Παρατηρήσεις στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο – Raoul Vaneigem

0db1135bbb20c6d9971e0e18176d0c7b

1

Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αποτελεί ένα διδακτικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ένα σχέδιο ανθρώπινης πραγμάτωσης γεννά ένα ακόμη πιο απάνθρωπο σύστημα από αυτό που ισχυρίζεται ότι θέλει να καταστρέψει και επιδιώκει ν’ αντικαταστήσει.

2

Aυτό που διαχωρίζει το κάθε άτομο μέσω της αποξένωσης από την ίδια του την ύπαρξη, λειτουργεί καταπιεστικά για το ίδιο αργά ή γρήγορα. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο περιείχε σε εμβρυακή μορφή την αυτοκρατορία των απίστευτων ψεμμάτων και την κομμουνιστική ιδεoλογία που αποτέλεσε την κρατική αλήθεια, επειδή το πνεύμα της χειραφέτησης που την ενέπνευσε λειτούργησε σαν μία ξεχωριστή μορφή από τη θέληση για ζωή, η οποία παράλληλα επιβεβαιώνεται και ακυρώνεται την ίδια στιγμή καθημερινά.

3

Η ιστορία όλων των κοινωνιών που υπήρξαν μέχρι σήμερα είναι μόνο η ιστορία ενός οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, όπου ο άνθρωπος αρνείται την έμφυτη ανθρωπιά του με το να μετατρέπεται σε προϊόν του εμπορεύματος που ο ίδιος παράγει. Σε αντίθεση με μια ενιαία ελευθερία που πιστοποιεί την εκλεπτυσμένη πραγματοποίηση των επιθυμιών, οι αφηρημένες ελευθερίες πάντοτε υπήρξαν το αποτέλεσμα μιας επέκτασης του εμπορεύματος, καθορισμένη από την ανάγκη για κέρδος.

4

Κατά τη διάρκεια της εξέλιξής της, κάθε φορά που η οικονομία βρισκόνταν περιορισμένη σε αρχαϊκές μορφές, τις κατέστρεψε στο όνομα του ελεύθερου εμπορίου, μόνο για να εφαρμοστούν αμέσως νέες τυραννίες, θεσπισμένες απ’ το νόμο του κέρδους. Ό,τι κι αν επενδύει η οικονομία σε κοινωνικές παροχές, το παίρνει πίσω στην τιμή του διπλού εγκλήματος απέναντι στην ανθρωπότητα: καταπιέζει στο όνομα της ελευθερίας του έθνους, του λαού και του ατόμου, και μετατρέπει σε θανατηφόρα ορμή την παθιασμένη παρόρμηση υπέρ της ζωής, που είχε αναζωπυρώσει η διάλυση των προηγούμενων τυραννιών.

5

Είναι η δημιουργία, όχι η εργασία, που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα όντα. Ο μετασχηματισμός της δύναμης για ζωή σε εργασιακή δύναμη καταστέλλει και αντιστρέφει την επιθυμία για αυτο-απόλαυση που απαιτεί το συνδυασμό δημιουργίας της κοσμικής και ατομικής τύχης. Ένα σύμπαν μεταμορφωμένο από την εργασία επιτυγχάνει μόνο τη νεωτερικότητα της θεμελιώδους απανθρωπιάς του, διότι υπονοεί την μετατροπή του ανθρώπου σε εργάτη, την αναίρεσή του ως όντος που ζει και επιθυμεί. Βασίζοντας τη χειραφέτηση στη συλλογική διαχείριση των μέσων παραγωγής, ο Μαρξ και ο Ένγκελς μετέτρεψαν την ελευθερία σε σημαία της παγκόσμιας καταπίεσης.

6

Η αντίθεση μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου επισκίασε το διαχωρισμό που εισήγαγε η εργασία στο ατομικό σώμα: το κεφάλι, που αποτελεί το κέντρο της συνείδησης των επιθυμιών, ανεγείρεται ως το επίκεντρο ενός Νου που έχει παραδωθεί στην καταστολή της λιμπιντικής ουσίας και της επίπονης εκμετάλλευσής της.

