Ο όχλος του θεάματος

Ο ίλιγγος και ο πυρετός των αναμετρήσεων κυριαρχούν όσο ποτέ στον σημερινό εμπορευματοποιημένο αθλητισμό: αμεσότητα στην απόλαυση που προσφέρει μια πολλαπλώς ενισχυμένη εικόνα. Αυτή η απόλαυση γενικεύεται και πείθει. Πλημμυρίζει τις οθόνες, κινητοποιεί τα πλήθη, προσελκύει το χρήμα. Όμως δεν θα μπορούσε να υπάρχει από μόνη της. Προϋποθέτει ένα πλαίσιο, ένα περιβάλλον ή μια κατάσταση. Αυτό άλλωστε συνιστά και όλη την πρωτοτυπία του αθλητισμού: πρέπει να παράγεται κάτι μαζικό για να κατευθύνει την ευχαρίστηση, να ιεραρχεί τα γεγονότα και τη διέγερση που προκαλούν, να κατασκευάζει και να διαιωνίζει συστήματα.

Ο αθλητισμός, το παιχνίδι, και η εργασία

Στην πραγματικότητα ο αθλητισμός καθ’ αυτός ελάχιστη σχέση έχει με τα σημερινά τηλεθεάματα των γηπέδων και των χρυσοπληρωμένων συμβολαίων. Όντας και αυτός ένα παιχνίδι, δεν αποσκοπεί μόνο στη διασκέδαση και την ψυχική ή σωματική διέγερση, αλλά συμβάλει στη διαμόρφωση συγκεκριμένων καταστάσεων κοινωνικής αλληλεγγύης, μιας και αποτελεί κύρια έκφραση αυτο-κυριαρχίας και ανεξαρτησίας.

Ερμής (μυθολογία), προστάτης του αθλητισμού.

Στο παιχνίδι, το μοναδικό «ωφελιμιστικό» κίνητρο είναι η ευχαρίστηση που δημιουργείται μέσα από τη συλλογική επαφή, μέσω της αλληλεπίδρασης ενός ατόμου με τα υπόλοιπα. Αντιθέτως, στην εργασία η υλική επιβράβευση (ανταμοιβή) αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από την αναγκαιότητα της επιβίωσης. Όμως, όπως στην εργασία υπάρχουν κανόνες, έτσι και στο παιχνίδι. Διότι, δίχως τους κανόνες είναι αδύνατο να δημιουργηθούν συγκεκριμένες συνθήκες που θα διαμορφώσουν μια Χ κατάσταση, πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί μια Ψ ανθρώπινη ενέργεια. Για παράδειγμα, η παροχή υπηρεσιών με σκοπό την (υλική) ανταμοιβή είναι μια διαδικασία που διέπεται από κανονισμούς που ρυθμίζουν την ομαλότητά της και εξασφαλίζουν την αρτιότητα της εκτέλεσής της. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται εργασία – ή ορθότερα, δουλειά – και οι συνθήκες που δημιουργεί πολλές φορές είναι ασφυκτικές, δυσάρεστες, και μή αναστρέψιμες λόγω του ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον παράγοντα επιβίωση, τον μόνο παράγοντα από τον οποίο η αναγκαιότητα δεν μπορεί ν’ αποκοπεί δίχως τη χρήση τεχνητών μέσων. Αντιθέτως, το παιχνίδι χαρακτηρίζεται από την ατομική και συλλογική ανεξαρτητοποίηση από κάθε είδους αναγκαιότητα. Δεν αρκεί όμως η χειραφέτηση από κάποιον καταναγκασμό για να δημιουργηθεί το παιχνίδι. Απαιτείται η δημιουργία καταστάσεων όπως α) η καλλιέργεια και ανάδειξη της ατομικότητας και β) η αυτο-κυριαρχία. Αυτές οι καταστάσεις καλλιεργούν τις κατάλληλες συνθήκες, που στο συλλογικό επίπεδο, μας επιτρέπουν ελεύθερα να θέτουμε τους δικούς μας κανόνες σχετικά με το πώς θα διεξαχθεί μια συγκεκριμένη ενέργεια που θα στοχεύει στην προσωπική ευχαρίστηση του καθενός, σε πλήρη εξάρτηση με τη συλλογική. Δηλαδή, εδώ, δεν μπορεί ένα άτομο να νοιώθει ευχάριστα αν δεν νοιώθουν όλοι οι συμμετέχοντες το ίδιο αλλά και αντιστρόφως.

