσοφία και η πολιτική βαδίζουν μαζί), εφόσον όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να επέμβουν στη νομοθετική εξουσία τόσο σε λειτουργικό όσο και σε αξιακό επίπεδο. Έτσι λοιπόν, βλέπουμε ότι κομμάτι της πολιτισμικής μας κληρονομιάς είναι τόσο τα δημοκρατικά προτάγματα (όπως εκφράστηκαν μέσω των ελληνικών πόλεων, μέσω των επαναστάσεων στην Ευρώπη μετά το τέλος της περιόδου της Αναγέννησης και στη συνέχεια με το εργατικό και αναρχικό κίνημα). Από την άλλη πλευρά όμως, κομμάτι της παράδοσής μας είναι και ο ολοκληρωτισμός.

Το πρόταγμα της αυτονομίας είναι μια δημιουργία της ιστορίας μας. […] Το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι μια πολιτική επιχείρηση σαν οποιαδήποτε άλλη. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο δια μέσου της αυτόνομης δραστηριότητας του κόσμου. Η δραματική απουσία αυτής ακριβώς της αυτόνομης δραστηριότητας είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη σημερινή πραγματικότητα.

(Καστοριάδης, «Ο Θρυμματισμένος κόσμος» σ.28)

Στόχος της πολιτικής δεν είναι η ευτυχία, αλλά η ελευθερία. Την πραγματική ελευθερία (δεν ασχολούμαι εδώ με τη φιλοσοφική «ελευθερία») την αποκαλώ αυτονομία. Η αυτονομία της κοινότητας, που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη ρητή αυτοθέσμιση και αυτοκυβέρνηση, είναι αδιανόητη χωρίς την πραγματική αυτονομία των ατόμων που απαρτίζουν την κοινότητα. Η συγκεκριμένη κοινωνία, που ζει και λειτουργεί, δεν είναι τίποτε άλλο απ’ τα συγκεκριμένα, δρώντα,”πραγματικά” άτομα [3]

Γιατί όμως η έννοια παράδοση έχει ταυτιστεί με αντιδραστικές απόψεις; Διότι οι συντηρητικοί προσπαθούν πάντα με κάποιον τρόπο να δικαιολογήσουν τα δεινά της κοινωνίας στις πολιτικές ελευθερίες (οι οποίες κερδήθηκαν μέσω της αυτόνομης δράσης των αποκλεισμένων ομάδων). Επικρατεί η άποψη του Χομπς, που πίστευε ότι είναι αναγκαίο να υπάρχει ένας αφέντης που θα επιβάλει τους νόμους αυστηρά και θα τιμωρεί παραδειγματικά τους παραβάτες, διότι ο ιδιοτελής άνθρωπος δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητος. Η φιλελευθεροποίηση των Δυτικών κοινωνιών, προκαλεί θυμηδία στη σκέψη των συντηρητικών που νοιώθουν την ανάγκη να επιστρέψουν στο παρελθόν, όπου η καταστολή (και συνεπώς η κοινωνική ειρήνη) ήταν ισχυρότερη, αγνοώντας όλους τους παράγοντες που ωθούν τα άτομα μιας κοινωνίας προς την παρανομία, όπως το φαντασιακό του καπιταλισμού (ολοένα και μεγαλύτερη εξασφάλιση πλούτου) και οι πολιτικές ανισότητες. Οι ντετερμινιστικές αυτές απόψεις, πέρα από το ότι είναι λάθος από ιστορική τουλάχιστον οπτική γωνία, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και αντι-πολιτικές. Διότι, όπως είχε πει και ο Steve Jobs (ο ιδρυτής της Apple): «δεν είναι δουλειά των καταναλωτών να γνωρίζουν τι θέλουν». Μεταφέροντας την παραπάνω φράση στην πολιτική σφαίρα, δεν είναι δουλειά των πολιτών να ασχολούνται με την πολιτική, να γνωρίζουν τι θέλουν. Αυτού του είδους οι καταστροφικές απόψεις διαιωνίζουν τον εγκλεισμό μας στην ιδιωτική σφαίρα, «τη μόνη σφαίρα όπου ο άνθρωπος μπορεί να απελευθερωθεί», λέει η Hannah Arendt (“On Revolution” 114).

Είναι η ευτοπία μια δυνατή πραγματικότητα;

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η ευτοπία δεν είναι ο τέλειος κόσμος, δεν οραματιζόμαστε ένα παράδεισο. Η ευτοπία θα μπορούσε να χαρακτηρίζεται από απελευθέρωση της ανθρώπινης δημιουργίας και πνεύματος, από πραγματική δημοκρατία, από την πραγμάτωση πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής αυτονομίας. Από μόνα τους αυτά τα χαρακτηριστικά αποκαλύπτουν την εξελικτικότητα μιας τέτοιας κοινωνίας, με φορείς εξέλιξης όμως τους ίδιους τους πολίτες, ως ισότιμα μέλη της. Αποτελεί λοιπόν σύμβαση ο όρος «δυνατή πραγματικότητα», καθώς δεν είναι μία αλλά μια αλληλουχία πραγματικότητας.

Ένας υπερασπιστής της δυστοπικής (σημερινής) πραγματικότητας θα έλεγε πως η άμεση δημοκρατία, ή η κοινωνική αυτονομία είναι ανεφάρμοστα προτάγματα που είναι αδύνατο να επιτευχθούν. Και είναι αλήθεια πως η ίδια η Ιστορία προσφέρεται ως βασικό του επιχείρημα. Με την ίδια λογική, όμως, μια γυναίκα του Μεσαίωνα θα χαρακτήριζε ουτοπική τη δυνατότητά της να συμμετέχει ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας στις εκλογές, ένας δούλος θα φανταζόταν ως ευτοπία έναν κόσμο χωρίς αλυσίδες και βασανισμούς, ένας αστρονόμος δεν θα πίστευε ποτέ πως κάποτε, κάποιος άνθρωπος θα πατήσει στη Σελήνη. Η Ιστορία υπάρχει για να ανατρέπεται, και όχι για να επαναλαμβάνεται. Η ομοιότητα διάφορων μηχανισμών ή ανθρώπινων συμπεριφορών που παρατηρούνται διαχρονικά δεν οδηγούν στο συμπέρασμα περί επανάληψης της Ιστορίας, αλλά αποτελούν απλώς μία διαπίστωση που έχει να κάνει με το ότι οι άνθρωποι και οι κοινωνίες αν και είναι συγγενικές μεταξύ τους (για ανθρώπους και οργανωμένα συστήματα διαβίωσης μιλάμε πάντα), ωστόσο βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Η μη επανάληψη της Ιστορίας και η επιθυμία μας να την επηρεάσουμε καταλυτικά δεν ταυτίζεται με την πίστη σε κάποιου είδους παρθενογένεση.

Φυσικά, δεν φανταζόμαστε πως θα μπορούσε ένα όμορφο πρωί να συγκληθεί συνέλευση δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων ώστε να ληφθούν αποφάσεις ξαφνικά από όλους για όλα. Ούτε όμως πιστεύουμε πως είναι αναγκαία μια «δικτατορία του προλεταριάτου» που θα επιβληθεί θελησιοκρατικά διαπαιδαγωγώντας τους πολίτες κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συμμετέχουν στα κοινά. Η άμεση δημοκρατία δεν είναι για εμάς αυτοσκοπός, αποτελεί το μέσο για μια διαρκή επαναστατική διαδικασία, εννοώντας πως η επανάσταση δεν έχει αρχή και τέλος, ο επαναστάτης δεν γίνεται συντηρητικός μετά την «επιτυχία» της εξέγερσης αλλά συνεχίζει να συμμετέχει, να συνδιαμορφώνει και να αμφισβητεί εκθέτοντας τις απόψεις του σε δημόσιο έλεγχο αλλά και κάνοντας αυτοκριτική. Έτσι, η λειτουργία μιας σύγχρονης άμεσης δημοκρατίας απαιτεί την προσαρμογή της θεωρητικής της διάστασης στην πρακτική – προσαρμογή που μπορεί να γίνει με αντικατάσταση θεσμών αντιπροσώπευσης από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, μέσα στο ήδη υπάρχον σύστημα.

