Για το δημοψήφισμα της Σκωτσέζικης ανεξαρτησίας

A derelict cottage is seen at the side of the A9 near Blackford,Scotland

Το 55% του εκλογικό σώματος της Σκωτίας (που αντιπροσωπεύει πάνω 4 εκατομμύρια πολίτες) απέρριψε την πρόταση για ανεξαρτησία της χώρας από το Ηνωμένο Βασίλειο, έναντι του 45% που υπερψήφισε τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία. Το αποτέλεσμα – που ωστόσο έφερε ανακούφιση στο Λονδίνο, στις αγορές και τα ηγετικά στελέχη του ευρωκοινοβουλίου (οι οποίοι φάνηκαν έτοιμοι να κινήσουν ουρανό και γη προκειμένου να υπερασπιστούν τη Ένωση[1]) – ήταν ως επί τω πλείστο αναμενόμενο. Από την πρώτη ημέρα που υπογράφηκε η Συμφωνία του Εδιμβούργου το 2012 (ως αποτέλεσμα της συντριπτικής νίκης του αποσχιστικού National Party of Scotland στις εθνικές εκλογές του Μαΐου του 2011) η οποία άνοιξε το δρόμο για το δημοψήφισμα, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι μόνο το 30-35% επιθυμούσε την ανεξαρτητοποίηση. Από εκείνη την στιγμή και μέχρι την 18η του Σεπτέμβρη, όλα τα γκάλοπ δίνουν μεγάλο προβάδισμα στο ΟΧΙ με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις. Ποιό είναι, όμως, το πραγματικό διακύβευμα αυτής της ιστορικής πρωτοβουλίας, που εξ’ αρχής έμοιαζε να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μας ωθεί επιτακτικά να εξετάσουμε ένα σύνολο άλλων κρίσιμων ζητημάτων που αφορούν το συνολικό πολιτικό περιεχόμενο του ΝΑΙ. Με λίγα λόγια θα πρέπει να απαντήσουμε στα εξής σαφή ερωτήματα: α) από ποιούς πολιτικούς χώρους υποστηρίχθηκε μια τέτοια κίνηση και για ποιούς λόγους, β) τί θα μπορούσε πρακτικά να σημαίνει μια πιθανή απόσχιση του κράτους αυτού από το υπόλοιπο ΗΒ (το οποίο αυτή τη στιγμή εισέρχεται σε μια άνευ προηγουμένου πολιτική, οικονομική και κοινωνική κρίση για τα μεταπολεμικά δεδομένα), γ) τί υποδηλώνει η νίκη του ΟΧΙ και πώς μπορούμε να προσδιορίσουμε τη ροή των πολιτικών εξελίξεων από την επομένη του αποτελέσματος;

Εξ αρχής, η ιστορική διαμάχη μεταξύ Άγγλων και Σκωτσέζων είναι γνωστή σχεδόν σε όλους, όπως και ο στρατιωτικο-πολιτικός ρόλος της Αγγλίας στην ευρύτερη περιοχή των Βρετανικών νησιών καθώς και την Ιρλανδία. Από το 596 μ.χ. μέχρι και τον 16ο αιώνα η βόρεια Βρετανία πλήττεται από αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των δύο αυτών λαών, με τους πολυάριθμους και υπερεξοπλισμένους Εγγλέζους να υπερισχύουν στις περισσότερες μάχες (φυσικά με βαρύτατες συνέπειες για τον λαό της Σκωτίας: βαριά φορολογία, δουλοπαροικία και ασύμμετρη καταστολή). Ο Πόλεμος για την Σκωτσέζικη Ανεξαρτησία (1296-1357), καθώς και το Rough Wooing (1544-1551) αποτελούν μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές του ιστορικού αυτού διχασμού. Μόλις το 1603, η Αγγλία και η Σκωτία σχημάτισαν μια «Προσωπική Ένωση», όταν ο βασιλιάς James VI της Σκωτίας ανέλαβε το θρόνο της Αγγλίας ως King James I., με άμεση συνέπεια ο πόλεμος μεταξύ των δύο πλευρών να σταματήσει προσωρινά, για να αναζωπυρωθεί και πάλι λίγα χρόνια αργότερα με τους Πολέμους των Τριών Βασιλείων τον 17ο αιώνα, και την εξέγερση των Ιακωβιτών. Ως συνέπεια όλων αυτών των ιστορικών γεγονότων, όπου ο λαός της Σκωτίας όφειλε να ταπεινωθεί στην υπεροπλία των Άγγλων σχεδόν τις περισσότερες φορές, το πάθος για ανεξαρτησία, για αποτίναξη του Αγγλικού ζυγού παραμένει εν μέρει ακόμη και σήμερα ζωντανό σε μια χώρα που το μέλλον της μοιάζει δυσοίωνο, καθώς η ανεργία και το χαμηλό βιωτικό επίπεδο μαστίζουν μεγάλο ποσοστό του Σκωτσέζικου πληθυσμού (κυρίως περιοχές της Γλασκόβης και του Dundee όπου η εξαθλίωση έχει πλέον καταστεί μόνιμη πληγή). Για όλα αυτά, και φυσικά για το αναμφισβήτητο γεγονός ότι η Σκωτία υστερεί σε κάθε τομέα (υποδομών και οικονομικής ανάπτυξης) οι Σκωτσέζοι εθνικιστές (και, ως ένα βαθμό, δικαίως) επιλέγουν να επιρρίψουν κάθε ευθύνη στην κυβέρνηση του Λονδίνου, η οποία γι’ αυτούς αποτελεί μια αντανάκλαση της εθνικής τους υποτέλειας που ουδέποτε γνώρισε τέλος. Για τους ίδιους, η Σκωτία πάντα υπήρξε ο αδύναμος κρίκος του Ηνωμένου Βασιλείου, μια χώρα φυσικά πλούσια σε ορυκτά κοιτάσματα που οι λόρδοι και η Αγγλική αριστοκρατία επιθυμούσαν να εκμεταλλευτούν για δικό της όφελος, αλλά και ένας λαός που δεν μπορεί να συνδεθεί πολιτισμικά με την Αγγλική κοινωνία (άλλωστε η πλειοψηφία των Σκωτσέζων σήμερα αποφεύγουν να αυτοπροσδιοριστούν ως «Βρετανοί»). Ο διαχρονικά θυματικός αυτός εθνικισμός – που άλλοτε αναπαράγει τάσεις έντονου σοσιαλσωβινισμού, παστοραλισμού και απομονωτισμού ενώ σε άλλες περιπτώσεις υιοθετεί μια ρεπουμπλικανικής φύσης ρητορική (βέβαια, οι πιο κλειστοφοβικές και εθνοτικές του τάσεις – βλ ethnic nationalism – δεν εκφράζουν κάποια πλειοψηφική δύναμη ούτε πρόκειται για το βασικό διακύβευμα της καμπάνιας του ΝΑΙ) – συνιστά σίγουρα έναν από τους λόγους που οι φωνές υπέρ της ανεξαρτησίας πολλαπλασιάζονται σταδιακά.

Δεν είναι, ωστόσο, δόκιμο να ισχυριστεί κανείς ότι αυτή η ιστορική σύγκρουση είναι η μόνη αιτία που προκαλεί αποστροφή προς οτιδήποτε φέρει την Αγγλική σφραγίδα και ωθεί ολοένα και περισσότερους Σκωτσέζους να σκέφτονται σοβαρά το ενδεχόμενο αποχώρησης. Άλλωστε η Φουκωική (δηλαδή η ταλμουδικά γενεαλογική) ερμηνεία της ιστορίας ως ιστορία-των-ιδεών, βαθύτατα εγκλωβισμένη σε ντετερμινισμούς και λογικά άλματα (κατά βάση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της αντι-νεωτεριστικής μόδας του 80) είναι πέρα για πέρα μυωπική και υπεραπλουστευτική, καθώς αγνοεί όλες τις διαστάσεις του σύγχρονου κοινωνικού πράττειν, το οποίο επιδιώκει χοντροκομμένα και επιτηδευμένα να ταυτίσει με κάποιο φαντασιακό που αναλλοίωτο ταξιδεύει μέσα στους αιώνες. Έτσι, το βαθύ παρελθόν, όσο και αν διαμορφώνει τη συνείδηση της συγκεκριμένης εθνότητας δεν μπορεί να θεωρείται ο μοναδικός παράγοντας που οδηγεί αυτόν τον λαό (μπορεί όχι την πλειοψηφία του, αλλά μεγάλο ποσοστό του) σε αυτήν την απόφαση. Αν κάτι τέτοιο ήταν απόλυτα αληθινό τότε θα έπρεπε να περιμένουμε από τους Σκωτσέζους μια έξαρση εθνικισμού όχι όμως με αριστερο-ρεπουμπλικανικά χαρακτηριστικά (όπως επικαλείται το SNP – το οποίο εκτός των άλλων, τάσσεται κατά του ρατσισμού και υπέρ των δικαιωμάτων των μεταναστών, υπέρ των κοινωνικών παροχών και δικαιώματα, τουλάχιστον στα χαρτιά) – αλλά αντιθέτως με χαρακτηριστικά ακραίου laissez faire καπιταλισμού (όπως το United Kingdom Independence του Nigel Farage που καταδικάζει απερίφραστα το ΝΑΙ και στο καταστατικό του κάνει λόγο για πιο δραστικά μέτρα περικοπών ακόμα και από τους Συντηρητικούς, και δε διστάζει να λοιδορεί τους Σκωτσέζους ότι δήθεν επιθυμούν να ζουν με τα κρατικά επιδόματα που τα πληρώνει ο «σκληρά εργαζόμενος» Βρετανός φορολογούμενος), δεδομένου ότι ο Σκωτσέζικος Διαφωτισμός υπήρξε μια από τις πιο καθοριστικά λιμπεραλιστικές συνιστώσες του φιλοσοφικού αυτού ρεύματος (βλ. Adam Smith, David Hume) [2]. Απεναντίας, οι Σκωτσέζοι όχι μόνο δεν υποστήριξαν το UKIP στις ευρωεκλογές (που ενώ στην Αγγλία υπήρξε ο μεγάλος νικητής, αντίθετα στη Σκωτία μόνο ένα 10% από αυτούς που προσήλθαν στις κάλπες την ημέρα εκείνη – δηλαδή ένας πολύ μικρός αριθμός του εκλογικού σώματος, δεδομένης καί της υψηλής αποχής – επέλεξε το αντιδραστικό αυτό μόρφωμα) αλλά διαχρονικά υπήρξαν αντίθετοι με τις Θατσερικές πολιτικές (και μάλιστα σε μια εποχή όπου η Σιδηρά Κυρία στις περισσότερες περιοχές της Αγγλίας είχε με το μέρος της μια συντριπτική πλειοψηφία), ενώ το SNP αντιτάχθηκε στον τριπλασιασμό των διδάκτρων για τα Βρετανικά πανεπιστήμια[3]. Έτσι, για πολλούς που εναντιώνονται στα εξευτελιστικά μέτρα λιτότητας του Λονδίνου (όπως το περιβόητο Bedroom Tax, τις μειώσεις στα κρατικά επιδόματα και την υποχρέωση όλων των ανέργων να εργάζονται σε πολυκαταστήματα ή σε κοινοτικές εργασίες προκειμένου να συνεχίσουν να λαμβάνουν ταμείο ανεργίας) η έξοδος της Σκωτίας από το ΗΒ δείχνει να είναι η μόνη διέξοδος[4]. Ίσως αυτό να εξηγεί και τη σταδιακή άνοδο των ποσοστών του ΝΑΙ σε σχέση με δύο χρόνια πριν, αλλά και την απερίφραστη υποστήριξη των αριστερών κομμάτων στην καμπάνια της απόσχισης.

Φυσικά όλα αυτά τα γνωρίζουν πολύ καλά όσοι ζουν σε περιοχές της Αγγλίας που έχουν στραγγαλιστεί από τη λιτότητα. Έτσι, Άγγλοι πολίτες και δημότες δίχως καμία ελπίδα για κοινωνική ανέλιξη, δεν είχαν κανέναν λόγο να μην υποστηρίξουν το ΝΑΙ (άλλωστε σημειώθηκαν και μικρές συγκεντρώσεις σε διάφορες περιοχές της Αγγλίας υπέρ της Σκωτσέζικης ανεξαρτησίας, προσδίδοντας έτσι μια χροιά «παραδοξολογικού» διεθνισμού στην καμπάνια), ενώ όσοι φανατικά απεχθάνονται τους Tories και τις πολιτικές τους (δίχως, ωστόσο, να υποστηρίζουν τους Εργατικούς οι οποίοι τάχθηκαν με το ΟΧΙ) έβλεπαν την πρωτοβουλία της αποχώρησης με μεγαλύτερη συμπάθεια, κάτι που επί της ουσίας δείχνει πως το κίνημα για την ανεξαρτησία δεν αποτελεί αποκλειστικά και μόνο έκφραση ενός ρομαντικοποιημένου εθνικιστικού σοσιαλσωβινιστικού φαντασιακού ναρκισσιστικής αυτοθυματοποίησης (φυσικά, εθνικοαπελευθερωτικές φανφάρες δεν απουσίαζαν ποτέ από κινήματα αποσχιστικού χαρακτήρα), αλλά μήτε κατάφεραν να κυριαρχήσουν στη δημόσια σφαίρα οι διχαστικές φωνές που επί της ουσίας είναι παραπλανητικές διότι επιδιώκουν να στρέψουν την προσοχή μας μακριά από το βασικό πρόβλημα που είναι κοινό για όλους (την ιεραρχική κοινωνική δόμηση και τον αποκλεισμό των πολιτών από τη διαχείριση της εξουσίας που γεννά, αναπαράγει και διαιωνίζει de facto κάθε είδους ανισότητα) σε εθνικού τύπου διαμάχες (Άγγλος vs Σκωτσέζος). Η Καμπάνια του ΝΑΙ κατά βάση αντανακλά βαθιά προβλήματα με ανθρωπιστικές, υλικές και πολιτικές βάσεις, και ταυτόχρονα αντικατοπτρίζει μεγάλες πολιτικο-κοινωνικές αποκλείσεις μεταξύ των δύο αυτών λαών, δίχως ωστόσο να προβάλει συνολικά κάποιο φαντασιακό απομονωτισμού ή τη λογική του διχασμού. Αυτό διαφαίνεται εξίσου καθαρά μέσα από εθνικιστικές αφηγήσεις του ΝΑΙ οι οποίες, ωστόσο, αντιτίθενται στις ξενοφοβικές – και άλλοτε φασίζουσες – υστερίες που μεγάλο κομμάτι των Ενωτιστών (και κυρίως των Τόριδων και του UKIP) ενστερνίζονται και αναπαράγουν, καλώντας τους μετανάστες και τις μειονότητες να υπερψηφίσουν την πρωτοβουλία. Ένα μεγάλο κομμάτι μεταναστών και μειονοτήτων τάχθηκε υπέρ του ΝΑΙ για πολλούς και διάφορους λόγους: ο πιο σημαντικός είναι η άνοδος του UKIP σε πολλές περιοχές της Αγγλίας που ανάγκασε τους Συντηρητικούς να υιοθετήσουν κομμάτι της ατζέντας του προκειμένου να εμποδίσουν τη διαρροή ψήφων προς τον Farage. Έτσι, τα σοσιαλδημοκρατικά και ρεπουμπλικανικά αιτήματα (βλ. civic nationalism) του ΝΑΙ βρίσκουν σύμφωνους πολλούς μετανάστες στη Σκωτία ενώ την ίδια στιγμή, το SNP, το κατεξοχήν κόμμα του ΝΑΙ δεν θα ήθελε να χάσει την βέβαιη υποστήριξη μιας μεγάλης μερίδας πληθυσμού που με τίποτα δεν θα υπερασπιζόταν τις πολιτικές της Βρετανικής δεξιάς. Αυτό αφορά κυρίως τους Ευρωπαίους μετανάστες οι οποίοι βρίσκονται συνεχώς κάτω από το φόβο μιας επικείμενης αποχώρησης της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο να μπει ένα τέλος στις ελεύθερες μετακινήσεις εργατικού δυναμικού από τις χώρες του νότου. Εξίσου άλλη επιλογή δεν είχαν ούτε οι μουσουλμάνοι, Ασιάτες και Αφρικανοί μετανάστες (γνωστοί και ως Asian Scots) ενώ οι εβραϊκοί πληθυσμοί της Σκωτίας φαίνονται να είναι διχασμένοι, θέτοντας το εξής ερώτημα; Ποιά θα είναι η στάση του νέου αυτού κράτους απέναντι στο Ισραήλ; Αν το SNP υποστηρίξει το αντι-Ισραηλινό μποϋκοτάζ, ποιά θα είναι η θέση των Εβραίων μέσα στην κοινωνία αυτή; Αυτό τουλάχιστον έμμεσα ή άμεσα αναπαράγουν οι πιο συντηρητικές Ενωτιστικές εφημερίδες, οι οποίες φυσικά επενδύουν στις καλές σχέσεις που πάντα είχαν οι Εβραίοι της Βρετανίας με τους Συντηρητικούς Ενωτιστές (βλ, Benjamin Disraeli, ο πρώτος Βρετανός Εβραίος πρωθυπουργός), παίζοντας έτσι και αυτές το παιχνίδι της ψηφοθηρίας. Βέβαια, αγνοούν όσο τίποτα το γεγονός ότι το εβραϊκό στοιχείο είναι εξίσου βαθιά ριζωμένο στη Σκωτία, και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Σκωτσέζικου φολκλόρ, ενώ όταν η τοπική κυβέρνηση του SNP ανέλαβε για πρώτη φορά τη διοίκηση, χρηματοδότησε επισκέψεις μαθητών στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου, εν όψη του προγράμματος Lessons from Auschwitz που υποστηρίχθηκε από το Holocaust Educational Trust με επιπλέον £500.000 χρηματοδότηση.

Τίποτα από όλα αυτά, φυσικά, δεν υποδηλώνει ότι η καμπάνια του ΝΑΙ είναι ιδανική (και προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, η Σκωτία ως κάθε άλλο από παράδεισος για τους μετανάστες μπορεί να χαρακτηριστεί). Παρά ταύτα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τα θετικά της σημεία (που την καθιστούν προτιμότερη από το ΟΧΙ σε κάθε περίπτωση), όπως για παράδειγμα το κάλεσμα για δημιουργία ενός κράτους που τουλάχιστον θα υιοθετεί στάση ουδετερότητας, μάλλον κατά το Ελβετικό ή Ιρλανδικό πρότυπο, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής αντί να συμμετέχει στη διεξαγωγή άδικων πολέμων και εκστρατειών[5], αλλά πάνω απ’ όλα, το πιο σημαντικό αίτημα της πρωτοβουλίας είναι η δημοκρατία καθ’ αυτή: αν και κατά βάση πρόκειται για καθαρή κοινοβουλευτική ψευδοδημοκρατία (ανοιχτή μεν και περιεκτική σε κάθε της μορφή) ωστόσο μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι τούτη η κίνηση θα απαλλάξει τους Σκωτσέζους από τις ισόβιες εξουσίες της βασιλικής οικογένειας και της βουλής των Λόρδων (οι οποίοι εξίσου μήτε εκλέγονται από τον λαό, μήτε ασκούν λογοδοσία), ένα βασικό βήμα για την περαιτέρω διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων προς την κατεύθυνση της άμεσης δημοκρατίας και της αυτονομίας εν γένει. Ως εκ τούτου, χρίζει εξέχουσας σημασίας να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτήν την πτυχή της καμπάνιας του ΝΑΙ, που δεν βλέπει την ανεξαρτησία σαν ένα εθνικό ζήτημα αλλά ως βαθύτατα πολιτικό, καθώς και σε όσους την ενστερνίζονται λόγω απόρριψης των πολιτικών λιτότητας που φέρουν τη σφραγίδα των Τόριδων, ή και των Εργατικών στο μέλλον, οι οποίοι έχοντας υπάρξει αρχιμάστορες των περικοπών δεν θα διστάσουν να επιβάλουν και πάλι τα ίδια μέτρα με τους Συντηρητικούς, περικοπές που σταδιακά αφαιρούν βασικά κοινωνικά δικαιώματα που κερδήθηκαν με αιματηρούς πολιτικούς αγώνες κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, δικαιώματα που μόνο η πολιτική συμμετοχή που προτάσσει η άμεση δημοκρατία, δηλαδή ο πλήρης έλεγχος των δημόσιων αγαθών από τους ίδιους τους πολίτες (αν φυσικά οι ίδιοι το επιθυμούν) μπορεί να εγγυηθεί ανά πάσα στιγμή. Οφείλουμε, την ίδια στιγμή, να απορρίψουμε τις εξαγγελίες του SNP για πλήρη ένταξη της Σκωτίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διότι επί της ουσίας αυτή η κίνηση δεν έχει να προσφέρει τίποτα παρά μια γραφειοκρατικής φύσης ψευδοαλλαγή: η έξοδος της Σκωτίας από το ΗΒ μπορεί μεν να σημαίνει απαλλαγή από το στέμμα και τις εμετικές αριστοκρατίες (φυσικά ούτε κουβέντα για την Τράπεζα της Αγγλίας), αλλά την ίδια στιγμή μεταφέρει κομμάτι της εξουσίας στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους μή εκλεγμένους τεχνοκράτες των Βρυξελλών (γνωστοί και ως ευρωκράτες), ένας μηχανισμός που καταπατά κάθε δημοκρατικό δικαίωμα αν αυτό δε συμβαδίζει με τους «ιερούς» νόμους των αγορών (βλ, Ιρλανδία και Δημοψήφισμα για τη Συνθήκη της Λισαβόνας).