Ο ολοκληρωτισμός του θεάματος και της οχλοκουλτούρας

Στην αρχαία Αθήνα, ο αθλητισμός αποτελούσε κοινωνικό αγαθό. Όπως αναφέρει ο Χέγκελ (σ. 189, αναφορικά με τον αθλητισμό στην αρχαία Ελλάδα): «Αν εντρυφήσουμε στην εσώτερη φύση αυτών των σπορ, θα παρατηρήσουμε πρώτα απ’ όλα πως το σπορ το ίδιο αντιτίθεται στη σοβαρή ενασχόληση, στην εξάρτηση και την ανάγκη. Έτσι, η πάλη, ο δρόμος, το αγώνισμα, δεν ήταν σοβαρή υπόθεση• δεν προϋποθέτανε καμία υποχρέωση άμυνας, καμία αναγκαιότητα αγώνα». Ο αθλητισμός, εντασσόταν στην κατάσταση του παιχνιδιού. Αντίθετα, όμως, στη Σπάρτη, χρησιμοποιούνταν ως μέσο επιβολής και διαμόρφωσης μιας στρατιωτικού τύπου ομοιομορφίας, ένα είδος δημοκρατικού δεσποτισμού, χειραγώγησης και ολοκληρωτισμού. Ο Αλέξις Ντε Τοκβίλ μας δίνει τον ακριβή όρο της έννοιας του δημοκρατικού δεσποτισμού που για τον ίδιο αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες απειλές της ελευθερίας του ανθρώπου (εφ’ εξής θα τον αποκαλούμε φιλελεύθερο ολοκληρωτισμό, μιας και ο όρος δημοκρατία θα ήταν καλύτερο να μην συγχέεται με αυστηρά ετερόνομες έννοιες). Ο Τοκβίλ, λοιπόν, πίστευε ότι η δημοκρατία δεν είναι απλώς ένα ζήτημα πολιτειακό, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μια κοινωνική κατάσταση: αφορά, δηλαδή, τις συνθήκες και τις τάσεις που επικρατούν μέσα σε μια κοινωνία, τάσεις που δεν είναι δημιούργημα κανενός άλλου παρά των ίδιων των μελών της και εμποδίζουν την ατομικότητα να θυσιαστεί στο βωμό του συλλογικού συμφέροντος, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν συνθήκες ισότητας απέναντι στους νόμους και τους θεσμούς. Ο φιλελεύθερος ολοκληρωτισμός δεν αφορά μόνο τη δικτατορία της πλειοψηφίας που με τα χαρακτηριστικά της επισκιάζει το κοινωνικό πράττειν, αλλά είναι μέρος μιας κατάστασης κατά την οποία η κοινωνία αυτο-εκμηδενίζει την ποικιλογνωμία και ποικιλομορφία της για χάρη μιας κοινής ιδεοληψίας. Απομονωμένα έτσι τα άτομα και φυλακισμένα στο ιδιωτικό τους κελί, έχοντας σκοτώσει κάθε ίχνος ατομικότητας, μετατρέπονται σε έναν ομοιόχρωμο όχλο.

