Για το δημοψήφισμα της Σκωτσέζικης ανεξαρτησίας

A derelict cottage is seen at the side of the A9 near Blackford,Scotland

Το 55% του εκλογικό σώματος της Σκωτίας (που αντιπροσωπεύει πάνω 4 εκατομμύρια πολίτες) απέρριψε την πρόταση για ανεξαρτησία της χώρας από το Ηνωμένο Βασίλειο, έναντι του 45% που υπερψήφισε τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία. Το αποτέλεσμα – που ωστόσο έφερε ανακούφιση στο Λονδίνο, στις αγορές και τα ηγετικά στελέχη του ευρωκοινοβουλίου (οι οποίοι φάνηκαν έτοιμοι να κινήσουν ουρανό και γη προκειμένου να υπερασπιστούν τη Ένωση[1]) – ήταν ως επί τω πλείστο αναμενόμενο. Από την πρώτη ημέρα που υπογράφηκε η Συμφωνία του Εδιμβούργου το 2012 (ως αποτέλεσμα της συντριπτικής νίκης του αποσχιστικού National Party of Scotland στις εθνικές εκλογές του Μαΐου του 2011) η οποία άνοιξε το δρόμο για το δημοψήφισμα, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι μόνο το 30-35% επιθυμούσε την ανεξαρτητοποίηση. Από εκείνη την στιγμή και μέχρι την 18η του Σεπτέμβρη, όλα τα γκάλοπ δίνουν μεγάλο προβάδισμα στο ΟΧΙ με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις. Ποιό είναι, όμως, το πραγματικό διακύβευμα αυτής της ιστορικής πρωτοβουλίας, που εξ’ αρχής έμοιαζε να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μας ωθεί επιτακτικά να εξετάσουμε ένα σύνολο άλλων κρίσιμων ζητημάτων που αφορούν το συνολικό πολιτικό περιεχόμενο του ΝΑΙ. Με λίγα λόγια θα πρέπει να απαντήσουμε στα εξής σαφή ερωτήματα: α) από ποιούς πολιτικούς χώρους υποστηρίχθηκε μια τέτοια κίνηση και για ποιούς λόγους, β) τί θα μπορούσε πρακτικά να σημαίνει μια πιθανή απόσχιση του κράτους αυτού από το υπόλοιπο ΗΒ (το οποίο αυτή τη στιγμή εισέρχεται σε μια άνευ προηγουμένου πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση για τα μεταπολεμικά δεδομένα), γ) τί υποδηλώνει η νίκη του ΟΧΙ και πώς μπορούμε να προσδιορίσουμε τη ροή των πολιτικών εξελίξεων από την επομένη του αποτελέσματος;

Εξ αρχής, η ιστορική διαμάχη μεταξύ Άγγλων και Σκωτσέζων είναι γνωστή σχεδόν σε όλους, όπως και ο στρατιωτικο-πολιτικός ρόλος της Αγγλίας στην ευρύτερη περιοχή των Βρετανικών νησιών καθώς και την Ιρλανδία. Από το 596 μ.χ. μέχρι και τον 16ο αιώνα η βόρεια Βρετανία πλήττεται από αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των δύο αυτών λαών, με τους πολυάριθμους και υπερεξοπλισμένους Εγγλέζους να υπερισχύουν στις περισσότερες μάχες (φυσικά με βαρύτατες συνέπειες για τον λαό της Σκωτίας: βαριά φορολογία, δουλοπαροικία και ασύμμετρη καταστολή). Ο Πόλεμος για την Σκωτσέζικη Ανεξαρτησία (1296-1357), καθώς και το Rough Wooing (1544-1551) αποτελούν μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές του ιστορικού αυτού διχασμού. Μόλις το 1603, η Αγγλία και η Σκωτία σχημάτισαν μια «Προσωπική Ένωση», όταν ο βασιλιάς James VI της Σκωτίας ανέλαβε το θρόνο της Αγγλίας ως King James I., με άμεση συνέπεια ο πόλεμος μεταξύ των δύο πλευρών να σταματήσει προσωρινά, για να αναζωπυρωθεί και πάλι λίγα χρόνια αργότερα με τους Πολέμους των Τριών Βασιλείων τον 17ο αιώνα, και την εξέγερση των Ιακωβιτών. Ως συνέπεια όλων αυτών των ιστορικών γεγονότων, όπου ο λαός της Σκωτίας όφειλε να ταπεινωθεί στην υπεροπλία των Άγγλων σχεδόν τις περισσότερες φορές, το πάθος για ανεξαρτησία, για αποτίναξη του Αγγλικού ζυγού παραμένει εν μέρει ακόμη και σήμερα ζωντανό σε μια χώρα που το μέλλον της μοιάζει δυσοίωνο, καθώς η ανεργία και το χαμηλό βιωτικό επίπεδο μαστίζουν μεγάλο ποσοστό του Σκωτσέζικου πληθυσμού (κυρίως περιοχές της Γλασκόβης και του Dundee όπου η εξαθλίωση έχει πλέον καταστεί μόνιμη πληγή). Για όλα αυτά, και φυσικά για το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η Σκωτία υστερεί σε κάθε τομέα (υποδομών και οικονομικής ανάπτυξης) οι Σκωτσέζοι εθνικιστές (και, ως ένα βαθμό, δικαίως) επιλέγουν να επιρρίψουν κάθε ευθύνη στην κυβέρνηση του Λονδίνου, η οποία γι’ αυτούς αποτελεί μια αντανάκλαση της εθνικής τους υποτέλειας που ουδέποτε γνώρισε τέλος. Για τους ίδιους, η Σκωτία πάντα υπήρξε ο αδύναμος κρίκος του Ηνωμένου Βασιλείου, μια χώρα φυσικά πλούσια σε ορυκτά κοιτάσματα που οι λόρδοι και η Αγγλική αριστοκρατία επιθυμούσαν να εκμεταλλευτούν για δικό της όφελος, αλλά και ένας λαός που δεν μπορεί να συνδεθεί πολιτισμικά με την Αγγλική κοινωνία (άλλωστε η πλειοψηφία των Σκωτσέζων σήμερα αποφεύγουν να αυτοπροσδιοριστούν ως «Βρετανοί»). Ο διαχρονικά θυματικός αυτός εθνικισμός – που άλλοτε αναπαράγει τάσεις έντονου σοσιαλσωβινισμού, παστοραλισμού και απομονωτισμού ενώ σε άλλες περιπτώσεις υιοθετεί μια ρεπουμπλικανικής φύσης ρητορική (βέβαια, οι πιο κλειστοφοβικές και εθνοτικές του τάσεις – βλ ethnic nationalism – δεν εκφράζουν κάποια πλειοψηφική δύναμη ούτε πρόκειται για το βασικό διακύβευμα της καμπάνιας του ΝΑΙ) – συνιστά σίγουρα έναν από τους λόγους που οι φωνές υπέρ της ανεξαρτησίας πολλαπλασιάζονται σταδιακά.

Δεν είναι, ωστόσο, δόκιμο να ισχυριστεί κανείς ότι αυτή η ιστορική σύγκρουση είναι η μόνη αιτία που προκαλεί αποστροφή προς οτιδήποτε φέρει την Αγγλική σφραγίδα και ωθεί ολοένα και περισσότερους Σκωτσέζους να σκέφτονται σοβαρά το ενδεχόμενο αποχώρησης. Άλλωστε η Φουκωική (δηλαδή η ταλμουδικά γενεαλογική) ερμηνεία της ιστορίας ως ιστορία-των-ιδεών, βαθύτατα εγκλωβισμένη σε ντετερμινισμούς και λογικά άλματα (κατά βάση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της αντι-νεωτεριστικής μόδας του 80) είναι πέρα για πέρα μυωπική και υπεραπλουστευτική, καθώς αγνοεί όλες τις διαστάσεις του σύγχρονου κοινωνικού πράττειν, το οποίο επιδιώκει χοντροκομμένα και επιτηδευμένα να ταυτίσει με κάποιο φαντασιακό που αναλλοίωτο ταξιδεύει μέσα στους αιώνες. Έτσι, το βαθύ παρελθόν, όσο και αν διαμορφώνει τη συνείδηση της συγκεκριμένης εθνότητας δεν μπορεί να θεωρείται ο μοναδικός παράγοντας που οδηγεί αυτόν τον λαό (μπορεί όχι την πλειοψηφία του, αλλά μεγάλο ποσοστό του) σε αυτήν την απόφαση. Αν κάτι τέτοιο ήταν απόλυτα αληθινό τότε θα έπρεπε να περιμένουμε από τους Σκωτσέζους μια έξαρση εθνικισμού όχι όμως με αριστερο-ρεπουμπλικανικά χαρακτηριστικά (όπως επικαλείται το SNP – το οποίο εκτός των άλλων, τάσσεται κατά του ρατσισμού και υπέρ των δικαιωμάτων των μεταναστών, υπέρ των κοινωνικών παροχών και δικαιώματα, τουλάχιστον στα χαρτιά) – αλλά αντιθέτως με χαρακτηριστικά ακραίου laissez faire καπιταλισμού (όπως το United Kingdom Independence του Nigel Farage που καταδικάζει απερίφραστα το ΝΑΙ και στο καταστατικό του κάνει λόγο για πιο δραστικά μέτρα περικοπών ακόμα και από τους Συντηρητικούς, και δε διστάζει να λοιδορεί τους Σκωτσέζους ότι δήθεν επιθυμούν να ζουν με τα κρατικά επιδόματα που τα πληρώνει ο «σκληρά εργαζόμενος» Βρετανός φορολογούμενος), δεδομένου ότι ο Σκωτσέζικος Διαφωτισμός υπήρξε μια από τις πιο καθοριστικά λιμπεραλιστικές συνιστώσες του φιλοσοφικού αυτού ρεύματος (βλ. Adam Smith, David Hume) [2]. Απεναντίας, οι Σκωτσέζοι όχι μόνο δεν υποστήριξαν το UKIP στις ευρωεκλογές (που ενώ στην Αγγλία υπήρξε ο μεγάλος νικητής, αντίθετα στη Σκωτία μόνο ένα 10% από αυτούς που προσήλθαν στις κάλπες την ημέρα εκείνη – δηλαδή ένας πολύ μικρός αριθμός του εκλογικού σώματος, δεδομένης καί της υψηλής αποχής – επέλεξε το αντιδραστικό αυτό μόρφωμα) αλλά διαχρονικά υπήρξαν αντίθετοι με τις Θατσερικές πολιτικές (και μάλιστα σε μια εποχή όπου η Σιδηρά Κυρία στις περισσότερες περιοχές της Αγγλίας είχε με το μέρος της μια συντριπτική πλειοψηφία), ενώ το SNP αντιτάχθηκε στον τριπλασιασμό των διδάκτρων για τα Βρετανικά πανεπιστήμια[3]. Έτσι, για πολλούς που εναντιώνονται στα εξευτελιστικά μέτρα λιτότητας του Λονδίνου (όπως το περιβόητο Bedroom Tax, τις μειώσεις στα κρατικά επιδόματα και την υποχρέωση όλων των ανέργων να εργάζονται σε πολυκαταστήματα ή σε κοινοτικές εργασίες προκειμένου να συνεχίσουν να λαμβάνουν ταμείο ανεργίας) η έξοδος της Σκωτίας από το ΗΒ δείχνει να είναι η μόνη διέξοδος[4]. Ίσως αυτό να εξηγεί και τη σταδιακή άνοδο των ποσοστών του ΝΑΙ σε σχέση με δύο χρόνια πριν, αλλά και την απερίφραστη υποστήριξη των αριστερών κομμάτων στην καμπάνια της απόσχισης.

Φυσικά όλα αυτά τα γνωρίζουν πολύ καλά όσοι ζουν σε περιοχές της Αγγλίας που έχουν στραγγαλιστεί από τη λιτότητα. Έτσι, Άγγλοι πολίτες και δημότες δίχως καμία ελπίδα για κοινωνική ανέλιξη, δεν είχαν κανέναν λόγο να μην υποστηρίξουν το ΝΑΙ (άλλωστε σημειώθηκαν και μικρές συγκεντρώσεις σε διάφορες περιοχές της Αγγλίας υπέρ της Σκωτσέζικης ανεξαρτησίας, προσδίδοντας έτσι μια χροιά «παραδοξολογικού» διεθνισμού στην καμπάνια), ενώ όσοι φανατικά απεχθάνονται τους Tories και τις πολιτικές τους (δίχως, ωστόσο, να υποστηρίζουν τους Εργατικούς οι οποίοι τάχθηκαν με το ΟΧΙ) έβλεπαν την πρωτοβουλία της αποχώρησης με μεγαλύτερη συμπάθεια, κάτι που επί της ουσίας δείχνει πως το κίνημα για την ανεξαρτησία δεν αποτελεί αποκλειστικά και μόνο έκφραση ενός ρομαντικοποιημένου εθνικιστικού σοσιαλσωβινιστικού φαντασιακού ναρκισσιστικής αυτοθυματοποίησης (φυσικά, εθνικοαπελευθερωτικές φανφάρες δεν απουσίαζαν ποτέ από κινήματα αποσχιστικού χαρακτήρα), αλλά μήτε κατάφεραν να κυριαρχήσουν στη δημόσια σφαίρα οι διχαστικές φωνές που επί της ουσίας είναι παραπλανητικές διότι επιδιώκουν να στρέψουν την προσοχή μας μακριά από το βασικό πρόβλημα που είναι κοινό για όλους (την ιεραρχική κοινωνική δόμηση και τον αποκλεισμό των πολιτών από τη διαχείριση της εξουσίας που γεννά, αναπαράγει και διαιωνίζει de facto κάθε είδους ανισότητα) σε εθνικού τύπου διαμάχες (Άγγλος vs Σκωτσέζος). Η Καμπάνια του ΝΑΙ κατά βάση αντανακλά βαθιά προβλήματα με ανθρωπιστικές, υλικές και πολιτικές βάσεις, και ταυτόχρονα αντικατοπτρίζει μεγάλες πολιτικο-κοινωνικές αποκλείσεις μεταξύ των δύο αυτών λαών, δίχως ωστόσο να προβάλει συνολικά κάποιο φαντασιακό απομονωτισμού ή τη λογική του διχασμού. Αυτό διαφαίνεται εξίσου καθαρά μέσα από εθνικιστικές αφηγήσεις του ΝΑΙ οι οποίες, ωστόσο, αντιτίθενται στις ξενοφοβικές – και άλλοτε φασίζουσες – υστερίες που μεγάλο κομμάτι των Ενωτιστών (και κυρίως των Τόριδων και του UKIP) ενστερνίζονται και αναπαράγουν, καλώντας τους μετανάστες και τις μειονότητες να υπερψηφίσουν την πρωτοβουλία. Ένα μεγάλο κομμάτι μεταναστών και μειονοτήτων τάχθηκε υπέρ του ΝΑΙ για πολλούς και διάφορους λόγους: ο πιο σημαντικός είναι η άνοδος του UKIP σε πολλές περιοχές της Αγγλίας που ανάγκασε τους Συντηρητικούς να υιοθετήσουν κομμάτι της ατζέντας του προκειμένου να εμποδίσουν τη διαρροή ψήφων προς τον Farage. Έτσι, τα σοσιαλδημοκρατικά και ρεπουμπλικανικά αιτήματα (βλ. civic nationalism) του ΝΑΙ βρίσκουν σύμφωνους πολλούς μετανάστες στη Σκωτία ενώ την ίδια στιγμή, το SNP, το κατεξοχήν κόμμα του ΝΑΙ δεν θα ήθελε να χάσει την βέβαιη υποστήριξη μιας μεγάλης μερίδας πληθυσμού που με τίποτα δεν θα υπερασπιζόταν τις πολιτικές της Βρετανικής δεξιάς. Αυτό αφορά κυρίως τους Ευρωπαίους μετανάστες οι οποίοι βρίσκονται συνεχώς κάτω από το φόβο μιας επικείμενης αποχώρησης της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο να μπει ένα τέλος στις ελεύθερες μετακινήσεις εργατικού δυναμικού από τις χώρες του νότου. Εξίσου άλλη επιλογή δεν είχαν ούτε οι μουσουλμάνοι, Ασιάτες και Αφρικανοί μετανάστες (γνωστοί και ως Asian Scots) ενώ οι εβραϊκοί πληθυσμοί της Σκωτίας φαίνονται να είναι διχασμένοι, θέτοντας το εξής ερώτημα; Ποιά θα είναι η στάση του νέου αυτού κράτους απέναντι στο Ισραήλ; Αν το SNP υποστηρίξει το αντι-Ισραηλινό μποϋκοτάζ, ποιά θα είναι η θέση των Εβραίων μέσα στην κοινωνία αυτή; Αυτό τουλάχιστον έμμεσα ή άμεσα αναπαράγουν οι πιο συντηρητικές Ενωτιστικές εφημερίδες, οι οποίες φυσικά επενδύουν στις καλές σχέσεις που πάντα είχαν οι Εβραίοι της Βρετανίας με τους Συντηρητικούς Ενωτιστές (βλ, Benjamin Disraeli, ο πρώτος Βρετανός Εβραίος πρωθυπουργός), παίζοντας έτσι και αυτές το παιχνίδι της ψηφοθηρίας. Βέβαια, αγνοούν όσο τίποτα το γεγονός ότι το εβραϊκό στοιχείο είναι εξίσου βαθιά ριζωμένο στη Σκωτία, και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Σκωτσέζικου φολκλόρ, ενώ όταν η τοπική κυβέρνηση του SNP ανέλαβε για πρώτη φορά τη διοίκηση, χρηματοδότησε επισκέψεις μαθητών στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου, εν όψη του προγράμματος Lessons from Auschwitz που υποστηρίχθηκε από το Holocaust Educational Trust με επιπλέον £500.000 χρηματοδότηση.

Τίποτα από όλα αυτά, φυσικά, δεν υποδηλώνει ότι η καμπάνια του ΝΑΙ είναι ιδανική (και προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, η Σκωτία ως κάθε άλλο από παράδεισος για τους μετανάστες μπορεί να χαρακτηριστεί). Παρά ταύτα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τα θετικά της σημεία (που την καθιστούν προτιμότερη από το ΟΧΙ σε κάθε περίπτωση), όπως για παράδειγμα το κάλεσμα για δημιουργία ενός κράτους που τουλάχιστον θα υιοθετεί στάση ουδετερότητας, μάλλον κατά το Ελβετικό ή Ιρλανδικό πρότυπο, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής αντί να συμμετέχει στη διεξαγωγή άδικων πολέμων και εκστρατειών[5], αλλά πάνω απ’ όλα, το πιο σημαντικό αίτημα της πρωτοβουλίας είναι η δημοκρατία καθ’ αυτή: αν και κατά βάση πρόκειται για καθαρή κοινοβουλευτική ψευδοδημοκρατία (ανοιχτή μεν και περιεκτική σε κάθε της μορφή) ωστόσο μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι τούτη η κίνηση θα απαλλάξει τους Σκωτσέζους από τις ισόβιες εξουσίες της βασιλικής οικογένειας και της βουλής των Λόρδων (οι οποίοι εξίσου μήτε εκλέγονται από τον λαό, μήτε ασκούν λογοδοσία), ένα βασικό βήμα για την περαιτέρω διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων προς την κατεύθυνση της άμεσης δημοκρατίας και της αυτονομίας εν γένει. Ως εκ τούτου, χρίζει εξέχουσας σημασίας να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτήν την πτυχή της καμπάνιας του ΝΑΙ, που δεν βλέπει την ανεξαρτησία σαν ένα εθνικό ζήτημα αλλά ως βαθύτατα πολιτικό, καθώς και σε όσους την ενστερνίζονται λόγω απόρριψης των πολιτικών λιτότητας που φέρουν τη σφραγίδα των Τόριδων, ή και των Εργατικών στο μέλλον, οι οποίοι έχοντας υπάρξει αρχιμάστορες των περικοπών δεν θα διστάσουν να επιβάλουν και πάλι τα ίδια μέτρα με τους Συντηρητικούς, περικοπές που σταδιακά αφαιρούν βασικά κοινωνικά δικαιώματα που κερδήθηκαν με αιματηρούς πολιτικούς αγώνες κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, δικαιώματα που μόνο η πολιτική συμμετοχή που προτάσσει η άμεση δημοκρατία, δηλαδή ο πλήρης έλεγχος των δημόσιων αγαθών από τους ίδιους τους πολίτες (αν φυσικά οι ίδιοι το επιθυμούν) μπορεί να εγγυηθεί ανά πάσα στιγμή. Οφείλουμε, την ίδια στιγμή, να απορρίψουμε τις εξαγγελίες του SNP για πλήρη ένταξη της Σκωτίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι επί της ουσίας αυτή η κίνηση δεν έχει να προσφέρει τίποτα παρά μια γραφειοκρατικής φύσης ψευδοαλλαγή: η έξοδος της Σκωτίας από το ΗΒ μπορεί μεν να σημαίνει απαλλαγή από το στέμμα και τις εμετικές αριστοκρατίες (φυσικά ούτε κουβέντα για την Τράπεζα της Αγγλίας), αλλά την ίδια στιγμή μεταφέρει κομμάτι της εξουσίας στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους μή εκλεγμένους τεχνοκράτες των Βρυξελλών (γνωστοί και ως ευρωκράτες), ένας μηχανισμός που καταπατά κάθε δημοκρατικό δικαίωμα αν αυτό δε συμβαδίζει με τους «ιερούς» νόμους των αγορών (βλ, Ιρλανδία και Δημοψήφισμα για τη Συνθήκη της Λισαβόνας).