Αν πραγματικά ο λαός της Σκωτίας επιθυμεί να καταστεί αυτόδικος και αυτοτελής, τότε δεν έχει άλλη λύση παρά να αναλάβει από μόνος του τη διαχείριση της εξουσίας, εγκαταλείποντας α) κάθε τάση εθνικιστικής αυτοθυματοποίησης, β) κάθε αντίληψη πως το Λονδίνο αποτελεί τη μοναδική εγγυητήρια πηγή σταθερότητας για τους ίδιους και γ) κάθε ανάθεση της πολιτικής διαχείρισης σε γραφειοκρατικούς θεσμούς (όπως, για παράδειγμα, το SNP). Επιπλέον, όπως ο θυματικός εθνικισμός είναι κατακριτέος, έτσι και ο ενωτισμός (δηλαδή ο Βρετανικός – φιλελεύθερος ή δεξιός – εθνικισμός της καμπάνιας του One Nation) είναι εξίσου απαράδεκτος. Ο πρώτος διότι συνδέει τη λαϊκή κυριαρχία με τη γεωπολιτική ελευθερία ενώ ο δεύτερος αναθέτει τη διακυβέρνηση σε μια κεντρική και αυταρχική διοίκηση που παίρνει αποφάσεις ερήμην (όπως το ίδιο πάνω κάτω θα συμβεί και με τις υποσχέσεις για ένταξη μιας ανεξάρτητης Σκωτίας στην Ε.Ε). Καί οι δύο εμμονικές μορφές εθνικισμού επισκιάζουν συνολικά τις σχέσεις εκμετάλλευσης εντός της ίδιας της χώρας που μόνο η πολιτική ισότητα – δηλαδή τα συμβούλια πολιτών (a.k.a άμεση δημοκρατία) – έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει. Πόσο μακριά είμαστε όμως από κάτι τέτοιο; Πόσο απέχει η εξαθλιωμένη Σκωτία από το να στραφεί σε προτάγματα αυτοοργάνωσης, ιδίως έπειτα από την ταπεινωτική ήττα του ΝΑΙ; Αναμφισβήτητα, η νίκη του ΟΧΙ δεν σημαίνει αυτόματα ότι όλα χάθηκαν. Στο σημείο αυτό, οι δεξιοί και αριστεροί οπαδοί των θεωριών συνωμοσίας  (που αρνούνται να πιστέψουν ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν σκέφτεται όπως οι ίδιοι ή, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, χλευάζουν ασύστολα τη γνώμη της πλειοψηφίας αν έρχεται σε αντίθεση με τα δικά τους πιστεύω, και γι’ αυτό επενδύουν στη λογική του ad nauseum παραλογισμού ενώ εκφράζονται με χυδαίο μίσος για την άμεση δημοκρατία) μιλούν συνεχώς για το κλίμα τρομοκρατίας των Βρετανικών ΜΜΕ και για το πώς κατάφερε η δημοσιογραφική ιντελιγκέντσια να χειραγωγήσει τους Σκωτσέζους να στραφούν υπέρ του ΟΧΙ. Βέβαια, κανείς δεν αμφισβητεί την υστερική και χυδαία μεμψιμοιρία όχι μόνο των Μέσων Ενημέρωσης (που εξόργισε τους υποστηρικτές του ΝΑΙ) αλλά και της πολιτικής ελίτ (πως αν νικήσει η καμπάνια για ανεξαρτησία θα χαθούν θέσεις εργασίας και οι Σκωτσέζοι θα αναγκαστούν να πάρουν το δρόμο της μετανάστευσης, θα καταστραφεί η οικονομία της χώρας ολοσχερώς κτλ). Ωστόσο θα πρέπει να ξέρουμε ότι, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, το ΟΧΙ δεν κατέστη πλειοψηφικό απλά μέσα στις τελευταίες δύο βδομάδες, ενώ μόνο μια φορά μέσα στα δύο αυτά χρόνια κατάφερε να βγει μπροστά κατά δύο μονάδες σε μια μεμονωμένη δημοσκόπηση. Επιπλέον, ακόμα και οι υποστηρικτές του ΝΑΙ ήταν βέβαιοι για την εκλογική τους αποτυχία και αυτό θα ήταν λάθος να το αποδώσουμε στην εκστρατεία φόβου. Οι ίδιοι οι Σκωτσέζοι γνωρίζουν καλά ότι η μοναδική στιγμή ευημερίας που γνώρισαν ήταν όταν η χώρα υπήρξε ενωμένη με το ΗΒ, οπότε και δεν μπορούμε να βασιστούμε απόλυτα στο σενάριο της (χυδαίας κατά τ’ άλλα) μιντιακής τρομοκράτησης, μήτε μια καμπάνια 2 χρόνων μπορεί να αναιρέσει βάσιμα ιστορικά δεδομένα που παίζουν σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Δεδομένου, φυσικά, του γεγονότος όπου το ΝΑΙ κατάφερε μέσα σε δύο χρόνια να ανέβει από το 30% στο 40% δείχνει ότι το μοναδικό εμπόδιο ήταν ο χρόνος. Εν κατακλείδι, το ΝΑΙ ηττήθηκε, όπως όλοι περιμέναμε και ουδείς γνωρίζει αν μετά την 18η Σεπτεμβρίου οι υποστηρικτές της αποχώρησης θα συμβιβαστούν με την ιδέα της Ένωσης εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια στο μέλλον, αν θα διασπαστούν σε χίλιες δυο συνιστώσες, αν θα ενσωματωθούν σε κάποια άλλη καμπάνια ή θα συνεχίσουν μέχρι στην τελική να βγει κάτι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι για πρώτη φορά στη Σκωτία ένα τόσο σοβαρό ζήτημα έγινε αντικείμενο συζήτησης σχεδόν παντού, σε όλους τους δημόσιους χώρους της Γλασκόβης, του Εδιμβούργου, του Aderdeen, του Inverness… Για πρώτη φορά, Σκωτσέζοι πολίτες (μαζί και μετανάστες) εγκαταλείπουν την απάθεια και έρχονται σε επαφή με την πολιτική πραγματικότητα. Κι ενώ ο δρόμος για την κοινωνική χειραφέτηση είναι μακρύς και δύσβατος, κάθε προσπάθεια δημιουργίας μιας δημόσιας σφαίρας πρέπει να αναγνωρίζεται ως μια αρχή. Η συνέχεια θα κριθεί μέσα στους επόμενους μήνες, όπου και οι εξελίξεις στην υπόλοιπη Ευρώπη αναμένεται να καθορίσουν ριζικά το πολιτικό σκηνικό σε ολόκληρη τη Βρετανία.

[1] Γνωστή είναι η αντίδραση του των φιλοευρωπαϊστών συντηρητικών στην εκτίναξη των ποσοστών του ΝΑΙ που έκαναν λόγο για σοβαρότατες επιπτώσεις και στην υπόλοιπη Ευρώπη σε μια πιθανή περίπτωση εξόδου από το ΗΒ αλλά και του Μπαράκ Ομπάμα ο οποίος μόλις 11 ώρες πριν το δημοψήφισμα ευχήθηκε υπέρ της Ένωσης. Επιπλέον, με δημόσιο διάγγελμα η βασίλισσα παρακαλούσε τους ψηφοφόρους να σκεφτούν απορρίψουν την ιδέα της αποχώρησης και, ταυτόχρονα, προέτρεψε τους τρεις ηγέτες των μεγάλων βρετανικών κομμάτων (τους Συντηρητικούς, τους Εργατικούς και τους Φιλελεύθερους) να υποστηρίξουν την Ένωση με καμπάνιες και εκστρατείες υπέρ του ΟΧΙ.

[2] Σε όλα αυτά θα πρέπει αν συνυπολογίσουμε και το εξής γεγονός: Η Σκωτία, έπειτα από την ένωσή της με την Αγγλία το 1707, γνώρισε μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη. Η ντόπια αριστοκρατία ξεπεράστηκε από μια ισχυρή ανερχόμενη αστική τάξη. Η συντριβή της φεουδαρχίας είχε ως αποτέλεσμα το Εδιμβούργο και η Γλασκόβη να μεταμορφωθούν σε βιομηχανικές ζώνες που για χρόνια αποτελούσαν σημαντικά και καθοριστικά οικονομικά κέντρα της Μεγάλης Βρετανίας. Ως εκ τούτου, οι μέρες όπου οι Σκωτσέζοι έβλεπαν τον εαυτό τους υποτελείς στα συμφέροντα του Λονδίνου έμοιαζαν με μακρινό παρελθόν. Σκωτσέζοι κεφαλαιούχοι συμμετείχαν εξίσου σε επενδύσεις για αποικιοκρατικές υποθέσεις και στην εξαγωγή της εξουσίας (πράγμα που αναιρεί όλες τις αφηγήσεις τριτοκοσμισμού που αναπαράγει η αριστερά, περί θυματοποίησης των Σκωτσέζων απέναντι στον αποικιοκράτη Άγγλο, δεδομένου ότι η Σκωτία συνέβαλε όσο κανείς άλλος στρατιωτικά και πολιτικά στην Βρετανική παντοδυναμία κατά την περίοδο της ακμής της). Παρά την καπιταλιστική ανάπτυξη που μετέτρεψε μια χώρα αγροτική σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του δυτικού αστικού πολιτισμού, η ιδεολογία του laissez faire ουδέποτε υπήρξε βασική συνιστώσα στο σύγχρονο πολιτικό της γίγνεσθαι (ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι από την περίοδο του μεσοπολέμου κι έπειτα η Σκωτσέζικη οικονομία βρίσκεται αποδεκατισμένη και σε κατάσταση διαρκούς ύφεσης, με μερικές μόνο εξαιρέσεις). Το κόμμα των Συντηρητικών σχεδόν πάντα αποτελούσε μειοψηφία (μάλιστα στις εκλογές του 2010 μόλις με τα βίας βρέθηκε στην τέταρτη θέση δίνοντας μόνο μία έδρα, με τους Εργατικούς να κερδίζουν πανηγυρικά, ενώ την ίδια στιγμή τα ποσοστά τους καταποντίζονται στην υπόλοιπη Αγγλία. Το SNP βρέθηκε στη δεύτερη θέση, και την τρίτη θέση καταλαμβάνουν οι Φιλελεύθεροι.

[3] Στα περισσότερα πανεπιστήμια της Αγγλίας, τα δίδακτρα ανέρχονται σε 9.000£ ετησίως, οι προπτυχιακές σπουδές στη Σκωτία αγγίζουν μόλις το ποσό των 1,820£ (φυσικά με αρκετές εξαιρέσεις ανά πανεπιστήμιο)

[4] Επιπλέον, οι πολίτες της παραδοσιακά φτωχής Γλασκόβης (μια πόλη που έχει υποφέρει αρκετά από τα μέτρα λιτότητας) υπερψήφισαν την πρωτοβουλία (54%), ενώ το εύπορο Εδιμβούργο γύρισε την πλάτη στην καμπάνια του ΝΑΙ.

[5] Όταν το αεροδρόμιο της Γλασκόβης το καλοκαίρι του 2007 έγινε στόχος Ισλαμιστών τρομοκρατών, υπήρξε αφορμή για να τεθεί στο “δημόσιο” διάλογο το ζήτημα της Σκωτσέζικης ανεξαρτησίας για έναν επιπλέον λόγο: τη μή αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, πράγμα που δεν μπορεί να καταστεί εφικτό κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες, με τη Σκωτία να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Ηνωμένου Βασιλείου.

Λίγες ακόμα σκόρπιες σκέψεις για τις ευρωεκλογές, το πραγματικό διακύβευμα και τα πραγματικά ζητούμενα

Στο προηγούμενο μου άρθρο που αναρτήθηκε λίγες μέρες πριν «για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών 2014» ειπώθηκαν διάφορα αναφορικά με την άνοδο της ακροδεξιάς, τις δυναμικές της, καθώς και την αύξηση των ποσοστών των αριστερών κομμάτων στις χώρες του νότου, πράγμα που για τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης – τα οποία συνεχώς εστιάζουν στη νίκη του Φαράτζ (Βρετανία) και της Λεπέν στη Γαλλία αντίστοιχα – αποτελεί ασήμαντη λεπτομέρεια. Φυσικά, στον επίλογο του άρθρου, κατέστησα σαφές ότι το δημοκρατικό έλλειμμα και ο κοινωνικός πόλεμος (εντός του οποίου εντάσσεται και ο ρατσισμός, ο αντισημιτισμός, η ξενοφοβία και κάθε είδους διάκριση) δεν είναι φαινόμενα που μπορούν να εξαλειφθούν μέσα από ολιγαρχικές διαδικασίες, όπως οι εκλογές. Αλλά σε γενικές γραμμές ισχυρίστηκα ότι τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας μόνο κατόπιν ψύχραιμης ανάλυσης και διαύγασης μπορούν να μας οδηγήσουν σε βάσιμα συμπεράσματα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και η υπερπροβολή του «ευρωσκεπτικιστικού σεισμού» από τα Μέσα Ενημέρωσης, ως η μοναδική απειλή που αυτή τη στιγμή καλούνται οι κοινωνίες να αντιμετωπίσουν, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην πτώση των ποσοστών των κομμάτων αυτών, αλλά απεναντίας οξύνει ακόμα περισσότερο τις αντιδράσεις σε μια περίοδο όπου απαιτείται το άκρως αντίθετο· δράση αλλά και περισυλλογή, πράξη αλλά και διαύγαση, συζήτηση και όχι κινδυνολογία, ταμπουϊσμό και στρουθοκαμηλισμό. Εξηγώ λοιπόν για όλα αυτά παρακάτω:

1. Η άνοδος του ακροδεξιού λαϊκισμού και η συνολική εικόνα

Σε πρώτη φάση, ο χαρακτηρισμός των αριστερών και των φιλελεύθερων για τα κόμματα αυτά ως φασιστικά και ναζιστικά είναι όχι μόνο υπερβολικός αλλά τερατώδης. Διότι ούτε ο Φαράτζ ούτε η Λεπέν αμφισβητούν την φιλελεύθερη «δημοκρατία», τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τις εκλογές. Ελάχιστα από αυτά τα κόμματα – έως κανένα – είναι προσωποπαγή (στην πραγματικότητα ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι πολύ πιο προσωποπαγής από ότι το Κόμμα της Ελευθερίας του Βίλντερς πχ), κανένα μανιφέστο από τέτοιες οργανώσεις δεν μιλά για απόλυτη πίστη σε κάποιον ηγέτη ή επιθυμεί κατάληψη της εξουσίας με εξωκοινοβουλευτικές μεθόδους. Αντίθετα αυτοί που επιθυμούν σιδηρά πυγμή και πίστη στον αρχηγό είναι η Χρυσή Αυγή, το Ουγγρικό Γιόμπικ το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα καθώς και το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα, οι μόνες οργανώσεις με καθαρά ναζιστική/φασιστική χροιά και ιδεολογία. Σε αντίθεση λοιπόν με τους δεύτερους (που δεν διστάζουν να σχηματίσουν εθνοφρουρές και παραστρατιωτικές ομάδες, ή συσσίτια μίσους), οι πρώτοι ελάχιστη παρουσία έχουν στους δρόμους και η κινηματική τους βάση είναι επί της ουσίας ανύπαρκτη. (Άλλωστε μαζικά ναζιστικά κινήματα στη σημερινή Ευρώπη, όπως τη δεκαετία του 30, δεν υφίστανται σε καμία χώρα της υφηλίου, ούτε καν και στην εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης Ουκρανία, όπου ο Δεξιός Τομέας – υπαίτιος για δολοφονίες Εβραίων και αντιφρονούντων κατά τη διάρκεια των βανδαλισμών κατά την περίοδο των διαδηλώσεων της Euromaidan, στις πρόσφατες εκλογές κατέγραψε ποσοστά αμελητέα).

Σε πρώτη φάση θα πρέπει να μιλήσουμε με όρους εκλογικής συμπεριφοράς, κι εδώ δεν θέλει και πολύ να καταλάβουμε γιατί ο Φαράτζ ή η Λεπέν είναι δελεαστικοί για τους ψηφοφόρους. Σε πολλές περιπτώσεις λένε – με τρόπο φυσικά άκομψο, δημαγωγικό και λαϊκιστικό (κάτι που τους καθιστά εμπορεύσιμους και θεαματικούς στο απαθές ευρύ κοινό) – αυτό που θα έπρεπε να έχει ήδη ειπωθεί από τις δυνάμεις του αντικαθεστωτικού χώρου (μέ ή χωρίς εισαγωγικά). Τρεις είναι οι, επί της ουσίας, λόγοι που μας βοηθούν να καταλάβουμε την άνοδο της ακροδεξιάς:

  1. Δεν μπορούμε να παραβλέπουμε ότι μονάχα όσοι έχουν άμεσα συμφέροντα από την νεοφιλελεύθερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφωνούν με το ότι τα τελευταία επτά χρόνια η πολιτική γραμμή της έχει καταστεί εχθρική για τους λαούς, μέσω των συνεχόμενων μέτρων λιτότητας, αυταρχικοποίησης και χυδαίων εσωτερικών παρεμβάσεων: τί έγινε για παράδειγμα με την αντικατάσταση του Γ.Παπανδρέου από τον Παπαδήμο ή του Μπερλουσκόνι από τον Μόντι έπειτα από εξαγγελίες για «λαϊκή ετυμηγορία» με στόχο την εφαρμογή μέτρων λιτότητας; Τί έγινε με την αρχική απόρριψη της συνθήκης της Λισσαβόνας από τους Ιρλανδούς, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να μπουν σε δεύτερη διαδικασία δημοψηφίσματος με σκοπό να δοθεί θετική απάντηση – απάντηση που φυσικά βολεύει μια χαρά τις Βρυξέλλες; Κάποιοι με βάση τα (πραγματικά) αυτά γεγονότα – και με αφορμή τον φόβο που προκαλούν και την ανασφάλεια που διαχέουν μέσα σε μια κοινωνία που όλα μοιάζουν να καταρρέουν – χτίζουν και προωθούν διαφόρων ειδών θεωρίες συνωμοσίας (οι οποίες, αν μη τι άλλο, τροφοδοτούν και ενισχύουν τα ποσοστά των κομμάτων αυτών). Οι λόγοι είναι ένα σωρό: αδυναμία κοινωνικής διαύγασης, ναρκισσιστική/ταυτιστική ιδεολογικοποίηση και παρωπιδισμός, θεαματική (και υπόρρητη) αναπαραγωγή του μεταμοντέρνου κιτς…  Αυτό φυσικά δεν αναιρεί το γεγονός ότι καμία λαϊκή βούληση πλέον δεν γίνεται σεβαστή αν δεν συμβαδίζει με τα σχέδια των αγορών, με την τυφλή, πεισματική και συνεχόμενη εμμονή της υπάρχουσας ιντελιγκέντσιας στο δόγμα του χυδαίου οικονομισμού που σαν οδοστρωτήρας έχει καταστρέψει κάθε κοινωνική σχέση (ο λεγόμενος κοινωνικός πόλεμος).
  2. Σε ότι αφορά το μεταναστευτικό επίσης (πάνω στο οποίο έχει στηθεί ολόκληρη η προπαγάνδα της ακροδεξιάς) μόνο οι φιλελεύθεροι (και δυστυχώς ένα μεγάλο κομμάτι αριστερών) εξακολουθούν ακόμα να θεωρούν την πολυπολιτισμικότητα ως ιδανικό μοντέλο, αγνοώντας το γεγονός ότι ο πολιτισμικός σχετικισμός που προωθεί υποθάλπει εξίσου ακραίους εθνικισμούς (συνήθως από μετανάστες) όπως για παράδειγμα ο Ισλαμικός φονταμενταλισμός. Στην πραγματικότητα η παρηκμασμένη αριστερά δεν δέχεται απολύτως καμία αντίρρηση στο ζήτημα αυτό, βαφτίζοντας «ρατσιστή» και «φασίστα» οποιονδήποτε τολμά να θίξει τέτοια ερωτήματα, στο βαθμό που άλλα βασικά θέματα κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως η ισότητα των φύλων και η ελευθερία του σεξουαλικού προσανατολισμού (τα οποία αμφισβητούνται από τα πιστεύω και τις ιδέες κάποιων συντηρητικών μεταναστών – φυσικά όχι όλων), περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Απεναντίας, καμία από αυτές τις δύο δυνάμεις δεν προσπαθεί να καταλάβει ότι το πολυπολιτισμικό μοντέλο απέτυχε όχι όμως γιατί δεν είναι εφικτή η συνύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο (όπως εξακολουθούν να λένε οι ρατσιστές – με πρώτο και καλύτερο τον Μπρέιβικ) αλλά γιατί πολύ απλά δεν υφίσταται καμία εξισωτική δύναμη εντός του, καμία τάση με στόχο την εύρεση ενός κοινού τόπου επικοινωνίας μέσα στο στίβο του σκληρού οικονομικού ανταγωνισμού, αναζητώντας νέα προτάγματα (όπως αυτό των διαπολιτισμικών σχέσεων).
  3. Ας μην ξεχνάμε φυσικά ότι ένα μεγάλο ποσοστό αυτών που επέλεξαν τον κύριο Φαράτζ ή τον κύριο Σόινι οφείλεται εξίσου και στην υποτιθέμενη οικονομική αλληλεγγύη προς τις χώρες του νότου. Εδώ και πέντε χρόνια οι μεγάλες σε κυκλοφορία tabloid εφημερίδες του βορρά (όπως η Daily Mail και η Bild) μηρυκάζουν διαρκώς για τον ελληνικό λαό – και τους υπόλοιπους λαούς τους νότου αντίστοιχα – πως είναι όλοι τεμπέληδες, φοροφυγάδες και απατεώνες που επιθυμούν με τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογούμενων (οι οποίοι είναι όλοι τίμιοι) να μπαλώσουν την κρίση (η οποία είναι δημιούργημα της μεσογειακής τους οκνηρίας). Έτσι, η πλειοψηφία των λαών του βορρά – που πιστεύει ότι παίζει το ρόλο του αλόγου στην κούρσα της μεσογειακής σιέστας – επιλέγει τις ευρωσκεπτικιστικές πολιτικές (που στην πραγματικότητα εκφράζονται μέσα από ακροδεξιά λαϊκιστικά σχήματα) με στόχο την άμεση διακοπή της χρηματοδότησης. Άλλωστε όταν οι Βρετανοί διαδήλωναν στους δρόμους του Λονδίνου ενάντια στη λιτότητα (μαζί με εκφυλισμένα συνδικάτα) δεν επιθυμούσαν «ανατροπή» και «κοινωνική πολιτική» (όπως αντίθετα θέλουν να πιστεύουν οι αριστερές σέχτες) αλλά επιστροφή στην παλιά ευμάρεια με το κράτος να παίζει το ρόλο του κοινωνικού προστάτη ή να πάψει η κυβέρνηση κόβει μισθούς και συντάξεις με σκοπό να χρηματοδοτεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους «τεμπέληδες» του νότου (ένα μεγάλο ποσοστό εξέφρασε τέτοιες απόψεις).

2. Η τριπλή πόλωση που συνθέτει το παζλ

Στις περισσότερες χώρες του βορρά – όπου η αριστερά είναι ανύπαρκτη για πολλούς και διάφορους λόγους – αυτές τις αντιδράσεις προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τα ακροδεξιά κόμματα που, επιπλέον, όχι μόνο δεν εκφράζουν κάποιο επεκτατικό εθνικισμό ή αποικιοκρατικό ρατσισμό – εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον -, αλλά απεναντίας προβάλλουν έναν αντιδραστικό εθνικο-συντηρητισμό καθαρά αμυντικής φύσεως, όπως εναντίωση στην εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, εναντίωση στην εμπλοκή των Δυτικών στον πόλεμο της Συρίας και στη Λιβύη. (Το κατά πόσο από πίσω υποβόσκει το παλιό ρατσιστικό ευρωπαϊκό φαντασιακό είναι δύσκολο να απαντηθεί στη συγκεκριμένη στιγμή). Έτσι λοιπόν κερδίζουν το εκλογικό παιχνίδι βρίσκοντας ευήκοα ώτα. Κι εφόσον οι διαχωριστικές γραμμές αριστεράς – δεξιάς έχουν πλέον αλλοιωθεί, ένας μέσος Γάλλος πολίτης εκφράζει τέτοιου είδους ανησυχίες (απεχθάνεται τον Δυτικό ιμπεριαλισμό και την παγκοσμιοποίηση) δεν θα διστάσει να στηρίξει τη Λεπέν. Έτσι λοιπόν ενώ η αριστερά αποτελεί στο νότο την παλιά συνιστώσα και «δύναμη» για ανατροπή της λιτότητας και επαναφορά σε μια σοσιαλδημοκρατία, στο βορρά ενώ άλλοτε εκπρόσωπευε τις τάξεις που ήταν οι μόνες ικανές για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της ευημερίας, στη σύγχρονη εποχή της κονιορτοποίησης και διάλυσης των αξιών αυτό το υποκείμενο παύει να αποτελεί σημαίνον έχοντας πλήρως απορροφηθεί και καταστεί νωθρό και μαλθακό από την κοινωνία της πληροφορίας και την τεχνολογική επανάσταση. Με άλλα λόγια, η αριστερά στο νότο παίρνει τη μορφή της νέας σοσιαλ-δημοκρατίας (εφόσον οι παλιές κεντροαριστερές δυνάμεις αρχίζουν σιγά σιγά να εξασθενούν – κυρίως λόγω των συμμαχιών τους με την νεοφιλελεύθερη κεντροδεξιά), προτάσσοντας το αυτονόητο που κερδήθηκε τη Χρυσή Τριακονταετία: δημόσια υγεία και πρόνοια, εκπαίδευση για όλους, σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε γενικές γραμμές, το πολιτικο-ιδεολογικό πεδίο χωρίζεται πλέον σε τρία στρατόπεδα: 1) όλες οι δυνάμεις του κέντρου έχουν συγχωνευτεί στη λογική του laissez-faire φιλελευθερισμού, 2) οι ακροδεξιές δυνάμεις παίζουν το ρόλο του εθνικού προστατευτισμού ενάντια στο laissez faire δόγμα και 3) οι αριστερές δυνάμεις (ως επί τω πλείστο στο νότο) προτάσσουν κοινωνικό προστατευτισμό.

