Εν αμφιβολία κατά του κατηγορουμένου

«Είναι αδύνατο να υπερασπιστείς τον εαυτό σου όταν δεν υπάρχει καλή θέληση» *

Θα μπορούσαν να γραφτούν εκατοντάδες νομικά παράπονα για την δίκη-παρωδία και την καταδίκη του Τάσου Θεοφίλου, ο οποίος φανταζόταν και ο ίδιος, λίγο πολύ, την κατάληξη της υπόθεσής του, αλλά περισσότερο ενδιαφέρει η πολιτική διάσταση του θέματος.

Οι δικαστές, σε μια προσπάθεια να ανταγωνιστούν τον έλληνα μεταμοντέρνο μπάτσο που ξέρει και να βασανίζει αλλά και να δουλεύει πίσω από ένα φορητό υπολογιστή προσπαθώντας να εντοπίσει τους κακοποιούς όπως στα αμερικάνικα b-movies, καταφέρνουν να ξεπερνούν τον εαυτό τους κάθε φορά που πέφτει στον ιστό τους κάποιος αναρχικός. Καταστρατηγώντας προκλητικότατα τόσο τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις όσο και την ποινική δικονομία που ρυθμίζει τους κανόνες διεξαγωγής μιας δίκης, προσδίδουν μια τόσο λούμπεν χυδαιότητα σ’ αυτό που κάνουν που δεν χρειάζεται να μπει κανείς στον κόπο να κάνει μια συζήτηση για τη φύση του Νόμου ως Μεγάλου Φρουρού της κυρίαρχης τάξης. Κάνουν τα πράγματα πιο απλά: καταργούν κάθε νομική εγγύηση που παρέχει ακόμα κι αυτό το δίκαιο που προφυλάσσει την τάξη που υπηρετούν, σα να έχουν χάσει κάθε ψυχραιμία, σα να πρόκειται για λυσσασμένους χωροφύλακες που υστεριάζουν, σα να μην ξέρουν καν νομικά.

Το πολιτικό συμπέρασμα είναι προφανές: στο βαθμό που η κοινωνία είναι αποκτηνωμένη και έχει παραδοθεί άνευ όρων, δεν ενδιαφέρει την εξουσία να κρατήσει τα προσχήματα και στο βαθμό που δεν τα κρατάει η κοινωνία αποκτηνώνεται ακόμα περισσότερο, εκφασιζόμενη σε κάθε διάσταση της δημόσιας ζωής.

Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων δικάζοντας τον Τάσο Θεοφίλου, ακολούθησε, συνειδητά ή ασυνείδητα – δεν έχει σημασία, αυτή την πορεία προς την χαμέρπεια, αγνοώντας όχι μόνο τη νομική επιστήμη αλλά και την κοινή λογική. Αλλά, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζονται από κάποιους, δεν αγνόησε το «λαϊκό αίσθημα», τουλάχιστον όχι αυτό της πλειοψηφίας, που είτε δεν νοιάζεται για το αν το σύστημα Δικαιοσύνης έχει καταντήσει κάτι που θυμίζει την Ιερά Εξέταση, είτε γουστάρει πολύ αυτόν ακριβώς το χαμερπή χαρακτήρα που έχει υιοθετήσει.

Οι δικαστές λοιπόν απήλλαξαν τον Τάσο Θεοφίλου από όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με «τρομοκρατία» και τον καταδίκασαν σαν έναν «απλό ποινικό εγκληματία».  Η απόφαση αυτή δεν θα μπορούσε παρά να έχει και μια παράλληλη, πολιτική, διάσταση. Οι δικαστές με τον ελιγμό τους αυτό προσπάθησαν:
α) Να δείξουν ότι είναι «αντικειμενικοί», ότι δεν ήταν αρνητικά προκατειλημμένοι, ότι «βασανίστηκαν» πριν αποφασίσουν.
β) Ότι οι πολιτικές απόψεις ενός αναρχικού συνδέονται άρρηκτα και σε κάθε περίπτωση με την «παραβατικότητα», ότι ένας αναρχικός είναι αναγκαστικά και «ποινικός»
γ) Να αποσυνδέσουν την Αναρχία ως πολιτική οπτική γωνία και άρα και τους αγώνες κάθε αναρχικού/αναρχικής ακόμα και από αυτό που η νομική επιστήμη ονομάζει «πολιτικό έγκλημα». Έτσι, αφενός υποβιβάζουν στα μάτια του κόσμου την Αναρχία σε κάτι σαν τη «μαφία», αφετέρου καλμάρουν και την (σχεδόν ακαδημαϊκή) γκρίνια κάποιων (συνήθως αριστερών) διανοούμενων του κώλου που ζητούν άλλη μεταχείριση για το «πολιτικό έγκλημα» από το «σκέτο έγκλημα», ξεχνώντας ότι υπάρχει από τη μία ο Νόμος της αστικής τάξης και από την άλλη η επανάσταση ως επιθυμία και ως προοπτική. (Άλλο πράγμα το ζήτημα αν η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία και η αντίστοιχη δικαστική πρακτική είναι ενδεικτική των ολοκληρωτικών τάσεων της νομοθετούσας τάξης).
δ)Να κάνουν τα χατίρια του Σαμαρά, του Δένδια και των τσόγλανων της Αντιτρομοκρατικής, αδιαφορώντας εντελώς για κάτι που διδάχτηκαν στο πρώτο έτος και λεγόταν «διάκριση εξουσιών».

Το θέμα είναι ότι με αφορμή την δίκη του Θεοφίλου, το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί, εκτός των προφανών, είναι ότι πλέον αποκρυσταλλώνεται και νομολογιακά η αναρχία σαν ένα «ιδιώνυμο», ούτε καν «πολιτικό», έγκλημα.

Ο αναρχικός χώρος δείχνει εντελώς αδύναμος να αντιδράσει σ’ αυτή την καταστολή που ναι μεν δεν είναι πρωτόγνωρη σε ένταση, αλλά έχει αρχίσει να αποκτά νέα ποιοτικά στοιχεία. Ακροβατεί σε μία κόντρα μεταξύ «κοινωνικής απεύθυνσης» (αλήθεια, πώς απευθύνεται κανείς σε μια τέτοια κοινωνία που κάθε άλλο παρά καλή θέληση έχει, αν όχι οργανώνοντας τον δικό του πολιτικό χώρο;) και «μηδενισμού» (λες και αυτός ο πόλεμος μπορεί να κερδηθεί μόνο από λίγους), χαροποιώντας ακόμα περισσότερο πολιτικούς, δικαστές και μπάτσους.

Δυστυχώς δεν αρκεί να εκπέμπει κανείς φως μέσα στο σκοτάδι για να ζήσει ελεύθερα και με αξιοπρέπεια.

*Φραντς Κάφκα – «Αμερική»

TassiosThita

Καμία κυβέρνηση δεν πολεμά τον φασισμό για να τον καταστρέψει

76899_4900800938213_1136956680_n

Η χθεσινή δολοφονία ενός αντιφασίστα δεν ήταν το πρώτο εγκλημα της Χ.Α. (ενδεικτικά μόνο υπενθυμίζουμε και κάποια από τα υπόλοιπα εγκλήματα των φασιστών). Το νέο στοιχείο είναι ότι οι νεοναζί για πρώτη φορά επιτέθηκαν σε έλληνα αντιφασίστα με σκοπό να τον σκοτώσουν. Και δυστυχώς τα κατάφεραν. Υπό την πίεση των γεγονότων ακούγονται πάλι φωνές για την θέση της νεοναζιστικής οργάνωσης εκτός νόμου. Δηλώσεις που όποιες προθέσεις κι αν έχουν πραγματικά, δεν φαίνεται να έχουν κανένα πολιτικό βάθος.
Ας δούμε γιατί:

α) Είναι τουλάχιστον αστείο να πιστεύει κανείς ότι η πιο αυταρχική και αντιλαϊκή κυβέρνηση που γνώρισε η Ελλάδα από τον καιρό της μεταπολίτευσης έχει την πολιτική βούληση να πράξει κάτι τέτοιο. Η Κυβέρνηση όχι μόνο δεν μπορεί και δεν θέλει να θέσει την Χ.Α. εκτός νόμου, αλλά, αντίθετα, όσο κι αν αυτή η προοπτική – σε μικροπολιτικό επίπεδο – υποτίθεται ότι θα βόλευε τα κόμματα που την απαρτίζουν (ή αυτά που θα μπορούσαν να συμμαχίσουν μελλοντικά σε μία Κυβέρνηση που θ’ αναλάβει να εφαρμόσει αντίστοιχες με τη σημερινή πολιτικές, δηλαδή, φτωχοποίηση με κάθε μέσο προς όφελος ελάχιστων και επιβολή της με ακραία καταστολή), επιθυμεί την ενδυνάμωσή της και την παγίωσή της ως «πολιτικού» παράγοντα. Η Χ.Α. είναι που, αντί γι’ αυτήν, υστεριάζει κατά των μεταναστών, που σπάει απεργίες, που στοχοποιεί κάθε είδους κοινωνικούς αγωνιστές, που λειτουργεί ως «φόβητρο», ως μια αυτόκλητη ακροδεξιά θεια δίκη… Η Κυβέρνηση μπορεί να χαζεύει τάχα αμήχανη μπροστά στα έργα και τις ημέρες των φασιστών.

β) Η Χ.Α. άμεσα ή έμμεσα (στην δεύτερη περίπτωση ως «σκεπτικό», ως «ιδεολογία») πατάει ήδη γερά μέσα στις τρεις (συνταγματικές) εξουσίες: Συμμετέχει στην Βουλή, επηρεάζει τις προτάσεις νόμων και τις κυβερνητικές πρακτικές, ελέγχει άτυπα την ΕΛ.ΑΣ. (είναι γνωστό ότι πάνω από το 50% των αστυνομικών την στηρίζει ανοιχτά – πράγμα που όχι μόνο δεντρέπεται να δείξει αλλά αντίθετα, με κάθε ευκαιρία το διαλαλεί), ασκεί έστω ψυχολογική πίεση σε δικαστές όταν π.χ. μηνύει αντιφασίστες ή όταν υποστηρίζει (με το 7 % τω ψήφων της…) όσους βιαιοπραγούν κατά μεταναστών κλπ. Μάλιστα, όσον αφορά τη Ν.Δ. η οποία είναι λίγο -πολύ η Κυβέρνηση, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι έχει σε θέσεις κλειδιά, σε Υπουργεία κλπ. ακροδεξιά στελέχη: Δένδιας, Α.Γεωργιάδης, Βορίδης, Φ.Κρανιδιώτης, υιός Πλεύρης κ.α. είναι οι άνθρωποι που δίνουν τον ειδικο χαρακτήρα που έχει η σημερινή θλιβερή κουστωδία του κυβερνώντος κόμματος. Κοντά σ’ αυτούς και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός που είναι γνωστός για τις ακροδεξιές θέσεις και τάσεις του διαχρονικά.

γ) Έχει αποκτήσει και αποκτά όλο και περισσότερο την υποστήριξη (με έμμεσες ή και πιο ευθείες αναφορές) δημσιογραφικών κύκλων και προβάλλεται από πολλά ΜΜΕ με διάφορους τρόπους («γιατί όχι σε συνεργασία με μια πιο σοβαρή Χ.Α.» κ.α.).

δ) Η θέση εκτός νόμου της Χ.Α., ακόμα κι αν, παρά ταπαραπάνω, μπορούσε να γίνει πραγματικότητα, θ’ άνοιγε μονομιάς το δρόμο για νομοθετική απαγόρευση αναρχικών και αριστερών οργανώσεων, στον βαθμό που δεν έχουν απαρνηθεί ρητά και «δια Καταστατικού» την ιδέα της επανάστασης. Το χαρτί των δύο άκρων είναι έτοιμο να παιχτεί και δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι θα παιχτεί, στην απίθανη περίπτωση που η εκφασισμένη Κυβέρνηση αποφάσιζε να προχωρήσει κατά της Χ.Α. με νομοθετικά μέτρα.

ε) Δεν είναι δυνατόν σε ένα τμήμα ελευθεριακών αγωνιστών να ζητάνε (ουσιαστικά : να πιστεύουν , να περιμένουν) ότι ο Νόμος θα λύσει ένα τόσο βαθύ και περίπλοκο πρόβλημα όπως αυτό του φασισμού. Ο ίδιος ο Buenaventura Durruti έλεγε ότι «Καμία κυβέρνηση δεν πολεμά τον φασισμό για να τον καταστρέψει. Όταν η αστική τάξη βλέπει ότι η εξουσία ξεγλιστρά από τα χέρια της, φέρνει τον φασισμό στο προσκήνιο προκειμένου να διατηρήσει τα προνόμιά της.» Και για όσους αντιφασίστες έχουν αλλεργία στα λόγια ενός επιφανούς αναρχικού, αρκεί να θυμίσουμε τα λόγια του Λένιν …» Φασισμός είναι ο καπιταλισμός σε παρακμή».

Αυτοί είναι οι κύριοι λόγοι που συνηγορούν στον χαρακτηρισμό των φωνών που ζητάνε τη νομοθετική απαγόρευση της Χ.Α. ως τουλάχιστον απλοϊκών.

Αμέσως ανακύπτει το ερώτημα τί μπορούμε να κάνουμε τότε με την Χ.Α. και τους νεοναζί τραμπούκους τους.

Οι απαντήσεις είναι πολλές και είναι περισσότερο ή λιγότερο συνειδητές σε κάθε αντιφασίστα. Η ίδια η κοινωνία αν πραγματικά απεχθάνεται τους φασίστες και τον φασισμό πρέπει ν’ αντιδράσει χωρίς να ποντάρει σε κυβερνητική βοήθεια, χωρίς να περιμένει ότι το πρόβλημα θα το λύσει ένας νόμος. Για παράδειγμα, τι εμποδίζει τους αντιφασίστες ν’ αποκλείσουν τα κεντρικά γραφεία της Χ.Α. παρεμποδίζοντας κάθε δραστηριότητά της; Ποιός μπορεί να σταματήσει την άμεση και έμπρακτη απαξίωση οποιουδήποτε υποστηρίζει με οποιοδήποτε τρόπο τους νεοναζί; Γιατί τους ανεχόμαστε στους χώρους εργασίας, στις πολυκατοικίες που μένουμε, στα σχολεία και τα πανεπστήμια, στα καφενεία, στους δρόμους; Κι αν κάποιος εμποδίσει τους αντιφασίστες, αν κάποιος εμποδίσει όλους εμάς από το αυτονόητο, που είναι ένα έμπρακτο, πολύπλευρο και εντελώς αποφασιστικό ‘Όχι», στο φασισμό, τότε, ας δούμε ποιός είναι αυτός που θα το κάνει και πώς, κι ας βγάλουμε στη συνέχεια τα συμπεράσματά μας για το αν υπάρχει πραγματικά «πολιτική βούληση από την πλευρά της Κυβέρνησης» για λύση στο πρόβλημα της νεοναζιστικής Χ.Α. ώστε να καταστρώσουμε κι εμείς τις πραγματικά αποτελεσματικές στρατηγικές στη μάχη εναντίον του φασισμού…

Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-cNp

Όλα είναι τρόμος

sakkas_is_free«Η σημερινή απόφαση του Συμβουλίου Εφετών είναι μια απάντηση σε όσους όλο αυτό το διάστημα υποστήριζαν ότι η Πολιτεία είχε συμφέρον στη συνέχιση της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου κ. Κώστα Σακκά στις φυλακές.[…] Το κράτος Δικαίου αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα της Δημοκρατίας και της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης. Αυτό είναι η πυξίδα μας και η αδιαπραγμάτευτη αρχή μας».

Μ’ αυτά τα λόγια του Υπουργού Δικαιοσύνης (και πρώην Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων) έκλεισε από πλευράς Κράτους η υπόθεση της απεργίας πείνας του Κώστα Σακκά. Ωραία λόγια και απόλυτα αναμενόμενα, βγαλμένα από κάποιο παλιό δελτίο ειδήσεων μιας εποχής που κοίμιζε τον κόσμο αφήνοντας την εντύπωση ότι «η δημοκρατία μας λειτουργεί». Λόγια απευθυνόμενα σε κουτούς ή σε κανένα, αφού η αλήθεια είναι ότι ακόμα και οι στοιχειωδώς υποψιασμένοι σύμμαχοι της Κυβέρνησης (βλ. σχετικές δηλώσεις ΠΑ.ΣΟ.Κ., ΔΗΜ.ΑΡ., Δράσης κλπ.) γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι μέθοδοι και τα μέσα επιβολής με τα οποία οι κυβερνώντες (σαν εκπρόσωποι μιας τάξης και μιας ομάδας συμφερόντων και όχι τόσο σαν μια παρέα πολιτικών που διοικεί την χώρα) κρατιούνται στην εξουσία, γίνονται κάθε μέρα όλο και πιο «πρωτοποριακά»…, σε βαθμό που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι εφηύραν ενός νέου τύπου «αντιπροσωπευτική δημοκρατία», η οποία αυτο-αμφισβητείται διαρκώς αλλά μονόπαντα: καταστρατηγώντας ή παραβιάζοντας ευθέως τις ίδιες τις θεμελιώδεις αρχές της, αυτό καθαυτό το νομικό πλέγμα που, ούτως ή άλλως είναι ένα οικοδόμημα προστασίας των εξουσιαζόντων και των κυρίαρχων τάξεων.

Φαίνεται πως η σήψη είναι τόσο βαθιά που όλοι τους τώρα τρέχουν να μαζέψουν τον «πολιτικό και το νομικό πολιτισμό τους» (όπως τόσο πολύ τους αρέσει να λένε για να χαϊδεύουν τα ίδια τους τα’ αυτιά), μετατρέποντάς τον με κάθε ευκαιρία και για κάθε ανάγκη της καθημερινότητας σε έναν «τυπικά νόμιμο τρόμο». Είναι φανερό ότι είναι σε ελεύθερη πτώση και μαζί μ’ αυτούς, σε ελεύθερη πτώση είναι και όλο το φαντεζί αλλά τζούφιο (από άποψη δημοκρατικότητας εκτός εισαγωγικών) σύστημα αξιών τους. Με τα πιο τηλεοπτικά ελληνικά επικοινωνείται εκ μέρους των κυβερνώντων και όσων αυτοί εκπροσωπούν μια διαρκής απειλή: όποιος δεν συμμορφωθεί διατρέχει τον άμεσο κίνδυνο να βρεθεί αντιμέτωπος με ένα λυσσασμένο κράτος που συμπεριφέρεται αμείλικτα και ρεβανσιστικά σε όποιον/-α δεν δέχεται να απεμπολήσει κάθε ψήγμα αξιοπρέπειας.

Όλα λοιπόν είναι τρόμος. Και η υπόθεση Σακκά είναι μια καλή ευκαιρία να εξεταστεί αυτός ο μηχανισμός, αυτή η νέα μεθοδολογία της εξουσίας, σε μερικές διαστάσεις του.

Από πολιτική άποψη

Μετά από ένα καραμπινάτο νομικό σκάνδαλο (απόφαση προφυλάκισης πολίτη για 36 μήνες – στο νομικό κομμάτι της υπόθεσης θα επανέλθουμε παρακάτω), εκδίδεται από το Συμβούλιο Εφετών η απόφαση αποφυλάκισης του αναρχικού απεργού πείνας Κώστα Σακκά, αντικαθιστώντας την προσωρινή κράτηση με τους ακόλουθους περιοριστικούς όρους: απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, υποχρεωτική εμφάνισης κάθε Δευτέρα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του, υποχρεωτική διαμονή στην οικία που έχει δηλώσει ως κατοικία του, απαγόρευση οποιασδήποτε επαφής και επικοινωνίας με συγκατηγορουμένους του στην υπόθεση της οργάνωσης «Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς», καταβολή χρηματικής εγγύησης 30 χιλιάδων ευρώ και απαγόρευση μετακίνησης εκτός του νομού Αττικής.

Το αίτημα αποφυλάκισης γίνεται δεκτό λόγω της κρίσιμης κατάστασης της υγείας στην οποία περιήλθε ο Σακκάς, αφού πριν από λίγες μέρες είχαν απορριφθεί οι Αντιρρήσεις που προέβαλε κατά της νομιμότητας της διάταξης με την οποία η προσωρινή του κράτηση παρατεινόταν για 6 μήνες ακόμα, φτάνοντας τους 36.

Οι πραγματικές πολιτικές διαστάσεις της απόφασης αποφυλάκισης του συντρόφου μας είναι οι εξής:

α) Εκτελεστική εξουσία (Κυβέρνηση) και Δικαστική εξουσία, φοβήθηκαν το ενδεχόμενο ενός δεύτερου Δεκέμβρη 2008 μέσα στον Ιούλιο. Προσπάθησαν όσο μπορούσαν, να φτάσουν τα πράγματα στα άκρα και να δοκιμάσουν τις αντοχές του α/α χώρου (αλλά και της υπόλοιπης κοινωνίας στον βαθμό που δεν κοιμάται τον ύπνο του Δικαίου…). Όταν πιθανολόγησαν ότι η κατάσταση ενδεχομένως να ξεφύγει από τα χέρια τους αν δολοφονούσαν τον Σακκά, αποφάσισαν (αργά και βασανιστικά, αναβάλλοντας την έκδοση του σχετικού βουλεύματος από μέρα σε μέρα, σα να μην υπήρχε άμεσος κίνδυνος για τη ζωή του Σακκά), να διατυμπανίσουν την ανθρωπιά της Ελληνικής Δικαιοσύνης, αποφυλακίζοντάς τον λόγω προβλημάτων υγείας εξαιτίας της απεργίας πείνας και όχι επειδή είχαν παραβιάσει κατάφορα κάθε σχετική συνταγματική διάταξη αλλά και τις αντίστοιχες του Κώδικα Ποινική Δικονομίας.

β) Εκτελεστική εξουσία (Κυβέρνηση) και Δικαστική εξουσία, φοβήθηκαν το ενδεχόμενο ο τυχόν θάνατος του Σακκά να αποτελέσει ένα ακόμα λόγο ήττας στις εκλογές που φαίνεται ότι προετοιμάζουν για το φθινόπωρο. Η Αριστερά (η οποία αρκέστηκε σε νερόβραστες καθωσπρεπίστικες δηλώσεις, εστιάζοντας στο ανθρωπιστικό ή στο νομικό κομμάτι της υπόθεσης και όχι στο πολιτικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς του Κράτους απέναντι στο συγκεκριμένο κατηγορούμενο), θα έσπευδε με ιδιαίτερη χαρά να βρωντοφωνάξει πάνω από το πτώμα του συντρόφου μας ότι «η Μνημονιακή Κυβέρνηση και η Τρόικα δολοφονούν και εμείς σας τα λέγαμε, παραβιάσατε τους νόμους και σκοτώσατε ένα άμυαλο παιδί» κλπ., προκειμένου να μαζέψει απ’ όπου θα μπορούσε μερικές ψήφους παραπάνω (η Αριστερά, η οποία εν προκειμένω, ψέλλισε ένα δυο κονσερβαρισμένα λόγια, καλά θα κάνει να σταματήσει την προσπάθεια να περάσει την αποφυλάκιση Σακκά ως δική της επιτυχία – αποφυλάκιση η οποία οφείλεται μόνο στο θάρρος του ίδιου και την υποστήριξη που είχε από τους αλληλέγγυους συντρόφους του που αντιμετωπίστηκαν ως εγκληματίες επειδή τόλμησαν να του συμπαρασταθούν).

γ) Εκτελεστική εξουσία (Κυβέρνηση) και Δικαστική εξουσία, πίστεψαν ότι θα καθησυχάσουν τόσο την κοινωνία που είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι κάτι βρωμάει στην υπόθεση αυτή, όσο και τον ίδιο τον α/α χώρο σε κάποιο βαθμό. Ταυτόχρονα, γελώντας κάτω από τα μουστάκια τους και με την έπαρση που χαρακτηρίζει τους δικαστές που πάντα νομίζουν ότι είναι πιο έξυπνοι από τον λαουτζίκο, επιβάλλουν τους προαναφερόμενους όρους, επιτυγχάνοντας:

-την αποποίηση της ευθύνης του θανάτου του Σακκά σε περίπτωση που αυτός αρνούνταν να καταβάλει το υπέρογκο ποσό της εγγύησης ή, ακόμα χειρότερα, την μετακύλιση της ευθύνης του θανάτου στους αλληλέγγυους συντρόφους του, στην περίπτωση που αυτός αρνούνταν να διακόψει την απεργία πείνας έως ότου καταβληθεί το ποσό της εγγύησης. Όλα κανονίστηκαν υπέροχα. Οι αλληλέγγυοι σύντροφοι θα μαζέψουν με εράνους και συναυλίες ένα εντελώς παράνομα επιβληθέν υπέρογκο ποσό για το αγαπημένο τους Κράτος, διαφορετικά θα πάρουν αυτοί το κρίμα στο λαιμό τους, είτε για την μη αποφυλάκιση τους συντρόφου τους είτε για το ενδεχόμενο θανάτου του και Κυβέρνηση και Δικαστές θα έβγαιναν λάδι στα μάτια όλων των υπόλοιπων που αρνήθηκαν από αφέλεια ή εσκεμμένα να μιλήσουν για την πολιτική διάσταση της υπόθεσης, εμμένοντας σε ανθρωπιστικά λογίδρια.