Αν πραγματικά ο λαός της Σκωτίας επιθυμεί να καταστεί αυτόδικος και αυτοτελής, τότε δεν έχει άλλη λύση παρά να αναλάβει από μόνος του τη διαχείριση της εξουσίας, εγκαταλείποντας α) κάθε τάση εθνικιστικής αυτοθυματοποίησης, β) κάθε αντίληψη πως το Λονδίνο αποτελεί τη μοναδική εγγυητήρια πηγή σταθερότητας για τους ίδιους και γ) κάθε ανάθεση της πολιτικής διαχείρισης σε γραφειοκρατικούς θεσμούς (όπως, για παράδειγμα, το SNP). Επιπλέον, όπως ο θυματικός εθνικισμός είναι κατακριτέος, έτσι και ο ενωτισμός (δηλαδή ο Βρετανικός – φιλελεύθερος ή δεξιός – εθνικισμός της καμπάνιας του One Nation) είναι εξίσου απαράδεκτος. Ο πρώτος διότι συνδέει τη λαϊκή κυριαρχία με τη γεωπολιτική ελευθερία ενώ ο δεύτερος αναθέτει τη διακυβέρνηση σε μια κεντρική και αυταρχική διοίκηση που παίρνει αποφάσεις ερήμην (όπως το ίδιο πάνω κάτω θα συμβεί και με τις υποσχέσεις για ένταξη μιας ανεξάρτητης Σκωτίας στην Ε.Ε). Καί οι δύο εμμονικές μορφές εθνικισμού επισκιάζουν συνολικά τις σχέσεις εκμετάλλευσης εντός της ίδιας της χώρας που μόνο η πολιτική ισότητα – δηλαδή τα συμβούλια πολιτών (a.k.a άμεση δημοκρατία) – έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει. Πόσο μακριά είμαστε όμως από κάτι τέτοιο; Πόσο απέχει η εξαθλιωμένη Σκωτία από το να στραφεί σε προτάγματα αυτοοργάνωσης, ιδίως έπειτα από την ταπεινωτική ήττα του ΝΑΙ; Αναμφισβήτητα, η νίκη του ΟΧΙ δεν σημαίνει αυτόματα ότι όλα χάθηκαν. Στο σημείο αυτό, οι δεξιοί και αριστεροί οπαδοί των θεωριών συνωμοσίας  (που αρνούνται να πιστέψουν ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν σκέφτεται όπως οι ίδιοι ή, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, χλευάζουν ασύστολα τη γνώμη της πλειοψηφίας αν έρχεται σε αντίθεση με τα δικά τους πιστεύω, και γι’ αυτό επενδύουν στη λογική του ad nauseum παραλογισμού ενώ εκφράζονται με χυδαίο μίσος για την άμεση δημοκρατία) μιλούν συνεχώς για το κλίμα τρομοκρατίας των Βρετανικών ΜΜΕ και για το πώς κατάφερε η δημοσιογραφική ιντελιγκέντσια να χειραγωγήσει τους Σκωτσέζους να στραφούν υπέρ του ΟΧΙ. Βέβαια, κανείς δεν αμφισβητεί την υστερική και χυδαία μεμψιμοιρία όχι μόνο των Μέσων Ενημέρωσης (που εξόργισε τους υποστηρικτές του ΝΑΙ) αλλά και της πολιτικής ελίτ (πως αν νικήσει η καμπάνια για ανεξαρτησία θα χαθούν θέσεις εργασίας και οι Σκωτσέζοι θα αναγκαστούν να πάρουν το δρόμο της μετανάστευσης, θα καταστραφεί η οικονομία της χώρας ολοσχερώς κτλ). Ωστόσο θα πρέπει να ξέρουμε ότι, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, το ΟΧΙ δεν κατέστη πλειοψηφικό απλά μέσα στις τελευταίες δύο βδομάδες, ενώ μόνο μια φορά μέσα στα δύο αυτά χρόνια κατάφερε να βγει μπροστά κατά δύο μονάδες σε μια μεμονωμένη δημοσκόπηση. Επιπλέον, ακόμα και οι υποστηρικτές του ΝΑΙ ήταν βέβαιοι για την εκλογική τους αποτυχία και αυτό θα ήταν λάθος να το αποδώσουμε στην εκστρατεία φόβου. Οι ίδιοι οι Σκωτσέζοι γνωρίζουν καλά ότι η μοναδική στιγμή ευημερίας που γνώρισαν ήταν όταν η χώρα υπήρξε ενωμένη με το ΗΒ, οπότε και δεν μπορούμε να βασιστούμε απόλυτα στο σενάριο της (χυδαίας κατά τ’ άλλα) μιντιακής τρομοκράτησης, μήτε μια καμπάνια 2 χρόνων μπορεί να αναιρέσει βάσιμα ιστορικά δεδομένα που παίζουν σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Δεδομένου, φυσικά, του γεγονότος όπου το ΝΑΙ κατάφερε μέσα σε δύο χρόνια να ανέβει από το 30% στο 40% δείχνει ότι το μοναδικό εμπόδιο ήταν ο χρόνος. Εν κατακλείδι, το ΝΑΙ ηττήθηκε, όπως όλοι περιμέναμε και ουδείς γνωρίζει αν μετά την 18η Σεπτεμβρίου οι υποστηρικτές της αποχώρησης θα συμβιβαστούν με την ιδέα της Ένωσης εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια στο μέλλον, αν θα διασπαστούν σε χίλιες δυο συνιστώσες, αν θα ενσωματωθούν σε κάποια άλλη καμπάνια ή θα συνεχίσουν μέχρι στην τελική να βγει κάτι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι για πρώτη φορά στη Σκωτία ένα τόσο σοβαρό ζήτημα έγινε αντικείμενο συζήτησης σχεδόν παντού, σε όλους τους δημόσιους χώρους της Γλασκόβης, του Εδιμβούργου, του Aderdeen, του Inverness… Για πρώτη φορά, Σκωτσέζοι πολίτες (μαζί και μετανάστες) εγκαταλείπουν την απάθεια και έρχονται σε επαφή με την πολιτική πραγματικότητα. Κι ενώ ο δρόμος για την κοινωνική χειραφέτηση είναι μακρύς και δύσβατος, κάθε προσπάθεια δημιουργίας μιας δημόσιας σφαίρας πρέπει να αναγνωρίζεται ως μια αρχή. Η συνέχεια θα κριθεί μέσα στους επόμενους μήνες, όπου και οι εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρώπη αναμένεται να καθορίσουν ριζικά το πολιτικό σκηνικό σε ολόκληρη τη Βρετανία.

[1] Γνωστή είναι η αντίδραση του των φιλοευρωπαϊστών συντηρητικών στην εκτίναξη των ποσοστών του ΝΑΙ που έκαναν λόγο για σοβαρότατες επιπτώσεις και στην υπόλοιπη Ευρώπη σε μια πιθανή περίπτωση εξόδου από το ΗΒ αλλά και του Μπαράκ Ομπάμα ο οποίος μόλις 11 ώρες πριν το δημοψήφισμα ευχήθηκε υπέρ της Ένωσης. Επιπλέον, με δημόσιο διάγγελμα η βασίλισσα παρακαλούσε τους ψηφοφόρους να σκεφτούν απορρίψουν την ιδέα της αποχώρησης και, ταυτόχρονα, προέτρεψε τους τρεις ηγέτες των μεγάλων βρετανικών κομμάτων (τους Συντηρητικούς, τους Εργατικούς και τους Φιλελεύθερους) να υποστηρίξουν την Ένωση με καμπάνιες και εκστρατείες υπέρ του ΟΧΙ.

[2] Σε όλα αυτά θα πρέπει αν συνυπολογίσουμε και το εξής γεγονός: Η Σκωτία, έπειτα από την ένωσή της με την Αγγλία το 1707, γνώρισε μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη. Η ντόπια αριστοκρατία ξεπεράστηκε από μια ισχυρή ανερχόμενη αστική τάξη. Η συντριβή της φεουδαρχίας είχε ως αποτέλεσμα το Εδιμβούργο και η Γλασκόβη να μεταμορφωθούν σε βιομηχανικές ζώνες που για χρόνια αποτελούσαν σημαντικά και καθοριστικά οικονομικά κέντρα της Μεγάλης Βρετανίας. Ως εκ τούτου, οι μέρες όπου οι Σκωτσέζοι έβλεπαν τον εαυτό τους υποτελείς στα συμφέροντα του Λονδίνου έμοιαζαν με μακρινό παρελθόν. Σκωτσέζοι κεφαλαιούχοι συμμετείχαν εξίσου σε επενδύσεις για αποικιοκρατικές υποθέσεις και στην εξαγωγή της εξουσίας (πράγμα που αναιρεί όλες τις αφηγήσεις τριτοκοσμισμού που αναπαράγει η αριστερά, περί θυματοποίησης των Σκωτσέζων απέναντι στον αποικιοκράτη Άγγλο, δεδομένου ότι η Σκωτία συνέβαλε όσο κανείς άλλος στρατιωτικά και πολιτικά στην Βρετανική παντοδυναμία κατά την περίοδο της ακμής της). Παρά την καπιταλιστική ανάπτυξη που μετέτρεψε μια χώρα αγροτική σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του δυτικού αστικού πολιτισμού, η ιδεολογία του laissez faire ουδέποτε υπήρξε βασική συνιστώσα στο σύγχρονο πολιτικό της γίγνεσθαι (ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι από την περίοδο του μεσοπολέμου κι έπειτα η Σκωτσέζικη οικονομία βρίσκεται αποδεκατισμένη και σε κατάσταση διαρκούς ύφεσης, με μερικές μόνο εξαιρέσεις). Το κόμμα των Συντηρητικών σχεδόν πάντα αποτελούσε μειοψηφία (μάλιστα στις εκλογές του 2010 μόλις με τα βίας βρέθηκε στην τέταρτη θέση δίνοντας μόνο μία έδρα, με τους Εργατικούς να κερδίζουν πανηγυρικά, ενώ την ίδια στιγμή τα ποσοστά τους καταποντίζονται στην υπόλοιπη Αγγλία. Το SNP βρέθηκε στη δεύτερη θέση, και την τρίτη θέση καταλαμβάνουν οι Φιλελεύθεροι.

[3] Στα περισσότερα πανεπιστήμια της Αγγλίας, τα δίδακτρα ανέρχονται σε 9.000£ ετησίως, οι προπτυχιακές σπουδές στη Σκωτία αγγίζουν μόλις το ποσό των 1,820£ (φυσικά με αρκετές εξαιρέσεις ανά πανεπιστήμιο)

[4] Επιπλέον, οι πολίτες της παραδοσιακά φτωχής Γλασκόβης (μια πόλη που έχει υποφέρει αρκετά από τα μέτρα λιτότητας) υπερψήφισαν την πρωτοβουλία (54%), ενώ το εύπορο Εδιμβούργο γύρισε την πλάτη στην καμπάνια του ΝΑΙ.

[5] Όταν το αεροδρόμιο της Γλασκόβης το καλοκαίρι του 2007 έγινε στόχος Ισλαμιστών τρομοκρατών, υπήρξε αφορμή για να τεθεί στο “δημόσιο” διάλογο το ζήτημα της Σκωτσέζικης ανεξαρτησίας για έναν επιπλέον λόγο: τη μή αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, πράγμα που δεν μπορεί να καταστεί εφικτό κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες, με τη Σκωτία να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Ηνωμένου Βασιλείου.

Για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών 2014

EU parliament election in Belgium

Ανάμεικτα είναι τα συναισθήματα αναφορικά με τα αποτελέσματα των Ευρωπαϊκών εκλογών. Μέχρι στιγμής ο κεντροδεξιός συνασπισμός, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (EPP), έρχεται πρώτος πανευρωπαϊκά σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Συνολικά καταλαμβάνει 213 έδρες, με τους κέντρο-αριστερούς σοσιαλδημοκράτες  (PΕS) να έρχονται δεύτεροι (190 έδρες). Στην τρίτη θέση έρχονται οι φιλελεύθεροι (ALDE) με 64 έδρες και ακολουθεί ο συνασπισμός των Πρασίνων με 53, οι Συντηρητικοί μεταρρυθμιστές (ECR) με 46 (ποσοστό που αναμένεται να αυξηθεί, αν τελικά το αντι-φεντεραλιστικό κόμμα Εναλλακτική Για τη Γερμανία AFD ενταχθεί στο ίδιο γκρουπ), η Ευρωπαϊκή Αριστερά (GUE/NGL) με 42 και ο ακροδεξιός συνασπισμός Ευρώπη Ελευθερίας και Δημοκρατίας (EFD) με 38 έδρες, ενώ 104 βουλευτές συνολικά θα δώσουν μή εγγεγραμμένα κόμματα (πρόκειται είτε για νεοεκλεγέντες που δεν ανήκουν σε πολιτική ομάδα του απερχόμενου Κοινοβουλίου ή απλά βουλευτές που δεν συγγενεύουν με καμία πολιτική ομάδα: από ακροδεξιά και ναζιστικά μορφώματα – όπως η Χρυσή Αυγή, το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και το πρώην Εθνικό Βρετανικό Κόμμα που πλέον εξαφανίστηκε από τον εκλογικό χάρτη – ή αποσχιστικές και συνήθως αριστερίζουσες παρατάξεις, όπως το Κόμμα των Βάσκων, που προηγουμένως άνηκαν στο European Free Alliance γκρούπ, κεντρώες οργανώσεις επίσης, όπως το Ποτάμι, το Ισπανικό αντι-εθνικιστικό και φιλοευρωπαϊκό UPyD, το Τσεχικό φιλελεύθερο ANO, το Ολλανδικό Κόμμα Για Τα Ζώα – PvDD κ.α).

Κάποιοι μιλάνε για ακροδεξιο-ευρωσκεπτικιστικό σεισμό, άλλοι τονίζουν την μεγάλη αποχή (που σε μερικές χώρες όπως η Βρετανία αγγίζει σχεδόν το 60%). Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ – ο οποίος αφήνει πίσω του την Νέα Δημοκρατία – αποτελεί εξίσου αντικείμενο συζητήσεων στο διεθνή τύπο, όπως και ο θρίαμβος του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Λεπέν και του Κόμματος της Ανεξαρτησίας του Φαράτζ (για τους οποίους αν κοιτάξει κανείς τα Βρετανικά Μέσα Ενημέρωσης, με πόση υστερία θριαμβολογούν υπέρ της νίκης τους θα νομίζει ότι πρόκειται για ανερχόμενους πλανητάρχες). Παράλληλα, ακροδεξιές πλειοψηφίες είδαμε και στη Δανία με το Λαϊκό Κόμμα να δίνει 4 ευρωβουλευτές (με ποσοστό 26%) ενώ παρόμοια κόμματα σημείωσαν άνοδο και στη Σουηδία, την Αυστρία, λιγότερο (απ’ ότι αναμένονταν) στην Φινλανδία και το Βέλγιο, ενώ στην Ολλανδία ο Γκιρτ Βίλντερς είδε τα ποσοστά του να καταποντίζονται σε σύγκριση με την αναμέτρηση του 2009 όπου ξεπέρασε το 17% αγγίζοντας τη δεύτερη θέση. Βέβαια, το κόμμα της Λεπέν (όπως ακριβώς και των Σουηδών Δημοκρατών, των Βέλγων εθνικιστών, των Ολλανδών και των Αυστριακών) αναζητά νέα συμμαχία – δεδομένου ότι δεν κατάφερε να έρθει σε κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο του EFD, Nigel Farage – κι έτσι παραμένει και αυτό (όπως και το αντίστοιχο των Σουηδών και των Αυστριακών) μεταξύ των μή εγγεγραμμένων (κάτι που σημαίνει ότι συνολικά ο αριθμός των ακροδεξιών ξεπερνά τις 80 έδρες).

Πολλοί μιλούν για ψήφο αντίδρασης, άλλοι πάλι χρεώνουν την άνοδο των ποσοστών της ακροδεξιάς στη μεγάλη αποχή. Τί ισχύει στην πραγματικότητα; Γνωρίζουμε ότι οι ευρωεκλογές πάντα αποτελούσαν ένα είδος soft vote για πολλούς Ευρωπαίους, μια ευκαιρία για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους σε μια Ευρώπη όπου όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονται στις Βρυξέλλες, και οι φωνές των πολιτών συστηματικά αγνοούνται, ιδιαίτερα έπειτα από την χυδαία άρνηση της ευρωηγεσίας να δεχθεί την απόρριψη των Ιρλανδών για την συνθήκη της Λισαβόνας, την εμμονή στα καταστροφικά προγράμματα λιτότητας, και τέλος την απροκάλυπτη επέμβαση του Βερολίνου στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας και της Ιταλίας (όπου και εκλεγμένες κυβερνήσεις έπρεπε να αντικατασταθούν εν μέσω μιας νυκτοίς από έμπειρους τεχνοκράτες οι οποίοι θα εφάρμοζαν στο ακέραιο το δόγμα των περικοπών και στη συνέχεια να διενεργηθούν εκλογές όπου οι λαοί, σαν να πρόκειται για κακομαθημένα παιδιά θα έπρεπε να μην αγνοήσουν τις τρομολαγνικές υποδείξεις των ευρωηγετών, ψηφίζοντας κόμματα που με κάθε μέσο θα συνέχιζαν τις ίδιες πολιτικές). Αναμφισβήτητα όλα αυτά όξυναν τις αντιδράσεις πολλών Ευρωπαίων πολιτών καθώς και την αποστροφή τους για ένα όραμα που στην πραγματικότητα έχει μετατραπεί σε εφιάλτη.