Αυτό το τρίπολο φυσικά δεν είναι αυστηρά καθορισμένο. Στο οικονομικό κυρίως πεδίο υπάρχουν συσχετισμοί και αμφιταλαντεύσεις μεταξύ κομμάτων της ακροδεξιάς και της κεντροδεξιάς αλλά καί μεταξύ ακροδεξιάς και αριστεράς (όπως και μεταξύ κεντροαριστεράς και αριστεράς). Για παράδειγμα:

  1. το UKIP του Φαράτζ διαφέρει από το προστατευτικό δόγμα που επικαλείται το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν, που προτείνει παρεμβατισμό με στόχο την προστασία της εθνικής οικονομίας από τις δυνάμεις των παγκοσμιοποιημένων αγορών (π.χ., μιλά για εμπάργκο στη μετανάστευση με στόχο να «προστατευθούν» τα εγχώρια εργατικά χέρια και να «μειωθεί η ανεργία», καμία χορήγηση κρατικών επιδομάτων σε μετανάστες ώστε να περιοριστούν οι δημόσιες δαπάνες με αυτόν τον τρόπο αντί να γίνονται περικοπές από την παιδεία ή την υγεία, δασμοί και φόροι στα ξένα προϊόντα με στόχο να προτιμήσουν οι καταναλωτές τα εγχώρια) ενώ αντίθετα ο Φαράτζ παρότι συμφωνεί με τον αποκλεισμό των μεταναστών από τα κρατικά επιδόματα αντιπροτείνει ταυτόχρονα πλήρη ιδιωτικοποίηση της οικονομίας (αν και στην ουσία το πρόγραμμα του UKIP βρίθει από διγλωσσία και ακαθοριστία, πέρα από τις κορώνες για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση). Αυτό συμβαίνει διότι πολύ απλά, όντας αυτά τα κόμματα βαθιά εθνικιστικά, προσπαθούν με κάθε τρόπο να αναβιώσουν τις εθνικιστικές φαντασιακές σημασίες της κάθε χώρας οι οποίες διαφέρουν. Όντας οι πολιτισμικές παραδόσεις των (προτεσταντών) Άγγλων βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην ιδεολογία του laissez-faire («όποιος δεν δουλεύει δεν τρώει») σε σύγκριση με έναν μέσο Γάλλο. Αυτό εξηγεί γιατί οι Άγγλοι εθνικιστές δεν αντιτάσσονται στις ιδιωτικοποιήσεις, σε αντίθεση με τους Σουηδούς ή τους Φινλανδούς ομόλογούς τους (κάτι ανάλογο είχαμε δει επίσης και στις Η.Π.Α. με το Κίνημα του Τσαγιού, το οποίο εξέφραζε υπερπατριωτικά αλλά και lesaiz-faire αιτήματα ταυτόχρονα, ένα δόγμα βαθιά ριζωμένο στο εθνικιστικό φαντασιακό των Αμερικανών).
  2. Τόσο η αριστερά (βλ. ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και Podemos) όσο και η ακροδεξιά (σύσσωμη) κάνουν λόγο για επανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας (που στη δική τους λογική συμβαδίζει απόλυτα και με ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας). Στην περίπτωση αυτή ο εθνικός προστατευτισμός και ο κοινωνικός επίσης ταυτίζονται απόλυτα, αλλά στην κάθε περίπτωση νομηματοδοτούνται διαφορετικά: ο εθνικισμός της αριστεράς είναι περιεκτικός και ευέλικτος. Εξίσου περιεκτικός φυσικά μπορεί να είναι και ο εθνικισμός της ακροδεξιάς (ουδέποτε ο Φαράτζ ή η Λεπέν απέκλεισαν μειονοτικούς πληθυσμούς είτε από το να γίνουν μέλη του κόμματος ή να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους, αρκεί φυσικά να αποδέχονται τον Ευρωπαϊκό τρόπο ζωής) με τη μέγιστη διαφορά ότι η αριστερά δεν αμφισβητεί τις ελεύθερες μετακινήσεις ούτε θεωρεί τη μετανάστευση απειλεί για την κοινωνική συνοχή η οποία είναι προϊόν κάποιας πολιτισμικής ομογένειας (αν και, επί της ουσίας, αδυνατεί να εκφράσει κάποιο ανθρωπιστικό πρόταγμα τόσο ενάντια στο φθαρμένο πολυπολιτισμικό μοντέλο όσο και στον – κάθε άλλο παρά αθώο – αφομοιωτισμό και πολιτισμικό απομονωτισμό της ακροδεξιάς). Αυτή είναι κατά βάση η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των δύο «αντικαθεστωτικών» ρευμάτων: η αριστερά δίνει έμφαση στα κοινωνικά δικαιώματα χρησιμοποιώντας εργαλειακά το φαντασιακό του έθνους-κράτους, ενώ η ακροδεξιά το υιοθετεί ως αυτοσκοπό.
  3. Τέλος, όσοι ταυτίζουν το Εθνικό Μέτωπο, τους Φινς, το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας (και όλα τα υπόλοιπα αντίστοιχα κόμματα) με την Χρυσή Αυγή και το Γιόμπικ ξεχνούν ότι ακραίες ρατσιστικές φωνές έχουν πάρα πολλές φορές εκφραστεί μέσα από κεντροδεξιά σχήματα. Ποιά ήταν η στάση του Σαρκοζύ, για παράδειγμα, απέναντι στους τσιγγάνους της Ρουμανίας; Τί είναι το Δίκτυο 21 του Σαμαρά, ή το Cornerstone Group – Think Tank στο Συντηρητικό Κόμμα της Βρετανίας (η πιο συντηρητική πτέρυγα του κόμματος που επιθυμεί επαναφορά της θανατικής ποινής για τρομοκρατία – στην ποινική νομοθεσία της Αγγλίας, φυσικά, τρομοκρατία θεωρείται ακόμα και ο βανδαλισμός ενός καταστήματος -, εμπάργκο στη μετανάστευση και αναβίωση των εθνικών αξιών); Τί ήταν ο νόμος του Ραχόι για απαγόρευση των διαδηλώσεων μπροστά στο Ισπανικό Κοινοβούλιο και πλήρη απαγόρευση των εκτρώσεων (νόμοι που ευτυχώς βρίσκουν αντίθετη την πλειοψηφία των Ισπανών); Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι για την διαπόμπευση των Οροθετικών (στην Ελλάδα), για το κυνήγι μαγισσών «Ξένιος Ζευς», για τα στρατόπεδα κράτησης στην Αμυγδαλέζα δεν ευθύνεται καμία ακροδεξιά παράταξη (ούτε καν από το ΛΑ.Ο.Σ), όσο οι δυνάμεις του κέντρου (ΠΑ.ΣΟ.Κ και Ν.Δ αντίστοιχα). Και τέλος, να μην μας περνά απαρατήρητος ο χυδαίος αντισημιτισμός της αριστεράς (που πολλές φορές ταυτίζεται απόλυτα με τον αντισημιτισμό των εθνικοσισιαλιστών, κυρίως σε ότι αφορά το Παλαιστινιακό ζήτημα), όπως για παράδειγμα οι εξωφρενικές δηλώσεις Καρυπίδη ή το σιγοντάρισμα στη Χαμάς, τη Χεζμπολά και το καθεστώς του Ιράν από τα διάφορα αριστερά γκρουπούσκουλα.

3. Μερικά πρώιμα συμπεράσματα

Επί της ουσίας, λοιπόν, το βασικό διακύβευμα των ευρωεκλογών είναι ξεκάθαρο. Η διαίρεση της Ευρώπης σε βορρά και περιφέρεια (νότος και Ιρλανδία) είναι εμφανής. Από τη μια βλέπουμε τους πληθυσμούς του βορρά να κλείνονται ερμητικά στον εαυτό τους ενώ ο νότος κουτσά στραβά επιθυμεί μεν απεγκλωβισμό από τις ίδιες συντηρητικές πολιτικές, και αυτό το βλέπουμε από τα αυξημένα ποσοστά της αριστεράς στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία (μια χώρα που για πάνω από 2 χρόνια θεωρούνταν υπόδειγμα από τους ευρωκράτες ενώ για πάνω από μια δεκαετία πόζαρε ως το παράδειγμα επιτυχίας του οικονομικού φιλελευθερισμού) να εμφανίζει στροφή προς τα αριστερά, με το Sinn Fein να αγγίζει το 17% (και μάλιστα με πρωτιά στην πρωτεύουσα). Η Ιταλία αντίστοιχα, κουρασμένη από μια δεκαετία Μπερλουσκονικού συντηρητισμού επιλέγει το κεντροαριστερό κόμμα του Ρέντσι (τρέφοντας αυταπάτες ότι έτσι θα μπει τέλος στις πολιτικές Μέρκελ-Βρυξελλών) ενώ μόλις μέσα σε 2 μήνες ο σχηματισμός Μια Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα κατάφερε να συγκεντρώσει ένα 4%. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων ωστόσο παραμένει ακόμα μια αδιευκρίνιστης κατεύθυνσης πολιτική δύναμη: ενώ αρχικά κατάφερε να συσπειρώσει άτομα κυρίως σοσιαλφιλελεύθερων και προοδευτικών αντιλήψεων – εξ’ ου και το όνομα Πέντε αστέρων: 1) δημόσιο νερό, 2) βιώσιμες μεταφορές, 3) βιώσιμη ανάπτυξη, 4) ελεύθερο διαδίκτυο και 5) οικολογία – ο βασικός του εμπνευστής, ο κωμικός Πέπε Γκρίλο (γνωστός για τις ευρωσκεπτικιστικές του τάσεις), κατέληξε σε διαβουλεύσεις με τον Φαράτζ (αναζητώντας συμμαχίες στην ευρωβουλή) πράγμα που ωστόσο έχει εξοργίσει πολλούς οπαδούς του (μεταξύ αυτών και του Dario Fo). 

Η ανυπαρξία δεξιόστροφου ευρωσκεπτικισμού και ακροδεξιών παρατάξεων πλατιάς υποστήριξης στις χώρες του νότου-περιφέρειας, καθώς και η αύξηση των ποσοστών της αριστεράς είναι σίγουρα κάτι που από τη μια αναιρεί όλη την υστερία που κάνει λόγο για «φασιστικό τσουνάμι» (και κατά κάποιον τρόπο λειτουργεί ως μέσο προβολής της ακροδεξιάς) και από την άλλη μπορεί να μας γεμίζει ελπίδα ότι οι τάσεις για νέα δημοκρατικά κινήματα είναι ορατές. (Φυσικά η άνοδος της Χρυσής Αυγής θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με τρόπο τέτοιο ώστε να αμφισβητήσει το παραπάνω αξίωμα. Βέβαια, η περίπτωση της Ελλάδας είναι sui generis και μάλλον η εκτόξευση των ποσοστών του ναζιστικού μορφώματος δεν έχει τόσο να κάνει με την κρίση όσο με το ότι η Ελλάδα αποτελεί την κύρια πύλη προσφύγων στην Ευρώπη, και φυσικά θύμα των κανονισμών του Δουβλίνου ΙΙ που μετάτρεψε τη χώρα σε αποθήκη και «κάδο απορριμάτων» μεταναστών για την υπόλοιπη Ευρώπη, πράγμα που οξύνει τις τριβές και τις εντάσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων-μεταναστών, ενώ η συμμαχία του ΛΑ.Ο.Σ. με την κυβέρνηση Παπαδήμου είχε ως αποτέλεσμα την απαξίωση του ακροδεξιού αυτού κόμματος από τους ψηφοφόρους του και την αναζήτηση ενός «καλύτερου Καρατζαφέρη». Αυτός ο «καλύτερος Καρατζαφέρης» λοιπόν δεν θα μπορούσε να είναι άλλος παρά ο Μιχαλολιάκος και η παρέα του. Κάποιος επίσης θα αναρωτιόταν για τη Λίγκα του Βορρά στην Ιταλία, η οποία ωστόσο κυριαρχεί περισσότερο στις περιοχές της Λομβαρδίας και του Βένετο παρά στην κεντρική και νότια Ιταλία – στη δε Τοσκάνη τα ποσοστά της είναι αμελητέα. Έτσι μένει να δούμε ποιά θα είναι η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει το Κ5Α και σε τί ποσοστό οι οπαδοί του θα εγκρίνουν μια πιθανή συμμαχία Γκρίλο-Φαράτζ).

4. Η στάση των αυτο-οργανωμένων δημοκρατικών κινημάτων/προταγμάτων

Συνοψίζοντας και υπενθυμίζοντας: όπως είπα και παραπάνω, μπορεί η άνοδος της αριστεράς να γεμίζει ελπίδα σε κάποιους, αλλά ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας είναι μακρύς και δύσβατος. Πρώτα απ’ όλα διότι έχουμε και ένα μεγάλο ποσοστό αποχής (συνήθως παθητικής αποχής), μια τάση απροσδιόριστη, ένα κενό σημαίνον που δύσκολα μπορεί να καταστεί πολιτικό υποκείμενο μέσα σε όλο αυτόν τον βούρκο της απάθειας δίχως να χειραγωγηθεί ή να οδηγηθεί από μόνο του στον γκρεμό. Επιπλέον, οι βαρύγδουπες δηλώσεις για «αλλαγές μέσα από τις κάλπες» δεν είναι τίποτα περισσότερο από παραμύθι για μικρά παιδιά, ακόμα και αν προέρχονται από εμπνευστές-ηγέτες κομμάτων οι οποίοι, υποτίθεται, δεν είναι όπως οι παλιές δυνάμεις αλλά δρουν με τρόπο διαφορετικό και μή συγκεντρωτικό (όπως για παράδειγμα το Ισπανικό Podemos που στην ουσία επικαλείται το κίνημα 15Μ των πλατειών με στόχο να αυξήσει τα ποσοστά του – και αυτό επειδή στην Ισπανία η αριστερά κατά τη διάρκεια των πλατειών απείχε συνειδητά καταδικάζοντας το κίνημα ως «ανίκανο» και «υποκινούμενο» – ένας νέος ΣΥ.ΡΙΖ.Α εφόσον δεν υπήρχε έπρεπε να εφευρεθεί από τα γραφειοκρατικά μυαλά). Μόνο η απαγκίστρωση των μαζών από το φαντασιακό της γραφειοκρατίας (που στην ουσία προτάσσει τις ίδιες κοινωνικές διεργασίες με απλά διαφορετικό τρόπο, λειτουργώντας είτε ως παυσίπονο στα σύγχρονα προβλήματα είτε ως ψευδολύση) μπορεί να δώσει καρπούς. Είτε αυτό (το φαντασιακό) εκφράζεται μέσα από συγκεντρωτικά κόμματα είτε άλλους ιεραρχικούς θεσμούς, η ρήξη μας με αυτό θα πρέπει να είναι ρητή και σαφής – όπως και με την ιδέα της ντετερμινιστικής ηττοπάθειας του «τίποτα καλύτερο δεν θα μπορούσε να υπάρξει»  – με στόχο τη μετατροπή του ομογενοποιημένου πλήθους σε πολίτες με ατομική βούληση και θέληση για επικοινωνία και αλληλεγγύη. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν είναι εύκολο και απαιτεί μεγάλη και συνεχόμενη προσπάθεια.

Ως πρώτος μας στόχος λοιπόν δεν είναι άλλος παρά η κοινή συσπείρωση όλων των δυνάμεων που αντιτάσσονται με την ιεραρχία και η δημιουργία καταστάσεων που θα δώσουν έναυσμα και ερέθισμα για νέες διεκδικήσεις. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες πρέπει να ξεκινήσουν όσο το δυνατό πιο σύντομα γίνεται, παίρνοντας παράδειγμα είτε τις Ισπανικές κολεκτίβες που οργανώνονται τώρα σε διάφορες περιοχές της χώρας, είτε από αμεσοδημοκρατικά στοιχεία του αρχαιοελληνικού παραδείγματος, ή των αυτο-οργανωμένων παρεμβάσεων του Σπετσάνο Αλμπανέζε, είτε με το να αντλούμε έμπνευση από μεγαλειώδεις ιστορικές στιγμές, όπως η Ισπανική Επανάσταση του 36 ή η Ουγγρική του 56. Αν οι κινηματικές πρωτοβουλίες δεν καταφέρουν να ξεφύγoyn από τις γραφειοκρατικές τουw αγκυλώσεις, και τη ναρκισσιστική τους ιδεολογικοποίηση τότε έχουν ήδη αποκηρύξει τον εαυτό τους μια για πάντα. Θα έχουν την ίδια μοίρα του εργατικού κινήματος που εκφυλίστηκε κάτω από τις συγκεντρωτικές ηγεσίες των Κομμουνιστικών Κομμάτων, καταδικασμένες να μαραζώσουν αλλά και να τους αποδοθούν ιστορικές ευθύνες ως οι κατεξοχήν ανασταλτικοί παράγοντες που εμπόδισαν την ανάδυση της κοινωνικής αυτονομίας, κάτι που ήδη συμβαίνει με τα Κομμουνιστικά Κόμματα, τις κεντροαριστερές γραφειοκρατίες, τα αστικά συνδικάτα που σήμερα κατηγορούνται για τον θάνατο της εργατικής πάλης, με αποτέλεσμα οι κοινωνίες να στρέφονται προς τον κομφορμισμό.

Eίναι ωραία να είσαι Ευρωπαία;

A picture illustration taken with the multiple exposure function of the camera shows a one Euro coin and a map of Europe

Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο φύλλο #26 της εφημερίδας δρόμου Άπατρις

Μέσα στο πολιτικό χάος που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, δύο βασικές τάσεις ξεχωρίζουν: από τη μία, η σχετική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών να τάσσεται χωρίς δισταγμό υπέρ της παραμονής της Ελλάδας σε Ε.Ε. και ευρωζώνη, στηρίζοντας κόμματα και παρατάξεις που εφαρμόζουν με κάθε θυσία και κόστος τις νεοφιλελεύθερες συνταγές. Από την άλλη βλέπουμε να αναδύεται ένα έντονα ευρωσκεπτικιστικό (και δίχως ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση) ρεύμα, το οποίο αντιμετωπίζει τις ευρω-εκλογές ως αφορμή για να εκφράσει την αγανάκτησή του μέσω της κάλπης. Είναι σίγουρο ότι η διαδικασία αυτή στην πραγματικότητα αποτελεί μια ανακύκλωση των «διαφορών» των ελληνικών κομμάτων στα μάτια του χουλιγκανοποιημένου και βαθιά αποπολιτικοποιημένου ελληνικού εκλογικού κοινού που εν τοις πράγμασι αδιαφορεί για τις διαδικασίες που υποτίθεται ότι διαμορφώνουν τα πλαίσια λειτουργίας του μεγάλου ευρωπαϊκού κράτους – αυτού του (νεο)-«φιλελεύθερου» οικονομικοπολιτικού πατερούλη της Ευρώπης. Βέβαια η ελληνική περίπτωση είναι διττή, καθώς διαπιστώνεται παράλληλη ευρωλαγνεία αλλά και αδιαφορία για τους θεσμούς της Ε.Ε. Αδιαφορία η οποία όμως δεν οφείλεται σε κάποια παγιωμένη αντίληψη περί του ανούσιου των ευρωεκλογών ή του αντιπροσωπευτικού συστήματος εν γένει. Η φαινομενική αυτή αντίφαση μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν ιδωθεί η σχέση Ελλάδας – Ευρώπης, ιστορικά.

«Ανήκομεν εις την Δύσιν»

Η ιστορία αυτή ξεκινά από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, με τη βοήθεια της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας που επιθυμούσαν τη διάλυση τη Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,με την ίδρυση αντίστοιχων συμφερόντων πολιτικών κομμάτων και την ενθρόνιση του Βαυαρού βασιλιά Όθωνα, περνάει από το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας» ως βασικής πηγής τροφοδότησης της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας, γυρίζει γύρω από την ένταξη μας στο στρατόπεδο των δυτικών συμμάχων κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μοιρασιά του πλανήτη που ακολούθησε (που είχε ως συνέπεια και τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο), γίνεται εντονότερη με την εξόφθαλμη εμπλοκή των ΗΠΑ στα εσωτερικά της χώρας με τη δικτατορία των συνταγματαρχών και συνεχίζεται με την ένταξη της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ κι έπειτα στην ευρωζώνη.

Το ελληνικό κράτος, καθώς ποτέ δεν αποτέλεσε ανεξάρτητη ή αυτάρκη οικονομική και στρατιωτική δύναμη, αναζητούσε πάντα συμμαχίες με τις υπερδυνάμεις της Δύσης τόσο ώστε να επιβιώσει, δεδομένου ότι η εσωτερική παραγωγή δεν αρκούσε για την κάλυψη της πλειονότητας των αναγκών του πληθυσμού, όσο και ώστε να διασφαλίσει ή να επεκτείνει (όπως στην περίπτωση της μικρασιατικής εκστρατείας) τα σύνορα του, όντας σε μια γεωγραφική ζώνη αστάθειας και διαρκών εθνικών συγκρούσεων. Η τεχνητή πολεμική με την Τουρκία, που εξασφάλισε αρκετές δεκάδες δις δολάρια στις βιομηχανίες όπλων, καθώς και οι καλλιεργούμενοι εθνικισμοί και αλυτρωτισμοί των δύο λαών που βρέχονται απ’ το Αιγαίο, συνεπικουρούμενοι απ’ τα τετρακόσια χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο, συνετέλεσαν στην ηγεμονία της ιδέας ότι μόνο μέσω της ευρωπαϊκής προοπτικής και της ένταξης της χώρας σε οικονομικοπολιτικές συμμαχίες, όπως η Ε.Ε, ή στρατιωτικές συνεργασίες, όπως το ΝΑΤΟ, θα εξασφαλιστεί η ακεραιότητα της χώρας. Ενδεικτικές του γεγονότος είναι οι συνεχείς δηλώσεις κυβέρνησης/αντιπολίτευσης πως «τα ελληνικά σύνορα είναι τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Πέραν όλων αυτών, βέβαια, τα μεγάλα κύματα μετανάστευσης του ελληνικού πληθυσμού προς το δυτικό, κυρίως, κόσμο συνέβαλαν στη δημιουργία ενός μύθου για τις δυτικές μητροπόλεις. Οι διεθνείς συνθήκες, ραγδαίας καπιταλιστικής ανάπτυξης, έδωσαν την ευκαιρία σε αρκετούς μετανάστες να εργαστούν στο εξωτερικό και να επιστρέψουν στις χώρες τους μ’ ένα συγκεντρωμένο μικρό ή μεσαίο κεφάλαιο (το οποίο έγινε μεγαλύτερο σε χώρες με χαμηλής αξίας νόμισμα όπως η Ελλάδα), γεγονός που συνέδεσε στο νεοελληνικό φαντασιακό την Ευρώπη με τον πλούτο και την άνεση (σε αντίθεση με την φτώχια και την οικονομική μιζέρια της Ελληνικής πραγματικότητας). Έτσι, οι Έλληνες πορεύονται στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, με την ιδεολογική κληρονομιά του 20ού. Μια μίξη αδικαιολόγητης περηφάνιας για τα επιτεύγματα των κατοίκων του ελλαδικού χώρου πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια, χριστιανικής υποκρισίας, εθνικισμού,  αποπολιτικοποίησης και λαϊκισμού, μπολιασμένη με μια γερή δόση ευρωλιγούρας και ανάγκης επιβίβασης σε άρματα με αμερικάνικες, γερμανικές, ρώσικες ή κινέζικες σημαιούλες.