7

Η ιδέα ότι ένα κόμμα θα μπορούσε ν’ αποτελέσει την «αιχμή του δόρατος του προλεταριάτου» αναπαρήγαγε στο προλεταριάτο την ιεραρχία που οι αφύσικες λειτουργίες της εργασίας καθιέρωσαν στον σκεπτόμενο εγκέφαλο – το «αφεντικό»- και στο υπόλοιπο σώμα. Τελικά ενίσχυσε μια θέληση για εξουσία ήδη ευνοούμενη από τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της οικονομίας η οποία, όχι μόνο δεν ξεπέρασε τον προσαρμοστικό και επιθετικό χαρακτήρα του ζωϊκού βασιλείου, αλλά το κοινωνικοποίησε, παρεμποδίζοντας έτσι την ανθρώπινη εξέλιξη και καταστέλλοντας τη δημιουργία στα σύνορα της αυτοκρατορίας της, στο περιθώριο της τέχνης και του ονείρου.

8

Η οικονομική, πολιτική και κοινωνική ιστορία έχει αποδείξει πως η μαρξιστική θεωρία είχε δίκιο σε δύο βασικά σημεία: στο μαρασμό του κράτους και στην τάση του ποσοστού κέρδους να μειώνεται.

α) Έχοντας το κράτος καταπιεί ιδιωτικό Κεφάλαιο τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, επανήλθε σε χειρότερη κατάσταση, εντός της οποίας δεν μπορεί πλέον να βρει μια λύση.

β) Η εκμετάλλευση της ανθρώπινης φύσης και του περιβάλλοντος εξαπλώθηκαν σε σημείο που η εξάντληση των πόρων της Γης έχει εξαντλήσει και την κερδοφορία της. Η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει, οδηγεί τελικά σήμερα σ’ ένα κλειστό κύκλωμα χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας. Το τελευταίο, επενδυόμενο όλο και λιγότερο στην παραγωγή, εμμένει στην υπολειμματική κερδοφορία του τριτογενούς τομέα – ο οποίος κυριαρχείται από μια αδίστακτη γραφειοκρατία που καθοδηγείται από το κέρδος – εις βάρος του πρωτογενούς τομέα (γεωργία, εκπαίδευση, κλωστοϋφαντουργία, μεταλλουργία, κλπ), η καταστροφή του οποίου απαιτεί την παρέμβαση ενός οικολογικού νεο-καπιταλισμού.

9

Kατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων, η Ιστορία επιταχύνεται διαρκώς. Το 1789 σηματοδότησε το τέλος της κυριαρχίας της γεωργικής οικονομίας. Η καθιέρωση του ελεύθερου εμπορίου προπαγάνδισε το δημοκρατικό πνεύμα, ενώ η άνοδος της βιομηχανίας ενδυνάμωσε το αυταρχικό πνεύμα, φυσικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης της παραγωγής, που θα κορυφωνόταν από τον κρατικό συγκεντρωτισμό, φασιστικής και μπολσεβίκικης μορφής.

Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, η σημασία του παραγωγικού τομέα μειώθηκε για χάρη του καταναλωτικού τομέα, ο οποίος προσέφερε την καλύτερη εγγύηση κερδοφορίας. Η απο-αποικιοποίηση εισέρχεται πολύ ευκολότερα στη διαδικασία του οικονομικού μετασχηματισμού απ’ τη στιγμή που η νέα επιταγή «δεν έχει σημασία τί αγοράζεις, απλά αγόραζε!» επιβλέπει μια νέα μορφή αποικιοποίησης των μαζών στις βιομηχανοποιημένες χώρες.

Ο ποσοτικός πληθωρισμός των προϊόντων προς κατανάλωση οδηγεί σε πτώση την ποιότητα των αγαθών, σε υποβάθμιση της αξίας χρήσης, σταδιακή εγκατάλειψη του πρωτογενούς τομέα για χάρη του τριτογενούς, ο οποίος κυριαρχείται από μια παρασιτική και αδίστακτα καθοδηγούμενη από το κέρδος γραφειοκρατία. Πάνω απ’ όλα, ο δεσποτισμός του κέρδους με κάθε κόστος σημαίνει ότι η απειλή μιας παγκόσμιας καταστροφής βαραίνει τον άνθρωπο και τη φύση.