Μπορούμε όμως να πούμε ότι αυτή είναι η μοναδική αιτία ανόδου της ακροδεξιάς; Στην πραγματικότητα η τοποθέτηση αυτή είναι επιφανειακή και επιπόλαιη, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς ότι τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα προέρχονται από χώρες οι οποίες ελάχιστα έχουν πληγεί από τη λιτότητα, σε σύγκριση με τις εξουθενωμένες χώρες του νότου οι οποίες επιμένουν σε φιλοευρωπαϊκές συμμαχίες – με μικρή εξαίρεση την Ιταλία όπου το κατεξοχήν κόμμα διαμαρτυρίας (που συγκαταλέγεται εξίσου στους μή εγγεγραμμένους) του ηθοποιού Πέπε Γκρίλο ήρθε δεύτερο (μια big tent παράταξη που συγκεντρώνει στους κόλπους της αριστερούς, απογοητευμένους σοσιαλδημοκράτες, οπαδούς που μισούν τον πρώην πρωθυπουργό της χώρας – Σίλβιο Μπερλουσκόνι – και χρεώνουν σε αυτόν όλα τα δεινά της ανθρωπότητας, μέχρι και αναρχοκαπιταλιστές, ακροδεξιούς πρώην υποστηρικτές της Λίγκας του Βορρά που είδε τα ποσοστά της να περιορίζονται στο 6%), μια λαϊκιστική δύναμη που φυσικά δεν στηρίζει την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά αντίθετα μιλά για δημοψήφισμα με στόχο την έξοδο μόνο από το ευρώ. Και τέλος, χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία επιμένουν στα παραδοσιακά κόμματα – κεντροδεξιά και κεντροαριστερά – με σημαντική φυσικά άνοδο των ποσοστών της αριστεράς καί στις δύο χώρες, όπως και στην Ισπανία όπου εκτός από τις μέτριες επιδόσεις του αντίστοιχου ΣΥΡΙΖΑ μια νέα αριστερή δύναμη εμφανίζεται – το Podemos -, μια συμμαχία ακαδημαϊκών αριστερών που προέκυψε από πολίτες και οργανωτές του κινήματος 15Μ και όπως όλα δείχνουν θα ενταχθεί στον GUE/NGL συνασπισμό, αυξάνοντας τις θέσεις του από 43 σε 48 (όπως και το Ιταλικό αριστερό Altra Europa con Tsipras αναμένεται να δώσει 3 έδρες που κατά πάσα πιθανότητα θα ενισχύσουν τον συνασπισμό Ευρωπαϊκής Αριστεράς στις 51). Μεγάλη άνοδος της αριστεράς όμως σημειώνεται καί στην Ιρλανδία, όπου το Sin Fein που μιλά για ίσα δικαιώματα σε μετανάστες, για αναγνώριση των γάμων των ομοφυλόφιλων και προτείνει σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις (κόμμα που ωστόσο φημίζεται για την αντισημιτική στάση του, κυρίως σε ότι αφορά το Παλαιστινιακό ζήτημα) έρχεται τρίτο με 17% (δίνοντας 3 έδρες συνολικά), ενώ στην Ιρλανδική πρωτεύουσα (το Δουβλίνο) καταγράφει σημαντική πρωτιά έναντι άλλων συνασπισμών. Όσοι λοιπόν διατείνονται ότι ο ευρωσκεπτικισμός είναι απλά και μόνο μια συνιστώσα αντίδρασης στην ευρωπαϊκή κατρακύλα της λιτότητας παραβλέπουν μάλλον την ανυπαρξία τέτοιων σχηματισμών στις χώρες της περιφέρειας. Μήπως τελικά πίσω από το «ακροδεξιό τσουνάμι» κρύβεται κάτι άλλο;

Προτού φτάσουμε σε κάποιο καίριο συμπέρασμα, καλό θα ήταν να έχουμε κατά νου δύο σημαντικές παραμέτρους: α) το μεγάλο ποσοστό αποχής που αναμφισβήτητα μας δυσκολεύει να καταλάβουμε τις πραγματικές δυναμικές των ευρωπαϊκών κοινωνιών (κατά πόσο δηλαδή η νίκη της Λεπέν αντανακλά κάποια ακροδεξιά κοινωνική τάση μέσα στη Γαλλική κοινωνία, δεδομένου ότι το ποσοστό συμμετοχής στη Γαλλία άγγιξε το 42% – δηλαδή 18.490.000 άτομα προσήλθαν στις κάλπες – εκ των οποίων μόνο το 4.600.000 προτίμησε το Εθνικό Μέτωπο ενώ στις βουλευτικές εκλογές του 2012 το κόμμα είχε λάβει 6.421.000 ψήφους). Σίγουρα ως ένα βαθμό η συντηρητικοποίηση πολλών Ευρωπαϊκών κοινωνιών είναι γεγονός αναμφισβήτητο καθώς τα ποσοστά αυτών των κομμάτων σημειώνουν άνοδο καί στις βουλευτικές εκλογές, ωστόσο η υψηλή αποχή δεν μας επιτρέπει να καταλήξουμε σε κάποιο βασικό συμπέρασμα αναφορικά με το κατά πόσο τα ποσοτικά αυτά δεδομένα αποτελούν μια πραγματική αντανάκλαση του κοινωνικού πράττειν. Έπειτα, β) οι ψηφοφόροι πολλών χωρών – κυρίως του βορρά και πιο πολύ οι Άγγλοι πολίτες – κατά τη διάρκεια των ευρωεκλογών επιλέγουν κόμματα με τελείως διαφορετικά κριτήρια απ’ ότι στις εθνικές εκλογές. Για παράδειγμα: αν και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την άνοδο του ξενοφοβικού κόμματος του Φαράτζ (που υπόσχεται πλήρη έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αυστηρές ποσοστώσεις στον αριθμό μεταναστών από χώρες της Ευρώπης) στις τελευταίες δημοτικές εκλογές (που για πολλούς Βρετανούς αποτελούν εξίσου έκφραση ψήφου διαμαρτυρίας) δεν κατάφερε να κερδίσει απολύτως κανέναν δήμο ενώ στις δημοσκοπήσεις ποντάρει γύρω στο 13-15% – πάντα με βάση τις στατιστικές του Yougov που ως επί τω πλείστο αποτελεί και την πιο έγκυρη δημοσκοπική πηγή – ποσοστό σαφέστατα υψηλότερο σε σύγκριση με δύο χρόνια πριν, αλλά επί της ουσίας απέχει πολύ από την πρωτιά, παρά τη γενικευμένη ξενοφοβία και ευρωφοβία που επικρατεί στην Βρετανία (αν και το ποσοστό των Βρετανών που δηλώνουν υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ε.Ε. έχει αυξηθεί κατά πολύ σε σύγκριση με πέρυσι, κάτι που ούτε λίγο ούτε πολύ μας λέει ότι η νίκη του Φαράτζ μόνο αντιπροσωπευτική δεν είναι για το σύνολο του πληθυσμού).

Στην πραγματικότητα, η άνοδος των ποσοστών της ακροδεξιάς οφείλεται λιγότερο στον αυταρχισμό των Βρυξελλών απ’ ότι α) σε μια γενικευμένη έξαρση της ξενοφοβίας στις χώρες του βορρά, που συντριπτικά πλέον οι πληθυσμοί απαιτούν να μπει τέλος στις ελεύθερες μετακινήσεις ανέργων από τις χώρες του νότου που επιζητούν μια θέση εργασίας στα πλουσιότερα κράτη (στην ουσία πρόκειται για μια έκφραση μαζικού ατομικισμού, ιδιωτικοποίησης και απάθειας), κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με έξοδο των χωρών αυτών από την Ε.Ε., ώστε που επιτρέπουν τους Ευρωπαίους πολίτες να εγκαθίστανται σε οποιαδήποτε χώρα της ένωσης επιθυμούν (και ταυτόχρονα να έχουν πρόσβαση σε κρατικά επιδόματα) να πάψει πλέον να ισχύει. Έπειτα, οφείλεται και β) στην μαζική απαίτηση των πολιτών του βορρά να σταματήσει η χρηματοδότηση προς τις χώρες του νότου – και κυρίως την Ελλάδα – των οποίων οι πολίτες, με βάση το βορειοευρωπαϊκό ρατσιστικό στερεότυπο, αντί να επενδύουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια, τα σπαταλούν διατηρώντας το παλιό lifestyle της ανεμελιάς και ανευθυνότητας, όντας ανίκανοι να διαπρέψουν ή να σταθούν από μόνοι τους στα πόδια τους. Τα κόμματα αυτά αναμφισβήτητα στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν μια ορατή απειλή για θεμελιώδη δικαιώματα, όπως – οι ελεύθερες μετακινήσεις – ίσως ο πιο σημαντικός θεσμός για τη συνεργασία των Ευρωπαϊκών λαών για τον περιορισμό των επιθετικών εθνικισμών. Αν και θα ήταν λάθος να τα αποκαλέσουμε φασιστικά ή ναζιστικά (αυτός ο χαρακτηρισμός αρμόζει περισσότερο στο μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, του Ουγγρικού Γιόμπικ, του Εθνικού Κόμματος της Γερμανίας – το οποίο εξίσου κερδίζει μία έδρα) επί της ουσίας πρόκειται για αντιδραστικά, εθνοσυντηρητικά λαϊκιστικά κόμματα που επιθυμούν την άρση μέτρων προστασίας μειονοτήτων, την επαναφορά της θανατικής ποινής (σε πολλές περιπτώσεις) και την κατάργηση των αντι-ρατσιστικών νόμων, κατάργηση επίσης του επιδόματος μητρότητας, της υποχρέωσης ενός εργοδότη να μισθώνει υπαλλήλους ενώ αυτοί/ες βρίσκονται σε διακοπές (holiday pay) ή αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα υγείας και δεν μπορούν να παραστούν στη δουλειά τους. Αυτός είναι, λοιπόν, ένας από τους λόγους που τα κόμματα αυτά και οι οπαδοί τους απεχθάνονται την Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρώντας την ως άντρο κομμουνιστών, λόγω του φανατισμού τους με το δόγμα της ελεύθερης αγοράς (που στη δική τους λογική δεν θα πρέπει να βρίσκει εμπόδιο πουθενά) και της εμμονής τους με την αντιμεταναστευτική ρητορική (που πολλές φορές αγγίζει τα όρια του μίσους) με βάση την οποία η πολιτική των ανοιχτών συνόρων και οι νόμοι που προστατεύουν τους μετανάστες ως ανθρώπους ικανούς να ζουν ισάξια με τους ιθαγενείς «διαλύει την εθνολογική υπόσταση των εθνών κρατών».

Σίγουρα η άνοδος τόσο της λαϊκιστικής ακροδεξιάς όσο και των νεοναζιστικών μορφωμάτων αντικατοπτρίζει από τη μια την ενίσχυση των συντηρητικών προτεσταντικών ηθών των λαών του βορρά (και κυρίως του ατομικιστικού φαντασιακού «όποιος δεν δουλέψει δεν θα φάει» ή «ας μην πληρώνουμε από τους φόρους μας τον τεμπέλη άνεργο») και πάνω απ’ όλα την αποτυχία της αριστεράς μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης απάθειας και αποσύνθεσης να απομακρύνει τους πληθυσμούς από αυτές τις καταστροφικές τάσεις, επενδύοντας στον ξύλινο λόγο και την παθητική της στάση πως «οι λαοί νομοτελειακά μην έχοντας να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους θα επιλέξουν τον αριστερό δρόμο για την ανατροπή των προγραμμάτων λιτότητας» (αυτή τουλάχιστον είναι η στάση των Βρετανών συνδικαλιστών). Από την άλλη δεν μπορούμε να αγνοούμε και τις κοινωνιολογικές και ψυχολογικές προεκτάσεις του προβλήματος: ο φόβος ότι οι ορδές ανέργων του νότου, που όντας εξαθλιωμένοι θα εισβάλλουν μαζικά στις χώρες του βορρά λειτουργεί ως φόβητρο για τις ψευδαισθήσεις του μέσου Ευρωπαίου πολίτη ο οποίος/α αρνείται να πιστέψει ότι οι μέρες της αφθονίας του/της ήταν μετρημένες. Βλέποντας τις στρατιές απεγνωσμένων νέων να συρρέουν συνεχώς στον εξορθολογισμένο του/της παράδεισο, η φαντασίωση ότι βρίσκεται προστατευμένος/η από τα προβλήματα του έξω κόσμου μετατρέπεται σε εύθραυστο βάζο. Συνεπώς, ο απο-πολιτικοποιημένος μαζάνθρωπος της πλαστικής ευημερίας, που με τίποτα δεν θέλει να καταλάβει ότι η εποχή του άκρατου καταναλωτισμού έχει παρέλθει, αντικρίζοντας τη φτώχεια να παρελαύνει στο «σαλόνι» του/της στο πρόσωπο ενός περιφρονημένου άνεργου βλέπει το πιθανό δικό του/της μέλλον. Μπροστά στο φόβο της καταστροφής επιλέγει να κλείσει τα μάτια ώστε να μην βλέπει την εν γένει πραγματικότητα, επιλέγοντας την «έσχατη λύση», την μοναδική σανίδα σωτηρίας στο φόβο του αύριο, τον ακροδεξιό λαϊκισμό που του/της χαϊδεύει τ’ αυτιά σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή.

Κατεστραμένο billboard που προτείνει στο Βρετανικό κοινό να ψηφίσει UKIP με στόχο την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μοναδικό μέσο για τον περιορισμό της μετανάστευσης από χώρες του νότου.
Κατεστραμένο billboard που προτείνει στο Βρετανικό κοινό να ψηφίσει UKIP με στόχο την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μοναδικό μέσο για τον περιορισμό της μετανάστευσης από χώρες του νότου.

Μένει, τέλος, ένα ακόμα σημαντικό ερώτημα να απαντηθεί: τί δύναμη θα έχουν πλέον αυτές οι παρατάξεις μέσα στο νεοσύστατο ευρωκοινοβούλιο; Η αλήθεια είναι ότι μέσα σε ένα χώρο που συνεδριάζει μονάχα δύο φορές το χρόνο ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει η αντι-ευρωπαϊκή τους ατζέντα, δεδομένου ότι και πάλι το ευρωκοινοβούλιο θα κυριαρχείται από φιλοευρωπαΐκούς συνδιασμούς – όπως EPP, PSOE και ALDA που τουλάχιστον σε ότι αφορά το ζήτημα των ελεύθερων μετακινήσεων μεταξύ κρατών δεν θέτουν ούτε βέτο ούτε ασκούν διαφωνίες, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς και τα ποσοστά των Πρασίνων (που ως προ εκπλήξεως στην Σουηδία ήρθαν δεύτεροι). Ως εκ τούτου με μεγάλη δυσκολία θα καταφέρουν να περάσουν νομοσχέδια που αφαιρούν ευρωπαϊκά δικαιώματα και κεκτημένα. Υπάρχει όμως και ένας άλλος παράγοντας εδώ: η επικράτηση του EPP σηματοδοτεί ταυτόχρονα και τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας και φτωχοποίησης. Αυτές οι δυνάμεις που εμμένουν στο δόγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής και των περικοπών (που οι ίδιες άλλοτε προωθούσαν την Ιρλανδική πειθαρχία ως υπόδειγμα για την «ακαταστασία του νότου» και αντιμετώπιζαν ανοιχτά την Ιρλανδία ως το «αγαπημένο τους παιδί», «τον καλύτερο μαθητή» από το οποίο οι «ανεύθυνοι του νότου έχουν να μάθουν πολλά» – ασχέτως και αν η Ιρλανδία έχει ήδη αρχίσει με αργά και σταθερά βήματα να γυρνά την πλάτη στις πολιτικές αυτές, δίχως όμως να μετατρέπεται σε έδρα ακροδεξιών ευρωσκεπτικιστών), όλοι αυτοί λοιπόν οι νεοφιλελεύθεροι Ταλιμπάν (όπως πολύ χαρακτηριστικά τους είχε αποκαλέσει και ο Κον Μπετίτ) που με βαρύγδουπες δηλώσεις διατείνονται ότι «η ανάπτυξη έχει έρθει» και σύντομα «η λιτότητα θα φέρει ευημερία» στην πραγματικότητα λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς δημαγωγικό τρόπο όπως οι ακροδεξιοί λαϊκιστές δημαγωγοί, ασχέτως και αν οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως οι δυνάμεις της σύνεσης και της σοβαρότητας. Προσπαθούν με κάθε μέσο να διαλύσουν την εικόνα του φόβου της φτώχειας, καλλιεργώντας ένα κλίμα ψεύτικης αισιοδοξίας ότι σύντομα και πάλι οι μέρες της ατέλειωτης ευημερίας, της προσωπικής ευτυχίας και απεριόριστης κατανάλωσης θα έρθουν. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που οι Ισπανοί πολίτες δεν αποδοκίμασαν ριζικά το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα, σε συνδυασμό φυσικά και με το διαρκώς καλλιεργούμενο αίσθημα ενοχής, ότι οι Ισπανοί, οι Έλληνες και οι Πορτογάλοι πληρώνουν τις συνέπειες των δικών τους ευθυνών και συνεπώς δεν θα πρέπει να διαμαρτύρονται και πολύ, διαφορετικά οι «ευεργέτες» του βορρά θα σταματήσουν να είναι «γενναιόδωροι», κάτι που σημαίνει ότι το όνειρο της καταναλωτικής ευημερίας θα λήξει οριστικά. Εδώ, φυσικά, θα μπορούσαν οι ακροδεξιοί να παίξουν καταλυτικό ρόλο, η πλειοψηφία των οποίων επιθυμεί εκμηδένιση των δημόσιων δαπανών και πλήρη ιδιωτικοποίηση της οικονομίας. Τα καλέσματά τους για μηδενική ανοχή και πάταξη της ανομίας θα μπορούσαν άνετα να ενισχύσουν τα κατασταλτικά μέτρα ενάντια σε κινήματα αντι-λιτότητας, ενώ χρησιμοποιώντας πάντα το μεταναστευτικό ως απο-προσανατολιστικό φόβητρο οι ίδιες πολιτικές θα συνεχίζονται δίχως ιδιαίτερα εμπόδια.

Όποια και αν είναι τα συμπεράσματά μας ένα πράγμα είναι σίγουρο: θα πρέπει να αποφύγουμε από τη μια την καταστροφολογία (όπως και την υπεραισιοδοξία βλέποντας τα αποτελέσματα του αμφιλεγόμενου ΣΥΡΙΖΑ που εξίσου αναμφίβολο είναι αν ένα τέτοιο κόμμα για τους πολίτες των χωρών του βορρά αποτελεί ευχάριστη έκπληξη). Σίγουρα η ακροδεξιά – σε οποιαδήποτε μορφή της – φαίνεται ιδιαίτερα ενισχυμένη, όπως φυσικά ενισχυμένοι σε σχέση με το 2009 είναι οι σοσιαλδημοκράτες (τους οποίους πολλοί επέλεξαν ως αντίδοτο στη λιτότητα, ασχέτως και αν οι περισσότεροι ξεχάσαμε ήδη ότι οι ίδιοι υπήρξαν αρχιμάστορες της επιβολής νεοφιλελεύθερων μέτρων), και το ποσοστό των μή εγγεγραμμένων εντός των οποίων υπάρχουν τόσο προοδευτικές πρωτοβουλίες (με κύριο χαρακτηριστικό την Φεμινιστική Πρωτοβουλία των Σουηδών που κερδίζει μια έδρα), όσο και ναζιστικά τέρατα. Αυτό που θα πρέπει να γνωρίζουμε φυσικά είναι ότι η λιτότητα και ο ρατσισμός, η περιστολή δικαιωμάτων που κερδήθηκαν με σκληρούς αγώνες, δεν μπορούν να διαλυθούν μέσα από καμία εκλογική διαδικασία, ούτε μπορούμε να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σε θεσμούς συγκεντρωτικούς, όπως τα κοινοβούλια και κάθε είδους αντιπροσωπευτικούς φορείς, μήτε σε κόμματα που όσο περνά ο καιρός τόσο περισσότερο στρογγυλεύουν και γραφειοκρατικοποιούνται. Μόνο η αυθόρμητη και συνολική κινητοποίηση των πολιτών μπορεί σε μια τέτοια περίπτωση να φέρει καρπούς. Αν πραγματικά στοχεύουμε στο κοινωνικό μετασχηματισμό προς έναν κόσμο ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας (δηλαδή πραγματικής δημοκρατίας), αν πραγματικά μας ενδιαφέρει να ενισχύσουμε χειραφετησιακά προτάγματα αντί να αναζητούμε εφήμερες λύσεις σε τέτοια τερατώδη ζητήματα, τότε οφείλουμε να μην αφήσουμε τις τύχες μας στα χέρια των κομμάτων έτσι απλά, όσο κι αν αυτά μοιάζουν ελπιδοφόρα. Αν όνειρό μας είναι μια Ευρώπη δημοκρατική, μια Ευρώπη αλληλεγγύης και φιλίας τότε δεν έχουμε παρά να την πάρουμε στα χέρια μας. Αν οι κοινωνίες μας σήμερα, επιθυμούν να διεκδικήσουν έστω κάτι καλύτερο, σκοπός τους είναι να διεκδικήσουν δυναμικά τα πάντα. Αν παραχωρήσουμε το ρόλο μας αυτό για ακόμα μια φορά σε κάποιον άλλο, σύντομα θα διαψευστούμε• και δεν θα έχουμε κανένα μέλλον.

http://www.results-elections2014.eu/en/widget-global-2014.html

Με αφορμή το ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε…

Μόλις πριν από λίγες μέρες, οι δημιουργοί των Debtocracy και Catastroika κυκλοφόρησαν την τρίτη τους κατά σειρά δουλειά, το ντοκιμαντέρ με τίτλο ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε., με στόχο (όπως άλλωστε είναι προφανές) να προβληθούν στο ευρύ κοινό τα οικονομικά αίτια που συνέβαλαν στην άνοδο των φασιστικών καθεστώτων κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Σε γενικές γραμμές, το μήνυμα της ταινίας συνοψίζεται ως εξής: ο φασισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αντίδραση του κεφαλαίου (όπως είχε πει και ο Τρότσκι 1996, σ.9), δηλαδή μια συντονισμένη επίθεση της αστικής τάξης στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Αναμφισβήτητα, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι Ιταλοί φασίστες, οι Γερμανοί ναζί και οι Έλληνες ομόλογοί τους υπήρξαν μπροστάρηδες στα κέρδη κάποιων μεγαλοβιομηχάνων ή ότι οι φιλελεύθεροι ηγέτες κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου έκλειναν το μάτι τους στα φασιστικά καθεστώτα. Ωστόσο, ο πυρήνας αυτής της σκέψης που, ούτε λίγο ούτε πολύ, καταλήγει στο εξής αξίωμα: ο φασισμός και ο καπιταλισμός πάνε πάντα χέρι χέρι, είναι μάλλον ανεπαρκής. Και αυτό διότι οποιαδήποτε αναγωγή στον οικονομισμό, επισκιάζει τις βαθύτερες πτυχές των εν γένει υπαρκτών καταστάσεων όπως αυτές διαμορφώνονται από το σύνολο των εκάστοτε ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων, οδηγώντας μας συχνά σε υπεραπλουστεύσεις και ντετερμινιστικά ή συνωμοσιολογικά σενάρια: αναμφίβολα, τα φασιστικά καθεστώτα σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή στήριξαν τα οικονομικά συμφέροντα των μεγαλοβιομηχάνων. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι ο φασισμός υπήρξε κατ’ ανάγκη γέννημα θρέμμα μιας συνωμοσίας ισχυρών και τίποτε άλλο. Συνεπώς, θα ήταν ωφέλιμο να προβάλουμε μια νέα προσέγγιση στο φαινόμενο αυτό, εξετάζοντας παράλληλα τρία πολύ σημαντικά ερωτήματα:

