Με αφορμή το ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε…

Μόλις πριν από λίγες μέρες, οι δημιουργοί των Debtocracy και Catastroika κυκλοφόρησαν την τρίτη τους κατά σειρά δουλειά, το ντοκιμαντέρ με τίτλο ΦΑΣΙΣΜΟΣ Α.Ε., με στόχο (όπως άλλωστε είναι προφανές) να προβληθούν στο ευρύ κοινό τα οικονομικά αίτια που συνέβαλαν στην άνοδο των φασιστικών καθεστώτων κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Σε γενικές γραμμές, το μήνυμα της ταινίας συνοψίζεται ως εξής: ο φασισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αντίδραση του κεφαλαίου (όπως είχε πει και ο Τρότσκι 1996, σ.9), δηλαδή μια συντονισμένη επίθεση της αστικής τάξης στο οργανωμένο εργατικό κίνημα. Αναμφισβήτητα, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι Ιταλοί φασίστες, οι Γερμανοί ναζί και οι Έλληνες ομόλογοί τους υπήρξαν μπροστάρηδες στα κέρδη κάποιων μεγαλοβιομηχάνων ή ότι οι φιλελεύθεροι ηγέτες κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου έκλειναν το μάτι τους στα φασιστικά καθεστώτα. Ωστόσο, ο πυρήνας αυτής της σκέψης που, ούτε λίγο ούτε πολύ, καταλήγει στο εξής αξίωμα: ο φασισμός και ο καπιταλισμός πάνε πάντα χέρι χέρι, είναι μάλλον ανεπαρκής. Και αυτό διότι οποιαδήποτε αναγωγή στον οικονομισμό, επισκιάζει τις βαθύτερες πτυχές των εν γένει υπαρκτών καταστάσεων όπως αυτές διαμορφώνονται από το σύνολο των εκάστοτε ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων, οδηγώντας μας συχνά σε υπεραπλουστεύσεις και ντετερμινιστικά ή συνωμοσιολογικά σενάρια: αναμφίβολα, τα φασιστικά καθεστώτα σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή στήριξαν τα οικονομικά συμφέροντα των μεγαλοβιομηχάνων. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι ο φασισμός υπήρξε κατ’ ανάγκη γέννημα θρέμμα μιας συνωμοσίας ισχυρών και τίποτε άλλο. Συνεπώς, θα ήταν ωφέλιμο να προβάλουμε μια νέα προσέγγιση στο φαινόμενο αυτό, εξετάζοντας παράλληλα τρία πολύ σημαντικά ερωτήματα:

  1. ποιός είναι ο ρόλος του θεσμού του Κράτους μέσα σε μια κοινωνία (όχι μόνο ως φορέας κατασταλτικής εξουσίας αλλά και ως διαμορφωτής μιας Α τάξης πραγμάτων) και πώς αυτό (το Κράτος) συμβάλλει στη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών που ευνοούν την άνοδο του φασισμού;
  2. Τί συμβαίνει με το μεταναστευτικό ζήτημα πάνω στο οποίο όλα τα σημερινά ακροδεξιά κόμματα χτίζουν την ιδεολογική τους ατζέντα; Τέλος,
  3. αν υποθέσουμε ότι ένα φασιστικό καθεστώς πάντα είναι προϊόν συνωμοσιών και μακιαβελικών κινήσεων, γιατί οι ίδιες οι μάζες τον αποδέχονται; Γιατί έλκονται από αυτόν; (βλ. επίσης: ΟΙΚΟΝΟΜΙΣΜΟΣ Α.Ε. του Άκη Γαβριηλίδη) Γιατί, με άλλα λόγια, το καθεστώς του Χίτλερ χρειάστηκε μια εκλογική πλειοψηφία για να εδραιωθεί στην εξουσία; Γιατί ο Μουσολίνι και ο Φράνκο είχαν με το μέρος τους εκατομμύρια οπαδούς;

Καπιταλισμός, δαρβινισμός και Κράτος: η προσωποποίηση της βαρβαρότητας

Απέναντι στην τυπική παλαιοαριστερή προσέγγιση που θέλει τον φασισμό να αποτελεί το «μακρύ χέρι» του κεφαλαίου, οι φιλελεύθεροι μας λένε ότι τα φασιστικά καθεστώτα δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά υβρίδια ιδεολογιών της προ-Γαλλικής Επανάστασης και προ-Διαφωτισμού εποχής. Για τους ίδιους, τα φασιστικά κινήματα απορρέουν από τις τάσεις του όχλου να παρεκτρέπεται από την καθοδήγηση του κοινού νου, επενδύοντας στην κουλτούρα της ανομίας και της διάχυτης δημαγωγίας, παρασυρόμενος ταυτόχρονα από τις παρορμήσεις και τους συναισθηματισμούς ενάντια στον Ορθό Λόγο. Σε αντίθεση με όλες αυτές τις επιδερμικές αναλύσεις, ο Zygmunt Bauman – βλ. The Ambivalence of Modernity και Modernity and The Holocaust – θα μας δώσει να καταλάβουμε ότι ο φασισμός είναι στην ουσία αποτέλεσμα των ήδη υπαρκτών κοινωνικών τάσεων της ρασιοναλιστικής κυριαρχίας του ανταγωνιστικού παραδείγματος που πρεσβεύει η νεωτερικότητα (δηλαδή η πεμπτουσία του καπιταλιστικού φαντασιακού). Με βάση, λοιπόν, το παράδειγμα αυτό οι πληθυσμοί θα πρέπει να διαιρεθούν σε αυτούς που είναι άξιοι, δηλαδή σε αυτούς που πετυχαίνουν, προοδεύουν, σκαρφαλώνουν ψηλά στην καπιταλιστική πυραμίδα, και στους αποτυχημένους οι οποίοι στάθηκαν ανίκανοι να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις του ανταγωνισμού (είτε γιατί δεν εργάστηκαν σκληρά ή, στις πιο ακραίες περιπτώσεις, στερούνταν τις έμφυτες προαπαιτούμενες δυνατότητες ώστε να αντεπεξέλθουν, κι επομένως θα πρέπει να μάθουν να ζουν με τα λίγα και δίχως να διαμαρτύρονται). Πρόκειται ίσως για την πιο ακραία εκδοχή του κοινωνικού Δαρβινισμού – δηλαδή της θεωρίας που μας λέει ότι ο ισχυρότερος και ο καταλληλότερος θα επιβιώσει νομοτελειακά, μια λογική που ενσωματώνεται πλήρως στο φαντασιακό του βιομηχανικού καπιταλισμού του 17ου αιώνα (με κύριους εκφραστές τον φιλόσοφο Herbert Spencer).

Το σύγχρονο Βεμπεριανό (γραφειοκρατικό, ιεραρχικό και καπιταλιστικό) Κράτος αποτελεί βασικό όργανο για την επιβολή και διαιώνιση αυτής της τάξης πραγμάτων (άλλωστε υπήρξε και δημιούργημα της ίδιας της αστικής τάξης). Ταυτόχρονα, όμως, εκτός από το να προστατεύει και να ενισχύει το ρασιοναλιστικό κοινωνικό παράδειγμα, λειτουργεί και ως «παιδαγωγός». Παρέχει τα πάντα: εκπαίδευση και κουλτούρα, αυτό καλλιεργεί εθνική συνείδηση και κατασκευάζει εθνικές ταυτότητες – όπως λέει και ο Hobbsbawm (1990, σ.91) παίρνοντας ως παράδειγμα την Γαλλία – προσδίδοντας συγκεκριμένα εθνικά χαρακτηριστικά (που συχνά θεωρούνται απόλυτα εξιδανικευμένα) σε όσους υπάγονται σε αυτό, διαχωρίζοντάς τους ταυτόχρονα από τους ξένους, τους «άλλους» που «διαφέρουν». Και τέλος, όπως ακριβώς ο κηπουρός (πρόκειται για μια αλληγορία που χρησιμοποιεί ο Bauman) καλείται να ξεχωρίσει τα αγριόχορτα από τα χρήσιμα φυτά, ξεριζώνοντας τα πρώτα με στόχο να προστατέψει τα δεύτερα, έτσι και το Κράτος με στόχο να προστατέψει την «κοινωνική ειρήνη» και την τάξη από τα «μιάσματα» από τη μια θα τιμωρήσει τους ποινικούς παραβάτες (οι οποίοι δεν αντιμετωπίζονται ως το λογικό αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που νοσεί σε όλα τα επίπεδα, αλλά ως άνθρωποι κατώτερης φύσης που δεν επιθυμούν – είτε δεν έχουν τη δυνατότητα – να συμμορφωθούν με την έννομη τάξη) άλλοτε φυλακίζοντάς τους και άλλοτε εξολοθρεύοντάς τους. Από την άλλη, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο θα γκετοποιήσει τους («άχρηστους») ανέργους οι οποίοι (πάντα με βάση το ανταγωνιστικό παράδειγμα) έχουν υποπέσει σε μείζον σφάλμα, την τεμπελιά επειδή επιθυμούν να ζουν ως τζαμπατζήδες εις βάρος του σκληρά εργαζόμενου φορολογούμενου (άποψη ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Βρετανία σήμερα) ή απλά είναι ανίκανοι (βιολογικά και πνευματικά) να προσφέρουν στην αγορά εργασίας και κατ’ επέκταση στην ίδια την κοινωνία. Επιπλέον, οι μετανάστες και οι μειονοτικοί πληθυσμοί (οι «άλλοι») που δεν καταφέρνουν να ακολουθήσουν αυτήν τη γραμμή που οι φορείς εξουσίας επιβάλλουν, αντιμετωπίζονται ως ανίκανοι ζήσουν μέσα σ’ ένα σύστημα κοινωνικής ομαλότητας, που αρνούνται να ενσωματωθούν στο ορθολογικό και εξελιγμένο Δυτικό σύστημα [1]. Με λίγα λόγια, καί στις τρεις περιπτώσεις η ευθύνη επιρρίπτεται στο θύμα αναντίρρητα, κάτι που σιγά σιγά και υπόρρητα καλλιεργεί μίσος και περιφρόνηση για τον αδύναμο και τον «διαφορετικό», ενώ από την άλλη ανατιμά και ειδωλοποιεί τον ισχυρό, αυτόν που πάτησε επί πτωμάτων. Ταυτόχρονα, η ρασιοναλιστική κοινωνική θέσμιση διέπεται αυστηρά από σχέσεις εξουσίας που αναπαράγουν τη νόρμα διαταγή-υπακοή, ενώ την ίδια στιγμή η ομοιομορφία και η υποταγή στο κυρίαρχο ρεύμα επιδοκιμάζονται ως ύψιστες κοινωνικές αρετές. Ο φασισμός πατά ακριβώς πάνω σε αυτήν την δαρβινιστική πραγματικότητα, μεταφράζοντας το ίδιο ανταγωνιστικό παράδειγμα με αυστηρά εθνικούς και πιο συχνά (όπως στην περίπτωση του εθνικοσοσιαλισμού) φυλετικούς όρους.