-την κατατρομοκράτηση όλης της κοινωνίας και το «σπάσιμο του τσαμπουκά» του α/α χώρου, θυμίζοντας ότι ούτε τους δικούς τους νόμους υπολογίζουν, ότι είναι ικανοί να σκοτώσουν ή να βασανίσουν με παράνομες κρατήσεις, ότι ακόμα και όταν δείχνουν το ανθρωπιστικό τους πρόσωπο, η σε αναμονή της εκδίκασης της υπόθεσης του κάθε απολυμένου που προφυλακίστηκε, ελευθερία, θα θυμίζει με τρόπο εμφατικό την παντοδυναμία του Κράτους πάνω σε σώμα και πνεύμα κάθε υπόδικου. Η απαγόρευση επικοινωνίας με τους συγκατηγορουμένους (όταν αυτή μπορεί να γίνει άνετα στα πλαίσια της δίκης ή δια μέσω των συνηγόρων υπεράσπισης που έχουν τη νομική υποχρέωση να κάνουν το καλύτερο δυνατό για τους εντολείς τους), η απαγόρευση εξόδου από το νομό Αττικής τη στιγμή που υπάρχει και η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και μάλιστα τη στιγμή που κάθε επτά μέρες ο κατηγορούμενος πρέπει να εμφανίζεται στο τμήμα βασανιστηρίων της περιοχής του (λες και θεωρούν την εκτός Αττικής Ελλάδα άλλη χώρα – και μακάρι να ήταν να πηγαίναμε κι εμείς), είναι κινήσεις συμβολικές με σκοπό να τσακίσουν με το γάντι, το αγωνιστικό φρόνημα (υπαρκτό ή εκκολαπτόμενο) κάποιων.

Από νομική άποψη

Ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά για το νομικό κομμάτι της υπόθεσης. Το γεγονός ότι ο α/α χώρος δεν αναγνωρίζει κάποιου είδους ηθική ή κοινωνική «νομιμοποίηση» στο δίκαιο της αστικής «δημοκρατίας», δεν σημαίνει ότι η νομική προσέγγιση της υπόθεσης είναι χωρίς αξία αφού, αφ’ ενός είναι σημαντικό να καταδειχτεί σε όλους εκτός του α/α χώρου ότι η ίδια η αστική «Δικαιοσύνη» κάθε άλλο παρά τυφλή είναι, μην διστάζοντας να αυτοαναιρείται οποτεδήποτε έρχεται αντιμέτωπη με όποιον θεωρεί απειλή για αυτήν (δικαιώνοντας έτσι ακριβώς την αναρχική αντίληψη ότι ο Νόμος είναι ο μηχανισμός συντήρησης της εξουσίας από τις κυρίαρχες τάξεις σε έναν κόσμο κεντρικά/κρατικά οργανωμένης και συστηματοποιημένης εκμετάλλευσης) και, αφ’ ετέρου επειδή μέσα από αυτή την προσέγγιση θα γίνει ακόμα πιο κατανοητό το γεγονός ότι ο αντίπαλος είναι πιο φοβισμένος από ποτέ, ενεργεί σπασμωδικά και ασυντόνιστα, δημιουργώντας ρήγματα ακόμα και μέσα στους κόλπους του. Η αυτοαναίρεση της «νομιμότητας» της εξουσίας, στο βαθμό που παίρνει ακραίες διαστάσεις όπως σήμερα, δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε πλήρη συντριβή της με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφού δημιουργεί μια κατάσταση που εκ των πραγμάτων δεν ξέρει να (δια)χειρίζεται, ενώ ταυτόχρονα δυσαρεστεί, στον ένα ή τον άλλο βαθμό και για διαφορετικούς λόγους ίσως, αλλά πάντως δυσαρεστεί, πρώην συμμάχους της (όπως κομμάτια της μεσαίας τάξης, φιλελεύθερους ή και ακόμα και διαπλεκόμενους που αισθάνονται ανασφάλεια μπροστά στη νέα, εντελώς απρόβλεπτη και έκρυθμη κατάσταση).

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.4 του ισχύοντος Συντάγματος: «Νόμος ορίζει το ανώτατο όριο διάρκειας της προφυλάκισης, που δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος στα κακουργήματα και τους έξι μήνες στα πλημμελήματα. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις τα ανώτατα αυτά όρια μπορούν να παραταθούν για έξι και τρεις μήνες, αντίστοιχα, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου. Απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων της προφυλάκισης με τη διαδοχική επιβολή του μέτρου αυτού για επί μέρους πράξεις της ίδιας υπόθεσης.».

Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 288 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας: «1. Όταν το έγκλημα για το οποίο διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση συρρέει κατ’ ιδέαν με άλλο έγκλημα ή αν το έγκλημα τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση, η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 287 υπολογίζεται από τότε που για πρώτη φορά κρατήθηκε ο κατηγορούμενος είτε για ένα από τα εγκλήματα που συρρέουν κατ’ ιδέαν είτε για μία από τις μερικότερες πράξεις που απαρτίζουν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα. 2. Από την επιβολή της προσωρινής κράτησης έως την έκδοση οριστικής απόφασης δεν μπορεί να διαταχθεί νέα προσωρινή κράτηση του ίδιου κατηγορουμένου για άλλη πράξη για την οποία, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, ήταν δυνατό να ασκηθεί ποινική δίωξη ή να απαγγελθεί κατηγορία, ταυτόχρονα με την ποινική δίωξη συνεπεία της οποίας επιβλήθηκε η προηγούμενη προσωρινή κράτηση ή μέσα σε εύλογο διάστημα από αυτήν. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να διαταχθεί νέα προσωρινή κράτηση για άλλη πράξη, αν η ποινική δίωξη γι’ αυτήν δεν μπορούσε να ασκηθεί παρά μόνο στους τρεις τελευταίους μήνες πριν από την πάροδο του χρονικού ορίου της διάρκειας της προηγούμενης προσωρινής κράτησης ή την τυχόν απόλυση του κρατουμένου. Στην περίπτωση αυτή η νέα προσωρινή κράτηση δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από ένα έτος και δεν παρατείνεται.».

Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων της προσωρινής κράτησης με τη διαδοχική επιβολή του μέτρου αυτού για επιμέρους πράξεις της ίδιας υπόθεσης, οπότε η δεύτερη προσωρινή κράτηση συνιστά παραβίαση θεμελιωδών ποινικών και δικονομικών διατάξεων, καθώς μεγεθύνει το μέγιστο επιτρεπόμενο του ανώτατου χρόνου προσωρινής κράτησης – δικαστική πρακτική που συνιστά ευθεία παραβίαση της θεμελιώδους αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, αφού η προσωρινή κράτηση αποτελεί έσχατο δικονομικό μέτρο με σκοπό την εξασφάλιση της εμφάνισης του κατηγορουμένου ενώπιον των δικαστικών αρχών και δεν πρέπει να θίγει την προσωπικότητα του κατηγορούμενου.

Είναι δηλαδή προφανές ότι η προσωρινή κράτηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να διαρκέσει πάνω από 18 μήνες. Ακόμα όμως και με την αμφίβολης συνταγματικότητας διάταξη του άρθρου 288ΚΠΔ, παρ. 2 εδ. β΄και γ΄ (η οποία τέθηκε στο άρθρο το 1996), ισχύουν τα εξής:

Σε περίπτωση συρροής περισσότερων εγκλημάτων (καλύτερα: κατηγοριών για τέλεση διαφορετικών αξιόποινων πράξεων), αν το έγκλημα για το οποίο επιβλήθηκε η προσωρινή κράτηση τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση ή αν συρρέει κατ’ ιδέαν [1] με άλλο έγκλημα, η διάρκεια της προσωρινής κράτησης υπολογίζεται από τότε που για πρώτη φορά κρατήθηκε ο κατηγορούμενος (είτε για μια από τις μερικότερες πράξεις που στοιχειοθετούν το «κατ’ εξακολούθηση έγκλημα» είτε για μία από τις πράξεις που συρρέουν κατ’ ιδέαν). Άρα για αυτές τις δύο περιπτώσεις, αναγνωρίζεται η συνέκτιση της προσωρινής κράτησης που επιβλήθηκε με περισσότερα εντάλματα.

Σε περίπτωση αληθούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, δεν μπορεί να διαταχθεί νέα προσωρινή κράτηση για άλλη πράξη εκτός εάν η ποινική δίωξη για αυτήν την άλλη πράξη δεν μπορούσε ν’ ασκηθεί παρά μόνο εντός των τελευταίων τριών μηνών πριν την πάροδο του χρόνου διάρκειας της προηγούμενης προσωρινής κράτησης.

Συμπερασματικά προκύπτει ότι: Αν οι επιμέρους πράξεις για τις οποίες κατηγορείται κάποιος, εντάσσονται στην ίδια [2] υπόθεση, ανεξάρτητα από τη συρροή που τις συνδέει, το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης που μπορεί να επιβληθεί για τις πράξεις αυτές συνολικά, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους 18 μήνες.

Αν οι επιμέρους πράξεις δεν εμπίπτουν στην έννοια της «ίδιας υπόθεσης» αλλά πρόκειται για κατ’ ιδέαν συρροή εγκλημάτων  ή για κατά εξακολούθηση εγκλήματα και πάλι το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης που μπορεί να επιβληθεί δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους 18 μήνες.

Άρα, ακόμα και με το πιο συντηρητικό νομικό σκεπτικό και εξαιρετικά αμφίβολης συνταγματικότητας, δυνατότητα για υπέρβαση του 18μήνου υπάρχει μόνο εάν οι επί μέρους πράξεις βρίσκονται σε σχέση αληθινής πραγματικής συρροής. Αλλά και πάλι, αυτή η νέα προσωρινή κράτηση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από ένα έτος και δεν παρατείνεται. Δηλαδή, ακόμα και με αυτό το σκεπτικό, αν το δεχτούμε ως ορθό και συνταγματικό και εφ’ όσον πράγματι συντρέχουν οι προϋποθέσεις (αληθινή πραγματική συρροή), η συνολική διάρκεια της προφυλάκισης δεν μπορεί να ξεπεράσει τους 30 μήνες.

Ο Σακκάς, ο οποίος προφυλακίστηκε την 4.12.2010, άρχισε απεργία πείνας την 4.6.2013, δηλαδή ακριβώς την πρώτη μέρα του 31ου μήνα της προσωρινής του κράτησης (προφανώς όχι αποδεχόμενος την συνδρομή των νομικών προϋποθέσεων, αλλά αποδεχόμενος την αναμενόμενη από κάθε αναρχικό δυσμενέστερη δυνατή αντιμετώπισή του από το κράτος). Από εκεί και πέρα, ο πολιτικός αγώνας του πήρε άλλο νόημα: να ξεμπροστιάσει ακριβώς την ασυνέπεια της αστικής «δικαιοσύνης» που ξεπέρασε σε φαντασία (και σε παρανομία) ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό , ακόμα και την πιο ακραία, αυστηρή και κατά την άποψή μας, αντισυνταγματική, νομική άποψη.

Είναι λοιπόν φανερό ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έγιναν απίστευτα νομικά όργια εναντίον του Κώστα Σακκά, όποιο σκεπτικό κι αν θελήσει να υιοθετήσει κανείς. Μάλιστα, ακούστηκαν και απόψεις που λίγο πολύ οδηγούσαν στο νομικό συμπέρασμα πως αν ένας κατηγορούμενος καθυστερήσει τη δίκη κάνοντας χρήση δικονομικών δικαιωμάτων του (π.χ. αίτηση εξαίρεσης δικαστών, μαρτύρων κλπ.), το Δικαστήριο δικαιούται να τον «τιμωρήσει» παραβιάζοντας τις αυξημένης τυπικής ισχύος δικονομικές διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 4 του ΣΥντάγματος. Αλλά έχουμε ανοσία πια. Και στην κακεντρέχεια και στην ηλιθιότητα.

Κάποιες τελευταίες, μη τρομαγμένες σκέψεις

Δεν μας εκπλήσσουν όλα αυτά. Εμείς ποτέ δεν περιμέναμε καμία «δίκαιη αντιμετώπιση» από ένα νομικό σύστημα που είναι φτιαγμένο για να εξυπηρετεί με νύχια και με δόντια τα κυρίαρχα στρώματα, τους εκμεταλλευτές, το πολιτικό τους προσωπικό και τα μαντρόσκυλά τους. Ειδικά σε περίοδο βαθιάς κρίσης του (ελληνικού) καπιταλισμού, όταν από την άλλη πλευρά χάνεται κάθε πρόσχημα, όταν κάποιοι πραγματικά καλοπροαίρετοι μένουν άναυδοι και αναρωτιούνται «μα πώς είναι δυνατόν να είναι κάποιος μέσα 31 μήνες και βάλε χωρίς να δικαστεί,  δεν υπάρχει δικαιοσύνη;» κλπ., μάλλον πολιτικά δικαιωμένοι αισθανόμαστε.

Δεν θεωρούμε ούτε ήττα ούτε νίκη την αποφυλάκιση του Κώστα Σακκά. Ό,τι κατάφερε το κατάφερε με την απίστευτη θέλησή του και με την ηθική βοήθεια τω αλληλέγγυων συντρόφων του. Μας αρκεί που θα είναι σύντομα καλά, έτοιμος να αγωνιστεί και πάλι για τις ιδέες του.

Το ποσό της εγγύησης των 30.000 ευρώ, που θα καταβληθεί με πραγματική αγάπη από τους αλληλέγγυους, δεν παύουμε να το θεωρούμε μία ακόμα ληστεία του λαϊκού εισοδήματος (όπως τόσες άλλες που πραγματοποιούνται μέσω των μέτρων λιτότητας) και, κυρίως, μια κίνηση ρεβανσισμού ενάντια στον α/α χώρο.

Αλλά καλό είναι να καταλάβουν όλοι, τόσο οι κυβερνώντες και οι φορείς κάθε θεσμισμένης (και μη…) εξουσίας όσο και όσοι στηρίζουν άλλους πολιτικούς χώρους, ότι δεν είμαστε ούτε ανόητοι, ούτε αμόρφωτοι, ούτε ανυποψίαστοι.

Η αλληλεγγύη θα συνεχίζει να είναι το όπλο του α/α χώρου, όσο κι αν προσπαθούν να τον χτυπήσουν ακριβώς μέσω αυτού του πολιτικού χαρακτηριστικού του. Και μέσω αυτής της αλληλεγγύης ο χώρος αυτός διογκώνεται καθημερινά, συγκινώντας όχι μόνο με τον συναισθηματικό, αλλά και με τον πολιτικό του λόγο, όλο και περισσότερους.

Σημείωση: Από εχθές 11/7, υπάρχει στο Κατειλημμένο Κοινωνικό Κέντρο Κ*ΒΟΞ κουτί οικονομικής ενίσχυσης, για την κάλυψη της εγγύησης αποφυλάκισης του συντρόφου Κ.Σακκά (υπενθυμίζεται ότι ο ίδιος αρνήθηκε την συγκέντρωση των χρημάτων μέσω τραπεζών) ενώ ήδη διοργανώνονται συλλογικές κουζίνες για την συγκέντρωση του ποσού της εγγύησης.

Παραπομπές στο κείμενο

1. Συρροή εγκλημάτων έχουμε όταν ο δράστης με μία ή περισσότερες πράξεις (ή παραλείψεις) τελεί περισσότερα από ένα εγκλήματα.  Η συρροή διακρίνεται σε αληθινή και σε κατ’ ιδέαν. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε όντως περισσότερα τους ενός αδικήματα, ενώ στη δεύτερη μόνο φαινομενικά υπάρχουν περισσότερα, αλλά τελικά ο δράστης θα τιμωρηθεί μόνο για ένα.

2. Για «ίδια» υπόθεση μιλάμε όταν η συμπεριφορά του δράστη για την οποία κατηγορείται εμφανίζει μια φυσική ενότητα που εντάσσεται σε ένα χωροχρονικά «εγκληματικό» σχέδιο.

 

«Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα»: μια επικαιροποίηση στο φως των νέων εξελίξεων

Με δεδομένο ότι το αρχικό κείμενο [«Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα (αυτοί θα έπρεπε να φοβούνται…)»] γράφτηκε πριν περίπου πέντε μήνες, είναι απαραίτητη μια επικαιροποίησή του που θα εστιάσει σε τρία κυρίως σημεία: α) Την παρούσα κατάσταση της διεθνούς, αλλά ιδιαίτερα της ελληνικής οικονομίας μετά την καταβολή της μεγάλης δόσης του Δεκέμβρη, η οποία έκανε πολλούς να μιλάνε για σταθεροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού, β) Τη σημασία των εξελίξεων στην Κύπρο τόσο για την Ελλάδα όσο και διεθνώς και γ) Τα καθήκοντα του κινήματος μέσα στο νέο πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται από τη συνεχή ένταση του κυβερνητικού αυταρχισμού και την απρόσκοπτη συνέχιση του προγράμματος της τρόικας.

Ι. Στο διεθνή και ιδίως στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν είχαμε τους τελευταίους μήνες καμία εξέλιξη που να επιτρέπει την αισιοδοξία του κεφαλαίου και των πολιτικών ελίτ ότι επίκειται μια διέξοδος από την κρίση.

Οι άνεργοι στην Ε.Ε. έφτασαν τα 26 εκατομμύρια (10,9 %) εκ των οποίων τα 19 εκ. στην Ευρωζώνη (12 %). Το 2012 έκλεισε με ύφεση 0,9 % στους 17 και 0,6% στους 27, με τις 11 από τις 17 χώρες της Ευρωζώνης να είναι υφεσιακές, μία με μηδενική και 5 με ισχνή ανάπτυξη, ενώ είχαμε και μείωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 3,7 % με τις χώρες που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης να έχουν ποσοστά πολύ μεγαλύτερα του μέσου όρου (Ιταλία -7,6 %, Ισπανία -7,2 %, Ιρλανδία -6,6 % κλπ.). Ακόμη, πέρα από την επίθεση στην Κύπρο που θα εξετασθεί ξεχωριστά, βγήκε στην επιφάνεια η απειλή του σκασίματος της φούσκας των ακινήτων στην Ολλανδία όπου το ιδιωτικό χρέος έχει σπάσει κάθε ρεκόρ, είχαμε την επίθεση των ισχυρών της Ευρώπης σε Αυστρία και Λουξεμβούργο απαιτώντας άρση του τραπεζικού απορρήτου, εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος κα έλεγχο της φοροδιαφυγής, ενώ από μέρα σε μέρα αναμένεται η επίθεση των διεθνών αρπακτικών στη Σλοβενία, παρόλο που το δημόσιο χρέος της είναι μόλις στο 47 % του ΑΕΠ της και έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανάπτυξης στην Ε.Ε.

Όλα αυτά επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η κρίση είναι βαθύτατα συστημική και γι’ αυτό βγάζει διαρκώς στην επιφάνεια τις αντιθέσεις τόσο ανάμεσα στις διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου, όσο και ανάμεσα στους διαφορετικούς εθνικούς καπιταλισμούς. Με βάση το γεγονός ότι την περίοδο 1975-2005 το μερίδιο της εργασίας στο κόστος παραγωγής μειώθηκε κατά το ιλιγγιώδες ποσό του 10 % του παγκόσμιου ΑΕΠ, γίνεται φανερό ότι αιτία της κρίσης δεν είναι η υπερκατανάλωση, αλλά αντίθετα η έλλειψη ζήτησης, που, όσο εντείνονται τα μέτρα λιτότητας, επιστρέφει την κρίση στην εργοδοσία, η οποία καρπούμενη λιγότερη υπεραξία, αδυνατεί να κρατήσει ψηλά το ποσοστό του κέρδους της. Πρόκειται λοιπόν ταυτόχρονα για κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και άρα αξιοποίησής του και κρίση τρόπου παραγωγής, λόγω της όξυνσης της αντίθεσης παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων. Με αυτή την έννοια πρόκειται για κρίση ενός συστήματος σε ολική παρακμή.

Η θέση ότι η ύφεση και η ανεργία είναι συνειδητές επιλογές, ότι πρόκειται δηλαδή για μια μεγάλη εκκαθάριση με στόχους τη δραστική υποτίμηση της εργατικής δύναμης και την επιλεκτική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και πλεοναζόντων κεφαλαίων, παρόλο που έχει θεωρητική βάση, είναι στις δεδομένες συνθήκες προβληματική για δύο λόγους:

α) Η συμπίεση  του εργατικού κόστους δεν μπορεί να ξεπεράσει ατιμωρητί για το κεφάλαιο  ένα όριο, ιδιαίτερα όταν, όπως είδαμε έχουν κλείσει ή στενέψει οι άλλοι δρόμοι διαφυγής του από την κρίση.

β) Η σημερινή διασπορά του κεφαλαίου κάνει δύσκολη την επιλεκτική μαζική καταστροφή του. Αυτό ισχύει αν δεχτούμε, ότι ως συνειδητή επιλογή, η καταστροφή κεφαλαίων δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αναδιανομή τους μέσα στα πλαίσια της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Η καταστροφή λοιπόν, δεν γίνεται ποτέ στην τύχη, αλλά αποτελεί έναν άλλο τρόπο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, έναν τρόπο, ας πούμε «εκτάκτου ανάγκης», που όμως στις παρούσες συνθήκες φαίνεται να μη λειτουργεί.

Περνώντας στην εξέταση της κατάστασης στην Ελλάδα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι παρά το κλίμα αισιοδοξίας που καλλιεργεί η κυβέρνηση και τα φιλομνημονιακά ΜΜΕ από το Δεκέμβρη και μετά, η σημερινή εικόνα της ελληνικής οικονομίας είναι πραγματικά τραγική:

Η αθροιστική ύφεση της πενταετίας 2008-2012 έφτασε το 20,1 % και θα ξεπεράσει το 25 % φέτος, η επίσημη ανεργία βρέθηκε το Γενάρη στο 27,2 % (1.348.742 άτομα) με τη νεανική στο 59,3 % και τη γυναικεία στο 31,4 %, ενώ το 65,3 % των ανέργων είναι χωρίς δουλειά πάνω από ένα χρόνο. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, η πραγματική ανεργία πρέπει να είναι γύρω στο 31 % και όπως όλα δείχνουν θα συνεχίσει να αυξάνεται, αφού το ΚΕΠΕ προβλέπει επίσημη ανεργία 30,1 % για το τέλος της χρονιάς και το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ 35 % πραγματική, ενώ το ΙΟΒΕ ανεβάζει στο 27,6 % το μέσο όρο του έτους. Πέρα από αυτά, όλοι οι δείκτες της οικονομίας παρουσιάζουν καθίζηση.

Οι επενδύσεις από 56,5 δισ. € το 2007 έπεσαν στα 23,5 δισ. € το 2012 και το ΙΟΒΕ προβλέπει νέα μείωση 10 % για το 2013, η εγχώρια ιδιωτική κατανάλωση από 151,8 δισ. € το 2008 έπεσε στα 119 δισ. € το 2012 και αναμένεται μείωση 9 % για φέτος, οι τραπεζικές καταθέσεις από 237  δισ. € τον Ιούνιο του 2009 κατρακύλησαν στα 150 δισ. € το Νοέμβρη του 2012, η μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού φτάνει σχεδόν το 50 %, ως αποτέλεσμα του φονικού συνδυασμού πληθωρισμού, μείωσης των μισθών και αύξησης των φόρων και το κατά κεφαλήν εισόδημα από 84 % του μέσου όρου της Ε.Ε. το 2008, έφτασε στο 72 % το 2012 και προβλέπεται να πέσει στο 68 % το 2013, ανεβάζοντας το ποσοστό αυτών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας στο 30 % από 23 % το 2010. Μάλιστα, το δημόσιο χρέος για τον περιορισμό του οποίου υποτίθεται ότι γίνονται όλα, από 119 % του ΑΕΠ το 2009 έφτασε στο 157 % το 2012 και θα ξεπεράσει το 174 % το 2013, ενώ χωρίς το κούρεμα θα ήταν στο 224 %.

Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει αυτή την κατάσταση κόβοντας μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές παροχές και βάζοντας συνεχώς νέους φόρους. Στόχος υποτίθεται πως είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, η οποία όμως, όπως είδαμε, έπεσε κατά 29 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη μεταξύ 2008 και 2012, παρά το γεγονός ότι το εύρος των περικοπών δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης. Η μέση μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έφτασε το 17,6 % έναντι στόχου 15 % και ενώ στην Ευρωζώνη είχαμε αύξηση κατά 2,8 %. Το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας μειώθηκε το 2012 ακόμη 11,2 %, την ίδια στιγμή που στην Ε.Ε. είχαμε αύξηση 8,6 % και στην Ευρωζώνη 8,7 %, ενώ ακόμη και στις χώρες που είναι σε μνημόνιο, υπήρξε – έστω οριακή – αύξηση (Ιρλανδία + 0,8 %, Πορτογαλία + 0,4 %).

Όσο για τη συνεχή παρανοϊκή επιβολή φόρων, η κατάσταση αν δεν ήταν τραγική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κωμική. Με νέο συντελεστή φορολογίας εισοδήματος στο 26 % έναντι 20,5 % στην Ε.Ε. και ένα σωρό έμμεσους και έκτακτους φόρους, τα φορολογικά έσοδα αντί να αυξηθούν μειώνονται. Οι ανείσπρακτοι φόροι αυξήθηκαν κατά 13 δισ. € το 2012, δηλαδή κατά 1,1 δισ. € το μήνα, φτάνοντας συνολικά τα 56 δισ. €. Η υστέρηση του ΦΠΑ του 2012 έφτασε το 16 % σε σχέση με το 2011, ενώ ήδη μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2013 έχουμε υστέρηση εσόδων 161 εκ. € από το ΦΠΑ, 153 εκ. € από έμμεσους φόρους και 134 εκ. € από τα τέλη κυκλοφορίας αφού, παρά την υπέρογκη αύξησή τους, το όφελος αντισταθμίστηκε από τις 115.000 καταθέσεις πινακίδων. Το ίδιο έγινε και με την αύξηση στους φόρους του πετρελαίου, οι οποίοι έφτασαν να  καλύπτουν το 42 % της τιμής του οδηγώντας το κόστος των χιλίων λίτρων  στα 1.266 € στην Καστοριά, τη στιγμή που στοιχίζουν 861 € στο Λονδίνο. Κι όμως η Ελλάδα ξεπάγιασε φέτος για ένα όφελος μόλις 55 εκ. € αφού η εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου έφερε μείωση της κατανάλωσής του κατά 66 % (374.000 τόνοι το πρώτο δίμηνο του 2013, έναντι 1,1 εκ. τόνων το πρώτο δίμηνο του 2012).

Ακόμη, το 2011 δεν πληρώθηκαν έγκαιρα 400.000 λογαριασμοί της ΔΕΗ και το 2012 700.000, η επιβολή ΦΠΑ σε ποσοστό 23 % στην εστίαση έκλεισε ήδη 4.000 επιχειρήσεις μόνο στην Αττική, η φορολόγηση των κερδών στα παιχνίδια του ΟΠΑΠ κοντεύει να κλείσει τα πρακτορεία, ενώ το χαράτσι απέφερε μόλις 488 εκ. € το πρώτο δίμηνο του 2013, ανεβάζοντας την υστέρηση των δημοσίων εσόδων στα 818 εκ. € για το πρώτο τρίμηνο του έτους, με την τρόικα να έχει ήδη αρχίσει να ζητάει νέα μέτρα, προβλέποντας τη συνολική υστέρηση του έτους στα 4 δισ. €.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, το χρέος του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα από 7,227 δισ. € το Δεκέμβρη του 2011, έφτασε στα 8,045 δισ. € το Δεκέμβρη του 2012 γιατί παρά τις υποσχέσεις, η αποπληρωμή των χρεών προς τους ιδιώτες προχωρά με εξαιρετικά αργό ρυθμό. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή, καθώς η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να παρουσιάσει με αλχημείες ένα ισχυρό πρωτογενές πλεόνασμα έχει κηρύξει ουσιαστικά μια άτυπη στάση πληρωμών. Έτσι, μετά το δημόσιο τομέα βουλιάζει και ο ιδιωτικός: Η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ βρίσκεται στο ιστορικό χαμηλό του 9 %, η ελληνική ναυτιλία βρίσκεται στα επίπεδα του 1998 με 1933 πλοία (από 2002 το 2011) και ζημιές 231,6 εκ. € το 2012, ενώ ο κλάδος των κατασκευών έχει κυριολεκτικά αφανιστεί.

Προσπαθώντας να αυξήσει τα δημόσια έσοδα η κυβέρνηση απειλεί με κατασχέσεις και φυλακίσεις τους μικροοφειλέτες, ρισκάροντας μια κοινωνική έκρηξη για να εισπράξει άραγε τι; Σήμερα 5.770 άτομα χρωστούν 35 δισ. €, 100.000 άτομα 3 δισ. € και σχεδόν 2 εκ. άτομα 1,1 δισ. €. Ποια απ’ αυτές τις κατηγορίες αξίζει να κυνηγήσει κανείς το καταλαβαίνουν όλοι. Όχι όμως ο Στουρνάρας και ο Σταϊκούρας.

Η βέβαιη αποτυχία υλοποίησης των εισπρακτικών μέτρων τους επόμενους μήνες και η αύξηση του αριθμού αυτών που θα χρωστάνε φόρους, εισφορές και λογαριασμούς ΔΕΚΟ σε πάνω από 2,5 εκ. φυσικά πρόσωπα δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά μέγα πολιτικό γεγονός, καθώς είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση. Οι νέοι φόροι, οι συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων, το παρατεταμένο στραγγάλισμα της πραγματικής οικονομίας και του λαϊκού εισοδήματος προς όφελος των τραπεζών, η αδυναμία ελέγχου ακόμα και του πληθωρισμού, οι συνεχείς άστοχες επιλογές που φέρνουν αποτελέσματα αντίθετα από τα προσδοκώμενα και παράλληλα η ασταμάτητη προκλητική μπουρδολογία περί τάχα τελευταίων μέτρων και ανάπτυξης από το 4ο τρίμηνο του 2013, επιβεβαιώνουν τη θέση που εκφράστηκε στο προηγούμενο κείμενο, ότι το αστικό μπλοκ εξουσίας της χώρας έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα.

Ακόμα και οι τράπεζες απειλούνται από την εκτόξευση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοινώθηκα στις 15.04.2013 από τον Πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας, Γεώργιο Ζανιά, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έφτασαν από 4 % το 2008 στο 24,6 % το Δεκέμβριο του 2012. Σ’ αυτό το ποσοστό πρέπει να προσθέσουμε άλλο ένα 7 % που αντιστοιχεί στα αναδιαρθρωμένα δάνεια. Την ίδια μέρα, με έκθεσή της η Moody’s εκτιμά ότι στο τέλος του έτους τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά, επιχειρηματικά κλπ.) στην Ελλάδα, θα ξεπεράσουν το 40 % απειλώντας με κατάρρευση το συνολικό τραπεζικό τομέα. Η ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού λοιπόν, είναι αδύνατη και ακόμα κι αν καταφέρει μια σταθεροποίηση, αυτή θα είναι προσωρινή και εξαιρετικά σύντομη, αφού τη θέση του δυσχεραίνουν δύο ακόμη παράγοντες: το γεγονός ότι μετά το PSI το ελληνικό χρέος έχει γίνει κυρίως διακρατικό και οι εξελίξεις στην Κύπρο.

ΙΙ. Το κούρεμα των καταθέσεων στην Κύπρο υπήρξε μια απρόβλεπτη και πρωτοφανής εξέλιξη που προσβάλλει τα διαχρονικά ιερά και όσια του καπιταλισμού αν σκεφτούμε ότι ούτε καν σε πολεμικές περιόδους δεν μπήκε ποτέ χέρι στις καταθέσεις. Η απόφαση αυτή αποτελεί μια ακόμα απόδειξη του δομικού χαρακτήρα και των ιστορικών διαστάσεων της σημερινής κρίσης. Ακριβώς λόγω της έντασης και του βάθους της, όλες οι αρχές του καπιταλισμού καταπατούνται σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μείνει απαραβίαστη η πιο θεμελιώδης απ’ αυτές: η αρχή της εκμετάλλευσης. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί μια απόφαση που απειλεί με αποσταθεροποίηση το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, τσαλαπατώντας τη βασική καπιταλιστική αρχή του απαραβίαστου των καταθέσεων και αφήνοντας ανοικτή την πόρτα για μια γενικευμένη φυγή τους (bank run) κάθε φορά που υπάρχει – ή φαίνεται ότι υπάρχει – πρόβλημα.

Οι διεθνείς αντιδράσεις που ακολούθησαν την απόφαση του Eurogroup, δείχνουν ότι κανείς δεν πιστεύει τις διαβεβαιώσεις ότι η Κύπρος είναι μια ειδική περίπτωση, ότι το όριο των 100.000 ευρώ είναι απαραβίαστο κλπ. Αντίθετα, όλοι καταλαβαίνουν, ότι η πρακτική αυτή, που χωρίς κανείς να τους ρωτήσει, αναβιβάζει τους απλούς καταθέτες σε «επενδυτές» και συνεταίρους των τραπεζών – συνεταίρους μόνο στις ζημιές και όχι βέβαια στα κέρδη – θα γενικευτεί αν υπάρξει ανάγκη, όπως άλλωστε δήλωσε και ο ανεκδιήγητος Ντάισελμπλουμ.

Σχετικά τώρα με την επίδραση των γεγονότων της Κύπρου στην ελληνική οικονομία, αυτή θα είναι σίγουρα αρνητική, χωρίς να μπορεί ακόμα να μετρηθεί με ακρίβεια, αφού δεν είναι γνωστό ούτε το μέγεθος των ελληνικών κεφαλαίων που κουρεύονται, ούτε οι επιπτώσεις της ύφεσης στις ελληνικές επιχειρήσεις (λουκέτα, απολύσεις κλπ.). Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι η κυπριακή κρίση θα επιβαρύνει την ελληνική οικονομία στον ένα ή τον άλλο βαθμό. Πέρα απ’ αυτά όμως, η υπόθεση της Κύπρου μας οδηγεί σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα όπως τα παρακάτω:

α) Σε περιπτώσεις κρίσης τα ανώτερα κλιμάκια του διεθνούς κεφαλαίου και το πολιτικό τους προσωπικό δρουν με απροκάλυπτα ληστρικό τρόπο. Η κυρίαρχη άποψη λέει ότι η Κύπρος τα ‘θελε και τα πάθε αφού είχε φορολογικό συντελεστή στο 10 % που της έδινε χαρακτηριστικά φορολογικού παραδείσου, ξέπλενε μαύρο ρώσικο χρήμα και με ΑΕΠ μόλις 18 δισ. €, είχε 68 δισ. € τραπεζικές καταθέσεις και 120 δισ. € συνολικό ενεργητικό του τραπεζικού τομέα, δηλαδή επταπλάσιο σχεδόν από το ΑΕΠ της. Όλα αυτά είναι σωστά, αλλά δεν σημαίνουν τίποτα, γιατί από τη μια ήταν γνωστά στους ευρωπαίους εταίρους της και από την άλλη δεν ισχύουν μόνο για την Κύπρο. Το Λουξεμβούργο για παράδειγμα έχει τραπεζικό τομέα 23 φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ του, ενώ ποιος ξέρει πόσες χιλιάδες φορές μεγαλύτερος από το ΑΕΠ τους, είναι ο τραπεζικός τομέας των νησιών Κέιμαν.

β) Το ευρώ που την περίοδο 2000-2008 λειτούργησε σαν πολλαπλασιαστής της ανάπτυξης, των επενδύσεων και των κερδών, δημιουργώντας ντοπαρισμένους καπιταλισμούς που συσσώρευαν υψηλά δημόσια και ιδιωτικά χρέη, λειτουργεί τώρα, μετά το αναπόφευκτο σπάσιμο της φούσκας, ως επιταχυντής της έντασης και των συνεπειών της κρίσης, οδηγώντας σε μια εξαιρετικά βίαιη προσαρμογή. Καθώς η κρίση βαθαίνει, γίνεται όλο και περισσότερο φανερό, ότι το ευρώ αποτελεί ένα εργαλείο επιβολής ανταγωνιστικής ύφεσης και λιτότητας και η Ευρωζώνη μια συμμαχία του ληστρικού καπιταλιστικού κεφαλαίου.

γ) Καμία επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου δεν είναι δυνατή στα πλαίσια της Ευρωζώνης και κανένα πρόγραμμα λιτότητας δεν μπορεί ν’ ανατραπεί χωρίς σύγκρουση μ’ αυτή. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα στην Κύπρο, όπου η ντόπια αστική τάξη συνετρίβη κάτω από τις απαιτήσεις των δανειστών μετά το αρχικό της όχι. Ωστόσο, το θέμα της εξόδου της χώρας από το ευρώ είναι πολύ λεπτό και χρειάζεται ιδιαίτερα προσεκτικούς χειρισμούς. Παρόλο που είναι σίγουρο ότι μέσα στην Ευρωζώνη δεν υπάρχει σωτηρία για την Ελλάδα, ο τρόπος της εξόδου είναι πολύ σημαντικός. Αν θεωρήσουμε ότι η Ελλάδα είναι ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης, τότε ο στόχος ενός πραγματικά ριζοσπαστικού προγράμματος από τη μεριά της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι η απλή αποχώρηση από αυτήν, αλλά η μετάδοση της κρίσης σε όλη την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, με απώτερο σκοπό, αν είναι δυνατό, τη διάλυσή της. Δεν χρειαζόμαστε εθνική αναδίπλωση αλλά διεθνιστική επέκταση.

δ) Σε καμία χώρα η αστική τάξη δεν μπορεί να διαπραγματευτεί επιτυχώς τα εθνικά συμφέροντα, γιατί σε καμία χώρα δεν υπάρχουν κοινά συμφέροντα εργατικής και αστικής τάξης. Μάλιστα, όταν έχουμε να κάνουμε με περιπτώσεις χωρών με σχετικά αδύναμη οικονομία, η εθνική διαπραγμάτευση υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης, οδηγεί πάντα όχι μόνο στο βάθεμα της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, αλλά και σε συνολική υπαγωγή της χώρας σε αποικιακό καθεστώς.

ΙΙΙ. Τι πρέπει να περιμένουμε το αμέσως προσεχές διάστημα; Σε διεθνές επίπεδο, σίγουρα θα συνεχιστούν οι κινήσεις πανικού του κεφαλαίου, που θα προσπαθήσει με τον έναν ή το άλλο τρόπο να εφαρμόσει κι αλλού αυτό που πρωτοδοκίμασε στην Κύπρο. Στην Ελλάδα, όπως όλα δείχνουν, θα έχουμε αποτυχία των εισπρακτικών μέτρων, ακόμη μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού καθώς πολλοί ευρωπαϊκοί πόροι θα κατευθυνθούν προς άλλες χώρες και πτώση όλων των οικονομικών δεικτών, δηλαδή μια γενική οικονομική καθίζηση. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και όσο γίνεται σαφέστερο ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει, δεν αποκλείεται, ακόμα και μέρος της ελληνικής αστικής τάξης – ειδικά ό,τι έχει απομείνει από το παραγωγικό της τμήμα – ν’ αρχίσει να σκέφτεται έξοδο από το ευρώ.

Στο πολιτικό επίπεδο, μπροστά στο ενδεχόμενο της αλλαγής του σκηνικού όσο η κρίση βαθαίνει, και με την άρχουσα τάξη να έχει κάψει όλες της τις εφεδρείες, θα υπάρξει σίγουρα περαιτέρω ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής με όργανα όχι μόνο την αστυνομία, αλλά πιθανότατα και τους φασίστες. Ωστόσο, η ρωγμή στο σύστημα υπάρχει και πρέπει να τη μεγαλώσουμε.

Με βάση τα προηγούμενα το λαϊκό κίνημα πρέπει να κινηθεί προς τρεις κυρίως μεγάλους στόχους:

1.Την προσπάθεια οργάνωσης μιας μαζικής στάσης πληρωμών που θα επιτείνει την αποτυχία των εισπρακτικών μέτρων και θα υπονομεύσει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, επιταχύνοντας την πτώση της, ενώ παράλληλα θα ανακουφίσει τον κόσμο και θα ανεβάσει το ηθικό του.

2.Την οργάνωση μιας γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας με άμεσο στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης. Μια τέτοια απεργία θα έχει πανευρωπαϊκό αντίκτυπο σε εχθρούς και φίλους, θα καταδείξει τις εσωτερικές αντιθέσεις της άρχουσας τάξης σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, θα ενεργοποιήσει ανενεργά τμήματα της εργατικής τάξης, θα αναδείξει ίσως νέες ηγεσίες σε κόμματα και συνδικάτα αποδεικνύοντας την ανεπάρκεια των παλιών ή και νέα σχήματα αυτοοργάνωσης, θα ξεμπροστιάσει τους ναζιστές και θα τους περιθωριοποιήσει δείχνοντας το βαθύτατα συστημικό ρόλο τους. Πάνω απ’ όλα όμως, θα σφυρηλατήσει στην πράξη την ενότητα των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, από τον ελευθεριακό χώρο έως την αριστερά, καθώς οι διάφορες τάσεις και εκφάνσεις τους θα πρέπει εκ των πραγμάτων να συνεργαστούν, αρχικά για τη συγκρότηση ενός μίνιμουμ μεταβατικού προγράμματος και στη συνέχεια για την εφαρμογή του.

3.Τη συγκρότηση ενός δικτύου δομών λαϊκής (αντι)εξουσίας, ή άλλως, θεσμών επιβολής της λαϊκής θέλησης, που θα περικυκλώσουν το αστικό μπλοκ και θα εμποδίσουν την εφαρμογή της πολιτικής του. Δεν αναφερόμαστε σε λύσεις δοσμένες από τα πάνω που αποσκοπούν μόνο στη συγκρότηση αριστερής, ή ακόμα χειρότερα, αντιμνημονιακής κυβέρνησης, δηλαδή για λύσεις τύπου λαϊκού μετώπου, αλλά για δομές φτιαγμένες από τα κάτω, δομές πραγματικής λαϊκής εξουσίας και όχι απλά κινηματικές και διεκδικητικές, έστω μαχητικότερες ή μαζικότερες από τις συνήθεις. Με το δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων, αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό το παραπάνω βήμα για το οποίο μιλούσαμε στο αρχικό κείμενο και το οποίο πρέπει να γίνει τώρα, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε ακόμα πόσο μακριά μπορεί να μας οδηγήσει.

Συγγραφική ομάδα glid2

Does contemporary capitalism function according to an organized plan?

Being aware that the majority of the scientific community and the public opinion see behind the current global economic crisis the existence of an elaborated plan, which aims at the accumulation of wealth into the hands of few oligarchs and the return to medieval working conditions, this article will clearly support the opposite: that – considering the choices of global capitalists and their facade, the banking system – there is neither nationally nor internationally a “Directoire” of capital, nor a universal long-term plan with specific goals behind the implemented policies. On the contrary, a “wait and see” tactic prevails together with the logic of “every man for himself”.

By general consensus, the system is totally blocked while political leaderships seem incapable not only of reacting but even of understanding the problem, which is apparent from the fact that there is not a common approach, not only among the EU member-states, but also among ECB, the European Commission and IMF.

Transferring to the people the cost for the banks’ bailout, after they had opportunistically undertaken high risks (e.g. the German banks’ loans account for just 1% of their own resources, while the 99% is plastic money) is preposterous and harms not only those citizens that have always been harmed (workers, farmers, women, young people, immigrants e.tc.) but also those that thought they were untouchable, like the self-employed, the merchants, the small, medium and in some cases – especially in production fields – even big business men. Thus, since public deficit actually is private surplus, the economy’s key problem is not deficit itself, but its overall weakness to produce enough income in order to cover the deficit. Nowadays, we don’t just lack in new income production, but on the contrary we are facing the confiscation of the existing or even past (e.g. through successive taxation that exhausts savings) and future income. Moreover, the sellout of public property makes the implementation of any social and development policies impossible, even in the long run.

Given how worthless the civil personnel and the ruling elite are worldwide, their intellectuals and older generation politicians try to sound the alarm for their sake, by suggesting a completely different policy than what Europe is carrying out, a policy that is nothing else than a modern “new deal”, a contemporary form of Keynesianism.

However, all these suggestions intend to “correct” or rationalize capitalism, which in its current form leads humanity to barbarism, while at the same time subverts its own future. Whether they’ll be put in action, giving the system a new lease of life, is to be seen. The only thing certain is that it is impossible to find a solution for global economic problems within the economic cycle.

The argument concerning the absence of a “Directoire” of capital and the lack of a universal long-term plan with specific goals, is primarily based upon the following thoughts:

  1. Monetarist policies that result in depression, deflation, debt and deficit reduction, unemployment increase and drop in consumption and have been implemented in every country with deficit problems, cannot be the outcome of a rational choice on behalf of the capital, whatever their hidden or obvious purpose served may be. These policies occur from the enlargement of the existing imbalances among the various types of capital, from the unprecedented over-concentration of wealth in the hands of few, from capital’s inability to maintain long-term high profits in any kind of investment and from the shift towards visual economy and parasitism.
    These policies are convulsive choices that mostly indicate panic and lack of targeting on behalf of the elite and the ruling class, rather than a dark and satanic plan. And that is because, sooner or later, these choices will turn out disastrous for capital itself or at least for a large part of it, while at the same time they are related with the current stage of development or, may say decay, of global capitalism.
    Capitalism has always required growth, consumption and a middle class in order to exist. The over-concentration of wealth leads to overall social bleeding and results in the reduction or disappearance of the middle class. It’s not only the drop of consumption that’s going to be hardly manageable, but also the dissolution of the political alliance, within which the middle class always constituted the “crutch” for capital’s conservative choices, as long as it had a minimum decent living.
    The internal imbalance of capitalism brings us before unknown developments that the system has never confronted before. The bloc of power will face four major obstacles in its attempt to impose its policies:

    • It has to confront a society that, despite not participating the past 30 years in social struggles, is highly educated and used to conditions of prosperity for almost two generations up to now.
    • At some point, the crisis will have a boomerang effect on the ruling class, nationally and internationally. The collapse of banks and large corporations will probably come as the most extreme consequence of poverty, because of deposit withdrawals, loan profit losses, consumption drop e.tc.
    • The self-dissolution of the state may provoke a general political unrest, especially in countries like Greece, where the state plays traditionally a major role in regulating the labor market, redistributing income and stabilizing the economic life. At the same time, the state with its ideological mechanisms constitutes the key administrator of the common imaginary by disseminating nationalistic stereotypes to the social body. The self-limitation of the state to a tax collector and a suppressive mechanism is opposed to deeply ingrained beliefs of the collective imaginary that think of the state not just as the guarantor of “national security” and the symbol of “national pride”, but also as the incarnation of “national identity”. A state of traitors that impoverishes people in order to pay loans of dubious legality to foreign usurers, is very unlikely that it will be able to maintain the pre-described roles.
    • Ideologically speaking, the ruling class and its political system have no alibi and no excuse for the crisis, which is “completely theirs”. There is nowhere a strong union movement, the Left wing doesn’t have the social impact it used to have from the end of WWII to the 1980s, there are no more antagonistic forces like the USSR and the Eastern bloc that supposedly necessitated the increased flow of social funds into military equipment on behalf of the Western countries. The last 20 years capitalism has no opponent and what we’re living today is completely its own creation.
  2. The absence of a central, long-term plan of the elite, nationally and internationally, doesn’t mean that there won’t be groups or individuals related to the capital which will benefit from the crisis. But this does not apply to the ruling class, the predominant strata as a whole, but only to some individuals or groups active in specific fields. Some sectors of the big capital and mostly the banking sector, might be benefited from the crisis – but that by no means implies that there will be an overall enhancement for the ruling class. In order for this to occur (namely the overall enhancement of the ruling class) there must be an ideological domination upon society, along with the establishment of such conditions that will guarantee the overall profitability of capital – prerequisites that are difficult to achieve in a state of crisis, since a large part of the capital will not endure in such an environment of relentless competition between states, different types of capital and corporations with common interests.
    The solution already underway is the merger and buyout of the weakest businesses by more powerful ones – a procedure that is certainly not a solution to the problem, since the giant corporations established after that will operate like black holes, swallowing everything in their way. The higher the concentration of wealth the bigger the depression caused, since global market and every economic activity will eventually run out of money and resources.
  3. The notion that “it is impossible for the masters of global capitalism not to know what they are doing” is metaphysical and is based upon neither a dialectic approach of history nor the current situation. History is full of mistakes that were made by rulers and “accidental incidents” that couldn’t be estimated and predicted by any kind of “expert”. Otherwise how could we interpret the decay and collapse of so many empires, the outbreak of so many revolutions and the unpredictability of historical developments over time?
    The blind faith in an indomable determinism and in instrumental methods for predicting human history is not historically justified and it simply constitutes a metaphysic conception of humanity. The current crisis may well be a product of poor choices on behalf of the capital and the predominant classes, since it’s not advantageous for all of them and wasn’t launched with equal responsibility by all sections of them. Besides, individuals and social classes, the social strata, have limited viewing and monitoring on large-scale historical developments, since they experience history through their restricted measures of living. For example, who could predict the advent of the French Revolution in 1788 or the upcoming collapse of “the actually existing socialism” that shattered like a glass tower in 1988?
  4. Finally, it has to be understood that the supported absence of a capitalistic “Directoire” and an elaborated plan constitutes neither an optimistic nor a pessimistic point of view; it is just a rational conclusion that is going to be proved true or false. And if proven correct, the final solution seems to be political rather than economic.