  1. ποιός είναι ο ρόλος του θεσμού του Κράτους μέσα σε μια κοινωνία (όχι μόνο ως φορέας κατασταλτικής εξουσίας αλλά και ως διαμορφωτής μιας Α τάξης πραγμάτων) και πώς αυτό (το Κράτος) συμβάλλει στη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών που ευνοούν την άνοδο του φασισμού;
  2. Τί συμβαίνει με το μεταναστευτικό ζήτημα πάνω στο οποίο όλα τα σημερινά ακροδεξιά κόμματα χτίζουν την ιδεολογική τους ατζέντα; Τέλος,
  3. αν υποθέσουμε ότι ένα φασιστικό καθεστώς πάντα είναι προϊόν συνωμοσιών και μακιαβελικών κινήσεων, γιατί οι ίδιες οι μάζες τον αποδέχονται; Γιατί έλκονται από αυτόν; (βλ. επίσης: ΟΙΚΟΝΟΜΙΣΜΟΣ Α.Ε. του Άκη Γαβριηλίδη) Γιατί, με άλλα λόγια, το καθεστώς του Χίτλερ χρειάστηκε μια εκλογική πλειοψηφία για να εδραιωθεί στην εξουσία; Γιατί ο Μουσολίνι και ο Φράνκο είχαν με το μέρος τους εκατομμύρια οπαδούς;

Καπιταλισμός, δαρβινισμός και Κράτος: η προσωποποίηση της βαρβαρότητας

Απέναντι στην τυπική παλαιοαριστερή προσέγγιση που θέλει τον φασισμό να αποτελεί το «μακρύ χέρι» του κεφαλαίου, οι φιλελεύθεροι μας λένε ότι τα φασιστικά καθεστώτα δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά υβρίδια ιδεολογιών της προ-Γαλλικής Επανάστασης και προ-Διαφωτισμού εποχής. Για τους ίδιους, τα φασιστικά κινήματα απορρέουν από τις τάσεις του όχλου να παρεκτρέπεται από την καθοδήγηση του κοινού νου, επενδύοντας στην κουλτούρα της ανομίας και της διάχυτης δημαγωγίας, παρασυρόμενος ταυτόχρονα από τις παρορμήσεις και τους συναισθηματισμούς ενάντια στον Ορθό Λόγο. Σε αντίθεση με όλες αυτές τις επιδερμικές αναλύσεις, ο Zygmunt Bauman – βλ. The Ambivalence of Modernity και Modernity and The Holocaust – θα μας δώσει να καταλάβουμε ότι ο φασισμός είναι στην ουσία αποτέλεσμα των ήδη υπαρκτών κοινωνικών τάσεων της ρασιοναλιστικής κυριαρχίας του ανταγωνιστικού παραδείγματος που πρεσβεύει η νεωτερικότητα (δηλαδή η πεμπτουσία του καπιταλιστικού φαντασιακού). Με βάση, λοιπόν, το παράδειγμα αυτό οι πληθυσμοί θα πρέπει να διαιρεθούν σε αυτούς που είναι άξιοι, δηλαδή σε αυτούς που πετυχαίνουν, προοδεύουν, σκαρφαλώνουν ψηλά στην καπιταλιστική πυραμίδα, και στους αποτυχημένους οι οποίοι στάθηκαν ανίκανοι να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις του ανταγωνισμού (είτε γιατί δεν εργάστηκαν σκληρά ή, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, στερούνταν τις έμφυτες προαπαιτούμενες δυνατότητες ώστε να αντεπεξέλθουν, κι επομένως θα πρέπει να μάθουν να ζουν με τα λίγα και δίχως να διαμαρτύρονται). Πρόκειται ίσως για την πιο ακραία εκδοχή του κοινωνικού Δαρβινισμού – δηλαδή της θεωρίας που μας λέει ότι ο ισχυρότερος και ο καταλληλότερος θα επιβιώσει νομοτελειακά, μια λογική που ενσωματώνεται πλήρως στο φαντασιακό του βιομηχανικού καπιταλισμού του 17ου αιώνα (με κύριους εκφραστές τον φιλόσοφο Herbert Spencer).

Το σύγχρονο Βεμπεριανό (γραφειοκρατικό, ιεραρχικό και καπιταλιστικό) Κράτος αποτελεί βασικό όργανο για την επιβολή και διαιώνιση αυτής της τάξης πραγμάτων (άλλωστε υπήρξε και δημιούργημα της ίδιας της αστικής τάξης). Ταυτόχρονα, όμως, εκτός από το να προστατεύει και να ενισχύει το ρασιοναλιστικό κοινωνικό παράδειγμα, λειτουργεί και ως «παιδαγωγός». Παρέχει τα πάντα: εκπαίδευση και κουλτούρα, αυτό καλλιεργεί εθνική συνείδηση και κατασκευάζει εθνικές ταυτότητες – όπως λέει και ο Hobbsbawm (1990, σ.91) παίρνοντας ως παράδειγμα την Γαλλία – προσδίδοντας συγκεκριμένα εθνικά χαρακτηριστικά (που συχνά θεωρούνται απόλυτα εξιδανικευμένα) σε όσους υπάγονται σε αυτό, διαχωρίζοντάς τους ταυτόχρονα από τους ξένους, τους «άλλους» που «διαφέρουν». Και τέλος, όπως ακριβώς ο κηπουρός (πρόκειται για μια αλληγορία που χρησιμοποιεί ο Bauman) καλείται να ξεχωρίσει τα αγριόχορτα από τα χρήσιμα φυτά, ξεριζώνοντας τα πρώτα με στόχο να προστατέψει τα δεύτερα, έτσι και το Κράτος με στόχο να προστατέψει την «κοινωνική ειρήνη» και την τάξη από τα «μιάσματα» από τη μια θα τιμωρήσει τους ποινικούς παραβάτες (οι οποίοι δεν αντιμετωπίζονται ως το λογικό αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που νοσεί σε όλα τα επίπεδα, αλλά ως άνθρωποι κατώτερης φύσης που δεν επιθυμούν – είτε δεν έχουν τη δυνατότητα – να συμμορφωθούν με την έννομη τάξη) άλλοτε φυλακίζοντάς τους και άλλοτε εξολοθρεύοντάς τους. Από την άλλη, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο θα γκετοποιήσει τους («άχρηστους») ανέργους οι οποίοι (πάντα με βάση το ανταγωνιστικό παράδειγμα) έχουν υποπέσει σε μείζον σφάλμα, την τεμπελιά επειδή επιθυμούν να ζουν ως τζαμπατζήδες εις βάρος του σκληρά εργαζόμενου φορολογούμενου (άποψη ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Βρετανία σήμερα) ή απλά είναι ανίκανοι (βιολογικά και πνευματικά) να προσφέρουν στην αγορά εργασίας και κατ’ επέκταση στην ίδια την κοινωνία. Επιπλέον, οι μετανάστες και οι μειονοτικοί πληθυσμοί (οι «άλλοι») που δεν καταφέρνουν να ακολουθήσουν αυτήν τη γραμμή που οι φορείς εξουσίας επιβάλλουν, αντιμετωπίζονται ως ανίκανοι ζήσουν μέσα σ’ ένα σύστημα κοινωνικής ομαλότητας, που αρνούνται να ενσωματωθούν στο ορθολογικό και εξελιγμένο Δυτικό σύστημα [1]. Με λίγα λόγια, καί στις τρεις περιπτώσεις η ευθύνη επιρρίπτεται στο θύμα αναντίρρητα, κάτι που σιγά σιγά και υπόρρητα καλλιεργεί μίσος και περιφρόνηση για τον αδύναμο και τον «διαφορετικό», ενώ από την άλλη ανατιμά και ειδωλοποιεί τον ισχυρό, αυτόν που πάτησε επί πτωμάτων. Ταυτόχρονα, η ρασιοναλιστική κοινωνική θέσμιση διέπεται αυστηρά από σχέσεις εξουσίας που αναπαράγουν τη νόρμα διαταγή-υπακοή, ενώ την ίδια στιγμή η ομοιομορφία και η υποταγή στο κυρίαρχο ρεύμα επιδοκιμάζονται ως ύψιστες κοινωνικές αρετές. Ο φασισμός πατά ακριβώς πάνω σε αυτήν την δαρβινιστική πραγματικότητα, μεταφράζοντας το ίδιο ανταγωνιστικό παράδειγμα με αυστηρά εθνικούς και πιο συχνά (όπως στην περίπτωση του εθνικοσοσιαλισμού) φυλετικούς όρους.

Μπορεί ο Goebbels σε δημόσιες εμφανίσεις του να αφόριζε τους φιλελεύθερους ως εχθρούς της Αρίας Φυλής, ωστόσο το αστικό Κράτος και η δυνατότητά του να αναστέλλει (δήθεν προσωρινά) πολιτικά δικαιώματα επικαλούμενο το κοινό συμφέρον και την έννομη τάξη (κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ή βλ. επίσης: Mark Neocleous,Security, Liberty and the Myth of Balance: Towards a Critique of Security Politics) χρησιμοποιήθηκε από τη ναζιστική ηγεσία στο ακέραιο, με στόχο την «πάταξη του εβραιοκίνητου μπολσεβικισμού», τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνη και της ευημερίας των Γερμανών πολιτών. Για τη ναζιστική τάξη (και με βάση πάλι τον παραλληλισμό του Bauman), τα αγριόχορτα και τα μιάσματα δεν ήταν μόνο οι άνεργοι και οι ποινικοί παραβάτες, αλλά κυρίως οι «ξένοι», οι Εβραίοι, οι τσιγγάνοι, κοινώς οι «άλλοι». Αυτές οι κοινωνικές ομάδες, είχαν ωστόσο ήδη στιγματιστεί και κατά την περίοδο της προ-χιτλερικής Γερμανίας, ως τα παράσιτα που δεν κατάφεραν να ενσωματωθούν στην εξορθολογισμένη Γερμανική κοινωνία. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον ενδημικό αντισημιτισμό των Ευρωπαίων (που αναζωπυρώθηκε από την εποχή του Affaire Dreyfus και τις μηχανορραφίες της μυστικής Ρωσικής Τσαρικής αστυνομίας αναφορικά με τη διάδοση του αντισημιτικού πλαστογραφήματος των Πρωτοκόλλων της Σιών) οδήγησε στην Τελική Λύση, σε μια από τις πιο χυδαίες μορφές ύβρεως που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, η οποία ωστόσο σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από τους φορείς επιβολής και κυριαρχίας που επισήμως αποτελούν γέννημα θρέμμα της νεωτεριστικής περιόδου [2]. Με λίγα λόγια, η καπιταλιστική ρασιοναλιστική τάξη πραγμάτων (δίχως την οποία το Κράτος δεν μπορεί να υπάρξει, όπως και το αντίθετο) προετοίμασε το έδαφος επιβάλλοντας διαιρέσεις σε πληθυσμούς, μια συνθήκη που απλά οι αντιδραστικές και φυλετικές θεωρίες εκμεταλλεύτηκαν, ανοίγοντας το δρόμο για την άνοδο του φασισμού, του οποίου ανώτατο στάδιο είναι οι γενοκτονίες και οι μαζικές εξοντώσεις πληθυσμών.

Ο μαζάνθρωπος και η ιδεολογία

Είδαμε λοιπόν πώς η νεωτερικότητα, και αντίστοιχα οι θεσμοί που φροντίζουν για την διαιώνιση της κοινωνικής δόμησης που η ίδια εξιδανικεύει, χτίζουν σιγά σιγά τα θεμέλια για το Κράτος εξαίρεσης. Ωστόσο όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο φασισμός/ναζισμός είναι κατά κύριο λόγο μια ιδεολογία, (όπως και κάθε άλλο ολοκληρωτικό κίνημα, βλ. Σταλινισμός), με βάση την Hannah Arendt (1976). Ο ναζισμός έχτισε τη θεωρία της Αρίας Φυλής πάνω στους νομούς της Φύσης – των οποίων η επικράτηση είναι νομοτελειακά βέβαιη (δεδομένου ότι η ίδια η φύση το επιβάλει) ενώ αντίστοιχα ο Σταλινισμός επένδυσε στους αδήριτους νόμους της Ιστορίας, υπάγοντας έτσι την εν γένει πραγματικότητα σε ένα σύνολο απαράβατων αξιωμάτων που διατείνονται ότι ο κομμουνισμός θα ανατείλει ως επίγειος παράδεισος μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό και τη δικτατορία του προλεταριάτου (που στην πραγματικότητα ήταν η δικτατορία του κόμματος). Έτσι, όσοι αντιστέκονται (στην Ιστορία είτε στη Φύση) θα πρέπει να αφανιστούν, όντας παράσιτα που αρνούνται να ακολουθήσουν την τελειότητα της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Αυτή η ακραία μορφή εξελικτισμού που στην ουσία επικαλείται την ανθρώπινη παντοδυναμία (ότι το ανθρώπινο ον είναι ικανό για τα πάντα) αποτελεί κατά βάση κληροδότημα της ίδιας της νεωτερικότητας, της απόλυτης κυριαρχίας των ανθρώπων στη φύση. Αυτή την μεταφυσική υπαγωγή στο απροσδιόριστο άπειρο (που την ουσία αποτελεί η εκλαΐκευση των Χριστιανικών νόμων, όπου οι θνητοί Αδάμ και Εύα ανά πάσα στιγμή μπορούν να μοιάσουν τον δημιουργό τους) αναπαράγουν εξίσου και οι δύο ολοκληρωτικές ιδεολογίες, όντας κληροδοτήματα των ίδιων νεωτεριστικών παραδόσεων. Μένει, ωστόσο, ένα από τα βασικότερα ερωτήματα αναπάντητα: γιατί οι μάζες συναινούν στην ύβρη του φασισμού (και του ολοκληρωτισμού εν τέλει), ή ακόμα περισσότερο, γοητεύονται από αυτόν; Διότι το Κράτος, οι θεσμοί που διαιωνίζουν την ετερόνομη εξουσία και κάθε μορφή κοινωνικής ιεραρχίας (δίχως τα οποία, φυσικά, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ένα τόσο μεγάλης κλίμακας έγκλημα όπως το Ολοκαύτωμα) αποτελούν δημιουργήματα των ίδιων των κοινωνιών κάτι που φυσικά σημαίνει ότι πολύ πριν οι θεσμοί αυτοί χρησιμοποιηθούν για να αφανίσουν πληθυσμούς ολόκληρους, οι κοινωνίες αντίστοιχα είχαν ανοίξει το δρόμο για την επώαση του αυγού του φιδιού [3].

Επιπλέον, για την Arendt, η εκκόλαψη του αυγού οφείλεται και σε έναν εξίσου σημαντικό παράγοντα: στη διάλυση της δημόσιας σφαίρας, στην απάθεια και τον εγκλεισμό του καθενός/καθεμιάς στο ιδιωτικό του/της κλουβί (μερικά από τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το παζλ της αποσάθρωσης των δυτικών κοινωνιών, και της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης). Έτσι μέσα στη χαβούζα του γενικευμένου κομφορμισμού, του kitsch θεάματος της ευτελούς τηλενοβέλας και σαπουνόπερας, του χυδαίου σεξισμού και της αποκτήνωσης, βλέπουμε την μετάλλαξη του ανθρώπου από σκεπτόμενο (πολιτικό) ον σε μαζάνθρωπο, που απλά νοηματοδοτεί την ύπαρξή του μέσα από τις διάφορες φετιχιστικές εικόνες και διαφημίσεις, στην εύκολη και ανέμελη ζωή. Ο συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου διακρίνεται χαρακτηριστικά από την πλήρη ανικανότητα να έρθει σε επαφή με τον ίδιο του/της τον εαυτό, με την πραγματικότητα που ο ίδιος/α δημιούργησε ή με τη συμμετοχή του στον αμοραλισμό της ιδιώτευσης. Το απότομο τέλος, όμως, των ονειρώξεων και η προσγείωση στη πραγματικότητα με το σκάσιμο της μεγάλης φούσκας/απάτης της κατανάλωσης, συνθλίβει ριζικά τον ψυχισμό του. Κι έτσι, ο μίζερος μαζάνθρωπος βλέποντας μπροστά του τον κόσμο στον οποίο είχε πιστέψει να θρυμματίζεται, τρομαγμένος θα κλειστεί ερμητικά στον εαυτό του. Η στιγμή της αυτο-κριτικής του έχει έρθει! Αλλά, αντί να επενδύσει στην επώδυνη αυτή λύση, όντας άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αναζητά μια νέα φούσκα για να κουρνιάσει μέσα της, να πατήσει στη γη που έφυγε από τα πόδια του. Πως θα ξεπεράσει και την καλλιεργούμενή του ροπή προς την ανευθυνότητα, την αδιαφορία, την ιδιοτέλεια, την αδράνεια, τον φετιχισμό, την λυσσαλέα υπερβολή, την ιδιώτευση και την ασημαντότητα; Πώς θ’ απομακρυνθεί και πάλι απ΄ τον δύσβατο δρόμο της κοινωνικής δημιουργίας που απλώνεται ανοιχτός μπροστά του; O εθνικιστικός ναρκισσισμός ή κάποια παρόμοιας φύσης τελολογική ιδεολογία (άλλωστε οι ιδεολογίες πάντοτε απευθύνονται στις μάζες παρά στην ατομική βούληση του κάθε ανθρώπου ως πολιτικού ζώου, νοηματοδοτώντας και φορτίζοντας θετικά ή αρνητικά διάφορα σημαίνοντα) και πάλι σαν κανονικό ναρκωτικό θα του προσφέρει μια χείρα βοηθείας, μια ψυχική υποστήριξη που έχει ανάγκη έτσι ώστε να του/της προσφερθεί και πάλι το βάθρο της (τάχα) φυλετικής ανωτερότητας, να δικαιολογήσει τα λάθη του παρελθόντος ρίχνοντας τις ευθύνες σε Εβραίους, Ιλλουμινάτι, ψεκασμούς αεροπλάνων, αυτο-καλλιεργώντας και πάλι την ψευδαίσθηση του υπερανθρώπου και ανακυκλώνοντας την παθολογική του λατρεία για την κυριαρχία, που όπως έλεγε και ο Wilhelm Reich (1983) κάθε άτομο εσωτερικεύει σε μια κοινωνία όπου οι σχέσεις εξουσίας διέπονται αυστηρά από την Χομπσιανή νόρμα: διαταγή-υπακοή.

Αυτή ακριβώς η ανασφάλεια του απελπισμένου μαζανθρώπου, που μέχρι χθες ήξερε να ζει σε καθεστώς πλαστικής ευμάρειας, ενισχύεται ακόμα περισσότερο από της εικόνες εξαθλίωσης που προβάλλονται συνεχώς από τα Μέσα Ενημέρωσης (όπως τα καραβάνια μεταναστών από τις χώρες της Αφρικής) και λειτουργούν σαν σκιάχτρο στην ψυχοσύνθεσή του. Ο ίδιος, που πεισματάρικα αρνείται να πιστέψει ότι οι μέρες της αφθονίας του ήταν μετρημένες, αισθάνεται ότι η ευημερία του απειλείται από τις «ορδές» αυτών των «τριτοκοσμικών», κι έτσι η εικόνα ενός αυστηρά προστατευμένου κόσμου, μιας αδιαπέραστης γυάλινης σφαίρας όπου εντός της ο κάθε άνθρωπος εξασφαλίζει στο ακέραιο το κυνήγι της ευτυχίας μετατρέπεται σε εύθραυστο βάζο. Ως εκ τούτου, όντας γαλουχημένος σε αξίες ξέφρενου κοινωνικού κανιβαλισμού που προωθεί το ανταγωνιστικό παράδειγμα του κοινωνικού δαρβινισμού (όπου όλοι πατάμε επί πτωμάτων για μια «καλύτερη θέση»), σε αξίες ακραίου αμοραλισμού και κρετινισμού, έλκεται από τις χυδαίες φωνές που μιλούν για περιορισμό της μετανάστευσης (ακόμα και με απώλειες, όπως είχε δηλώσει και κάποιος βΟλευτής της ΝΔ πριν από λίγους μήνες), δίχως να αναρωτιέται καν έστω και ελάχιστα αν η στάση του είναι δίκαιη και ηθικά αποδεκτή (φτάνει μόνο το εξορθολογισμένο Κράτος να εφαρμόσει τη συνταγή που «οδηγεί στην επιτυχία»).