Ο ευρωπολίτης κι η ευρωπολιτεία

Τι είναι, λοιπόν, αυτή η σύγχρονη ευρωπολιτεία, για τη συντροφιά της οποίας οι πολίτες της Ευρώπης χάνουν, σιωπηροί, ένα προς ένα τα κεκτημένα δικαιώματα τους και ποιά είναι τα χαρακτηριστικά της; Ποιά είναι η Ελλάδα και τι σημαίνει τελικά το «να γίνουμε επιτέλους Ευρώπη»; Ποιά ακριβώς είναι η πολιτική φυσιογνωμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι τόσο ζηλευτή από την αόριστη, ασαφή και περιρρέουσα νεοελληνική μυθολογία; Η Ευρώπη της ανεργίας, της φτώχειας, της λιτότητας, της καταστολής, ακόμα και της «αποανάπτυξης» αν θέλουμε να μιλήσουμε την γλώσσα των οικονομιστών και του καπιταλισμού. Η νεοφιλελεύθερη Ευρώπη.

Η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη οφείλεται κυρίως στην σταδιακή υποχώρηση του παγκόσμιου εργατικού κινήματος μετά το Μάη του 1968 και στο κλίμα απάθειας, ιδιώτευσης και κομφορμισμού που καλλιεργήθηκε συστηματικά στις περισσότερες Δυτικές χώρες τις τελευταίες 4 δεκαετίες, στην αδυναμία του καπιταλιστικού μοντέλου του κρατικού παρεμβατισμού και της σοσιαλδημοκρατίας ν’ αμβλύνουν τις κοινωνικές ανισότητες, στην συντηρητικοποίηση και αλλοτρίωση των δυτικών κοινωνιών μέσω της αναγωγής του παραγωγισμού και της ηθικής της εργασίας σε υπέρτατες αξίες και κυρίως στον πανικό που δείχνει το διεθνές κεφάλαιο μπροστά στη σταθερή πτώση του ποσοστού κέρδους του (λόγω της ανάγκης ν’ αγοράζει ολοένα και πιο προηγμένη τεχνολογία, της υπερπροσφοράς προϊόντων και του ανταγωνισμού). Από οικονομική άποψη, χαρακτηρίζεται από την επιστροφή σ’ έναν σκληρό μονεταρισμό και στην πλήρη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας που είναι το αποτέλεσμα της ανατροπής της ενδοκαπιταλιστικής ισορροπίας προς όφελος του τραπεζικού κεφαλαίου έναντι των άλλων μορφών (βιομηχανικό, εφοπλιστικό, εμπορικό), το οποίο απέκτησε την πρωτοκαθεδρία λόγω της πτώσης του ποσοστού κέρδους στην παραγωγή και της συνεπακόλουθης μεταστροφής των επενδύσεων σε κάθε είδους χρηματιστικά «προϊόντα». Τέλος, σε πολιτικό επίπεδο, κύριο γνώρισμά του είναι η «μείωση του ρόλου του Κράτους». Στην πραγματικότητα αυτό που γίνεται στόχος από τους νεοφιλελεύθερους είναι μόνο ο αναδιανεμητικός ρόλος του κράτους στον βαθμό που αυτός συνέβαινε, υπήρχε και εκφραζόταν μέσα από τους θεσμούς του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους», θεσμοί που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η νομική αποκρυστάλλωση των εργατικών αγώνων και των κοινωνικών διεκδικήσεων, στο δίκαιο των αστικών πολιτευμάτων. Η «μείωση» του Κράτους βέβαια, δεν συμπεριλαμβάνει την καταστολή και την εισπρακτική πολιτική που, για χάρη της ελευθερίας των αγορών, εντατικοποιούνται αφήνοντας ,ως προς το κομμάτι αυτό, τα παραμύθια περί ελευθερίας των αγορών και ιδιωτικής πρωτοβουλίας μόνο προς κατανάλωση των πιο ανόητων.

Μέσα σ’ αυτό το οικονομικοπολιτικό περιβάλλον, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι καταδικασμένος (όπως ήταν πάντα) να παραμείνει ο φτωχός συγγενής. Πάντα αντιπαραγωγικός, παρασιτικός και κρατικοδίαιτος, πάντα έκνομος ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια νομιμότητας και με μόνιμη έλλειψη επενδυτικής νοοτροπίας, ακόμα και προ κρίσης, είναι σήμερα πιο καχεκτικός από ποτέ. Όσο περισσότερο συνειδητό είναι το γεγονός αυτό στην ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό προσωπικό της χώρας, τόσο περισσότερο θ’ ακούμε τις πραγματικά απίστευτες ανοησίες περί ανάπτυξης γενικά και αόριστα, μείωσης του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, της ανεργίας, τόσο περισσότερο θα εθιζόμαστε στα διάφορα success story. Το μόνο που μπορεί να περιμένουμε είναι μεγαλύτερη φτώχεια, αύξηση ανεργίας, ολοσχερή εξαφάνιση κάθε κατάκτησης που σχετίζεται με την αγορά εργασίας, καταστολή, καταστολή, καταστολή. Πάνω σε αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, βασίζεται ολόκληρο το σκεπτικό της «αναγκαιότητας για περισσότερη Ευρώπη», για «παραδειγματισμό από τα αυστηρά εξορθολογισμένα Δυτικά πρότυπα».

Ευρωπαϊκή Ένωση ή διεθνής απομόνωση: ένα ψευδές δίλημμα

Η προσκόλληση, βέβαια, στην ιδέα ότι η Ελλάδα είναι μια πλήρως καθυστερημένη χώρα (λαμβάνοντας ως μοναδική αφετηρία τα ενδοκαπιταλιστικά προβλήματα) σε σχέση με την αναπτυγμένη Ευρώπη και ότι η μόνη λύση είναι η μετατροπή της σε μια εκδυτικισμένη φιλελεύθερη ολιγαρχία – πράγμα που συνεπάγεται ότι «τα μνημόνια είναι ευλογία για τον τόπο» – επισκιάζει την άλλη πτυχή της πραγματικότητας, ότι δηλαδή και οι Δυτικές κοινωνίες βρίσκονται σε εξίσου βαθιά αποσύνθεση. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν είναι αυτός που ήταν μερικές δεκαετίες πριν, όταν τα κοινωνικά κινήματα και οι δημοκρατικές πρωτοβουλίες κατάφεραν να προκαλέσουν ρωγμές στο συντηρητικό πολιτικό κατεστημένο. Απεναντίας, έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν τις ίδιες «ανατολικού τύπου» παθογένειες (στην πραγματικότητα βέβαια πρόκειται για παθογένειες που σχετίζονται με το σύγχρονο στάδιο «ανάπτυξης» -ή, καλύτερα, σήψης – του καπιταλισμού) όπως αυτές της ελληνικής κοινωνίας (εξάπλωση της διαφθοράς – η οποία μπορεί να μην είναι ολοφάνερη όπως στην ελληνική περίπτωση, ωστόσο κυριαρχεί κάτω από έναν μανδύα νομιμότητας – διάλυση κάθε δημόσιας παροχής και ολική απαξίωση του δημόσιου αγαθού, μίσος προς τους αναξιοπαθούντες ανέργους, αντι-διανοουμενισμός, κραυγαλέος εθνικισμός και συντηρητισμός). Συνεπώς, ούτε η δήθεν «ευρωπαϊκή λύση» -και κατ’ επέκταση η θεοποίηση της Δύσης- βάσει μια παλιότερης εικόνας, μπορεί να υιοθετείται αστόχαστα και αβασάνιστα σαν μια βιώσιμη πρόταση, ούτε φυσικά και ο στείρος ευρωσκεπτικισμός (που φλερτάρει με τον ακραίο εθνικισμό, το λαϊκισμό και τη συνωμοσιολογία) συνιστά μια άξια αντιπρόταση. Πάνω σε αυτό το διττό πρόβλημα εμείς καλούμαστε να δώσουμε απαντήσεις: θα επιλέξουμε τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ταυτότητα ως αποκούμπι που μας παρέχει μια δήθεν σιγουριά ή θα πέσουμε στην παγίδα του επικίνδυνου απομονωτισμού που συστηματικά καλλιεργείται (όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλες τις χώρες της Ευρώπης);

Αντί επιλόγου: «Ανήκομεν εις τον εαυτό μας»

Την ώρα που η συνθηματολογία στην κεντρική πολιτική σκηνή, λοιπόν, κινείται μεταξύ του «Ευρώπη ή χάος» και «Χάος ή Ευρώπη», αντίρροπες δυνάμεις αναπτύσσονται στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Στις συνθήκες της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης αναδύονται μεν κινήματα με περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, ενισχύονται όμως σημαντικά και οι νεοσυντηρητικές δυνάμεις, όπως και η ακροδεξιά, με αποκορύφωμα φυσικά την εκτόξευση του νεοναζισμού στην Ελλάδα, μέσω της Χρυσής Αυγής. Ο ευρωσκεπικισμός παίρνει περισσότερο λαϊκίστικες διαστάσεις είτε στρέφοντας τα βέλη του στην «απληστία των golden boys», είτε ψάχνοντας αποδιοπομπαίους τράγους στους «τεμπέληδες της νότιας Ευρώπης» και τους μετανάστες, είτε «αποκαλύπτοντας» μυστικές συνωμοσίες κατά συγκεκριμένων εθνών-θρησκειών. Από την άλλη, οι πολίτες καλούνται να απαντήσουν διαρκώς σε προκατασκευασμένα κλειστά δίπολα και να επιλέξουν αν «ανήκομεν εις την δύσιν» ή αν «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» (ή «η Γαλλία ανήκει στους Γάλλους»).

Σε πείσμα όλων αυτών, εμείς επιμένουμε πως «ανήκομεν εις τον εαυτό μας» (ως άτομα, ο καθένας ξεχωριστά, και ως κοινωνία κατ’ επέκταση) και έχουμε όλους τους λόγους του κόσμου ν’ αγωνιστούμε για την αυτοδιεύθυνση, την αυτοδιαχείριση και τη συλλογική και ατομική αυτονομία.

Συγγραφή: Efor, Ian Delta, Μιχάλης Θ

Να μην συνηθίσουμε στην ύβρη

hub

Σε αντίθεση με την έννοια που η νεότερη και μετα-αρχαϊκή ανθρωπότητα αποδίδει στην λέξη ύβρη, ως ασέβεια προς οτιδήποτε πρεσβεύει κάποια κοινή αξία ή ταύτιση με κάθε είδους ενέργεια που θίγει την τιμή, το αξίωμα και την αξιοπρέπεια κάποιου, για τον αρχαιοελληνικό κόσμο η ὕβρις έχει αυστηρά πολιτικό χαρακτήρα. Η ὕβρις αποτελεί συστατικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος των Αθηνών και η σημασία της μεταφέρεται μέσα από έναν εξίσου πολιτικό θεσμό, την Τραγωδία. (Δεν  είναι τυχαίο άλλωστε ότι με την πτώση του δημοκρατικού πολιτεύματος το 401 π.Χ. αμέσως μετά δηλαδή το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, επήλθε και ο θάνατος της τραγωδίας, αλλά και της φιλοσοφίας. Έκτοτε οι πολιτικές ‘ύβρεις’ που διεπράχθησαν από τα Μακεδονικά βασίλεια και τις διάφορες πολιτικές ελίτ συνεχίζουν μέχρι σήμερα μέσω των φιλελεύθερων ολιγαρχιών να συμβάλλουν στην κοινωνική υποδούλωση και στον σφετερισμό κάθε προσπάθειας της ανθρώπινης χειραφέτησης). Η ὕβρις αναφέρεται στην λυσσαλέα επιθυμία της παράβασης (Καστοριάδης 2006, σ.177) αλλά πάνω απ’ όλα στην υπερβολή του δήμου και την παραφροσύνη (Καστοριάδης 2008, σ.111), στην παραβίαση των ορίων (Καστοριάδης 2008, σ.210) και στην αδυναμία του να αυτοπεριορίζεται, βασική προϋπόθεση για να επιτευχθεί η δημοκρατία, ως πολίτευμα και καθεστώς αυτονομίας. Συνεπώς, για τον Καστοριάδη (2008, σ.193) η δημοκρατία είναι συνεχώς εκτεθειμένη σε θεωρητικούς κινδύνους, ένα καθεστώς που μπορεί να οδηγήσει σε θανάσιμα λάθη. Η πτώση της Αθήνας είναι ταυτόχρονα το αποτέλεσμα και η αιτία της ύβρεως που κυρίευσε τον δῇμον – λόγω της αδυναμίας του αθηναϊκού λαού να αυτοπεριοριστεί – οδηγώντας την δημοκρατία στην καταστροφή της. Ο ίδιος (1999, σ.22-23) γράφει χαρακτηριστικά: «το χάος το έχουμε και μέσα μας με τη μορφή της ύβρεως, δηλαδή της άγνοιας ή της αδυναμίας αναγνωρίσεως των ορίων των πράξεων μας. Διότι αν τα όρια ήταν σαφή και αναγνωρίσιμα εκ των προτέρων, δεν θα υπήρχε ύβρις, θα υπήρχε απλώς παράβαση ή αμάρτημα, έννοιες χωρίς κανένα βάθος».

Η ὕβρις δεν είναι η παράβαση ενός νόμου, αλλά ούτε συνιστά κάποιου είδους αμαρτία (Καστοριάδης 2006, σ.433). Στις θρησκείες για παράδειγμα, η παραβίαση των ηθικών κανόνων συνιστά παραβίαση του Θεϊκού δικαίου και επομένως ο πιστός διαπράττει αμάρτημα που θα επιφέρει την ανάλογη τιμωρία, συνήθως ηθικής τάξεως, σε κάποιον μεταφυσικό κόσμο. Τα όρια εδώ είναι καθορισμένα. Αντίθετα η αρχαιοελληνική ὕβρις συνίσταται ακριβώς στην απουσία του πολιτικού αυτοπεριορισμό (όπως είπαμε και παραπάνω), μια έννοια που έχει βαθειά φιλοσοφική βάση γιατί συνδέεται απευθείας με την ευθύνη, η βαρύτητα της οποίας μέσα στα πλαίσια της πόλεως πέφτει στις πλάτες του κάθε πολίτη ξεχωριστά που καλείται μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες (στις δημόσιες συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου) να αποφασίσει για τον μέλλον της κοινωνίας που ζει. Οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν σχεδόν τα πάντα, από την διεξαγωγή πολέμου μέχρι τα έσχατα φιλοσοφικά ερωτήματα για το τί είναι δίκαιο και τί νόμιμο. Με βάση ποιά κριτήρια όμως καθορίζεται το όριο; Σε ότι αφορά το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο μόνο η ίδια η παράβαση θα καταστήσει εφικτό τον προσδιορισμό του μέτρου. Έτσι «ο Ευριπίδης στις Τρωάδες δείχνει την ὕβριν των  Ελλήνων, οι οποίοι μετά τη πτώση της Τροίας επιδίδονται σε ένα όργιο ωμότητας και κτηνωδίας, σκοτώνοντας, βιάζοντας πάνω στους βωμούς των θεών, κατακρημνίζοντας τα παιδιά από τα τείχη. Λέει στους Έλληνες και ιδιαίτερα στους Αθηναίους: «ιδού τα τέρατα που είστε, που είμαστε» (Καστοριάδης 2008, σ.211). Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν, ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία βρίθει από περιστατικά ύβρεως, δεδομένου ότι πάμπολλες φορές τα ανθρώπινα όντα είτε παρασυρόμενα από διάφορους δημαγωγούς και λαοπλάνους οδηγήθηκαν σε όργια μακαβριότητας, σαν αυτά του Άουσβιτς, των γκούλαγκ, των φασιστικών καθεστώτων του Φράνκο, του Βιντέλα ή των Ερυθρών Χμερ. Τόσο μεγάλη σπουδαιότητα είχε λοιπόν στην διαμόρφωση του δημοκρατικού πολίτη ο θεσμός της Τραγωδίας και της κεντρικής φαντασιακής σημασίας της, της ύβρεως.

Η ὕβρις όμως αναπαράγεται εντός κοινωνιών που απουσιάζει κάθε μέτρο, και συνεπώς κάθε αυτοπεριορισμός, κάτι που δεν αφορά μόνο τα ολοκληρωτικά καθεστώτα: οι δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες θέτουν ως βασικό τους στόχο την αλόγιστη συσσώρευση ανανεώσιμου πλούτου και την αέναη εξάπλωση των παραγωγικών δυνατοτήτων μέσα από ορθολογικές κινήσεις (Finley 1973; Weber 1992, σ.17). Συνεπώς απουσιάζει από αυτές η έννοια του αυτο-περιορισμού και η ύπαρξη εσωτερικών ορίων, εφόσον η παραγωγική διαδικασία και η οικονομική ανάπτυξη όχι μόνο δεν γνωρίζουν σταθερές, αλλά απεναντίας κάθε ενέργεια που παρακωλύει τις διαδικασίες αυτές εκλαμβάνεται ως παρασιτισμός. Τόσο στην περίπτωση των ολοκληρωτικών καθεστώτων/κινημάτων όσο και στις καπιταλιστικές κοινωνίες έρχεται κανείς άμεσα σ’ επαφή με την ετερονομία που διέπει τις Δυτικές παραδόσεις, μια κατάσταση που ενδυναμώνεται καθώς εξαφανίζονται και υποχωρούν τα σπέρματα αυτονομίας. Στην δεύτερη περίπτωση ειδικά, η αλόγιστη συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια μιας ολιγαρχίας οδηγεί στην φτώχεια και την εξαθλίωση, η οποία με τη σειρά της καλλιεργεί την εσωστρέφεια, διαλύοντας κάθε είδος κοινωνικής συνοχής, κάθε δεσμό φιλίας και αλληλεγγύης. Έτσι, ο εθνικισμός, η υπερβολική προσκόλληση στις παραδόσεις και τα έθιμα για τα οποία δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση, ενισχύεται ακριβώς όταν η κοινωνική απελπισία αναζητά μια αιτιολόγηση και οι πολίτες μια ταχεία διέξοδο. Στο σημείο αυτό ο ρόλος των δημαγωγών είναι καταλυτικός: οι ίδιοι (που άλλοτε χρησιμοποιώντας σοσιαλιστικές ρητορείες και άλλοτε εθνικιστικές) λειτουργούν ως «διαμορφωτές συνειδήσεων» μέσω του τον αόριστου, τρομολαγνικού και διφορούμενου λόγου τους, εκστομίζοντας ατεκμηρίωτες ασυναρτησίες, με στόχο είτε να κατευθύνουν τις μάζες προς τα δικά τους ιδιωτικά συμφέροντα παρουσιάζοντάς τα ως κοινωφελή όπως λέει ο Finley (1985, σ.41) παίρνοντας ως παράδειγμα την παρακμή της Αθηναϊκής δημοκρατίας και την παράδοσή της στα χέρια διαφόρων λαοπλάνων, είτε καθοδηγούμενοι από μια ιδεολογική φαντασίωση που ταιριάζει σε έναν ιδεατό κόσμο (όπως το φυλετικό κράτος στην περίπτωση του Χίτλερ ή της ελληνικής καθαρότητας που επικαλούνται οι δολοφόνοι της Χρυσής Αυγής) παρουσιάζοντάς την ως τη μοναδική απάντηση στα αδιέξοδα του φιλελευθερισμού. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, εξηγεί και την ραγδαία άνοδο της Χρυσής Αυγής καθώς και των διαφόρων ακροδεξιών ή λαϊκιστικών μορφωμάτων σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, όπως για παράδειγμα του United Kingdom Independence στη Βρετανία, των Σουηδών Δημοκρατών ή του Γιόμπικ στην Ουγγαρία, ενώ σε άλλες κοινωνίες (είτε σε άλλες εποχές) παρόμοιου τύπου δημαγωγοί εγκαθίδρυσαν τυραννικά πολιτεύματα (όπως αυτό του Άσσαντ ή του Χίτλερ και του Στάλιν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου). Έτσι γράφονται οι μαύρες σελίδες στην ιστορία της ανθρωπότητας, όπου η σύνεση και η διαλεκτική αποσύρονται, με την ύβρη να αποτελεί τον μοναδικό νόμο.