Εντελώς ενδεικτικά θα αναφέρουμε την δυνατότητα λειτουργίας της άμεσης δημοκρατίας στα αμφιθέατρα των σχολών, αντικαθιστώντας το διεφθαρμένο πελατειακό σύστημα των κομματικών παρατάξεων, έτσι ώστε να εκφράζονται οι ιδέες των πραγματικά εμπλεκομένων, δηλαδή των φοιτητών (αλλά και των διδασκόντων) και όχι των κομματικών μηχανισμών. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η λειτουργία των σχολείων σύμφωνα με το ανοιχτό πρόταγμα του αυτοδιαχειριστικού πειραματισμού, δηλαδή η λήψη και εκτέλεση αποφάσεων σχετικά με ό,τι διέπει την εκπαιδευτική πράξη ενός σχολείου από εκπαιδευτικούς και μαθητές. Μια άλλη δυνατότητα είναι η αμεσοδημοκρατική λειτουργία τοπικών κοινοτήτων, όπου κληρωτές και ανακλητές επιτροπές θα αναλαμβάνουν για μικρό χρονικό διάστημα την εφαρμογή των αποφάσεων της κοινότητας. Όσο οι πρακτικές αυτές θα δοκιμάζονται στην πράξη, έστω σε μικρή κλίμακα, τόσο θα ανανεώνονται, θα εξελίσσονται, θα διορθώνονται πριν εφαρμοστούν σε μεγάλη κλίμακα με τη διάχυση τους στην κοινωνία.

Ενάντια σε κάθε δόγμα προς την ευτοπία

Η σημασία μιας θεωρίας, δεν μπορεί να κατανοηθεί ανεξάρτητα από την πρακτική στην οποία η ίδια αντιστοιχεί. Θα φάνταζε απαράδεκτη οποιαδήποτε προσπάθεια διατήρησης κάποιας ιδεολογικής «ορθοδοξίας», περιορίζοντας τα ιδανικά που αυτή πρεσβεύει από το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα της πρακτικής εφαρμογής της. Κάτι τέτοιο μας κάνει να προβληματιζόμαστε σε ό,τι αφορά την εγκυρότητα του ορθόδοξου Μαρξισμού σήμερα: το να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα αίσχη που διαδραματίστηκαν σε όλες τις χώρες όπου έδρασαν Σταλινικά καθεστώτα, είτε τις ενέργειες των γραφειοκρατιών των κομμουνιστικών κομμάτων αποστασιοποιούμενοι από τη θεωρία που αυτά πρεσβεύουν θα φάνταζε, αν μη τι άλλο, ως πολιτική στρουθοκαμήλου. Έτσι λοιπόν, θα πρέπει να τελειώνουμε με τα Σταλινικά (και όχι μόνο) δόγματα και κάθε είδους ιεδολογική ορθοδοξία και απολυτότητα.

Το πέρασμα από την δυστοπία στην ευτοπία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτω από συνθήκες ιδεολογικού παρωπιδισμού που συναντάμε συνεχώς σήμερα. Προϋποθέτει ανοιχτότητα και την προσπάθεια κατανόησης των πραγμάτων. «Η μοναξιά» με την έννοια της κοινωνικής απομόνωσης, ή αλλοτρίωσης/ξένωσης [1] «αποτελεί την υλική βάση για την τρομοκρατία και ουσία του ολοκληρωτισμού» (Αrendt «The Origins of Totalitarianism» 475). Η αλλοτρίωση αυτή, «έχει γίνει μια καθημερινή εμπειρία… Η ανελέητη διαδικασία με την οποία οδηγεί στον ολοκληρωτισμό και οργανώνει τις μάζες μοιάζει με αυτοκτονική διαφυγή από την πραγματικότητα» έλεγε η Αrendt (σ. 478). Πώς εμείς θα νικήσουμε αυτόν τον απομονωτισμό που τόσο ο καπιταλισμός προωθεί, όσο και το άτομο που αναζητά διεξόδους από την σύγχρονη ιδιώτευση; Μία λύση είναι η αναβίωση του κινήματος των πλατειών, ή έστω η γένεση κάποιου παρόμοιου κινήματος που δε θα βασίζεται σε κάποια έτοιμη δοτή θεωρία, όπου η πράξη δεν θα είναι το αποτέλεσμα μιας δοτής θεωρίας, μιας ιδεολογίας αλλά το αποτέλεσμα πολιτικών συζητήσεων.

Τα κινήματα που επενδύουν στη λογική της μάζας και του όχλου δύσκολα μπορούν να οδηγήσουν σε κοινωνική χειραφέτηση. Η απελευθέρωση προϋποθέτει την ανάδειξη της διαφορετικότητάς του καθενός μέσα από την συλλογική δράση. Όταν η προσωπικότητα ενός ατόμου καταπνίγεται από τις κραυγές του όχλου που δεν ξέρει πραγματικά τί ζητά και τί επιθυμεί, τότε δημιουργούνται καταστάσεις που λειτουργούν ως εφαλτήριο για την γένεση ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η πραγματική δημοκρατία, προϋποθέτει όλους τους πολίτες να ενώνουν τη διαφορετικότητά τους (η διαφορετικότητα δεν είναι αυτό που τους χωρίζει αλλά αντίθετα, αυτό που τους ενώνει σε ένα δημιουργικό όλον με δυναμική), παραχωρεί στον καθένα το δικαίωμα ν’ ακούσει και να ακουστεί, να μάθει και να διδάξει, να έρθει σε επαφή με τον συνάνθρωπό του, αποβάλλοντας έτσι τον απομονωτισμό που τον οδηγεί στον σεχταρισμό και τον φανατισμό. Αν υπάρχει κάτι που θα πρέπει να νικήσουμε, αυτό είναι η απομόνωση στην οποία έχουμε περιπέσει • η απομόνωση που καλλιεργεί διαφόρων ειδών φοβίες και προκαταλήψεις για το διαφορετικό (επειδή δεν έχουμε έρθει σ’ επαφή με αυτό). Τέλος, δεν είναι μόνο ο καπιταλισμός αυτό που θα πρέπει να ξεπεράσουμε αλλά και οι κάθε είδους θεολογικού τύπου ιδεολογικές προσεγγίσεις. Η υπερβατικότητα, η μεταφυσική, η θρησκευτικότητα, η άκαμπτη αιτιοκρατία, στέκονται εμπόδια στην ελευθερία που επιδιώκουμε.

Ο δρόμος για την ευτοπία δεν είναι στρωμένος ούτε με δελτία τύπου, ούτε με κομματικά ψηφοδέλτια. Το κίνημα των αγανακτισμένων, η μαζική συμμετοχή του κόσμου στις πορείες του 2011, η δημιουργία αλληλέγγυων δικτύων, άνοιξαν το μονοπάτι για το μέλλον. Απορρίπτουμε κάθε μοναδική αλήθεια, κάθε ηγετική φυσιογνωμία, κάθε δογματική πεποίθηση, συνεχίζοντας την κοινωνική επανάσταση που ποτέ δεν έχει τελειώσει, βρίσκεται εν σπέρματι στην ψυχή του καθενός μας. Ας απελευθερωθούμε από τα δεσμά του εγώ, αφήνοντας το εμείς να πλημμυρίσει.

Βιβλιογραφία:
Καστοριάδης, Κορνήλιος. Είμαστε Υπεύθυνοι για την Ιστορία μας. Πέμπτη έκδοση, Πόλις, 2001.
Καστοριάδης, Κορνήλιος. Ο Θρυμματισμένος κόσμος. Ύψιλον βιβλία, 2001.
Καστοριάδης, Κορνήλιος. Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού. Ύψιλον βιβλία, 1997.
Καστοριάδης, Κορνήλιος. Η άνοδος της ασημαντότητας. Ύψιλον βιβλία, 2000.
[1] Εμπειρίκος Ανδρέας. Τα πουλιά του Προύθου, από τη συλλογή «Ενδοχώρα» 1945.
Arendt, Hannah. The Origins of Totalitarianism. Third Edition, London, 1996.
Arendt, Hannah. On Revolution. Penguin Books, Second Edition, 1973 (first published in 1963).
Hobbes, Thomas. Leviathan. Oxford University Press, Second Edition, 1909.
[2] Ελευθεροτυπία: Αβγατίζει η… φτώχεια στην Ευρώπη
[3] Καστοριάδης, Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως καθεστώς 2.