Εν κατακλείδι,

«Ο στρατηγικός αντίπαλος είναι ο φασισμός … ο φασισμός σε όλους μας, στο μυαλό μας και στην καθημερινή μας συμπεριφορά, ο φασισμός που μας κάνει να αγαπάμε την εξουσία, να επιθυμούμε το ίδιο το πράγμα που μας επιβάλλεται και μας εκμεταλλεύεται» είχε πει πριν μερικά χρόνια ο Michell Foucault (2004, σ.xiv). Ή, όπως πιο σωστά το θέτει ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1999, σ.22-23), «το χάος το έχουμε και μέσα μας με τη μορφή της ύβρεως, δηλαδή της άγνοιας ή της αδυναμίας αναγνωρίσεως των ορίων των πράξεων μας. Διότι αν τα όρια ήταν σαφή και αναγνωρίσιμα εκ των προτέρων, δεν θα υπήρχε ύβρις, θα υπήρχε απλώς παράβαση ή αμάρτημα, έννοιες χωρίς κανένα βάθος». Άλλωστε ο εθνικισμός από μόνος του αποτελεί μια από τις πιο έντονες μορφές ύβρεως. Η φυλετική ή εθνική υπερηφάνεια (που λόγω της έντασής της εκλαμβάνεται ως ανωτερότητα) υιοθετείται ως ύψιστο ιδανικό προσδιορίζοντας κύρος και αναγνωρισιμότητα σε όλους όσους βλέπουν τον κόσμο γύρω τους να καταρρέει και τις παλιές αξίες, που για χρόνια εξαγόραζαν την θνητότητά του προτάσσοντας κατανάλωση και καριερισμό, να σβήνουν ολοσχερώς, αναπληρώνουν έτσι το κενό. Ως εκ τούτου, ο (μαζ)άνθρωπος μετατρέπεται σε εργαλείο ικανό να σκοτώσει και να σκοτωθεί για ένα καλύτερο χθες, όπως λέει και ο Δεσποινιάδης (2008). Αυτός είναι, λοιπόν, ο φασισμός: η πιο τερατώδης έκφραση της ύβρεως, αυτής της οργιώδους και καλλιεργούμενης τάσης να αυτό-ικανοποιούμε συνέχεια το εγώ μας δίχως κανένα όριο και κανένα μέτρο. Μέχρι που θα έρθει η στιγμή να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτήν ακριβώς την ύβρη πρέπει να καταγγείλουμε, τόσο στον εαυτό μας όσο και στους γύρω μας, και ταυτόχρονα να υιοθετήσουμε μια νέα ηθική, αυτήν του αυτο-περιορισμού (Castoriadis 2007, σ.150), τότε θα παραμένουμε διαρκώς εγκλωβισμένοι σε παιδιάστικες ψευδο-αναλύσεις επί αναλύσεων πάνω σε τέτοια τερατώδη ζητήματα.

___________________________
[1] Αυτό, με λίγα λόγια, εξηγεί και τα κρούσματα Ισλαμοφοβίας και αντιτσιγγανισμού που συναντά κανείς στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Οι δεξιοί λαϊκιστές θεωρούν υπεύθυνες εξ’ ολοκλήρου καί τις δύο αυτές μειονότητες για την μή ενσωμάτωσή τους με την υπόλοιπη κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα, κανείς δεν φαίνεται να θέτει το ερώτημα αν πραγματικά η αφομοίωση – και συνεπώς η πολιτισμική ομοιομορφία – είναι μονόδρομος για την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων. Με παρόμοιο τρόπο μπορεί εξίσου να ερμηνευτεί και ο ευρωπαϊκός ανθελληνισμός: όλες οι φωνές που μιλούν για την «έμφυτη τεμπελιά» των νεοελλήνων και την τάση τους να «κοροϊδεύουν» το Κράτος και «πόσο διεφθαρμένοι είναι» υπάγεται ακριβώς στο γεγονός ότι για τους βορειοευρωπαίους οι νεοέλληνες δεν καταφέρνουν ποτέ να συγκροτήσουν ένα σύγχρονο, εξορθολογισμένο έθνος (με τη βιομηχανία του, την κεντρική-γραφειοκρατική διοίκηση του κράτους, την ομογενοποίηση του πληθυσμού), που θα έχει τα χαρακτηριστικά της Γερμανίας.

[2] «Γνωρίζουμε ότι πολλές σφαγές, πογκρόμ, μαζικές δολοφονίες, μάλιστα περιπτώσεις που δεν διαφέρουν από μια γενοκτονία, έχουν πραγματοποιηθεί δίχως τη σύγχρονη γραφειοκρατία, τις δεξιότητες και τις τεχνολογίες που αυτή καθοδηγεί, καθώς και τις επιστημονικές αρχές της εσωτερικής της διαχείρισης. Το Ολοκαύτωμα, βέβαια, ήταν σαφώς αδιανόητο χωρίς μια τέτοια γραφειοκρατία. Το Ολοκαύτωμα δεν ήταν μια παράλογη εκροή καταλοίπων της προ-νεωτερικής βαρβαρότητας που απλά δεν εξαλείφθηκαν. Ήταν ένα παράγωγο του οίκου της νεωτερικότητας» (Bauman 1991, σ.16), ένα φυσικό αποτέλεσμα όχι μόνο του αιώνιου αντισημιτισμού, αλλά και της ρασιοναλιστικής κυριαρχίας του αστικού πολιτισμού, κατεξοχήν φορέας της οποίας είναι το Κράτος, παρά της κυριαρχίας των παρορμήσεων πάνω στον κοινό νου. Εξάλλου (Sabini & Silver 1980, σ.329-30) ο συνήθης αριθμός των νεκρών ακόμα και έπειτα από συνεχόμενα πογκρόμ συνήθως δεν υπερβαίνει τους εκατό. Αυτό σημαίνει ότι θα απαιτούνταν σχεδόν 200 χρόνια καθημερινών διώξεων προκειμένου ο αριθμός των νεκρών να αγγίξει τα οχτώ εκατομμύρια (Εβραίοι, τσιγγάνοι – βλ. Porajmos, ομοφυλόφιλοι) που εξόντωσαν οι ναζί μέσα σε λιγότερο από 4 χρόνια. «Η βία του όχλου στηρίζεται σε μια εσφαλμένη ψυχολογική βάση για βίαιη συγκίνηση. Οι άνθρωποι μπορεί να καταφύγουν στη μανία, αλλά αυτή η μανία ​​δεν μπορεί να διατηρηθεί για 200 χρόνια. Τα συναισθήματα και η βιολογική τους βάση έχουν μια συγκεκριμένη πορεία στο φυσικό χρόνο» Sabini & Silver 1980, σ.329-30). Έτσι, μόνο με τη βοήθεια ενός σύγχρονου εξορθολογισμένου και τεχνολογικά εξοπλισμένου κράτους θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα τόσο ευρείας κλίμακας σχέδιο αφανισμού πληθυσμών. Αυτό πιθανότατα εξηγεί το γεγονός ότι η φασιστική – αλλά πάνω απ’ όλα μη εκβιομηχανισμένη (που δεν είχε, δηλαδή, ενσωματωθεί πλήρως στη ρασιοναλιστική καπιταλιστική τάξη πραγμάτων) – Ιταλία του Μουσολίνι ελάχιστα συνέφερε στο σχέδιο judenrein, έως ότου οι χιτλέρικές δυνάμεις κατέλαβαν εξ’ ολοκλήρου τη χώρα (Arendt 2006, σ.179), πάντα φυσικά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ίδια η χώρα ουδέποτε γνώρισε τον τόσο ακραίο αντισημιτισμό της Γερμανίας και της Γαλλίας και, ως εκ τούτου, «υπήρξε μια από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη όπου όλα τα αντί-εβραικά μέτρα δεν ήταν δημοφιλή» (Arendt 2006, σ.178).

[3] Το γεγονός και μόνο ότι το Ολοκαύτωμα και τα στρατόπεδα εξόντωσης φάνταζαν αδιανόητα πριν τη δεκαετία του ’40 για τον μέσο Ευρωπαίο – όπως λέει ο Bauman (1989) – φανερώνει ακριβώς αυτήν την ετερονομία των δυτικών κοινωνιών. Οι ίδιες δεν κατάφεραν να γνωρίζουν ότι από μόνες τους οδηγούνται στην ύβρη σιγά σιγά μέσα από θεσμούς (που εξασφάλισαν την κυριαρχία της ρασιοναλιστικής τάξης πραγμάτων), θεσμούς που οι ίδιες δημιουργούσαν δίχως να το ξέρουν (συχνά χρειάζεται να λεχθεί ότι οι θεσμοί προήλθαν από κάπου αλλού  όπως μας λέει και ο Καστοριάδης, από τον θεό, από την ιστορία, από τους νόμους της φύσης ή των προγόνων).

Αναφορές:

Δεσποινιάδης, Κ., 2008. Πόλεμος και Ασφάλεια, Θεσσαλονίκη: Πανόπτικον.
Καστοριάδης, Κ., 1999Η Αρχαία Ελληνική δημοκρατία και η Σημασία της για μας Σήμερα. Αθήνα: Υψιλον βιβλία.
Arendt, H., 1976. The Origins of Totalitarianism. 6th ed. USA: A Harvest Book.
Arendt, H., 2006 (1963). Eichmann in Jerusalem: A Report on the Banality of Evil. London: Penguin Books.
Castoriadis., C., 2007. Figures Of The Thinkable. California: Stanford University Press.
Deleuze, G., Guattari., F., Foucault. M., 2004. Anti-Oedipus. London: Bloomsbury Publishing.
Bauman, Z., 1991. Modernity and Ambivalence. London: Polity Press.
Bauman, Z., 1989. Modernity and The Holocaust. New York: Cornell University Press Ithaca.
Hobbsbawm, E., 1990. Nations and Nationalism since 1780: Programme, Myth, Reality. Cambridge: Cambridge University Press.
Read, A., 2004. The Devil’s Disciples: Hitler’s Inner Circle, 1st American ed. New York, New York: W. W. Norton & Company.
Reich, W., 1983. The Mass Psychology of Fascism. Middlesex: Penguin Books.
Sapini, P., J., & Silver, M., 1980. Survivors, Victims and Perpetrators: Essays in the Nazi Holocaust. Washintgon: Hemisphere Publishing Corporation.
Trotsky, L., 1996 (1944). Fascism: what is and how to fight it. US: Pathfinder.

Για την Ουκρανική εξέγερση και τα πραγματικά διλήμματα

levie640

Εδώ και τρεις μήνες πλέον οι πλατείες του Κιέβου γεμίζουν με διαδηλωτές διαφόρων πεποιθήσεων (κυρίως όμως φιλελεύθερους ευρωπαϊστές και φανατικούς ακροδεξιούς) οι οποίοι, με σκοπό να εκφράσουν την δυσαρέσκειά τους στην απόφαση της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς να παγώσει τις διαδικασίες για εμπορική σύνδεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και να μην υπογράψει την ιστορική συμφωνία στρέφοντας το βλέμμα της προς τη Ρωσία, ξεχύθηκαν στους δρόμους. Η κλιμάκωση των ταραχών και η γενίκευση των συγκρούσεων με τις δυνάμεις καταστολής είχε ως αποτέλεσμα ο αριθμός των νεκρών να ξεπεράσει τους 50. Όπως όμως όλα δείχνουν οι κινητοποιήσεις έχουν πλέον για τα καλά παραδοθεί στο έλεος παραστρατιωτικών φασιστικών ομάδων, κάτι που άλλωστε ήταν εμφανές και από την αρχή. Αντίθετα με την περίπτωση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης όπου μόλις πριν από μερικές ημέρες ένα ποτάμι οργής (εργαζόμενων, φοιτητών και διαφόρων άλλων κοινωνικών ομάδων) καταδίκασε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να πυρπολήσει κυβερνητικά κτήρια σε διάφορες πόλεις της χώρας – και ως απάντηση στον ξεσηκωμό η πολιτική ηγεσία της χώρας απειλεί με αιματοκύλισμα δηλώνοντας έτοιμη να ζητήσει στρατιωτικές ενισχύσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο την καταστολή των εξεγέρσεων – αντίθετα και πάλι με τις μεγάλες διαδηλώσεις στην Ελλάδα (2011-2012) που αντιμετωπίστηκαν με χλευασμό, ειρωνικά, υποτιμητικά και ρατσιστικά σχόλια για ολόκληρο τον ελληνικό λαό από τις Ευρωπαϊκές δημοσιογραφικές ελίτ, στην περίπτωση της Ουκρανίας η στάση των Ευρωπαίων ηγετών είναι ήπια έως θετική. Κανείς πλέον δεν κάνει λόγο για «βάνδαλους που καταστρέφουν δημόσια κτίρια» ή για «τεμπέληδες που αντί να αναλάβουν την ευθύνη για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και να επιστρέψουν στις δουλειές τους απεργούν και διαδηλώνουν». Τί και αν ομάδες νεοναζί έχουν φτάσει στο σημείο ενεργά να απειλούν με κατάληψη της εξουσίας, ο ΟΗΕ και οι δημόσιοι οργανισμοί ξαφνικά σιωπούν ενώ οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων – όπως για παράδειγμα η Διεθνής Αμνηστία – προσφεύγουν και πάλι το παιχνίδι της ακατάσχετης φλυαρίας καλώντας την κυβέρνηση της Ουκρανίας να επιδείξει σεβασμό στους διαδηλωτές, μην παίρνοντας ιδιαίτερα στα σοβαρά την ύπαρξη ένοπλων παραστρατιωτικών φασιστικών ομάδων επανδρωμένων με χούλιγκανς, λούμπεν στοιχεία και ποινικούς εγκληματίες (τον λεγόμενο «Δεξιό Τομέα») που πλέον ελέγχουν το μεγαλύτερο κομμάτι των διαδηλώσεων.

Το βασικό ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το εξής: πώς η ακροδεξιά απέκτησε βήμα, καταφέρνοντας όχι μόνο να ηγηθεί (σχεδόν) των διαδηλώσεων αλλά και να καταστεί κυρίαρχη δύναμη στα γεγονότα; Κάποιοι/ες θα καταφύγουν στη γνωστή συνωμοσιολογία λέγοντας ότι οι διαδηλώσεις αυτές ήταν υποκινούμενες και σχεδιασμένες από την ΕΕ και τις ΗΠΑ ή ότι χρηματοδοτούνται από ιμπεριαλιστικά σκοτεινά κέντρα εξουσίας. Παρά του ότι κανείς/μια δεν μπορεί με βεβαιότητα να αποδείξει κάτι τέτοιο – ούτε φυσικά και το αντίθετο – η εμμονή στις αστυνομικού τύπου προσεγγίσεις της εν γένει πραγματικότητας επισκιάζουν μια πολύ σημαντική πτυχή στα γεγονότα, τους ιστορικο-πολιτικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν το σύγχρονο πολιτικο-κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας, όπως η άνθηση ακραίων αντιδραστικών συμμοριών στην ευρύτερη περιοχή της Ουκρανίας κατά τη διάρκεια της προ-επαναστατικής περιόδου – στην ουσία επρόκειτο για λούμπεν στοιχεία που επάνδρωναν δολοφονικές ομάδες κρούσης – που κινητοποίησαν μαζικά πογκρόμ εναντίον του εγχώριου Εβραϊκού πληθυσμού, με αποκορύφωμα τα γνωστά Πογκρόμ της Οδησσού επί σειρά ετών, 1821, 1859, 1871, 1881, 1886, και 1905. Πρόκειται για ορόσημο στην ιστορία του Ευρωπαϊκού αντισημιτισμού, όπου και σημαντικό ρόλο έπαιξαν και Έλληνες Χριστιανοί φονταμενταλιστές της διασποράς. Εκατοντάδες Εβραίοι κυνηγήθηκαν, σφαγιάστηκαν από τον όχλο είτε εκτοπίστηκαν (Weinberg 1992: Cesarani 2002, σ.168: Ψαρράς 2013, 74-114). Αυτός ο ιδιαίτερα έντονος – και βαθιά ριζωμένος – αντισημιτισμός των Ουκρανών εξτρεμιστών είχε προ πολλού κινήσει και το ενδιαφέρον του Χίτλερ ο οποίος ήδη στο βιβλίο του «Ο αγώνας μου» θεωρούσε την Ουκρανία ως περιοχή «ζωτικής σημασίας» για τους Γερμανούς. Μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του Ουκρανικού αντισημιτισμού υπήρξε και ο Στεπάν Μπαντέρα που κατά τη διάρκεια της εισβολής στην ΕΣΣΔ ασπάστηκε τον εθνικοσοσιαλισμό συμμαχώντας με τον στρατό του Χίτλερ. Οι ομάδες του Στεπάν είχε ειδικευτεί στην εξόντωση Εβραίων, Πολωνών και άλλων μειονοτήτων (τσιγγάνων, Τουρκο-ρώσσων και μουσουλμάνων). Λίγα χρόνια πριν την εισβολή όμως των Γερμανών η Ουκρανία βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν από τους χειρότερους λιμούς που γνώρισε ποτέ. Πρόκειται για τη γνωστή γενοκτονία του Holodomor που ούτε λίγο ούτε πολύ αποδίδεται στις οικονομικές πολιτικές του Στάλιν οι οποίες οδήγησαν στον θάνατο εκατομμύρια πολίτες, πράγμα που αναζωπύρωσε τον Ουκρανικό αντικομουνιστικό αντισημιτισμό με βάση τον οποίο οι πολιτικές της ηγεσίας του Στάλιν επιβεβαίωναν τις υποψίες περί συνωμοσίας μεταξύ Εβραίων και κομμουνιστών με στόχο τον αφανισμό των εθνών και την πλήρη υποταγή της ανθρωπότητας. Συνέχεια ανάγνωσης «Για την Ουκρανική εξέγερση και τα πραγματικά διλήμματα»

Εν αμφιβολία κατά του κατηγορουμένου

«Είναι αδύνατο να υπερασπιστείς τον εαυτό σου όταν δεν υπάρχει καλή θέληση» *

Θα μπορούσαν να γραφτούν εκατοντάδες νομικά παράπονα για την δίκη-παρωδία και την καταδίκη του Τάσου Θεοφίλου, ο οποίος φανταζόταν και ο ίδιος, λίγο πολύ, την κατάληξη της υπόθεσής του, αλλά περισσότερο ενδιαφέρει η πολιτική διάσταση του θέματος.

Οι δικαστές, σε μια προσπάθεια να ανταγωνιστούν τον έλληνα μεταμοντέρνο μπάτσο που ξέρει και να βασανίζει αλλά και να δουλεύει πίσω από ένα φορητό υπολογιστή προσπαθώντας να εντοπίσει τους κακοποιούς όπως στα αμερικάνικα b-movies, καταφέρνουν να ξεπερνούν τον εαυτό τους κάθε φορά που πέφτει στον ιστό τους κάποιος αναρχικός. Καταστρατηγώντας προκλητικότατα τόσο τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις όσο και την ποινική δικονομία που ρυθμίζει τους κανόνες διεξαγωγής μιας δίκης, προσδίδουν μια τόσο λούμπεν χυδαιότητα σ’ αυτό που κάνουν που δεν χρειάζεται να μπει κανείς στον κόπο να κάνει μια συζήτηση για τη φύση του Νόμου ως Μεγάλου Φρουρού της κυρίαρχης τάξης. Κάνουν τα πράγματα πιο απλά: καταργούν κάθε νομική εγγύηση που παρέχει ακόμα κι αυτό το δίκαιο που προφυλάσσει την τάξη που υπηρετούν, σα να έχουν χάσει κάθε ψυχραιμία, σα να πρόκειται για λυσσασμένους χωροφύλακες που υστεριάζουν, σα να μην ξέρουν καν νομικά.

Το πολιτικό συμπέρασμα είναι προφανές: στο βαθμό που η κοινωνία είναι αποκτηνωμένη και έχει παραδοθεί άνευ όρων, δεν ενδιαφέρει την εξουσία να κρατήσει τα προσχήματα και στο βαθμό που δεν τα κρατάει η κοινωνία αποκτηνώνεται ακόμα περισσότερο, εκφασιζόμενη σε κάθε διάσταση της δημόσιας ζωής.

Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων δικάζοντας τον Τάσο Θεοφίλου, ακολούθησε, συνειδητά ή ασυνείδητα – δεν έχει σημασία, αυτή την πορεία προς την χαμέρπεια, αγνοώντας όχι μόνο τη νομική επιστήμη αλλά και την κοινή λογική. Αλλά, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζονται από κάποιους, δεν αγνόησε το «λαϊκό αίσθημα», τουλάχιστον όχι αυτό της πλειοψηφίας, που είτε δεν νοιάζεται για το αν το σύστημα Δικαιοσύνης έχει καταντήσει κάτι που θυμίζει την Ιερά Εξέταση, είτε γουστάρει πολύ αυτόν ακριβώς το χαμερπή χαρακτήρα που έχει υιοθετήσει.

