Πλην «Αθηνά» τη χείρα κίνει…

marmara

Σχέδιο «Αθηνά»

Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα αποτελεί, διαχρονικά, ένα πεδίο αντιπαράθεσης πολιτικών σκοπιμοτήτων και προσωπικών φιλοδοξιών. Πανεπιστημιακά και τεχνολογικά ιδρύματα άνοιξαν τις πόρτες τους χωρίς κανένα επιστημονικό σχεδιασμό, δίχως να ληφθούν υπόψιν οι συνέπειες των πολιτικών αυτών αποφάσεων, χωρίς καν να έχει εξασφαλιστεί το ανθρώπινο δυναμικό ή οι υλικοτεχνικές υποδομές, με μοναδικό σκοπό την ψηφοθηρία των εκάστοτε πολιτικών κομμάτων και των εκπροσώπων τους στην τοπική και κεντρική αυτοδιοίκηση. Παράλληλα, ένας μεγάλος οικονομικός ιστός στήθηκε γύρω από τους φοιτητές-καταναλωτές που βοήθησε τις τοπικές οικονομίες να αναπτυχθούν πάνω σε μία από τις μεγαλύτερες καταναλωτικές φούσκες των τελευταίων δύο δεκαετιών, το φοιτητικό πληθυσμό. Έτσι, το αποτυχημένο Κράτος έστησε το πελατειακό του τρικ εκμεταλλευόμενο το φαντασιακό για κοινωνική κι επαγγελματική καταξίωση, το οποίο έχοντας πλήρως απορροφήσει η ελληνική οικογένεια μεταλαμπαδεύεται στους νέους σαν πρότυπο ζωής. Η φοίτηση των νεότερων μελών της σ’ ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, ακόμη κι αν τελικά οι πτυχιούχοι βίωναν τη ματαίωση των προσδοκιών τους, τροφοδότησε με ρευστότητα την οικονομία της περιφέρειας προσκαλώντας τους πολίτες να χτίσουν όνειρα πάνω στην άμμο, δεδομένου ότι δεν υπήρξαν ποτέ βάσεις στην ελληνική κοινωνία για την επαγγελματική αποκατάσταση όλων των πτυχιούχων, οι οποίοι, από την άλλη, ελάχιστες φορές έτυχε να σπουδάσουν κάτι που πραγματικά τους ενθουσιάζει, τους τραβά την προσοχή, κάτι που αποτελεί κομμάτι των προσωπικών τους ενδιαφερόντων.

Σήμερα, το ίδιο ακριβώς Κράτος, με τους ίδιους ακριβώς εκφραστές, τη Νέα Δημοκρατία το ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ, αναγνωρίζει σιωπηρά πως έκανε «λάθος» και προσπαθεί να εφαρμόσει στρατηγικές που θα διορθώσουν το «λάθος» αυτό, προωθώντας ως συνταγή ένα νέο «λάθος», κουνώντας μάλιστα απειλητικά το δάχτυλο σε όποιον διαφωνήσει. Έτσι, πριν από λίγες μέρες δημοσιεύτηκε από την κυβέρνηση το σχέδιο «Αθηνά» για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που αποτελεί ένα από τα ρυθμιστικά εργαλεία εφαρμογής της πολιτικής κατεύθυνσης που έχει δρομολογηθεί από την ψήφιση του νόμου 4009.2011 της Α.Διαμαντοπούλου, και όπως τροποποιήθηκε από τον υπουργό Παιδείας, Αρβανιτόπουλο, στο ν.4076.20012. Τα νομοσχέδια αυτά, όπως και το σχέδιο «Αθηνά», είναι οι πολυδιαφημιζόμενες «μεταρρυθμίσεις» που θα «θεραπεύσουν» την υφιστάμενη προβληματική κατάσταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Το σχέδιο «Αθηνά» περιγράφει ως βασικούς του στόχους α) την «προώθηση της επιστημονικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης», β) την «προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας και τη σύνδεση τους με την αγορά εργασίας και την επιχειρηματικότητα» και γ) την «ανάπτυξη ανταγωνιστικού ανθρώπινου δυναμικού στον ευρωπαϊκό χώρο». Η στοχοθεσία αυτή, που παρουσιάζεται ως εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα, αποτελεί ιστορικό γεγονός για τα εκπαιδευτικά συστήματα μεγάλου μέρους του δυτικού κόσμου, με εμφανή τα αποτελέσματα της σε χώρες όπως οι Η.Π.Α και η Βρετανία όπου αυξάνονται ραγδαία οι κριτικές φωνές απέναντι στη εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης και στην υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών, όπως οι τέχνες και ο πολιτισμός. Η αντιμετώπιση της γνώσης σαν κοινό εμπόρευμα, της παιδείας ως προϊόν, της εκπαίδευσης ως αγοράς και του φοιτητή ως εκπαιδευμένου σκλάβου, διαθέσιμου προς πώληση στο διεθνές παζάρι, τα οποία στη χώρα μας προτείνονται ως νεωτερικές λύσεις, είναι υπαρκτά προβλήματα στην παγκόσμια εκπαιδευτική κοινότητα και, ως επί τω πλείστον, καταρρακώνουν κάθε έννοια πνευματικής καλλιέργειας! Οι παραπάνω στόχοι, βέβαια, είναι καθ’ όλα συμβατοί με την όψιμη Νεοφιλελεύθερη στροφή του ελληνικού Κράτους, επεκτείνοντας την κλασσική ιδέα της σχολής του Σικάγο, πως οι αγορές είναι ο κυρίαρχος μηχανισμός της οικονομίας, συμπεριλαμβάνοντας έτσι κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής σ’ αυτή την απολυταρχία των αγορών.