Συγγραφή: Efor, Michael Th Ian Delta


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-9J3

Σύγχρονος καπιταλισμός: έχει οργανωμένο σχέδιο ή στηρίζεται σε πήλινα πόδια;

Έχοντας επίγνωση ότι η πλειοψηφία της επιστημονικής κοινότητας αλλά και της κοινής γνώμης βλέπουν πίσω από τη σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση την ύπαρξη ενός καλά επεξεργασμένου σχεδίου που έχει ως στόχο την υπερσυγκέντρωση του κοινωνικού πλούτου στα χέρια λίγων και την επιστροφή σε έναν «εργασιακό μεσαίωνα», σ’ αυτό το άρθρο θα επιχειρηθεί να υποστηριχθεί η άποψη ότι από τις σημερινές επιλογές του παγκόσμιου καπιταλισμού και της προμετωπίδας του, του τραπεζικού κεφαλαίου, προκύπτει ξεκάθαρα το αντίθετο: ότι δηλαδή δεν υπάρχει «Διευθυντήριο» του κεφαλαίου, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο και ότι πίσω από τις ακολουθούμενες πολιτικές δεν υπάρχει ένα γενικό μακροπρόθεσμο σχέδιο με καθορισμένους στόχους, αλλά μάλλον μια τακτική του «βλέποντας και κάνοντας» και μια λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Το σύστημα, κατά κοινή ομολογία, είναι ολοκληρωτικά μπλοκαρισμένο και οι πολιτικές ηγεσίες φαίνονται ανίκανες όχι μόνο να αντιδράσουν αλλά ακόμα και ν’ αντιληφθούν το πρόβλημα – γεγονός που προκύπτει από την έλλειψη κοινής γραμμής και μάλιστα όχι μόνο μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. αλλά και της Ε.Κ.Τ., της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Δ.Ν.Τ.

Η μετάθεση στους λαούς του κόστους διάσωσης των τραπεζών που τυχοδιωκτικά ανέλαβαν υψηλούς κινδύνους (π.χ. οι γερμανικές τράπεζες έχουν ίδιους πόρους μόνο το 1% των χορηγήσεών τους, ενώ το 99 % είναι πλαστικό χρήμα) είναι παράλογη και πλήττει όχι μόνο τους συνήθως πληττόμενους (εργάτες, αγρότες, γυναίκες, νέους, μετανάστες κλπ.), αλλά και τμήματα του πληθυσμού που ως τώρα θεωρούσαν τον εαυτό τους στο απυρόβλητο, όπως οι αυτοαπασχολούμενοι, οι έμποροι, οι μικροί, οι μεσαίοι και σε κάποιες περιπτώσεις – ειδικά σε παραγωγικούς τομείς – και οι μεγάλοι επιχειρηματίες. Αφού λοιπόν το δημόσιο έλλειμμα συνιστά ιδιωτικό πλεόνασμα, καθοριστικό πρόβλημα της οικονομίας δεν είναι το έλλειμμα καθαυτό, αλλά η συνολική αδυναμία της οικονομίας να παράγει εισοδήματα που να μπορούν να το καλύψουν. Σήμερα όχι μόνο δεν έχουμε παραγωγή νέου εισοδήματος αλλά αντίθετα κατάσχεση του υπάρχοντος, και μάλιστα όχι μόνο του τρέχοντος, αλλά και του προηγούμενου (π.χ. με τα αλλεπάλληλα χαράτσια που εξαντλούν την αποταμίευση) και του μελλοντικού καθώς με το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας γίνεται αδύνατη η άσκηση οποιασδήποτε κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής ακόμα και στο μακρινό μέλλον.

Δεδομένης της φτήνιας του πολιτικού προσωπικού και της άρχουσας τάξης σε όλο τον κόσμο, οι διανοούμενοί της και οι πολιτικοί παλαιότερης γενιάς προσπαθούν να κρούσουν για λογαριασμό της τον κώδωνα του κινδύνου, προτείνοντας μία εντελώς αντίθετη πολιτική από αυτήν που ακολουθείται στην Ευρώπη, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μικρογραφία ενός νέου new deal, μια μορφή σύγχρονου κεϋνσιανισμού.

Όμως όλες αυτές οι απόψεις αποσκοπούν σε μια «διόρθωση», μια εκλογίκευση του καπιταλισμού, ο οποίος με τη σημερινή του μορφή οδηγεί την ανθρωπότητα στην βαρβαρότητα, υποσκάπτοντας ταυτόχρονα το δικό του μέλλον. Το αν τελικά θα επικρατήσουν, κερδίζοντας έτσι άλλη μία μικρή ή μεγαλύτερη παράταση ζωής για το σύστημα, μένει να το δούμε. Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι η λύση των προβλημάτων της παγκόσμιας οικονομίας είναι αδύνατον να βρεθεί εντός του οικονομικού κύκλου.

Η άποψη περί ανυπαρξίας «Διευθυντηρίου» του κεφαλαίου και έλλειψης ενός γενικού και μακροπρόθεσμου σχεδίου με καθορισμένους στόχους, στηρίζεται προεχόντως στους ακόλουθους συλλογισμούς:

1. Οι μονεταριστικές πολιτικές ύφεσης, αποπληθωρισμού, μείωσης χρεών και ελλειμμάτων, αύξησης της ανεργίας και πτώσης της κατανάλωσης που εφαρμόζονται σε όλες τις χώρες με πρόβλημα χρέους, δεν μπορεί να αποτελούν προϊόντα ορθολογικής επιλογής από μέρους του κεφαλαίου όποιος κι αν είναι ο κρυφός ή φανερός σκοπός που υποτίθεται ότι εξυπηρετούν. Οι πολιτικές αυτές προκύπτουν από την διόγκωση των ανισορροπιών μεταξύ των διάφορων μορφών κεφαλαίου, από την ιστορικά πρωτοφανή υπερσυγκέντρωση του πλούτου σε ελάχιστα χέρια, από την αδυναμία του κεφαλαίου να διατηρήσει μακροπρόθεσμα υψηλό ποσοστό κέρδους σε οποιουδήποτε είδους επενδύσεις και από τη στροφή στην εικονική οικονομία και τον παρασιτισμό.

Οι πολιτικές αυτές αποτελούν σπασμωδικές επιλογές που μάλλον φανερώνουν πανικό και έλλειψη στοχοθεσίας εκ μέρους των ελίτ και των κυρίαρχων στρωμάτων, παρά μέρος ενός σκοτεινού, σατανικού σχεδίου. Κι αυτό γιατί οι επιλογές αυτές, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα θα αποβούν καταστροφικές για το ίδιο το κεφάλαιο ή έστω για τεράστιο μέρος του, ενώ ταυτόχρονα συνδέονται με το σημερινό στάδιο ανάπτυξης ή καλύτερα, σήψης, του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Καπιταλισμός χωρίς ανάπτυξη, κατανάλωση και μεσαία τάξη δεν υπήρξε ποτέ και ούτε τώρα θα υπάρξει. Η υπερσυγκέντρωση του χρήματος οδηγεί στη γενική αφαίμαξη της κοινωνίας, με αποτέλεσμα τον περιορισμό έως εξαφάνισης της μεσαίας τάξης. Δεν είναι μόνο η πτώση της κατανάλωσης που θα είναι δύσκολα διαχειρίσιμη, αλλά περισσότερο η διάλυση της πολιτικής συμμαχίας στο πλαίσιο της οποίας, η μεσαία τάξη σε όλο τον κόσμο αποτελούσε πάντα και για όσο είχε ένα minimum αξιοπρεπούς διαβίωσης, δεκανίκι σε κάθε συντηρητική επιλογή του κεφαλαίου.