Μπορεί ο Goebbels σε δημόσιες εμφανίσεις του να αφόριζε τους φιλελεύθερους ως εχθρούς της Αρίας Φυλής, ωστόσο το αστικό Κράτος και η δυνατότητά του να αναστέλλει (δήθεν προσωρινά) πολιτικά δικαιώματα επικαλούμενο το κοινό συμφέρον και την έννομη τάξη (κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, ή βλ. επίσης: Mark Neocleous,Security, Liberty and the Myth of Balance: Towards a Critique of Security Politics) χρησιμοποιήθηκε από τη ναζιστική ηγεσία στο ακέραιο, με στόχο την «πάταξη του εβραιοκίνητου μπολσεβικισμού», τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνη και της ευημερίας των Γερμανών πολιτών. Για τη ναζιστική τάξη (και με βάση πάλι τον παραλληλισμό του Bauman), τα αγριόχορτα και τα μιάσματα δεν ήταν μόνο οι άνεργοι και οι ποινικοί παραβάτες, αλλά κυρίως οι «ξένοι», οι Εβραίοι, οι τσιγγάνοι, κοινώς οι «άλλοι». Αυτές οι κοινωνικές ομάδες, είχαν ωστόσο ήδη στιγματιστεί και κατά την περίοδο της προ-χιτλερικής Γερμανίας, ως τα παράσιτα που δεν κατάφεραν να ενσωματωθούν στην εξορθολογισμένη Γερμανική κοινωνία. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον ενδημικό αντισημιτισμό των Ευρωπαίων (που αναζωπυρώθηκε από την εποχή του Affaire Dreyfus και τις μηχανορραφίες της μυστικής Ρωσικής Τσαρικής αστυνομίας αναφορικά με τη διάδοση του αντισημιτικού πλαστογραφήματος των Πρωτοκόλλων της Σιών) οδήγησε στην Τελική Λύση, σε μια από τις πιο χυδαίες μορφές ύβρεως που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, η οποία ωστόσο σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από τους φορείς επιβολής και κυριαρχίας που επισήμως αποτελούν γέννημα θρέμμα της νεωτεριστικής περιόδου [2]. Με λίγα λόγια, η καπιταλιστική ρασιοναλιστική τάξη πραγμάτων (δίχως την οποία το Κράτος δεν μπορεί να υπάρξει, όπως και το αντίθετο) προετοίμασε το έδαφος επιβάλλοντας διαιρέσεις σε πληθυσμούς, μια συνθήκη που απλά οι αντιδραστικές και φυλετικές θεωρίες εκμεταλλεύτηκαν, ανοίγοντας το δρόμο για την άνοδο του φασισμού, του οποίου ανώτατο στάδιο είναι οι γενοκτονίες και οι μαζικές εξοντώσεις πληθυσμών.

Ο μαζάνθρωπος και η ιδεολογία

Είδαμε λοιπόν πώς η νεωτερικότητα, και αντίστοιχα οι θεσμοί που φροντίζουν για την διαιώνιση της κοινωνικής δόμησης που η ίδια εξιδανικεύει, χτίζουν σιγά σιγά τα θεμέλια για το Κράτος εξαίρεσης. Ωστόσο όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο φασισμός/ναζισμός είναι κατά κύριο λόγο μια ιδεολογία, (όπως και κάθε άλλο ολοκληρωτικό κίνημα, βλ. Σταλινισμός), με βάση την Hannah Arendt (1976). Ο ναζισμός έχτισε τη θεωρία της Αρίας Φυλής πάνω στους νομούς της Φύσης – των οποίων η επικράτηση είναι νομοτελειακά βέβαιη (δεδομένου ότι η ίδια η φύση το επιβάλει) ενώ αντίστοιχα ο Σταλινισμός επένδυσε στους αδήριτους νόμους της Ιστορίας, υπάγοντας έτσι την εν γένει πραγματικότητα σε ένα σύνολο απαράβατων αξιωμάτων που διατείνονται ότι ο κομμουνισμός θα ανατείλει ως επίγειος παράδεισος μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό και τη δικτατορία του προλεταριάτου (που στην πραγματικότητα ήταν η δικτατορία του κόμματος). Έτσι, όσοι αντιστέκονται (στην Ιστορία είτε στη Φύση) θα πρέπει να αφανιστούν, όντας παράσιτα που αρνούνται να ακολουθήσουν την τελειότητα της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Αυτή η ακραία μορφή εξελικτισμού που στην ουσία επικαλείται την ανθρώπινη παντοδυναμία (ότι το ανθρώπινο ον είναι ικανό για τα πάντα) αποτελεί κατά βάση κληροδότημα της ίδιας της νεωτερικότητας, της απόλυτης κυριαρχίας των ανθρώπων στη φύση. Αυτή την μεταφυσική υπαγωγή στο απροσδιόριστο άπειρο (που την ουσία αποτελεί η εκλαΐκευση των Χριστιανικών νόμων, όπου οι θνητοί Αδάμ και Εύα ανά πάσα στιγμή μπορούν να μοιάσουν τον δημιουργό τους) αναπαράγουν εξίσου και οι δύο ολοκληρωτικές ιδεολογίες, όντας κληροδοτήματα των ίδιων νεωτεριστικών παραδόσεων. Μένει, ωστόσο, ένα από τα βασικότερα ερωτήματα αναπάντητα: γιατί οι μάζες συναινούν στην ύβρη του φασισμού (και του ολοκληρωτισμού εν τέλει), ή ακόμα περισσότερο, γοητεύονται από αυτόν; Διότι το Κράτος, οι θεσμοί που διαιωνίζουν την ετερόνομη εξουσία και κάθε μορφή κοινωνικής ιεραρχίας (δίχως τα οποία, φυσικά, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ένα τόσο μεγάλης κλίμακας έγκλημα όπως το Ολοκαύτωμα) αποτελούν δημιουργήματα των ίδιων των κοινωνιών κάτι που φυσικά σημαίνει ότι πολύ πριν οι θεσμοί αυτοί χρησιμοποιηθούν για να αφανίσουν πληθυσμούς ολόκληρους, οι κοινωνίες αντίστοιχα είχαν ανοίξει το δρόμο για την επώαση του αυγού του φιδιού [3].

Επιπλέον, για την Arendt, η εκκόλαψη του αυγού οφείλεται και σε έναν εξίσου σημαντικό παράγοντα: στη διάλυση της δημόσιας σφαίρας, στην απάθεια και τον εγκλεισμό του καθενός/καθεμιάς στο ιδιωτικό του/της κλουβί (μερικά από τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν το παζλ της αποσάθρωσης των δυτικών κοινωνιών, και της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης). Έτσι μέσα στη χαβούζα του γενικευμένου κομφορμισμού, του kitsch θεάματος της ευτελούς τηλενοβέλας και σαπουνόπερας, του χυδαίου σεξισμού και της αποκτήνωσης, βλέπουμε την μετάλλαξη του ανθρώπου από σκεπτόμενο (πολιτικό) ον σε μαζάνθρωπο, που απλά νοηματοδοτεί την ύπαρξή του μέσα από τις διάφορες φετιχιστικές εικόνες και διαφημίσεις, στην εύκολη και ανέμελη ζωή. Ο συγκεκριμένος τύπος ανθρώπου διακρίνεται χαρακτηριστικά από την πλήρη ανικανότητα να έρθει σε επαφή με τον ίδιο του/της τον εαυτό, με την πραγματικότητα που ο ίδιος/α δημιούργησε ή με τη συμμετοχή του στον αμοραλισμό της ιδιώτευσης. Το απότομο τέλος, όμως, των ονειρώξεων και η προσγείωση στη πραγματικότητα με το σκάσιμο της μεγάλης φούσκας/απάτης της κατανάλωσης, συνθλίβει ριζικά τον ψυχισμό του. Κι έτσι, ο μίζερος μαζάνθρωπος βλέποντας μπροστά του τον κόσμο στον οποίο είχε πιστέψει να θρυμματίζεται, τρομαγμένος θα κλειστεί ερμητικά στον εαυτό του. Η στιγμή της αυτο-κριτικής του έχει έρθει! Αλλά, αντί να επενδύσει στην επώδυνη αυτή λύση, όντας άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αναζητά μια νέα φούσκα για να κουρνιάσει μέσα της, να πατήσει στη γη που έφυγε από τα πόδια του. Πως θα ξεπεράσει και την καλλιεργούμενή του ροπή προς την ανευθυνότητα, την αδιαφορία, την ιδιοτέλεια, την αδράνεια, τον φετιχισμό, την λυσσαλέα υπερβολή, την ιδιώτευση και την ασημαντότητα; Πώς θ’ απομακρυνθεί και πάλι απ΄ τον δύσβατο δρόμο της κοινωνικής δημιουργίας που απλώνεται ανοιχτός μπροστά του; O εθνικιστικός ναρκισσισμός ή κάποια παρόμοιας φύσης τελολογική ιδεολογία (άλλωστε οι ιδεολογίες πάντοτε απευθύνονται στις μάζες παρά στην ατομική βούληση του κάθε ανθρώπου ως πολιτικού ζώου, νοηματοδοτώντας και φορτίζοντας θετικά ή αρνητικά διάφορα σημαίνοντα) και πάλι σαν κανονικό ναρκωτικό θα του προσφέρει μια χείρα βοηθείας, μια ψυχική υποστήριξη που έχει ανάγκη έτσι ώστε να του/της προσφερθεί και πάλι το βάθρο της (τάχα) φυλετικής ανωτερότητας, να δικαιολογήσει τα λάθη του παρελθόντος ρίχνοντας τις ευθύνες σε Εβραίους, Ιλλουμινάτι, ψεκασμούς αεροπλάνων, αυτο-καλλιεργώντας και πάλι την ψευδαίσθηση του υπερανθρώπου και ανακυκλώνοντας την παθολογική του λατρεία για την κυριαρχία, που όπως έλεγε και ο Wilhelm Reich (1983) κάθε άτομο εσωτερικεύει σε μια κοινωνία όπου οι σχέσεις εξουσίας διέπονται αυστηρά από την Χομπσιανή νόρμα: διαταγή-υπακοή.