Στο βαθμό που υπάκουσε, όπως οι προκάτοχοί της, σε έναν οικονομικό ντετερμινισμό, η επανάσταση του Μάη του ’68 αναδεικνύει την ανάγκη για μετασχηματισμό του εμπορευματικού συστήματος που, στην κρίση του, ανακάλυψε μια νέα πηγή κερδοφορίας στην ανασυγκρότηση του φυσικού περιβάλλοντος που κατέστρεψε ο, από τότε, αρχαϊκός καπιταλισμός, ο τόσο κυρίαρχος που εξακολουθεί να βρίσκεται μαζί μας. Σηματοδότησε τη σταδιακή εξαφάνιση των πολιτικών ιδεολογιών και την ανάδυση άλλων που ήταν περισσότερο άμεσα επικεντρωμένες στην καθημερινή ζωή: τον ηδονισμό, την ηθική κατανάλωση, τον ανθρωπισμό και τον περιβαλλοντισμό.

10

Από την άλλη, η επανάσταση του 1968 έχει ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό: ήταν η πρώτη που είχε συνείδηση ​​του γεγονότος ότι, περιορίζοντας τον εαυτό τους στην εργασία για νέες μορφές της οικονομίας, οι επαναστάτες ενεργούν σε αντίθεση με τις ανθρώπινες στοχεύσεις, που είναι το να ζήσουν καλύτερα και όχι να θάψουν τους εαυτούς τους πιο βαθιά μέσα στο σύστημα της επιβίωσης, που μετατρέπει τις επιθυμίες σε εμπορικές αξίες. Αν ο κόσμος έχει αλλάξει περισσότερο μέσα σε λίγα χρόνια από ότι σε πολλές χιλιετίες, είναι γιατί το 1968 άρχισε ν’ αλλάζει τα θεμέλιά του.

11

Kαθώς ο νεο-καπιταλισμός πρέπει τώρα να επιβάλλει τον εαυτό του απέναντι στη βαρβαρότητα ενός καπιταλισμού, του οποίου η αγωνιώδης κερδοφορία περιλαμβάνει και την αγωνία για την τύχη της Γης, οι συνθήκες ενθαρρύνουν την καθιέρωσή του μέσω μιας ηθικής. Όμως, το ίδιο ισχύει και για την ανθρωπιστική ηθική, όπως για την ελευθερία της σκέψης και της δράσης, τα οποία οι δημοκρατικοί θεσμοί επίσημα εγγυώνται: προσποιείται ότι προστατεύει απέναντι στην προσοδοφόρα απανθρωπιά, τη ρύπανση, τη διαφθορά και την μαφία των επιχειρήσεων, αλλά μειώνει σε ηθελημένη αφαίρεση τη θέληση για ζωή που μόνο η απόλαυση του εαυτού και του κόσμου είναι ικανή να θέσει ως θεμέλιο για τη δημιουργία της ατομικής μοίρας και του περιβάλλοντός της.

12

Αν για να είναι κανείς ριζοσπαστικός, όπως έγραψε ο Μαρξ, θα πρέπει «να κατανοήσει τη ρίζα του προβλήματος. Αλλά, για τον άνθρωπο, η ρίζα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος», τότε είναι η ώρα για τον καθένα, να συλλάβει τον εαυτό του ως το κέντρο της μάχης της οποίας το καθημερινό αποτέλεσμα επηρεάζει σημαντικά – προς την κατεύθυνση της ζωής ή της παραιτημένης νοσηρότητας – την έκβαση των γεγονότων παγκοσμίως. Aυτή η σύγκρουση είναι η ρίζα στην οποία πρέπει να αναφέρονται όλα όσα συμβαίνουν στο όνομα της οικονομίας, της κοινωνίας, της ηθικής και της ανθρωπότητας

13

Κάθε αξία χρήσης που δεν είναι μέρος του σχεδίου της απόλαυσης του εαυτού και κόσμου μέσω της δημιουργίας του εαυτού και του κόσμου, συμμετέχει στο αλλοτριωτικό εμπορευματικό σύστημα.