Η εσωτερική ανισορροπία του καπιταλισμού μας φέρνει μπροστά σε απροσδιόριστες ακόμα εξελίξεις, στις οποίες το σύστημα δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ στο παρελθόν. Το μπλοκ εξουσίας θα συναντήσει κυρίως τέσσερα μεγάλα εμπόδια στην προσπάθειά του να επιβάλλει την πολιτική του:

α) Απέναντί του έχει μια κοινωνία, που αν και τα τελευταία 30 χρόνια απέχει ουσιαστικά στο μεγαλύτερο τμήμα της από τους κοινωνικούς αγώνες, έχει όμως υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο από παλιά και μνήμες ευμάρειας που πάνε τουλάχιστον δυο γενιές πίσω.

β) Η κρίση από κάποιο σημείο και πέρα, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, θα επιστραφεί στην άρχουσα τάξη. Ακρότατη συνέπεια της φτώχειας θα είναι πιθανόν ακόμα και η κατάρρευση των τραπεζών και των μεγάλων εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, λόγω απόσυρσης των καταθέσεων, της μείωσης των κερδών από τα δάνεια, της υποκατανάλωσης κλπ.

γ) Η αυτοδιάλυση του κράτους μπορεί να προκαλέσει γενική πολιτική αναταραχή, ειδικά σε χώρες σαν την Ελλάδα όπου το κράτος παίζει παραδοσιακά πολύ μεγάλο ρόλο στους τομείς της ρύθμισης της αγοράς εργασίας, της αναδιανομής εισοδήματος και της σταθεροποίησης της οικονομικής ζωής. Παράλληλα, το κράτος αποτελεί τον κεντρικό διαχειριστή του λαϊκού φαντασιακού με τη διάχυση των εθνικιστικών στερεότυπων στο κοινωνικό σώμα μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών του. Ο αυτοπεριορισμός του κράτους σε φοροεισπράκτορα και κατασταλτικό μηχανισμό έρχεται σε αντίθεση με βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις του συλλογικού φαντασιακού που το θεωρούν όχι μόνο εγγυητή της «εθνικής ασφάλειας» και σύμβολο της «εθνικής υπερηφάνειας», αλλά και ενσάρκωση της «εθνικής ταυτότητας»…

Ένα κράτος δοσιλογικού τύπου, που εξαθλιώνει το λαό για να πληρώσει αμφιβόλου νομιμότητας δάνεια σε ξένους τοκογλύφους, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα μπορέσει να διατηρήσει αυτούς τους ρόλους.

δ) Ιδεολογικά, η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της σύστημα δεν έχει κανένα άλλοθι, καμία δικαιολογία για την κρίση που είναι κυριολεκτικά «όλη δική της». Ούτε δυνατό συνδικαλιστικό κίνημα υπάρχει πουθενά, ούτε η Αριστερά έχει την κοινωνική απήχηση που είχε την περίοδο από το τέλος του β’ παγκοσμίου πολέμου ως περίπου το 1980, ούτε υπάρχει πια το αντίπαλο δέος της Ε.Σ.Σ.Δ. και του ανατολικού μπλοκ που υποτίθεται ότι εξανάγκαζε τις δυτικές χώρες σε αυξημένη ροή κοινωνικών πόρων προς τους εξοπλισμούς. Ο καπιταλισμός παίζει την τελευταία 20ετία χωρίς αντίπαλο και ό,τι ζούμε σήμερα είναι ολοκληρωτικά δικό του δημιούργημα.

2. Η ανυπαρξία κεντρικού μακροπρόθεσμου σχεδίου των ελίτ σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν μερίδες ή φυσικά πρόσωπα του κεφαλαίου τα οποία θα ωφεληθούν από την κρίση. Αυτό όμως δεν αφορά την άρχουσα τάξη, τα κυρίαρχα στρώματα, ως σύνολο αλλά μόνο κάποια άτομα ή ομάδες που δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένους τομείς. Κάποια τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου και κυρίως του τραπεζικού, ίσως να βγουν ενισχυμένα από την κρίση – γεγονός που καθόλου δεν συνεπάγεται ότι θα ενισχυθούν συνολικά τα κυρίαρχα στρώματα. Για να συμβεί όμως αυτό (δηλαδή η συνολική ενίσχυση των κυρίαρχων μέχρι σήμερα στρωμάτων) χρειάζεται ιδεολογική ηγεμονία επί της κοινωνίας και, κυρίως, εγκαθίδρυση όρων που να εγγυώνται τη συνολική κερδοφορία του κεφαλαίου – προαπαιτούμενα που είναι πολύ δύσκολο να υπάρξουν μέσα στις συνθήκες της σημερινής κρίσης, αφού ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου δεν θ’ αντέξει μέσα σ’ ένα περιβάλλον αδυσώπητου ανταγωνισμού μεταξύ κρατών, διαφορετικών μορφών κεφαλαίου και επιχειρήσεων του ίδιου τομέα.

Η λύση που ήδη δρομολογείται είναι η πολιτική συγχωνεύσεων και απορροφήσεων των πιο αδύνατων επιχειρήσεων από τις ισχυρότερες – διαδικασία που βέβαια δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημα αφού οι κολοσσοί που θα δημιουργηθούν θα λειτουργούν σαν μαύρες τρύπες, καταπίνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Όσο η υπερσυγκέντρωση του πλούτου θα αυξάνεται, τόσο περισσότερο θ’ αποτελεί από μόνη της υφεσιακό παράγοντα πρώτου μεγέθους, καθώς θα στεγνώσει από χρήμα και πόρους την παγκόσμια αγορά και κάθε κλάδο της οικονομικής δραστηριότητας.

3. Η αντίληψη ότι «αποκλείεται οι εγκέφαλοι του παγκόσμιου καπιταλισμού να μην ξέρουν τί κάνουν» είναι μεταφυσική αντίληψη και δεν βασίζεται ούτε σε διαλεκτική θεώρηση της ιστορίας ούτε στην σημερινή πραγματικότητα.

Η ιστορία είναι γεμάτη σφάλματα στα οποία έχουν υποπέσει τα εκάστοτε κυρίαρχα στρώματα και «τυχαιότητες» που δεν κατάφεραν να υπολογίσουν και να προβλέψουν οι πάσης φύσεως «ειδικοί» και οι «αυθεντίες». Διαφορετικά πώς θα μπορούσε να ερμηνευτεί η παρακμή και διάλυση τόσων αυτοκρατοριών, το ξέσπασμα τόσων επαναστάσεων και η αδυναμία πρόβλεψης των ιστορικών εξελίξεων διαχρονικά;

Η τυφλή πίστη σε έναν άκρατο ντετερμινισμό και σε εργαλειακές μεθόδους πρόβλεψης των πάντων και δη της ιστορίας του ανθρώπου δεν δικαιώνεται ιστορικά και αποτελεί απλώς μεταφυσική σύλληψη της ανθρωπότητας.

Η σημερινή κρίση μπορεί κάλλιστα να είναι προϊόν λανθασμένων επιλογών του κεφαλαίου και των κυρίαρχων στρωμάτων, εφόσον η κρίση αυτή δεν συμφέρει το ίδιο όλες τις μερίδες τους, ούτε δρομολογήθηκε με ίση ευθύνη όλων των τμημάτων τους.

Άλλωστε, τα άτομα και οι κοινωνικές τάξεις, τα κοινωνικά στρώματα, έχουν περιορισμένη θέαση και εποπτεία πάνω σε μεγάλης κλίμακας ιστορικές εξελίξεις, καθώς τα άτομα βιώνουν την ιστορία μέσα από τα περιορισμένα μέτρα της ζωής τους.

Για παράδειγμα, ποιος θα μπορούσε να προβλέψει το 1788 την έλευση της γαλλικής επανάστασης ή το 1988 την επικείμενη κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ο οποίος θρυμματίστηκε σαν γυάλινος πύργος;

4. Τέλος, η ανυπαρξία καπιταλιστικού διευθυντηρίου και οργανωμένου σχεδίου που υποστηρίζεται εδώ, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι δεν αποτελεί ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη θεώρηση των πραγμάτων, αλλά απλώς ένα λογικό συμπέρασμα το οποίο θα αποδειχθεί ορθό ή εσφαλμένο.

Σε περίπτωση που αποδειχθεί σωστή η εικασία που υποστηρίζεται εδώ, περί μη ύπαρξης ενός γενικού μακροπρόθεσμου σχεδίου με καθορισμένους στόχους, η τελική λύση του δράματος φαίνεται ότι θα είναι πολιτική και όχι οικονομική.