It is very doubtful whether an economic shift towards “growth policies” – as it is suggested now by some of the intellectuals of the upper class – would help solve the debt crisis, since such “growth” was previously based on and financed by a sort of “casino” economy that is now drowning. It would require not just a shift towards “growth” in general, but a completely different kind of growth, focusing on the primary and secondary sector, as well as on research and society’s real needs and not overproduction and over-consumerism.

However, the high priests of neoliberalism who govern and lead the international organizations cannot carry out such policies. In that sense, the solution can only be political.

It is still unknown whether capital and the predominant class will wage a war or establish dictatorships as a way out of the present situation, or whether societies will give the solution by a radical change of the social system.

Nevertheless, the awareness on behalf of the people that the enemy is not invincible and has reached a deadlock, could prove of significant importance for the internationalization and the massification of the movement, for its enrichment with new tactics and for its shift towards more ambitious goals than just the regaining of what is lost during the past three years.

There is a word that burns everybody’s tongue and nobody dares to come out with it. A word that shows the way and is neither “rupture”, nor “overthrow”, nor “uprising”. It is simply revolution.

Writer: Ian DeltaTranslators: annitagrn, NA, Michael Theodosiadis, AdTA

The article in greek

La situación real de la economía griega

diadilotes-me

Fragmento de Nosotros no asustar a las nuevas medidas
Τraducción: Verba Volant

Tan sólo unos meses después las últimas elecciones, la coalición de los tres partidos del gobierno ya ha disipado las ilusiones de los que habían confiado en ella. Todas las promesas de la campaña prelectoral sobre la renegociación del memorándum o la desvinculación de su cumplimiento se han olvidado y fueron sustituidas por el escalonamiento de la política brutal de los dos últimos años, con la aprobación del paquete de las medidas más duras desde el comienzo de la crisis. Se trata de unas medidas que en cantidad son muchísimas más que las del febrero pasado. Originalmente llegaban a los 11,5 mil millones de euros, durante su votación en el Parlamento supimos que llegaron a los 13,5 mil millones, y más tarde se reveló que al final alcanzan los 18,9 mil millones de euros, descontando las cláusulas que conciernen a la reposición automática impuesta por la Troika[1]. En otras palabras, se trata de unas medidas que superan el 8,5% del PIB, y que es seguro que profundizarán la recesión, contribuirán al aumento del desempleo y provocarán el empobrecimiento de la inmensa mayoría de la población.

Los ejes principales de estas medidas, que son propias más bien de un gobierno de ocupación, son los recortes horizontales en los salarios, las pensiones y los subsidios, la reducción de todos los gastos sociales, la destrucción de la Sanidad y la Educación públicas, el desmantelamiento de la Administración pública y de los sistemas de seguridad social y, sobre todo, los nuevos y fuera de toda lógica aumentos de los impuestos, que literalmente exterminan a las clases media y baja. Simultáneamente, en el sector laboral ya ha comenzado el debate sobre una serie de ajustes que, de ser aplicados, harán retroceder la legislación laboral del país al siglo XIX.

Se supone que todo esto se hace para conseguir el reintegro de un plazo de 31,5 millones de euros, que supuestamente es absolutamente necesario para evitar la quiebra y para la supervivencia del país. Según la propaganda oficial, este dinero ayudará a la reactivación de la economía, dinamizando el mercado y resolviendo el problema del efectivo disponible del Estado, el cual según las declaraciones recientes del primer ministro se agotaría el 16 de noviembre. Sin embargo, es bien sabido que ni un céntimo de los 31,5 millones de euros se destinará a salarios y pensiones, mientras que un porcentaje insignificante se destinará a la economía real: los 25 mil millones se destinarán a la recapitalización de los bancos, los 3,5 millones para pagar los bonos con vencimiento y el resto se destinará al pago de la deuda del Estado a financiar a varios capitalistas.

Pensando que de todas las “inyecciones de liquidez” anteriores, ya sea en efectivo o en forma de garantías estatales, que desde 2008 llegan ya a los 168 mil millones de euros, los bancos no han puesto ni un céntimo en la economía real, nos damos cuenta de que el optimismo del gobierno de que esta vez los bancos si van a hacerlo, está totalmente infundado. En cambio, es seguro que una vez más los bancos van a retener este dinero, no sólo porque en condiciones de recesión económica profunda y de hundimiento económico extremo todos los préstamos desembolsados ​​sean automáticamente arriesgados, sino también para adquirir la suficiencia de capital que, con arreglo a las normativas de la Unión Europea, les es necesaria para poder pedir préstamos en el mercado interbancario. En cuanto al pago de la deuda a los particulares, es seguro que concierne casi exclusivamente a los grandes proveedores y contratistas y no a los miles de empresarios medianos y pequeños que negocian con el Estado.

Basándose en lo anteriormente mencionado, las reiteradas afirmaciones del primer ministro sobre que estas son las últimas medidas suenan realmente cómicas, como se evidencia en la cláusula impuesta por la Troika sobre la sustitución automática de cualquier fallo del programa por más recortes de salarios y pensiones, principalmente en el sector público. De todas formas, el debate sobre unas nuevas medidas ya ha comenzado, apenas unos días después de la votación de las últimas.

La situación global de la economía griega

Pero fijémonos en qué economía han sido aplicadas estas medidas. Como muestran las cifras que se van a exponer más abajo, es difícil, por mucho que uno busque, encontrar otro ejemplo de este tipo de hundimiento, por lo menos en la Europa de la posguerra.

Comenzando por la recesión, que continúa por quinto año consecutivo, resulta que de forma acumulativa en junio de este año alcanzó el 17,4% del PIB, mientras que el pronóstico oficial para finales del año la aumenta hasta el 21%. De hecho, recientemente el ministro de Economía declaró que el ascenso continuará otros dos años, alcanzando el 25% en 2014. Por supuesto, la verdad es mucho peor. En todo caso la cifra real superará el 28%, sin que se descarte la posibilidad de una explosión por encima del 30%, si se confirman las predicciones de muchos expertos y organizaciones internacionales. Ya para el 2013, Moody´s ha predicho un 7%, Citigroup un 10,7%, mientras que el Centro de Programación e Investigaciones Económicas que hace tres meses preveía un 9,1%, recientemente, probablemente después de unas intervenciones políticas, bajó su estimación al 5%. La misma cifra del 5% era la estimada por la Troika en las negociaciones con el gobierno griego sobre las últimas medidas. Sin embargo, insistía estúpidamente en el increíble 3,8%. Aun así, esta predicción es suficiente para desmentir la estimación del Ministerio de Economía de una recesión acumulativa del 25% a finales de 2014, ya que esta cifra habrá sido superada ya desde 2013. Lo que es realmente ridículo es que al final la Troika y el gobierno encontraron una solución de compromiso, aceptando en común un 4,2%, como si la recesión dependiera de sus estimaciones, que por cierto son casi siempre equivocadas.

Recordamos que la estimación inicial para el 2012, la cual está incluida en el presupuesto presentado en noviembre de 2011, era del 2,8%. La estimación fue revisada (modificada) hacia arriba cinco veces durante el año, al tiempo que la cifra real de la recesión superaba el 7% (7,2% fue el porcentaje de la recesión en el tercer trimestre de 2012 y 6,7% su porcentaje durante los primeros nueve meses del mismo año, según lo anunciado por el Instituto Nacional de Estadística el 14 de noviembre de 2012).

Porcentaje de reducción del PIB griego (recesión)
2008: -0,2 %
2009: -3,2 %
2010: -4,9 % [1]
2011: -7,1 % (208,5 billones de euros) [1]
2012: -6,6 % (estimación – 194,7 billones de euros)
2013: -4,2 % (estimación)

Aparte de la recesión, son verdaderamente espeluznantes las cifras de la tasa de desempleo, la cual en agosto de 2012 alcanzó el 25,4% (1.267.595 de desempleados), con la tasa de desempleo entre jóvenes rozando el 58% y la de las mujeres el 29%. Se trata, desde luego, de las tasas de desempleo oficiales y no de las reales, las cuales están por lo menos de 3 a 4 puntos por encima de ellas. Aun así, la tasa de paro en Grecia es la más alta en Europa – ya que por primera vez superó a la española – mientras que las tasas de paro entre los jóvenes y las mujeres tienen el triste privilegio de ser las primeras en Europa desde hace varios meses.

Teniendo en cuenta que desde el inicio de la crisis cada año se nota un ascenso casi a la par entre recesión y tasa de desempleo, la predicción del Instituto Científico de la Confederación General de Trabajadores Griegos para un 29% de tasa de paro oficial (un 33% real) a finales de 2013, resultará probablemente correcta. También hay que tener en cuenta que 735.000 desempleados no reciben ningún tipo de subsidio de desempleo, que se han eliminado o se van a eliminar todos los subsidios por desempleo especiales y por baja temporada, y que hay 224.000 familias sin un solo miembro trabajando. Aun más preocupante e indicativo de la dinámica cero de la economía griega es el crecimiento del desempleo en pleno verano (del 24,4% en junio al 25,1% en julio), un período en que tradicionalmente la tasa de desempleo en Grecia se reduce a causa del empleo de un gran número trabajadores en el sector turístico.

Tasa de desempleo: Porcentaje % Miles de personas desempleadas
06/2009 8,9 443
12/2009 10,3 514
06/2010 11,8 594
12/2010 14,2 712
06/2011 16,6 823
12/2011 21,0 1034
06/2012 24,4 1216
08/2012 25,4 1268

 

Aparte de la recesión y el desempleo, todos los índices de la economía griega sin excepción alguna están en peligro de colapso, dando una imagen real de la desolación absoluta. Recientemente (9 de septiembre de 2012) el ministro de Finanzas estimó en 49 mil millones de euros los “sacrificios” de los griegos desde el comienzo de la crisis, de los cuales los 16,2 millones conciernen a recortes de salarios y pensiones. Con las medidas aprobadas el 7 de noviembre estas cifras llegan a los 67,9 mil millones y a los 25,8 millones de euros, respectivamente, y…continuará muy pronto. Esta excesiva sangría económica se refleja claramente en la reducción de los depósitos bancarios, que de los 237, 5 mil millones de euros en diciembre de 2009 han bajado en julio de este año a los 150,5 mil millones de euros. Por muy cierto que sea el hecho de que una parte de este dinero salió del país y otra parte está guardada por la gente en casa, es seguro que la mayor parte se ha usado para compensar los continuos recortes de los ingresos, y muchos son los desempleados que viven del dinero ahorrado, así como los que sacan dinero del banco para pagar los impuestos, las contribuciones de la seguridad social, varios gastos médicos, e.tc.

Según un informe AlphaBank, en agosto de 2012 la situación respecto de los depósitos era la siguiente:

Porcentaje de depositantes: Depósitos bancarios:
81,5 % 0 – 2.000 €
11,3 % 2.000 – 10.000 €
5,9 % 10.000 – 100.000 €

 

La disminución dramática de los depósitos es debida al descenso del salario bruto medio[2], de los 20.457 euros en 2010 a los 15.729 euros en 2011. Esta reducción del 23,1%, o del 25% si se calcula la inflación, coincide del todo con el descenso del 25% en la demanda interna para el mismo período. Al mismo tiempo, el descenso del poder adquisitivo desde principios de 2010 alcanza el 45% en promedio, haciéndonos retroceder a los niveles de 1978. De hecho, según los últimos datos de Eurostat procesados ​​por el Centro de Estudios e Investigaciones de la Cámara de Comercio, el salario promedio griego se ha desplomado a los 10.110,60 euros anuales.

Además, los préstamos no pagados, del 15,9% (39 millones de euros) en diciembre de 2011, se estima que van a superar el 20% (49 millones de euros) a finales de 2012. Hasta agosto de 2012 se habían contraído 224.384 préstamos hipotecarios y 441.038 créditos de consumo y se habían cargado otras tantas tarjetas de crédito correspondientes a ellos. La solución que están poniendo en marcha los bancos es convertir los contratos de préstamo en contratos de arrendamiento por 49 ó 99 años, según el modelo español o inglés, en los cuales a cambio de la reducción del importe del plazo el banco retiene la propiedad del inmobiliario. Se trata de una confiscación indirecta y traspaso del costo del pago del préstamo a los nietos o bisnietos del prestatario. La coincidencia temporal de la exigencia de la Troika del levantamiento de la prohibición de la confiscación de la primera vivienda con una declaración del ministro Voridis, quien dijo exactamente lo mismo el 20 de octubre de 2012, no puede ser fortuita.

Igual de problemática es la situación de los ingresos fiscales, a pesar de la imposición de impuestos cada vez más gravosos a todas las categorías de los contribuyentes. Las deudas confirmadas, de los 32 mil millones de euros en diciembre de 2009, ascendieron a los 42 millones de euros en diciembre de 2011 y a los 48,8 millones de euros en agosto de 2012. Parece que, debido a la continua y generalizada reducción de los ingresos, en combinación con las nuevas medidas fiscales exterminadoras impuestas a finales de 2013, los que objetivamente no van a ser capaces de cumplir con sus obligaciones van a superar los 2 millones. Se trata de una verdadera bomba en el sector de los ingresos públicos, ya que como el número de los deudores es tan alto, el Estado tiene unas armas legislativas (y administrativas) muy limitadas para enfrentarse a la situación. Es indicativo el hecho de que tan sólo en agosto de 2012 las deudas sin cobrar aumentaron en 3 mil millones de euros, a pesar de que este año el 70% de los contribuyentes ha pagado un promedio de 1.550 euros de más que el año pasado.

En cuanto a la situación de las finanzas públicas es importante destacar la situación trágica de los fondos de pensiones, que por supuesto es imposible que se recuperen de la participación del sector privado en la normalización del pago de la deuda, que les ha costado 13,5 mil millones de euros.

Tampoco el sector privado va bien. No son sólo los cierres de las medianas y pequeñas empresas comerciales que se van multiplicando (porcentaje de pequeñas empresas cerradas: 25% en Atenas, 27,5% en Tesalónica), sino que todos los sectores de la actividad económica están en declive. En concreto, para el segundo trimestre de 2012 tenemos las siguientes cifras:
Reducción de la producción industrial: 8,3%
Reducción de los gastos de consumo privado: 7,2%
Reducción de los gastos de consumo público: 9,1%
Reducción de capital fijo: 19,4%

Hasta las exportaciones, que después de la disminución excesiva del coste laboral era la gran esperanza de los defensores del programa, después de un aumento significativo provisional tuvieron un descenso del 4,1%, y las exportaciones a países de la UE se redujeron en un 20%.

El sector inmobiliario está experimentando una verdadera catástrofe. La caída del precio de la vivienda desde el año 2009 ha alcanzado el 50%, la reducción de las compras y ventas alcanzó casi el 75%, mientras que la construcción de nuevas viviendas es casi inexistente. Todo esto, junto con el continuo aumento del valor catastral y los altísimos impuestos inmobiliarios, han contribuido a la devaluación total de la propiedad popular, la cual en Grecia había tenido la particularidad de concentrarse en gran escala en la compra de inmobiliarios. Por lo tanto, no sería inapropiado decir que de alguna manera, a través del ataque al sector inmobiliario, el Gobierno y la Troika meten mano tanto en los ingresos de las generaciones anteriores – devaluando tanto el valor de sus bienes traspasados a la generación actual – como en los ingresos de las generaciones futuras, devaluando el valor de los bienes que se traspasarán a ella. Además, la paralización del sector de la construcción aumenta desproporcionadamente el desempleo, ya que una gran parte de la población activa está empleada en el sector de la construcción.

La desregulación de las relaciones laborales en el sector privado es total, conseguida a través de la abolición del Derecho laboral. Uno de cada tres trabajadores trabaja sin seguridad social, el porcentaje de los que tienen un trabajo flexible ha aumentado un 42% en tan sólo un año, mientras que los trabajadores a los que se les debe de uno a diez salarios ya son unos cientos de miles. La situación se deteriorará aún más si se aplica tan tan sólo la mitad de las medidas laborales que ha exigido la Troika y ha aceptado el gobierno.

Aquí es necesario señalar que la imposición de condiciones laborales de plena esclavitud en el sector privado nada sirve para reducir la deuda pública, la cual constituye el problema más grave del país. Estos ajustes se supone que se han hecho para mejorar la competitividad de nuestra economía, la cual, de acuerdo con las obsesiones neoliberales, depende casi exclusivamente de la reducción excesiva del coste laboral, que es considerado el único factor productivo que puede y debe ser adaptado a las condiciones de la crisis, ya que la rentabilidad del Capital es sagrada…

Sin embargo, a pesar la dureza, sin precedentes a nivel mundial, de las medidas que han reducido los salarios un 40% respecto a 2009 y el coste laboral por unidad producida un 26% (informe de AlphaBank , agosto 2012), la competitividad del país está en caída libre: Desde el 67º lugar de la clasificación mundial en 2008, llegó al 90º en 2011 y al 96º en junio de 2012.

Pero tampoco el nivel de la deuda pública muestra algún progreso, aunque su limitación se supone que es el “gran objetivo nacional”, que por conseguirlo se hacen todos estos “sacrificios”. Según los datos revisados ​​de la Oficina de Estadística, anunciados el 22 de octubre de 2012, la trayectoria de la deuda de la deuda es la siguiente:

Deuda pública (en billones de euros): Deuda pública como porcentaje % del PIB
2009: 299,7 129,4
2010: 329,5 145,0
2011: 355,6 170,6
2012: 340,6 174,8
2013: 346,2 (estimada) 179,3 (estimada)

 

De la lectura de estos datos se sacan las siguientes conclusiones:
a) El beneficio real de la reducción de la deuda era tan sólo 15 mil millones de euros.
b) El objetivo de la reducción de la deuda al 120% del PIB en 2020 es algo más que imposible. Esto ya que es un hecho reconocido por todos. De acuerdo con las estimaciones más optimistas hechas en la actualidad, la deuda como porcentaje del PIB continuará aumentando, por lo menos hasta el año 2015, antes de comenzar a descender, pero a un ritmo mucho más lento que el inicialmente estimado.
c) La prolongada recesión profunda de la economía griega contribuye al aumento de la deuda como porcentaje del PIB, a pesar de su ligero descenso en cifras absolutas. Es decir, el denominador de la fracción (PIB) se reduce más rápidamente que el numerador (deuda).
d) Todo lo anterior sucede porque el dinero que entra en el país en calidad de préstamo, regresa de inmediato a los prestamistas para el pago de los intereses, sin entrar en la economía real, ayudando a generar nuevos ingresos. Así que el desarrollo sigue siendo un objetivo imposible de alcanzar.
e) A diferencia de Italia y España, que lo han logrado evitar, en el caso de la deuda griega si cuentan las enormes cantidades de dinero que se destinan a la recapitalización de los bancos…

En cuanto a este último, no se puede dejar de notar la deficiencia total de los gobiernos de Papadimos, Papandreu y Samarás en las negociaciones con los acreedores. Ninguna de las ventajas del país fue utilizada al mínimo. En cambio, los gobiernos griegos se portaron como si fueran presos, con el argumento de que si no satisfacíamos todas las exigencias de los acreedores, nos iban a echar fuera de la eurozona. Esto, sin embargo, aparte de que con base en la legislación vigente es imposible, sería económicamente desastroso para el resto de los países miembros de la Unión Europea. Recientemente el Banco Central Europeo estimó que el costo para la eurozona de una posible salida de Grecia sería de mil billones de euros. No es imposible, según el mismo banco, que esta salida signifique la disolución definitiva de la unión monetaria, hecho que tendría gravísimas consecuencias para todos, especialmente para los países más ricos. Según estimaciones del Ministerio de Finanzas alemán, reveladas por la revista alemana Der Spiegel el 24 de junio de 2012, tal desarrollo significaría para Alemania una recesión del 10% y 5 millones de nuevos desempleados. Entonces, los gobiernos griegos, en lugar de utilizar todos los medios para limitar el desastre, han dado y siguen dando tiempo a los acreedores de proteger sus economías, y sobre todo sus bancos, para que la inevitable, según parece,  expulsión de Grecia de la eurozona, les cueste mucho menos de lo que les costaría inicialmente.

Por si fuera poco, el gobierno griego ha procedido a la liquidación de la riqueza pública del país a unos precios literalmente humillantes, devaluando por voluntad propia el producto que vende, según muestran las declaraciones recientes de altos funcionarios griegos sobre la viabilidad y las perspectivas de rentabilidad de la Caja de Ahorros y de la Agencia de Quinielas. Estas declaraciones dieron lugar a la caída libre de sus acciones y del valor de estas corporaciones, las cuales, sin embargo, son rentables. Lo mismo y aún peor sucedió en el caso del Banco Rural, vendido a un precio casi igual al valor de uno de sus inmobiliarios, en el caso de la empresa de productos lácteos Dodona, vendida por 21 millones de euros a una persona que le debía 12 millones de euros, al tiempo que sus ganancias antes de impuestos eran 44 millones de euros al año, y en varios otros casos.  La liquidación de todos sus bienes es realmente criminal, si pensamos que socava cualquier posibilidad de recuperación económica en el futuro, cualquiera que sea el gobierno del país.