14

Δεν είναι πια αρκετό η διάνοια να βασίζεται σε μια εποχή με στόχο να την αλλάξει. Από τώρα και στο εξής το σώμα πρέπει να αποκτήσει συνείδηση της θέλησής του για ζωή και του περιβάλλοντός του σαν ένα έδαφος που πρέπει να απελευθερωθεί με στόχο να καθιερώσει την κυριαρχία της ζωής.

 

Mετάφαση στα ελληνικά από eagainst.com/μεταφραστική ομάδα

Μετάφραση στα αγγλικά από Alastair Hemmens. Πηγή

[Vaneigem, Raoul. Postface: “Observations sur le Manifeste”. Manifeste du Parti Communiste par Karl Marx et Friedrich Engels. Paris: Mille et une nuits, 1994.]

Το Καταστασιακό Ιδεώδες

του Υβ Λε Μανάκ

Στο ξεκίνημα της, η Καταστασιακή Διεθνής απαρτιζόταν από καλλιτέχνες που προέρχονταν από την μεταπολεμική ευρωπαική πρωτοπορία: την ομάδα Cobra, τους Λετριστές, που κι αυτοί είχαν επηρεαστεί από παλαιότερα ρεύματα των αρχών του 20ού αιώνα (Νταντά, υπερρεαλιστές, φουτουριστές κλπ). Εκείνα τα διαφορετικά παλαιότερα κινήματα δεν είχαν μείνει ανεπηρέαστα από πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής τους (τον μαρξισμό, τη ρωσική επανάσταση κτλ.) και συχνά επαναφομοιώνονταν από αυτά. Όσοι γλίτωναν από την πολιτική επαναφομοίωση, επέστρεφαν και πάλι σε μια τέχνη, στην απαξίωση της οποίας είχαν και οι ίδιοι συνεισφέρει, και η οποία, μή μπορώντας να δώσει πλέον νόημα στη ζωή τους, μετασχηματίστηκε σε συντεχνιακή πρακτική και ιδεολογία.

Από την δική τους πλευρά, οι καταστασιακοί ήθελαν να ζήσουν την τέχνη, όχι απλά σαν μια μαρτυρία του αστικού ανθρωπισμού, αλλά σαν την ίδια τη μορφή αυτού του ανθρωπισμού. Δεν ήθελαν πλέον να παράγουν απλώς έργα τέχνης που εκθειάζουν τις νίκες της κυρίαρχης τάξης (ή του προλεταριάτου) αλλά να πράξουν έσι ώστε ο καλλιτέχνης, με την προσωπική του στάση, να μετέχει στη δημιουργική πράξη. Αυτό ακριβώς εξέφρασαν ως θέληση πραγμάτωσης και συνεπώς κατάργησης της τέχνης.

Βέβαια, ούτε οι καταστασιακοί έμειναν ανεπηρέαστοι από την εποχή τους. Ωστόσο υπήρξαν έντιμοι, και αυτό μαρτυρά το γεγονός ότι οι αναζητήσεις τους ξέφυγαν εν μέρει από τις ιδεολογικές επιρροές. Πράγματι, ως καλλιτέχνες καταπιάστηκαν ειλικρινά με το ξεπέρασμα της τέχνης και προώθησαν νέα πειραματικά εργαλεία: την μεταστροφή, την κατασκευή καταστάσεων, την κριτική της καθημερινής ζωής. «Δεν υπάρχει ελευθερία στη χρήση του χρόνου χωρίς την κατοχή των σύγχρονων εργαλείων κατασκευής της καθημερινής ζωής. Η χρήση τέτοιων εργαλείων θα σημαδέψει το άλμα από μια ουτοπική επαναστατική τέχνη σε μια πειραματική επαναστατική τέχνη» (Γκυ Ντεμπόρ, Internationale Siatuationniste, τχ.6)

Όπως οι κλασσικοί καλλιτέχνες εξερευνούσαν την αδρανή ύλη με τη βοήθεια πινέλων ή του σκαρπέλου, οι καταστασιακοί, οπλισμένοι με καινούργια εργαλεία, εξερεύνησαν το νέο υλικό τους την καθημερινή ζωή. «Η καθημερινή ζωή είναι το μέτρο των πάντων: της ολοκλήρωσης ή της μη ολοκλήρωσης των ανθρώπινων σχέσεων, της χρήσης του βιωμένου χρόνου, των ερευνών της τέχνης, της επαναστατικής πολιτικής» (Γκυ Ντεμπόρ).