Οι δικαστές λοιπόν απήλλαξαν τον Τάσο Θεοφίλου από όλες τις κατηγορίες που συνδέονταν με «τρομοκρατία» και τον καταδίκασαν σαν έναν «απλό ποινικό εγκληματία».  Η απόφαση αυτή δεν θα μπορούσε παρά να έχει και μια παράλληλη, πολιτική, διάσταση. Οι δικαστές με τον ελιγμό τους αυτό προσπάθησαν:
α) Να δείξουν ότι είναι «αντικειμενικοί», ότι δεν ήταν αρνητικά προκατειλημμένοι, ότι «βασανίστηκαν» πριν αποφασίσουν.
β) Ότι οι πολιτικές απόψεις ενός αναρχικού συνδέονται άρρηκτα και σε κάθε περίπτωση με την «παραβατικότητα», ότι ένας αναρχικός είναι αναγκαστικά και «ποινικός»
γ) Να αποσυνδέσουν την Αναρχία ως πολιτική οπτική γωνία και άρα και τους αγώνες κάθε αναρχικού/αναρχικής ακόμα και από αυτό που η νομική επιστήμη ονομάζει «πολιτικό έγκλημα». Έτσι, αφενός υποβιβάζουν στα μάτια του κόσμου την Αναρχία σε κάτι σαν τη «μαφία», αφετέρου καλμάρουν και την (σχεδόν ακαδημαϊκή) γκρίνια κάποιων (συνήθως αριστερών) διανοούμενων του κώλου που ζητούν άλλη μεταχείριση για το «πολιτικό έγκλημα» από το «σκέτο έγκλημα», ξεχνώντας ότι υπάρχει από τη μία ο Νόμος της αστικής τάξης και από την άλλη η επανάσταση ως επιθυμία και ως προοπτική. (Άλλο πράγμα το ζήτημα αν η «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία και η αντίστοιχη δικαστική πρακτική είναι ενδεικτική των ολοκληρωτικών τάσεων της νομοθετούσας τάξης).
δ)Να κάνουν τα χατίρια του Σαμαρά, του Δένδια και των τσόγλανων της Αντιτρομοκρατικής, αδιαφορώντας εντελώς για κάτι που διδάχτηκαν στο πρώτο έτος και λεγόταν «διάκριση εξουσιών».

Το θέμα είναι ότι με αφορμή την δίκη του Θεοφίλου, το μόνο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί, εκτός των προφανών, είναι ότι πλέον αποκρυσταλλώνεται και νομολογιακά η αναρχία σαν ένα «ιδιώνυμο», ούτε καν «πολιτικό», έγκλημα.

Ο αναρχικός χώρος δείχνει εντελώς αδύναμος να αντιδράσει σ’ αυτή την καταστολή που ναι μεν δεν είναι πρωτόγνωρη σε ένταση, αλλά έχει αρχίσει να αποκτά νέα ποιοτικά στοιχεία. Ακροβατεί σε μία κόντρα μεταξύ «κοινωνικής απεύθυνσης» (αλήθεια, πώς απευθύνεται κανείς σε μια τέτοια κοινωνία που κάθε άλλο παρά καλή θέληση έχει, αν όχι οργανώνοντας τον δικό του πολιτικό χώρο;) και «μηδενισμού» (λες και αυτός ο πόλεμος μπορεί να κερδηθεί μόνο από λίγους), χαροποιώντας ακόμα περισσότερο πολιτικούς, δικαστές και μπάτσους.

Δυστυχώς δεν αρκεί να εκπέμπει κανείς φως μέσα στο σκοτάδι για να ζήσει ελεύθερα και με αξιοπρέπεια.

*Φραντς Κάφκα – «Αμερική»

TassiosThita

Να μην συνηθίσουμε στην ύβρη

hub

Σε αντίθεση με την έννοια που η νεότερη και μετα-αρχαϊκή ανθρωπότητα αποδίδει στην λέξη ύβρη, ως ασέβεια προς οτιδήποτε πρεσβεύει κάποια κοινή αξία ή ταύτιση με κάθε είδους ενέργεια που θίγει την τιμή, το αξίωμα και την αξιοπρέπεια κάποιου, για τον αρχαιοελληνικό κόσμο η ὕβρις έχει αυστηρά πολιτικό χαρακτήρα. Η ὕβρις αποτελεί συστατικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος των Αθηνών και η σημασία της μεταφέρεται μέσα από έναν εξίσου πολιτικό θεσμό, την Τραγωδία. (Δεν  είναι τυχαίο άλλωστε ότι με την πτώση του δημοκρατικού πολιτεύματος το 401 π.Χ. αμέσως μετά δηλαδή το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, επήλθε και ο θάνατος της τραγωδίας, αλλά και της φιλοσοφίας. Έκτοτε οι πολιτικές ‘ύβρεις’ που διεπράχθησαν από τα Μακεδονικά βασίλεια και τις διάφορες πολιτικές ελίτ συνεχίζουν μέχρι σήμερα μέσω των φιλελεύθερων ολιγαρχιών να συμβάλλουν στην κοινωνική υποδούλωση και στον σφετερισμό κάθε προσπάθειας της ανθρώπινης χειραφέτησης). Η ὕβρις αναφέρεται στην λυσσαλέα επιθυμία της παράβασης (Καστοριάδης 2006, σ.177) αλλά πάνω απ’ όλα στην υπερβολή του δήμου και την παραφροσύνη (Καστοριάδης 2008, σ.111), στην παραβίαση των ορίων (Καστοριάδης 2008, σ.210) και στην αδυναμία του να αυτοπεριορίζεται, βασική προϋπόθεση για να επιτευχθεί η δημοκρατία, ως πολίτευμα και καθεστώς αυτονομίας. Συνεπώς, για τον Καστοριάδη (2008, σ.193) η δημοκρατία είναι συνεχώς εκτεθειμένη σε θεωρητικούς κινδύνους, ένα καθεστώς που μπορεί να οδηγήσει σε θανάσιμα λάθη. Η πτώση της Αθήνας είναι ταυτόχρονα το αποτέλεσμα και η αιτία της ύβρεως που κυρίευσε τον δῇμον – λόγω της αδυναμίας του αθηναϊκού λαού να αυτοπεριοριστεί – οδηγώντας την δημοκρατία στην καταστροφή της. Ο ίδιος (1999, σ.22-23) γράφει χαρακτηριστικά: «το χάος το έχουμε και μέσα μας με τη μορφή της ύβρεως, δηλαδή της άγνοιας ή της αδυναμίας αναγνωρίσεως των ορίων των πράξεων μας. Διότι αν τα όρια ήταν σαφή και αναγνωρίσιμα εκ των προτέρων, δεν θα υπήρχε ύβρις, θα υπήρχε απλώς παράβαση ή αμάρτημα, έννοιες χωρίς κανένα βάθος».

Η ὕβρις δεν είναι η παράβαση ενός νόμου, αλλά ούτε συνιστά κάποιου είδους αμαρτία (Καστοριάδης 2006, σ.433). Στις θρησκείες για παράδειγμα, η παραβίαση των ηθικών κανόνων συνιστά παραβίαση του Θεϊκού δικαίου και επομένως ο πιστός διαπράττει αμάρτημα που θα επιφέρει την ανάλογη τιμωρία, συνήθως ηθικής τάξεως, σε κάποιον μεταφυσικό κόσμο. Τα όρια εδώ είναι καθορισμένα. Αντίθετα η αρχαιοελληνική ὕβρις συνίσταται ακριβώς στην απουσία του πολιτικού αυτοπεριορισμό (όπως είπαμε και παραπάνω), μια έννοια που έχει βαθειά φιλοσοφική βάση γιατί συνδέεται απευθείας με την ευθύνη, η βαρύτητα της οποίας μέσα στα πλαίσια της πόλεως πέφτει στις πλάτες του κάθε πολίτη ξεχωριστά που καλείται μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες (στις δημόσιες συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου) να αποφασίσει για τον μέλλον της κοινωνίας που ζει. Οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν σχεδόν τα πάντα, από την διεξαγωγή πολέμου μέχρι τα έσχατα φιλοσοφικά ερωτήματα για το τί είναι δίκαιο και τί νόμιμο. Με βάση ποιά κριτήρια όμως καθορίζεται το όριο; Σε ότι αφορά το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο μόνο η ίδια η παράβαση θα καταστήσει εφικτό τον προσδιορισμό του μέτρου. Έτσι «ο Ευριπίδης στις Τρωάδες δείχνει την ὕβριν των  Ελλήνων, οι οποίοι μετά τη πτώση της Τροίας επιδίδονται σε ένα όργιο ωμότητας και κτηνωδίας, σκοτώνοντας, βιάζοντας πάνω στους βωμούς των θεών, κατακρημνίζοντας τα παιδιά από τα τείχη. Λέει στους Έλληνες και ιδιαίτερα στους Αθηναίους: «ιδού τα τέρατα που είστε, που είμαστε» (Καστοριάδης 2008, σ.211). Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν, ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία βρίθει από περιστατικά ύβρεως, δεδομένου ότι πάμπολλες φορές τα ανθρώπινα όντα είτε παρασυρόμενα από διάφορους δημαγωγούς και λαοπλάνους οδηγήθηκαν σε όργια μακαβριότητας, σαν αυτά του Άουσβιτς, των γκούλαγκ, των φασιστικών καθεστώτων του Φράνκο, του Βιντέλα ή των Ερυθρών Χμερ. Τόσο μεγάλη σπουδαιότητα είχε λοιπόν στην διαμόρφωση του δημοκρατικού πολίτη ο θεσμός της Τραγωδίας και της κεντρικής φαντασιακής σημασίας της, της ύβρεως.

Η ὕβρις όμως αναπαράγεται εντός κοινωνιών που απουσιάζει κάθε μέτρο, και συνεπώς κάθε αυτοπεριορισμός, κάτι που δεν αφορά μόνο τα ολοκληρωτικά καθεστώτα: οι δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες θέτουν ως βασικό τους στόχο την αλόγιστη συσσώρευση ανανεώσιμου πλούτου και την αέναη εξάπλωση των παραγωγικών δυνατοτήτων μέσα από ορθολογικές κινήσεις (Finley 1973; Weber 1992, σ.17). Συνεπώς απουσιάζει από αυτές η έννοια του αυτο-περιορισμού και η ύπαρξη εσωτερικών ορίων, εφόσον η παραγωγική διαδικασία και η οικονομική ανάπτυξη όχι μόνο δεν γνωρίζουν σταθερές, αλλά απεναντίας κάθε ενέργεια που παρακωλύει τις διαδικασίες αυτές εκλαμβάνεται ως παρασιτισμός. Τόσο στην περίπτωση των ολοκληρωτικών καθεστώτων/κινημάτων όσο και στις καπιταλιστικές κοινωνίες έρχεται κανείς άμεσα σ’ επαφή με την ετερονομία που διέπει τις Δυτικές παραδόσεις, μια κατάσταση που ενδυναμώνεται καθώς εξαφανίζονται και υποχωρούν τα σπέρματα αυτονομίας. Στην δεύτερη περίπτωση ειδικά, η αλόγιστη συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια μιας ολιγαρχίας οδηγεί στην φτώχεια και την εξαθλίωση, η οποία με τη σειρά της καλλιεργεί την εσωστρέφεια, διαλύοντας κάθε είδος κοινωνικής συνοχής, κάθε δεσμό φιλίας και αλληλεγγύης. Έτσι, ο εθνικισμός, η υπερβολική προσκόλληση στις παραδόσεις και τα έθιμα για τα οποία δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση, ενισχύεται ακριβώς όταν η κοινωνική απελπισία αναζητά μια αιτιολόγηση και οι πολίτες μια ταχεία διέξοδο. Στο σημείο αυτό ο ρόλος των δημαγωγών είναι καταλυτικός: οι ίδιοι (που άλλοτε χρησιμοποιώντας σοσιαλιστικές ρητορείες και άλλοτε εθνικιστικές) λειτουργούν ως «διαμορφωτές συνειδήσεων» μέσω του τον αόριστου, τρομολαγνικού και διφορούμενου λόγου τους, εκστομίζοντας ατεκμηρίωτες ασυναρτησίες, με στόχο είτε να κατευθύνουν τις μάζες προς τα δικά τους ιδιωτικά συμφέροντα παρουσιάζοντάς τα ως κοινωφελή όπως λέει ο Finley (1985, σ.41) παίρνοντας ως παράδειγμα την παρακμή της Αθηναϊκής δημοκρατίας και την παράδοσή της στα χέρια διαφόρων λαοπλάνων, είτε καθοδηγούμενοι από μια ιδεολογική φαντασίωση που ταιριάζει σε έναν ιδεατό κόσμο (όπως το φυλετικό κράτος στην περίπτωση του Χίτλερ ή της ελληνικής καθαρότητας που επικαλούνται οι δολοφόνοι της Χρυσής Αυγής) παρουσιάζοντάς την ως τη μοναδική απάντηση στα αδιέξοδα του φιλελευθερισμού. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, εξηγεί και την ραγδαία άνοδο της Χρυσής Αυγής καθώς και των διαφόρων ακροδεξιών ή λαϊκιστικών μορφωμάτων σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, όπως για παράδειγμα του United Kingdom Independence στη Βρετανία, των Σουηδών Δημοκρατών ή του Γιόμπικ στην Ουγγαρία, ενώ σε άλλες κοινωνίες (είτε σε άλλες εποχές) παρόμοιου τύπου δημαγωγοί εγκαθίδρυσαν τυραννικά πολιτεύματα (όπως αυτό του Άσσαντ ή του Χίτλερ και του Στάλιν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου). Έτσι γράφονται οι μαύρες σελίδες στην ιστορία της ανθρωπότητας, όπου η σύνεση και η διαλεκτική αποσύρονται, με την ύβρη να αποτελεί τον μοναδικό νόμο.

Άλλωστε ο εθνικισμός από μόνος του αποτελεί μια από τις πιο έντονες μορφές ύβρεως καθώς με τον τρόπο που επιβάλλεται στα κοινωνικά άτομα ευνουχίζει κάθε τάση αυτο-περιορισμού: η φυλετική ή εθνική υπερηφάνεια (που λόγω της έντασής της εκλαμβάνεται ως ανωτερότητα) ενός ανθρώπου υιοθετείται ως ύψιστο ιδανικό προσδιορίζοντας κύρος και αναγνωρισιμότητα στο ίδιο το άτομο την ίδια στιγμή που ο κόσμος γύρω του καταρρέει και οι παλιές αξίες, που για χρόνια εξαγόραζαν την θνητότητά του προτάσσοντας κατανάλωση και καριερισμό σβήνουν ολοσχερώς, αναπληρώνουν έτσι το κενό. Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε εργαλείο ικανό να να σκοτώσει και να σκοτωθεί για ένα καλύτερο χθες, όπως λέει και ο Δεσποινιάδης (2008). Πρόκειται για έναν ταυτιστικό παραλογισμό που απαντά σε υπαρξιακής μορφής ερωτήματα: αν αμφισβητηθεί το έθνος και η φυλή ως έννοιες και αξίες κοινωνικές, τότε το ίδιο το άτομο νοιώθει ότι αμφισβητείται και η ύπαρξή του αλλά και οι ικανότητές τους. Κάτι τέτοιο δεν φανερώνει μονάχα κλειστότητα του εθνικιστικού φαντασιακού η οποία λειτουργεί ως κινητοποιός δύναμη κατά τη συνάντηση της κοινωνίας αυτής με άλλες, οδηγώντας στο εξής συμπέρασμα: οι θεσμοί [της άλλης] είναι υποδεέστεροι και όχι ίσοι. Ιδιαίτερα όταν όλες οι ανθρώπινες σχέσεις διέπονται από ανταγωνισμό (οικονομικό και κατ’ επέκταση γεωπολιτικό), ο εθνικισμός και η δημαγωγία παίζουν καταλυτικό ρόλο στον όχλο που έχει χάσει την πολιτική του σύσταση, παρασύρεται από τη μονομέρεια της ιδεολογικής τύφλωσης σε μια κατάσταση γενικευμένου μίσους και τέλος στην ύβρη. Οι αναφορές του Ευριπίδη στις φρικαλεότητες του Τρωικού πολέμου τονίζουν υπόρρητα την ετερονομία αυτής της ταυτιστικής λογικής και την προτροπή στην αυθάδεια η οποία προβάλλεται ως υπερηφάνεια, υποδεικνύοντας τις καταστροφικές συνέπειες της αδυναμίας των ανθρώπων να θέτουν εσωτερικά όρια. Με άλλα λόγια, η μη κατανόηση του διαφορετικού ως ίσο (ή έστω ως εν δυνάμει ίσο) αποτελεί ύψιστο δείγμα έκφρασης της αυθάδειας που γεννά η κλειστότητα του εθνικισμού η οποία ωθεί κάθε κοινωνία να παραγνωρίσει τον εαυτό της, έχοντας αποτύχει να αυτοπεριοριστεί αλλά και να οικουμενικοποιηθεί, πράγμα που ούτε λίγο ούτε πολύ συναντά κανείς στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες οι οποίες έχοντας παραλύσει πολιτικά αδυνατούν να εκφράσουν κάποιο νέο πρόταγμα ως απάντηση στην φιλελεύθερη πολυπολιτισμικότητα, και όντας ανίκανες να αυτοπεριοριστούν αγκαλιάζουν τον κοινωνικό συντηρητισμό και σταδιακά οδηγούνται στο ρατσισμό. Αυτού του είδους την ετερονομία προσέγγιζαν οι τραγωδίες, υπενθυμίζοντας τον δήμο κάθε λεπτό για τις συνέπειες της ύβρεως, όπως και στην περίπτωση του Ευριπίδη ο οποίος χρησιμοποιεί την περίπτωση του Τρωικού πολέμου για να υπενθυμίσει στους Αθηναίους πολίτες την περίπτωση της σφαγής των Μιλησίων (Καστοριάδης 2008, σ.197)[1]

Και επειδή σήμερα τραγωδίες πλέον δεν παίζονται στα θέατρα ως μέσον διαπαιδαγώγησης των πολιτών, αλλά στα αθηναϊκά πεζοδρόμια από ανεγκέφαλους και αποκτηνωμένους σαλτιμπάγκους’, που ως άβουλες μαριονέτες και χωρίς να έχουν καν το δικαίωμα να επικαλεστούν το «εν βρασμώ ψυχής» χύνουν με μια απλή κίνηση του στιλέτου, το αίμα κάθε καλλιτέχνη που ανοιχτά τολμά και καταδικάζει την αισχρότητα και την χυδαιότητα του λουμπενισμού τους, εμφανίζονται οι λεγόμενες δυνάμεις του «συνταγματικού τόξου», που με αφορμή τον θάνατο του Παύλου Φύσσα επικαλούνται τις αρχές της «νομιμότητας» και της «αποφυγής των άκρων» κάνοντας ακριβώς την ίδια δουλειά με τους δημαγωγούς και τους λαϊκιστές. Αντί να χαϊδεύουν τα αυτιά του δήμου, αντί να εκφράζονται με βάση που αυτά ο ίδιος θέλει ν’ ακούσει λένε δήθεν ότι επικαλούνται αυτό που πρέπει να ακουστεί, ακόμη και αν δεν αρέσει σε πολλούς. Όπως οι εμφανείς λαϊκιστές δημαγωγοί έτσι και οι εκπρόσωποι της «υπευθυνότητας» παίζουν ποντάροντας πάνω στον ίδιο παράγοντα, τα συναισθήματα, τον φόβο, την ελπίδα για ταχεία διέξοδο (από την ολική ταπείνωση και εξαθλίωση), την βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης υπόστασης, αυτό που ο Freud ονόμαζε ψυχή (μια ψυχή που όντας εκ φύσεως βάρβαρη ποτέ κανείς δεν σκέφτηκε να την εκπολιτίσει), πράγμα που τους κατατάσσει στην ίδια κατηγορία με τους πρώτους.