Αυτή ακριβώς η ανασφάλεια του απελπισμένου μαζανθρώπου, που μέχρι χθες ήξερε να ζει σε καθεστώς πλαστικής ευμάρειας, ενισχύεται ακόμα περισσότερο από της εικόνες εξαθλίωσης που προβάλλονται συνεχώς από τα Μέσα Ενημέρωσης (όπως τα καραβάνια μεταναστών από τις χώρες της Αφρικής) και λειτουργούν σαν σκιάχτρο στην ψυχοσύνθεσή του. Ο ίδιος, που πεισματάρικα αρνείται να πιστέψει ότι οι μέρες της αφθονίας του ήταν μετρημένες, αισθάνεται ότι η ευημερία του απειλείται από τις «ορδές» αυτών των «τριτοκοσμικών», κι έτσι η εικόνα ενός αυστηρά προστατευμένου κόσμου, μιας αδιαπέραστης γυάλινης σφαίρας όπου εντός της ο κάθε άνθρωπος εξασφαλίζει στο ακέραιο το κυνήγι της ευτυχίας μετατρέπεται σε εύθραυστο βάζο. Ως εκ τούτου, όντας γαλουχημένος σε αξίες ξέφρενου κοινωνικού κανιβαλισμού που προωθεί το ανταγωνιστικό παράδειγμα του κοινωνικού δαρβινισμού (όπου όλοι πατάμε επί πτωμάτων για μια «καλύτερη θέση»), σε αξίες ακραίου αμοραλισμού και κρετινισμού, έλκεται από τις χυδαίες φωνές που μιλούν για περιορισμό της μετανάστευσης (ακόμα και με απώλειες, όπως είχε δηλώσει και κάποιος βΟλευτής της ΝΔ πριν από λίγους μήνες), δίχως να αναρωτιέται καν έστω και ελάχιστα αν η στάση του είναι δίκαιη και ηθικά αποδεκτή (φτάνει μόνο το εξορθολογισμένο Κράτος να εφαρμόσει τη συνταγή που «οδηγεί στην επιτυχία»).

Εν κατακλείδι,

«Ο στρατηγικός αντίπαλος είναι ο φασισμός … ο φασισμός σε όλους μας, στο μυαλό μας και στην καθημερινή μας συμπεριφορά, ο φασισμός που μας κάνει να αγαπάμε την εξουσία, να επιθυμούμε το ίδιο το πράγμα που μας επιβάλλεται και μας εκμεταλλεύεται» είχε πει πριν μερικά χρόνια ο Michell Foucault (2004, σ.xiv). Ή, όπως πιο σωστά το θέτει ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1999, σ.22-23), «το χάος το έχουμε και μέσα μας με τη μορφή της ύβρεως, δηλαδή της άγνοιας ή της αδυναμίας αναγνωρίσεως των ορίων των πράξεων μας. Διότι αν τα όρια ήταν σαφή και αναγνωρίσιμα εκ των προτέρων, δεν θα υπήρχε ύβρις, θα υπήρχε απλώς παράβαση ή αμάρτημα, έννοιες χωρίς κανένα βάθος». Άλλωστε ο εθνικισμός από μόνος του αποτελεί μια από τις πιο έντονες μορφές ύβρεως. Η φυλετική ή εθνική υπερηφάνεια (που λόγω της έντασής της εκλαμβάνεται ως ανωτερότητα) υιοθετείται ως ύψιστο ιδανικό προσδιορίζοντας κύρος και αναγνωρισιμότητα σε όλους όσους βλέπουν τον κόσμο γύρω τους να καταρρέει και τις παλιές αξίες, που για χρόνια εξαγόραζαν την θνητότητά του προτάσσοντας κατανάλωση και καριερισμό, να σβήνουν ολοσχερώς, αναπληρώνουν έτσι το κενό. Ως εκ τούτου, ο (μαζ)άνθρωπος μετατρέπεται σε εργαλείο ικανό να σκοτώσει και να σκοτωθεί για ένα καλύτερο χθες, όπως λέει και ο Δεσποινιάδης (2008). Αυτός είναι, λοιπόν, ο φασισμός: η πιο τερατώδης έκφραση της ύβρεως, αυτής της οργιώδους και καλλιεργούμενης τάσης να αυτό-ικανοποιούμε συνέχεια το εγώ μας δίχως κανένα όριο και κανένα μέτρο. Μέχρι που θα έρθει η στιγμή να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτήν ακριβώς την ύβρη πρέπει να καταγγείλουμε, τόσο στον εαυτό μας όσο και στους γύρω μας, και ταυτόχρονα να υιοθετήσουμε μια νέα ηθική, αυτήν του αυτο-περιορισμού (Castoriadis 2007, σ.150), τότε θα παραμένουμε διαρκώς εγκλωβισμένοι σε παιδιάστικες ψευδο-αναλύσεις επί αναλύσεων πάνω σε τέτοια τερατώδη ζητήματα.

___________________________
[1] Αυτό, με λίγα λόγια, εξηγεί και τα κρούσματα Ισλαμοφοβίας και αντιτσιγγανισμού που συναντά κανείς στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Οι δεξιοί λαϊκιστές θεωρούν υπεύθυνες εξ’ ολοκλήρου καί τις δύο αυτές μειονότητες για την μή ενσωμάτωσή τους με την υπόλοιπη κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα, κανείς δεν φαίνεται να θέτει το ερώτημα αν πραγματικά η αφομοίωση – και συνεπώς η πολιτισμική ομοιομορφία – είναι μονόδρομος για την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων. Με παρόμοιο τρόπο μπορεί εξίσου να ερμηνευτεί και ο ευρωπαϊκός ανθελληνισμός: όλες οι φωνές που μιλούν για την «έμφυτη τεμπελιά» των νεοελλήνων και την τάση τους να «κοροϊδεύουν» το Κράτος και «πόσο διεφθαρμένοι είναι» υπάγεται ακριβώς στο γεγονός ότι για τους βορειοευρωπαίους οι νεοέλληνες δεν καταφέρνουν ποτέ να συγκροτήσουν ένα σύγχρονο, εξορθολογισμένο έθνος (με τη βιομηχανία του, την κεντρική-γραφειοκρατική διοίκηση του κράτους, την ομογενοποίηση του πληθυσμού), που θα έχει τα χαρακτηριστικά της Γερμανίας.

[2] «Γνωρίζουμε ότι πολλές σφαγές, πογκρόμ, μαζικές δολοφονίες, μάλιστα περιπτώσεις που δεν διαφέρουν από μια γενοκτονία, έχουν πραγματοποιηθεί δίχως τη σύγχρονη γραφειοκρατία, τις δεξιότητες και τις τεχνολογίες που αυτή καθοδηγεί, καθώς και τις επιστημονικές αρχές της εσωτερικής της διαχείρισης. Το Ολοκαύτωμα, βέβαια, ήταν σαφώς αδιανόητο χωρίς μια τέτοια γραφειοκρατία. Το Ολοκαύτωμα δεν ήταν μια παράλογη εκροή καταλοίπων της προ-νεωτερικής βαρβαρότητας που απλά δεν εξαλείφθηκαν. Ήταν ένα παράγωγο του οίκου της νεωτερικότητας» (Bauman 1991, σ.16), ένα φυσικό αποτέλεσμα όχι μόνο του αιώνιου αντισημιτισμού, αλλά και της ρασιοναλιστικής κυριαρχίας του αστικού πολιτισμού, κατεξοχήν φορέας της οποίας είναι το Κράτος, παρά της κυριαρχίας των παρορμήσεων πάνω στον κοινό νου. Εξάλλου (Sabini & Silver 1980, σ.329-30) ο συνήθης αριθμός των νεκρών ακόμα και έπειτα από συνεχόμενα πογκρόμ συνήθως δεν υπερβαίνει τους εκατό. Αυτό σημαίνει ότι θα απαιτούνταν σχεδόν 200 χρόνια καθημερινών διώξεων προκειμένου ο αριθμός των νεκρών να αγγίξει τα οχτώ εκατομμύρια (Εβραίοι, τσιγγάνοι – βλ. Porajmos, ομοφυλόφιλοι) που εξόντωσαν οι ναζί μέσα σε λιγότερο από 4 χρόνια. «Η βία του όχλου στηρίζεται σε μια εσφαλμένη ψυχολογική βάση για βίαιη συγκίνηση. Οι άνθρωποι μπορεί να καταφύγουν στη μανία, αλλά αυτή η μανία ​​δεν μπορεί να διατηρηθεί για 200 χρόνια. Τα συναισθήματα και η βιολογική τους βάση έχουν μια συγκεκριμένη πορεία στο φυσικό χρόνο» Sabini & Silver 1980, σ.329-30). Έτσι, μόνο με τη βοήθεια ενός σύγχρονου εξορθολογισμένου και τεχνολογικά εξοπλισμένου κράτους θα μπορούσε να εφαρμοστεί ένα τόσο ευρείας κλίμακας σχέδιο αφανισμού πληθυσμών. Αυτό πιθανότατα εξηγεί το γεγονός ότι η φασιστική – αλλά πάνω απ’ όλα μη εκβιομηχανισμένη (που δεν είχε, δηλαδή, ενσωματωθεί πλήρως στη ρασιοναλιστική καπιταλιστική τάξη πραγμάτων) – Ιταλία του Μουσολίνι ελάχιστα συνέφερε στο σχέδιο judenrein, έως ότου οι χιτλέρικές δυνάμεις κατέλαβαν εξ’ ολοκλήρου τη χώρα (Arendt 2006, σ.179), πάντα φυσικά σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η ίδια η χώρα ουδέποτε γνώρισε τον τόσο ακραίο αντισημιτισμό της Γερμανίας και της Γαλλίας και, ως εκ τούτου, «υπήρξε μια από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη όπου όλα τα αντί-εβραικά μέτρα δεν ήταν δημοφιλή» (Arendt 2006, σ.178).

[3] Το γεγονός και μόνο ότι το Ολοκαύτωμα και τα στρατόπεδα εξόντωσης φάνταζαν αδιανόητα πριν τη δεκαετία του ’40 για τον μέσο Ευρωπαίο – όπως λέει ο Bauman (1989) – φανερώνει ακριβώς αυτήν την ετερονομία των δυτικών κοινωνιών. Οι ίδιες δεν κατάφεραν να γνωρίζουν ότι από μόνες τους οδηγούνται στην ύβρη σιγά σιγά μέσα από θεσμούς (που εξασφάλισαν την κυριαρχία της ρασιοναλιστικής τάξης πραγμάτων), θεσμούς που οι ίδιες δημιουργούσαν δίχως να το ξέρουν (συχνά χρειάζεται να λεχθεί ότι οι θεσμοί προήλθαν από κάπου αλλού  όπως μας λέει και ο Καστοριάδης, από τον θεό, από την ιστορία, από τους νόμους της φύσης ή των προγόνων).