Όταν, λοιπόν, η ατομικότητα και η επικοινωνία υποχωρούν και ταυτολογικά τα άτομα επενδύουν στη λογική της μάζας, τότε αναδύεται ο φιλελεύθερος ολοκληρωτισμός, που σταδιακά και ανάλογα με τις περιστάσεις, οδηγεί στην απόλυτη ολοκληρωτική τυραννία. Ένα από τα εντονότερα παραδείγματα κινημάτων που χαρακτηρίζονται από τέτοιες τάσεις είναι το κίνημα του τσαγιού στις Η.Π.Α. και τα διάφορα λαϊκιστικά αριστερά κινήματα της Λατινικής Αμερικής. Οι τυφλοί υποστηρικτές των κινημάτων αυτών σπάνια επικοινωνούν μεταξύ τους (άλλωστε, δεν τους ενδιαφέρει κάτι τέτοιο), δεν ανταλλάσσουν απόψεις ούτε προτάσσουν εν δυνάμει νέες δημοκρατικές κοινωνικές δομές όταν συγκρούονται με την καθεστηκυία τάξη (ιδιαίτερα στην περίπτωση των Tea Parties όπου η χειραγώγηση δεν τους επιτρέπει καν να αναγνωρίσουν ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της). Απεναντίας, ενώνονται είτε κάτω από μια κοινή ιδεολογική γραμμή που χαρακτηρίζεται από μια μεσσιανικού τύπου κοσμοαντίληψη (όπως ο εθνικισμός και ο Κομμουνισμός), δημιουργώντας καταστάσεις μαζικής υστερίας, όπου η αναζήτηση εχθρών και οι προσωπολατρικές τάσεις προς κάποιον ηγέτη/δημαγωγό διαβρώνουν ολικά κάθε κινηματική δράση.

Στην Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα, τέτοιου είδους κινήματα κατά καιρούς κάνουν έντονη την εμφάνισή τους, με κύριο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους αγανακτισμένοι της «πάνω» πλατείας του Συντάγματος οι οποίοι δρώντας σαν μια εύκολα χειραγωγίσιμη απολιτίκ αγέλη, είχε υιοθετήσει πλήρως την λαϊκιστική υστερία του τύπου: «οι προδότες στο Γουδί», μια κινηματική τάση που αργά, μα σταθερά, θέτει τα θεμέλια για την άνοδο της ακροδεξιάς (και κυρίως της Χρυσής Αυγής, η οποία ιδιοποιείται τις μικροαστικού και λουμπενικού τύπου αντιδράσεις της απο-πολιτικοποιημένης νεολαίας). Όμως ο κυριότερος χώρος έκφρασης τέτοιου είδους τάσεων είναι τα γήπεδα (άλλωστε, τα εθνικιστικά συνθήματα της «πάνω πλατείας» παραπέμπουν κυρίως στον χώρο του ποδοσφαιρικού αναλώσιμου θεάματος), όπου η έννοια της οχλοποίησης συνοδεύεται πάντοτε και από έναν διάχυτο μανιχαϊσμό.

Αυτό που χαρακτηρίζει όμως περισσότερο μια κατάσταση φιλελεύθερου ολοκληρωτισμού είναι η αδυναμία των ατόμων να την ελέγξουν και να την ανατρέψουν, είτε να την αλλάξουν· κι αυτό είτε διότι έχουν κυριευτεί από την αναγκαιότητα που τους επιβάλει η θεολογικού τύπου ιδεολογία που τυφλά ακολουθούν, είτε λόγω της αδυναμίας τους να κατανοήσουν ότι η οχλοποίηση δεν είναι αντικατάστατο της κοινωνικοποίησης. Η έλλειψη ατομικότητας αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες που οδηγούν στη οχλοποίηση. Σε αυτήν την κατάσταση εμπίπτει ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός και κάθε είδους θέαμα. 1) Ο θεατής παρακολουθεί τον αγώνα παθητικά δίχως να έχει τη δυνατότητα να παρέμβει. Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι έτοιμοι, δοσμένοι και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Ο διαιτητής και οι παίκτες θα τους ακολουθήσουν και θα πράξουν αυτό που οι ίδιοι μπορούν, ενώ ο θεατής έχει μηδενική ή ελάχιστη ισχύ πάνω στο παιχνίδι. [1] Απεναντίας, ο αθλητισμός ως ομαδικό παιχνίδι, δεν προϋποθέτει κερκίδες και φανέλες που θα προωθούν μια τετριμμένη ομοιομορφία. Απουσιάζουν επίσης οι κάθε λογής φανατικοί οπαδοί που θα ήταν έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους για την ομάδα. Απουσιάζει λοιπόν αυτού του είδους η ταυτολογική κλειστότητα ενώ αυτοί που θα εκτονωθούν θα είναι οι ίδιοι οι παίκτες που παράλληλα παρεμβαίνουν στις καταστάσεις (που οι ίδιοι δημιουργούν) και τις αλλάζουν (από αυτούς και μόνο εξαρτάται π.χ. αν θα σκοράρει η μια πλευρά έναντι της άλλης). Μπορούν επίσης, όποια στιγμή θελήσουν, να αντικαταστήσουν τους κανόνες του παιχνιδιού τους με καινούριους, εφόσον οι ίδιοι επιθυμούν.