Οι δημαγωγοί προβάλλοντας αληθοφανείς και μονομερείς διατυπώσεις και αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους που συνήθως είναι οι μετανάστες, που με βάση τη δική τους λογική συμπιέζουν τις θέσεις εργασίας αφήνοντας απ’ έξω τους Έλληνες να πεινάνε, είτε οι Εβραίοι και οι μασόνοι που βάλλονται κατά του έθνους, ή στη λιγότερο ακραία εκδοχή, οι Γερμανοί που επειδή μισούν τους Έλληνες τιμωρούν έναν ολόκληρο λαό. Οι λαϊκιστές με προσωπείο υπευθυνότητας επικαλούμενοι τη γνώση και την αυθεντία επιβάλλονται μέσω του φόβου: αν δεν μας ψηφίσετε πείνα, κατάρες και καταστροφές θα σας βρουν, είτε, εσείς δεν ξέρετε τι θα πει διαχείριση της εξουσίας και γι’ αυτό ψηφίστε εμάς τους γνώστες και άριστους στην τέχνη της πολιτικής να ρυθμίσουν την κατάσταση με όποιο κόστος. Και ποιά είναι η απάντησή τους στη ρατσιστική βία; Οι ίδιοι μας λένε ότι για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο Χρυσή Αυγή, θα πρέπει να τεθεί το μόρφωμα αυτό εκτός νόμου. Ξεχνάνε όμως ότι η ὕβρις του φόνου, που υπήρξε απλά η κορυφή του παγόβουνου ενός γενικευμένου κυνισμού που καλλιεργούνταν τόσα χρόνια, δεν αντιμετωπίζεται με διατάγματα και νομοθετικές ρυθμίσεις. Ξεχνάνε επίσης ότι το ίδιο το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης που ακόμα υπηρετούν, εκπαίδευε στους κόλπους του τον μανιχαϊσμό, τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε ‘άριους’ κι υπανάπτυκτους, σε ιδιωτικούς και δημόσιους, σε trendy και ‘κλασσικούς’. Και όλα αυτά με την παράλληλη απουσία κάθε δημοκρατικής παιδείας, καθώς αντί για τα διδάγματα του αρχαίου θεάτρου, οι σύγχρονοι αστοί δημοκράτες προσέφεραν την «παιδεία» της ευτυχίας, της επιτυχίας, των χόμπυς, την ολοκλήρωση μέσο του άκρατου καταναλωτισμού, την ‘αλήθεια’ μέσο της παθητικής και άκριτης ενημέρωσης από τα ΜΜΕ, την επαγγελματική αποκατάσταση μέσο του προσανατολισμού της παιδείας σε ‘πρακτικού’ τύπου γνώσεις με αποτέλεσμα να αποδυναμώνονται τα κοινωνικά και πολιτικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων. Ξεχνάνε ότι ο σπόρος της ολοκληρωτικής απανθρωπιάς έχει ήδη ριζώσει στην Ελληνική κοινωνία και αυτό δεν μπορεί να λυθεί μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται άλλωστε και ιστορικά: πού ήταν η «νομιμότητα» να σταματήσει την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία την περίοδο του μεσοπολέμου; Ποιοί νόμοι ήταν ικανοί να σταματήσουν την γενοκτονία των Εβραίων και συνάμα την εξόντωση άλλων 50 εκατομμυρίων ανθρώπων; Αν πραγματικά η ανθρωπότητα θελήσει να αυτοκτονήσει τότε κανείς δεν θα μπορέσει να την σταματήσει, παρά μόνο η ίδια και αυτό μπορεί να το πετύχει μονάχα μέσω της δημοκρατίας[2], την μόνη απάντηση στην ύβρη (Καστοριάδης 2006, σ.457)

Τέλος, όπως λέει κι ο χορός των πολιτών στις Ευμενίδες του Αισχύλου: «Των Συμφορών η διχόνοια, εγώ εύχομαι να μην ξεσπάσει στη πόλη. Μήτε εμφύλιο αίμα οργής η γη να πιει, και να ζητά για το χυμένο αίμα άλλο αίμα. Τη χαρά να ανταποδίδουν αδελφωμένοι οι πολίτες και από κοινού να αποφασίζουν. Η συμφωνία σώζει το κακό από τους ανθρώπους» (στ. 1009-1016).

[1] Επίσης με βάση τον V.Naquet (2010), ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Πέρσαι», που έγραψε αμέσως μετά την ναυμαχία  της Σαλαμίνας, για να τονίσει την σημασία της ύβρεως έγραψε την τραγωδία από την σκοπιά του ηττημένου, δλδ των Περσών, παρόλο που ο ίδιος είχε  πολεμήσει στην Σαλαμίνα σαν νικητής με το πλευρό των Αθηναίων, που θα είχε κάθε λόγο να πανηγυρίζει, θέλοντας  έτσι να δείξει ότι δεν μετράει η στρατιωτική νίκη των Αθηναίων, ή αντίστοιχα η νίκη ενός έθνους θα λέγαμε σήμερα, αλλά η ύβρις ή αλλιώς εκείνη η παράλογη δύναμη της ψυχής που οδηγεί κάποιον στην καταστροφή, ακόμα και ένα ολόκληρο λαό. Θα μπορούσε  κάλλιστα να γράψει ενα κείμενο που να τονίζει την Νίκη της Πόλης του. Αυτό ήταν το αντι-εθνικιστικό μύνημα του Αισχύλου, όσο και της ετερότητας του Ελληνικού πολιτισμού με βάση τον Γάλλο συγγραφέα.

Επιπλέον, η Hannah Arendt (1998, σ.176) επίσης λέει ότι η Ετερότητα ως αμεροληψία και αποδοχή του άλλου ξεκίνησε στη Αρχαία Ελλάδα. Συνεπώς, όχι μόνο κάθε έννοια εθνικισμού και κλειστότητας κοινωνιών κατά την περίοδο αυτήν ήταν απούσα αλλά, ταυτόχρονα, η χρήση των αρχαίων Ελληνικών κειμένων με σκοπό την ανάδειξη ενός εθνικιστικού φαντασιακού αποτελεί μέγιστη ημιμάθεια και ασέβεια ως προς το πραγματικό αρχαιοελληνικό πνεύμα, την γέννηση της δημοκρατίας, της ισότητας, της ισηγορίας και της ελευθερίας.

[2] Η πραγματική (ή αλλιώς η άμεση) δημοκρατία με τίποτα δεν θα πρέπει να συνδέεται με την νεοτερική έκβαση της φιλελεύθερης ολιγαρχίας/αριστοκρατίας, που θέτει ως βασίζεται πάνω στην αρχή της αντιπροσώπευσης και του κοινοβουλευτικού θεσμού: «Η ιδέα των αντιπροσώπων είναι νεότερη. Προέρχεται από τη φεουδαρχία, το άδικο και παράλογο σύστημα διακυβέρνησης που υποβιβάζει το ανθρώπινο όν και εξευτελίζει το όνομά του. Στις αρχαίες πολιτείες, ακόμα και στις μοναρχίες, ουδέποτε ο λαός είχε αντιπροσώπους. Η λέξη αυτή ήταν άγνωστη» (Rousseau 2003, σ.114)

Στη μνήμη του Παύλου Φύσσα…

Βιβλιογραφία
Αισχύλος, 1992. Ευμενίδες – Ορέστεια. Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος.
Δεσποινιάδης, Κ., 2008. Πόλεμος και Ασφάλεια, Θεσσαλονίκη: Πανόπτικον.
Καστοριάδης, Κ., 1999. Η Αρχαία Ελληνική δημοκρατία και η Σημασία της για μας Σήμερα. Αθήνα: Υψιλον βιβλία.
Καστοριάδης, Κ., 2006. Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα. Αθήνα: Κριτική.
Καστοριάδης, Κ., 2008. Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα. Αθήνα: Κριτική.
Arendt, H., and Canovan, M., 1998. The Human Condition. 2Nd ed. Chicago: The University of Chicago Press.
Naquet, V., 2010. Aeschylean Tragedy. London: Bloomsbury Academic.
Finley, M. I. 1973. The ancient economy. London: Chatto & Windus.
Finley, M. I. 1985. Democracy ancient and modern. 2Nd ed. London: Hogarth.
Rousseau, J., J., and Gourevith, V., 2003. Rousseau: ‘The Social Contract’ and Other Later Political Writings. 2Nd ed. Cambridge: Cambridge University Press.
Weber, M., 1992. The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism. 2Nd ed. London: Routledge.

Συγγραφή: Μιχάλης Θεοδοσιάδης και Μίλτος.

Καμία κυβέρνηση δεν πολεμά τον φασισμό για να τον καταστρέψει

76899_4900800938213_1136956680_n

Η χθεσινή δολοφονία ενός αντιφασίστα δεν ήταν το πρώτο εγκλημα της Χ.Α. (ενδεικτικά μόνο υπενθυμίζουμε και κάποια από τα υπόλοιπα εγκλήματα των φασιστών). Το νέο στοιχείο είναι ότι οι νεοναζί για πρώτη φορά επιτέθηκαν σε έλληνα αντιφασίστα με σκοπό να τον σκοτώσουν. Και δυστυχώς τα κατάφεραν. Υπό την πίεση των γεγονότων ακούγονται πάλι φωνές για την θέση της νεοναζιστικής οργάνωσης εκτός νόμου. Δηλώσεις που όποιες προθέσεις κι αν έχουν πραγματικά, δεν φαίνεται να έχουν κανένα πολιτικό βάθος.
Ας δούμε γιατί:

α) Είναι τουλάχιστον αστείο να πιστεύει κανείς ότι η πιο αυταρχική και αντιλαϊκή κυβέρνηση που γνώρισε η Ελλάδα από τον καιρό της μεταπολίτευσης έχει την πολιτική βούληση να πράξει κάτι τέτοιο. Η Κυβέρνηση όχι μόνο δεν μπορεί και δεν θέλει να θέσει την Χ.Α. εκτός νόμου, αλλά, αντίθετα, όσο κι αν αυτή η προοπτική – σε μικροπολιτικό επίπεδο – υποτίθεται ότι θα βόλευε τα κόμματα που την απαρτίζουν (ή αυτά που θα μπορούσαν να συμμαχίσουν μελλοντικά σε μία Κυβέρνηση που θ’ αναλάβει να εφαρμόσει αντίστοιχες με τη σημερινή πολιτικές, δηλαδή, φτωχοποίηση με κάθε μέσο προς όφελος ελάχιστων και επιβολή της με ακραία καταστολή), επιθυμεί την ενδυνάμωσή της και την παγίωσή της ως «πολιτικού» παράγοντα. Η Χ.Α. είναι που, αντί γι’ αυτήν, υστεριάζει κατά των μεταναστών, που σπάει απεργίες, που στοχοποιεί κάθε είδους κοινωνικούς αγωνιστές, που λειτουργεί ως «φόβητρο», ως μια αυτόκλητη ακροδεξιά θεια δίκη… Η Κυβέρνηση μπορεί να χαζεύει τάχα αμήχανη μπροστά στα έργα και τις ημέρες των φασιστών.

β) Η Χ.Α. άμεσα ή έμμεσα (στην δεύτερη περίπτωση ως «σκεπτικό», ως «ιδεολογία») πατάει ήδη γερά μέσα στις τρεις (συνταγματικές) εξουσίες: Συμμετέχει στην Βουλή, επηρεάζει τις προτάσεις νόμων και τις κυβερνητικές πρακτικές, ελέγχει άτυπα την ΕΛ.ΑΣ. (είναι γνωστό ότι πάνω από το 50% των αστυνομικών την στηρίζει ανοιχτά – πράγμα που όχι μόνο δεντρέπεται να δείξει αλλά αντίθετα, με κάθε ευκαιρία το διαλαλεί), ασκεί έστω ψυχολογική πίεση σε δικαστές όταν π.χ. μηνύει αντιφασίστες ή όταν υποστηρίζει (με το 7 % τω ψήφων της…) όσους βιαιοπραγούν κατά μεταναστών κλπ. Μάλιστα, όσον αφορά τη Ν.Δ. η οποία είναι λίγο -πολύ η Κυβέρνηση, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο ότι έχει σε θέσεις κλειδιά, σε Υπουργεία κλπ. ακροδεξιά στελέχη: Δένδιας, Α.Γεωργιάδης, Βορίδης, Φ.Κρανιδιώτης, υιός Πλεύρης κ.α. είναι οι άνθρωποι που δίνουν τον ειδικο χαρακτήρα που έχει η σημερινή θλιβερή κουστωδία του κυβερνώντος κόμματος. Κοντά σ’ αυτούς και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός που είναι γνωστός για τις ακροδεξιές θέσεις και τάσεις του διαχρονικά.

γ) Έχει αποκτήσει και αποκτά όλο και περισσότερο την υποστήριξη (με έμμεσες ή και πιο ευθείες αναφορές) δημσιογραφικών κύκλων και προβάλλεται από πολλά ΜΜΕ με διάφορους τρόπους («γιατί όχι σε συνεργασία με μια πιο σοβαρή Χ.Α.» κ.α.).

δ) Η θέση εκτός νόμου της Χ.Α., ακόμα κι αν, παρά ταπαραπάνω, μπορούσε να γίνει πραγματικότητα, θ’ άνοιγε μονομιάς το δρόμο για νομοθετική απαγόρευση αναρχικών και αριστερών οργανώσεων, στον βαθμό που δεν έχουν απαρνηθεί ρητά και «δια Καταστατικού» την ιδέα της επανάστασης. Το χαρτί των δύο άκρων είναι έτοιμο να παιχτεί και δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι θα παιχτεί, στην απίθανη περίπτωση που η εκφασισμένη Κυβέρνηση αποφάσιζε να προχωρήσει κατά της Χ.Α. με νομοθετικά μέτρα.

ε) Δεν είναι δυνατόν σε ένα τμήμα ελευθεριακών αγωνιστών να ζητάνε (ουσιαστικά : να πιστεύουν , να περιμένουν) ότι ο Νόμος θα λύσει ένα τόσο βαθύ και περίπλοκο πρόβλημα όπως αυτό του φασισμού. Ο ίδιος ο Buenaventura Durruti έλεγε ότι «Καμία κυβέρνηση δεν πολεμά τον φασισμό για να τον καταστρέψει. Όταν η αστική τάξη βλέπει ότι η εξουσία ξεγλιστρά από τα χέρια της, φέρνει τον φασισμό στο προσκήνιο προκειμένου να διατηρήσει τα προνόμιά της.» Και για όσους αντιφασίστες έχουν αλλεργία στα λόγια ενός επιφανούς αναρχικού, αρκεί να θυμίσουμε τα λόγια του Λένιν …» Φασισμός είναι ο καπιταλισμός σε παρακμή».

Αυτοί είναι οι κύριοι λόγοι που συνηγορούν στον χαρακτηρισμό των φωνών που ζητάνε τη νομοθετική απαγόρευση της Χ.Α. ως τουλάχιστον απλοϊκών.

Αμέσως ανακύπτει το ερώτημα τί μπορούμε να κάνουμε τότε με την Χ.Α. και τους νεοναζί τραμπούκους τους.

Οι απαντήσεις είναι πολλές και είναι περισσότερο ή λιγότερο συνειδητές σε κάθε αντιφασίστα. Η ίδια η κοινωνία αν πραγματικά απεχθάνεται τους φασίστες και τον φασισμό πρέπει ν’ αντιδράσει χωρίς να ποντάρει σε κυβερνητική βοήθεια, χωρίς να περιμένει ότι το πρόβλημα θα το λύσει ένας νόμος. Για παράδειγμα, τι εμποδίζει τους αντιφασίστες ν’ αποκλείσουν τα κεντρικά γραφεία της Χ.Α. παρεμποδίζοντας κάθε δραστηριότητά της; Ποιός μπορεί να σταματήσει την άμεση και έμπρακτη απαξίωση οποιουδήποτε υποστηρίζει με οποιοδήποτε τρόπο τους νεοναζί; Γιατί τους ανεχόμαστε στους χώρους εργασίας, στις πολυκατοικίες που μένουμε, στα σχολεία και τα πανεπστήμια, στα καφενεία, στους δρόμους; Κι αν κάποιος εμποδίσει τους αντιφασίστες, αν κάποιος εμποδίσει όλους εμάς από το αυτονόητο, που είναι ένα έμπρακτο, πολύπλευρο και εντελώς αποφασιστικό ‘Όχι», στο φασισμό, τότε, ας δούμε ποιός είναι αυτός που θα το κάνει και πώς, κι ας βγάλουμε στη συνέχεια τα συμπεράσματά μας για το αν υπάρχει πραγματικά «πολιτική βούληση από την πλευρά της Κυβέρνησης» για λύση στο πρόβλημα της νεοναζιστικής Χ.Α. ώστε να καταστρώσουμε κι εμείς τις πραγματικά αποτελεσματικές στρατηγικές στη μάχη εναντίον του φασισμού…

Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-cNp

Όλα είναι τρόμος

sakkas_is_free«Η σημερινή απόφαση του Συμβουλίου Εφετών είναι μια απάντηση σε όσους όλο αυτό το διάστημα υποστήριζαν ότι η Πολιτεία είχε συμφέρον στη συνέχιση της προσωρινής κρατήσεως του κατηγορουμένου κ. Κώστα Σακκά στις φυλακές.[…] Το κράτος Δικαίου αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα της Δημοκρατίας και της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης. Αυτό είναι η πυξίδα μας και η αδιαπραγμάτευτη αρχή μας».

Μ’ αυτά τα λόγια του Υπουργού Δικαιοσύνης (και πρώην Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων) έκλεισε από πλευράς Κράτους η υπόθεση της απεργίας πείνας του Κώστα Σακκά. Ωραία λόγια και απόλυτα αναμενόμενα, βγαλμένα από κάποιο παλιό δελτίο ειδήσεων μιας εποχής που κοίμιζε τον κόσμο αφήνοντας την εντύπωση ότι «η δημοκρατία μας λειτουργεί». Λόγια απευθυνόμενα σε κουτούς ή σε κανένα, αφού η αλήθεια είναι ότι ακόμα και οι στοιχειωδώς υποψιασμένοι σύμμαχοι της Κυβέρνησης (βλ. σχετικές δηλώσεις ΠΑ.ΣΟ.Κ., ΔΗΜ.ΑΡ., Δράσης κλπ.) γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι μέθοδοι και τα μέσα επιβολής με τα οποία οι κυβερνώντες (σαν εκπρόσωποι μιας τάξης και μιας ομάδας συμφερόντων και όχι τόσο σαν μια παρέα πολιτικών που διοικεί την χώρα) κρατιούνται στην εξουσία, γίνονται κάθε μέρα όλο και πιο «πρωτοποριακά»…, σε βαθμό που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι εφηύραν ενός νέου τύπου «αντιπροσωπευτική δημοκρατία», η οποία αυτο-αμφισβητείται διαρκώς αλλά μονόπαντα: καταστρατηγώντας ή παραβιάζοντας ευθέως τις ίδιες τις θεμελιώδεις αρχές της, αυτό καθαυτό το νομικό πλέγμα που, ούτως ή άλλως είναι ένα οικοδόμημα προστασίας των εξουσιαζόντων και των κυρίαρχων τάξεων.

Φαίνεται πως η σήψη είναι τόσο βαθιά που όλοι τους τώρα τρέχουν να μαζέψουν τον «πολιτικό και το νομικό πολιτισμό τους» (όπως τόσο πολύ τους αρέσει να λένε για να χαϊδεύουν τα ίδια τους τα’ αυτιά), μετατρέποντάς τον με κάθε ευκαιρία και για κάθε ανάγκη της καθημερινότητας σε έναν «τυπικά νόμιμο τρόμο». Είναι φανερό ότι είναι σε ελεύθερη πτώση και μαζί μ’ αυτούς, σε ελεύθερη πτώση είναι και όλο το φαντεζί αλλά τζούφιο (από άποψη δημοκρατικότητας εκτός εισαγωγικών) σύστημα αξιών τους. Με τα πιο τηλεοπτικά ελληνικά επικοινωνείται εκ μέρους των κυβερνώντων και όσων αυτοί εκπροσωπούν μια διαρκής απειλή: όποιος δεν συμμορφωθεί διατρέχει τον άμεσο κίνδυνο να βρεθεί αντιμέτωπος με ένα λυσσασμένο κράτος που συμπεριφέρεται αμείλικτα και ρεβανσιστικά σε όποιον/-α δεν δέχεται να απεμπολήσει κάθε ψήγμα αξιοπρέπειας.

Όλα λοιπόν είναι τρόμος. Και η υπόθεση Σακκά είναι μια καλή ευκαιρία να εξεταστεί αυτός ο μηχανισμός, αυτή η νέα μεθοδολογία της εξουσίας, σε μερικές διαστάσεις του.

Από πολιτική άποψη

Μετά από ένα καραμπινάτο νομικό σκάνδαλο (απόφαση προφυλάκισης πολίτη για 36 μήνες – στο νομικό κομμάτι της υπόθεσης θα επανέλθουμε παρακάτω), εκδίδεται από το Συμβούλιο Εφετών η απόφαση αποφυλάκισης του αναρχικού απεργού πείνας Κώστα Σακκά, αντικαθιστώντας την προσωρινή κράτηση με τους ακόλουθους περιοριστικούς όρους: απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, υποχρεωτική εμφάνισης κάθε Δευτέρα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του, υποχρεωτική διαμονή στην οικία που έχει δηλώσει ως κατοικία του, απαγόρευση οποιασδήποτε επαφής και επικοινωνίας με συγκατηγορουμένους του στην υπόθεση της οργάνωσης «Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς», καταβολή χρηματικής εγγύησης 30 χιλιάδων ευρώ και απαγόρευση μετακίνησης εκτός του νομού Αττικής.

Το αίτημα αποφυλάκισης γίνεται δεκτό λόγω της κρίσιμης κατάστασης της υγείας στην οποία περιήλθε ο Σακκάς, αφού πριν από λίγες μέρες είχαν απορριφθεί οι Αντιρρήσεις που προέβαλε κατά της νομιμότητας της διάταξης με την οποία η προσωρινή του κράτηση παρατεινόταν για 6 μήνες ακόμα, φτάνοντας τους 36.