Ακόμα και η στροφή της οικονομίας σε μία πολιτική «ανάπτυξης» όπως προτείνουν πλέον κάποιοι από τους διανοούμενους της άρχουσας τάξης, είναι πολύ αμφίβολο αν θα βοηθούσε στην επίλυση της κρίσης χρέους, αφού ακριβώς η ανάπτυξη της προηγούμενης περιόδου βασίστηκε και χρηματοδοτήθηκε από μια οικονομία τύπου καζίνο που τώρα βυθίζεται. Θα χρειαζόταν όχι στροφή σε ανάπτυξη γενικά, αλλά σε άλλου είδους ανάπτυξη, με έμφαση στον πρωτογενή, και δευτερογενή τομέα , καθώς και στην έρευνα και μάλιστα υπό το πρίσμα μίας άλλου τύπου προσέγγισης της οικονομίας με βάση τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων και όχι την υπερπαραγωγή και τον υπερκαταναλωτισμό.

Μια τέτοια πολιτική όμως είναι αδύνατο να εκπονηθεί από τους αρχιερείς του Νεοφιλελευθερισμού που κυβερνούν τα κράτη και ηγούνται των διεθνών οργανισμών. Μ’ αυτή την έννοια, η λύση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική όπως υποστηρίχθηκε.

Το αν θα επιχειρηθεί από τη μεριά του κεφαλαίου και των κυρίαρχων στρωμάτων η έξοδος από τη σημερινή κατάσταση π.χ. με διεξαγωγή πολέμων ή με εγκαθίδρυση δικτατοριών ή αν θα δοθεί πολιτική λύση από την πλευρά των κοινωνιών με τη δρομολόγηση εξελίξεων που θα οδηγήσουν στη ριζική μεταβολή του κοινωνικού συστήματος, είναι ακόμα άγνωστο.

Ωστόσο η γνώση από την πλευρά των λαών ότι ο εχθρός δεν είναι αήττητος αλλά ότι βρίσκεται και αυτός σε αδιέξοδο, μπορεί ν’ αποδειχτεί πολύ μεγάλης σημασίας για την διεθνοποίηση και μαζικοποίηση του κινήματος, για τον εμπλουτισμό του με νέες τακτικές και για τη στροφή του σε πολύ πιο φιλόδοξους στόχους από την απλή ανάκτηση ενός μέρους των όσων χάθηκαν την τελευταία τριετία.

Υπάρχει μια λέξη που καίει τη γλώσσα όλων και κανείς δεν τολμά να την ξεστομίσει, μια λέξη που δείχνει το δρόμο και η οποία δεν είναι ούτε η «ρήξη», ούτε η «ανατροπή», ούτε η «εξέγερση», αλλά απλώς και μόνο η επανάσταση.

Το άρθρο στα αγγλικά

Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-9fE

Στιγμιότυπα Βαρβαρότητας

«Τίποτε δεν είναι ιερό. Καμιά ιδέα, κανένας λόγος, καμιά πίστη δεν πρέπει να μένουν αλώβητες από την κριτική, το χλευασμό, το χιούμορ, την παρωδία. Ό,τι ιεροποιεί σκοτώνει. Το να λες τα πάντα, δε σημαίνει ότι αποδέχεσαι τα πάντα. Η ελεύθερη έκφραση δίνει ζωή στη γλώσσα, σε αντίθεση με την οικονομία που την καθιστά γλώσσα νεκρή, ξερή. Τίποτε δεν είναι ιερό…Όλα μπορούν να λεχθούν». (Ραουλ Βανεγκεμ)

Τι είναι η βαρβαρότητα; Πολύ επιγραμματικά θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε την έννοια της βαρβαρότητας με την παράλυση του αυθορμητισμού της κοινωνίας και της ικανότητάς της να αμφισβητεί τον εαυτό της, αναζητώντας παράλληλα τρόπους που θα την οδηγήσουν στην ελευθερία. Η αδυναμία της αυτοκριτικής οδηγεί στην ιεροσύνη της αυθεντίας, στον (π)ηθικισμό και την υποκρισία. Όμως τίποτα δεν είναι ιερό μας λέει ο Ραουλ Βανεγκεμ. Ας δούμε παρακάτω μερικά στιγμιότυπα βαρβαρότητας στην πράξη…

Ένας μετανάστης (Συντηρητισμός: αντιφάσεις και αυτοαναιρέσεις)

Ζω εδώ πάνω από πέντε χρόνια. Έφυγα και τα άφησα όλα πίσω μου. Αναζήτησα κι εγώ στην Ευρώπη μια καλύτερη τύχη. Μου είπαν ότι εκεί οι άνθρωποι ζούνε καλύτερα. Δεν έχει φτώχεια, δεν έχει καταπίεση… έτσι κι εγώ τα μάζεψα και έφυγα…

Εδώ οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Έχουν λεφτά αλλά τα κρατάνε για τον εαυτό τους. Είμαι ξένος εδώ. Ό,τι και να κάνω δεν μπορεί αυτό ν’ αλλάξει. Το πόσο διαφορετικός είμαι το συναντώ σε κάθε γωνιά, σε κάθε στενό, σε κάθε συζήτηση με κάποιο πρόσωπο. Τους λέω: «γιατί δεν μπορώ να είμαι όπως εσείς;» Μου λένε «δεν κάνεις τίποτα για να ενσωματωθείς με εμάς. Εσείς οι ξένοι θέλετε να δημιουργήσετε τη δική σας κοινωνία μέσα στη δική μας». Ναι, όμως, κάνω τα πάντα για να ενσωματωθώ. Ήρθα εδώ γιατί μου είπαν ότι η χώρα αυτή είναι όμορφη. Μου άρεσε πριν έρθω να μαθαίνω σχετικά με τους εδώ ανθρώπους, την ιστορία τους, τον πολιτισμό τους… ξέρω απ’ έξω και πολλά δικά τους τραγούδια, έχω διαβάσει και πολλά βιβλία από συγγραφείς που γεννήθηκαν και έζησαν εδώ.  Παρ’ όλα αυτά, είμαι και εξακολουθώ να είμαι ο «άλλος»… ό,τι και αν κάνω… ό,τι και αν πω… για πάντα θα είμαι ένας «άλλος»!!!

Μας κλέβετε τις δουλειές, μας λένε… Οι περισσότεροι από εμάς όμως δουλεύουμε για το τίποτα, σε δουλειές που κανείς ντόπιος δεν θα έκανε ποτέ. Ούτε έκλεψα ποτέ μου, αλλά είμαι με εκείνους τους «κλέφτες τους άλλους». Ούτε ενδιαφέρομαι να επιβάλω τα δικά μου ήθη και έθιμα εδώ… «Έξω εσείς οι ξένοι», μας λένε. «Εδώ οι γυναίκες δεν καλύπτουν τα πρόσωπά τους», λένε. «Εδώ ζούμε ελεύθεροι». Αποκαλούν τους εαυτούς τους υπέρμαχους της ελευθερίας… Μονάχα που σε αυτήν την ελευθερία δεν χωράνε όλοι. Αυτή η ελευθερία είναι για λίγους, είναι μια ελευθερία κατ’ επιλογή…

Ένας άστεγος (Ο Νεοφιλελευθερισμός και η ηθική της ενοχής)

Μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι την τελευταία μέρα πριν βγω στο δρόμο, δεν πίστευα ότι θα μου συμβεί. Καμιά φορά το σκεφτόμουν, όπως σκέφτεται κανείς κάτι φρικαλέο που θα μπορούσε να του τύχει… Κι αμέσως μετά, έλεγα ότι το παράκανα, ότι τα πράγματα δεν θα φτάσουν ως εκεί, πως έχω χάσει ήδη πάρα πολλά αλλά δεν θα τα χάσω και όλα!…

Δεν είχα σκοπό να μην πληρώνω το νοίκι ή το ρεύμα και το νερό. Αλλά μετά από τόσο καιρό χωρίς δουλειά, μου ήταν πραγματικά αδύνατο να τα φέρω βόλτα. Μάλλον, όμως, έφταιγα κι εγώ… Θα μπορούσα να είχα νοικιάσει το υπόγειο που ήταν φτηνότερο ή να προσπαθήσω να έχω καλύτερες σχέσεις με τ’ αφεντικό μου.