Στον εμπορευματοποιημένο αθλητισμό, η ιεραρχία είναι εκείνη των πινάκων προαγωγής όπου, μετά από κάθε συνάντηση διορθώνονται-αλλάζουν οι θέσεις των επιτυχόντων και των αποτυχόντων, όπου προβάλλεται ένα πάνθεον επιτυχιών και διακρίσεων καθώς και μία κατηγορία ηττημένων και «ταπεινωμένων». Ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός, κατά βάση, δεν είναι καν παιχνίδι, αλλά μια δουλειά, μια παροχή υπηρεσιών. «Ποτέ δεν λέω ότι πάω να παίξω ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο είναι μια εργασία», λέει ο Μάικ Ίνγκλαντ (παράθεση από το βιβλίο του Βιννάι, «το ποδόσφαιρο ως ιδεολογία», σ. 7). Οι παίκτες αμείβονται για να προσφέρουν το θέαμα που το κοινό επιζητά. Αντίθετα, στον αθλητισμό ως παιχνίδι σπάνια θα μπορούσε κανείς να δει «ταπεινωμένους» και αποθεωμένους παίκτες, αλλά μόνο ηττημένους και νικητές που μετά τη λήξη του παιχνιδιού θα μπορούσαν κάλλιστα να μοιραστούν το ίδιο τραπέζι σε γεύμα, να συζητήσουν, να ανταλλάξουν απόψεις ή ν’ αστειευτούν. Στο επόμενό τους παιχνίδι μέρος των ηττημένων και των νικητών της προηγούμενης φοράς θα μπορούν να είναι στο ίδιο στρατόπεδο. Με άλλα λόγια, ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός προωθεί μια ιδανική αντι-κοινωνία, έναν οργανωμένο οχλοποιημένο χώρο, που ανάγεται σε ιδεοτυπικό παράδειγμα το οποίο υποτίθεται πως εγγυάται τις πιο πολύτιμες αξίες των κοινωνιών μας: την ισότητα των ευκαιριών (και συνεπώς την εξήγηση της αποτυχίας μέσω της εδραίωσης της πεποίθησης ότι όποιος αποτυγχάνει ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο αυτός για την αποτυχία του – αφού τάχα είχε ίσες ευκαιρίες – κάτι που όμως προφανώς δεν μπορεί να ισχύει στον εμπορευματοποιημένο αθλητισμό), την αμεροληψία των διαιτητών (κάθε απόφασή τους δεν θα έπρεπε να αμφισβητείται γιατί οι προθέσεις τους θεωρούνται εξ αρχής καλές και η μόνη πιθανότητα είναι να υποπέσουν και αυτοί σε «ανθρώπινα λάθη»), την ηθική των συμμετεχόντων, το σεβασμό των φιλοξενουμένων: μια εικόνα απόλυτης αγνότητας, τόσο απαιτητική και τόσο επιτηρούμενη που μοιάζει σχεδόν εξωπραγματική.