Αναφορές:

Δεσποινιάδης, Κ., 2008. Πόλεμος και Ασφάλεια, Θεσσαλονίκη: Πανόπτικον.
Καστοριάδης, Κ., 1999Η Αρχαία Ελληνική δημοκρατία και η Σημασία της για μας Σήμερα. Αθήνα: Υψιλον βιβλία.
Arendt, H., 1976. The Origins of Totalitarianism. 6th ed. USA: A Harvest Book.
Arendt, H., 2006 (1963). Eichmann in Jerusalem: A Report on the Banality of Evil. London: Penguin Books.
Castoriadis., C., 2007. Figures Of The Thinkable. California: Stanford University Press.
Deleuze, G., Guattari., F., Foucault. M., 2004. Anti-Oedipus. London: Bloomsbury Publishing.
Bauman, Z., 1991. Modernity and Ambivalence. London: Polity Press.
Bauman, Z., 1989. Modernity and The Holocaust. New York: Cornell University Press Ithaca.
Hobbsbawm, E., 1990. Nations and Nationalism since 1780: Programme, Myth, Reality. Cambridge: Cambridge University Press.
Read, A., 2004. The Devil’s Disciples: Hitler’s Inner Circle, 1st American ed. New York, New York: W. W. Norton & Company.
Reich, W., 1983. The Mass Psychology of Fascism. Middlesex: Penguin Books.
Sapini, P., J., & Silver, M., 1980. Survivors, Victims and Perpetrators: Essays in the Nazi Holocaust. Washintgon: Hemisphere Publishing Corporation.
Trotsky, L., 1996 (1944). Fascism: what is and how to fight it. US: Pathfinder.

Λίγο ακόμα για τη Συνωμοσιολογία

Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους λόγους που οι διαφόρων ειδών θεωρίες συνωμοσίας κατακλύζουν τα Μέσα Ενημέρωσης και το διαδίκτυο. Στην εποχή του ποβερισμού, της ασημαντότητας, της απουσίας πολιτικού στοχασμού και έλλειψης νοήματος, το φαινόμενο εξελίσσεται σε μάστιγα. Όλο και περισσότεροι δημαγωγοί εμφανίζονται μέρα με τη μέρα, κάνοντας λόγο για κάποια «Νέα Τάξη Πραγμάτων» (ΝΤΠ), για τους Ιλλουμινάτι, ή υποστηρίζουν ότι η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν εσωτερική δουλειά κάποιων συνωμοτών (κυρίως Εβραίων). Ζώντας στην εποχή της μαζικής απάθειας και απο-πολιτικοποίησης, δεν μας εκπλήσσει καθόλου που η εν γένει πραγματικότητα επιχειρείται να προσεγγιστεί μέσω αβάσιμων σεναρίων επιστημονικής φαντασίας. Η έλλειψη πολιτικών προταγμάτων και κινήτρων είναι μάλλον αυτό που ως επί τω πλείστων χαρακτηρίζει τις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες, οι οποίες έχοντας πέσει σε βαθύ λήθαργο για πάνω από δύο δεκαετές (όπου η πλασματική οικονομία ευημερούσε, η εξασφάλιση της επιβίωσης μέσω του βολέματος και της θεσούλας θεωρούνταν δεδομένη για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού), ξαφνικά συνειδητοποιούν ότι αυτό το απατηλό καταναλωτικό όνειρο κρέμεται από μια κλωστή. Βλέπουν τον εαυτό τους ένα βήμα πριν την πτώση στο βάραθρο που οι ίδιες έσκαψαν εδώ και τόσα χρόνια. Το μέλλον τους φαντάζει ζοφερό. Η αυτο-κριτική τις τρομάζει. Έτσι, επιλέγουν να κλείσουν τα μάτια τους και να εφεύρουν ένα ψέμα, να κατασκευάσουν μια εικονική πραγματικότητα που θα δικαιολογεί κάθε τους σφάλμα, νομίζοντας πως έτσι θα καταφέρουν να δραπετεύσουν από τον εφιάλτη που τις κυνηγά, από την Λερναία Ύδρα που ανέστησαν προκειμένου να ικανοποιήσουν την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι εφικτά στο καταναλωτικό Κυνήγι της Ευτυχίας. Εδώ γεννιέται ο νέος Leviathan της εποχής μας, η ανευθυνότητα, η ευκολία, η αδράνεια και η αποκτήνωση, η μονομέρεια, ο homo economicus ανίκανος να μεταστραφεί σε homo politicus εθισμένος στην ευκολία και ακρισία καταντά ένας θλιβερός και ασήμαντος ανθρωπάκος.

Από τον Μπρέιβικ, τους ναζιστές, τη Χρυσή Αυγή και τους ακροδεξιούς που κάνουν λόγο για πολιτισμικό εξισλαμισμό καθοδηγούμενο από ισχυρά κέντρα εξουσίας, μέχρι τους αριστερούς εθνικιστές, όλοι πλέον οι πολιτικοί χώροι εντός των οποίων η συνωμοσιολογία ευδοκιμεί, κάνουν λόγο για μια κρυφή συνωμοσία πανίσχυρων ανθρώπων, που στόχο έχουν να υποδουλώσουν την ανθρωπότητα για δικό τους συμφέρον. Όλοι, σχεδόν μιλούν για μια «Παγκόσμια Κυβέρνηση», για «αεροψεκασμούς», ή στην πιο ακραία τους εκδοχή, για UFO και μυστικά ταξίδια στο διάστημα. Μάλιστα, όπως άλλωστε λέει και ο Josh Lucker, σε άρθρο του στο Marxist.com (2012), η συνωμοσιολογία είναι εξαιρετικά δημοφιλής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, το 80% των Αμερικανών πιστεύουν ότι η κυβέρνηση κρύβει πληροφορίες σχετικά με τα UFO, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 15% απορρίπτει ότι η Αλ-Κάιντα ήταν υπεύθυνη για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Μεγάλο ποσοστό, επίσης, χρηστών του διαδικτύου σερφάρει σε ιστοσελίδες που «αποκαλύπτουν» ποιες διασημότητες είναι μέλη των «Illuminati» ή ελευθεροτέκτονες, ενώ, όπως αναφέρει η Guardian (2012, μέσω tvxs) κατά 250% έχουν αυξηθεί στις Η.Π.Α οι ρατσιστικές και ακροδεξιές ομάδες, που βασίζουν την ιδεολογία τους σε συνωμοσιολογικά σενάρια. Ποιός, άραγε, δεν έχει υπ’ όψιν του τις περίφημες δοξασίες περί «κλωνοποιημένου Hitler», αποικιών στη Σελήνη, ή τις διάφορες «αποκαλύψεις» του Νοστράδαμου, του Παίσιου και άλλων «προφητών» που αναπαράγονται συνεχώς από τα διάφορα κιτς ιστολόγια; Πόσες φορές δεν έχουμε έρθει σε επαφή με ανθρώπους που κάνουν λόγο για «Σιωνιστικές κρυφές ατζέντες που έχουν βαλθεί να αλλοιώσουν τις παραδόσεις μας μέσω της μαζικής μετανάστευσης» ή για την περιβόητη επιστολή φάντασμα του Κίσσιγκερ, για τα σχέδια εξισλαμισμού της Ελλάδας από τους Τούρκους, για «προδότες» και «ανθέλληνες»…;

Τί πραγματικά, όμως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «θεωρία συνωμοσίας»; Ονομάζουμε, λοιπόν, συνωμοσιολογικό κάθε επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο, ένα γεγονός ή μια σειρά από γεγονότα ερμηνεύονται αποκλειστικά και μόνο ως αποτέλεσμα συνωμοτικής, μυστικής, οργανωμένης και υπόγειας δράσης ατόμου ή ομάδας ανθρώπων (π.χ. κυβερνήσεων ή αδελφάτων). Στην ευρύτερη πολιτική γλώσσα, αποκαλούμε «θεωρία συνωμοσίας» οποιοδήποτε (αυθαίρετο) συμπέρασμα προκύπτει μέσω μη διασταυρωμένων πληροφοριών, δίχως να υπάρχουν αποδείξεις και τεκμήρια ή, έστω, λογική ερμηνεία των καταστάσεων και των γεγονότων βάσει μιας σαφούς μεθοδολογίας. Πρόκειται για παραληρητικές και, εν μέρη, κατασκευασμένες ιστορίες που περισσότερο μοιάζουν με σενάριο ταινίας του Hollywood, αλλά πλασάρονται ως «αληθινές» ή «πιθανές» εξαιτίας μιας αληθοφάνειας που τους προσδίδεται. Με άλλα λόγια, οι θεωρίες συνωμοσίας αναφέρονται συχνά σε κάτι που θα μπορούσε να είναι αληθινό ή πιθανό εξαιτίας της αληθοφάνειάς του. Όπως κάθε προπαγανδιστικός λόγος έτσι και ο συνωμοσιολογικός, θα πρέπει πάντοτε να χρησιμοποιεί ένα προσωπείο μιας δήθεν αντικειμενικότητας, να είναι απλός (ή απλουστευτικός), ώστε να υιοθετείται εύκολα από τις απο-πολιτικοποιημένες μάζες. Θα πρέπει να απευθύνεται στη βούληση του γενικού συνόλου (όπως θα έλεγε και ο Jacques Ellul) παρά στο άτομο ως ξεχωριστή και αυτόνομη οντότητα. Έτσι κάθε συνωμοσιολογική θεώρηση κατασκευάζει έναν δικό της μύθο[1] εντός του οποίου εντάσσεται κάθε προσπάθεια προσέγγισης της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής. Τα (συχνά ιδεολογικά χρωματισμένα) σενάρια αυτά λειτουργούν ως αφετηρία σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης του «πολιτικού» πράττειν, των δηλώσεων και των πράξεων διαφόρων ηγετών ή πολιτικών προσώπων. Κοντολογίς, κάθε πολιτική κίνηση μπαίνει στο ιδεολογικό κρεβάτι του Προκρούστη και ερμηνεύεται με βάση ένα ήδη έτοιμο δοσμένο συμπέρασμα-απάντηση συνοδευόμενα από έναν δήθεν επιστημονικό βερμπαλισμό – πως για παράδειγμα, οι αποφάσεις κάποιων ηγετών αναγκαστικά εξυπηρετούν ή αντιτάσσονται στα σχέδια της ΝΤΠ – αντί να προσπαθεί κανείς να αναζητήσει απαντήσεις αναφορικά με τους λόγους και τις αιτίες που λαμβάνονται οι εκάστοτε αποφάσεις, έπειτα από στοχασμό και διαύγαση του κεντρικού πυρήνα των αξιών που διέπουν το κοινωνικό υποκείμενο.