Στην αρχή ντρεπόμουν. Κρυβόμουν, απέφευγα τους γείτονες, μπαινόβγαινα τις πιο μυστήριες ώρες για να μην δω κανέναν · δεν σήκωνα το τηλέφωνο μην με πετύχει ο σπιτονοικοκύρης. Μετά, σταμάτησα να έχω τηλέφωνο και μετά σταμάτησα να βγαίνω από το σπίτι. Απλώς περίμενα να περάσει ο χρόνος μέχρι να γίνει κάτι που θ’ άλλαζε την τύχη μου.

Την μέρα της έξωσης μου είπαν : «Ας έβρισκες μια δουλειά, μια οποιαδήποτε δουλειά. Δεν θα ζήσεις εσύ στην πλάτη μου!». Δεν απάντησα. Τι να έλεγα; ότι στην αρχή δεν έτυχε να βρω καμία, ότι μετά έχασα μερικές επειδή πήγαινα στις συναντήσεις με τριμμένα ρούχα, ή, ίσως επειδή τραύλιζα από το άγχος και άλλες, ίσως επειδή μύριζα γιατί είχα πιει για να μην τραυλίζω.. ; και ότι μετά, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου να πάω πουθενά; Προσπάθησα όμως. Έτσι νομίζω.

Τώρα που πέρασα στην «άλλη πλευρά», δεν σκέφτομαι, ότι θέλω να κάνω αυτό ή εκείνο ή το άλλο. Να τα καταφέρω να βγω πάλι στην επιφάνεια ή να πεθάνω. Δεν σκέφτομαι τίποτα. Εσύ με ρωτάς για να δεις πώς μπορεί να νιώθει ένας νεο-άστεγος. Και γω σου λέω: τίποτα ιδιαίτερο δεν νιώθει, αλλά αν φτάσεις στο δικό μου σημείο, τότε μόνο θα καταλάβεις ότι αυτό το τίποτα έχει τη δική του, ειδική, μυρωδιά…

Ένας υπάλληλος (Ντετερμινισμός και απάθεια)

Ναι, νοιάζομαι για τους άλλους. Τι εννοείτε «γιατί δεν απεργώ»; Απεργούν οι μισοί και παραπάνω, συνάδελφοί μου. Μα, αν απεργήσω, ίσως χάσω τη δουλειά μου. Τρέχει η δόση για το αυτοκίνητο, τα παιδιά μου πηγαίνουν φροντιστήριο, τι θα έκανα αν ξαφνικά έμενα άνεργη; Εργάζομαι σε μία τράπεζα, είμαι ταμίας. Κατανοώ τον κόσμο που έχει έρθει σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, τι μπορώ όμως να κάνω εγώ; Εγώ κάνω απλά τη δουλειά μου, όπως μου έχουν πει…

Όχι, δεν πιστεύω πως μέσα από τις διαμαρτυρίες στους δρόμους θα υπάρξει κάποια αλλαγή. Ποτέ δεν υπήρξε. Πάντα ο κόσμος σερνόταν σε επαναστάσεις, θύμα διαφόρων που διψούσαν για εξουσία. Και όταν δεν υπήρχαν ηγέτες, είτε οι εξεγέρσεις πνίγονταν στο αίμα, είτε αποκλιμακώνονταν με κάποιες επικοινωνιακές μεταρρυθμισούλες. Δεν βλέπετε τι ακολούθησε την εξέγερση των Αιγυπτίων; Γιατί να πιστέψω πως μπορεί να γίνει κάτι διαφορετικό, αφού ποτέ δεν έγινε;

Φυσικά και σκέφτομαι τους ανέργους. Μήπως όμως εσείς σκεφτήκατε πως οι άνεργοι σήμερα είναι «άνεργοι πολυτελείας»; Τα χωράφια ανά την Ελλάδα μαραζώνουν άσπαρτα. Γιατί οι νέοι δεν ζητούν εργασία σε αυτό τον κλάδο; Διότι έχουν βολευτεί με την ιδέα της ξεκούραστης εργασίας, από ένα γραφείο. Και δεν τους αδικώ, μεγάλωσαν με την εικόνα του υπαλλήλου γραφείου από την τηλεόραση, πιέστηκαν από τους γονείς τους να σπουδάσουν, «να μάθουν γράμματα». Ας ξαναγυρίσουν στα χωράφια λοιπόν.

Τι να κάνουμε, όπως έχει η κατάσταση θα αναγκαστούμε να κάνουμε θυσίες. Εξάλλου, η σημερινή κατάσταση είναι δική μας ευθύνη. Συμμετείχαμε ενεργά σε όλο αυτό το πάρτι δανεισμού και πρέπει όλοι μαζί να συνδράμουμε ώστε να βγούμε απ’ την κρίση. Θα έρθουν δύσκολα χρόνια, αλλά με σκληρή δουλειά και λιτότητα, θα έρθουν καλύτερες μέρες.

Επαγγελματίας Επαναστάτης (Ζωτικά ψεύδη)

Γραμμή από τα κεντρικά του κόμματος. Πορεία στις 8. Το δικό μας μπλοκ θα πρέπει να αποφύγει να συνευρεθεί με τους μικροαστούς απολιτίκ παρευρισκόμενους της πλατείας. Αυτοί είναι ταξικοί εχθροί. Εμείς, όπως λέει και το κόμμα, έχουμε την λύση για όλα τα προβλήματα του τόπου. Συνεπώς δεν θα πρέπει να έχουμε καμία επαφή με ανθρώπους πιόνια του Λευκού Οίκου που προωθούν τα σχέδια της πλουτοκρατίας και μπαίνουν εμπόδιο στην ταξική πάλη. Εμείς και μόνο εμείς είμαστε οι μοναδικοί σωτήρες της εργατικής τάξης.

Πριν έναν μήνα, οι μονάδες καταστολής έριξαν δακρυγόνο τραυματίζοντας έναν διαδηλωτή. Θα πρέπει με κάθε μέσο να καταδικάσουμε την αστυνομική αυθαιρεσία και την περιστολή των δικαιωμάτων του πολίτη. Θα οργανώσουμε πορεία την επόμενη εβδομάδα στην οποία θα μπορεί οποιοσδήποτε να έρθει και να καταδικάσει την εγκληματική ενέργεια της αστυνομίας. Οποιοσδήποτε, αρκεί να συμφωνεί με τις βασικές αρχές του κόμματος. Πρέπει να καθίσω και να ετοιμάσω πανό «κάτω η βία της αστυνομίας, νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Πρέπει να πάψουν οι αστυνομικοί να βιαιοπραγούν ενάντια στον εργαζόμενο λαό. Διαβάζω συνέχεια στα νέα για αστυνομική αυθαιρεσία και εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων από την πλουτοκρατία. Να σε αυτό το άρθρο ας πούμε. Δέκα αντιφρονούντες θα εκτελεστούν… στην Βόρεια Κορέα;;; Όχι δεν μπορεί. Είναι προπαγάνδα των αστών! Εκεί έχει οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός και όλοι ζουν σε μια απέραντη ευτυχία. Τρώνε με χρυσά κουτάλια. Το λέει το κόμμα… ε δεν μπορεί, έτσι θα είναι!!!

Ένας δημοσιογράφος (Έμμεση παθητική καταστολή)

Όχι, δεν είμαι ούτε αλήτης, ούτε ρουφιάνος. Μεταδίδω τις ειδήσεις έτσι όπως πρέπει να μεταδοθούν και σχολιάζω εκφράζοντας πολλές φορές την άποψη του εργοδότη μου. Μήπως ένας εργάτης σε εργοστάσιο, θα φτιάξει το προϊόν όπως το θέλει αυτός; Φυσικά και όχι! Όπως θέλει ο εργοδότης του θα το φτιάξει. Έτσι κι εγώ, παράγω ένα προϊόν, το οποίο σχεδιάζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εργοδότη μου.