Απέναντι σε καλλιτέχνες που δεν είχαν καταφέρει να βρουν το δρόμο για ν’αποφεύγουν τις παγίδες των ιδεολογιών ή του κορπορατισμού, η κριτική της καθημερινής ζωής έγινε μια στρατηγική τοποθέτηση: «Η καθημερινή ζωή είναι το σύνορο ανάμεσα στον κυριαρχούμενο και τον μη κυριαρχούμενο τομέα της ζωής, δηλαδή ο τόπους του τυχαίου-διακυβευόμενου».

Οι καταστασιακοί εισέδυσαν στον ιστό της πόλης, τον προκάλεσαν και δοκίμασαν εκεί νέες πειραματικές σχέσεις. Δεν το έκαναν στο όνομα ιδεολογικών προκαταλήψεων αλλά ελεύθερα με μια αυστηρότητα σχεδόν επιστημονική. Η Καταστασιακή Διεθνής ήταν αξιόλογη επειδή ήταν η μοναδική ομάδα καλλιτεχνών που προσπάθησαν να συγκρουστούν συστηματικά με την ιδεολογική δομή της αστικής κοινωνίας. «Θέλουμε ν’ απαλλοτριώσουμε τους θεσμούς που γονατίζουν τους ανθρώπους, ν’ απαλλοτριώσουμε τα εργαλεία παραγωγής εξαρτημένων ανακλαστικών τα οποία διαθέτουν αυτοί οι θεσμοί. Γα την απελευθέρωση των φυλακισμένων ονείρων μας, δεν υπάρχει πράγματι καμμιά άλλη δυνατότητα από το να ιδιοποιηθούμε για λογαριασμό μας τους παράγοντες που μας διαμορφώνουν» (Ουβε Λάουζεν).

Ενώ τ’ απομεινάρια των παλαιών πρωτοποριών είχαν πλέον περιοριστεί σε μια επαναναληπτική και άψυχη πρακτική, το πρώτο καταστασιακό κύμα αποστασιοποιήθηκε από τα κλασσικά εργαλεία και στηρίγματα της τέχνης κι έφθασε ως την κριτική της πολεοδομίας. «Δεν κατοικούμε στη συνοικία κάποιας πόλης αλλά στην εξουσία. Κατοικούμε κάπου μέσα στην ιεραρχία» (Κοτάνυι και Βάνεγκεμ). «Η πολεοδομά είναι η πληρέστερη συγκεκριμένη πραγμάτωση ενός εφιάλτη» (Βάνεγκεμ). «Όλος ο χώρος έχει πλέον καταληφθεί από τον εχθρό, ο οποίος καθυπόταξε για λογαριασμό του ακόμα και τους στοιχειωδέστερους κανόνες του χώρου (πέρα από την νομοθεσία, την γεωμετρία). Η στιγμή εμφάνισης της αυθεντικής πλεοδομίας θα έρθει όταν, μέσα σε ορισμένες ζώνες καταγγείλουμε βροντερά το κενό αυτής της καθυπόταξης. Αυτό που ονομάζουμε «κατάσταση» αρχιζει από εκεί. Μπορούμε να την κατανοήσουμε με τη βοήθεια της έννοιας «θετική οπή», την οποία έφτιαξε η σύγχρονη Φυσική. Το να υλοποιήσουμε την ελευθερία, σημαίνει πρώτα απ’ όλα ν’ απαλλοτριώσουμε μερικά κομμάτια από την επιφάνεια του υποταγμένου πλανήτη» (Βάνεγκεμ).