Φυσικά, σε μια περίοδο που ο παγκόσμιος καπιταλισμός ταλανίζεται από τις εγγενείς αδυναμίες του, δεν φαίνεται καθόλου παράξενο το γεγονός ότι αντιδραστικές ιδεολογίες (οι οποίες αποτελούν πεμπτουσία της συνωμοσιολογίας) κερδίζουν έδαφος. Μια από τις βασικότερες επιδιώξεις των συνωμοσιολόγων είναι να τονίζουν πως τα τεράστια προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα δεν αποτελούν παράγωγα της φύσης του καπιταλιστικού συστήματος (δηλαδή του ασύστολου κέρδους, της αέναης εξάπλωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων και της αλόγιστης κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση) αλλά αποτελέσματα της πολιτικής διαφθοράς, δηλαδή «των συνωμοσιών που σκαρφίζονται οι πολιτικοί ηγέτες μεταξύ τους και σε συνεργασία μ’ αυτούς που ελέγχουν τις πολυεθνικές – για δικό τους φυσικά όφελος». Ποιές είναι, όμως, οι πιο διαδεδομένες θεωρίες συνωμοσίας; Ας τις πάρουμε μία μία!

Εβραϊκές συνωμοσίες

Σχεδόν οι περισσότεροι συνωμοσιολόγοι θεωρούν τους Εβραίους υπαίτιους για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας με αποκορύφωμα το υπερβολικά διαδεδομένο επιχείρημα ότι «οι Εβραίοι υπάλληλοι στους Δίδυμους Πύργους γνώριζαν για την επίθεση και απουσίαζαν από τα γραφεία τους εκείνη τη μέρα, και για τον λόγο αυτόν κανένας Εβραίος δεν υπήρξε θύμα την ημέρα της επίθεσης». Ακόμα, όμως, και αν, στη χειρότερη των υποθέσεων, όπου, εξαντλώντας κάθε αίσθημα ανθρωπιάς, υιοθετήσουμε το παραπάνω επιχείρημα (που μόνο ορθό δεν είναι, δεδομένου ότι τουλάχιστον 270-400 άτομα Εβραϊκής καταγωγής βρήκαν τραγικό θάνατο μέσα στο World Trade Center, εκ των οποίων οι πέντε ήταν Ισραηλινοί πολίτες) οι απαντήσεις που θα λάβουμε όχι μόνο μισανθρωπικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, αλλά, ταυτόχρονα, και πέρα για πέρα μυωπικές [2].

Μια από τις ευρύτερα διαδεδομένες αντι-σημιτικές θεωρίες συνωμοσίας είναι Τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, (βιβλίο που σήμερα προωθείται συστηματικά από τα αυταρχικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής). Στην πραγματικότητα, τα ΠΣΦ δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά μια πλαστογραφία ίσως ενός ενός αναρχικού μανιφέστο του 1900 που αναφέρονταν στις κινήσεις των πολιτικών αρχηγών και στους τρόπους με τους οποίους οι ίδιοι επιβάλλονται στις μάζες, κείμενο που παραποιήθηκε από την Τσαρική αντί-σημιτική Ρωσική αστυνομία (ή στην πιο απλή εκδοχή του, ένα απλό κατασκεύασμα της Οχράνα με στόχο να δικαιολογηθούν οι αντι-Εβραϊκές Τσαρικές πολιτικές και τα αντί-σημιτικά πογκρόμ στη Ρωσία). Μόλις, δηλαδή, το ανέκδοτο μανιφέστο διέρρευσε και έπεσε στα χέρια του Τσαρικού μηχανισμού προκειμένου να στοχοποιηθεί το εγχώριο εβραϊκό στοιχείο αντικατέστησε τη λέξη εξουσία με τη λέξη Σιωνιστές, ώστε να φαίνεται ότι πίσω από την μελλοντική πολιτική πορεία κρύβεται κάποιος Σιωνιστικός κίνδυνος. Εξέδωσε, στη συνέχεια, το βιβλίο αυτό σε χιλιάδες αντίτυπα, από τα οποία αργότερα όταν κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη έγιναν διάσημα με το όνομα Τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών.

Όπως αναφέρουν οι Back και Solomos (2000), όλα ξεκίνησαν στην Γαλλία, κάπου μεταξύ 1894 και 1899 διαρκούσης της υπόθεσης Dreyfus. Η Γαλλική δεξιά και ο όχλος κατηγορούσαν τον Dreyfus πως υποκινούσε μυστική συνωμοσία με σκοπό την υποδούλωση της ανθρωπότητας από την φυλή των Εβραίων – κατηγορία που υποστήριξε επίσης και η Ρώσικη αστυνομία. Κατά την διάρκεια της εποχής εκείνης, γράφει η Hannah Arendt (1996)[3], ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη η άποψη ότι οι Εβραίοι μαζί με ελευθεροτέκτονες προετοιμάζονταν για τη δημιουργία ενός δικού τους «υπερ-κράτους». Έτσι, τα ΠΣΦ, ήρθαν ακριβώς στην κατάλληλη στιγμή, προσφέροντας αυτό που πραγματικά ο Γαλλικός όχλος επιθυμούσε: ένα ψέμα για να επιβεβαιώσει τη μανία, την αγανάκτηση και την οργή του. Ως αποτέλεσμα όλης αυτής της μαζικής υστερίας μίσους, οι αντί-σημιτικές θεωρίες συνωμοσίας από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα πυροδοτούν αντί-εβραϊκές ταραχές καί στη Γαλλία (καθώς και σε διάφορα άλλα μέρη της Ευρώπης) που τροφοδοτούσαν η αντιδραστική αριστοκρατία και η καθολική εκκλησία και στην συνέχεια, αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της προπαγάνδας των φασιστικών καθεστώτων που οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα, ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας όπου περισσότεροι από 6.000.000 Εβραίοι θανατώθηκαν (επιπλέον, πάνω από 1.500.000 τσιγγάνοι εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εκτελέστηκαν επί τόπου από τα αποσπάσματα των Ναζί και ντόπιων συνεργατών τους σε ολόκληρη την ήπειρο, καθώς και εκατοντάδες άλλοι, άτομα μειονοτικών πληθυσμών ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο). Αυτός είναι λοιπόν ο απολογισμός της πιο θλιβερής συκοφάντησης και στοχοποίησης μιας ομάδας ανθρώπων εναντίον της οποίας για αιώνες οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί αντιμετώπιζαν με τόση καχυποψία και δυσπιστία (φαινόμενο που εξακολουθεί να υφίσταται μέσα στους χώρους της αριστεράς και της ακροδεξιάς όπου η βρίθει η συνωμοσιολογία).

Περί Νέας Τάξης Πραγμάτων

Ολόκληρη η μπλογκόσφαιρα διαρκώς κάνει λόγο για την εφαρμογή ενός κρυφού σχεδίου που ακούει στο όνομα Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων. Ο όρος αυτός, στην Ελληνική πολιτική, φυσικά, όταν αναπαράγεται συνεχώς από τους διάφορους δημαγωγούς, συγγραφείς και «ερευνητές» της συμφοράς, πανούργους εμπόρων βιβλίων, εκφωνητές ραδιοφωνικών εκπομπών ή παρουσιαστές τηλεοπτικών παραγωγών, συχνά συνδέεται με τις αντι-εβραϊκές συνωμοσίες (ότι πίσω από όλα κρύβεται μια πανίσχυρη ομάδα Σιωνιστών οι οποίοι ελέγχουν τον παγκόσμιο πλούτο και επιδιώκουν να επιβάλουν μια αυστηρά συγκεντρωτική πολιτική με στόχο να κυριαρχήσουν ολοκληρωτικά σε κάθε γωνιά του πλανήτη). Όλοι τους πάνω απ’ όλα, έμποροι, τις περισσότερες φορές με έντονο εθνικιστικό χαρακτήρα και άλλοτε με μια πιο ελευθεριακή επίφαση, λειτουργούν ως «διαμορφωτές συνειδήσεων», προσπαθώντας ν’ αποκοιμίσουν το κοινό με τον αόριστο, τρομολαγνικό και διφορούμενο λόγο τους, εκστομίζοντας ατεκμηρίωτες ασυναρτησίες, με στόχο να εκμεταλλευτούν τον φόβο που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος μπροστά στο άγνωστο μέλλον.

Βέβαια, η ΝΤΠ λοιπόν χρησιμοποιήθηκε αρχικά από διάφορους νεοσυντηρητικούς θεωρητικούς, όπως ο Πολωνός αντι-κομμουνιστής Zbigniew Brzezinski και ο Αμερικανός Samuel Huntington, ενώ στη συνέχεια υιοθετήθηκε και από διάφορους ακαδημαϊκούς, όπως ο Noamh Chomsky. Για τί πράγμα μιλούν όμως οι αναφορές στα περί νέας τάξης πραγμάτων (και όχι Νέα Τάξη Πραγμάτων) που κάνουν οι παραπάνω σε σύγκριση με αυτά που αναπαράγει η μισή μπλογκόσφαιρα;

  1. Η ΝΤΠ, ως Νεοφιλελεύθερη ιδεολογία υιοθετήθηκε από μια περιθωριακή φράξια κατά το τέλος της δεκαετίας του 90. Πρόκειται για κάποιον ασαφή Μακιαβελικό «οδηγό» άσκησης (οικονομικής κυρίως) πολιτικής – πάντα με βάση τον πιο ακραίο και αγοραίο φιλελευθερισμό – και όχι μια αυστηρά συγκεκριμενοποιημένη στρατηγική επιβολής και κυριαρχίας.
  2. Ο George Herbet Walker Bush κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της 11 Σεπτέμβρη του 1990, δήλωσε τα εξής:

    Μια νέα συνεργασία εθνών ξεκινάει, και σήμερα βρισκόμαστε σε μια μοναδική και εξαιρετική στιγμή. Η κρίση στον Περσικό Κόλπο, παρότι πολύ σοβαρή, μας προσφέρει και μια σπάνια ευκαιρία να προχωρήσουμε προς μια ιστορική περίοδο συνεργασίας. Από αυτή την ταραγμένη εποχή μπορεί να γεννηθεί μια νέα τάξη πραγμάτων: Μια νέα εποχή, πιο ελεύθερη από τον φόβο της τρομοκρατίας, πιο ισχυρή στην επιδίωξη του δικαίου και πιο ασφαλής στην αναζήτηση της ειρήνης. Μια εποχή στην οποία όλα τα έθνη του κόσμου, σε ανατολή και δύση, βορρά και νότο, μπορούν να ευημερούν και να ζουν σε αρμονία». ημέρες ήταν (υποτίθεται) και πάνω από μια νέα παγκόσμια τάξη αναδύθηκε, όπου η ανθρωπότητα θα είναι «απαλλαγμένη από την απειλή της τρομοκρατίας, ισχυρότερη στην επιδίωξη της δικαιοσύνης , και πιο ασφαλείς στην επιδίωξη της ειρήνης. Μια εποχή στην οποία τα έθνη του κόσμου, Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου, θα μπορούν να ευημερούν και να ζουν σε αρμονία.