Ποδόσφαιρο και εθνικισμός

Ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός, λοιπόν, μέσα στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο και εντός των πλαισίων της κυρίαρχης ιδεολογίας, επίσημα αντιδιαστέλλεται σταθερά προς τη βία, το φανατισμό και τον εθνικισμό. Στην πραγματικότητα βέβαια καταφέρνει το ακριβώς αντίθετο λόγω της οχλοκουλτούρας που προωθεί και του εθισμού που αυτή προσφέρει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ακραίες ρατσιστικές οργανώσεις ξεπηδούν μέσα από ποδοσφαιρικά γήπεδα, ή το γεγονός όπου μικροπαρεξηγήσεις σε ποδοσφαιρικούς αγώνες επεκτείνονται σε ευρείας κλίμακας βιαιοπραγίες εναντίον έγχρωμων και αλλόφυλων γενικά. Το ποδόσφαιρο έχει μια μακρά ιστορία βίας και μάλιστα κατ’ εξοχήν εθνικά χρωματισμένης. Μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στην ίδια τη διεξαγωγή του αθλήματος ή απλά στις κοινωνικές προϋποθέσεις εμφάνισης του φανατισμού σε μια μερίδα οπαδών; Ο Έρικ Ντάνινγκ εντοπίζει το στενό δεσμό αθλητισμού και βίας στο ίδιο το αθλητικό πεδίο θεωρώντας ότι «όλα τα αθλήματα είναι εγγενώς ανταγωνιστικά και, ως εκ τούτου η βία είναι εγγεγραμμένη στο αθλητικό πεδίο επέχοντας τη θέση συστατικού γνωρίσματος». Δεδομένου όμως ότι το ποδόσφαιρο (κυρίως) χρησιμοποιείται ως μέσο έκφρασης της ταυτολογικής κλειστότητας του ανθρώπου και όντας ένας ετερόνομος θεσμός, είναι φανερό ότι δεν αντανακλά τίποτα περισσότερο παρά την ετερόνομη σύνθεση της κοινωνίας. Κατά τον Ντάνινγκ τα «αθλήματα είναι θύλακες όπου η φυσική βία ασκείται κατά τρόπο κοινωνικά αποδεκτό και τελετουργοποιημένο». Μέσα απ’ αυτή την πολεμική εικόνα αναδύονται και οι αντίστοιχοι άνδρες-πολεμιστές φανερώνοντας τη στενή σύνδεση του ποδοσφαίρου με μια μορφή επιθετικής αρρενωπότητας. Σε μια συνέντευξη του ο πρώην ποδοσφαιριστής Ν.Ζινολά έλεγε «στο τέλος ματώνουμε, όλο το σώμα είναι γεμάτο γρατσουνιές. Μοιάζουμε με κτήνη». Η συνύφανση αθλητισμού και βίας καθιστά ορατή τη σχέση ανάμεσα στα αθλήματα και τον πόλεμο, καθώς η αντιπαράθεση των ομάδων λαμβάνει ένα χαρακτήρα «εικονικών μαχών», συγκρούσεων μεταξύ αντιπάλων στρατοπέδων που ρυθμίζονται με βάση κανόνες που συνιστούν μιαν ορισμένη τελετουργία. Ο Γκέρχαρντ Βιννάι αναγνωρίζει αυτή τη σχέση στην ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ποδοσφαιρικών αγώνων: ο αντίπαλος «νικιέται, εξαφανίζεται, σαρώνεται στο γήπεδο, εξουδετερώνεται, ή εκτοπίζεται». Ένας πετυχημένος παίκτης μπορεί ν’ αναφερθεί σαν «λιοντάρι στην επίθεση, βομβαρδιστής, ψυχρός εκτελεστής, εκρηκτικός και να περιγραφεί σαν πανούργος, ασυμβίβαστος, οξύς».