A nivel comunicativo, todo este saqueo es justificado (por el Régimen) con una intensa campaña de criminalización del pueblo y sobre todo de la clase obrera, a través de sus medios de comunicación totalmente manipulados. Sin embargo, a pesar de lo que dicen sus periódicos amarillistas y los telediarios, la deuda- pues se supone que todo se hace para limitarla- no es debida al hecho de que hemos vivido durante años “por encima de nuestras posibilidades”, o al hecho de que somos perezosos (ya que los griegos antes de la crisis eran los trabajadores peor remunerados de la eurozona, con la excepción de los portugueses, y los que trabajaban más horas al año), ni al “Estado redundante” (ya que el Estado griego, tanto como gasto sobre el PIB como porcentaje de funcionarios sobre la población activa estaba por debajo del promedio de la eurozona), ni, desde luego, a la corrupción de una pequeña minoría de funcionarios, ni a los pequeños fraudes de los que cobraban la pensión de su abuelo difunto…

La deuda ha sido creada paulatinamente y ha tomado dimensiones monstruosas, debido principalmente a los siguientes factores, que son los mismos, en mayor o menor medida los factores que contribuyeron al disparo de la deuda de muchos otros países:

  1. Las enormes cantidades de dinero que ha estado pagando el Estado griego por la compra de armamentos militares en todo el período de la transición (desde 1973 hasta la fecha). En parte este dinero se dirigía a los países de la Unión Europea que ahora nos están castigando por nuestra elevada deuda pública, el aumento de la cual no les molestaba en absoluto cuando nos vendían sus armas.
  2. La liquidación-a unos precios bajísimos-de la propiedad pública, que a pesar de la propaganda sobre el “Estado enorme”, había comenzado ya desde la época del gobierno derechista de Mitsotakis (1990-1993) y continuó durante los mandatos de los gobiernos de Simitis y Karamanlís (1993-2009), privando al país de cualquier oportunidad de desarrollo autónomo.
  3. El desmantelamiento del tejido productivo del país, gradualmente desde 1979, cuando Grecia ingresó en la Comunidad Económica Europea, con el fin de aumentar las importaciones de productos europeos. Esto ha dado lugar al estancamiento del PIB (ya antes de la crisis) a niveles inferiores a la capacidad productiva real del país.
  4. La posición de Grecia en la división internacional del trabajo, que le priva de las oportunidades de enriquecimiento, como las que tienen los países económicamente fuertes. Las cosas están empeorando por la distribución desigual de las inversiones internacionales y por los depósitos bancarios, que después de la crisis de 1973 se concentran en los bancos de los países de las economías más fuertes, dejando un déficit de financiación en los países de la periferia. Este vacío lo llena el Estado tomando un préstamo, por lo que hay tantos países altamente endeudados en la actualidad.
  5. El “abrazo mortal” del Estado por el Capital privado, el cual sistemáticamente y durante varias décadas está robando la riqueza pública. No nos referimos sólo a la evasión de impuestos inimaginable o al uso de métodos obviamente ilegales, como la inversión en la Bolsa de los fondos de las cajas de seguros. Aún más devastadora es la financiación directa del Capital por parte del Estado, con préstamos de bajo interés, subvenciones y exenciones fiscales provocativas, que se supone que lo van a dirigir hacia inversiones productivas. Estas últimas, sin embargo, por razones que explicaremos más adelante, nunca vienen, ya que el Capital sigue retirándose de la producción sin devolver el dinero que no ha utilizado para el fin con el que lo tomó. Ese dinero es colocado en la economía virtual, reportando nuevos beneficios al Capital. A continuación el Capital concede más préstamos al Estado que anteriormente se había endeudado para concederle un préstamo al Capital. Encima, estos préstamos que toma el Estado tienen unas tasas de interés altísimas. De hecho, en el caso de Grecia, uno se pregunta cómo el gran Capital griego ha llegado a estar prácticamente quebrado, a pesar del “pleno apoyo” del Estado.

Concluyendo con este estudio sobre el estado de la economía griega, no podemos dejar de mencionar el déficit, que tampoco se puede equilibrar. Ya la última revisión de los datos de la Oficina de Estadística que conciernen al déficit, muestran que el déficit en 2011 ha ascendido al 9,4% en vez del 9% que era la cifra prevista, y del 2012 al 6,9% en vez del 6,6% que era la cifra prevista. Aquí también, el objetivo del 3% parece inalcanzable en el plazo fijado.

En general, el estado sombrío de la economía griega se confirma en el anteproyecto de presupuesto de 2013, que prevé un déficit del 4,2%, una recesión económica del 3,8% de disminución (finalmente un 4,2% después de regatear su cifra con la Troika), una reducción de la demanda interna del 6,1 %, una reducción del consumo privado del 5,9%, una reducción del consumo público del 7,2%, un descenso de las inversiones del 3,7%, un aumento de la tasa desempleo que llegará al 24,7%, como promedio anual. A pesar de que estas previsiones son deliberadamente optimistas, siguen siendo una pesadilla.

En conclusión, la política económica seguida, en general conduce a una asfixia a toda la actividad económica, lo que hace imposible el desarrollo, hace crecer el déficit y la deuda, dispara el desempleo y profundiza la recesión. Cada nuevo paquete de medidas es la causa del próximo. Ni uno de los objetivos del programa de ajuste puede ser alcanzado. Para permanecer Grecia en la UE y la eurozona, tiene que acercarse cada vez más a los estándares de África. La posición del país a nivel internacional va empeorando y la deuda, que se vuelve cada vez menos viable después de la participación del sector privado en los procesos de regularización, es principalmente una deuda a Estados y no a individuos.

La crisis genera millones de tragedias individuales y familiares, ya que la embestida de la pobreza y el colapso de toda la protección social transforman la cotidianidad de la sociedad en un infierno. La crisis económica se va transformando gradualmente en crisis humanitaria.

Shortlink: http://eagainst.com/?p=45790

Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα (αυτοί θα έπρεπε να φοβούνται…)

Λίγους μόλις μήνες από τις τελευταίες εκλογές, η τρικομματική κυβέρνηση έχει ήδη φροντίσει να διαλύσει τις αυταπάτες όσων την εμπιστεύτηκαν. Όλες οι προεκλογικές εξαγγελίες για επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου ή απαγκίστρωση απ’ αυτό ξεχάστηκαν και τη θέση τους πήρε η κλιμάκωση της βάρβαρης πολιτικής της τελευταίας διετίας, με τη λήψη του πιο σκληρού πακέτου μέτρων από την αρχή της κρίσης. Πρόκειται για μέτρα πολλαπλάσια απ’ του Φεβρουαρίου, που ενώ αρχικά ανέρχονταν στο ύψος των 11,5  δισ. ευρώ, έφτασαν τα  13,5 δισ. ευρώ κατά την ψήφισή τους για ν’ αποκαλυφθεί ότι τελικά αγγίζουν τα 18,9 δισ. χωρίς να υπολογίσουμε τις ρήτρες αυτόματης αναπλήρωσης που επέβαλε η τρόϊκα. Με άλλα λόγια πρόκειται για μέτρα που ξεπερνούν το 8,5 % του ΑΕΠ και τα οποία είναι βέβαιο ότι θα βαθύνουν την ύφεση, θα αυξήσουν την ανεργία και θα οδηγήσουν στην εξαθλίωση την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού.

Κύριοι άξονες αυτών των μέτρων που ταιριάζουν περισσότερο σε κατοχική κυβέρνηση, είναι οι οριζόντιες περικοπές μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, η περιστολή κάθε κοινωνικής δαπάνης, η κατεδάφιση της δημόσιας υγείας και της δημόσιας παιδείας, η διάλυση της δημόσιας διοίκησης και του ασφαλιστικού συστήματος και κυρίως οι νέες, πέρα από κάθε λογική αυξήσεις φόρων που κυριολεκτικά εξοντώνουν τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Παράλληλα, στον τομέα των εργασιακών έχει ήδη ανοίξει η συζήτηση για μια σειρά ρυθμίσεων που αν υλοποιηθούν, θα γυρίσουν το εργατικό δίκαιο της χώρας στο 19ο αιώνα.

Όλα αυτά υποτίθεται ότι γίνονται για την εκταμίευση της δόσης των 31,5 δισ. που είναι τάχα απολύτως απαραίτητη για την αποφυγή της χρεοκοπίας και την επιβίωση της χώρας. Σύμφωνα με την επίσημη προπαγάνδα, τα χρήματα αυτά θα βοηθήσουν την επανεκκίνηση της οικονομίας, δίνοντας μια τονωτική ένεση ρευστότητας στην αγορά και λύνοντας το πρόβλημα των ταμειακών διαθεσίμων του κράτους τα οποία σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού εξαντλούνται την 16η Νοεμβρίου. Ωστόσο είναι γνωστό, ότι από τα 31,5 δισ., ούτε ένα ευρώ δε θα πάει σε μισθούς ή συντάξεις, ενώ στην πραγματική οικονομία θα κατευθυνθεί ένα πραγματικά ασήμαντο ποσοστό: τα 25 δισ. θα πάνε για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τα 3,5 δισ. στην εξόφληση ομολόγων που λήγουν και τα υπόλοιπα στην εξόφληση χρεών του δημοσίου προς ιδιώτες. Αν σκεφτούμε ότι απ’ όλες τις προηγούμενες «ενέσεις ρευστότητας» που είτε με τη μορφή μετρητών, είτε με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων, φτάνουν από το 2008 ήδη τα 168 δισ. ευρώ, οι τράπεζες δεν έριξαν δεκάρα στην πραγματική οικονομία, θα καταλάβουμε ότι η αισιοδοξία της Κυβέρνησης ότι αυτή τη φορά θα το κάνουν είναι εντελώς αβάσιμη. Αντίθετα είναι βέβαιο ότι οι τράπεζες θα κρατήσουν και πάλι τα χρήματα, όχι μόνο γιατί μέσα σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης και απόλυτης οικονομικής καθίζησης, κάθε δάνειο που εκταμιεύεται είναι αυτόματα επισφαλές, αλλά και για να αποκτήσουν την κεφαλαιακή επάρκεια που σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανονισμούς τους είναι απαραίτητη για να μπορούν να δανείζονται στη διατραπεζική αγορά. Όσο για την εξόφληση χρεών προς ιδιώτες, είναι βέβαιο ότι αφορά σχεδόν αποκλειστικά τους μεγάλους προμηθευτές και τους μεγαλοεργολάβους και όχι τους χιλιάδες μικρομεσαίους επιχειρηματίες που συναλλάσσονται με το δημόσιο.

Με βάση τα παραπάνω, οι συνεχείς διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού, ότι πρόκειται για τα τελευταία μέτρα ηχούν πραγματικά κωμικές, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από τη ρήτρα που επιβάλλει η τρόικα περί αυτόματης αναπλήρωσης κάθε αστοχίας του προγράμματος, με νέες περικοπές μισθών και συντάξεων στο δημόσιο κυρίως τομέα. Άλλωστε η συζήτηση για νέα μέτρα άρχισε ήδη, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά την ψήφισή τους.

Η συνολική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας

Ας δούμε όμως σε ποιά οικονομία εφαρμόζονται αυτά τα μέτρα. Όπως δείχνουν τα στοιχεία που θα παρατεθούν, είναι δύσκολο, όσο κι αν ψάξει κανείς, να βρει άλλο παράδειγμα τέτοιας γενικής καθίζησης τουλάχιστον στην μεταπολεμική Ευρώπη.

Αρχίζοντας με την ύφεση που συνεχίζεται για Πέμπτη συνεχόμενη χρονιά, προκύπτει ότι έφτασε αθροιστικά φέτος τον Ιούνιο στο 17,4 % του ΑΕΠ, ενώ η επίσημη πρόβλεψη για το τέλος του έτους την ανεβάζει στο 21 %. Μάλιστα, πρόσφατα ο Στουρνάρας δήλωσε ότι θα συνεχιστεί για άλλα δύο χρόνια φτάνοντας στο 25 % το 2014. Φυσικά η αλήθεια είναι πολύ χειρότερη. Το πραγματικό νούμερο θα ξεπεράσει σε κάθε περίπτωση το 28 %, χωρίς ν’ αποκλείεται και μια έκρηξη άνω του 30 % αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις πολλών ειδικών και διεθνών οργανισμών. Ήδη για το 2013 η Moody’s προβλέπει 7 %, η Citigroup 10,7 %, ενώ το ΚΕΠΕ που πριν τρεις μήνες προέβλεπε 9,1 %, πρόσφατα, πιθανώς μετά από πολιτικές παρεμβάσεις, κατέβασε την εκτίμησή του στο 5 %. Το ίδιο ποσοστό του 5 % έβλεπε και η τρόικα στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις της με την Κυβέρνηση για τα νέα μέτρα, με την ελληνική πλευρά να επιμένει βλακωδώς στο απίστευτο 3,8 %, που ακόμα κι αυτό όμως αρκεί για να διαψεύδει την εκτίμηση του Στουρνάρα για 25 % αθροιστική ύφεσης στο τέλος του 2014, αφού το νούμερο αυτό θα είχε ήδη ξεπεραστεί από το 2013. Αυτό που είναι πραγματικά αστείο, είναι ότι τελικά τρόικα και Κυβέρνηση τα βρήκαν κάπου στη μέση συμφωνώντας στο 4,2 %, λες και η ύφεση εξαρτάται από τις εκτιμήσεις τους οι οποίες πέφτουν πάντα έξω. Θυμίζουμε ότι για το 2012 η αρχική εκτίμηση που δινόταν στον προϋπολογισμό που κατατέθηκε το Νοέμβριο του 2011 ήταν 2,8 %. Η εκτίμηση αυτή αναθεωρήθηκε στη διάρκεια της χρονιάς πέντε φορές προς τα πάνω με την πραγματική ύφεση να αγγίζει ή και να ξεπερνάει το 7 % (7,2 % ήταν η ύφεση του 3ου τριμήνου και 6,7 % η ύφεση του 1ου εννιάμηνου όπως ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ στις 14/11/2012).

ΠΟΣΟΣΤΟ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΕΠ (ΥΦΕΣΗ)
2008: -0,2 %
2009: -3,2 %
2010: -4,9 % [1]
2011: -7,1 % (208,5 δισ. €) [1]
2012: -6,6 % (εκτίμηση – 194,7 δισ. €)
2013: -4,2 % (εκτίμηση)

Εκτός από την ύφεση, πραγματικά εφιαλτικά είναι τα μεγέθη της ανεργίας που τον Αύγουστο έφτασε στο 25,4 % (1.267.595), με τη νεανική στο 58 % και τη γυναικεία στο 29 %. Πρόκειται βέβαια για την επίσημη ανεργία και όχι την πραγματική που είναι τουλάχιστον 3 με 4 μονάδες πάνω. Ακόμα κι έτσι όμως, πρόκειται για τη μεγαλύτερη ανεργία σε όλη την Ευρώπη – αφού για πρώτη φορά ξεπέρασε την ισπανική – ενώ η νεανική και η γυναικεία κατείχαν το θλιβερό προνόμιο της πρωτιάς εδώ και πολλούς μήνες.

Με δεδομένο ότι από την αρχή της κρίσης παρατηρείται η σχεδόν ισόποση ετήσια άνοδος ύφεσης και ανεργίας, η πρόβλεψη του Επιστημονικού Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ για 29 % επίσημη ανεργία (δηλαδή περίπου 33 % πραγματική) στο τέλος του 2013, θα αποδειχθεί πιθανότατα σωστή. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι 735.000 άνεργοι δεν παίρνουν καθόλου επίδομα ανεργίας ενώ ;έως τώρα κόβονται και τα ειδικά και εποχικά επιδόματα, καθώς και ότι υπάρχουν 224.000 οικογένειες χωρίς ούτε ένα εργαζόμενο μέλος. Ακόμα πολύ ανησυχητική και ενδεικτική της μηδενικής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, είναι η αύξηση της ανεργίας μέσα στο καλοκαίρι (από 24,4 % τον Ιούνιο σε 25,1 % τον Ιούλιο) – περίοδο που παραδοσιακά η ανεργία στην Ελλάδα μειώνεται λόγω της απασχόλησης μεγάλου αριθμού εργαζομένων στον τουρισμό.

ΑΝΕΡΓΙΑ: ΠΟΣΟΣΤΟ % ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΤΟΜΑ
06/2009 8,9 443
12/2009 10,3 514
06/2010 11,8 594
12/2010 14,2 712
06/2011 16,6 823
12/2011 21,0  1034
06/2012 24,4 1216
08/2012 25,4  1268

 

Πέρα όμως από την ύφεση και την ανεργία, όλοι ανεξαιρέτως οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας απειλούνται με κατάρρευση δίνοντας πραγματικά μια εικόνα απόλυτης ερήμωσης. Πρόσφατα ο Σταϊκούρας (19/9/2012) εκτίμησε στα 49 δισ. € τις θυσίες των Ελλήνων από την αρχή της κρίσης, εκ των οποίων τα 16,2 δισ. αφορούν περικοπές μισθών και συντάξεων. Με τα τωρινά μέτρα τα ποσά φτάνουν τα 67,9 δισ. και 25,8 δισ. αντίστοιχα και έπεται συνέχεια πολύ σύντομα. Αυτή η υπερβολική αφαίμαξη εισοδημάτων φαίνεται καθαρά στην μείωση του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων οι οποίες από 237,5 δισ. € το Δεκέμβριο του 2009 έπεσαν φέτος τον Ιούλιο στα 150,5 δισ. €. Όσο κι αν είναι αλήθεια ότι ένα μέρος της διαφοράς έφυγε από τη χώρα κι ένα άλλο μέρος φυλάσσεται στα σπίτια, είναι σίγουρο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι έχει εξανεμιστεί για ν’ αντισταθμίσει τις συνεχείς περικοπές των εισοδημάτων, ενώ πολλοί είναι και οι άνεργοι που τρώνε τα έτοιμα όπως κι αυτοί που σηκώνουν λεφτά για να πληρώσουν φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, ιατρικές δαπάνες κλπ.

Σύμφωνα με έκθεση της ALPHABANK τον Αύγουστο, η κατάσταση όσον αφορά τις καταθέσεις είχε ως εξής:

Ποσοστό καταθετών: Ύψος καταθέσεων :
81,5 % 0 – 2.000 €
11,3 %   2.000 – 10.000 €
5,9 %   10.000 – 100.000 €

 

Η δραματική μείωση των καταθέσεων οφείλεται στην πτώση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών από τα 20.457 € το 2010, στα 15.729 € το 2011. Αυτή η μείωση κατά 23,1 % ή 25 % αν υπολογιστεί και ο πληθωρισμός, ταυτίζεται απόλυτα με την πτώση κατά 25 % της εγχώριας ζήτησης για το ίδιο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, η πτώση της αγοραστικής δύναμης από την αρχή του 2010, αγγίζει το 45 % κατά μέσο όρο, γυρνώντας μας στα επίπεδα του 1978. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat επεξεργασμένα από το Κέντρο Μελετών και Ερευνών του Εμπορικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου, ο μέσος ελληνικός μισθός έχει κατρακυλήσει στα 10.110,60 € κατ’ έτος.

Ακόμη, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 15,9 % (39 δισ. €) το Δεκέμβρη του 2011, υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν το 20 % (49 δισ. €) στο τέλος του 2012, ενώ έως τον Αύγουστο του 2012 είχαν ρυθμιστεί 224.384 στεγαστικά και 441.038 καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Η λύση που δρομολογούν οι τράπεζες είναι η μετατροπή των δανειακών συμβάσεων σε  μισθώσεις για 49 ή 99 χρόνια σύμφωνα με το ισπανικό ή το αγγλικό μοντέλο, όπου το αντάλλαγμα για τη μείωση της δόσης είναι η παρακράτηση από την τράπεζα της κυριότητας του ακινήτου. Πρόκειται δηλαδή για έμμεση κατάσχεση και μετάθεση του κόστους αποπληρωμής του δανείου, στα εγγόνια ή και τα δισέγγονα του δανειολήπτη. Η χρονική σύμπτωση της δημοσιοποίησης της απαίτησης της τρόικας για άρση της απαγόρευσης κατάσχεσης της πρώτης κατοικίας με τις δηλώσεις του Βορίδη που είπε ακριβώς το ίδιο (την 20.10.2012) δεν μπορεί να είναι τυχαία.

Προβληματική είναι επίσης και η πορεία των φορολογικών εσόδων παρά την καταιγιστική επιβολή ολοένα και επαχθέστερων φόρων σε όλες τις κατηγορίες των φορολογουμένων. Οι βεβαιωμένες οφειλές από 32 δισ. € το Δεκέμβρη του 2009, έφτασαν στα 42 δισ. € το Δεκέμβρη του 2011 και στα 48,8 δισ. € τον Αύγουστο του 2012, ενώ φαίνεται ότι λόγω της συνεχούς και γενικής μείωσης των εισοδημάτων σε συνδυασμό με τα νέα εξοντωτικά φορολογικά μέτρα, στο τέλος του 2013, αυτοί που αντικειμενικά θ’ αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους θα έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα 2 εκ. άτομα. Πρόκειται για μια πραγματική βόμβα στον τομέα των δημοσίων εσόδων, γιατί όταν το πλήθος των οφειλετών είναι τόσο μεγάλο, το κράτος έχει πολύ περιορισμένα νομοθετικά (και διοικητικά) όπλα για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο τον Αύγουστο, οι ανείσπρακτες οφειλές αυξήθηκαν κατά 3 δισ. € παρά το γεγονός ότι φέτος το 70 % των φορολογούμενων επιβαρύνθηκε μεσοσταθμικά κατά 1.550 € σε σχέση με πέρυσι.

Από την άποψη των δημοσίων οικονομικών σημαντική είναι και η τραγική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία είναι φυσικά αδύνατο να ανακάμψουν από το PSI που τους κόστισε 13,5 δισ. €.

Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα τίποτα δεν πάει καλά. Δεν είναι μόνο τα λουκέτα των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων που πολλαπλασιάζονται (25 % στην Αθήνα, 27,5 % στη Θεσσαλονίκη), αλλά όλοι οι τομείς της οικονομικής δραστηριότητας βρίσκονται σε κάθετη πτώση. Ειδικότερα, στο 2ο τρίμηνο του 2012 έχουμε:
Μείωση βιομηχανικής παραγωγής: 8,3 %
Μείωση ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης: 7,2 %
Μείωση δημόσιας καταναλωτικής δαπάνης: 9,1 %
Μείωση επενδύσεων παγίου κεφαλαίου: 19,4 %

Ακόμα και οι εξαγωγές, οι οποίες μετά την υπερβολική συμπίεση του εργατικού κόστους ήταν η μεγάλη ελπίδα των υποστηρικτών του προγράμματος, μετά από μια πρόσκαιρη σημαντική άνοδο έπεσαν κατά 4,1 % με τις εξαγωγές προς χώρες της Ε.Ε. να μειώνονται κατά 20 %.

Πραγματική καταστροφή έχει επέλθει επίσης στον τομέα των ακινήτων. Η πτώση των τιμών  κατοικίας από το 2009 φτάνει το 50 %, η μείωση των αγοραπωλησιών σχεδόν το 75 % ενώ η κατασκευή νέων κατοικιών έχει σχεδόν μηδενιστεί. Αυτά σε συνδυασμό με τη συνεχή άνοδο των αντικειμενικών αξιών και τη βαρύτατη φορολόγηση των ακινήτων, καθιστούν ολοκληρωτική την απαξίωση της λαϊκής περιουσίας, η οποία στην Ελλάδα είχε την ιδιαιτερότητα να συγκεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στην αγορά ακινήτων. Δεν θα ήταν άστοχο λοιπόν να πούμε, ότι κατά κάποιο τρόπο, μέσω της επίθεσης στην ακίνητη περιουσία, η Κυβέρνηση και η τρόϊκα βάζουν χέρι τόσο στα εισοδήματα των προηγούμενων γενεών – υποτιμώντας την αξία των περιουσιακών στοιχείων που αυτές μεταβίβασαν στην σύγχρονη γενιά – όσο και στα εισοδήματα των μελλοντικών γενεών, υποτιμώντας την αξία περιουσιακών στοιχείων που θα μεταβιβαστούν σ’ αυτή. Ακόμα, η νέκρα στην οικοδομή ανεβάζει δυσανάλογα την ανεργία καθώς, μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται στον τομέα των κατασκευών.

Ολοκληρωτική είναι και η απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα που επιτυγχάνεται μέσω της ουσιαστικής κατάργησης του εργατικού δικαίου. Ένας στους τρεις εργαζόμενους δουλεύει ανασφάλιστος, οι ελαστικά απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 42 % μέσα σε ένα μόλις χρόνο, ενώ αυτοί στους οποίους οφείλονται από ένας έως και δέκα μισθοί, ανέρχονται πλέον σε εκατοντάδες χιλιάδες. Η κατάσταση θα χειροτερέψει μάλιστα πολύ περισσότερο αν εφαρμοστούν έστω και τα μισά από τα εργασιακά μέτρα που ζήτησε η τρόικα και δέχτηκε η Κυβέρνηση.

Εδώ είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι η εγκαθίδρυση συνθηκών γαλέρας στον ιδιωτικό τομέα, σε τίποτα δεν εξυπηρετεί τη μείωση του δημοσίου χρέους που αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της χώρας. Αυτές οι ρυθμίσεις υποτίθεται ότι γίνονται για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, η οποία σύμφωνα με τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη συμπίεση του εργατικού κόστους που θεωρείται ο μόνος παραγωγικός συντελεστής που μπορεί και πρέπει να προσαρμοστεί στην κρίση, αφού η κερδοφορία του κεφαλαίου είναι ιερή…

Ωστόσο, παρά την παγκοσμίως πρωτοφανή σκληρότητα των μέτρων που επέφεραν μείωση μισθών κατά 40 % από το 2009 και μέση μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 26 % (έκθεση ALPHABANK – Αυγ. 2012), η ανταγωνιστικότητα της χώρας βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση: Από την 67η θέση της παγκόσμιας κατάταξης το 2008 βρέθηκε στην 90η το 2011 και στην 96η τον Ιούνιο 2012.