Άλλωστε ο εθνικισμός από μόνος του αποτελεί μια από τις πιο έντονες μορφές ύβρεως καθώς με τον τρόπο που επιβάλλεται στα κοινωνικά άτομα ευνουχίζει κάθε τάση αυτο-περιορισμού: η φυλετική ή εθνική υπερηφάνεια (που λόγω της έντασής της εκλαμβάνεται ως ανωτερότητα) ενός ανθρώπου υιοθετείται ως ύψιστο ιδανικό προσδιορίζοντας κύρος και αναγνωρισιμότητα στο ίδιο το άτομο την ίδια στιγμή που ο κόσμος γύρω του καταρρέει και οι παλιές αξίες, που για χρόνια εξαγόραζαν την θνητότητά του προτάσσοντας κατανάλωση και καριερισμό σβήνουν ολοσχερώς, αναπληρώνουν έτσι το κενό. Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε εργαλείο ικανό να να σκοτώσει και να σκοτωθεί για ένα καλύτερο χθες, όπως λέει και ο Δεσποινιάδης (2008). Πρόκειται για έναν ταυτιστικό παραλογισμό που απαντά σε υπαρξιακής μορφής ερωτήματα: αν αμφισβητηθεί το έθνος και η φυλή ως έννοιες και αξίες κοινωνικές, τότε το ίδιο το άτομο νοιώθει ότι αμφισβητείται και η ύπαρξή του αλλά και οι ικανότητές τους. Κάτι τέτοιο δεν φανερώνει μονάχα κλειστότητα του εθνικιστικού φαντασιακού η οποία λειτουργεί ως κινητοποιός δύναμη κατά τη συνάντηση της κοινωνίας αυτής με άλλες, οδηγώντας στο εξής συμπέρασμα: οι θεσμοί [της άλλης] είναι υποδεέστεροι και όχι ίσοι. Ιδιαίτερα όταν όλες οι ανθρώπινες σχέσεις διέπονται από ανταγωνισμό (οικονομικό και κατ’ επέκταση γεωπολιτικό), ο εθνικισμός και η δημαγωγία παίζουν καταλυτικό ρόλο στον όχλο που έχει χάσει την πολιτική του σύσταση, παρασύρεται από τη μονομέρεια της ιδεολογικής τύφλωσης σε μια κατάσταση γενικευμένου μίσους και τέλος στην ύβρη. Οι αναφορές του Ευριπίδη στις φρικαλεότητες του Τρωικού πολέμου τονίζουν υπόρρητα την ετερονομία αυτής της ταυτιστικής λογικής και την προτροπή στην αυθάδεια η οποία προβάλλεται ως υπερηφάνεια, υποδεικνύοντας τις καταστροφικές συνέπειες της αδυναμίας των ανθρώπων να θέτουν εσωτερικά όρια. Με άλλα λόγια, η μη κατανόηση του διαφορετικού ως ίσο (ή έστω ως εν δυνάμει ίσο) αποτελεί ύψιστο δείγμα έκφρασης της αυθάδειας που γεννά η κλειστότητα του εθνικισμού η οποία ωθεί κάθε κοινωνία να παραγνωρίσει τον εαυτό της, έχοντας αποτύχει να αυτοπεριοριστεί αλλά και να οικουμενικοποιηθεί, πράγμα που ούτε λίγο ούτε πολύ συναντά κανείς στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες οι οποίες έχοντας παραλύσει πολιτικά αδυνατούν να εκφράσουν κάποιο νέο πρόταγμα ως απάντηση στην φιλελεύθερη πολυπολιτισμικότητα, και όντας ανίκανες να αυτοπεριοριστούν αγκαλιάζουν τον κοινωνικό συντηρητισμό και σταδιακά οδηγούνται στο ρατσισμό. Αυτού του είδους την ετερονομία προσέγγιζαν οι τραγωδίες, υπενθυμίζοντας τον δήμο κάθε λεπτό για τις συνέπειες της ύβρεως, όπως και στην περίπτωση του Ευριπίδη ο οποίος χρησιμοποιεί την περίπτωση του Τρωικού πολέμου για να υπενθυμίσει στους Αθηναίους πολίτες την περίπτωση της σφαγής των Μιλησίων (Καστοριάδης 2008, σ.197)[1]

Και επειδή σήμερα τραγωδίες πλέον δεν παίζονται στα θέατρα ως μέσον διαπαιδαγώγησης των πολιτών, αλλά στα αθηναϊκά πεζοδρόμια από ανεγκέφαλους και αποκτηνωμένους σαλτιμπάγκους’, που ως άβουλες μαριονέτες και χωρίς να έχουν καν το δικαίωμα να επικαλεστούν το «εν βρασμώ ψυχής» χύνουν με μια απλή κίνηση του στιλέτου, το αίμα κάθε καλλιτέχνη που ανοιχτά τολμά και καταδικάζει την αισχρότητα και την χυδαιότητα του λουμπενισμού τους, εμφανίζονται οι λεγόμενες δυνάμεις του «συνταγματικού τόξου», που με αφορμή τον θάνατο του Παύλου Φύσσα επικαλούνται τις αρχές της «νομιμότητας» και της «αποφυγής των άκρων» κάνοντας ακριβώς την ίδια δουλειά με τους δημαγωγούς και τους λαϊκιστές. Αντί να χαϊδεύουν τα αυτιά του δήμου, αντί να εκφράζονται με βάση που αυτά ο ίδιος θέλει ν’ ακούσει λένε δήθεν ότι επικαλούνται αυτό που πρέπει να ακουστεί, ακόμη και αν δεν αρέσει σε πολλούς. Όπως οι εμφανείς λαϊκιστές δημαγωγοί έτσι και οι εκπρόσωποι της «υπευθυνότητας» παίζουν ποντάροντας πάνω στον ίδιο παράγοντα, τα συναισθήματα, τον φόβο, την ελπίδα για ταχεία διέξοδο (από την ολική ταπείνωση και εξαθλίωση), την βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης υπόστασης, αυτό που ο Freud ονόμαζε ψυχή (μια ψυχή που όντας εκ φύσεως βάρβαρη ποτέ κανείς δεν σκέφτηκε να την εκπολιτίσει), πράγμα που τους κατατάσσει στην ίδια κατηγορία με τους πρώτους.

Οι δημαγωγοί προβάλλοντας αληθοφανείς και μονομερείς διατυπώσεις και αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους που συνήθως είναι οι μετανάστες, που με βάση τη δική τους λογική συμπιέζουν τις θέσεις εργασίας αφήνοντας απ’ έξω τους Έλληνες να πεινάνε, είτε οι Εβραίοι και οι μασόνοι που βάλλονται κατά του έθνους, ή στη λιγότερο ακραία εκδοχή, οι Γερμανοί που επειδή μισούν τους Έλληνες τιμωρούν έναν ολόκληρο λαό. Οι λαϊκιστές με προσωπείο υπευθυνότητας επικαλούμενοι τη γνώση και την αυθεντία επιβάλλονται μέσω του φόβου: αν δεν μας ψηφίσετε πείνα, κατάρες και καταστροφές θα σας βρουν, είτε, εσείς δεν ξέρετε τι θα πει διαχείριση της εξουσίας και γι’ αυτό ψηφίστε εμάς τους γνώστες και άριστους στην τέχνη της πολιτικής να ρυθμίσουν την κατάσταση με όποιο κόστος. Και ποιά είναι η απάντησή τους στη ρατσιστική βία; Οι ίδιοι μας λένε ότι για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο Χρυσή Αυγή, θα πρέπει να τεθεί το μόρφωμα αυτό εκτός νόμου. Ξεχνάνε όμως ότι η ὕβρις του φόνου, που υπήρξε απλά η κορυφή του παγόβουνου ενός γενικευμένου κυνισμού που καλλιεργούνταν τόσα χρόνια, δεν αντιμετωπίζεται με διατάγματα και νομοθετικές ρυθμίσεις. Ξεχνάνε επίσης ότι το ίδιο το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης που ακόμα υπηρετούν, εκπαίδευε στους κόλπους του τον μανιχαϊσμό, τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε ‘άριους’ κι υπανάπτυκτους, σε ιδιωτικούς και δημόσιους, σε trendy και ‘κλασσικούς’. Και όλα αυτά με την παράλληλη απουσία κάθε δημοκρατικής παιδείας, καθώς αντί για τα διδάγματα του αρχαίου θεάτρου, οι σύγχρονοι αστοί δημοκράτες προσέφεραν την «παιδεία» της ευτυχίας, της επιτυχίας, των χόμπυς, την ολοκλήρωση μέσο του άκρατου καταναλωτισμού, την ‘αλήθεια’ μέσο της παθητικής και άκριτης ενημέρωσης από τα ΜΜΕ, την επαγγελματική αποκατάσταση μέσο του προσανατολισμού της παιδείας σε ‘πρακτικού’ τύπου γνώσεις με αποτέλεσμα να αποδυναμώνονται τα κοινωνικά και πολιτικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων. Ξεχνάνε ότι ο σπόρος της ολοκληρωτικής απανθρωπιάς έχει ήδη ριζώσει στην Ελληνική κοινωνία και αυτό δεν μπορεί να λυθεί μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται άλλωστε και ιστορικά: πού ήταν η «νομιμότητα» να σταματήσει την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία την περίοδο του μεσοπολέμου; Ποιοί νόμοι ήταν ικανοί να σταματήσουν την γενοκτονία των Εβραίων και συνάμα την εξόντωση άλλων 50 εκατομμυρίων ανθρώπων; Αν πραγματικά η ανθρωπότητα θελήσει να αυτοκτονήσει τότε κανείς δεν θα μπορέσει να την σταματήσει, παρά μόνο η ίδια και αυτό μπορεί να το πετύχει μονάχα μέσω της δημοκρατίας[2], την μόνη απάντηση στην ύβρη (Καστοριάδης 2006, σ.457)

Τέλος, όπως λέει κι ο χορός των πολιτών στις Ευμενίδες του Αισχύλου: «Των Συμφορών η διχόνοια, εγώ εύχομαι να μην ξεσπάσει στη πόλη. Μήτε εμφύλιο αίμα οργής η γη να πιει, και να ζητά για το χυμένο αίμα άλλο αίμα. Τη χαρά να ανταποδίδουν αδελφωμένοι οι πολίτες και από κοινού να αποφασίζουν. Η συμφωνία σώζει το κακό από τους ανθρώπους» (στ. 1009-1016).

[1] Επίσης με βάση τον V.Naquet (2010), ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Πέρσαι», που έγραψε αμέσως μετά την ναυμαχία  της Σαλαμίνας, για να τονίσει την σημασία της ύβρεως έγραψε την τραγωδία από την σκοπιά του ηττημένου, δλδ των Περσών, παρόλο που ο ίδιος είχε  πολεμήσει στην Σαλαμίνα σαν νικητής με το πλευρό των Αθηναίων, που θα είχε κάθε λόγο να πανηγυρίζει, θέλοντας  έτσι να δείξει ότι δεν μετράει η στρατιωτική νίκη των Αθηναίων, ή αντίστοιχα η νίκη ενός έθνους θα λέγαμε σήμερα, αλλά η ύβρις ή αλλιώς εκείνη η παράλογη δύναμη της ψυχής που οδηγεί κάποιον στην καταστροφή, ακόμα και ένα ολόκληρο λαό. Θα μπορούσε  κάλλιστα να γράψει ενα κείμενο που να τονίζει την Νίκη της Πόλης του. Αυτό ήταν το αντι-εθνικιστικό μύνημα του Αισχύλου, όσο και της ετερότητας του Ελληνικού πολιτισμού με βάση τον Γάλλο συγγραφέα.

Επιπλέον, η Hannah Arendt (1998, σ.176) επίσης λέει ότι η Ετερότητα ως αμεροληψία και αποδοχή του άλλου ξεκίνησε στη Αρχαία Ελλάδα. Συνεπώς, όχι μόνο κάθε έννοια εθνικισμού και κλειστότητας κοινωνιών κατά την περίοδο αυτήν ήταν απούσα αλλά, ταυτόχρονα, η χρήση των αρχαίων Ελληνικών κειμένων με σκοπό την ανάδειξη ενός εθνικιστικού φαντασιακού αποτελεί μέγιστη ημιμάθεια και ασέβεια ως προς το πραγματικό αρχαιοελληνικό πνεύμα, την γέννηση της δημοκρατίας, της ισότητας, της ισηγορίας και της ελευθερίας.

[2] Η πραγματική (ή αλλιώς η άμεση) δημοκρατία με τίποτα δεν θα πρέπει να συνδέεται με την νεοτερική έκβαση της φιλελεύθερης ολιγαρχίας/αριστοκρατίας, που θέτει ως βασίζεται πάνω στην αρχή της αντιπροσώπευσης και του κοινοβουλευτικού θεσμού: «Η ιδέα των αντιπροσώπων είναι νεότερη. Προέρχεται από τη φεουδαρχία, το άδικο και παράλογο σύστημα διακυβέρνησης που υποβιβάζει το ανθρώπινο όν και εξευτελίζει το όνομά του. Στις αρχαίες πολιτείες, ακόμα και στις μοναρχίες, ουδέποτε ο λαός είχε αντιπροσώπους. Η λέξη αυτή ήταν άγνωστη» (Rousseau 2003, σ.114)

Στη μνήμη του Παύλου Φύσσα…

Βιβλιογραφία
Αισχύλος, 1992. Ευμενίδες – Ορέστεια. Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος.
Δεσποινιάδης, Κ., 2008. Πόλεμος και Ασφάλεια, Θεσσαλονίκη: Πανόπτικον.
Καστοριάδης, Κ., 1999. Η Αρχαία Ελληνική δημοκρατία και η Σημασία της για μας Σήμερα. Αθήνα: Υψιλον βιβλία.
Καστοριάδης, Κ., 2006. Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα. Αθήνα: Κριτική.
Καστοριάδης, Κ., 2008. Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα. Αθήνα: Κριτική.
Arendt, H., and Canovan, M., 1998. The Human Condition. 2Nd ed. Chicago: The University of Chicago Press.
Naquet, V., 2010. Aeschylean Tragedy. London: Bloomsbury Academic.
Finley, M. I. 1973. The ancient economy. London: Chatto & Windus.
Finley, M. I. 1985. Democracy ancient and modern. 2Nd ed. London: Hogarth.
Rousseau, J., J., and Gourevith, V., 2003. Rousseau: ‘The Social Contract’ and Other Later Political Writings. 2Nd ed. Cambridge: Cambridge University Press.
Weber, M., 1992. The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism. 2Nd ed. London: Routledge.

Συγγραφή: Μιχάλης Θεοδοσιάδης και Μίλτος.

Πλην «Αθηνά» τη χείρα κίνει…

marmara

Σχέδιο «Αθηνά»

Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα αποτελεί, διαχρονικά, ένα πεδίο αντιπαράθεσης πολιτικών σκοπιμοτήτων και προσωπικών φιλοδοξιών. Πανεπιστημιακά και τεχνολογικά ιδρύματα άνοιξαν τις πόρτες τους χωρίς κανένα επιστημονικό σχεδιασμό, δίχως να ληφθούν υπόψιν οι συνέπειες των πολιτικών αυτών αποφάσεων, χωρίς καν να έχει εξασφαλιστεί το ανθρώπινο δυναμικό ή οι υλικοτεχνικές υποδομές, με μοναδικό σκοπό την ψηφοθηρία των εκάστοτε πολιτικών κομμάτων και των εκπροσώπων τους στην τοπική και κεντρική αυτοδιοίκηση. Παράλληλα, ένας μεγάλος οικονομικός ιστός στήθηκε γύρω από τους φοιτητές-καταναλωτές που βοήθησε τις τοπικές οικονομίες να αναπτυχθούν πάνω σε μία από τις μεγαλύτερες καταναλωτικές φούσκες των τελευταίων δύο δεκαετιών, το φοιτητικό πληθυσμό. Έτσι, το αποτυχημένο Κράτος έστησε το πελατειακό του τρικ εκμεταλλευόμενο το φαντασιακό για κοινωνική κι επαγγελματική καταξίωση, το οποίο έχοντας πλήρως απορροφήσει η ελληνική οικογένεια μεταλαμπαδεύεται στους νέους σαν πρότυπο ζωής. Η φοίτηση των νεότερων μελών της σ’ ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, ακόμη κι αν τελικά οι πτυχιούχοι βίωναν τη ματαίωση των προσδοκιών τους, τροφοδότησε με ρευστότητα την οικονομία της περιφέρειας προσκαλώντας τους πολίτες να χτίσουν όνειρα πάνω στην άμμο, δεδομένου ότι δεν υπήρξαν ποτέ βάσεις στην ελληνική κοινωνία για την επαγγελματική αποκατάσταση όλων των πτυχιούχων, οι οποίοι, από την άλλη, ελάχιστες φορές έτυχε να σπουδάσουν κάτι που πραγματικά τους ενθουσιάζει, τους τραβά την προσοχή, κάτι που αποτελεί κομμάτι των προσωπικών τους ενδιαφερόντων.

Σήμερα, το ίδιο ακριβώς Κράτος, με τους ίδιους ακριβώς εκφραστές, τη Νέα Δημοκρατία το ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ, αναγνωρίζει σιωπηρά πως έκανε «λάθος» και προσπαθεί να εφαρμόσει στρατηγικές που θα διορθώσουν το «λάθος» αυτό, προωθώντας ως συνταγή ένα νέο «λάθος», κουνώντας μάλιστα απειλητικά το δάχτυλο σε όποιον διαφωνήσει. Έτσι, πριν από λίγες μέρες δημοσιεύτηκε από την κυβέρνηση το σχέδιο «Αθηνά» για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που αποτελεί ένα από τα ρυθμιστικά εργαλεία εφαρμογής της πολιτικής κατεύθυνσης που έχει δρομολογηθεί από την ψήφιση του νόμου 4009.2011 της Α.Διαμαντοπούλου, και όπως τροποποιήθηκε από τον υπουργό Παιδείας, Αρβανιτόπουλο, στο ν.4076.20012. Τα νομοσχέδια αυτά, όπως και το σχέδιο «Αθηνά», είναι οι πολυδιαφημιζόμενες «μεταρρυθμίσεις» που θα «θεραπεύσουν» την υφιστάμενη προβληματική κατάσταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Το σχέδιο «Αθηνά» περιγράφει ως βασικούς του στόχους α) την «προώθηση της επιστημονικής και τεχνολογικής εκπαίδευσης», β) την «προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας και τη σύνδεση τους με την αγορά εργασίας και την επιχειρηματικότητα» και γ) την «ανάπτυξη ανταγωνιστικού ανθρώπινου δυναμικού στον ευρωπαϊκό χώρο». Η στοχοθεσία αυτή, που παρουσιάζεται ως εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα, αποτελεί ιστορικό γεγονός για τα εκπαιδευτικά συστήματα μεγάλου μέρους του δυτικού κόσμου, με εμφανή τα αποτελέσματα της σε χώρες όπως οι Η.Π.Α και η Βρετανία όπου αυξάνονται ραγδαία οι κριτικές φωνές απέναντι στη εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης και στην υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών, όπως οι τέχνες και ο πολιτισμός. Η αντιμετώπιση της γνώσης σαν κοινό εμπόρευμα, της παιδείας ως προϊόν, της εκπαίδευσης ως αγοράς και του φοιτητή ως εκπαιδευμένου σκλάβου, διαθέσιμου προς πώληση στο διεθνές παζάρι, τα οποία στη χώρα μας προτείνονται ως νεωτερικές λύσεις, είναι υπαρκτά προβλήματα στην παγκόσμια εκπαιδευτική κοινότητα και, ως επί τω πλείστον, καταρρακώνουν κάθε έννοια πνευματικής καλλιέργειας! Οι παραπάνω στόχοι, βέβαια, είναι καθ’ όλα συμβατοί με την όψιμη Νεοφιλελεύθερη στροφή του ελληνικού Κράτους, επεκτείνοντας την κλασσική ιδέα της σχολής του Σικάγο, πως οι αγορές είναι ο κυρίαρχος μηχανισμός της οικονομίας, συμπεριλαμβάνοντας έτσι κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής σ’ αυτή την απολυταρχία των αγορών.

Ακόμη, όμως, κι αν κάποιος δεχθεί ως ορθολογικούς τους στόχους του σχεδίου, αρκούν οι προτεινόμενες μέθοδοι επίτευξης τους, για να τον πείσουν πως το σχέδιο «Αθηνά» συντάχθηκε στα γραφεία του υπουργείου Οικονομικών. Οι μέθοδοι, λοιπόν, που προτείνονται περιγράφονται μέσα από δύο λέξεις: τη «συγχώνευση» και την «κατάργηση». Να θυμίσουμε πως είναι ακριβώς οι ίδιες λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν από την Άννα Διαμαντοπούλου ώστε να βάλει λουκέτο η πλειοψηφία των ολιγοθέσιων σχολείων της χώρας και να μειωθεί σε μεγάλο βαθμό ο αριθμός των εκπαιδευτικών. Η «αναδιάρθρωση» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης περνάει μέσα από έναν και μοναδικό άξονα: τη μείωση του κόστους της εκπαίδευσης, που είναι ήδη στα χαμηλότερα επίπεδα από ποτέ. Το Κράτος χρησιμοποιεί ως αποκλειστικό εργαλείο σχεδιασμού της εκπαιδευτικής πολιτικής την ανάλυση κόστους/οφέλους, διαπραγματευόμενο το ύψιστο δικαίωμα στην Παιδεία με όρους μπακάλη.

Θα περίμενε κανείς, πως παρά τη λανθασμένη στοχοθεσία και μεθοδολογία, θα κατάφερνε αυτό το σχέδιο να διορθώσει τουλάχιστον κάποια από τα «λάθη» των προηγούμενων ετών. Αντιθέτως, καταφέρνει το ακατόρθωτο: να δημιουργήσει νέα προβλήματα ακόμη και σ’ αυτό τον τομέα. Έτσι, συγχωνεύει το Τμήμα Πλαστικών Τεχνών Ιωαννίνων με τη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων (!), μεταφέρει το Τμήμα Ηλεκτρολογίας του ΤΕΙ Χαλκίδας, όπου και υπάρχουν άριστες εγκαταστάσεις 24.430 τ.μ, στη Λαμία και τα Τμήματα Διοίκησης και Οικονομίας, Διοίκησης Συστημάτων Εφοδιασμού και Εμπορίας και Διαφήμισης του ΤΕΙ Χαλκίδας στη Θήβα, όπου δεν υπάρχουν οι κατάλληλες υλικοτεχνικές υποδομές. Επίσης, από το ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, από τα 25 τμήματα που διαθέτει,τα 10 μεταφέρονται στις Σέρρες, στη Φλώρινα και στο Μεσολόγγι ενώ 2 καταργούνται. Φυσικά, το Υπουργείο δεν εξέτασε καν το αν υπάρχει διαθέσιμος χώρος για τόσους χιλιάδες μετακινούμενους φοιτητές στα ΤΕΙ αυτών των πόλεων. Παράλληλα, καταργεί το ΤΕΙ Ιονίων Νήσων, μεταφέροντας έξι από τα οκτώ του τμήματα σε Μεσολόγγι και Άρτα, συγχωνεύοντας μάλιστα σχολές με διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών και γνωστικό αντικείμενο, προκαλώντας μια εσωτερική μετανάστευση 7.000 φοιτητών μόνο στο Μεσολόγγι(!).

Την ίδια στιγμή, το Υπουργείο ανακοινώνει πως κατά το ακαδημαϊκό έτος 2013-2014, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα εισαχθούν 49.600 άτομα, δηλαδή 14.370 ή κατά 22,46% λιγότεροι νέοι/ες απ’ ότι πέρυσι. Ο προφανής στόχος είναι, και πάλι, η μείωση του κόστους. Είναι όμως ο μόνος; Καθώς ο έλεγχος των μέσων παραγωγής δεν σημαίνει πλέον και απόλυτο έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας, οι ιδιοκτήτες της γνώσης, μια νέα διευθυντική-τεχνοκρατική τάξη, έχουν τον έλεγχο της διαδικασίας παραγωγής και της παραγωγής των θεσμικών μηχανισμών ρύθμισης και ελέγχου. Περιορίζοντας τους εισακτέους στην ανώτατη εκπαίδευση, και δημιουργώντας «θύλακες αριστείας», δηλαδή ιδρύματα που προσελκύουν τους περισσότερους πόρους και την ελίτ των διδασκόντων, περιορίζουν σημαντικά τον αριθμό των νέων ανθρώπων που θα αποκτήσουν το δικαίωμα σε ποιοτική εκπαίδευση, με σύγχρονα μέσα και υλικοτεχνικές υποδομές. Καθώς το εκπαιδευτικό σύστημα, σε όλες τις βαθμίδες του, είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες, το Κράτος λαμβάνει όλα εκείνα τα μέτρα που θα επιτρέψουν τον έλεγχο της γνώσης, της τεχνικής, των ικανοτήτων διοίκησης και λήψης αποφάσεων από την κληρονομικώ δικαίω ευνοούμενη μειοψηφία των νέων. Έτσι, το Κράτος εκτός από υπερασπιστής της ατομικής ιδιοκτησίας, γίνεται ακόμη πιο συγκεντρωτικό, φορώντας βέβαια έναν τάχα φιλελεύθερο μανδύα, προστατεύοντας και την ιδιοκτησία της γνώσης, ανοίγοντας το δρόμο για την επιβολή διδάκτρων στο δεύτερο κύκλο σπουδών και διευρύνοντας την αγορά των μεταπτυχιακών προϊόντων.