Για να πληρωθώ, πρέπει το προϊόν που παράγω να πουλάει, ακριβώς όπως και ο κάθε εργαζόμενος. Πώς λοιπόν μου ζητάτε να γράψω και να μιλήσω για κοινωνικά και πραγματικά πολιτικά ζητήματα, όταν αυτό που πουλάει είναι η ίντριγκα, το σκάνδαλο, το σεξ και η βία;

Μας κατηγορούν πως κάνουμε πλύση εγκεφάλου και προπαγάνδα. Εγώ θα έλεγα, πως απλά συνεισφέρουμε στην διατήρηση του μόνου βιώσιμου οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Αν το κριτικάραμε συνεχώς, δεν θα εργαζόμασταν σε ΜΜΕ, αλλά θα γράφαμε αφιλοκερδώς σε καμιά μπροσούρα που μοιράζεται στο δρόμο, ή σε κάποιο μη κερδοσκοπικό ιστολόγιο. Αυτή όμως είναι η δουλειά μας.

Ένας επιχειρηματίας (Η έννοια της ασημαντότητας)

Κοίτα απέναντι αυτοί οι άξεστοι χωριάτες πώς ζούνε! Ξυπνάνε κάθε πρωί και τι κάνουν; Αντί να πάνε να δουλέψουν, οι βρωμοτεμπέληδες, κάθονται και συζητάνε, πίνουν καφέ όλη μέρα, ψαρεύουν, κοιμούνται τα μεσημέρια, μετά το βράδυ κάθονται σαν τους χίπηδες και πίνουν ή κουβεντιάζουν παίζοντας μουσική…

Εγώ, όμως, κάθε πρωί ξυπνάω στις 8 η ώρα. Πάω από τον δικηγόρο μου να τακτοποιήσω κάποιες δουλειές. Μετά συνήθως περνάω και από το λογιστή. Τις συναντήσεις μου τις αφήνω για αργότερα. Βάζω σειρά προτεραιότητας: όποια πρόταση μου ακούγεται και πιο κερδοφόρα. Προχθές γνώρισα κάποιον που μου πρότεινε μια συμφωνία. Τον απέρριψα με την μία. Μου είχαν πει πως θα έπρεπε να τον εμπιστευθώ γιατί επρόκειτο για καλό και έμπιστο άτομο. Και λοιπόν; Τι να την κάνω την καλοσύνη; Εγώ θέλω να κερδίζω χρήματα. Πρέπει να στείλω λεφτά στον γιό μου που σπουδάζει στην Νέα Υόρκη. Θέλει, λέει να αγοράσει καινούρια Mercedes. Κι εγώ χρειάζομαι περισσότερα χρήματα. Πρέπει να επεκτείνω την επιχείρησή μου. Αν τα καταφέρω και ανοίξω ένα ακόμα κατάστημα στα Δυτικά προάστια, θα βγάζω ακόμα περισσότερα λεφτά. Θα μπορώ να αγοράσω εκείνη την BMW που είδα να διαφημίζουν χθες στην τηλεόραση.

Έχουμε οικονομική κρίση όμως… κάτι θα πρέπει να γίνει. Όχι μόνο δεν θα πρέπει να ζημιωθώ, αλλά τίποτα δεν θα μπει εμπόδιο στα σχέδιά μου, το καινούριο κατάστημα θα ανοίξει ό,τι και να γίνει. Θα το κουβεντιάσω το θέμα και με το λογιστή μου, αν και σκέφτομαι ότι θα πρέπει να απολύσω τους μισούς που δουλεύουν στα κεντρικά και να μειώσω τον μισθό από τους υπόλοιπους. Δεν βγαίνω αλλιώς… εξάλλου νέα παιδιά είναι θα δουλέψουν ή θα βρουν αλλού δουλειά. Έχουν χρόνια μπροστά τους… Η δουλειά είναι υπερηφάνεια. Δεν θα πρέπει να έχεις και πολλές απαιτήσεις όταν σου προσφέρουν την ευκαιρία να δουλέψεις. Η δουλειά είναι το παν. Ο άνθρωπος πρέπει να δουλεύει και όχι να ζει όπως οι χίπηδες απέναντι.

Λοιπόν, πίσω στο θέμα μας. Σχέδια για το μέλλον. Απολύσεις, μειώσεις… πρέπει να αποφύγω και την εφορία. Αν βρεθεί εκείνος ο γνωστός μου και μεσολαβήσει, ίσως και να αποφύγω να πληρώσω τα χρέη μου. Και δεν είναι και λίγα. Ίσα ίσα θα μου βγει για να επεκτείνω τις επιχειρήσεις μου και να μπορέσω να επενδύσω για νέα προϊόντα που θα γίνουν ανάρπαστα και θα με βοηθήσουν να βγάλω ακόμα μερικά εκατομμύρια… και τότε θα τους πω αυτούς τους βρωμοχίπηδες απέναντι!

Και όταν με το καλό γεράσω… τότε, (αν μου φτάσουν τα χρόνια φυσικά) ίσως να αγοράσω ένα σπίτι στην εξοχή…. Να κάθομαι να συζητάω με τους φίλους μου, να πίνω καφέ όλη μέρα, να ψαρεύω, να κοιμάμαι τα μεσημέρια και μετά το βραδάκι να κάθομαι και να πίνω ή να κουβεντιάζω παίζοντας μουσική…

Ένας από τα ΜΑΤ (Ενεργητική καταστολή)

Μόλις γύρισα από υπηρεσία στο κέντρο. Μας το έλεγαν πως το Σεπτέμβρη θα αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις, αλλά το σημερινό δεν το περίμενα. Βλέπω πως και πάλι στο ίντερνετ μας παρουσιάζουν σαν γουρούνια, δολοφόνους, αλλά που να καταλάβουν αυτοί… Αυτοί κάνουν το χόμπι τους, εγώ τη δουλειά μου. Δηλαδή εσύ αν έπαιρνες εντολή να τους τσακίσεις, τι θα έκανες; Θα πετούσες τη στολή και θα γυρνούσες απ’ την άλλη; Αυτή είναι η δουλειά μου και αυτό είναι το έργο της. Και στη Συρία οι αστυνομικοί την δουλειά τους κάνουν. Τι να κάνουν; Να αφήσουν την στολή και να μείνει η πόλη στο έλεος των πολιορκητών;;;

Αν τους αφήσουμε να σπάσουν όλη την πόλη, θα βγουν οι δημοσιογράφοι και θα πουν «ανεπαρκής η αστυνομία», αν εκτελέσουμε το καθήκον μας θα πουν «φονιάδες οι μπάτσοι». Ε ας αποφασίσουν κι αυτοί και οι πολιτικοί τι ακριβώς θέλουνε, ώστε να προσαρμόσουμε κι εμείς τη στάση μας. Όχι πως με χαλάει κιόλας να χτυπάω άπλυτους. Το ζητάει ο οργανισμός τους, πιστέψτε με.

Μπορεί μέσα στην ένταση και την αναμπουμπούλα να ξεφεύγει καμιά φορά η κατάσταση, να πετάω καμιά πέτρα, να τραυματίζω κανέναν άσχετο, να φορτώνω κατηγορίες σε αθώους αλλά όλες οι δουλειές έχουν και τις άσχημες στιγμές τους.

Ένας θρησκόληπτος (Φοβίες, ναρκισισμός και ζωτικά ψεύδη)

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η μητέρα πατρίδα αποτελεί συνέπεια του λάθους δρόμου που ακολούθησε το ποίμνιο της εκκλησίας. Αντί να μείνουν πιστοί στο ελληνοχριστιανικό ιδεώδες, το οποίο μόνο χαρές και ευτυχία έχει να προσφέρει στο λαό, απομακρύνθηκαν ακολουθώντας τα δαιδαλώδη και επικίνδυνα μονοπάτια που χάραξε ο Σατανάς, ώστε να απομακρύνει το λαό από την Αλήθεια του Θεού.

Το χάραγμα του Αντίχριστου, η υποχρεωτική δωρεά οργάνων (μόνο ο Θεός έχει τη χάρη να δωρίζει σώμα και ζωή), η προ ετών κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, η συζήτηση για απαξίωση των θρησκευτικών στα σχολεία, δείχνουν ξεκάθαρα την προσπάθεια της λέσχης Μπίλντεμπεργκ να εγκαθιδρύσει τη Νέα Τάξη Πραγμάτων, ξεκινώντας από την υποδούλωση του αρχαιότερου λαού, αυτού των Ελλήνων.