    Εδώ ο όρος ΝΤΠ χρησιμοποιείται με σκοπό κατανοηθούν κάποιες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο παγκόσμιο (γεω)πολιτικό τοπίο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, του διπολισμού ΕΣΣΔ έναντι ΗΠΑ και τον τερματισμό των εχθροπραξιών στον Περσικό Κόλπο. Αν και τα γεγονότα αυτά αναμφίβολα υποδηλώνουν το τέλος μιας περιόδου και το ξεκίνημα μιας άλλης (γι’ αυτό άλλωστε και γίνεται λόγος και για νέα παγκόσμια τάξη, εφόσον η παλιά έχει ριζικά τελειώσει), ωστόσο η ερμηνεία που αποδίδεται εδώ όχι μόνο δεν αφορά μυστικές αδελφότητες Σιωνιστών που συνεδριάζουν σε μυστικά υπόγεια αρχηγεία, αλλά, απεναντίας, βλέπουμε ότι σχεδόν όλες οι ίντριγκες γίνονται στα φανερά παρά εντός σκοτεινών δωματίων. Άλλωστε, στον αιώνα της τεχνολογίας, τα καταπιεστικά καθεστώτα δεν χρειάζονται υπόγειες συναθροίσεις για να επιβληθούν, καθώς και αυτά καταφέρνουν να πετύχουν τους σκοπούς τους καθώς – αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα των Ελληνικών εκλογών του 2012 – πολύ εύκολα καταφέρνουν να κατευνάσουν τις αντιδράσεις και την αγανάκτηση των μαζών.

  3. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα παραπάνω, οι διάφοροι ακροδεξιοί και απανταχού εθνικιστές προσδίδουν μια μεταφυσική χροιά και ένα είδος αρνητικής προφητείας, θα λέγαμε, στην έννοια της ΝΤΠ. Εν κατακλείδι, τους χωρίζει μια άβυσσος από τους πολιτικούς, θεωρητικούς, ακαδημαϊκούς ή οικονομολόγους οι οποίοι δεν αναφέρονται στην ΝΤΠ σαν να πρόκειται για έναν αυστηρά ιδεολογικοποιημένο όρο, αλλά σαν μια απλή έκφραση που περιγράφει συγκεκριμένες στιγμιαίες καταστάσεις, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα προϊόν κάποιας κρυφο-σχεδιασμένης ατζέντας.

Η Παγκόσμια Διακυβέρνηση

Συχνά συγχέεται με την ΝΤΠ. Πολλοί εσφαλμένα την κατανοούν ως παγκόσμια κυβέρνηση. Ιδιαίτερα μετά τις δηλώσεις του Γ.Α.Παπανδρέου, «We need global governance» (και όχι global government), εκατοντάδες αναρτήσεις πλημμύρισαν το διαδίκτυο, για το πώς ο Γ.Α.Π είναι πράκτορας των Σιωνιστών, πώς εξυπηρετεί σκοτεινά «ανθελληνικά» συμφέροντα και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί το μυαλό ενός ανθρώπου[4].

Μέρος της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης (ΠΔ) θα μπορούσε να ονομαστεί η λειτουργία οποιουδήποτε διακρατικού θεσμού: από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Μαφία, την Καθολική Εκκλησία, τα Χρηματιστήρια, την Monsanto, την Google (της οποίας την πλατφόρμα Blogspot χρησιμοποιούν οι διάφοροι πολέμιοι της ΠΔ!!!), μέχρι και την Διεθνής Αμνηστία, τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, τον ΟΗΕ, το Human Rights Watch και το internet. Συνεπώς, η ΠΔ δεν είναι κάτι απαραίτητα αρνητικό, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε τις δυναμικές του διαδικτύου στην διάδοση πληροφοριών από διάφορα μέρη του πλανήτη που τα επίσημα ΜΜΕ αποκρύπτουν. (Αναζητήστε περισσότερα σχετικά τόσο με την δική μου στάση, όσο και των υπόλοιπων μελών της ιστοσελίδας, απέναντι στην Παγκοσμιοποίηση σε αυτόν τον σύνδεσμο).

Οι «Ιλλουμινάτι»:

Ίσως η διασημότερη θεωρία συνωμοσίας στις μέρες μας. Το τάγμα των «Πεφωτισμένων» (όπως ακριβώς μεταφράζεται) αντιμετωπίστηκε από τους συντηρητικούς Χριστιανούς με υπερβολική εχθρότητα. Ακόμα και σήμερα διάφοροι συνωμοσιολόγοι ισχυρίζονται πως το τάγμα αυτό δρα μυστικά με στόχο να πλήξει τις παραδόσεις και τα έθιμα ενός λαού. Αγνοούν, βέβαια, πως η διάρκεια ζωής του τάγματος των «Πεφωτισμένων» δεν ξεπέρασε τα δέκα χρόνια (1776–1785)….

Συνωμοσιολογία vs μυωπικός φιλελευθερισμός vs αυτονομία

Ωστόσο, και προς αποφυγή οποιασδήποτε αναπόφευκτης παρεξήγησης, ο πόλεμος αυτός ενάντια στους διάφορους τσαρλατάνους συνωμοσιολάγνους, δεν αναιρεί και ούτε πρόκειται να αναιρέσει το γεγονός ότι το πολιτικό μας σύστημα έχει στηθεί πάνω σε σκευωρίες και προβοκάτσιες, ή ότι οι ολιγαρχίες έχουν την δύναμη ν’ ασκούν εξουσία μέσα στην κοινωνία (άλλωστε ο Μακιαβέλλι, που για πολλούς θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας, στον Ηγεμόνα μιλά συνεχώς για συνωμοσίες και ίντριγκες μεταξύ εξουσιαστών, δίνοντας σαφή οδηγίες στους Μέδικους της Φλωρεντίας για το πώς θα επιβληθούν στον λαό με κάθε μέσο). Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ, για παράδειγμα, δεν αποτελεί μύθο όπως κι άλλες ανάλογες λέσχες. Οι ολιγαρχίες ή συγκεκριμένες μερίδες τους, και άλλα λόμπι, έχουν την ικανότητα να καθορίζουν υπουργούς ή ακόμα και πρωθυπουργούς. Ωστόσο, το οργανωτικό και διοικητικό χάος δε συνεπάγεται απαραίτητα ότι δεν υπάρχει μια βούληση ελέγχου του όλου πράγματος. Η αντίληψη, βέβαια, των συνωμοσιολόγων ότι ο κόσμος είναι ένα καλοκουρδισμένο ρολόι στα χέρια μιας μειοψηφίας, κατά βάθος, ευνουχίζει κάθε κινηματική δυναμική καθώς:

  1. δεν είναι μόνο οι ίντριγκες που χαρακτηρίζουν την διεθνής πολιτική σκακιέρα. Δεν είναι μόνο η χειραγώγηση μέσω της προπαγάνδας, ο κύριος λόγος που το σύστημα καταφέρνει κι επιβιώνει εδώ και τόσα χρόνια. Ο Δυτικός καπιταλισμός, έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές από τις πρώτες μέρες της απόλυτης κυριαρχίας του. Λόγω των εργατικών αγώνων και της σύγκρουσης των αδύναμων με τα οικονομικά συμφέροντα των ολιγαρχιών, των κοινωνικών κινημάτων των γυναικών, ομοφυλόφιλων, μεταναστών και μειονοτήτων μπορεί πλέον και εξασφαλίζει μια θέση εργασίας, έναν μισθό και μια καταναλωτική ζωή σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, του οποίου την εμπιστοσύνη κερδίζει, προσφέροντας μια Α ποιότητα ζωής, εκμεταλλευόμενος την φυσική ροπή του ανθρώπου προς την αδράνεια, τον ατομικισμό και το «βόλεμα». Δεν χρειάζονται, συνεπώς, κρυφά σχέδια και οργανώσεις (που αν υπάρχουν πρόκειται για μικρότερης κλίμακας κλειστές ομάδες, σε αντίθεση με την προπαγάνδα των συνωμοσιολόγων) για να διατηρηθεί το υπάρχον σύστημα. Υπάρχει το κέρδος, (για τις ολιγαρχίες) και η «θρησκεία» της κατανάλωση για τον μέσο άνθρωπο που εξαγοράζει κάθε νόημα ύπαρξης, με αποτέλεσμα ο καπιταλισμός ως σύστημα αξιών να ριζώνει βαθιά στο είναι και στο φαίνομαι του μέσου ανθρώπου.
  2. Οι θεωρίες συνωμοσίας παροτρύνουν τον πληθυσμό μιας χώρας να αποδοκιμάσει τους τραπεζίτες, τους πολιτικούς και τους δικαστές. Όμως, οι ίδιοι (οι συνωμοσιολόγοι) παρασυρόμενοι από το κλίμα εσωστρέφειας που κάθε κοινωνία εν ώρα κρίσης καλλιεργεί από μόνη της γίνονται φορείς ολοκληρωτικών ιδεών. Εν ολίγοις, από ένα σημείο και μετά, το επίκεντρο της συζήτησης παύει πλέον να εστιάζεται στο αν όσα λέγονται με βάση τους αεροψεκασμούς είναι αλήθειες ή ψέμματα. Η εξαθλίωση, ο φόβος, η αβεβαιότητα και ο πανικός δεν επιτρέπουν βαθιές πολιτικές και ανθρωπολογικές αναλύσεις. Απεναντίας, καταρρακώνουν κάθε αίσθημα ευσυνειδησίας, ενώ παράλληλα, το ατομικό ένστικτο της αυτοπροστασίας εντός μιας κοινωνίας που καταρρέει, δίνει ώθηση σε κάθε είδους καχυποψία να καπελώσει το πολιτικό πράττειν. Όλη αυτή η καχυποψία πως πίσω απ’ το κάθετί κρύβεται μια συνωμοσία είναι σχεδόν παρόμοια με ίδια τακτική που χρησιμοποιούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, (χαφιεδισμός και παρακολουθήσεις «υπόπτων» που θα μπορούσαν να είναι πράκτορες του εχθρού).