Και τώρα τι κάνουμε;

Απέναντι στην υφιστάμενη κατάσταση και στα επιχειρηματικού τύπου σχέδια των κυβερνήσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το φοιτητικό κίνημα καλείται ν’αναγεννηθεί σε μαζικότητα, καθώς και να εξελιχθεί ποιοτικά. Υπερασπιζόμενοι/ες τη συλλογική ιδιοκτησία της γνώσης και της τεχνικής, το δικαίωμα του καθενός όχι απλώς να έχει πρόσβαση στην Παιδεία, αλλά το δικαίωμα στη συνδιαμόρφωση ενός ανοιχτού εκπαιδευτικού συστήματος, που θα υποβάλλεται συνεχώς σε κοινωνικό έλεγχο και θα ενσωματώνει κάθε νέα δυνατότητα, για την ικανοποίηση κάθε νέας ανάγκης, οι φοιτητές/τριες, οι εργαζόμενοι/ες στα ΑΕΙ/ΤΕΙ αλλά και η εκάστοτε τοπική κοινωνία, έχουμε τη δυνατότητα να συνδυάσουμε την αντίδραση και άρνηση του παρόντος, με τη δημιουργία και την κατάφαση στην κατάσταση που εμείς επιθυμούμε. Άλλωστε, η Παιδεία αφορά όλους εμάς και όχι τους Υπουργούς, όχι τις «αγορές», όχι τα όργανα τους (δημοσιογράφους, κομματικά ελεγχόμενους καθηγητές, μπάτσους).

Τα πολιτικά κόμματα, παρ’ ότι εμφανίζονται ως φορείς του δημόσιου διαλόγου, είναι το εμπόδιο στον κοινωνικό διάλογο, ακόμη και στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έχοντας σπείρει κομματικά ελεγχόμενες φοιτητικές παρατάξεις, που ακολουθούν τη γραμμή γραφειοκρατικών επιτελείων, μετατρέπουν τις φοιτητικές συνελεύσεις σε κοκορομαχίες αντιπροσώπων. Ιδρύοντας φυτώρια κομματικών χειροκροτητών, άβουλων προβάτων που ανταλάσσουν συνειδήσεις με μερικά σφηνάκια στο κομματικό κλαμπ, ή με λίγες περισσότερες γνωριμίες στα τραπεζάκια τoυ lifestyle της ηλιθιότητας έξω απ’ τα κυλικεία, τα πολιτικά κόμματα κατάφεραν να απομακρύνουν μια μεγάλη μερίδα φοιτητών/τριων από την πολιτική σκέψη και δράση. Αν, λοιπόν, επιθυμούμε να δημιουργήσουμε, να μετατρέψουμε τις φοιτητικές συνελεύσεις σε πολιτικές εκδηλώσεις, ν’ ακούσουμε και ν’ακουστούμε, να συμφωνήσουμε και να διαφωνήσουμε, να συμμετέχουμε και να συνεργαστούμε, τότε οφείλουμε, μια και καλή, να στείλουμε τις κομματικές παρατάξεις εκεί απ’ όπου ήρθαν, στα γραφεία των πολιτικών αφεντικών τους, και να στήσουμε αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις όπου θ’ αναδειχθούν τα επιχειρήματα κι όχι οι κραυγές ή οι στριγγλιές των κομματικών ζόμπι (περισσότερα σχετικά με το ζήτημα των αμεσοδημοκρατικών συνελεύσεων στα αμφιθέατρα μπορείτε να διαβάσετε εδώ και εδώ).

Χρησιμοποιώντας ως μέσο την αυτοοργάνωση, λοιπόν, μπορούμε ν΄αναλάβουμε τις δικές μας ευθύνες, για αυτά που εμείς θα δημιουργήσουμε, όχι ώστε να διορθώσουμε απλά το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά να προσαρμόσουμε την Παιδεία, σε όλες τις βαθμίδες της, στις πραγματικές μας ανάγκες, στα πραγματικά μας ενδιαφέροντα, στις πραγματικές μας δυνατότητες, αξιοποιώντας τις ιδέες του καθενός και της καθεμιάς, λειτουργώντας ως μια τεράστια ανοιχτή συλλογικότητα που θα αλληλεπιδρά μέσα από φυσικές και διαδικτυακές συνελεύσεις. Θα κληθούμε ν’ απαντήσουμε σε ερωτήματα δύσκολα, όπως το ποιά και πόσα ιδρύματα πραγματικά χρειαζόμαστε, πώς θα συνεργάζονται τα ιδρύματα με τις τοπικές κοινότητες και την ευρύτερη κοινωνία, σε τι θα στοχεύει η τριτοβάθμια εκπαίδευση, αν θα αξιολογούνται ή όχι οι φοιτητές και από ποιούς, ποιές δομές αλληλεγγύης μπορούμε να δημιουργήσουμε ή να επεκτείνουμε μέσα από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, και φυσικά, σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να γίνουμε φορείς μιας ευρύτερης αλλαγής του αποτυχημένου εκπαιδευτικού συστήματος.

Ας τελειώνουμε, λοιπόν, με την αποκλειστική χρήση μέσων πίεσης κι ας τα συνδυάσουμε με μέσα συνδιαμόρφωσης, αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης, δημιουργίας. Στόχος μας δεν είναι απλά να μην περάσει το σχέδιο «Αθηνά», και να μην εφαρμοστούν οι νόμοι 4009.2011 και 4076.20012. Στόχος μας είναι ο σχεδιασμός μιας κοινωνικής αντιπρότασης για την Παιδεία, που θα επικοινωνηθεί με κάθε πολίτη, αφού αφορά τον κάθε πολίτη. Στόχος μας είναι η συμμετοχή του καθενός και της καθεμιάς, η ανάληψη πρωτοβουλιών για την καταστροφή όσων χαρακτηριστικών του υπάρχοντος δεν συνάδουν με το μέλλον που παράλληλα δημιουργούμε. Τίποτε δεν θα επιτευχθεί από κάποιον «άλλο», είτε αυτός είναι Υπουργός, είτε «ειδικός», είτε κομματόσκυλο. Πλην «Αθηνά», τη χείρα κίνει, για ένα επαναστατικό, μη ιεραρχικό, αντιεξουσιαστικό φοιτητικό κίνημα, που θα εκφράζει την ένωση και τη συνεργασία των μετεχόντων της Παιδείας.

Σύντομο URL: http://eagainst.com/?p=46729

q

A For Alexis, Graphic Novel (gr)

http://www.scribd.com/embeds/114899395/content?start_page=1&view_mode=scroll&access_key=key-1gfyt5oduyovkj5jhwe

Το A for Alexis είναι μία απόπειρα απόδοσης του πασίγνωστου κόμικ V for Vendetta στα ελληνικά. Λέγοντας απόδοση δεν εννοούμε την ακριβή μετάφραση των κειμένων από τα αγγλικά στα ελληνικά, αλλά την μεταφορά της ιστορίας σ’ ένα δυστοπικό 2022, με την δράση να εξελίσσεται στην Αθήνα.

Όταν γράφηκε το V for Vendetta, το 1981, απ’ τον Alan Moore, η βρετανική κοινωνία δεχόταν την Νεοφιλελεύθερη επίθεση από την ολιγαρχία που εκπροσωπούσε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Η ένταση της καταστολής, η κρατική τρομοκρατία, η ανυπαρξία πολιτικού λόγου, η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, η μετατροπή του Πολίτη σε υπήκοο, η οικολογική καταστροφή, η προπαγάνδα των ΜΜΕ, η εξύψωση της ηθικής της εργασίας ήταν μερικά από τα στοιχεία εκείνα που οδήγησαν στη δημιουργία αυτού του κόμικ. Οι ίδιοι, επίσης, λόγοι οδήγησαν εμάς στη μετάφραση και επικαιροποίηση του έργου αυτού, 31 χρόνια μετά. Το ρόλο της Θάτσερ στην Ελλάδα έχουν πρόθυμα αναλάβει επαγγελματίες πολιτικοί και τεχνοκράτες, σχηματίζοντας ένα ισχυρό αντικοινωνικό μέτωπο.Δημοσιογράφοι σε ρόλο δικαστή των κοινωνικών αγώνων,μεσάζοντες του φόβου και της καταστροφολογίας.

Οπλισμένοι φασίστες σε ρόλο συστημικού μαστιγίου, πλαισιώνουν τις ορδές των κρανοφόρων με τα χακί, διαπράττοντας καθημερινά, και ατιμώρητα, τερατώδη εγκλήματα και σπέρνοντας το μόνο τους πιστεύω, το μίσος. Εργοδότες, που ανέπτυξαν τις επιχειρήσεις τους με κρατικές επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές, συνεχίζουν να καρπώνονται την υπεραξία της εργασίας μας, είτε συσσωρεύοντας τα υπερκέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους, είτε τζογάροντας πάνω σε χρηματιστικά «προϊόντα»

Η ελληνική κοινωνία σήμερα, δεν έχει ανάγκη από έναν V. Έχει ανάγκη από εκατοντάδες χιλιάδες V, με ή χωρίς μάσκες, με ή χωρίς κουκούλες, βίαιους ή μη βίαιους, που θ΄απαντήσουν στην ερώτηση που τέθηκε το Δεκέμβρη του 2008. Τότε που οι ολιγαρχίες τρομοκρατήθηκαν, τότε που τα αφεντικά τρόμαξαν, τότε που εκατομμύρια αλληλέγγυοι πολίτες σε όλο τον πλανήτη φώναξαν πως “δεν ζητάμε τίποτα, τα θέλουμε όλα”! Σήμερα, δεν ψάχνουμε αφορμή σε άλλη μια κρατική δολοφονία. Σήμερα οι αφορμές είναι καθημερινές. Η αφορμή είναι γραμμένη πάνω στην κάρτα ανεργίας, είναι στον τίτλο των ειδήσεων των οκτώ, είναι χαραγμένη στην καταθλιπτική καθημερινότητα, είναι μέσα στο άδειο ψυγείο, είναι στον απλήρωτο λογαριασμό της ΔΕΗ, είναι στο χώμα που σκεπάζει τον αυτόχειρα της ημέρας. Η αφορμή είναι μπροστά μας. Η προοπτική της κοινωνικής επανάστασης επίσης…Ας δώσουμε στην οργή μας τρόπο.

Το V for Vendetta είναι έργο των Alan Moore και David Lloyd.

Επίσης στη δημιουργία του συνετέλεσαν οι Siobhan Dodd, Jenny O’Connor, Steve Craddock

Θέλεις Παπαδόπουλο μαλάκα;

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Εν έτει 2014, διαπιστώνεται πως ο Μαλάκας παραμένει διαχρονικά πιστός στις ιστορικές του συνήθειες: την εθελοδουλεία, την αναπαραγωγή της κυρίαρχης κουλτούρας, την «εθελοντική» στράτευση του στην πλευρά των καταπιεστών. Έτσι, µόλις 40 έτη µετά την πτώση της τελευταίας εν Ελλάδι δικτατορίας, συναντούμε ακόμη νοσταλγούς της δολοφονικής φάρσας που ακούει στο όνομα «δικτατορία των συνταγματαρχών». Ακούμε συχνά για τα «παραμύθια του Πολυτεχνείου» (ακόμη κι από θεσμικούς παράγοντες του Κράτους ,όπως ο πρώην υπουργός Υγείας,  Ά.Γεωργιάδης) που µάλιστα  βρίσκουν υποστηρικτές σε ένα διευρυμένο, αν και πιθανότατα μειοψηφικό, μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Το κλισέ «ένας Παπαδόπουλος µας χρειάζεται» είχαµε συνηθίσει να το ακούµε από γραφικούς παππούδες που νοσταλγούσαν τις µέρες που ήταν είτε ρουφιάνοι, είτε βασανιστές, είτε ευνοούµενοι µε διάφορους τρόπους (όπως θα δούµε παρακάτω) από το στρατιωτικό καθεστώς. Κανείς δεν έδινε σηµασία, είτε διότι οι ιστορικές µνήµες της οδυνηρής επταετίας ήταν πρόσφατες, είτε διότι η µετέπειτα κοινοβουλευτική δηµοκρατία άνοιξε τον κρατικό µπουφέ για µεγάλο µέρος του πληθυσµού, δηµιουργώντας το ολοδικό της πελατειακό κράτος, διεφθαρµένων υπερκαταναλωτών και χειροκροτητών ψηφοφόρων.

Με την οικονοµικοπολιτική κρίση, όµως, η ελληνική κοινωνία ξεβρακώθηκε, αποκαλύπτοντας την πνευµατική και πολιτισµική της ασχήμια. Το προαναφερθέν κλισέ έγινε για κάποιους «Χρυσή Αυγή που σας χρειάζεται», ο άλλοτε γραφικός χριστιανικός όχλος αποκτά πλάτες με την βοήθεια της ναζιστικής αυτής γκρούπας, επιχειρώντας να λιντσάρει τους ηθοποιούς του Corpus Cristi για λόγους «βλασφημίας» πριν δύο χρόνια (όπως ακριβώς συμβαίνει και σε πολλές θεοκρατικές κοινωνίες). Η συγκέντρωση/ στοίβαξη µεγάλου αριθµού µεταναστών στα αστικά κέντρα, που προστίθεται στο ήδη διογκωμένο πλεονάζον για τον καπιταλισμό εργατικό δυναμικό, η αύξηση της εγκληµατικότητας ως συνέπειας της  ανέχειας και της ανισότητας, και η  ρατσιστική προπαγάνδα  των ΜΜΕ (που τη μία παριστάνουν τους θεσμικούς αντιφασίστες και την άλλη επιχειρούν να παρουσιάσουν το«ανθρώπινο» πρόσωπο νεοναζιστών) εδώ και αρκετά χρόνια,  συνέβαλαν ώστε ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού να οδηγηθεί, είτε με πλήρη συνείδηση της επιλογής του είτε διαμαρτυρόμενο, είτε  στη νεοναζιστική συμμορία της Χρυσής Αυγής, είτε στη συντηρητική ακροδεξιά (Νέα Δημοκρατία – ΛΑ.Ο.Σ).

Έτσι, ο Μαλάκας της ιστορίας μας, κρύβεται πίσω απ΄την εθνική του σημαία, κουνώντας το δάχτυλο σ’ όλους όσους θεωρεί πως φταίνε για την κατάντια του: οι απεργοί, οι καταληψίες, οι διαδηλωτές, οι φοιτητές, οι μετανάστες, ΟΙ «αλήτες – προδότες – πολιτικοί». Αφού ανακαλυψε λοιπόν τους εχθρούς του, αναζητά και ένα…επιτυχημένο ιστορικό αντιπαράδειγμα. Έτσι, γίνεται ταυτόχρονα και νοσταλγός  της δικτατορίας  του Παπαδόπουλου, ή του Μεταξά (χωρίς, ωστόσο, κανείς να τον εμποδίζει να μεταναστεύσει σε μια χώρα που ένα τέτοιο καθεστώς έχει εδραιωθεί), αναπαράγοντας τις μπούρδες των φασιστολογίων που έχουν κατακλύσει το διαδικτυακό χώρο, χωρίς να αναζητήσει φυσικά πηγές και χωρίς να αναπτύξει έστω στο ελάχιστο την κριτική ιστορική γνώση, εξαργυρώνοντας µε χουντολαγνεία τη χρόνια αποπολιτικοποίηση του. Το κείμενο, λοιπόν, αυτό απευθύνεται κυρίως στον Μαλάκα, και έχει ως βασικό του στόχο να αποτελέσει σηµείο προβληµατισµού γι’ αυτόν, και όχι προϊόν εκ νέου αναπαραγωγής και παπαγαλισµού επιχειρηµάτων.

Ο ΜΑΖΑΝΘΡΩΠΟΣ

Τα απολυταρχικά καθεστώτα δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς την κοινωνία αυτή που θα στηρίξει τον ολοκληρωτισμό. Ο Χίτλερ, σε ομιλία του προς τα S.A είπε: «Ό,τι είσαστε, το είσαστε χάρη σ’ εμένα. Ό,τι είμαι, το είμαι χάρη σ’εσάς και μόνο». Ο ανθρωπολογικός τύπος που συμβάλει περισσότερο στην κυριαρχία και διαιώνιση των ολοκληρωτικών καθεστώτων, δεν είναι τόσο αυτός του κτήνους του βασανιστή ή του χαφιέ, αλλά ο μαζάνθρωπος, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι ο εθισμός στο lifestyle, στην εύκολη και ανέμελη ζωή, στο θέαμα και η απομόνωση ή έλλειψη φυσιολογικών κοινωνικών σχέσεων. Οι φασιστική δικτατορία του Μουσολίνι, τα στρατιωτικά καθεστώτα του Σαλαζάρ, του Πινοσέτ και του Παπαδόπουλου βάσιζαν την κυριαρχία τους όχι μόνο στις διώξεις των πολιτικών τους αντιπάλων, αλλά στην καλλιέργεια ενός ξένιαστου lifestyle, μιας συνεχόμενης και επαναλαμβανόμενης εικόνας μιας ατέλειωτου πανηγυριού, σαν να πρόκειται για το ακριβό περιτύλιγμα ενός  χαλασμένου προϊόντος, μια βιτρίνα που κρύβει τις πληγές μιας κοινωνίας  που αιμορραγεί αλλά όντας υπνωτισμένη από τα καταναλωτικά ναρκωτικά. Προκειμένου να καταλάβουμε καλύτερα, θα πρέπει να θυμηθούμε αρχικά την ταινία Roma  του Φεντερίκο Φελίνι, που απεικονίζει την ζωή των Ιταλών κάτω από το  φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Φελίνι περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια το πρώτο βασικό στοιχείο που  συναντά κανείς στον φασισμό: η υλιστική ζωή, η πληθώρα των απολαύσεων  και οι θεατρικές επιθεωρήσεις μας δίνουν την εντύπωση ότι οι άνθρωποι κάτω από ένα τέτοιο καθεστώς ζουν ευχάριστα. Η κρατική βία και οι  διώξεις έρχονται σε δεύτερη μοίρα και συχνά δεν αγγίζουν τον όχλο ο οποίος έχει κυριολεκτικά παραλύσει (γι’ αυτό και άλλωστε είναι όχλος και  όχι πια πολίτες) μέσα σ’ ένα βαθύ κλίμα απο-πολιτικοποίησης, απάθειας ή  στείρας αναπαραγωγής κρατικής προπαγάνδας. (Η απο-πολιτικοποίηση  αποτελεί βασικό στοιχείο που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό για την Hannah  Arendt). Τα θεάματα που τα καθεστώτα αυτά προσφέρουν είναι είτε αστείες παρωδίες δίχως πολιτικό περιεχόμενο, είτε προπαγανδιστικά show, με σκοπό να προσελκύσουν τον όχλο στο πανηγύρι του lifestyle. Οι μάζες αυτές προέρχονται από μια διάτρητη κοινωνία, στις οποίες έρχεται το εθνικιστικό συναίσθημα (ο εθνικισμός αποτελεί πάντοτε πεμπτουσία των περισσότερων στρατιωτικών καθεστώτων) να συγκολλήσει.

Η χρόνια αποπολιτικοποίηση, ο ζαμανφουτισμός, το κλείσιμο του καθενός στην ιδιωτική του σφαίρα, και η αποξένωση συνθέτουν το παζλ της κρίσης της δυτικής κοινωνίας, και της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης. Τόση απο-πολιτικοποίηση και εθισμό στην κουλτούρα του κιτς και της ξενοιασιάς, πραγματικά θα τη ζήλευαν ακόμα και οι στρατιωτικοί δικτάτορες. Σε μια σύγχρονη Δυτική κοινωνία δεν χρειάζεται κάποιο καθεστώς να ασκήσει σωματική βία από τη στιγμή που τα ελέγχει τα Μέσα Ενημέρωσης και Ψυχαγωγίας, τα οποία έχουν πετύχει ν’ απομακρύνουν τον καθένα μας από την πολιτική σφαίρα, βομβαρδίζοντάς μας καθημερινά με εικόνες lifestyle, δημιουργώντας ψεύτικες ανάγκες, χτυπώντας την πιο κεντρική δομή του ανθρώπινου ενστίκτου, την ψυχή, όπως θα έλεγε και ο Φρόιντ, και ελέγχοντας τα συναισθήματα μέσα από προβαλλόμενες εικόνες, καλλιεργώντας το φαντασιακό της υπερκατανάλωσης. Έτσι το πολιτικό όν ο άνθρωπος μετατρέπεται σε μαζάνθρωπος, εθίζεται στον καταναλωτισμό και την απάθεια, αναζητώντας διεξόδους μέσα από τις διάφορες φετιχιστικές εικόνες και διαφημίσεις. Είχε άδικο, συνεπώς, ο Ουμπέρτο Έκο, όταν έλεγε πως σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν πραξικοπήματα με τανκς, όταν υπάρχει τηλεόραση; Μιλάμε, συνεπώς, για την κρίση σαν να πρόκειται για ένα φαινόμενο των τελευταίων δύο-τριών ετών, αποφεύγοντας να εξετάσουμε τα μικρές φυσαλίδες της φούσκας που μόλις έσκασε. Η συστηματική διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων, η δημιουργία εθνικών μύθων, οι κατά καιρούς «μεγάλες ιδέες» (οι οποίες ξεκινούν από τη«πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικιά μας θα ναι» και φτάνουν στην Ευρωζώνη και τους Ολυμπιακούς Αγώνες), η διαχρονική ανευθυνότητα και υποκειμενικότητα στη διαχείριση και μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, η καλλιέργεια του πολιτισμού του σκυλάδικου, η συνολική απαξίωση της πολιτικής και η μετάλλαξη της σ’ ένα σόου τηλεκαρναβάλων, καθώς και πολλές άλλες φυσαλίδες αιωρούνται γύρω μας, καθώς εμείς συνεχίζουμε να βυθιζόμαστε όλο και πιο βαθιά στην ιδιωτική μας ζωή, αποστρεφόμενοι την συμμετοχή, την κοινωνικοποίηση και συνεχίζοντας την διαίρεση της κοινωνίας σε εκατομμύρια μικροσκοπικά «εγώ».