Ακόμη, όμως, κι αν κάποιος δεχθεί ως ορθολογικούς τους στόχους του σχεδίου, αρκούν οι προτεινόμενες μέθοδοι επίτευξης τους, για να τον πείσουν πως το σχέδιο «Αθηνά» συντάχθηκε στα γραφεία του υπουργείου Οικονομικών. Οι μέθοδοι, λοιπόν, που προτείνονται περιγράφονται μέσα από δύο λέξεις: τη «συγχώνευση» και την «κατάργηση». Να θυμίσουμε πως είναι ακριβώς οι ίδιες λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν από την Άννα Διαμαντοπούλου ώστε να βάλει λουκέτο η πλειοψηφία των ολιγοθέσιων σχολείων της χώρας και να μειωθεί σε μεγάλο βαθμό ο αριθμός των εκπαιδευτικών. Η «αναδιάρθρωση» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης περνάει μέσα από έναν και μοναδικό άξονα: τη μείωση του κόστους της εκπαίδευσης, που είναι ήδη στα χαμηλότερα επίπεδα από ποτέ. Το Κράτος χρησιμοποιεί ως αποκλειστικό εργαλείο σχεδιασμού της εκπαιδευτικής πολιτικής την ανάλυση κόστους/οφέλους, διαπραγματευόμενο το ύψιστο δικαίωμα στην Παιδεία με όρους μπακάλη.

Θα περίμενε κανείς, πως παρά τη λανθασμένη στοχοθεσία και μεθοδολογία, θα κατάφερνε αυτό το σχέδιο να διορθώσει τουλάχιστον κάποια από τα «λάθη» των προηγούμενων ετών. Αντιθέτως, καταφέρνει το ακατόρθωτο: να δημιουργήσει νέα προβλήματα ακόμη και σ’ αυτό τον τομέα. Έτσι, συγχωνεύει το Τμήμα Πλαστικών Τεχνών Ιωαννίνων με τη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων (!), μεταφέρει το Τμήμα Ηλεκτρολογίας του ΤΕΙ Χαλκίδας, όπου και υπάρχουν άριστες εγκαταστάσεις 24.430 τ.μ, στη Λαμία και τα Τμήματα Διοίκησης και Οικονομίας, Διοίκησης Συστημάτων Εφοδιασμού και Εμπορίας και Διαφήμισης του ΤΕΙ Χαλκίδας στη Θήβα, όπου δεν υπάρχουν οι κατάλληλες υλικοτεχνικές υποδομές. Επίσης, από το ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, από τα 25 τμήματα που διαθέτει,τα 10 μεταφέρονται στις Σέρρες, στη Φλώρινα και στο Μεσολόγγι ενώ 2 καταργούνται. Φυσικά, το Υπουργείο δεν εξέτασε καν το αν υπάρχει διαθέσιμος χώρος για τόσους χιλιάδες μετακινούμενους φοιτητές στα ΤΕΙ αυτών των πόλεων. Παράλληλα, καταργεί το ΤΕΙ Ιονίων Νήσων, μεταφέροντας έξι από τα οκτώ του τμήματα σε Μεσολόγγι και Άρτα, συγχωνεύοντας μάλιστα σχολές με διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών και γνωστικό αντικείμενο, προκαλώντας μια εσωτερική μετανάστευση 7.000 φοιτητών μόνο στο Μεσολόγγι(!).