Βρισκόμαστε όμως εδώ σε ένα εξαιρετικά λεπτό σημείο, όπου και καλούμαστε να απορρίψουμε εξίσου και την πίσω όψη της συνωμοσιολογίας: τον χυδαίο και επιτηδευμένα ρηχό θετικιστικό φιλελευθερισμό του δήθεν «κοινού νου», ο οποίος, προκειμένου να χλευάσει τους συνωμοσιολόγους, καταλήγει να αρνείται ότι υπάρχει οποιοδήποτε «δεύτερο» επίπεδο της πραγματικότητας πίσω από το φαινομενικό και αυτονόητο. Είναι η πεμπτουσία των διαφόρων «ρεαλιστών», της κάθε Νεοφιλελεύθερης ιντελιγκέντσιας, των τεχνοκρατών και του κάθε ειδήμονα που βαφτίζουν οποιονδήποτε έρχεται σε ρήξη με την καπιταλιστική βαρβαρότητα, ως «λαϊκιστή» ή ουτοπιστή, δεδομένου ότι γι’ αυτούς κάθε προσπάθεια να εξηγήσουμε τις κοινωνικές συμπεριφορές των από κάτω και τις πολιτικές αποφάσεις των από πάνω μέσω της επίκλησης και άλλων παραγόντων πέραν της απλής «επιλογής» τους, ταυτίζεται απαραίτητα με την κατάφωρη συνωμοσιολογία.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, συγκαλύπτεται η σημαντικότητα μιας ανάλυσης με όρους φαντασιακών σημασιών, που προσπαθεί να διαυγάσει τους κυρίαρχους θεσμούς κάθε κοινωνίας, να δει πώς δρα και αντιδρά το άτομο μέσα σε αυτήν την κοινωνική θέσμιση. Οι μεν συνωμοσιολόγοι αποφεύγουν να μιλούν γι’ αυτά, καθώς πιστεύουν πως αυτού του είδους οι προσεγγίσεις είναι κατευθυνόμενες και στοχεύουν να συγκαλύψουν τις ενέργειες των ολιγαρχιών, εφόσον θεωρούμε ότι υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες διαμόρφωσης της πραγματικότητας εκτός από τις πολιτικές και τις ραδιουργίες των ελίτ. Οι δε φιλελεύθεροι επειδή πιστεύουν ότι αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε γιατί ο κόσμος, σε μια δεδομένη περίοδο, ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάνοντας αναφορά στις κυρίαρχες αξίες με βάση τις οποίες διαμορφώνεται, συγκαλύπτουμε το γεγονός ότι τελικά όλα έχουν να κάνουν με «συνειδητές επιλογές» των ατόμων, τα οποία εκλαμβάνονται ως όντα αυτοφυή και όχι διαμορφωμένα κοινωνικά. Αυτό το θετικιστικό φαντασιακό αντανακλά έναν συγκεκαλυμμένο Χομπσιανό ντετερμινισμό, χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης θεώρησης των πραγμάτων: ότι ο άνθρωπος ελάχιστα επηρεάζεται από το γύρω του περιβάλλον. Ότι υπάρχει μια σταθερή και αμετάβλητη αρχή που διέπει τον άνθρωπο, μια τετελεσμένη φύση, κάτι που συνεπάγεται ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από μια αντανάκλαση των φυσικών αδυναμιών αλλά και επιτευγμάτων μας.

Επίλογος

Η φύση των θεωριών συνωμοσίας παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με δομή της σκέψης ενός παραληρητικού που πιστεύει ότι τον απατά η σύζυγός του ενώ αυτή όλη τη μέρα σφουγγαρίζει πατώματα ή σφραγίζει επιταγές. Θα μπορούσε, βέβαια, να τον απατά! Πόσο συχνά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο; Στα πλαίσια της συζήτησης αυτής, όμως, δεν μας ενδιαφέρει τόσο αν η σύζυγος είναι άπιστη ή όχι, αν οι όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται κεκλεισμένων των θυρών, αλλά ο τρόπος που διαχέονται οι διαφόρων ειδών θεωρίες συνωμοσίας σε μια κοινωνία, καθώς και τον αντικειμενικό ρόλο που αυτές παίζουν, επισημαίνοντας την αδυναμία της σύγχρονης Δυτικής κοινωνίας να ελέγξει τον εαυτό της, ώστε ν’ αποκομίσει, κατά το δυνατόν, αξιοπρεπή και λογικά συμπέρασμα (τα οποίο βέβαια, μπορούμε ν’ αναθεωρήσουμε κατόπιν καλύτερης και πιο διεισδυτικής σκέψης και διαύγασης των γεγονότων).

[1] Με βάση τον Jacques Ellul (1965 : 11), ο κάθε προπαγανδιστικός μύθος, «αποκτά τέτοια δύναμη, που εισβάλλει σε κάθε περιοχή της συνείδησης, μην αφήνοντας καμία ικανότητα ή κίνητρο ανέπαφο. […] Ο μύθος έχει μια τέτοια κινητήρια δύναμη που, μετά την αποδοχή, ελέγχει το σύνολο του ατόμου, στο βαθμό που καθίσταται απρόσβλητο σε οποιαδήποτε άλλη επιρροή»

[2] Κατηγορώντας σύσσωμη μια κοινωνική ομάδα για ένα αποτρόπαιο έγκλημα, κλείνουμε τα μάτια μας στις σχέσεις εκμετάλλευσης που υπάρχουν εντός της ίδιας. Όταν, δηλαδή, οι νεοσυντηρητικοί κρετίνοι στοχοποιούν όλους τους μουσουλμάνους του πλανήτη ως εν δυνάμει τρομοκράτες και αιμοδιψή όντα που κάνουν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να υποτάξουν κάθε ελεύθερο άνθρωπο στον θρησκευτικό τους σκοταδισμό, αυτόματα, όλη αυτή η χονδροειδής γενίκευση δεν μας επιτρέπει ούτε και στο ελάχιστο να διακρίνουμε τις σχέσεις εκμετάλλευσης εντός των μουσουλμανικών κοινοτήτων, και, πάνω απ’ όλα, αγνοούνται πλήρως οι φωνές των σεκουλαριστών, μεταρρυθμιστών ή και αγνωστικιστών που ζουν σε Ισλαμικές χώρες. Ως, εκ τούτου, κρίνουμε ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να τελειώνουμε με όλες αυτές τις γενικεύσεις, απορρίπτοντας την ιδέα ότι μια εθνική ομάδα αποτελεί μια συμπαγής και ομογενοποιημένη οντότητα και όχι ένα σύνολο ξεχωριστών ανθρώπων, που ο καθένας τους θα μπορούσε να έχει τη δική του βούληση η οποία δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τις κοινές αξίες της ομάδας αυτής.

[3] βλ. Η γέννεση του Ολοκληρωτισμού, κεφάλαιο «Αντισημιτισμός: μια εκτροπή της κοινής λογικής».

[4] Στην πραγματικότητα, ο Γ.Α.Π. δεν αποτελεί τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο, από έναν ακόμη παπατζή πολιτικάντη πρωθυπουργό, που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από τους προηγούμενους ομόλογούς του.

Πηγές
Arendt H., 1996. The Origins of Totalitarianism, 3d ed, London.
Back L., Solomos J., 2000. Theories of race and racism: a reader, New York: Routledge
Elul, J., 1965. Propaganda: the formation of men’s attitudes. New York: Vintage Books.
Lucker J., 2012. Class Struggle or Conspiracy? In Defence of Marxism. Διαθέσιμο: http://www.marxist.com/class-struggle-or-conspiracy.htm [Ημερομηνία πρόσβασης 8 Δεκεμβρίου 2012]

Κινηματική ανασκόπηση: μια γενική εικόνα

Οι κινητοποιήσεις και οι πορείες  διαμαρτυρίας, στα πλαίσια της γενικής απεργίας της 26ης Σεπτεμβρίου είναι πια παρελθόν. Για μια ακόμη φορά, εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών σε όλη τη χώρα, αψήφησαν την πολύπλευρη τρομοκρατία του καθεστώτος, επιλέγοντας το δρόμο της άρνησης στην εξαθλίωση, με αποτέλεσμα να βιώσουν για ακόμη μια φορά την στυγνή  κρατική καταστολή. Κοντολογίς, τα χθεσινά γεγονότα, αποτελούν μια ακόμη επανάληψη των όλων όσων συμβαίνουν στις απεργίες και πορείες διαμαρτυρίας που κατά καιρούς, απεργίες που  οργανώνουν τα μεγάλα συνδικάτα της χώρας. Εμείς, έχοντας αποκομίσει μια συνολική εικόνα των όσων συνέβησαν το τελευταίο χρονικό διάστημα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, θα προσπαθήσουμε και πάλι να δούμε με μια πιο κριτική ματιά όλα αυτά που διαδραματίζονται γύρω μας, με γνώμονα τον επιθυμητό κοινωνικό μετασχηματισμό, προς μια κατεύθυνση εγκαθίδρυσης αμεσοδημοκρατικών κοινωνικών δομών, ικανών να προωθήσουν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ισότητα.

Τα Μέσα Ενημέρωσης στο βρώμικο παιχνίδι της εξουσίας και η υπεράσπιση του σάπιου πολιτισμού

Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, κατατρομαγμένα προσπάθησαν να καλύψουν την κοινωνική οργή πίσω από τα στερεότυπα και κονσερβαρισμένα ψέματά τους, κάνοντας και πάλι λόγο για τους ανεύθυνους, τεμπέληδες και κρατικοδίαιτους Έλληνες πολίτες. Γι’ αυτούς, κάθε πολιτική δράση, όπως απεργίες, πορείες, καταλήψεις, συνελεύσεις, κλεισίματα δρόμων, άρνηση πληρωμών και ό,τι άλλο έρχεται σε σύγκρουση με τις αξίες της δικτατορίας του οικονομισμού και της Προτεσταντικής ηθικής, του πολιτισμού της κατανάλωσης και διανοητικής παρακμής, αποτελεί ειδεχθές έγκλημα. Αποκορύφωμα αυτού του «ενημερωτικού» οχετού, αποτέλεσε δημοσίευμα του BBC και των Γερμανικών φυλλάδων που δίχως κανέναν απολύτως συναισθηματισμό, δίχως καμία εξαίρεση, παρουσίασαν τις χθεσινές συγκρούσεις ως αποτέλεσμα της δράσης κάποιων ανεγκέφαλων χούλιγκανς, μεταδίδοντας ταυτόχρονα – προκειμένου να στηρίξουν την προκατασκευασμένη μιντιακή πραγματικότητά τους – απόψεις ατόμων που υιοθετούν ανοιχτά το Νεοφιλελεύθερο Δόγμα (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία), ή τις βασικές θέσεις της ακίνδυνης (για το σύστημα) σοσιαλδημοκρατίας, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να περάσουν το μήνυμα πως για μια ακόμη φορά ο Ελληνικός λαός που δεν εργάζεται όσο σκληρά θα έπρεπε, αναδεικνύει την ανευθυνότητά του, το θράσος και την αχαριστία του στους «δουλευταράδες» του Βορρά. Το γεγονός αυτό, δεν φανερώνει μονάχα την στυγνότητα των ολιγαρχιών, που θα έφταναν ακόμα και στο σημείο να λοιδορήσουν έναν ολόκληρο λαό, αλλά και την απο-πολιτικοποίηση στην οποία έχουν περιπέσει οι Δυτικές κοινωνίες, την θυσία του κοινωνικού στοχασμού στο βωμό της θεσούλας, της αδράνειας και του lifestyle της απάθειας στο οποίο έχουν βυθιστεί και εθιστεί, επιτρέποντας, έτσι, έννοιες όπως η δημοκρατία και η ισότητα να χάσουν πέρα για πέρα την ζωτική τους χροιά, την ίδια στιγμή που το ναρκωμένο πλήθος βαφτίζει την δουλεία υποχρέωση και τον αγώνα για ελευθερία ως έγκλημα. Είχε άραγε δίκιο ο Μέτερνιχ, όταν σχεδόν δύο αιώνες πριν, είχε δηλώσει πως οι Ευρωπαίοι δεν επιθυμούν ελευθερία αλλά κοινωνική ειρήνη; Πόσο επίκαιρο φαντάζει αυτό το ρητό για εμάς σήμερα;