Αυτή η εμμονή τους με την ποιότητα του χώρου, τούς οδήγησε στα όρια της κριτικής του δικαίου, των οφθαλμαπατών του και των νομικών κενών του. «Συναντάμε την έννοια «πατρίδα» στα βιβλία της ιστορίας. Λόγια τέτοιου είδους είναι φορτισμένα με την υπόσχεση ότι υπάρχει κάπου, σε μια γεωγραφική σχέση, μια αντιστοιχία ανάμεσα στην προσωπικότητα μας και ένα περιβάλλον. Τέτοια λόγια έχουν κινητοποιήσει τις σκέψεις και τα όνειρα. Η πατρίδα παρουσιαζόταν σαν ένας συλλογικός χώρος για τις ιδέες και τις πράξεις, σαν μια επαφή ανθρώπων μέσα σ’ ένα κοινοτικό έδαφος. Ειναι σαφές ότι σήμερα η πατρίδα μας βρίσκεται παντού. Ή, μάλλον, ακριβέστερα η πατρίδα μας δεν βρίσκεται πουθενά» (Ούβε Λάουζεν).

Ζώντας τις αντιφάσεις τους με ειλικρίνεια, οι καταστασιακοί δεν επεδίωξαν να καμωθούν πως είναι ελεύθεροι αλλά, αντίθετα, θέλησαν να δώσουν υλική μορφή στη δική τους έλλειψη ικανοποίησης ώστε να την καταγγείλουν. «Η πραγματικότητα από την οποία πρέπει να ξεκινάμε, είναι η έλλειψη ικανοποίησης» (Γκυ Ντεμπόρ, Σχετικά με το πέρασμα μερικών προσώπων δια μέσου μιας αρκετά σύντομης χρονικής ενότητας, 1959). Έτσι οδηγήθηκαν στη διατύπωση μιας αυθεντικής θεωρίας της έλλειψης ικανοποίησης: «Πράγματι, τα πάντα εξαρτώνται από το επίπεδο στο οποίο τολμάμε να θέσουμε αυτό το πρόβλημα: πώς ζούμε; πώς ικανοποιούμαστε; πώς δεν ικανοποιούμαστε;»

Η κριτική που έκαναν στην οργάνωση της ζωής, τούς οδήγησε σε μια κριτική του γλωσσικού συστήματος:  «Οι λέξεις δουλεύουν για λογαριασμό της κυρίαρχης οργάνωσης της ζωής». «Το πρόβλημα του γλωσσικού συστήματος βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των αγώνων για την κατάργηση ή την συντήρηση της παρούσας αλλοτρίωσης. Ειναι αδιαχώριστο από το σύνολο του πεδίου αυτών των αγώνων. Ζούμε μέσα στο γλωσσικό σύστημα όπως ζούμε μέσα στον μολυσμένο αέρα.» (Ντεμπόρ)

Η κριτική της οργάνωσης της ζωής και η κριτική της οργάνωσης του γλωσσικού συστήματος τούς οδήγησε να επανεξετάσουν το ίδιο το ζήτημα της οργάνωσης: «Δεν αμφισβητούμε ποτέ πραγματικά μια οργάνωση της ύπαρξης χωρίς ν’αμφισβητούμε και όλες τις μορφές γλωσσικού συστήματος που ανήκουν σε αυτήν». «Οι ομάδες που ψάχνουν να δημιουργήσουν μια επαναστατική οργάνωση νέου τύπου, συναντούν τη μεγαλύτερη δυσκολία στο έργο της εγκαθίδρυσης καινούργιων ανθρώπινων σχέσεων μέσα σε μια τέτοια οργάνωση» (Internationale Situationiste). «Είναι αδιανόητο μια οργάνωση που αντιπροσωπεύει την αμφισβήτηση όπως τη βιώνουν οι άνθρωποι , και η οποία ξέρει να τους μιλά, να παραμένει αδύναμη…»

Μέσα στην καταστασιακή προοπτική υπήρχαν οι προϋποθέσεις μιας επανάστασης του νοήματος που θα μπορούσε να αφορά όλες τις κοινωνικές κατηγορίες. Το σκάνδαλο δεν είχε να κάνει τόσο με την έλλειψη ικανοποίησης των φτωχών, όσο με την έλλειψη ικανοποίησης των πλούσιων. Πώς είναι δυνατόν τραπεζίτες, πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, άνθρωποι τόσο έξυπνοι να ζουν μια τόσο ποταπή καθημερινή ζωή;