Την ίδια στιγμή, το Υπουργείο ανακοινώνει πως κατά το ακαδημαϊκό έτος 2013-2014, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα εισαχθούν 49.600 άτομα, δηλαδή 14.370 ή κατά 22,46% λιγότεροι νέοι/ες απ’ ότι πέρυσι. Ο προφανής στόχος είναι, και πάλι, η μείωση του κόστους. Είναι όμως ο μόνος; Καθώς ο έλεγχος των μέσων παραγωγής δεν σημαίνει πλέον και απόλυτο έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας, οι ιδιοκτήτες της γνώσης, μια νέα διευθυντική-τεχνοκρατική τάξη, έχουν τον έλεγχο της διαδικασίας παραγωγής και της παραγωγής των θεσμικών μηχανισμών ρύθμισης και ελέγχου. Περιορίζοντας τους εισακτέους στην ανώτατη εκπαίδευση, και δημιουργώντας «θύλακες αριστείας», δηλαδή ιδρύματα που προσελκύουν τους περισσότερους πόρους και την ελίτ των διδασκόντων, περιορίζουν σημαντικά τον αριθμό των νέων ανθρώπων που θα αποκτήσουν το δικαίωμα σε ποιοτική εκπαίδευση, με σύγχρονα μέσα και υλικοτεχνικές υποδομές. Καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα, σε όλες τις βαθμίδες του, είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες, το Κράτος λαμβάνει όλα εκείνα τα μέτρα που θα επιτρέψουν τον έλεγχο της γνώσης, της τεχνικής, των ικανοτήτων διοίκησης και λήψης αποφάσεων από την κληρονομικώ δικαίω ευνοούμενη μειοψηφία των νέων. Έτσι, το Κράτος εκτός από υπερασπιστής της ατομικής ιδιοκτησίας, γίνεται ακόμη πιο συγκεντρωτικό, φορώντας βέβαια έναν τάχα φιλελεύθερο μανδύα, προστατεύοντας και την ιδιοκτησία της γνώσης, ανοίγοντας το δρόμο για την επιβολή διδάκτρων στο δεύτερο κύκλο σπουδών και διευρύνοντας την αγορά των μεταπτυχιακών προϊόντων.

Και τώρα τι κάνουμε;

Απέναντι στην υφιστάμενη κατάσταση και στα επιχειρηματικού τύπου σχέδια των κυβερνήσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το φοιτητικό κίνημα καλείται ν’αναγεννηθεί σε μαζικότητα, καθώς και να εξελιχθεί ποιοτικά. Υπερασπιζόμενοι/ες τη συλλογική ιδιοκτησία της γνώσης και της τεχνικής, το δικαίωμα του καθενός όχι απλώς να έχει πρόσβαση στην Παιδεία, αλλά το δικαίωμα στη συνδιαμόρφωση ενός ανοιχτού εκπαιδευτικού συστήματος, που θα υποβάλλεται συνεχώς σε κοινωνικό έλεγχο και θα ενσωματώνει κάθε νέα δυνατότητα, για την ικανοποίηση κάθε νέας ανάγκης, οι φοιτητές/τριες, οι εργαζόμενοι/ες στα ΑΕΙ/ΤΕΙ αλλά και η εκάστοτε τοπική κοινωνία, έχουμε τη δυνατότητα να συνδυάσουμε την αντίδραση και άρνηση του παρόντος, με τη δημιουργία και την κατάφαση στην κατάσταση που εμείς επιθυμούμε. Άλλωστε, η Παιδεία αφορά όλους εμάς και όχι τους Υπουργούς, όχι τις «αγορές», όχι τα όργανα τους (δημοσιογράφους, κομματικά ελεγχόμενους καθηγητές, μπάτσους).