Πέρα από την δημοσιογραφική γλώσσα των αθλητικογράφων, υπάρχει όμως και η λεκτική (κατ’ αρχήν) βία των οπαδών: συνθήματα σεξιστικά, ή με άμεση αναφορά σε επαπειλούμενες βιαιοπραγίες, συνθήματα γεμάτα μίσος και ειρωνεία για τον αντίπαλο και τη δική του στρατιά οπαδών•  μια λογική παράλογη που υποτιμά σε σημείο γελοιοποίησης τον ηττημένο ή προσπαθεί να αμαυρώσει (δικαίως ή αδίκως) την επικράτηση του νικητή. Ο οπαδός του εμπορευματοποιημένου αθλητισμού, αυτός ο αμέτοχος, αποχαυνωμένος θεατής, είναι πάντα γεμάτος μίσος, είτε χάσει είτε κερδίσει η «ομάδα του». Στην πραγματικότητα αντλεί μια διεστραμμένη ευχαρίστηση και όχι μία άμεση ικανοποίηση από τις αξίες που υποτίθεται πως εξυμνεί το άθλημα και ο αθλητισμός εν γένει. Η ευχαρίστηση έρχεται δια μέσω της εκμηδένισης του αντιπάλου και όχι λόγω της αναγνώρισης της προσπάθειας του αθλητή που υποστηρίζει. Πρόκειται για μια αντανάκλαση ευχαρίστησης και όχι για μία άμεση, αυθόρμητη, υγιή χαρά. Ο οπαδός προβάλει στον αντίπαλο οπαδό και στην αντίπαλη ομάδα όλα τα μειονεκτήματα που (δι)αισθάνεται ότι έχει ο ίδιος. Μέσω αυτής της προβλητικής ταυτοποίησης διεκπεραιώνει δύο ψυχικές ανάγκες – έρχεται να καλύψει δύο προσωπικά κενά: από τη μία πλευρά ξεχνάει τη δική του ασημαντότητα και μιζέρια και από την άλλη βρίσκει άλλοθι να εκλογικεύσει και να εξωτερικεύσει την βία που γεννιέται από την έλλειψη αυτοεκτίμησης. Παράλληλα, με τη συμπεριφορά του συμβάλλει ταυτόχρονα και στην διαιώνιση ενός εξωτερικού, αντικειμενικού αποτελέσματος αφού καταφέρνει να τρέφει τον (στην ουσία του) ανηδονικό κόσμο του εμπορευματοποιημένου θεάματος.

[1] Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του προτάγματος της αυτονομίας είναι ότι δίνει στα άτομα μιας κοινωνίας τη δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη και διαμόρφωση των αποφάσεων. Η δυνατότητα τού να μπορεί κάθε μέλος να παρεμβαίνει (όποτε φυσικά χρειάζεται) στις αποφάσεις που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία κάποιων θεσμών αποτελεί θεμέλιο λίθο για την πραγμάτωση της δημοκρατίας. Στη δημοκρατία, οι πολίτες ενώνονται ως διαφορετικοί, και με βάση τη διαφορετικότητά τους αυτή δημιουργούν πολιτικά σώματα, τα κοινά. Η απώλεια της αυτονομίας, σηματοδοτεί την έναρξη μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από στυγνή ανελευθερία. Αυτού του είδους η ανελευθερία χαρακτηρίζει το ποδόσφαιρο και κάθε είδους εμπορευματοποιημένο θέαμα ή ετερόνομο θεσμό: η αδυναμία της παρέμβασης μέσω της παθητικοποίησης του κοινού (όπως ειπώθηκε παραπάνω). Αυτή η παθητικοποίηση δεν έχει να κάνει μόνο με την έλλειψη συμμετοχής. Παρομοίως, σε μια θεατρική παράσταση το κοινό εξίσου δεν μπορεί ούτε να παρέμβει, αλλά ούτε και να διαφωνήσει με τους σκηνοθέτες, τους ηθοποιούς και τους χορογράφους. Όμως σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο, το θέατρο παρά του ότι περιορίζεται σε μια παρόμοιου τύπου απολυτότητα, έχει την ικανότητα να διαπερνά μηνύματα, εν ολίγοις, να πλάθει έναν κόσμο ατομικών και συλλογικών φαντασιακών σημασιών, να αντιπροτείνει και να αμφισβητεί, ενώ παράλληλα παρέχει στον θεατή τη δυνατότητα της σκέψης και κριτικής: αποδοχή ή απόρριψη των μηνυμάτων, δυνατότητα συζήτησης και προβληματισμός. Απεναντίας, στο εμπορευματοποιημένο ποδόσφαιρο η πλοκή περιορίζεται σε μια στείρα και αναπαραγόμενη εικόνα που δεν αμφισβητεί και δεν προτείνει (και ούτε φυσικά παρέχει τη δυνατότητα αυτή), παρά μόνο επενδύει στη σωματική και διανοητική χαλάρωση, μέσω των συνεχόμενων εναλλαγών και της ταύτισης του ατόμου/οπαδού με έναν όχλο, στον οποίο η έννοια της συλλογικότητας αντικαθίσταται με το μπουλούκι μιας μάζας κονιορτοποιημένων ατόμων.