Αλλά και το επίπεδο του δημοσίου χρέους δεν παρουσιάζει καμία πρόοδο αν και ο περιορισμός του υποτίθεται ότι αποτελεί το «μεγάλο εθνικό στόχο» για την επίτευξη του οποίου γίνονται όλες οι θυσίες. Σύμφωνα με αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που ανακοινώθηκαν στις 22/10/2012 διορθώνοντας τα στοιχεία του προσχεδίου του προϋπολογισμού που κατατέθηκε την 1/10/2012, η πορεία του χρέους είναι η εξής:

Δημόσιο χρέος σε δισ. €: Δημόσιο χρέος ως ποσοστό % επί του ΑΕΠ:
2009: 299,7 129,4
2010: 329,5   145,0
2011: 355,6 170,6
2012: 340,6 174,8
2013: 346,2 (εκτίμηση) 179,3 (εκτίμηση)

 

Από την ανάγνωση των στοιχείων αυτών προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

α) Το πραγματικό όφελος από το περιβόητο κούρεμα ήταν μόλις 15 δισ. €.

β) Ο στόχος για κατέβασμα του χρέους σε 120 % του ΑΕΠ το 2020 είναι κάτι παραπάνω από ανέφικτος – πράγμα που πια ομολογείται απ’ όλες τις πλευρές. Σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες τωρινές εκτιμήσεις, το χρέος θα συνεχίσει ν’ αυξάνεται ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2015 πριν αρχίσει να αποκλιμακώνεται, με ρυθμούς όμως πολύ πιο αργούς απ’ ότι είχε αρχικά εκτιμηθεί.

γ) Η παρατεινόμενη βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας, ανεβάζει το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, παρά την ελαφριά μείωσή του σε απόλυτα ποσά. Ο παρονομαστής του κλάσματος (ΑΕΠ) μειώνεται δηλαδή πιο γρήγορα από τον αριθμητή (χρέος).

δ) Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν γιατί τα χρήματα που μπαίνουν στην χώρα με τη μορφή δανείου, επιστρέφουν αμέσως στους δανειστές για την αποπληρωμή τόκων, χωρίς να περάσουν από την πραγματική οικονομία συμβάλλοντας στην παραγωγή νέου εισοδήματος. Έτσι η ανάπτυξη παραμένει άπιαστος στόχος.

ε) Αντίθετα με την Ιταλία και στην Ισπανία που κατάφεραν ν’ αποφύγουν κάτι τέτοιο, στο ελληνικό δημόσιο χρέος προσμετρώνται και τα τεράστια ποσά που πάνε για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών…

Σχετικά μ’ αυτό το τελευταίο, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει τις τραγικές επιδόσεις των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά στον τομέα της διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές. Κανένα από τα διαπραγματευτικά ατού της χώρας δε χρησιμοποιήθηκε στο ελάχιστο. Αντ’ αυτού, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδόθηκαν σε μια τακτική πειθαρχικού κρατούμενου στο εξωτερικό, με το επιχείρημα ότι αν δεν ικανοποιήσουμε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών θα μας πετάξουν έξω από την ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο όμως, εκτός από το ότι με βάση τα έως τώρα ισχύοντα είναι  αδύνατο νομικά, θα ήταν και καταστροφικό οικονομικά για τους εταίρους μας. Πρόσφατα η ΕΚΤ εκτίμησε το κόστος για την ευρωζώνη μιας ενδεχόμενης ελληνικής εξόδου στο 1 τρισ. €, ενώ δεν απέκλεισε κάτι τέτοιο να σημάνει και την οριστική διάλυση της νομισματικής ένωσης – πράγμα που θα είχε σοβαρότατες συνέπειες για όλους και ιδιαίτερα για τις πλουσιότερες χώρες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών που αποκάλυψε το Spiegel στις 24 Ιουνίου 2012, μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε για τη Γερμανία ύφεση 10 % και 5 εκατομμύρια νέους ανέργους. Οι ελληνικές κυβερνήσεις λοιπόν, αντί να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να περιορίσουν την καταστροφή, έδωσαν και δίνουν χρόνο στους πιστωτές να θωρακίσουν τις οικονομίες τους και ειδικά τις τράπεζές τους, έτσι ώστε η αναπόφευκτη όπως φαίνεται έξωση της Ελλάδας από την ευρωζώνη, να τους κοστίσει τελικά πολύ λιγότερο απ’ ό,τι θα τους κόστιζε αρχικά.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση προχωρά και στο ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου της χώρας σε τιμές κυριολεκτικά εξευτελιστικές, απαξιώνοντας μάλιστα μόνη της το προϊόν που πουλά, όπως δείχνουν οι πρόσφατες δηλώσεις Ελλήνων αξιωματούχων περί της βιωσιμότητας και των προοπτικών κερδοφορίας του Τ.Τ. και του ΟΠΑΠ, οι οποίες οδήγησαν τις μετοχές τους σε κάθετη πτώση  και έριξαν την αξία των οργανισμών αυτών, οι οποίοι είναι ωστόσο και οι δύο κερδοφόροι. Τα ίδια και χειρότερα έγιναν με την Αγροτική που πουλήθηκε σε τιμή που ισοδυναμεί σχεδόν με την αξία ενός ακινήτου της, με τη Δωδώνη που πουλήθηκε 21 εκ. € σε ιδιώτη που της χρωστούσε ήδη 12 εκ. € τη στιγμή  που παρουσίαζε κέρδη προ φόρων 44 εκ. € το χρόνο κλπ. Αυτή η αποψίλωση του Δημοσίου από κάθε περιουσιακό στοιχείο είναι πραγματικά εγκληματική, αν σκεφτούμε ότι υπονομεύει και οποιαδήποτε μελλοντική προοπτική ανάκαμψης της οικονομίας με οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Στο επικοινωνιακό επίπεδο, όλη αυτή η λεηλασία δικαιολογείται με μια εντατική εκστρατεία ενοχοποίησης του λαού και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, μέσω των απόλυτα χειραγωγούμενων ΜΜΕ. Ωστόσο, παρά τα όσα λένε οι φυλλάδες τους και τα δελτία των 8, το χρέος – για τον περιορισμό του οποίου υποτίθεται ότι γίνονται όλα – δεν οφείλεται στο ότι ζήσαμε για χρόνια «πάνω από τις δυνάμεις μας» ή στο ότι είμαστε τεμπέληδες (εφόσον οι Έλληνες ήταν και προ κρίσης οι πιο κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι της ευρωζώνης με εξαίρεση τους Πορτογάλους και αυτοί που εργάζονταν περισσότερες ώρες το χρόνο), ούτε στο «τεράστιο κράτος» (αφού το ελληνικό δημόσιο τόσο ως κόστος επί του ΑΕΠ, όσο και ως ποσοστό εργαζομένων επί του συνολικού εργατικού δυναμικού ήταν κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης), ούτε βέβαια στη διαφθορά μιας ελάχιστης μειοψηφίας δημοσίων υπαλλήλων ή στις μικροκομπίνες αυτών που εισέπρατταν τη σύνταξη του πεθαμένου τους παππού…

Είναι χρέος που δημιουργήθηκε διαχρονικά και πήρε τερατώδεις διαστάσεις λόγω κυρίως των εξής παραγόντων, οι οποίοι ισχύουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό και για πολλές άλλες χώρες:

1.Των τεράστιων ποσών που πληρώνει το ελληνικό κράτος σε εξοπλιστικά προγράμματα σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Αυτά τα ποσά πήγαιναν κατά ένα σημαντικό μέρος στους Ευρωπαίους εταίρους που τώρα μας τιμωρούν για το υψηλό δημόσιο χρέος, η αύξηση του οποίου καθόλου δεν τους ενοχλούσε όταν πουλούσαν τα όπλα τους.

2.Του ξεπουλήματος κοψοχρονιά της δημόσιας περιουσίας που παρά την προπαγάνδα για «υδροκέφαλο κράτος» είχε αρχίσει ήδη από την εποχή Μητσοτάκη και συνεχίστηκε επί Σημίτη και Καραμανλή, στερώντας τη χώρα από κάθε δυνατότητα αυτόνομης ανάπτυξης.

3.Της διάλυσης του παραγωγικού ιστού της χώρας σταδιακά από το 1979 που εντάχθηκε στην ΕΟΚ, με σκοπό την αύξηση των εισαγωγών των ευρωπαϊκών προϊόντων. Αυτό είχε σαν συνέπεια και την – ήδη προ της κρίσης – καθήλωση του ΑΕΠ σε επίπεδα κατώτερα από τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.

4.Της θέσης της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας που της στερεί ευκαιρίες πλουτισμού όπως αυτές που έχουν οι ισχυρές οικονομικά χώρες. Τα πράγματα χειροτερεύει η άνιση κατανομή των διεθνών επενδύσεων και της παγκόσμιας αποταμίευσης που μετά την κρίση του 1973, συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες οικονομίες, αφήνοντας χρηματοδοτικό κενό στις χώρες της περιφέρειας. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το κράτος δανειζόμενο, γι’ αυτό και έχουμε σήμερα τόσες υπερχρεωμένες χώρες.

5.Του θανάσιμου εναγκαλισμού του κράτους από το ιδιωτικό κεφάλαιο που συστηματικά επί δεκαετίες απομυζά το δημόσιο πλούτο. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην ασύλληπτη φοροδιαφυγή του κεφαλαίου ή στη χρήση ευθέως παράνομων μεθόδων όπως το τζογάρισμα στο Χρηματιστήριο των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Ακόμα πιο καταστροφική είναι η απευθείας τροφοδότηση του κεφαλαίου από το κράτος με χαμηλότοκα δάνεια, επιδοτήσεις και προκλητικές φοροαπαλλαγές που υποτίθεται  ότι θα το στρέψουν σε παραγωγικές επενδύσεις. Αυτές όμως, για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω, δεν έρχονται ποτέ αφού το κεφάλαιο συνεχίζεται ν’ αποσύρεται από την παραγωγή, χωρίς μάλιστα να επιστρέψει τα λεφτά που δεν χρησιμοποίησε για το σκοπό που τα πήρε. Αυτά τα λεφτά τοποθετούνται στην εικονική οικονομία φέρνοντας νέα κέρδη, με τελική κατάληξη οι ιδιώτες να δανείζουν με ληστρικά επιτόκια το κράτος που είχε καταχρεωθεί για να τους δανείσει. Στην περίπτωση της Ελλάδας μάλιστα, είναι πραγματικά απορίας άξιο, πώς παρά την «αμέριστη συμπαράσταση» του κράτους, το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο κατάφερε να είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένο.

Τελειώνοντας την εξέταση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο έλλειμμα το οποίο επίσης δεν μπορεί να τιθασευτεί. Ήδη η τελευταία αναθεώρηση των στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ, ανεβάζει το έλλειμμα του 2011 στο 9,4 % αντί του αρχικού 9 % και του 2012 στο 6,9 % αντί του αρχικού 6,6 %. Και εδώ ο στόχος του 3 % μοιάζει ανέφικτος στα χρονικά περιθώρια που έχουν τεθεί.

Γενικά, η ζοφερή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας επιβεβαιώνεται και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2013 που προβλέπει έλλειμμα 4,2 %, ύφεση 3,8 % (τελικά 4,2 % μετά από παζάρι με την τρόϊκα), μείωση της εγχώριας ζήτησης 6,1 %, μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης 5.9 %, μείωση της δημόσιας κατανάλωσης 7,2 %, μείωση των επενδύσεων 3,7 % και αύξηση της ανεργίας στο 24,7 % ως μέσο όρο του έτους. Παρά το γεγονός ότι οι προβλέψεις αυτές είναι εσκεμμένα αισιόδοξες, παραμένουν εφιαλτικές.

Συμπερασματικά, η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική οδηγεί σε γενική ασφυξία το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, κάνει αδύνατη την ανάπτυξη, μεγαλώνει το έλλειμμα, αυξάνει το δημόσιο χρέος, εκτοξεύει την ανεργία και βαθαίνει την ύφεση. Κάθε νέο πακέτο μέτρων γίνεται αιτία για το επόμενο, ούτε ένας από τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής δεν μπορεί να επιτευχθεί και η Ελλάδα για να μείνει στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη, πλησιάζει όλο και περισσότερο την Αφρική. Τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα χειροτερεύει και το γεγονός ότι το χρέος, που καθίσταται κάθε μέρα και λιγότερο βιώσιμο, είναι πια, μετά το PSI, κυρίως χρέος προς κράτη και όχι προς ιδιώτες.

Η κρίση αρθρώνεται πλέον σε εκατομμύρια ατομικές και οικογενειακές τραγωδίες, αφού η επέλαση της φτώχειας και η κατάρρευση κάθε κοινωνικής προστασίας μετατρέπουν την καθημερινότητα της κοινωνίας σε κόλαση. Η οικονομική κρίση μετατρέπεται βαθμιαία σε ανθρωπιστική.

Η διεθνής οικονομική κατάσταση

Η κατάσταση λοιπόν στην Ελλάδα είναι αυτή που περιγράψαμε. Όμως και οι διεθνείς εξελίξεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας, αφού κινούνται παντού προς την ίδια κατεύθυνση.

Όλη η ευρωζώνη μπήκε ήδη σε ύφεση (0,4 % τον Ιούνιο 2012 με τις 10 από τις 17 χώρες να είναι υφεσιακές και τις υπόλοιπες να έχουν ασθενέστατη ανάπτυξη (Γαλλία 0,1 %, Γερμανία 1 % κλπ.). Το ίδιο ασθενής είναι η ανάπτυξη και στις Η.Π.Α. (2 %) παρά το τύπωμα χρήματος από την Fed και την εφαρμογή μιας πολιτικής εντελώς αντίθετης απ’ αυτήν που επιβάλλει στην Ευρώπη η Γερμανία.

Επίσης, η ανεργία στην ευρωζώνη βρίσκεται στο χειρότερο σημείο της από το 1997 με ποσοστό 11,1 % και 17.565.000 ανέργους, ενώ στην Ε.Ε. των 27 οι άνεργοι έφτασαν τα 24.680.000 άτομα (στοιχεία Eurostat, Μάιος 2012). Ταυτόχρονα όλες οι μεγάλες οικονομίες του πλανήτη πλην Κίνας και Γερμανίας έχουν αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (Ιταλία -3,2 %, Η.Π.Α. -3,1 %, Καναδάς -2,8 %, Γαλλία -2,2 %, Βρετανία -1,9 % κλπ.) και πτώση βιομηχανικής παραγωγής.

Στην Ευρώπη ειδικότερα, αν εξαιρέσουμε τη Γερμανία που μέχρι στιγμής κέρδισε 68,5 δισ. €από την κρίση λόγω των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίου δανεισμού, όλοι οι οικονομικοί δείκτες χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα και όχι μόνο στο Νότο. Τα επισφαλή δάνεια στην ευρωζώνη ξεπερνούν το 1 τρισ. € (196 δισ. στη Γερμανία, 136 δισ. στην Ισπανία, 107 δισ. στην Ιταλία), το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι στις περισσότερες χώρες σε επίπεδα χειρότερα από το ελληνικό, ενώ, όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα και το δημόσιο χρέος παρουσιάζει συνεχή επιδείνωση ως ποσοστό επί του συνολικού ΑΕΠ ευρωζώνης και Ε.Ε. αλλά και της κάθε χώρας ξεχωριστά.

 2007   2011
Δημόσιο χρέος Ευρωζώνης των 17 66,2 % 87,2 %
Δημόσιο χρέος Ε.Ε. των 27 59,0 %   82,5 %
Δημόσιο χρέος Γερμανίας 64,9 % 81,2 %
Δημόσιο χρέος Γαλλίας 63,9 % 85,8 %
Δημόσιο χρέος Ιταλίας   106,5 % 120,1 %

 

Ειδικά για την Ιταλία είναι αξιοπρόσεκτο ότι βρίσκεται κι αυτή στριμωγμένη παρόλο που έχει έλλειμμα και ανεργία χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου (3,9 % και 9 % αντίστοιχα) όπως επίσης χαμηλότερο ιδιωτικό χρέος και μικρότερη φούσκα στα στεγαστικά δάνεια από τις χώρες του Βορρά.

Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα στην Ισπανία η οποία από πλεόνασμα 1,9 % το 2007, βρέθηκε με έλλειμμα 11,1 % το 2009, ενώ το χρέος των νοικοκυριών έφτασε το 1,8 τρισ. και η ανεργία στο 25 %. Η πιθανότατη, όπως φαίνεται, ένταξή της στο μηχανισμό στήριξης και σε μνημόνιο ελληνικού τύπου υπό την τρόϊκα, θα είχε κομβική σημασία για την παγκόσμια οικονομία, αφού υπολογίζεται ότι για τη «διάσωσή» της θα χρειαστούν το λιγότερο 480 δισ. € – χρήματα που αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να εξασφαλιστούν ούτε από το ΔΝΤ, ούτε από την ΕΚΤ, ούτε πολύ περισσότερο από τα άλλα κράτη. Εκτός  αυτού, στην Ισπανία η ανεργία είναι ήδη στο 25 % και τρομάζει κανείς ακόμα και να σκεφτεί που θα την φτάσει ένα πρόγραμμα ανάλογο μ’ αυτό που επιβλήθηκε στην Ελλάδα.

Μια κρίση νέου τύπου

Όλα αυτά δείχνουν ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι ελληνική αλλά ευρωπαϊκή και παγκόσμια υπόθεση. Αν και είναι αλήθεια ότι ο καπιταλισμός είναι οι κρίσεις του πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή είναι πρωτοφανής σε ένταση και βάθος και έχει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, διαφορετικά από τις προηγούμενες μεγάλες κρίσεις (όπως αυτές π.χ. του 1929 και του 1973). Πρόκειται για κρίση δομική, διαρθρωτική και συστημική και γι’ αυτό θα πάρει σύντομα παγκόσμιες διαστάσεις, ενώ ακόμα κι αν ξεπεραστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα επανέλθει γρήγορα δριμύτερη. Συνδέεται με την παρούσα φάση ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος και δεν οφείλεται σε θεσμικές δυσλειτουργίες ή σε λάθη και παραλείψεις συγκεκριμένων ατόμων όσο υψηλά ιστάμενα κι αν είναι αυτά.

Κυριότερες αιτίες της είναι οι εξής:

Α. Η συνεχής πτώση του ποσοστού κέρδους ακόμα και των μεγάλων επιχειρήσεων στον εμπορικό και κυρίως στο βιομηχανικό τομέα, που οφείλεται στην υπερπαραγωγή και την υπερπροσφορά προϊόντων, στον αδυσώπητο ανταγωνισμό που ρίχνει τις τιμές και στην ανάγκη για πολύ μεγάλες και συχνές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, αφού η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας επιτάσσει σ’ όποιον θέλει ν’ αντέξει τον ανταγωνισμό να ανανεώνει συνεχώς τον τεχνολογικό του εξοπλισμό.

Β. Η πτώση του ποσοστού κέρδους στην παραγωγή είχε ως συνέπεια την μετατόπιση των επενδύσεων από τη βιομηχανία στα πάσης φύσεως χρηματιστικά «προϊόντα». Έχουμε δηλαδή ανατροπή της ενδοκαπιταλιστικής ισορροπίας υπέρ του παρασιτικού καπιταλισμού και εις βάρος του παραγωγικού ή, με άλλα λόγια, υπέρ του τραπεζικού κεφαλαίου εις βάρος των άλλων μορφών του (βιομηχανικού, εμπορικού, εφοπλιστικού κλπ.). Πρόκειται για μια ιστορικής σημασίας στροφή στο εσωτερικό της αστικής τάξης προς όφελος μερίδων που δε σχετίζονται με την παραγωγική διαδικασία και άρα αδιαφορούν για την πτώση της κατανάλωσης που επιφέρει η γενικευμένη σκληρή λιτότητα. Αυτή η στροφή συνίσταται στην υπερεπέκταση του τραπεζικού τομέα και τη μετακίνηση του κεφαλαίου από την πραγματική στην εικονική οικονομία. Σήμερα, από τον όγκο των χρημάτων που κινούνται παγκοσμίως, μόνο 15 % πάει σε παραγωγικές επενδύσεις και ανταλλαγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών, ενώ το 85 % κατευθύνεται σε χρηματιστικές τοποθετήσεις. Η αλλαγή είναι ιστορικής σημασίας γιατί ανέκαθεν πηγή του καπιταλιστικού κέρδους ήταν η απόσπαση της υπεραξίας που παράγουν οι εργαζόμενοι στην πραγματική οικονομία. Το τέχνασμα του νεοφιλελευθερισμού, πέρα από τη δίχως προηγούμενο αύξηση της αποσπώμενης υπεραξίας μέσω της υπερβολικής συμπίεσης του εργατικού κόστους και της διάλυσης του εργατικού δικαίου, είναι η κατά κάποιο τρόπο δημιουργία της υπεραξίας εκ του μηδενός με τη δημιουργία ενός «νέου είδους» χρήματος. Πρόκειται για χρήμα που παράγει χρήμα χωρίς να περάσει από την παραγωγή. Σπάει δηλαδή ο παλιός κύκλος του καπιταλισμού, όπου η αποσπώμενη υπεραξία επανεπενδυόταν στην παραγωγή για ν’ αποφέρει νέα κέρδη κ.ο.κ. Τώρα τα κέρδη παράγονται από τζογαδόρικες κινήσεις στα χρηματιστήρια, τεράστια ποσά, μαύρα και αφορολόγητα, διακινούνται μ’ ένα τηλεφώνημα, περιουσίες δημιουργούνται και χάνονται σε λίγα λεπτά, στα πλαίσια μιας οικονομίας που λειτουργεί ως καζίνο. Είναι βέβαια αλήθεια ότι σε περιόδους κρίσης το κεφάλαιο αποσύρεται από την παραγωγή γιατί λόγω της μείωσης των εισοδημάτων και της συνακόλουθης πτώσης της κατανάλωσης, έχει μικρότερα περιθώρια κέρδους. Προτιμά λοιπόν να κρύβεται στις τράπεζες και τα χρηματιστήρια περιμένοντας να περάσει η μπόρα. Αυτό έγινε και το 1929. Αυτό όμως που συμβαίνει για πρώτη φορά είναι ότι ο παρασιτισμός δεν ακολουθεί την κρίση, δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμά της, αλλά προηγείται αυτής, είναι δηλαδή αιτία της. Με άλλα λόγια, τα κεφάλαια δεν αποσύρονται από την παραγωγή επειδή υπάρχει κρίση, αλλά αντίθετα, η κρίση υπάρχει επειδή τα κεφάλαια φεύγουν από την παραγωγή. Είναι επίσης σημαντικό να τονίσουμε ότι η σκιώδης τραπεζική αγορά που ευθύνεται πρωτίστως για την κρίση, συνεχίζει να διογκώνεται παρά την καταστροφή που επέφερε. Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε την 19/11/2012 το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB), όργανο του G20, το μέγεθος των hedge funds και άλλων επενδυτικών σχημάτων και δραστηριοτήτων εκτός του επίσημου τραπεζικού τομέα που από 26 τρισ. δολάρια το 2002 βρισκόταν στα 62 τρισ. δολάρια το 2007, έχει ξεπεράσει τα 67 τρισ.  σήμερα δείχνοντας ότι αυτοί που δημιούργησαν την κρίση όχι μόνο δεν έβαλαν μυαλό αλλά συνεχίζουν να κερδίζουν απ’ αυτήν.

Γ. Η πρωτοφανής στην παγκόσμια ιστορία υπερσυγκέντρωση πλούτου σε ελάχιστα χέρια που αφαιρεί ρευστότητα από την παγκόσμια οικονομία δεδομένης της ανελαστικής κατανάλωσης της μεγαλοαστικής τάξης, που παρά τις υπερβολές της, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την υποκατανάλωση τεράστιων μαζών του πληθυσμού. Σήμερα οι 3 πλουσιότεροι άνθρωποι έχουν χρήματα ίσα με το ΑΕΠ των 44 φτωχότερων χωρών, οι 250 πλουσιότεροι του πλανήτη έχουν εισόδημα ίσο μ’ αυτό του μισού πληθυσμού της Γης, το φτωχότερο 50 % των ανθρώπων μοιράζεται το 1 % του παγκόσμιου πλούτου κλπ. Τα πράγματα χειροτερεύει η ανισοκατανομή των διεθνών επενδύσεων οι οποίες τα 20 τελευταία χρόνια συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες οικονομίες.