Τα πολιτικά κόμματα, παρ’ ότι εμφανίζονται ως φορείς του δημόσιου διαλόγου, είναι το εμπόδιο στον κοινωνικό διάλογο, ακόμη και στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έχοντας σπείρει κομματικά ελεγχόμενες φοιτητικές παρατάξεις, που ακολουθούν τη γραμμή γραφειοκρατικών επιτελείων, μετατρέπουν τις φοιτητικές συνελεύσεις σε κοκορομαχίες αντιπροσώπων. Ιδρύοντας φυτώρια κομματικών χειροκροτητών, άβουλων προβάτων που ανταλάσσουν συνειδήσεις με μερικά σφηνάκια στο κομματικό κλαμπ, ή με λίγες περισσότερες γνωριμίες στα τραπεζάκια τoυ lifestyle της ηλιθιότητας έξω απ’ τα κυλικεία, τα πολιτικά κόμματα κατάφεραν να απομακρύνουν μια μεγάλη μερίδα φοιτητών/τριων από την πολιτική σκέψη και δράση. Αν, λοιπόν, επιθυμούμε να δημιουργήσουμε, να μετατρέψουμε τις φοιτητικές συνελεύσεις σε πολιτικές εκδηλώσεις, ν’ ακούσουμε και ν’ακουστούμε, να συμφωνήσουμε και να διαφωνήσουμε, να συμμετέχουμε και να συνεργαστούμε, τότε οφείλουμε, μια και καλή, να στείλουμε τις κομματικές παρατάξεις εκεί απ’ όπου ήρθαν, στα γραφεία των πολιτικών αφεντικών τους, και να στήσουμε αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις όπου θ’ αναδειχθούν τα επιχειρήματα κι όχι οι κραυγές ή οι στριγγλιές των κομματικών ζόμπι (περισσότερα σχετικά με το ζήτημα των αμεσοδημοκρατικών συνελεύσεων στα αμφιθέατρα μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ).

Χρησιμοποιώντας ως μέσο την αυτοοργάνωση, λοιπόν, μπορούμε ν΄αναλάβουμε τις δικές μας ευθύνες, για αυτά που εμείς θα δημιουργήσουμε, όχι ώστε να διορθώσουμε απλά το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά να προσαρμόσουμε την Παιδεία, σε όλες τις βαθμίδες της, στις πραγματικές μας ανάγκες, στα πραγματικά μας ενδιαφέροντα, στις πραγματικές μας δυνατότητες, αξιοποιώντας τις ιδέες του καθενός και της καθεμιάς, λειτουργώντας ως μια τεράστια ανοιχτή συλλογικότητα που θα αλληλεπιδρά μέσα από φυσικές και διαδικτυακές συνελεύσεις. Θα κληθούμε ν’ απαντήσουμε σε ερωτήματα δύσκολα, όπως το ποιά και πόσα ιδρύματα πραγματικά χρειαζόμαστε, πώς θα συνεργάζονται τα ιδρύματα με τις τοπικές κοινότητες και την ευρύτερη κοινωνία, σε τι θα στοχεύει η τριτοβάθμια εκπαίδευση, αν θα αξιολογούνται ή όχι οι φοιτητές και από ποιούς, ποιές δομές αλληλεγγύης μπορούμε να δημιουργήσουμε ή να επεκτείνουμε μέσα από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, και φυσικά, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να γίνουμε φορείς μιας ευρύτερης αλλαγής του αποτυχημένου εκπαιδευτικού συστήματος.

Ας τελειώνουμε, λοιπόν, με την αποκλειστική χρήση μέσων πίεσης κι ας τα συνδυάσουμε με μέσα συνδιαμόρφωσης, αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης, δημιουργίας. Στόχος μας δεν είναι απλά να μην περάσει το σχέδιο «Αθηνά», και να μην εφαρμοστούν οι νόμοι 4009.2011 και 4076.20012. Στόχος μας είναι ο σχεδιασμός μιας κοινωνικής αντιπρότασης για την Παιδεία, που θα επικοινωνηθεί με κάθε πολίτη, αφού αφορά τον κάθε πολίτη. Στόχος μας είναι η συμμετοχή του καθενός και της καθεμιάς, η ανάληψη πρωτοβουλιών για την καταστροφή όσων χαρακτηριστικών του υπάρχοντος δεν συνάδουν με το μέλλον που παράλληλα δημιουργούμε. Τίποτε δεν θα επιτευχθεί από κάποιον «άλλο», είτε αυτός είναι Υπουργός, είτε «ειδικός», είτε κομματόσκυλο. Πλην «Αθηνά», τη χείρα κίνει, για ένα επαναστατικό, μη ιεραρχικό, αντιεξουσιαστικό φοιτητικό κίνημα, που θα εκφράζει την ένωση και τη συνεργασία των μετεχόντων της Παιδείας.

Σύντομο URL: http://eagainst.com/?p=46729

q