Βέβαια, οτιδήποτε προωθεί την διανοητική χαλάρωση δεν είναι πάντα κατακριτέο. Το παιχνίδι ως ένα βαθμό στηρίζεται στην χαλάρωση ·  αυτήν που είναι απαραίτητη για την επαναδιαπραγμάτευση των καταστάσεων και ταυτόχρονα βοηθά στην απομάκρυνση κάποιας τελολογικής αναγκαιότητας που πολλές φορές δεν είναι παράγωγο της έλλειψης παιδείας, αλλά και της υπερ-ιδεολογικοποίησης. Όταν το άτομο θέτει ως πρωταρχικό στόχο της ζωής του τη συσσώρευση τόνων φιλοσοφικών γνώσεων, απομονώνεται εξίσου (και μάλιστα οικειοθελώς) από την κοινωνία που θέλει ν’ αλλάξει. Στην συνέχεια την παρερμηνεύει λόγω του ότι η επαφή του με αυτήν είναι μηδαμινή όντας εγκλωβισμένο μέσα στον δικό του ιδεατό μικρόκοσμο. Δηλαδή, το άτομο πολιτικοποιείται ιδεαλιστικά και όχι πρακτικά. Δε συμμετέχει στην καθημερινότητα ώστε να μπορεί να την αγγίξει και να την θίξει εμπράκτως. Έτσι χάνει την ευστροφία του και την ικανότητα κατανόησης και προσανατολισμού. Τέτοιου είδους καταστάσεις δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα σε ανελευθερία από κάποιο ολοκληρωτικό κίνημα. Το πρόβλημα στην περίπτωση της διανοητικής χαλάρωσης, βέβαια, δημιουργείται όταν η χαλάρωση αυτή προσφέρεται ως προϊόν μαζικής κατανάλωσης και αντικαθιστά την αμεσότητα και επικοινωνία του καθημερινού παιχνιδιού.

Πηγές
Vigarello Georges, Απ’ το παιχνίδι στο αθλητικό θέαμα, Αλεξάνδρεια, 2004
Γκολφινόπουλος Γιάννης, Έλληνας Ποτέ, Ισνάφι, Ιωάννινα, 2009
Κανέλλης Ηλίας , Εθνοχουλιγκανισμός, Οξύ, 2005
Χέγκελ, Διαλέξεις Πάνω στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, Λονδίνο, 1898
Alexis De Tocqueville, Democracy in America, Penguin Books, 2010
Gerhard Vinnai: Το ποδόσφαιρο σαν ιδεολογία

Συγγραφή: Efor, Μιχάλης Θ και Ian Delta