Δ. Η μείωση του ρόλου του κράτους που μετά την σταδιακή υπερίσχυση του νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία 30 χρόνια, αυτοδιαλύεται ιδιωτικοποιούμενο εκχωρώντας όλο και περισσότερες αρμοδιότητες και εξουσίες στο ιδιωτικό κεφάλαιο και επιτρέποντας την ασύδοτη δράση του. Το κράτος για πρώτη φορά από το 18ο αιώνα, εκχωρεί στο κεφάλαιο την νομισματική, εισοδηματική και φορολογική του πολιτική, αρνείται το ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή, παράγει και καταναλώνει λιγότερο, δίνει δουλειά σε λιγότερο κόσμο, περιορίζει τις δημόσιες επενδύσεις, παύει να ρυθμίζει την αγορά εργασίας, παύει να παρέχει υπηρεσίες υγείας και παιδείας, να ελέγχει τις μεταφορές, την ενέργεια, τα δημόσια έργα, τις υποδομές και να εγγυάται την ασφάλεια. Μόνο καταστέλλει και εισπράττει φόρους προς όφελος του κεφαλαίου. Από κυρίαρχη μορφή κοινωνικής οργάνωσης μετατρέπεται σε απλό μηχανισμό μετακύλισης της κρίσης στους ασθενέστερους, βοηθώντας το κεφάλαιο και ειδικά το τραπεζικό, να ιδιωτικοποιεί τα κέρδη σε περιόδους ανάπτυξης και να κοινωνικοποιεί τις ζημιές σε περιόδους ύφεσης.

Αυτή η μείωση του ρόλου του κράτους, η σμίκρυνση θα λέγαμε της υπόστασής του μας φέρνει μπροστά σε νέα φαινόμενα και πυροδοτεί απρόβλεπτες εξελίξεις. Δεν είναι μόνο η απονομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας στα μάτια ενός όλο και μεγαλύτερου τμήματος του κόσμου που βλέπει τη ζωή του να χειροτερεύει συνεχώς και να φτωχοποιείται βίαια. Είναι και το κενό που αφήνει το κράτος παύοντας να παίζει το ρόλο του κεντρικού διαχειριστή του λαϊκού φαντασιακού που με τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς διαχέει στο κοινωνικό σώμα τα εθνικιστικά στερεότυπα. Αυτό το κενό σπεύδουν να καλύψουν οι φασίστες που αποκτούν ανέλπιστα ένα μεγάλο ακροατήριο στα πιο αμόρφωτα, πολιτικά καθυστερημένα και φοβικά κομμάτια της εργατικής τάξης, όλους αυτούς που βλέπουν τον κόσμο τους να καταρρέει και δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί.

Στον οικονομικό τομέα, η πλήρης χρηματιστικοποίηση της οικονομίας, η ανατροπή της ενδοκαπιταλιστικής ισορροπίας προς όφελος του τραπεζικού κεφαλαίου και η υποχώρηση του ρόλου του κράτους μας οδηγεί επίσης μπροστά σε πρωτοφανή φαινόμενα. Ενώ για παράδειγμα από τις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας τα κράτη ανταγωνίζονται για την απόκτηση μεγαλύτερης οικονομικής  δύναμης και πλούτου, σήμερα μοιάζουν ν’ ανταγωνίζονται για το ποιο θα φτωχύνει περισσότερο φτωχαίνοντας τους πολίτες του, στα πλαίσια μιας οικονομικής πολιτικής που θα μπορούσε να περιγραφεί με τον όρο «ανταγωνιστική ύφεση». Απ’ αυτή την πολιτική που ακολουθείται με στόχο υποτίθεται τη μείωση χρεών και ελλειμμάτων και την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας, μόνη ωφελημένη είναι μια εξαιρετικά ολιγάριθμη υπερεθνική ελίτ τραπεζικών τοκογλύφων και τζογαδόρων του χρηματιστηρίου που κατέχουν και διακινούν ανύπαρκτο ουσιαστικά χρήμα, δηλαδή χρήμα που δεν περνάει από την παραγωγή και δεν αντιστοιχεί σε πραγματικά αγαθά.

Από την άποψη της οικονομικής θεωρίας, έχουμε μια επιστροφή σε ένα σκληρό μονεταρισμό που θυμίζει 18ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που τα κράτη μετρούσαν την οικονομική τους ισχύ με βάση τη σκληρότητα του νομίσματός τους και το βάρος των αποθεμάτων τους σε χρυσό. Είναι πραγματικά παράδοξο πως όλες οι υποτιθέμενες κατακτήσεις της μεταβιομηχανικής εποχής (υπερανάπτυξη πληροφορικής και επικοινωνιών, καταναλωτική κουλτούρα, μετατόπιση από τη γεωργία και τη βιομηχανία στις υπηρεσίες, απελευθέρωση των αγορών, διάλυση του εργατικού κινήματος και αντικατάσταση των ταξικών δεσμών από άλλους που έχουν να κάνουν με το φύλο, την ηλικία, τη θρησκεία, ή την εθνικότητα) αντί να απογειώσουν τον καπιταλισμό όπως πίστευαν οι νεοφιλελεύθεροι φωστήρες τον γυρίζουν πρακτικά και θεωρητικά 250 χρόνια πίσω.

Κάτω από το βάρος της ανελέητης επίθεσης που δέχεται παγκοσμίως ο κόσμος της εργασίας, πολύς κόσμος σκέφτεται ότι είναι αδύνατο τα τζιμάνια της Wall Street και των Βρυξελλών, τα golden boys των τραπεζών, τα γεράκια των διεθνών χρηματιστηρίων και τα μέλη της πολιτικής ελίτ να μην ξέρουν τι κάνουν, να μην έχουν κάποιο σατανικό και καλά μελετημένο σχέδιο που να αποσκοπεί στην αναδιανομή του πλούτου προς όφελός τους. Πρόκειται για αντίληψη μεταφυσική που διαχέει ηττοπάθεια και απογοήτευση στις τάξεις του κινήματος. Μια ψύχραιμη ανάγνωση της πραγματικότητας και μια προσεκτική εξέταση των οικονομικών στοιχείων και των πολιτικών παραμέτρων, δείχνει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Όλα τα μέσα που παραδοσιακά χρησιμοποίησε για να βγει από τις προηγούμενες κρίσεις είναι πια στο έναν ή το άλλο βαθμό ανενεργά:

i) Η ληστεία πρώτων υλών από τον τρίτο κόσμο έχει σχεδόν εξαντλήσει τα όριά της. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις χώρες είναι ήδη ξεζουμισμένες ενώ μια σειρά από αντιδυτικά καθεστώτα κάνει όλο και πιο δύσκολη την υπεξαίρεση του ό,τι έχει απομείνει.

ii) Η εισαγωγή φτηνών εργατικών χεριών από την περιφέρεια επίσης έχει σταματήσει. Λόγω της αποβιομηχάνισης, της υψηλής ανεργίας και του συνακόλουθου ρατσισμού, τώρα όχι μόνο δε φέρνουν μετανάστες αλλά διώχνουν και τους παλιούς.

iii) Το άνοιγμα νέων αγορών επίσης δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ανάσχεση στην κρίση. Η φτώχεια στον πλανήτη είναι πια τόσο ενδημική που το 75 % σχεδόν του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μπορεί να αγοράσει τίποτα από τα προϊόντα των προηγμένων χωρών όσο κι αν πέσουν οι τιμές. Σήμερα, από τα 7 δισ. του παγκόσμιου πληθυσμού τα 3,3 (47 %) ζουν με εισόδημα μικρότερο των δύο δολαρίων την ημέρα. Η είσοδος της γενικευμένης φτώχειας στο κέντρο του καπιταλιστικού συστήματος κάνει τα πράγματα χειρότερα και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί συνειδητή και ορθολογική επιλογή της άρχουσας τάξης. Με αυτή την έννοια, το υποτιθέμενο σχέδιο κινεζοποίησης αρχικά του Νότου και στη συνέχεια ίσως όλης της Ευρώπης – στο οποίο τόσο συχνά αναφέρεται η αριστερά – είναι αδύνατον να προχωρήσει εφόσον παραβλέπει την παράμετρο της κατανάλωσης. Στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος η κατάσταση στις χώρες της περιφέρειας συνδεόταν πάντα διαλεκτικά  με την κατάσταση στις χώρες του κέντρου. Η υπερβολική συμπίεση του εργατικού κόστους στην περιφέρεια και τις χώρες του τρίτου κόσμου αποσκοπούσε πάντα στην αύξηση της κατανάλωσης στις χώρες του κέντρου μέσω της πτώσης της τιμής των προϊόντων. Σε έναν κόσμο που τα ¾ του πληθυσμού κυριολεκτικά πεινάνε, η κινεζοποίηση του ευρωπαίου εργαζόμενου θα έφερνε το κεφάλαιο μπροστά σ’ ένα δισεπίλυτο πρόβλημα, πέρα από το ενδεχόμενο της κοινωνικής έκρηξης: Ποιος τελικά και σε τι τιμές, θα αγόραζε τα προϊόντα των Κινέζων ή των κινεζοποιημένων εργαζομένων;

iv) Η διεξαγωγή παγκόσμιων ή τοπικών πολέμων ως μέσο για την αναθέρμανση της οικονομίας είναι πια κι αυτή δύσκολη όχι μόνο λόγω της τεράστιας ισχύος ακόμη και των συμβατικών όπλων και της σχετικής ισορροπίας δυνάμεων, αλλά κυρίως λόγω της τεράστιας διασποράς του κεφαλαίου που κάνει αδύνατη τη συσπείρωση των εθνικών καπιταλισμών πίσω από τις πολεμικές τους μηχανές. Με το ίδιο άτομο ή επιχειρηματικό όμιλο να κατέχει πλήθος επιχειρήσεων σε διαφορετικούς τομείς της οικονομίας διαφορετικών χωρών, είναι λίγο δύσκολο να φανταστούμε ποιος θα βομβαρδίσει ποιόν.

v) Η εγκαθίδρυση δικτατορικών καθεστώτων στις χώρες της περιφέρειας με σκοπό τη διάλυση των οργανώσεων της εργατικής τάξης και το ξεπούλημα του εθνικού τους πλούτου είναι κι αυτή προβληματική μετά από τόσες δεκαετίες κοινοβουλευτισμού σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου. Δεν είναι μόνο ότι οι κοινωνίες θα δεχτούν πιο δύσκολα απ’ ότι παλιά μια τέτοια επιβολή, αλλά και ότι το ίδιο το σύστημα έχει «ξεσυνηθίσει» να υιοθετεί τέτοιες λύσεις αφού πετύχαινε αλλιώς τους σκοπούς του. Παράλληλα, τέτοιου είδους «λύσεις» ενέχουν μια τεράστια αντίφαση στον πυρήνα τους: η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η αποδυνάμωση των κρατικών οντοτήτων πολύ δύσκολα μπορεί να συνδυαστεί με την τυπική στα δικτατορικά καθεστώτα ενίσχυση των εθνικιστικών αντανακλαστικών.

vi) Η επιλογή του κεφαλαίου να βγει από την κρίση μέσω μιας φυγής προς τα μπρος, με τόνωση των επενδύσεων, των εισοδημάτων και της κατανάλωσης είναι στις σημερινές συνθήκες κυριολεκτικά αδύνατη αφού μια τέτοια πολιτική θα προϋπέθετε ρήξη με τα συμφέροντα του τραπεζικού κεφαλαίου. Μια τέτοια ρήξη είναι αδύνατη από τη στιγμή που το πολιτικό προσωπικό εξυπηρετεί ευθέως τα συμφέροντα των τραπεζών. Πράγματι, μια τυπική καπιταλιστική λογική θα επέβαλε μια πολιτική εντελώς αντίθετη απ’ αυτήν που ακολουθείται τώρα. Όλοι πια αναγνωρίζουν ότι η κρίση δεν οφείλεται στην αφθονία χρήματος αλλά στην άνιση κατανομή του. Δεν οφείλεται στην υπερκατανάλωση αλλά στην υποκατανάλωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που δεν έχει πρόσβαση σε βασικά είδη ή υπηρεσίες ζωτικής σημασίας. Η ύφεση που επιβάλλεται στις υπερχρεωμένες χώρες μεγαλώνει το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ – αφού αυτό πέφτει – αλλά πλήττει και τις εξαγωγικές οικονομίες των χωρών που την επιβάλλουν. Η Γερμανία για παράδειγμα, η οποία αντλεί τα πλεονάσματά της από τα ελλείμματα των άλλων, έκανε το 2010 το 55,5 % των εξαγωγών της στην ευρωζώνη και το 16,6 % στις χώρες του νότου. Επίσης το 91 % του ΑΕΠ της ευρωζώνης καταναλώνεται εντός της, πράγμα που σημαίνει ότι η λιτότητα που επιβάλλεται σε κάποια μέλη της – ολοένα και περισσότερα – θα την πλήξει συνολικά. Ακόμη, όπως είδαμε, το χρέος της ευρωζώνης έφτασε πέρυσι στο 87,2 % και φέτος θα ανέβει κι άλλο, ενώ το χρέος των Η.Π.Α. έχει περάσει το 100 % του ΑΕΠ τους. Αυτά τα χρέη είναι αδύνατο να πληρωθούν όσο υπάρχει ύφεση, γιατί αυτή καθηλώνει ή ρίχνει τις τιμές, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η αξία του χρήματος – που βρίσκεται συγκεντρωμένο σε τράπεζες – και να χρειάζονται έτσι όλο και περισσότερα πραγματικά αγαθά για την αποπληρωμή των χρεών.

Το αδιέξοδο αρχίζουν να το αντιλαμβάνονται σιγά-σιγά οι αστοί πολιτικοί παλαιότερης γενιάς και οι διανοούμενοι της άρχουσας τάξης γι’ αυτό και ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του αστικού κόσμου αρχίζει να ζητά την άσκηση μιας μη υφεσιακής πολιτικής. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική ίσως να είναι πια πραγματικά αδύνατη, στο βαθμό που η ανάπτυξη της τελευταίας 20ετίας ήταν εντελώς αποσυνδεδεμένη από την παραγωγή. Η κρίση δηλαδή, έχει αρχίσει πια να φαίνεται ότι είναι μια παγκοσμίων διαστάσεων προσαρμογή της εικονικής οικονομίας στην πραγματική, η οποία αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Σήμερα το παγκόσμιο ΑΕΠ αντιστοιχεί σε 54 τρισ. δολάρια αλλά τα αποθεματικά των τραπεζών – αν δεν υπάρχουν κρυφά ποσά – σε 630 τρισ. δολάρια. Και μόνο αυτά τα δύο νούμερα δείχνουν ότι οι τράπεζες που έχουν επιβληθεί σα δύναμη κατοχής πάνω στην κοινωνία, δανείζουν ψεύτικο χρήμα, δηλαδή χρήμα που αντλούν  από την εικονική οικονομία, αλλά εξοφλούνται με αληθινό, δηλαδή χρήμα  που αφαιρούν από την πραγματική οικονομία. Μ’ αυτή την έννοια, όταν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις λένε ότι δεν μπορούν να ασκήσουν άλλη πολιτική από την πολιτική σκληρής λιτότητας, λένε αλήθεια αφού οποιαδήποτε άλλη πολιτική θα ήταν αντίθετη στα συμφέροντα των τραπεζών. Με άλλα λόγια, χωρίς να χτυπηθεί η κερδοφορία του τραπεζικού κεφαλαίου, δεν υπάρχει πιθανότητα εξόδου  από την κρίση όσο μέτρα κι αν ληφθούν, όσο σκληρά κι αν είναι αυτά για τους λαούς. Όσο τα κράτη θα εγγυώνται και θα καλύπτουν τα χρέη των τραπεζών, το ρίσκο των ασύδοτων τραπεζικών δραστηριοτήτων θα μεταφέρεται σε κρατικούς προϋπολογισμούς και θα τους βυθίζει.

Με αυτές τις συνθήκες η αναπτυξιακή πολιτική μοιάζει με άπιαστο όνειρο. Ακόμα και οι προτάσεις που πλασάρονται ως ριζοσπαστικές όπως π.χ. η έκδοση ευρωομολόγου, δεν μπορούν αν υλοποιηθούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια ύφεση τύπου Η.Π.Α. ή Βρετανίας, δηλαδή μια ύφεση που δε θα συνοδεύεται από το μόνιμο φόβο κρατικής χρεοκοπίας αφού αυτές οι χώρες που ελέγχουν το νόμισμά τους, όταν δεν μπορούν να πουλήσουν ομόλογα στις αγορές βάζουν τις κεντρικές τους τράπεζες να τα αγοράσουν με χρήμα που μόλις έκοψαν.

Όλα αυτά δείχνουν ότι ο αντίπαλος δεν είναι άτρωτος. Όλοι οι δρόμοι εξόδου του καπιταλισμού από τις κρίσεις του μοιάζουν να έχουν κλείσει ή να έχουν στενέψει. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι πολλά και σοβαρά και σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και η μείωση της αποτελεσματικότητας της αστικής προπαγάνδας για τους εξής λόγους:

α) Η αποδυνάμωση του κράτους αποδυναμώνει φυσικά και τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς.

β) Ο καπιταλισμός διεθνώς δεν έχει κανένα άλλοθι για την κρίση που είναι «όλη δική του» αφού τα τελευταία 20 χρόνια παίζει χωρίς αντίπαλο. Ούτε δυνατό συνδικαλιστικό κίνημα υπάρχει όπως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ούτε το αντίπαλο δέος της ΕΣΣΔ που υποτίθεται ότι εξανάγκαζε τις δυτικές χώρες σε αυξημένη ροή κοινωνικών πόρων προς τους εξοπλισμούς.

γ) Η σημερινή κοινωνία παρά το γεγονός ότι έχει σε μεγάλο μέρος της αποσυρθεί τα τελευταία 30 χρόνια από τους κοινωνικούς αγώνες, έχει και υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης και μνήμες ευμάρειας που πάνε δυο και τρεις γενιές πίσω και άρα δε θα θεωρήσει τη φτώχεια δοσμένη από το Θεό… και δε θα τη δεχτεί αμαχητί.

δ) Η σκληρή λιτότητα περιορίζει έως εξαφάνισης τη μεσαία τάξη που πάντα λειτουργούσε, όσο τουλάχιστον είχε ένα μίνιμουμ αξιοπρεπούς διαβίωσης, ως δεκανίκι σε όλες της συντηρητικές επιλογές του κεφαλαίου.

Όπως φαίνεται απ’ όλα τα παραπάνω, οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος είναι πια τόσο οξυμένες, ώστε η λύση του οικονομικού δράματος δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Αυτό ισχύει βέβαια και για την περίπτωση της Ελλάδας.

Ελληνικός καπιταλισμός: ένας πολύ φτωχός συγγενής

Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι αδύνατη με τα μνημόνια ακόμα κι αν πετύχουμε κάποιες επουσιώδεις ελαφρύνσεις όπως η επιμήκυνση, η πτώση των επιτοκίων ή ένα νέο κούρεμα του χρέους. Το πρόγραμμα έτσι κι αλλιώς δεν βγαίνει όσες επιμέρους βελτιώσεις και να γίνουν. Παρά την προπαγάνδα τρόικας, Κυβέρνησης και ΜΜΕ, χρεοκοπημένο δεν είναι το ελληνικό κράτος αλλά ο ελληνικός καπιταλισμός που πασχίζει με τα μνημόνια να φορτώσει τη χρεοκοπία του στην κοινωνία.

Πράγματι, ο ελληνικός καπιταλισμός, πάντα αντιπαραγωγικός, παρασιτικός και κρατικοδίαιτος, πάντα έκνομος ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια νομιμότητας, με μόνιμη έλλειψη επενδυτικής νοοτροπίας ακόμα και στις καλές εποχές, είναι σήμερα πιο καχεκτικός από ποτέ. Εξαιρετικά αποδυναμωμένος οικονομικά, αλλά μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και γεωπολιτικά, παίζει έναν ουσιαστικά ασήμαντο διεθνή ρόλο. Από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1979 και ιδιαίτερα μετά το Μάαστριχτ (1992) και την ΟΝΕ (2002), όχι μόνο έχασε το παλιό δασμολογικό δίχτυ προστασίας του αλλά βρέθηκε και με ένα νόμισμα πολύ σκληρό «για τα κυβικά του» ενώ είναι και εκτεθειμένος σ’ έναν ανταγωνισμό που δεν μπορεί να αντέξει. Επίσης, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εγχώρια αγορά, αφού λόγω κυρίως του σκληρού νομίσματος, το οποίο μάλιστα δεν ελέγχει, ούτε είναι εξαγωγικός, ούτε έχει τις υποδομές να γίνει.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η πολιτική σκληρής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που επιβάλλουν οι δανειστές και δουλικά αποδέχεται η ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, τελικά θα πλήξει και την ίδια. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα ακόμα και οι τράπεζες είναι χρεοκοπημένες, πληρώνοντας τη λανθασμένη επιλογή τους να βασίσουν τα τελευταία 20 χρόνια την κερδοφορία τους σχεδόν αποκλειστικά στην ψαλίδα των επιτοκίων καταθέσεων-χορηγήσεων και στη φάμπρικα των κάθε είδους δανείων. Ακόμα λοιπόν κι αν ολόκληρη η χώρα μετατραπεί σε ειδική οικονομική ζώνη, τα οφέλη θα είναι σίγουρα μεγαλύτερα για το ξένο κεφάλαιο απ’ ότι για το ελληνικό.

Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, ο ελληνικός καπιταλισμός αφήνοντας κατά μέρος τις ανοησίες περί «ισχυρής Ελλάδας», «αειφόρου ανάπτυξης», «διείσδυσης στα Βαλκάνια» κλπ., ξεχνώντας την ευφορία της εποχής του χρηματιστηρίου (μόνο το 1,5 % των κωδικών του 1999 παραμένουν ενεργοί) και τους μεγαλοϊδεατισμούς της εποχής των ολυμπιακών αγώνων, κάνει αλλεπάλληλες σπασμωδικές κινήσεις πανικού: Δίνει γη και ύδωρ για να μείνει στην ευρωζώνη ακολουθώντας μια πολιτική που κάνει σίγουρη την έξοδό του απ’ αυτή, συμπιέζει απίστευτα το εργατικό κόστος δηλαδή το μόνο παραγωγικό συντελεστή που δεν αποτελεί πρόβλημα, δίνει υποσχέσεις που θα διαψευστούν σε λίγες μόνο ημέρες (όπως, π.χ. ότι τα μέτρα αυτά είναι τα τελευταία), θέτει στόχους που δεν μπορεί καν να πλησιάσει (ανάπτυξη από το 2013, χρέος στο 120 % του ΑΕΠ το 2020 κλπ.), καίει τη μία μετά την άλλη τις πολιτικές του εφεδρείες (ΛΑ.Ο.Σ., ΔΗΜ.ΑΡ.) ανασύροντας ακόμα και την Χρυσή Αυγή από τον υπόνομο του πολιτικού συστήματος. Μοιάζει να έχει χάσει κάθε ένστικτο αυτοσυντήρησης, να βιάζεται να ακολουθήσει την κοινωνία στο βυθό που την έσπρωξε, την ίδια στιγμή που οι Ευρωπαίοι «εταίροι» του ετοιμάζονται να τον πετάξουν κλωτσηδόν απ’ τα σαλόνια τους, σαν τον παρείσακτο επαρχιώτη που μπήκε λαθραία στη γιορτή. [2]

Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο η ελληνική άρχουσα τάξη βρίσκεται σε δύσκολη θέση,  προσπαθώντας με την πιο αδύναμη κυβέρνηση [3] της σύγχρονης ιστορίας της χώρας να περάσει αλλεπάλληλα πακέτα σκληρών μέτρων. Σ’ αυτή την αδυναμία που θα εντείνεται όσο οι δανειστές απαιτούν νέα μέτρα, οφείλεται και η πρωτοφανής ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής, που δεν περιορίζεται βέβαια στην αστυνομική κτηνωδία ή στη συνεργασία του κράτους με το φασιστικό παρακράτος της Χρυσής Αυγής, αλλά πάει πολύ παραπέρα: Η δημοκρατία ακυρώνεται ακόμα και στην αντιπροσωπευτική της, κοινοβουλευτική, έκφανση, το Σύνταγμα κουρελιάζεται καθημερινά, καταστρατηγούμενο με κάθε τρόπο και από κάθε φορέα νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, η χώρα κυβερνάται συνεχώς υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, τα ΜΜΕ ελέγχονται ασφυκτικά σα να βρισκόμαστε σε δικτατορία.