Όταν, όμως, έσκασε η μεγάλη φούσκα της κατανάλωσης, ο μαζάνθρωπος αυτός, ο άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αναζητά μια νέα φούσκα για να κουρνιάσει μέσα της, να βρει την ασφάλεια που έχει χάσει, να πατήσει στη γη που έφυγε από τα πόδια του. Πώς, λοιπόν, θα αποφύγει ο μαζάνθρωπος το αυτομαστίγωμα στον οποίο καθημερινά τον καλούν η πολιτική τάξη, oι διεθνείς κι εγχώριες οικονομικές ελίτ, τα ΜΜΕ; ΄Πως θα ξεπεράσει και την ίδια του τη φυσική του ροπή προς την ιδιοτέλεια, την αδράνεια, τον φετιχισμό και την ασημαντότητα; Πώς θα απαλύνει τον πόνο της υπευθυνότητας, της αυτοκριτικής, πώς θ’ απομακρυνθεί και πάλι απ΄ τον δύσβατο δρόμο της κοινωνικής δημιουργίας που απλώνεται ανοιχτός μπροστά του; O εθνικιστικός ναρκισσισμός, και πάλι, θα του προσφέρει χείρα βοηθείας… έτσι ώστε να τον διαχωρίσει απ΄το γείτονα του, να του προσφέρει το βάθρο της (τάχα μου) φυλετικής ανωτερότητας, να δικαιολογήσει τα λάθη του παρελθόντος ρίχνοντας τις ευθύνες σε Εβραίους, ιλλουμινάτι, ψεκασμούς αεροπλάνων, μετανάστες και αριστερούς ή αναρχικούς.

Ο μαζάνθρωπος, λοιπόν, είναι εδώ. Είναι ο γείτονας με τον οποίο δεν έχουμε ανταλλάξει καλημέρα, είναι ο συνάδελφος στη δουλειά με τον οποίο δεν έχουμε πιει ποτέ ένα καφεδάκι, είναι η φουρνάρισσα την οποία δεν ρωτήσαμε ποτέ αν είναι καλά. Είναι μέσα σε σπίτι με κλειστά παντζούρια, σε αγέλαστο τραπέζι στο καφενείο, σε οθόνη υπολογιστή που μένει ανοιχτή εικοσιτετράωρα ολόκληρα. Κι όσο δεν κοινωνικοποιείται, όσο δεν ψάχνει για ζωή, τόσο η νέα φούσκα του εθνικού παραληρήματος τον παρασύρει εντός της. Ο μαζάνθρωπος δεν είναι πάντα ο Μαλάκας της ιστορίας μας. Ο Μαλάκας όμως είναι πάντα μαζάνθρωπος.

ΠΟΥΛΑ ΜΟΥ ΛΙΓΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Ο Μαλάκας της ιστορίας μας είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει ακόμη απογαλακτιστεί. Όπως στα πρώτα χρόνια της ζωής του, περίμενε το παραμύθι της μητέρας για να γλυκοκοιμηθεί, έτσι και στην ενήλικη ζωή του αναζητά το παραμύθι αυτό που θα τον κοιμίσει για τα καλά και θα τον ξεκουράσει στις αγκάλες, όχι του Μορφέα, αλλά του εκάστοτε εξουσιομανή. Τα απλοϊκά επιχειρήματα που θέτει ο Μαλάκας μας, κινούνται από το «τουλάχιστον τότε κοιμόμουν ήσυχα» και το «επί χούντας φτιάχτηκαν δρόμοι» έως το «δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο». Θα επιχειρήσουμε παρακάτω, όσο πιο σύντομα γίνεται, να εκθέσουμε τα χιλιοειπωμένα παραμύθια των χουντολάγνων.

Οι νεκροί του Πολυτεχνείου

Είναι τουλάχιστον προσβολή προς τις οικογένειες ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία ν’ αναφέρονται απαξιωτικά σ’ αυτούς γνωστοί τηλεμαϊντανοί βουλευτές και κάθε λογής φασιστοειδή , άνθρωποι που δεν έχουν αγωνιστεί για τίποτε απολύτως, πέρα απ’ την τσέπη τους, αποκαλώντας τους «παραμύθια». Πέραν των νεκρών, χιλιάδες αγωνιστές βασανίστηκαν, πολλοί περισσότεροι αντιμετώπισαν την καθημερινή Κρατική Τρομοκρατία, τη ρουφιανιά, τη λογοκρισία, το κυνήγι, είτε επειδή αντιστέκονταν στο αυταρχικό καθεστώς, είτε απλά έτυχε να συγγενεύουν με κάποιον αγωνιστή, είτε επειδή απλά τολμούσαν να πουν ό,τι σκέφτονταν. Χωρίς να επεκταθούμε στο ζήτημα των μεθόδων τρομοκρατίας της Χούντας, καθώς και η βιβλιογραφία είναι μεγάλη, αλλά και το ζήτημα εκτενές, παραθέτουμε τη λίστα των νεκρών αγωνιστών του Πολυτεχνείου.

Σπυρίδων Κοντομάρης (ετών 57, δικηγόρος, 16.11.1973, ώρα 20.30)
Διομήδης Κομνηνός (ετών 17, μαθητής, 16.11.1973, ώρα 21.30)
Σωκράτης Μιχαήλ (ετών 57, εμπειρογνώμων ασφαλιστικής εταιρείας , 16.11.1973, ώρα μεταξύ 22.30 & 23.00)
Βασίλειος Φάμελλος (ετών 26, ιδιωτικός υπάλληλος, 16.11.1973, ώρα 23.30)
Torill Engeland Magrette (ετών 22, 16.11.1973, φοιτήτρια, ώρα 23.30)
Γεώργιος Σαμούρης (ετών 22, 16.11.1973, φοιτητής ώρα 24.00)
Δημήτριος Κυριακόπουλος (ετών 35, οικοδόμος 16.11.1973, βραδυνή ώρα )
Σπύρος Μαρίνος (Γεωργαράς) (ετών 35, ιδιωτικός υπάλληλος, 16.11.1973, βραδυνή ώρα)
Νικόλαος Μαρκούλης (ετών 24 , εργάτης, 17.11.1973, πρωινή ώρα)
Αικατερίνη Αργυροπούλου (ετών 76, 17.11.1973, ώρα 10.00)
Στυλιανός Καραγεωργής (ετών 19, οικοδόμος, 17.11.1973, ώρα 10.15)
Μάρκος Καραμανής (ετών 23, ηλεκτρολόγος, 17.11.1973, ώρα 10.30)
Αλέξανδρος Σπαρτίδης (ετών 16, μαθητής 17.11.1973, ώρα 10.30-11.00)
Δημήτριος Παπαϊωάννου (ετών 60, διευθυντής ταμείου αλευροβιομηχάνων, 17.11.1973, ώρα 11.30)
Γεώργιος Γεριτσίδης (ετών 48, εφοριακός υπάλληλος, 17.11.1973, ώρα 11.30)
Βασιλική Μπεκιάρη (ετών 17, μαθήτρια, 17.11.1973, ώρα 12.00)
Δημήτρης Θεοδωράς (ετών 5 1/2, 17.11.1973, ώρα 13.00)
Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας (ετών 43, ταχυδακτυλουργός, 17.11.1973, ώρα 13.00)
Αλέξανδρος Παπαθανασίου (ετών 59, συνταξιούχος εφοριακός, 18.11.1973, ώρα 10.00)
Ανδρέας Κούμπος (ετών 63, βιοτέχνης, 18.11.1973, ώρα 11.00)
Μιχαήλ Μυρογιάννης (ετών 20, ηλεκτρολόγος, 18.11.1973, ώρα 12.00)
Κυριάκος Παντελεάκης (ετών 43, δικηγόρος, 18.11.1973, ώρα 12.00-12.30)
Ευστάθιος Κολινιάτης (ετών 47, 18.11.1973)
Ιωάννης Μικρώνης (ετών 22 φοιτητής, συμμετείχε στην κατάληψη του Πανεπιστημίου Πατρών)

Η οικονομία επί χούντας

Η ελληνική ακροδεξιά, έχοντας εξασφαλίσει την συμμετοχή του Κράτους και των ΜΜΕ στην συστηματική συσκότιση της Ιστορίας, διατείνεται πως η (αμερικανοκίνητη) χούντα των συνταγματαρχών αποτέλεσε ένα «οικονομικό θαύμα», ενώ στην πραγματικότητα κατά την περίοδο αυτή επικράτησε η συνέχεια της πορείας που είχε αρχίσει να διαγράφεται από την αρχή της δεκαετίας του 60.  Οι ίδιοι οι συνταγματάρχες προέβαλαν ως επιχείρημα για το πραξικόπημα (εκτός από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο») το φόβο του «οικονομικού χάους». Η οικονομική πραγματικότητα όμως της εποχής περιγράφεται ως εξής: «Η πρόοδος των τελευταίων πέντε ετών, όσον αφορά την αύξηση του εθνικού εισοδήματος και την βελτίωση του επιπέδου ζωής, βασίστηκε στη νομισματική σταθεροποίηση που επιτεύχθηκε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 50’ και ήταν συνέπεια των μηχανισμών αναπτύξεως που μπήκαν σε κίνηση και ενισχύθηκαν επιτυχώς στη δεκαετία 1957-1966. Στο τέλος του 1966 τα αποθέματα χρυσού και εξωτερικού συναλλάγματος ήταν εξαιρετικά μεγάλα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες και με τέτοια ώθηση, η περαιτέρω πρόοδος της οικονομίας ήταν σχεδόν βέβαιη»[2]. Συνεπώς καταλαβαίνουμε ότι πραγματικά «φόβος οικονομικού χάους», δεν υπήρξε ποτέ (όπως ούτε «κομμουνιστικός κίνδυνος» απεδείχθη ποτέ πως υπήρξε).

Παρόλα αυτά η επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος, δημιούργησε κλίμα αβεβαιότητας προς την Ελλάδα διεθνώς. Κι έτσι υπήρξε πτώση στα έσοδα απ’ τον τουρισμό, μεταξύ 1967-1971, της τάξης των 200.000.000 δολαρίων. Συνυπολογίζοντας και τα κεφάλαια ύψους 200.000.000 δολαρίων που θα παραχωρούσε η Ε.Ο.Κ, μέσα στην τετραετία αυτή, τα οποία δεν δόθηκαν, το σύνολο φτάνει στα 400.000.000 δολάρια. Έτσι το στρατιωτικό καθεστώς προχώρησε σε «ενέργειες εκτάκτου ανάγκης» με βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα δάνεια με σκοπό την κάλυψη του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών. Με αυτόν τον τρόπο και μέσα σε μια πενταετία (1966-1971), το εξωτερικό χρέος υπερδιπλασιάστηκε και συνολικά υπολογίζεται ότι έφτασε το ύψος των 2,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Ο παρακάτω πίνακας  αποδεικνύει ξεκάθαρα τα κοινά χαρακτηριστικά της ευρύτερης περιόδου 60-73. Όπως βλέπουμε, το δημοσιονομικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ βρισκόταν στο 1,22% το 1966, ενώ το 1974 έφτασε το 2,76% του ΑΕΠ…Το 1961- 1966 οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης κυμάνθηκαν από το 6,5% έως το 13,2%, και ο πληθωρισμός από 0% μέχρι 4,8% . Το 1967 -73 οι ρυθμοί ανάπτυξης «έτρεχαν» με ετήσιους ρυθμούς από 5,7% μέχρι 11,6%, ενώ πληθωρισμός με 0,3% έως το αρνητικό ρεκόρ 15,55% (το 1973).

Άλλο επιχείρημα των χουντολάγνων που υποστηρίζει την επταετή δικτατορία, είναι τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας της εποχής. Φυσικά, αποκρύπτεται το γεγονός πως α)τα επίπεδα της ανεργίας κινούνταν στα ίδια περίπου επίπεδα και πριν το πραξικόπημα και β) πως η στατιστική της ανεργίας ήταν τεχνητή, αφού οι εν δυνάμει εργαζόμενοι πολίτες μετανάστευαν μαζικά προς το εξωτερικό, όπως δείχνει και ο παρακάτω πίνακας.

¨Έτος

Χιλιάδες

¨Έτος

Χιλιάδες

1963 67,7 1967 30,8
1964 63,8 1968 56,9
1965 54,9 1969 90,3
1966 23,3 1970 83,6

Όσον αφορά τους «υψηλούς μισθούς» επί χούντας, η σκόπιμη διασπορά ψευδών πληροφοριών από φασιστολόγια μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί με μία ματιά στον παρακάτω πίνακα. Οι μόνοι μισθοί που στην αυξήθηκαν ήταν αυτοί των χρήσιμων υπαλλήλων του καθεστώτος: των στρατιωτικών…(έτσι εξηγούνται και οι «κόκκινες γραμμές» του Μιχαλολιάκου αποκλειστικά στις περικοπές στις ένοπλες δυνάμεις και τις δυνάμεις καταστολής-όπως περιγράφτηκαν στο λογύδριο του εντός του Κοινοβουλίου)

Συγκριτική αύξηση αποδοχών

                                                                           1963-66

1967-70

1968-71

Δημόσιοι υπάλληλοι 9 7,5
Στρατιωτικοί 10 13
Υπάλληλοι δημοσίων επιχειρήσεων-τραπεζών 8,8 4,7
Ωραία αμοιβή στη Βιομηχανία 9,3 8,8 6,3
Εβδομαδιαίες αποδοχές στη Βιομηχανία 8,8 8,6 8,6
Μηνιαίοι μισθοί στη Βιομηχανία 7,8 7,7 6,9
Μίνιμουμ μισθοί (άνδρες) 8 8,4 5,4

 

Μέσα διακυβέρνησης της χούντας

Αν συνοψίζαμε τα μέσα διακυβέρνησης της χούντας σε δέκα λέξεις, αυτές θα ήταν οι εξής: lifestyle, καλλιέργεια ενός κλίματος απο-πολιτικοποίησης, εθνικιστικός λαϊκισμός, υποσχέσεις, τρομοκρατία, διώξεις, μεταθέσεις, εκκαθαρίσεις, παροχές, λογοκρισία, απειλές.

Η δικτατορία της 21ης Απρίλη για να μπορέσει να μπορέσει να κυβερνήσει, απαγόρευσε τα πολιτικά κόμματα, διέλυσε τα εργατικά και επαγγελματικά σωματεία, διέλυσε κάθε οργάνωση που είχε κάποιο κοινωνικό περιεχόμενο. Στη συνέχεια απέλυσε τους υπάρχοντες δικαστικούς ώστε να τρομοκρατήσει και τους υπόλοιπους και προώθησε αυτούς που είχαν δεθεί με την δική τους πολιτική. Παρόλα αυτά η χούντα δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στους τακτικούς δικαστές κι έτσι, εγκατέστησε στρατοδικεία σε ολόκληρη τη χώρα, που θα εφάρμοζαν πιστά τις εντολές της.

Η ίδια τακτική ακολουθείται και στους υπαλλήλους του κρατικού μηχανισμού σε κάθε κλίμακα. Απολύουν μερικούς και τρομοκρατούν τους άλλους. Στο στρατό το παιχνίδι τους είναι περισσότερο πολύπλοκο. Μετά το βασιλικό πραξικόπημα της 13/12/67 έχουν όλη την άνεση να τον εκκαθαρίσουν από τα στοιχεία που δεν θα πειθαρχήσουν σ’ αυτούς. Μα δεν αρκούνται μόνο σ’ αυτό. Πρέπει να προωθήσουν και να αποστρατεύσουν όλους τους αξιωματικούς που είχαν μεγαλύτερο βαθμό από αυτούς, γιατί διαφορετικά οι ανώτεροι αξιωματικοί ποτέ δε θα πειθαρχούσαν σε κατώτερούς τους. Η επετηρίδα έχει μεγάλη σημασία γι’ αυτούς. Αλλά δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτό. Αποστρατεύουν και μια σειρά καθαρά χουντικούς αξιωματικούς για να τους χρησιμοποιήσουν αμέσως σε επίκαιρα σημεία του κρατικού μηχανισμού. Οι αξιωματικοί που επιλέγονται για το σκοπό αυτό προάγονται, παίρνουν μια καλή σύνταξη και στη συνέχεια διορίζονται σε υψηλές δημόσιες  θέσεις με πολύ μεγάλο μισθό. Προωθεί γρήγορα νεότερους αξιωματικούς σε ανώτερους βαθμούς και φυσικό είναι, οι αξιωματικοί αυτοί να γίνονται πιστοί και αφοσιωμένοι στη χούντα. Και θα υποστηρίζουν τη χούντα, γιατί αν ανατραπεί και επανέλθουν οι διωγμένοι αντίθετοι της χούντας, θα πρέπει να υποβιβασθούν. Με παρόμοιο τρόπο λειτουργούν και με τους πολίτες της χώρας, έτσι ώστε να έχουν όση περισσότερη απήχηση και ανοχή από μέρος αυτών. Έτσι δεν λείπουν και τα ρουσφέτια προς μέρος της κοινωνίας που είναι φιλικά προσκείμενοι προς το στρατιωτικό καθεστώς, όπως χορήγηση χαριστικών δανεικών-κι αγύριστων από το Κράτος προς υποστηρικτές του καθεστώτος, χορήγηση αδειών κτλ.

Η χούντα χρησιμοποιεί το δημόσιο χρήμα για να δημιουργήσει γύρω της αφοσιωμένους ανθρώπους. Τον πρώτο καιρό μετά τη μεταπολίτευση το θέμα απασχόλησε επανειλημμένα τα ΜΜΕ, για προφανείς όμως λόγους οι σχετικές κατηγορίες ουδέποτε ερευνήθηκαν σε βάθος. Αποκαλυπτικά είναι δύο έγγραφα του τότε αρχηγού της ΚΥΠ Μιχαήλ Ρουφογάλη που αποκάλυψε ο «Ταχυδρόμος» (29/8 και 12/9/74), με το ενδοκαθεστωτικό φακέλωμα «δανείων άτινα θεωρούνται χαριστικά ή επισφαλή», καθώς και των παραγόντων που «παρενέβησαν» για τη χορήγησή τους. Το συνολικό ύψος των «χορηγηθέντων» δανείων ήταν 1.519.000.000 δρχ. και των «υπό έγκρισιν» 1.644.000.000 δρχ.Τα δισεκατομμύρια σκορπιούνται σε φίλους και γνωστούς, που υποτίθεται ότι κάνουν κάποια δημόσια έργα ή έχουν κάποια αποστολή. Μισθοδοτούν ένα πλήθος χαφιέδων που παρακολουθούν τους ανθρώπους σε κάθε τους βήμα. Όλοι όσοι θα περάσουν σαν στρατιώτες από την ΕΣΑ του Λαδά και του αρχιβασανιστή Ιωαννίδη θα μισθοδοτούνται σε συνέχεια σαν πληροφοριοδότες.Με τον τρόπο αυτό, δένει τους βασικούς κρίκους της διοίκησης με ανθρώπους αφοσιωμένους στη χούντα.

Λογοκρισία

«Έχετε υποχρέωσιν να δεχθήτε την σοβαρότητα της εγχειρήσεως και να μας βοηθήσετε», ήταν το πρώτο διάγγελμα του Παπαδόπουλου προς τους δημοσιογράφους, λίγες μέρες μετά την επιβολή της δικτατορίας.

Η πανομοιότυπη εμφάνιση των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν από τη μεθεπόμενη του πραξικοπήματος, έδειχνε ξεκάθαρα την υποταγή τους στην άγρια λογοκρισία. Ίδια πρωτοσέλιδα, ίδιες επίσημες ανακοινώσεις και υπαγορευμένα δημοσιεύματα, ίδια σχόλια. Πέντε εφημερίδες έλειπαν από τις πρώτες κυκλοφορίες. Η «Αυγή» και η «Δημοκρατική Αλλαγή» που κάλυπταν τον αριστερό πολιτικό χώρο, των οποίων απαγορεύτηκε η κυκλοφορία, η «Ελευθερία», καθώς και οι συντηρητικές «Καθημερινή» και η «Μεσημβρινή». Από τις εφημερίδες που εκδόθηκαν, οι ακροδεξιές «Ελεύθερος Κόσμος» και «Εστία» υποστήριξαν ανοιχτά το καθεστώς (και η κυκλοφορία των οποίων δεν ξεπέρασε ποτέ τις τελευταίες θέσεις). Οι συντηρητικές και φιλοβασιλικές, «Ακρόπολις», «Απογευματινή» και «Βραδυνή» υποτάχτηκαν πλήρως στο καθεστώς λογοκρισίας. Δυσάρεστη έκπληξη προκάλεσαν στους αναγνώστες τους οι τέσσερις εφημερίδες, «Αθηναϊκή», «Βήμα», «Έθνος» και «Νέα», οι οποίες στην αρχική φάση τουλάχιστον αποδέχτηκαν τη λογοκρισία των συνταγματαρχών. Λίγες μέρες μετά, η κεντροαριστερή «Αθηναϊκή» σταμάτησε την έκδοσή της.  Η εφημερίδα «Έθνος» χτυπημένη από τα βαριά πρόστιμα και τη φυλάκιση των εκδοτών της ,λόγω της έντονης κριτικής στο καθεστώς και της δημοσίευσης συνέντευξης του οικονομολόγου Ζίγδη για το κυπριακό ζήτημα, σταμάτησε την έκδοσή της την 1.4.1970.

Τα «καθαρά χέρια» της χούντας

Μπορεί οι στρατιωτικοί δικτάτορες να μη χαιρετούσαν ναζιστικά, όπως οι σημερινοί νοσταλγοί τους στο κοινοβούλιο, όμως ούτε «καθαρά χέρια» είχαν (όπως φυσικά ούτε οι μαχαιροβγάλτες της νεοναζιστικής συμμορίας έχουν). Τα σκάνδαλα της χούντας δεν ήταν ούτε λίγα, ούτε ασήμαντα (όπως ούτε αυτά των κοινοβουλευτικών συνεχιστών τους φυσικά).

Το πρώτο πράγμα που φρόντισαν να νομοθετήσουν ήταν η αύξηση του μισθού τους.  Με τον Α.Ν. 5 του 1967, ο μισθός του πρωθυπουργού υπερδιπλασιάστηκε (από 23.600 σε 45.000 δρχ), των υπουργών και υφυπουργών αυξήθηκε από 22.400 σε 35.000 δρχ, ενώ θεσπίστηκαν -για πρώτη φορά- ημερήσια «εκτός έδρας» 1.000 και 850 δρχ αντίστοιχα («Πολιτικά Θέματα» 5/10/73). Ακολούθησαν, φυσικά, κι άλλες «τακτοποιήσεις», όπως η καταχρηστική στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα με ειδική ρύθμιση του 1970 («Πολιτικά Θέματα» 8/2/75).

Ο πρώτος νόμος «περί ευθύνης» υπουργών δεν είναι προϊόν των σημερινών συγκυβερνώντων ΝΔ-Πασοκ, αλλά της δικτατορίας των συνταγματαρχών που φρόντισαν να θεσμοθετήσουν τη μελλοντική ασυλία τους.Η χουντική νομοθεσία «περί ευθύνης υπουργών» (Ν.Δ. 802 της 30/12/1970) περιείχε «μεταβατική διάταξη» (§ 48) βάσει της οποίας δίωξη υπουργού ή υφυπουργού της χούντας μπορούσε να γίνει μόνο με απόφαση των… συναδέλφων του. Επιπλέον, όλα τα «εγκλήματα διά τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» της μελλοντικής Βουλής θεωρούνταν αυτομάτως παραγεγραμμένα! Όλα αυτά θα μπορούσαν, βέβαια, να επιτευχθούν με μία ομαλή μετάβαση σε ένα ψευδοδημοκρατικό καθεστώς, σχέδιο που τίναξε στον αέρα η εξέγερση του Πολυτεχνείου και το έγκλημα που διέπραξαν στην Κύπρο.