Οι πραγματικές πολιτικές διαστάσεις της απόφασης αποφυλάκισης του συντρόφου μας είναι οι εξής:

α) Εκτελεστική εξουσία (Κυβέρνηση) και Δικαστική εξουσία, φοβήθηκαν το ενδεχόμενο ενός δεύτερου Δεκέμβρη 2008 μέσα στον Ιούλιο. Προσπάθησαν όσο μπορούσαν, να φτάσουν τα πράγματα στα άκρα και να δοκιμάσουν τις αντοχές του α/α χώρου (αλλά και της υπόλοιπης κοινωνίας στον βαθμό που δεν κοιμάται τον ύπνο του Δικαίου…). Όταν πιθανολόγησαν ότι η κατάσταση ενδεχομένως να ξεφύγει από τα χέρια τους αν δολοφονούσαν τον Σακκά, αποφάσισαν (αργά και βασανιστικά, αναβάλλοντας την έκδοση του σχετικού βουλεύματος από μέρα σε μέρα, σα να μην υπήρχε άμεσος κίνδυνος για τη ζωή του Σακκά), να διατυμπανίσουν την ανθρωπιά της Ελληνικής Δικαιοσύνης, αποφυλακίζοντάς τον λόγω προβλημάτων υγείας εξαιτίας της απεργίας πείνας και όχι επειδή είχαν παραβιάσει κατάφορα κάθε σχετική συνταγματική διάταξη αλλά και τις αντίστοιχες του Κώδικα Ποινική Δικονομίας.

β) Εκτελεστική εξουσία (Κυβέρνηση) και Δικαστική εξουσία, φοβήθηκαν το ενδεχόμενο ο τυχόν θάνατος του Σακκά να αποτελέσει ένα ακόμα λόγο ήττας στις εκλογές που φαίνεται ότι προετοιμάζουν για το φθινόπωρο. Η Αριστερά (η οποία αρκέστηκε σε νερόβραστες καθωσπρεπίστικες δηλώσεις, εστιάζοντας στο ανθρωπιστικό ή στο νομικό κομμάτι της υπόθεσης και όχι στο πολιτικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς του Κράτους απέναντι στο συγκεκριμένο κατηγορούμενο), θα έσπευδε με ιδιαίτερη χαρά να βρωντοφωνάξει πάνω από το πτώμα του συντρόφου μας ότι «η Μνημονιακή Κυβέρνηση και η Τρόικα δολοφονούν και εμείς σας τα λέγαμε, παραβιάσατε τους νόμους και σκοτώσατε ένα άμυαλο παιδί» κλπ., προκειμένου να μαζέψει απ’ όπου θα μπορούσε μερικές ψήφους παραπάνω (η Αριστερά, η οποία εν προκειμένω, ψέλλισε ένα δυο κονσερβαρισμένα λόγια, καλά θα κάνει να σταματήσει την προσπάθεια να περάσει την αποφυλάκιση Σακκά ως δική της επιτυχία – αποφυλάκιση η οποία οφείλεται μόνο στο θάρρος του ίδιου και την υποστήριξη που είχε από τους αλληλέγγυους συντρόφους του που αντιμετωπίστηκαν ως εγκληματίες επειδή τόλμησαν να του συμπαρασταθούν).

γ) Εκτελεστική εξουσία (Κυβέρνηση) και Δικαστική εξουσία, πίστεψαν ότι θα καθησυχάσουν τόσο την κοινωνία που είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι κάτι βρωμάει στην υπόθεση αυτή, όσο και τον ίδιο τον α/α χώρο σε κάποιο βαθμό. Ταυτόχρονα, γελώντας κάτω από τα μουστάκια τους και με την έπαρση που χαρακτηρίζει τους δικαστές που πάντα νομίζουν ότι είναι πιο έξυπνοι από τον λαουτζίκο, επιβάλλουν τους προαναφερόμενους όρους, επιτυγχάνοντας:

-την αποποίηση της ευθύνης του θανάτου του Σακκά σε περίπτωση που αυτός αρνούνταν να καταβάλει το υπέρογκο ποσό της εγγύησης ή, ακόμα χειρότερα, την μετακύλιση της ευθύνης του θανάτου στους αλληλέγγυους συντρόφους του, στην περίπτωση που αυτός αρνούνταν να διακόψει την απεργία πείνας έως ότου καταβληθεί το ποσό της εγγύησης. Όλα κανονίστηκαν υπέροχα. Οι αλληλέγγυοι σύντροφοι θα μαζέψουν με εράνους και συναυλίες ένα εντελώς παράνομα επιβληθέν υπέρογκο ποσό για το αγαπημένο τους Κράτος, διαφορετικά θα πάρουν αυτοί το κρίμα στο λαιμό τους, είτε για την μη αποφυλάκιση τους συντρόφου τους είτε για το ενδεχόμενο θανάτου του και Κυβέρνηση και Δικαστές θα έβγαιναν λάδι στα μάτια όλων των υπόλοιπων που αρνήθηκαν από αφέλεια ή εσκεμμένα να μιλήσουν για την πολιτική διάσταση της υπόθεσης, εμμένοντας σε ανθρωπιστικά λογίδρια.

-την κατατρομοκράτηση όλης της κοινωνίας και το «σπάσιμο του τσαμπουκά» του α/α χώρου, θυμίζοντας ότι ούτε τους δικούς τους νόμους υπολογίζουν, ότι είναι ικανοί να σκοτώσουν ή να βασανίσουν με παράνομες κρατήσεις, ότι ακόμα και όταν δείχνουν το ανθρωπιστικό τους πρόσωπο, η σε αναμονή της εκδίκασης της υπόθεσης του κάθε απολυμένου που προφυλακίστηκε, ελευθερία, θα θυμίζει με τρόπο εμφατικό την παντοδυναμία του Κράτους πάνω σε σώμα και πνεύμα κάθε υπόδικου. Η απαγόρευση επικοινωνίας με τους συγκατηγορουμένους (όταν αυτή μπορεί να γίνει άνετα στα πλαίσια της δίκης ή δια μέσω των συνηγόρων υπεράσπισης που έχουν τη νομική υποχρέωση να κάνουν το καλύτερο δυνατό για τους εντολείς τους), η απαγόρευση εξόδου από το νομό Αττικής τη στιγμή που υπάρχει και η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και μάλιστα τη στιγμή που κάθε επτά μέρες ο κατηγορούμενος πρέπει να εμφανίζεται στο τμήμα βασανιστηρίων της περιοχής του (λες και θεωρούν την εκτός Αττικής Ελλάδα άλλη χώρα – και μακάρι να ήταν να πηγαίναμε κι εμείς), είναι κινήσεις συμβολικές με σκοπό να τσακίσουν με το γάντι, το αγωνιστικό φρόνημα (υπαρκτό ή εκκολαπτόμενο) κάποιων.

Από νομική άποψη

Ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά για το νομικό κομμάτι της υπόθεσης. Το γεγονός ότι ο α/α χώρος δεν αναγνωρίζει κάποιου είδους ηθική ή κοινωνική «νομιμοποίηση» στο δίκαιο της αστικής «δημοκρατίας», δεν σημαίνει ότι η νομική προσέγγιση της υπόθεσης είναι χωρίς αξία αφού, αφ’ ενός είναι σημαντικό να καταδειχτεί σε όλους εκτός του α/α χώρου ότι η ίδια η αστική «Δικαιοσύνη» κάθε άλλο παρά τυφλή είναι, μην διστάζοντας να αυτοαναιρείται οποτεδήποτε έρχεται αντιμέτωπη με όποιον θεωρεί απειλή για αυτήν (δικαιώνοντας έτσι ακριβώς την αναρχική αντίληψη ότι ο Νόμος είναι ο μηχανισμός συντήρησης της εξουσίας από τις κυρίαρχες τάξεις σε έναν κόσμο κεντρικά/κρατικά οργανωμένης και συστηματοποιημένης εκμετάλλευσης) και, αφ’ ετέρου επειδή μέσα από αυτή την προσέγγιση θα γίνει ακόμα πιο κατανοητό το γεγονός ότι ο αντίπαλος είναι πιο φοβισμένος από ποτέ, ενεργεί σπασμωδικά και ασυντόνιστα, δημιουργώντας ρήγματα ακόμα και μέσα στους κόλπους του. Η αυτοαναίρεση της «νομιμότητας» της εξουσίας, στο βαθμό που παίρνει ακραίες διαστάσεις όπως σήμερα, δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε πλήρη συντριβή της με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφού δημιουργεί μια κατάσταση που εκ των πραγμάτων δεν ξέρει να (δια)χειρίζεται, ενώ ταυτόχρονα δυσαρεστεί, στον ένα ή τον άλλο βαθμό και για διαφορετικούς λόγους ίσως, αλλά πάντως δυσαρεστεί, πρώην συμμάχους της (όπως κομμάτια της μεσαίας τάξης, φιλελεύθερους ή και ακόμα και διαπλεκόμενους που αισθάνονται ανασφάλεια μπροστά στη νέα, εντελώς απρόβλεπτη και έκρυθμη κατάσταση).

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.4 του ισχύοντος Συντάγματος: «Νόμος ορίζει το ανώτατο όριο διάρκειας της προφυλάκισης, που δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος στα κακουργήματα και τους έξι μήνες στα πλημμελήματα. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις τα ανώτατα αυτά όρια μπορούν να παραταθούν για έξι και τρεις μήνες, αντίστοιχα, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου. Απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων της προφυλάκισης με τη διαδοχική επιβολή του μέτρου αυτού για επί μέρους πράξεις της ίδιας υπόθεσης.».

Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 288 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας: «1. Όταν το έγκλημα για το οποίο διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση συρρέει κατ’ ιδέαν με άλλο έγκλημα ή αν το έγκλημα τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση, η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 287 υπολογίζεται από τότε που για πρώτη φορά κρατήθηκε ο κατηγορούμενος είτε για ένα από τα εγκλήματα που συρρέουν κατ’ ιδέαν είτε για μία από τις μερικότερες πράξεις που απαρτίζουν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα. 2. Από την επιβολή της προσωρινής κράτησης έως την έκδοση οριστικής απόφασης δεν μπορεί να διαταχθεί νέα προσωρινή κράτηση του ίδιου κατηγορουμένου για άλλη πράξη για την οποία, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, ήταν δυνατό να ασκηθεί ποινική δίωξη ή να απαγγελθεί κατηγορία, ταυτόχρονα με την ποινική δίωξη συνεπεία της οποίας επιβλήθηκε η προηγούμενη προσωρινή κράτηση ή μέσα σε εύλογο διάστημα από αυτήν. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να διαταχθεί νέα προσωρινή κράτηση για άλλη πράξη, αν η ποινική δίωξη γι’ αυτήν δεν μπορούσε να ασκηθεί παρά μόνο στους τρεις τελευταίους μήνες πριν από την πάροδο του χρονικού ορίου της διάρκειας της προηγούμενης προσωρινής κράτησης ή την τυχόν απόλυση του κρατουμένου. Στην περίπτωση αυτή η νέα προσωρινή κράτηση δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από ένα έτος και δεν παρατείνεται.».

Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων της προσωρινής κράτησης με τη διαδοχική επιβολή του μέτρου αυτού για επιμέρους πράξεις της ίδιας υπόθεσης, οπότε η δεύτερη προσωρινή κράτηση συνιστά παραβίαση θεμελιωδών ποινικών και δικονομικών διατάξεων, καθώς μεγεθύνει το μέγιστο επιτρεπόμενο του ανώτατου χρόνου προσωρινής κράτησης – δικαστική πρακτική που συνιστά ευθεία παραβίαση της θεμελιώδους αρχής του τεκμηρίου αθωότητας, αφού η προσωρινή κράτηση αποτελεί έσχατο δικονομικό μέτρο με σκοπό την εξασφάλιση της εμφάνισης του κατηγορουμένου ενώπιον των δικαστικών αρχών και δεν πρέπει να θίγει την προσωπικότητα του κατηγορούμενου.

Είναι δηλαδή προφανές ότι η προσωρινή κράτηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να διαρκέσει πάνω από 18 μήνες. Ακόμα όμως και με την αμφίβολης συνταγματικότητας διάταξη του άρθρου 288ΚΠΔ, παρ. 2 εδ. β΄και γ΄ (η οποία τέθηκε στο άρθρο το 1996), ισχύουν τα εξής:

Σε περίπτωση συρροής περισσότερων εγκλημάτων (καλύτερα: κατηγοριών για τέλεση διαφορετικών αξιόποινων πράξεων), αν το έγκλημα για το οποίο επιβλήθηκε η προσωρινή κράτηση τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση ή αν συρρέει κατ’ ιδέαν [1] με άλλο έγκλημα, η διάρκεια της προσωρινής κράτησης υπολογίζεται από τότε που για πρώτη φορά κρατήθηκε ο κατηγορούμενος (είτε για μια από τις μερικότερες πράξεις που στοιχειοθετούν το «κατ’ εξακολούθηση έγκλημα» είτε για μία από τις πράξεις που συρρέουν κατ’ ιδέαν). Άρα για αυτές τις δύο περιπτώσεις, αναγνωρίζεται η συνέκτιση της προσωρινής κράτησης που επιβλήθηκε με περισσότερα εντάλματα.

Σε περίπτωση αληθούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, δεν μπορεί να διαταχθεί νέα προσωρινή κράτηση για άλλη πράξη εκτός εάν η ποινική δίωξη για αυτήν την άλλη πράξη δεν μπορούσε ν’ ασκηθεί παρά μόνο εντός των τελευταίων τριών μηνών πριν την πάροδο του χρόνου διάρκειας της προηγούμενης προσωρινής κράτησης.

Συμπερασματικά προκύπτει ότι: Αν οι επιμέρους πράξεις για τις οποίες κατηγορείται κάποιος, εντάσσονται στην ίδια [2] υπόθεση, ανεξάρτητα από τη συρροή που τις συνδέει, το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης που μπορεί να επιβληθεί για τις πράξεις αυτές συνολικά, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους 18 μήνες.

Αν οι επιμέρους πράξεις δεν εμπίπτουν στην έννοια της «ίδιας υπόθεσης» αλλά πρόκειται για κατ’ ιδέαν συρροή εγκλημάτων  ή για κατά εξακολούθηση εγκλήματα και πάλι το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης που μπορεί να επιβληθεί δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους 18 μήνες.

Άρα, ακόμα και με το πιο συντηρητικό νομικό σκεπτικό και εξαιρετικά αμφίβολης συνταγματικότητας, δυνατότητα για υπέρβαση του 18μήνου υπάρχει μόνο εάν οι επί μέρους πράξεις βρίσκονται σε σχέση αληθινής πραγματικής συρροής. Αλλά και πάλι, αυτή η νέα προσωρινή κράτηση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από ένα έτος και δεν παρατείνεται. Δηλαδή, ακόμα και με αυτό το σκεπτικό, αν το δεχτούμε ως ορθό και συνταγματικό και εφ’ όσον πράγματι συντρέχουν οι προϋποθέσεις (αληθινή πραγματική συρροή), η συνολική διάρκεια της προφυλάκισης δεν μπορεί να ξεπεράσει τους 30 μήνες.

Ο Σακκάς, ο οποίος προφυλακίστηκε την 4.12.2010, άρχισε απεργία πείνας την 4.6.2013, δηλαδή ακριβώς την πρώτη μέρα του 31ου μήνα της προσωρινής του κράτησης (προφανώς όχι αποδεχόμενος την συνδρομή των νομικών προϋποθέσεων, αλλά αποδεχόμενος την αναμενόμενη από κάθε αναρχικό δυσμενέστερη δυνατή αντιμετώπισή του από το κράτος). Από εκεί και πέρα, ο πολιτικός αγώνας του πήρε άλλο νόημα: να ξεμπροστιάσει ακριβώς την ασυνέπεια της αστικής «δικαιοσύνης» που ξεπέρασε σε φαντασία (και σε παρανομία) ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό , ακόμα και την πιο ακραία, αυστηρή και κατά την άποψή μας, αντισυνταγματική, νομική άποψη.

Είναι λοιπόν φανερό ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση έγιναν απίστευτα νομικά όργια εναντίον του Κώστα Σακκά, όποιο σκεπτικό κι αν θελήσει να υιοθετήσει κανείς. Μάλιστα, ακούστηκαν και απόψεις που λίγο πολύ οδηγούσαν στο νομικό συμπέρασμα πως αν ένας κατηγορούμενος καθυστερήσει τη δίκη κάνοντας χρήση δικονομικών δικαιωμάτων του (π.χ. αίτηση εξαίρεσης δικαστών, μαρτύρων κλπ.), το Δικαστήριο δικαιούται να τον «τιμωρήσει» παραβιάζοντας τις αυξημένης τυπικής ισχύος δικονομικές διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 4 του ΣΥντάγματος. Αλλά έχουμε ανοσία πια. Και στην κακεντρέχεια και στην ηλιθιότητα.

Κάποιες τελευταίες, μη τρομαγμένες σκέψεις

Δεν μας εκπλήσσουν όλα αυτά. Εμείς ποτέ δεν περιμέναμε καμία «δίκαιη αντιμετώπιση» από ένα νομικό σύστημα που είναι φτιαγμένο για να εξυπηρετεί με νύχια και με δόντια τα κυρίαρχα στρώματα, τους εκμεταλλευτές, το πολιτικό τους προσωπικό και τα μαντρόσκυλά τους. Ειδικά σε περίοδο βαθιάς κρίσης του (ελληνικού) καπιταλισμού, όταν από την άλλη πλευρά χάνεται κάθε πρόσχημα, όταν κάποιοι πραγματικά καλοπροαίρετοι μένουν άναυδοι και αναρωτιούνται «μα πώς είναι δυνατόν να είναι κάποιος μέσα 31 μήνες και βάλε χωρίς να δικαστεί,  δεν υπάρχει δικαιοσύνη;» κλπ., μάλλον πολιτικά δικαιωμένοι αισθανόμαστε.

Δεν θεωρούμε ούτε ήττα ούτε νίκη την αποφυλάκιση του Κώστα Σακκά. Ό,τι κατάφερε το κατάφερε με την απίστευτη θέλησή του και με την ηθική βοήθεια τω αλληλέγγυων συντρόφων του. Μας αρκεί που θα είναι σύντομα καλά, έτοιμος να αγωνιστεί και πάλι για τις ιδέες του.

Το ποσό της εγγύησης των 30.000 ευρώ, που θα καταβληθεί με πραγματική αγάπη από τους αλληλέγγυους, δεν παύουμε να το θεωρούμε μία ακόμα ληστεία του λαϊκού εισοδήματος (όπως τόσες άλλες που πραγματοποιούνται μέσω των μέτρων λιτότητας) και, κυρίως, μια κίνηση ρεβανσισμού ενάντια στον α/α χώρο.

Αλλά καλό είναι να καταλάβουν όλοι, τόσο οι κυβερνώντες και οι φορείς κάθε θεσμισμένης (και μη…) εξουσίας όσο και όσοι στηρίζουν άλλους πολιτικούς χώρους, ότι δεν είμαστε ούτε ανόητοι, ούτε αμόρφωτοι, ούτε ανυποψίαστοι.

Η αλληλεγγύη θα συνεχίζει να είναι το όπλο του α/α χώρου, όσο κι αν προσπαθούν να τον χτυπήσουν ακριβώς μέσω αυτού του πολιτικού χαρακτηριστικού του. Και μέσω αυτής της αλληλεγγύης ο χώρος αυτός διογκώνεται καθημερινά, συγκινώντας όχι μόνο με τον συναισθηματικό, αλλά και με τον πολιτικό του λόγο, όλο και περισσότερους.

Σημείωση: Από εχθές 11/7, υπάρχει στο Κατειλημμένο Κοινωνικό Κέντρο Κ*ΒΟΞ κουτί οικονομικής ενίσχυσης, για την κάλυψη της εγγύησης αποφυλάκισης του συντρόφου Κ.Σακκά (υπενθυμίζεται ότι ο ίδιος αρνήθηκε την συγκέντρωση των χρημάτων μέσω τραπεζών) ενώ ήδη διοργανώνονται συλλογικές κουζίνες για την συγκέντρωση του ποσού της εγγύησης.

Παραπομπές στο κείμενο

1. Συρροή εγκλημάτων έχουμε όταν ο δράστης με μία ή περισσότερες πράξεις (ή παραλείψεις) τελεί περισσότερα από ένα εγκλήματα.  Η συρροή διακρίνεται σε αληθινή και σε κατ’ ιδέαν. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε όντως περισσότερα τους ενός αδικήματα, ενώ στη δεύτερη μόνο φαινομενικά υπάρχουν περισσότερα, αλλά τελικά ο δράστης θα τιμωρηθεί μόνο για ένα.

2. Για «ίδια» υπόθεση μιλάμε όταν η συμπεριφορά του δράστη για την οποία κατηγορείται εμφανίζει μια φυσική ενότητα που εντάσσεται σε ένα χωροχρονικά «εγκληματικό» σχέδιο.