Ακόμα και το υπουργικό συμβούλιο αντικαθίσταται από τη σύσκεψη των τριών αρχηγών όταν δεν αποφασίζει μόνος του ο Σαμαράς. Κορυφαίο όμως δείγμα του συνεχούς ακρωτηριασμού της όποιας δημοκρατίας υπήρχε στη χώρα, αποτελεί το γεγονός ότι η κυβέρνηση όχι μόνο έσπευσε να περάσει ολόκληρο το τρίτο μνημόνιο σ’ ένα μόλις άρθρο, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και εφαρμόζοντας σκληρή κομματική πειθαρχία, αλλά και ότι 10 μόλις μέρες μετά πέρασε με τη μορφή πράξεων νομοθετικού περιεχομένου όσα μέτρα δεν τόλμησε να φέρει στη Βουλή. Τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν επουσιώδεις συμπληρώσεις ή τεχνικές λεπτομέρειες όπως ισχυρίζεται η επίσημη προπαγάνδα αλλά σχεδόν αποτελούν ένα τέταρτο επαχθές μνημόνιο, επιφέροντας νέα χτυπήματα στον κόσμο της εργασίας και σε όλη την κοινωνία.

Όμως είναι σίγουρο ότι όση μαύρη προπαγάνδα κι αν γίνει περί της δήθεν αναπόδραστης αναγκαιότητας των νέων μέτρων, η μάχη θα κριθεί στην πραγματική ζωή και την πραγματική οικονομία και όχι στις ασκήσεις επί χάρτου της τρόικας και της Κυβέρνησης. Τα νέα μέτρα μπορεί να πέρασαν αλλά δε θα εφαρμοστούν –τουλάχιστον στο εισπρακτικό τους μέρος – γιατί πολύ απλά ο κόσμος δεν έχει πια τα λεφτά που θέλουν να του πάρουν. Σημασία δεν έχει ποιούς στόχους βάζεις αλλά ποιούς επιτυγχάνεις, δεν μετράει δηλαδή πόσους φόρους επιβάλλεις αλλά πόσους εισπράττεις. Η πρωτοφανής αναντιστοιχία των επιβαλλόμενων φόρων με τη φοροδοτική ικανότητα του γενικού πληθυσμού που θυμίζει καθεστώτα ανατολικής δεσποτείας, δε δείχνει μόνο κοινωνική αναλγησία. Δείχνει κυρίως πανικό και έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα. Οι νέες μειώσεις μισθών, συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων και οι νέες αυξήσεις φόρων θα μεγαλώσουν κι άλλο την ύφεση και την ανεργία χωρίς να μειώσουν το χρέος. Ένα νέο πακέτο μέτρων αρχίζει κιόλας να σχηματοποιείται για το Γενάρη ή το αργότερο για την άνοιξη, ακριβώς εξαιτίας της αποτυχίας του τωρινού. Η κάθοδος στον Άδη θα συνεχιστεί. Εκτός αν τη σταματήσει η οργανωμένη κοινωνική αντίδραση.

Και τώρα τί κάνουμε…;

Πρώτο και άμεσο καθήκον του κινήματος είναι η όσο το δυνατό συντομότερη ανατροπή και αυτής της μνημονιακής κυβέρνησης. Έχει σημασία να τη ρίξουμε πριν πέσει μόνη της ή υπό την πίεση των δανειστών, ώστε να καταλάβουν όλοι ότι οι κυβερνήσεις που παίρνουν τέτοια μέτρα δεν μπορούν να σταθούν. Παράλληλα, είναι απαραίτητος ο συντονισμός όλων των συλλογικοτήτων και των κοινωνικών κινημάτων με στόχο την οικοδόμηση δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης που θα αποτρέψουν την καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας.

Δίνουμε λοιπόν τη μάχη για την παροχή τροφής, στέγης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όλους, για τη διοργάνωση συσσιτίων και κοινωνικών ιατρείων όπου είναι απαραίτητο, για να μην κλείσει κανένα νοσοκομείο και κανέναν σχολείο, για να μην γίνουν απολύσεις στο δημόσιο και να μην περάσουν στην πράξη τα βάρβαρα εργασιακά μέτρα στον ιδιωτικό τομέα, για να μην χάσει κανείς δανειολήπτης το σπίτι του, για να υπάρξει δίκτυο νομικής υποστήριξης απολυμένων ή απλήρωτων εργαζόμενων, για να συγκροτηθεί μια οργανωμένη και μαζική άρνηση πληρωμής των ληστρικών και αντισυνταγματικών χαρατσιών και για να τσακιστούν οι φασιστικές συμμορίες που δρουν ως το μακρύ χέρι του κράτους και του κεφαλαίου με στόχο τη διάλυση του εργατικού κινήματος.

Ακόμα οι απεργίες μας πρέπει να οργανωθούν καλύτερα με παράκαμψη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που τις σαμποτάρει συστηματικά, απεργιακά ταμεία, επιτροπές αγώνα, πυρήνες σε μικρότερες εργασιακές μονάδες, περιφρούρηση ενάντια στους απεργοσπάστες, διακλαδικό συντονισμό, συμπόρευση με ανέργους, φοιτητές, μετανάστες και λαϊκές συνελεύσεις οι οποίες πρέπει να ενισχυθούν και να οργανωθούν καλύτερα.

Επίσης είναι απαραίτητη η οργάνωση άμυνας στην αστυνομική καταστολή, ιδιαίτερα στις μεγάλες διαδηλώσεις και πορείες. Είναι βέβαια αλήθεια ότι για να τους νικήσουμε στο δρόμο πρέπει πρώτα να τους έχουμε νικήσει πολιτικά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αμυνθούμε στην καταστολή που έχει πια πάρει διαστάσεις ωμής βίας. Η ίδια η λογική των διαδηλώσεων πρέπει ίσως να αλλάξει. Μια πορεία που κατευθύνεται στο Σύνταγμα, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας. Όσοι συμμετέχουν τα τελευταία χρόνια σε τέτοιες διαδηλώσεις έχουν πλέον καταλάβει πολύ καλά ότι η πλατεία Συντάγματος αποτελεί πια για τους διαδηλωτές κυριολεκτικά άβατο. Είναι πολύ εύκολο για την αστυνομία να την κρατήσει συγκεντρώνοντας εκεί τις δυνάμεις της, ρίχνοντας βροχή δακρυγόνων και χειροβομβίδων κρότου-λάμψης, χρησιμοποιώντας αν υπάρξει ανάγκη και τα νέα της αποκτήματα όπως οι αντλίες νερού, οι πλαστικές σφαίρες ή ό,τι άλλο χρειαστεί. Αν πραγματικά θέλουμε μια δυναμική αντίδραση που θα σηκώσει το ηθικό του κόσμου και θα φοβίσει την αστυνομία δείχνοντάς της ότι δεν παίζει χωρίς αντίπαλο, χρειάζεται μια αλλαγή του «γενικού σχεδίου» των διαδηλώσεων, αν υποθέσουμε ότι μέχρι τώρα υπήρχε τέτοιο: Προσυγκεντρώσεις σε διάφορα σημεία της πόλης, μικρότερα και ταυτόχρονα συλλαλητήρια σε κεντρικά σημεία πολλών γειτονιών, αποκλεισμοί δρόμων, καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, κόσμος εφοδιασμένος τουλάχιστον με αντιασφυξιογόνες μάσκες και κράνη μοτοσικλετιστή, είναι μερικά μόνο βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί μια κατάσταση όπου δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατευθύνονται στο Σύνταγμα σαν πρόβατα επί σφαγή, για να δεχτούν πριν καλά-καλά φτάσουν εκεί (αν δεν προσαχθούν προληπτικά από ασφαλίτες) την ωμή επίθεση των ΜΑΤ και των ομάδων ΔΕΛΤΑ που συμπεριφέρονται πλέον εντελώς απροσχημάτιστα σαν εγκληματική συμμορία όπως άλλωστε και οι χρυσαυγίτες ομοϊδεάτες τους.

Εννοείται ότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς κάποιου είδους κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς δηλαδή τη συμβολή των κομμάτων και των οργανώσεων της αριστεράς τα οποία έχουν τις οργανωτικές δομές, τους οικονομικούς πόρους και τη μαζική συμμετοχή που απαιτείται. Δυστυχώς κάτι τέτοιο μοιάζει αυτή τη στιγμή πολύ μακρινό, δεδομένου ότι οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής Αριστεράς είναι απόλυτα συστημικές και ρεφορμιστικές. Ο μόνος τρόπος τα κομματικά επιτελεία να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, είναι να συρθούν από την πίεση της βάσης και γι’ αυτό άλλωστε είναι κεφαλαιώδους σημασίας το ζήτημα της συνειδητοποίησης του κόσμου της Αριστεράς και της συνεργασίας του, έστω σε επίπεδο πράξης, με τον α/α χώρο,  κάθε είδους κινηματική δομή (π.χ. λαϊκές συνελεύσεις), μετανάστες κλπ.

Απώτερος μεγάλος στόχος όλων των παραπάνω, πρέπει να είναι η διοργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας, αν είναι δυνατό και σε συντονισμό με εργαζομένους άλλων χωρών που πλήττονται από την κρίση. Αυτή η διεθνιστική διάσταση είναι σήμερα πιο απαραίτητη από ποτέ, εφόσον το πρόβλημα δεν είναι εγχώριο αλλά διεθνές, ενώ και ο αντίπαλος είναι οργανωμένος σε διεθνές επίπεδο. Μια επιτυχημένη γενική πολιτική απεργία θα είχε παγκόσμιο αντίκτυπο, θα όπλιζε τον κόσμο με εμπιστοσύνη στον εαυτό του και πιθανόν θα ανέτρεπε τις ξεπουλημένες ηγεσίες των συνδικάτων – πράγμα απαραίτητο για το ξεπέρασμα του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού. Με άλλα λόγια θα ανέβαζε το γενικό επίπεδο του κινήματος και θα δρομολογούσε ίσως νέες εξελίξεις, ενώ είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα ανέτρεπε την κυβέρνηση Σαμαρά.

Τέλος, το κίνημα πρέπει να κατεβάσει πιο προωθημένα αιτήματα, να θέσει πιο φιλόδοξους στόχους που να πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από τη μερική ανάκτηση όσων χάθηκαν τα τελευταία χρόνια. Έξοδος της χώρας από την Ε.Ε. και την ευρωζώνη, ολοκληρωτική διαγραφή του χρέους, διαγραφή των χρεών όλων των χωρών προς τις τράπεζες, κοινωνικοποίηση των τραπεζών, άμεση κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, εργατικός έλεγχος παντού και ειδικά στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που κλείνουν με πέρασμά τους στα χέρια των εργαζομένων, βαρύτατη φορολόγηση της Εκκλησίας (αν όχι απόλυτη κοινωνικοποίηση της περιουσίας της), δήμευση των περιουσιών όσων έβγαλαν αφορολόγητα κεφάλαια στο εξωτερικό, διάλυση των ΜΑΤ και των ομάδων ΔΕΛΤΑ, ανασυγκρότηση της χώρας με ανασύσταση του παραγωγικού ιστού της και αλλαγή του γενικού οικονομικού μοντέλου προς την κατεύθυνση του περάσματος των μέσων παραγωγής στα χέρια των εργαζομένων, των πραγματικών δηλαδή παραγωγών του πλούτου.

Πολύ σημαντικό είναι να μπορέσει να υπάρξει μια συμφωνία των δυνάμεων της αριστεράς και του ελευθεριακού χώρου πάνω σε ένα μίνιμουμ μεταβατικό πρόγραμμα ανόρθωσης της χώρας και ανακούφισης της κοινωνίας και ιδιαίτερα των πιο αδύναμων στρωμάτων της, η οποία δέχεται την πιο σκληρή επίθεση της μεταπολεμικής περιόδου. Δεν αναφερόμαστε σε μια ανέφικτη και ίσως αχρείαστη ιδεολογική ενότητα, αλλά σε μια ενότητα στη δράση που είναι και εφικτή και απαραίτητη. Αυτή η ενότητα στη δράση μπορεί να επιτευχθεί πάνω στη βάση της αυτό-οργάνωσης του κόσμου με στόχο την ικανοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων (π.χ. άρνησης πληρωμής φόρων, ματαίωση του κλεισίματος νοσοκομείων ή των συγχωνεύσεων των σχολείων κλπ.).

Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται η επικοινωνιακή αντεπίθεση του κινήματος μέσω μιας εντατικής εκστρατείας ενημέρωσης του κόσμου η οποία πρέπει να γίνει με επιστημονικό τρόπο και να επικεντρωθεί κυρίως στα εξής θέματα:

α) Πώς φτάσαμε ως εδώ. Πώς και από ποιούς δημιουργήθηκε το χρέος.

β) Γιατί τα προγράμματα που επιβάλλει η τρόικα οδηγούν τη χώρα σε αδιέξοδο.

γ) Ποιός είναι ο ρόλος της ελληνικής αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού.

δ) Ποιές είναι οι αδυναμίες του αντιπάλου. Σε ποιό βαθμό έχουν οξυνθεί οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος και ποιές προοπτικές υπάρχουν για την ανατροπή του μέσω της όξυνσης της ταξικής πάλης.

ε) Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την άνοδο του φασισμού και ποιός είναι ο πραγματικός του ρόλος.

στ) Ποιοί πρέπει να είναι οι κύριοι άξονες ενός προγράμματος άμεσης ανόρθωσης της οικονομίας της χώρας και σε ποιά σημεία μπορεί να επιτευχθεί μια σύγκλιση όλων των προοδευτικών, αριστερών, αντιφασιστικών και αναρχικών/αντιεξουσιαστικών δυνάμεων.

Μια τέτοια εκστρατεία ενημέρωσης θα έχει ως αποτέλεσμα την ανύψωση του ηθικού του κόσμου και την εδραίωση της πεποίθησής του ότι μπορεί να τα καταφέρει, ενώ παράλληλα θα εξόπλιζε το κίνημα με μια ανώτερου επιπέδου τακτική και στρατηγική, που με δεδομένοι ότι σήμερα η πολιτική και οικονομική ελίτ άρχει χωρίς όμως πια να ηγεμονεύει, θα το βοηθούσε να αναλάβει την κοινωνική ηγεμονία με την γκραμσιανή έννοια.

Είναι γνωστή η άποψη του Λένιν πως οι κυριότερες προϋποθέσεις για την δημιουργία μιας επαναστατικής κατάστασης είναι: α) οι εκμεταλλευόμενοι να μην αντέχουν πια να κυβερνώνται όπως πριν και β) οι εκμεταλλευτές να μην μπορούν πια να κυβερνούν όπως πριν. Κι αν το πρώτο είναι κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά στην ιστορία και δεν είναι αντικειμενικά μετρήσιμο, το δεύτερο συμβαίνει πολύ σπάνια και μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια. Μπροστά σε μία τέτοια κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα. Η πορεία του καπιταλισμού τα τελευταία 30 χρόνια έχει οξύνει τόσο πολύ τις αντιφάσεις του που τα προβλήματά του δείχνουν πραγματικά άλυτα. Όλο το σύστημα είναι μπλοκαρισμένο, κανένα από τα προγράμματα ανάκαμψης δεν είναι υλοποιήσιμο. Η αντίφαση των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων είναι τόσο έντονη όσο λίγες φορές στην ανθρώπινη ιστορία. Ο αντίπαλος λοιπόν δεν είναι άτρωτος και παντοδύναμος. Ο καπιταλισμός είναι πλέον ένα σύστημα ξεπερασμένο που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Οι υλικές προϋποθέσεις για την ανατροπή του ωριμάζουν ταχύτατα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πέσει από μόνος του ή ότι το έργο της ανατροπής του θα είναι εύκολο. Σημαίνει απλά ότι θα πρέπει να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε και να συζητάμε σαν κάτι που αφορά την παρούσα ιστορική φάση και όχι ένα απροσδιόριστο μέλλον. Σημαίνει ότι δεν πρέπει να τους υπερτιμάμε και να τους φοβόμαστε παραπάνω απ’ όσο τους πρέπει και ότι αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε να πάμε ένα βήμα παραπέρα έστω κι αν δεν ξέρουμε ακόμα πόσο μακριά μπορεί να μας οδηγήσει αυτό το βήμα. [4]

Σημειώσεις:

1.Αναθεωρημένα στοιχεία που η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε την 6/10/2012 αναθεωρώντας τα αρχικά 3,5 % και 6,9 % αντίστοιχα.

2.Αυτό αποδεικνύεται από τα καψόνια που κάνει η τρόικα στην κυβέρνηση για την εκταμίευση της δόσης που καθυστερεί από τον Ιούνιο, επιβεβαιώνοντας τόσο την αδυναμία της Ευρώπης να χρηματοδοτήσει το ίδιο της το πρόγραμμα όσο και την ασήμαντη θέση του ελληνικού καπιταλισμού και του πολιτικού του προσωπικού σε διεθνές επίπεδο.

3. Ήδη οι 179 βουλευτές έγιναν 153 κατά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, ενώ το κόμμα που πραγματικά κυβερνά, πολύ συχνά ούτε καν ενημερώνοντας τους 2 κολαούζους του, έχει το 29,65 % των ψήφων του 62,49 % που ψήφισε. Πρόκειται για νούμερα πρωτοφανή χωρίς να υπολογίσουμε τη ραγδαία φθορά της κυβέρνησης που αποτυπώνουν όλες οι μετεκλογικές δημοσκοπήσεις.

4. Επικαιροποίηση του άρθρου – Απρίλιος 2013

Συγγραφική ομάδα glid2

Shortlink: http://eagainst.com/?p=44445

 

En el país de la apatía absoluta

El capitalismo es la fuente de la desgracia, no cabe duda. La colonización y la trata de esclavos dejaron decenas, si no cientos de millones de víctimas. Después, durante la revolución industrial, cuando nacieron las primeras corrientes socialistas, la vida de los que no eran burgueses, es decir, la mayoría de los habitantes de los países metropolitanos del capitalismo, era una pesadilla desde su nacimiento hasta su fallecimiento (prematuro, habitualmente). Del resto del mundo, ni hablar.

Durante el siglo 20 la humanidad experimentó dos guerras mundiales y otras regionales e innumerables, el fascismo y el nazismo, pobreza y opresión infinitas, dictaduras y dos tremendas crisis económicas con consecuencias universales (1929 y 1972-1973, y ésa última se conecta casi directamente con ésta del 2008, puesto que consiste en el inicio de una decadencia capitalista y permanente a pesar de los altibajos intercalados). Y para colmo, experimentó también la gran decepción de la revolución rusa, el mayor fracaso, en un sentido amplio, del polo anti-capitalista, que se convirtió, en poco tiempo, de una revolución en un absolutismo duro y en una decadencia burocrática.

A pesar de todo esto, la historia tenía algunos momentos brillantes, algunos momentos de fulgor. El progreso en muchos sectores de la ciencia, las joyas del arte, los movimientos liberales salvaron, de alguna manera, la dignidad de la humanidad, que normalmente suele andar como un condenado encerrado en un cuarto de torturas y de torturadores y de verdugos tiene el poder (político y religioso) y también, el capitalismo.

En Grecia del post-memorándum, parece que incluso estos momentos de fulgor faltan. Incluso los pequeños placeres de la vida diaria, conectadas con las actividades humanas (por ejemplo, la risa o la despreocupación momentánea, la sensación del ¨estamos vivos y esto no es sólo una pequeña victoria, sino también contínua, y la esperanza a algunos momentos de felicidad, hasta el momento que te encuentres en el ataúd¨) parece que se han desaparecido de forma irreversible.

¿Por qué tanto pesimismo? uno se podría preguntar. Experimentamos más períodos difíciles en el pasado. Hubo dictaduras, guerras, la ocupación de los nazis, la organización paraestatal de la Derecha y de los maderos etc, pero la gente consiguió resistir, vivir, disfrutar, crear. Sí, de acuerdo. Pero esto que diferencia la miseria actual de ésa de otros tiempos es la apatía increíble, extremadamente profunda y casi absoluta de los desgraciados de Grecia moderna. La despolitización absoluta e indignante, la estupidez inconcebible que llevan a opciones, conclusiones y conductas que son propias de un mono retrasado (un chimpancé sano quizás tomara unas decisiones mejores): por ejemplo, con el paro que llega al 23.6% y el 81.5% de los ahorros en Grecia no supera los 2000 euros, según los datos de la Unión Bancaria Griega (datos hasta el 30 de junio), los griegos eligieron un gobierno ¡que apoya de forma abierta las políticas neoliberalistas! Sobre todo, si alguien piensa que sólo el 0.4% tiene ahorros que superan los 10000 euros, la respuesta de la pregunta ¨¿pero quiénes votaron por el Nea Dimokratia, el PASOK y el DIMAR [los tres partidos de la coalición]?¨, quizás parezca fácil, pero no deja de ser un asunto de la metafísica…

Si añadimos a todo esto el fenómeno de los neonazis, que delinquen todos los días contra la sociedad entera profiriendo tonterías increíbles e indignantes, inexactitudes, mentiras y haciendo una propaganda según la forma de Goebbels, una banda que apoyaron 426000 ¨personas¨ (¿?) en las elecciones de junio del 2012 y su aceptación aumenta (con el apoyo de los medios de comunicación) después de cada atrocidad de sus miembros (que se parecen a personajes de dibujos animados de mala calidad).

Si añadimos el Griegos Independientes [partido de la oposición], que por un lado habla del ¨proletariado¨ y fulmina las opciones neoliberalistas del gobierno y por otro lado vive con el miedo del ¨Nuevo Orden Mundial¨, atontado por los giuones de conspiración sin base, según los que, en breve, el Elegido Pueblo Griego está en el punto de mira de todos. De estados, de multinacionales, de humanos y de extraterrestres (no pregunten por qué Grecia, en concreto).

Si añadimos el insípido SIRIZA, que a pesar de su éxito tremendo no consigue (¿no quiere? ¿no puede? ¿o ambas cosas?) defender la sociedad tampoco con los asuntos los más insignificados ni puede organizar un ¨Frente Social Común¨ rudimentario que pudiera, en principio, reivindicar algunas cosas elementales.

Si añadimos el KKE [el partido comunista], que a pesar del mayor bofetón electoral del período de la transición política que recibió, no se le ocurre la eventualidad de una autocrítica y se conforma con fiestas y festivales, donde (ya muy pocos) jovenes, con la mirada de un cristiano fanático, cantan una vez al año alguna canción de la clase obrera honrada y acuden a las plazas, cuando la Secretaria General habla, con la disciplina y la atención de un participante en un espectaculo soviético.

Si añadimos la Izquierda extraparlamentaria y desmembrada, que no puede entender que quizás alguna de sus herramientas de análisis no funcione y por eso no deja de monologar como si fuera un robote roto: ¨chinización – chinización¨.

Si añadimos el ámbito anarquista y anti-gobernante, que a pesar de sus buenas intenciones, el éxito que parece que tiene y su mejoría desde un punto de vista de conciencia política y de objetivo, no puede nunca y de ninguna manera organizar ni siquiera sus propios grupos inmunerables para una acción en común, que pudiera llevar buenos efectos y un impacto mayor a más gente.

Si añadimos el racismo y la xenofóbia que se ha dispersado a la parte mayor de la sociedad, la fe de la mayoría en cosas inconcebibles, como, por ejemplo, la religión (y el respeto a la Iglesia S.A.) y el conservadurismo profundo de la mayoría en cada tema de interés general.

Si añadimos la ignorancia profunda y también la repulsión evidente hacia la educación, la falta total de solidaridad y la queja sin parar para todo, pero sin la combinación con acciones (como huelgas, manifestaciones, participación en anti-estructuras etc, que existen, por un lado, pero les falta la participación masiva y los que participan al final se encuentran con gente conocida, que solían tropezar en casos iguales o durante las vacaciones en Icaria, o en conciertos…).

Pues, si después de todo esto (y existen aún más situaciones tragicómicas en este país) uno no se avergüenza por ser griego, es quizás porque ya no aguante y ande él también empeorando.

Traducción: Cristina

El artículo en greco

Shortlink: http://wp.me/pyR3u-bhV