Οι καταστασιακοί ανήγγειλαν τη θεωρία αυτής της έλλειψης ικανοποίησης αλλά δεν μπόρεσαν να περάσουν στην πράξη. Από τη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, τον Σεπτέβριο του 1960 χωρίστηκαν σε δύο τάσεις: μια καλλιτεχνική και μια προλεταριακή. Αυτή η διαίρεση έληξε με την Συνδιάσκεψη του Γκέντεμποργκ, τον Αυγουστο του 1961, που οδήγησε στον μαζικό εξοστρακισμό όλων των καλλιτεχνών κατά τους επόμενους μήνες.

Με επικεφαλής τους Γερμανούς της ομάδας Spur, οι καταστασιακοί της καλλιτεχνικής τάσης, που αμφισβητούσαν την επαναστατική ικανότητα του προλεταριάτου, τρομοκρατήθηκαν από τις συνέπειες ενός ξεπεράσματος της τέχνης, το οποίο έθετε υπό αμφισβήτηση την μίζερη ζωή τους ως καλλιτεχνών. Εγκατέλειψαν τα πειραματικά εργαλεία και ξαναγύρισαν στα πινέλα τους, στα σκαρπέλα και τα χάπενινγκς.

Έτσι, σ’ εκείνους που μετείχαν στην τάση που παρέμεινε και οι οποίοι αρνούνταν να παραμείνουν στο πλαίσιο μιας καλλιτεχνικής πρακτικής, την συντεχνιακή διάσταση της οποίας είχαν ξεγυμνώσει, έπεσε ο κλήρος να επεξεργαστούν την αυθεντική προοπτική των νέων εργαλείων τους, να εγκαθιδρύσουν νέες ανθρώπινες σχέσεις, τουλάχιστον μεταξύ τους. Ωστόσο, μόλις εσήμανε η ώρα να χτίσουν αυτήν την καινούργια οργάνωση, αποδείχθηκαν ανίκανοι για κάτι τέτοιο και το μόνο που κατάφεραν ήταν ν’ αλληλοσπαραχθούν.

Οι τελευταίοι καταστασιακοί δημιούργησαν μια νέα θεωρία, την θεωρία του θεάματος και επηρεασμένοι από την ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, εγκατέλειψαν τα πρωτότυπα εργαλεία τους για να κατέλθουν στις μάζες. Έτσι, κατάντησαν μια ακόμα αριστερίστικη οργάνωση. Από την στιγμή που έπαψαν ν’ ανιχνεύουν την δική τους έλλειψη ικανοποίησης, έπαψαν να είναι γνήσιοι, και οι δραστηριότητες τους σημαδεύτηκαν από την πιο ουσιαστική αστική έκφραση του διαχωρισμού: την αυτονόμηση της σκέψης.

Παγιδευμένοι μέσα στον μαρξιστικό ωφελιμισμό, διατήρησαν την καταστασιακή μορφή του περιοδικού τους και του λεξιλογίου τους, αλλά εγκατέλειψαν τα εργαλεία στα οποία όφειλαν την πρωτοτυπία τους και έτσι απώλεσαν την καταστασιακή αξιοπιστία τους. Η Καταστασιακή Διεθνής υπήρξε ο τόπος ενός λόγου, ο τόπος μιας αλήθειας, αλλά ποτέ δεν υπήρξε ο τόπος της κριτικής αυτού του λόγου κι αυτής της αλήθειας. Εκεί που άρχισαν οι αναμεταξύ τους διαφωνίες, εκεί που άρχιζε η ανθρώπινη ζωή, η Καταστασιακή Διεθνής έβαλε μπρος τις διαγραφές.

Μετάφραση:  Γ.Ιωαννίδης
Αναδημοσίευση από το έντυπο περιοδικό Νέα Κοινωνιολογία, τεύχος 46


Συντομο URL: http://wp.me/pyR3u-9LG