Ως Έλλην χριστιανός, αντιστέκομαι στα κελεύσματα των ημερών, μέσα από το διαδίκτυο, ενημερώνοντας τους χριστιανούς για τους κινδύνους που ελλοχεύουν. Ο Κίσινγκερ το είπε ξεκάθαρα, αλλά εμείς δεν ακούγαμε. Υπάρχει σχέδιο των Εβραιομασώνων να μας γεμίσουν μετανάστες και να χαθούμε σαν φυλή και σαν έθνος! Ξυπνάτε Έλληνες! Υπάρχει σχέδιο. Μας ψεκάζουν, μας επιβάλουν τους κανόνες της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Ας ξυπνήσουμε Έλληνες. Δεν είμαστε ούτε δεξιοί ούτε αριστεροί. Είμαστε μόνο ακροδεξιοί… εμμ, μόνο Έλληνες ήθελα να πω! Διατηρώ την πίστη μου στο Ευαγγέλιο, κηρύσσω παντού το έργο του Ιησού. Κάτω οι Εβραίοι. Ζήτω η Ελλάδα. Οι ξένοι έξω. Εδώ μόνο Έλληνες…

Ένας μαθητής (Η κατασκευή ενός εργαλείου;)

Το σχολείο είναι σκέτη βαρεμάρα. Δώδεκα χρόνια καθισμένος σ’ ένα θρανίο, αναγκασμένος να ακούω τους μονολόγους των δασκάλων και καθηγητών, υποχρεωμένος ν’ αποστηθίζω ότι αποφάσισαν κάποιοι πως πρέπει να μάθω ώστε να ενταχθώ επιτυχώς στην κοινωνία, να γίνω ένα κοινωνικοποιημένο ον σε μια κοινωνία που καθόλου δε γουστάρω, υποχρεωμένος ν’ αποστηθίζω ώστε να εξετασθώ, να αξιολογηθώ και να επιτύχω σε κάτι το οποίο θα με εντάξει δήθεν στην αγορά εργασίας.

Βαλμένος σαν στρατιωτάκι στη σειρά κάθε πρωί κάνω την προσευχή μου, δυο φορές το χρόνο τιμώ την ιστορία μιας πατρίδας που την έπλασαν έτσι όπως τους βόλευε, ώστε να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση της εθνικής συνοχής. Υποχρεωμένος να συμπεριφέρομαι όπως κάποιοι άλλοι ορίζουν, υπό το φόβο της «μη κοσμίας διαγωγής», βλέπω τον εαυτό μου να προσαρμόζεται σιγά σιγά στο μαντρί της ομογενοποίησης των μαθητών.

Έχω μάθει ν’ ανταγωνίζομαι τον διπλανό μου στο θρανίο και να μην τον αφήνω ν’ αντιγράφει. Έχω μάθει να ξεχωρίζω τον καλό μαθητή, από τον κακό, τον τεμπέλη από τον άξιο, την τιμωρία από την επιβράβευση. Βαρέθηκα όμως. Βαρέθηκα τα κάγκελα που περιστοιχίζουν την σχολική αυλή, σιχάθηκα τον απουσιολόγο, μάλλον λοιπόν είμαι ένας κακός, ανυπάκουος μαθητής. Μάλλον, όμως, δεν είμαι ένας ακόμη πρόωρα γηρασμένος νέος…

Θα πρέπει να διαβάζω όλη μέρα, λένε… Θα έρθουν πανελλήνιες εξετάσεις και θα πρέπει να μπω στο πανεπιστήμιο. Να συνεχίσω κι εκεί να ανταγωνίζομαι τον διπλανό μου, να ξεχωρίζω τον καλό μαθητή από τον κακό, τον τεμπέλη από τον ανάξιο, θα πρέπει να σταματήσω να σκέφτομαι οτιδήποτε άλλο… να μην ερωτεύομαι, να μην ακούω μουσική, να έχω μάτια και αυτιά κλειστά. Να τα ανοίγω μόνο όταν μου λένε για την πατρίδα, την ιστορία μας, μόνο όταν ο καθηγητής αρχίζει τις εξισώσεις, τις φυσικές… πράγματα που δεν ξέρω γιατί τα μαθαίνω… εξισώσεις, μαθηματικά… αν ποτέ μου εξηγούσαν και μου έδιναν να καταλάβω τον λόγο που πρέπει να τα μάθω όλα αυτά, ίσως τότε τα πράγματα να ήταν διαφορετικά… ίσως και να ήθελα να μπω στο πανεπιστήμιο αν ποτέ μου εξηγούσαν γιατί θα πρέπει να ξοδέψω τα καλύτερά μου χρόνια για να καταλήξω στο βούρκο της ασημαντότητας!

Εγώ (ή προσπαθώντας να αλλάξω)


-Μετανάστης υπήρξα και είμαι ακόμα. (Αισθάνομαι πολλές φορές ξένος ανάμεσα σε διαφορετικούς ανθρώπους που διψούν για ομοιογένεια),
-Άνεργος υπήρξα και είμαι ακόμα, (γιατί η εργασία μου δεν σχεδιάστηκε από μένα, εκτελώ καταναγκαστικά έργα ώστε να επιζήσω)
-Μαθητής επίσης (γιατί κάποιες φορές αναπαράγω αυτά που μου πλασάρουν, δίχως να σκεφτώ ή και να κρίνω).
Υπάλληλος... πάλι ναι, και άλλες φορές έκανα απεργία μόνος μου και άλλες όχι γιατί δεν ήθελα να με λένε ανόητο ούτε να τους χαρίζω 1 μεροκάματο κάθε τετράμηνο που κήρυσσαν πανεργατική απεργία..
-Δημοσιογράφος… ίσως και ναι ίσως και όχι. Όπως το πάρει κανείς…, (γιατί κάποιες φορές αναπαράγω αυτά που μου πλασάρουν, δίχως να σκεφτώ ή και να κρίνω)
–Άστεγος όχι, τουλάχιστον ακόμα… προετοιμάζομαι όμως. (Αν και τα ενοίκιά μου πάντα καθυστερημένα τα πλήρωνα…). ή μήπως είμαι (όσο το σπίτι μου δεν είναι ο δημόσιος χώρος, όσο η ιδιοκτησία με περιορίζει σε τέσσερις «δικούς μου» τοίχους;)
-Επιχειρηματίας δεν θα γίνω ποτέ. Διότι για κάποιους είμαι ένας ανάξιος τεμπέλης που αν δούλευε σκληρότερα θα πετύχαινε. Ναι, λοιπόν, είμαι ένας τεμπέλης γιατί η δουλειά δεν είναι δικαίωμα ούτε και υποχρέωση. Για να υπάρξει υποχρέωση πρέπει να υπάρχει και δικαίωμα. Η δουλειά είναι ανάγκη επιβίωσης, δηλαδή ένας καταναγκασμός. Δεν είναι δημιουργία προσωπική, δεν συμβαδίζει με την ανάπτυξη του εαυτού μου. Δεν είμαι επιχειρηματίας λοιπόν και δεν θέλω να γίνω.
-Να γίνω αστυνομικός;;; Όχι ευχαριστώ… η ντροπή δεν είναι δουλειά! (αν και στις προσωπικές μου σχέσεις συχνά ξεχειλίζω από οργή και προσπαθώ να επιβληθώ με κάθε τρόπο).
-Θρησκόληπτος δεν είμαι. Ποτέ δεν υπήρξα. Πιστεύω μόνο στην αμφισβητήσιμη αλήθεια της επανάστασης!

Ίσως τελικά να είμαι όλα τα παραπάνω, προσπαθώντας όλα να τ’ αλλάξω….

«Ό,τι είναι κόντρα στην εκκλησία με γεμίζει χαρά. Ό,τι βλάπτει την Τάξη συντείνει στη γαλήνη μου. Ό,τι αντίκειται στην Ηθική ωφελεί την υγεία μου». (Ηλίας Πετρόπουλος)

Το κείμενο συνδιαμορφώθηκε από Michael Th, Ian Delta, Efor