Από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα ήταν αυτό του Τομ Πάπας και της εταιρείας Esso Pappas. Σύμφωνα με κατάθεση του δημοσιογράφου Η. Δηματρακόπουλου στο αμερικάνικο κογκρέσο, η χούντα διοχέτευσε στο ταμείο της εκστρατείας του Νίξον 549.000 δολάρια σε μετρητά για τη προεκλογική εκστρατεία του το 1968. Το ποσό αυτό προερχόταν από τα κονδύλια που η CIA διοχέτευσε στην ελληνική ΚΥΠ, για την αντικομουνιστική της εκστρατεία. Η χρηματοδότηση γινόταν με εντολή του Παπαδόπουλου, μέσω του διοικητή της ΚΥΠ Μιχάλη Ρουφογάλη (δηλαδή ξέπλυμα χρημάτων μέσω του Πάπας). Το αντάλλαγμα για τον Πάπας από τη Χούντα ήταν ευνοϊκές συμβάσεις με το ελληνικό δημόσιο (οι οποίες είχαν αμφισβητηθεί από την Ένωση Κέντρου). «Το μερίδιό του στην Ελλάδα περιλαμβάνει την πολυδιαφημισμένη προνομιακή σύμβαση για την COCA-COLA, μονοπώλιο του δικαιώματος αγοράς της ντομάτας της Δυτικής Ελλάδας, και ένα σύμπλεγμα πολλών εκατομμυρίων δολαρίων από χημικές και χαλυβουργικές εγκαταστάσεις, διυλιστήρια και στόλους πετρελαιοφόρων» (ριζοσπάστης, 29.4.2000). Από τα μεγαλύτερα επιχειρηματικά «επιτεύγματά» του ήταν η εξασφάλιση άδειας για τη δημιουργία εργοστασίου εμφιάλωσης της Κόκα-Κόλα στην Ελλάδα. Η αμερικανική πολυεθνική προσπαθούσε για μια δεκαετία να μπει στην ελληνική αγορά, χωρίς αποτέλεσμα. Επίσης, ένας προσωπάρχης του Τομ Πάπας με σκανδαλώδες παρελθόν, ο Παύλος Τοτόμης, διορίστηκε το 1967 υπουργός Δημόσιας Τάξης και κατόπιν πρόεδρος της ΕΤΒΑ.

Χαρακτηριστικός ήταν και ο νεποτισμός των δικτατόρων:

  • Ο Μακαρέζος διόρισε υπουργό Γεωργίας (κι αργότερα Βορείου Ελλάδος) τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου.
  • Ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του διοικητή της ΑΣΔΕΝ και τον άλλο γ.γ. Κοινωνικών Υπηρεσιών.
  • Ο γαμπρός του Παττακού Αντρέας Μεϊντάσης επιδόθηκε σε μπίζνες με το Δήμο Αθηναίων από την κατασκευή του υπόγειου γκαράζ της Κλαυθμώνος μέχρι μια τεχνική μελέτη αξιοποίησης δημοτικού ακινήτου, ύψους 1.109.000 δρχ.
  • Τα αδέρφια του αρχηγού βολεύτηκαν κι αυτά. Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος ως στρατιωτικός ακόλουθος, γ.γ. του υπ. Προεδρίας, περιφερειακός διοικητής Αττικής και «υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ». Ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος αναρριχήθηκε αστραπιαία στην υπαλληλική ιεραρχία για να αναλάβει γ.γ. Δημ. Τάξεως. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα βαθμοφόρου υφισταμένου του, «μένει γνωστός σαν «μπον φιλέ» γιατί, τυλιγμένος σε χειμωνιάτικο παλτό, τρέχει νύκτα μαζί με αξιωματικούς αστυνομίας πόλεων στα καμπαρέ σαν γκάγκστερς και τρώγουν φιλέτο» (Αλέξανδρος Δρεμπέλας, «Ο θρήνος του χωροφύλακα», Αθήνα 1998, σ. 118)

Η αισθητική των καραβανάδων

«Καλή τέχνη είναι αυτή που είναι καλή για την Μητέρα Πατρίδα» γράφει ο συνταγματάρχης Λαδιάς. Και όπου «Μητέρα Πατρίδα» μπορείτε ελεύθερα να συμπεράνετε το στρατιωτικό καθεστώς. Αποδεκτή μορφή τέχνης για την δικτατορία είναι αυτή που εξυμνεί το καθεστώς ή τουλάχιστον δεν το ενοχλεί.Τα αυταρχικά καθεστώτα συνήθως φροντίζουν με φτηνά υποκατάστατα κουλτούρας να κρατούν «τις μάζες σε κατάσταση ικανοποιημένης νάρκης», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ρ. Ρούφος, δείχνοντας  ανοχή σε «ουδέτερες» εκδηλώσεις.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η κυριολεκτικά «πτωχή τω πνεύματι» κληρονομιά που άφησε πίσω της η Χούντα, ενθαρρύνοντας κάθε είδους ανόητη δημιουργία μόνο και μόνο επειδή αυτή τύχαινε να την εγκωμιάζει ή να κρατά τον κόσμο μακριά από επικίνδυνους στοχασμούς, μας εκπλήσσει ακόμα και σήμερα. Σε κάποιες περιπτώσεις δε, έχει αφήσει ευδιάκριτα τα ίχνη της, κυρίως στον κόσμο της τηλεόρασης και στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Ως προς την αισθητική της αρχιτεκτονικής των «ψηλών κτιρίων», που χτίστηκαν κατά κόρον την περίοδο της δικτατορίας κι έχουν ταυτιστεί με τον αυταρχικό χαρακτήρα του καθεστώτος (κοντινότερο στους φοιτητές παράδειγμα, το γυάλινο κτίριο στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), αρκεί να υπενθυμίσουμε τη δήλωση του Παττακού, που υποστηρίζει ότι οι επόμενες γενιές θα τον ευγνωμονούν για την απόφασή του να αυξήσει κατά 40% το επιτρεπόμενο ύψος δόμησης [3]

Η δικτατορία φρόντιζε να χαρίζει δωρεάν θέαμα στο κοινό, με τις θρυλικά αντιαισθητικές  εκδηλώσεις  της στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου προσπαθούσε να «εξυψώσει το πατριωτικό συναίσθημα» σε δίχως αρχή και τέλος δρώμενα, όπου συνευρίσκονταν σπαρτιάτικες φάλαγγες, βυζαντινοί αυτοκράτορες, τσολιάδες, γιγάντιοι αστραφτεροί φοίνικες-άρματα, ενώ στην άλλη άκρη του γηπέδου χόρευαν καλαματιανό και τσάμικο…με σκοπό το«ομαδικό τραγούδι να διαλύσει την ατομικότητα εντός του συνόλου και να επισφραγίσει το ψυχολογικό ενιαίο των ατόμων» . Σταθμός, όμως, στην πνευματική ζωή της χώρας και ένδειξη των «υψηλών» αισθητικών κριτηρίων που διέθετε η Χούντα αποτελεί η «ποιητική έξαρση» που παρατηρήθηκε τα πρώτα χρόνια μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα, την οποία αξιοποίησε η κυβέρνηση εκδίδοντας το 1969 τη «Λαϊκή Μούσα», συλλογή στίχων από υποστηρικτές του καθεστώτος σε όλη τη χώρα. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα είναι το εξής:

«Μεσ’ τον Απρίλη έφθασαν
τρεις μάγοι με τα δώρα
Ο Γιώργος Παπαδόπουλος
κι ο Παττακός στην ώρα.
Ακόλουθα στέκει πιστός
ο Νίκος Μακαρέζος
που στάθηκε στο ραντεβού
και τώρα σαν Εγγλέζος».
(Πρόδρομος Σακελάριος Μιχαηλίδης, ιερέας)

ΑΠΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΟ ΜΑΛΑΚΑ

«Για ένα απροσδιόριστο ακόμη χρονικό διάστημα, την Ιστορία θα κινούν οι δυνάμεις της βίας και του χρήματος, ενάντια στα συμφέροντα των λαών και στην αλήθεια των ανθρώπων» (Albert Camus)

Σ’ έναν κόσμο που βαλτώνει στην καταπίεση, την ανισότητα, την εξαθλίωση, οι κάθε λογής τσοπάνηδες βγαίνουν στο λιβάδι προσπαθώντας να μαντρώσουν όσο περισσότερους μπορούν, γύρω από τα (παρα)πολιτικά τους μαντριά. Αν, λοιπόν, αγαπητέ Μαλάκα της ιστορίας έχεις σκοπό να σταματήσεις βελάζεις, ν΄ αρχίσεις να μιλάς, κι από υπήκοος να πάρεις το ρόλο του Πολίτη, τότε καλό θα ΄ταν  να μην ψάχνεις την ασφάλεια σε εύπεπτα παραμυθάκια. Ο Παπαδόπουλος ψόφησε, οι μικροί δικτάτορες της δημοκρατίας όμως ζουν και βασιλεύουν, δημιουργώντας μεγάλες ολιγαρχίες. Καιρός να σταματήσουμε ν’ αναζητούμε δικτάτορες κι ολιγαρχίες. Καιρός να επιτεθούμε…

«Η εσχάτη ταπείνωση, θα οδηγήσει σε κάποια αντίδραση» (Κ.Παλαμάς)

Σημειώσεις:
[1] Να υπενθυμίσουμε πως όποιος θα χαρακτήριζε υπερβολική την κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας που σχηματίστηκε εκτάκτως από τον τεχνοκράτη Λ.Παπαδήμο, ανατρέποντας τον Γ.Παπανδρέου, πως τα δικτατορικά πραξικοπήματα στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχαν διάρκεια ζωής έξι μηνών (περίπου) και κύριο χαρακτηριστικό τους δεν ήταν η καταστολή όσο ο σφετερισμός μιας νόμιμης εξουσίας. Τα καθεστώτα αυτά συνήθως επικαλούνταν κάποια έκτακτη ανάγκη που με την περάτωσή της, έκλειναν τον κύκλο τους και παρέδιναν την εξουσία πάλι στους νόμιμους θεσμούς. Οποιαδήποτε ομοιότητα με την περίπτωση Μ.Μόντι και Λ.Παπαδήμου δεν είναι τυχαία.
(2)Γιώργου Γιαννόπουλου – RichardClogg 1976 «Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό»
(3)Εμμανουήλ Τραχανάς (2009), «Οικονομετρική ανάλυση των δυναμικών χαρακτηριστικών των διδύμων ελλειμμάτων: Η περίπτωση της Ελλάδας», Μεταπτυχιακή Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (link)
(3)Το Κιτς της Χούντας, Κλεονίκη Αλεξοπούλου
(4) Περικλής Ροδάκης, Η δικτατορία των συνταγματαρχών
(5) Σόλωνος Γρηγοριάδη, Ιστορία της δικτατορίας
(6) Χαρίτου Κορίζη, Το αυταρχικό καθεστώς 67-74
(7) Χάνα Αρέντ, Το ολοκληρωτικό σύστημα
(8) Βίλχελμ Ράιχ, Η μαζική ψυχολογία του φασισμού
(9) Ελευθεροτυπία,Ιός της Κυριακής, Εφτά χρόνια αρπαχτή

Συγγραφή: Μιχάλης Θ., Efor., Χριστοφορος Π.

Σύγχρονη Ελλάδα: μία ακόμα στιγμή κατάρρευσης του θεμέλιου μύθου

EU-Greece-Acropolis

The article in English

Αν το έθνος συγκροτείται κατά κύριο λόγο γύρω από μια πνευματική αρχή, όπως υποστηρίζει ο Ρέναν, τότε η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε δίλημμα. Αν το έθνος κουβαλάει ένα κοινό παρελθόν και προσδίδει σ’ αυτό μια προσωρινή συναίνεση που πρέπει να αναπαράγεται επ’ αόριστο, αν η ύπαρξη ενός έθνους είναι «ένα καθημερινό δημοψήφισμα», τότε σήμερα η Ελλάδα ως έθνος προσπαθεί να επαναδιαπραγματευτεί το παρελθόν της μέσω της δημιουργίας του μέλλοντος, το πεδίο των δυνατοτήτων είναι διάπλατα ανοιχτό. Είναι μόλις η δεύτερη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αυτό αποτελεί σπάνιο φαινόμενο, καθώς η σύγχρονη Ελλάδα προσπαθούσε πάντα να καθορίσει την πολιτισμική της χρονικότητα για να απεικονίσει ένα αμνημόνευτο παρελθόν που θα αναπαράγεται αενάως. Ως εκ τούτου, το μέλλον δε θα πρέπει να εκπλήσσει, αφού αποτελεί ζωντανό μνημείο της νεωτερικότητας. Η πρώτη φορά, από την εμφάνιση της σύγχρονης Ελλάδας που έγινε προσπάθεια να δημιουργηθεί ιστορία από τα κάτω, οδήγησε σε έναν ανελέητο εμφύλιο πόλεμο με σοβαρές συνέπειες για τη χώρα. Το αποτέλεσμα ήταν πάνω από τριάντα χρόνια αυταρχισμού και άγριας καταστολής όλων των δημοκρατικά σκεπτόμενων ανθρώπων. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) νομιμοποιήθηκε μόλις το 1974, αφού η δικτατορία της 21η Απρίλη παρέδωσε την εξουσία στον Κ. Καραμανλή. Η συνεχής εξονυχιστική καταστολή της καθημερινής ζωής σε συνδυασμό με το πραξικόπημα του 1967, κράτησε υπό έλεγχο τις μεγάλες δυνάμεις μετασχηματισμού της κοινωνίας που ήταν σε εξέλιξη από το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου και επανεμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα. Ένα μετα-δικτατορικό συμβόλαιο σφράγισε τη νέα συναίνεση, γύρω από την οποία εξελίχθηκαν τα πράγματα. Το σύστημα βρήκε το σημείο ισορροπίας που τόσο χρειαζόταν για την επιβίωσή του, δαμάζοντας τη βούληση του λαού. Αλλά αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο, με την χρεοκοπία και την έλευση της τρόικας, δηλαδή των ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ, έχει παραβιαστεί ανεπανόρθωτα. Οι ανάγκες και οι επιθυμίες των Ελλήνων, η βούλησή τους, όλο και περισσότερο έρχονται σε αντίθεση με τη βούληση του κράτους, η κοινωνική σφαίρα κινείται κάθε μέρα πιο μακριά από τον κρατικό μηχανισμό.

Η τρόικα εσωτερικού, δηλαδή η νέα κυβέρνηση συνασπισμού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ), με την άκρως αυταρχική πολιτική ρητορική της και μια άγρια νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, προσπαθεί να ενσταλάξει αισθήματα κοινής προσπάθειας και κοινού πόνου στο έθνος, προκειμένου να επιβάλει καθήκοντα, και μια απαιτούμενη κοινή προσπάθεια σε «ορθολογικά σκεπτόμενους πολίτες». Παρ ‘όλα αυτά, η προσφυγή γίνεται πάντα στο όνομα ενός αφηρημένου έθνους και κατευθύνεται προς όλους τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι πρέπει να υποστηρίξουν «την κολοσσιαία προσπάθεια» της κυβέρνησης. Οι υπόλοιποι πρέπει να γίνουν «η σιωπηλή πλειοψηφία» (ο Ραχόι χρησιμοποίησε αυτόν τον όρο για να καταστήσει παράνομους στα μάτια της κοινωνίας όλους όσοι χρησιμοποιούν το δικαίωμα στη διαδήλωση. Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον Νίξον στο παρελθόν, για να αντιπαραβάλει «μια σιωπηλή πλειοψηφία» που δεν είχε πρόβλημα με τον πόλεμο στο Βιετνάμ, με μια θορυβώδη μειοψηφία που τραβούσε όλη την προσοχή των μέσων ενημέρωσης). Αν όχι, θα αντιμετωπιστούν ως ο εσωτερικός εχθρός.

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι, πολλές φορές, στην ιστορία ενός έθνους η συλλογική μνήμη οργανώνεται γύρω από συμφορές και λύπες. Τέτοιες κακές στιγμές στην ιστορία ενός έθνους λειτουργούν ως το σημείο αναδιοργάνωσης των εθνικών αναμνήσεων, και απαιτούν κοινή προσπάθεια και θυσίες για το μέλλον. Η συνεχής έκκληση προς το έθνος ως «ιερής αγελάδας» που πρέπει να διατηρηθεί ανέπαφη ό,τι κι αν γίνει, αναφέρεται στην πλασματική σύγχρονη Ελλάδα που κατασκευάστηκε από την εμφάνιση του έθνους-κράτους. Ακόμη περισσότερο, η εκδοχή της ελληνικότητας στην οποίο καλούμαστε να υποβληθούμε, είναι, υπό την κυβέρνηση συνασπισμού με την ΝΔ στην ηγεσία, μια νέα έκδοση στην νεοφιλελεύθερη εποχή της Ελλάδας του Ελληνο-χριστιανισμού. Η σύλληψη του «Γέροντα Παστίτισου», ενός χρήστη του facebook, λόγω του νόμου κατά της βλασφημίας, που χρησιμοποίησε τη σελίδα του για να σατιρίσει τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό˙ και επιπλέον, η ταπεινωτική μεταχείριση και ο βασανισμός των 15 συλληφθέντων αντιφασιστών από τις δυνάμεις ασφαλείας, σε αντιδιαστολή με την ήπια μεταχείριση, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και συνένοχη στάση απέναντι σε ρατσιστικά εγκλήματα και φασίστες, σε συνδυασμό με την επιχείρηση «Ξένιος Δίας» σε όλη την Ελλάδα, ώστε να φυλακιστούν επ ‘αόριστον οι μετανάστες χωρίς χαρτιά, μαζί με το επιχείρημα της «σιωπηλής πλειοψηφίας» (στην Ελλάδα θα μπορούσε να μεταφραστεί ως νοικοκυραίοι), σκιαγραφούν την εικόνα του εθνικά διαμορφωμένου πολίτη του 21ου αιώνα.

Ευρωκεντρικές σκοπιμότητες νομιμοποίησαν τη λεηλασία του παρελθόντος της Ελλάδας και τώρα μια νέα έκδοση της ίδιας ιστορίας προσπαθεί να νομιμοποιήσει την πραγματική λεηλασία της χώρας. Παραμένοντας στην Ευρώπη εξασφαλίζεται η αρχέγονη Ελληνική ενότητα της χώρας, και η Ελλάδα παραμένει στο φαντασιακό χώρο της «δύσης», ενώ την ίδια στιγμή δίνεται ελπίδα για τη διατήρηση του πολιτικού μηχανισμού. Στην πραγματικότητα, ο συγκεκριμένος πολιτικός μηχανισμός θα ήταν αδύνατος χωρίς την δυτική υποστήριξη και εξάρτηση. Αυτό είναι που ο κ. Δένδιας, Υπουργός Δημόσιας Τάξης, δηλώνει ρητά όταν αναφωνεί ότι «ή θα σωθούμε όλοι ή κανείς μας», αυτή είναι προφανώς η «υπαρξιακή αγωνία» του και των συναδέλφων του, και όχι των Ελλήνων γενικά. Αυτό που πραγματικά φοβάται είναι η σίγουρη πολιτική εξάλειψή του με την «υποτιθέμενη» απόσυρση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού η ύπαρξή του εξαρτάται απόλυτα από τη στήριξη της Ε.Ε. και των Η.Π.Α. Υπενθυμίζοντάς μας ακόμη φορά ότι το σκάφος είναι έτοιμο να βυθιστεί με εμάς επάνω, δεν ξεχνά ποτέ να κατηγορεί εκείνους που φέρουν την ευθύνη, σ’ αυτή την περίπτωση τους ναυπηγούς, οι οποίοι σύμφωνα με τον υπουργό «μας» είναι εξτρεμιστές που διαταράσσουν την προσπάθεια που γίνεται. Αυτές είναι οι θορυβώδεις μάζες, οι «τεμπέληδες» που δε θέλουν καμία αλλαγή στη ζωή τους, ο γνωστός εσωτερικός εχθρός, γενικώς η αριστερά, γιατί συνεχίζει δηλώνοντας τη λύπη του για τους αριστερούς και κομμουνιστές βουλευτές που υποστήριξαν τον αγώνα των εργαζομένων.

Κάποιος πρέπει να υπενθυμίσει στους ιστορικά αδαείς ότι οι μεταφυσικές ή μεσσιανικές αφαιρέσεις δεν πείθουν τους άνεργους και τους πεινασμένους. Ο πρώτη μεσσιανική, αλυτρωτική αφήγηση, η «Μεγάλη Ιδέα», αναπτύχθηκε στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα, και κατέληξε με την αναγκαστική μετανάστευση σχεδόν ενάμισι εκατομμυρίου μικρασιατών ελληνόφωνων ορθόδοξων πληθυσμών. Ενώ, η δεύτερη αφήγηση, ήρθε ως υπόσχεση της προόδου και της ανάπτυξης, που θα μας κάνουν αντάξιους της ιστορίας μας στην Ευρώπη. Από την δεκαετία του ενενήντα αυτή η συζήτηση έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα από την νεοφιλελεύθερη ατζέντα, και οργανώνεται, όπως αναφέρει ο Χαμηλάκης (2007), με την αναζήτηση της άλλης σύγχρονης «Ελληνικής Ιδέας», των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Αλλά μετά την σημερινή πτώχευση και την συμφωνία της τρόικας κανείς δεν θα έκανε σκόπιμα θυσίες με βάση αυτή τη σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα». Το στείρο όραμα της Ελλάδας άδειο από πολιτισμική χρονικότητα δεν μπορεί πια να είναι η βάση για την αναδιοργάνωση της χώρας. Συμβολικές κινήσεις, όπως η «εισβολή» των εργαζομένων των ναυπηγείων στην αυλή του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, πριν από λίγες μέρες, για να δείξουν τον αποτροπιασμό τους για την εξαθλίωση τους, και η διακοπή της παρέλασης στη Θεσσαλονίκη το 2011, κατά τη διάρκεια των εορτασμών για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο απεικονίζουν το βαθμό στον οποίο οι ενοποιητικές εθνικές αφηγήσεις δεν είναι σε θέση να ελέγξουν τις μάζες. Το όραμα, αν υπάρχει, που η κυβέρνηση προσφέρει στο λαό της Ελλάδας, δεν μπορεί να γίνει η βάση για την επιθυμία της συνέχισης της κοινής ζωή του έθνους. Γι ‘αυτό ο κ. Δένδιας ακούγεται παράλογος όταν μιλάει σαν να μην υπάρχει κρίση. Όταν το κράτος δεν έχει καμία εξουσία, παραδομένο στους διεθνείς οργανισμούς, τότε ακούγεται εντελώς παράλογο να περιμένεις από τους ανθρώπους να σε σώσουν ενώ σώζουν τους εαυτούς τους – το πιο πιθανό είναι ότι θα προτιμούσαν να μην σωθούν, μόνο και μόνο για να έχουν την ευχαρίστηση να σε καταστρέψουν.

1) Renan, Ernest (1993) What is a nation? in Nation and Narration eds Hommi K. Bhabba Routledge, London and New York
2) Hamilakis, Yannis (2007) The Nation and Its Ruins: Antiquity, Archeology and National Imagination in Greece, Oxford University Press, New York

Ιουλία Γιοβάνη
Phd Candidate at the Centre for Cultural Studies
Goldsmiths College
University of London