Όμως, και τα εγχώρια ΜΜΕ δεν έχουν και πολλά να ζηλέψουν απ’ αυτά του εξωτερικού. Πιστά, και αυτά, στο δόγμα της πολιτισμικής μιζέριας, της δικτατορίας του κυνισμού και της χυδαιότητας, βάφτισαν τα χθεσινά γεγονότα κάτι σαν «θλιβερό έθιμο», με βάση το οποίο η Αστυνομία οφείλει να μετέλθει κάθε μέσο προκειμένου οι πολίτες να σταματήσουν να διαδηλώνουν, και να φυλακιστούν ολοσχερώς στην ατομική τους σφαίρα, περιμένοντας τη στιγμή που τα μέτρα λιτότητας και οι «θυσίες» θ’ αρχίσουν ν΄ αποδίδουν – αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε ποτέ ένα αποτυχημένο φάρμακο να σώσει από τον βέβαιο θάνατο έναν κλινικά νεκρό ασθενή. Γι’ αυτά η πραγματικότητα θυμίζει το αρνητικό ενός φιλμ, εντελώς αντεστραμμένη, πράγμα που σε συνδυασμό με τα όσα διαδραματίστηκαν στην Μαδρίτη, και άλλες πόλεις στην Ισπανία, την 25η Σεπτεμβρίου, (κινητοποιήσεις οι οποίες, τη στιγμή που γράφεται το άρθρο αυτό, συνεχίζονται με ένταση) φανερώνει ότι πάνω από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης πλανάται ένα φάντασμα: το φάντασμα της κοινωνικής  αλλαγής.

Όσο, όμως, η πραγματικότητα ωθεί όλο και περισσότερους ανθρώπους στην απελπισία, την ανέχεια και την εξαθλίωση, τόσο περισσότερο οι σκέψεις για γενικευμένο ξεσηκωμό, για μια ριζική κοινωνική επανάσταση μεταμορφώνεται από απλή ευχή μιας μειοψηφίας σε αναγκαίο μέσο επιβίωσης για τους πολλούς. Όσο, λοιπόν, και αν προσπαθούν οι τυποποιημένες αναλύσεις των ΜΜΕ και των φιλελεύθερων σαλτιμπάγκων και του κάθε οικονομολόγου-αυθεντίας, να μας πείσουν πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τον συμβιβασμό με τον άθλιο αυτόν πολιτισμό της εθελοδουλίας, του κιτς και της ασημαντότητας, τόσο η εμπιστοσύνη του κόσμου απέναντί τους θα γκρεμίζεται, καθώς, όπως φαίνεται, τα διάφορα social media και οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, προσφέρουν μια τελείως διαφορετική οπτική γωνία στην ενημέρωση του πολίτη. Πέρα από τις υπερβολές και τον ανορθολογισμό που επικρατεί στο διαδίκτυο, όπου ακόμα και το κάθε ψέμα γίνεται πιστευτό όταν επαναληφθεί για πολλές φορές, (πράγμα που πίστευε και ο Γκέμπελς), βλέπουμε πως, όλο και περισσότεροι χρήστες του internet, καταφεύγουν στις διάφορες κινηματικές σελίδες του Facebook, (με αποκορύφωμα τη σελίδα του Occupy Wall Street που έχει ξεπεράσει τις 430.000 εγγραφές), προκειμένου να έρθουν σ’ επαφή με την «άλλη» πραγματικότητα, αυτήν που τα συμβατικά ΜΜΕ αποκρύπτουν για δικούς τους λόγους. Το αν η λογική θα υπερισχύσει της συνωμοσιολογικής μανίας, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα που σαφέστατα και θα πρέπει να μας απασχολεί, δεδομένου ότι η οργή και η απόγνωση μπορεί να μετατραπεί σε έναν πολύ κακό σύμβουλο, όταν δεν συνοδεύεται από την λογική, και παραμένει, απλά, μια συναισθηματική παρόρμηση. [1]

Κρατική βία και καταστολή. 

Επιστρέφοντας στα δικά μας, το αξιοσημείωτο από τη χθεσινή γενική απεργία δεν είναι τόσο η κρατική βία, η μιντιακή υπερπραγματικότητα ή η κατά παραγγελία επιστημονικοφανής υπεράσπιση των αντικοινωνικών και παρανοϊκών, από κάθε άποψη, νεοφιλελεύθερων πολιτικών – πρακτικές που πολύ σύντομα θα αποτελέσουν την καθημερινότητα και των Ισπανών που βρίσκονται στην αρχή του ίδιου θλιβερού δρόμου που περπατήσαμε εμείς από τον Μάιο του 2010 – αλλά το ότι, για ακόμα μια φορά η αντίδραση της κοινωνίας ήταν λιγότερο δυναμική και χειρότερα οργανωμένη και στοχευμένη απ’ ό,τι επιτάσσουν οι πραγματικές συνθήκες. Υπάρχει δηλαδή μια αναντιστοιχία μεταξύ όσων έχουν πλέον συνειδητοποιήσει την ανάγκη για ένα ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό (ποσοστό που αυξάνεται όχι πια με γεωμετρική πρόοδο αλλά λογαριθμικά) και των μέσων, των μεθόδων που υιοθετούνται προς επίτευξη αυτού του σκοπού.

Αν δεχτούμε την αμέσως παραπάνω παρατήρηση ως ορθή, δεν απομένει παρά να αναζητήσουμε τους βασικότερους λόγους που θα εξηγήσουν αυτή την αναντιστοιχία, με αυτονόητο ζητούμενο την εξεύρεση τρόπων, μεθόδων και μέσων που θα βοηθήσουν στην πραγματοποίηση του διαρκώς αποσαφηνιζόμενου και προσδιοριζόμενου στόχου (δηλαδή του ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού ή, καλύτερα, της πυροδότησης της διαδικασίας της διαρκούς κοινωνικής επανάστασης). Γιατί καμία 24ωρη (ή ακόμα και 48ωρη) γενική απεργία δεν έχει την αναμενόμενη συμμετοχή; Για ποιούς λόγους η συμμετοχή του κόσμου στις αντίστοιχες διαδηλώσεις, βαίνει μειούμενη; Ή διαφορετικά: γιατί ακόμα και οι πιο επιτυχημένες απεργίες και διαδηλώσεις (από άποψη συμμετοχής) δεν έχουν κανένα απολύτως αποτέλεσμα; Και τί θα μπορούσε να γίνει, τί πρέπει να κάνουμε, προκειμένου να μην δούμε πάλι το ίδιο έργο και την επόμενη φορά; Πιστεύοντας πως αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα που πρέπει να συζητηθούν, θα επιχειρηθεί, μια επανοηματοτοδότηση των εννοιών της απεργίας, της κοινωνικής διαμαρτυρίας και του σκοπού που πρέπει αυτές να επιδιώκουν.

Τα δεδομένα λοιπόν είναι τα εξής:

Μετά την υπογραφή του 1ου Μνημονίου, και επιτυχημένες απεργίες έγιναν και μαζικότατες διαδηλώσεις. Όλες ανεξαιρέτως, είχαν την ίδια τύχη: βίαιη καταστολή, τις περισσότερες φορές με ακρότητες που εκφεύγουν τα όρια της νομιμότητας ακόμα και της αστυνομικής βίας (σημ.: η νομιμότητα για την οποία μιλάμε εδώ δεν είναι κάποιο κοινώς αποδεκτό όριο μια υπερβατική νομική κανονικότητα που εμείς αποδεχόμαστε ως τέτοια – μιλάμε απλώς για τα όρια εντός των οποίων επιτρέπεται να κινηθούν οι κρατικοί μηχανισμοί σύμφωνα με τους νόμους που το ίδιο το Κράτος, δηλαδή οι ολιγαρχίες, έχουν θεσπίσει κυριαρχικά, οι οποίοι παραβιάζονται απροσχημάτιστα από τους κύκλους που την επικαλούνται διαρκώς). Μάλιστα, δεν έχει γίνει καθολική πεποίθηση στην κοινωνία ότι ΕΛ.ΑΣ. και ακροδεξιές οργανώσεις, όπως η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτό σημαίνει, εκτός από τα προφανή (π.χ.: σε ποιά χώρα του κόσμου είδατε τους πάνοπλους μπάτσους να πανηγυρίζουν σαν παίκτες ποδοσφαιρικής ομάδας μετά την απρόκλητη επίθεσή τους κατά διαδηλωτών που συντεταγμένα και απόλυτα ειρηνικά, φεύγουν – γεγονότα επί της Πανεπιστημίου της 26.09.2012), και την λουμπενοποίηση, ή για να ειπωθεί απλούστερα, την σχεδόν επίσημη μαφιοζοποίηση του Κράτους, την οριστική απαλοιφή των ορίων μεταξύ Κράτους και Παρακράτους.

Το επόμενο βήμα;

Καμία απολύτως απεργία δεν κάλυψε το σύνολο των εργαζομένων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αδυνατεί να απεργήσει αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο της απόλυσης σε μια χώρα που η πραγματική ανεργία ξεπερνά πια το 25%. Συνεπώς υπάρχει σοβαρό πρόβλημα και ως προς τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των σχετικών με τις απεργιακές κινητοποιήσεις και, κατ’ επέκταση, είναι προφανής ο συνδικαλιστικός ξεπεσμός, ειδικά των τριτοβάθμιων σωματείων – την στιγμή που ελάχιστα πρωτοβάθμια δραστηριοποιούνται και μάλιστα επιτυχώς. Υπάρχει, όμως, και ένα βαθύτερο ζήτημα εδώ που πρέπει να συζητηθεί: αυτό της έλλειψης πραγματικού προτάγματος. Κοντολογίς, μεγάλο μέρος του πληθυσμού κινητοποιείται, είτε αποφασίζει να δράσει μαζικά, μόνο όταν δει ότι θίγονται τα δικά του οικονομικά συμφέροντα, απαιτώντας, ταυτόχρονα, είτε φορολογικές ελαφρύνσεις, είτε αυξήσεις, είτε περισσότερα επιδόματα. Αναμφισβήτητα, όλα αυτά τα αιτήματα είναι δίκαια, ιδιαίτερα σε μια εποχή σαν τη δική μας, όπου δικαιώματα που κερδήθηκαν με αγώνες και αίμα χιλιάδων ανθρώπων (οχτάωρο, δωρεάν παιδεία, υγεία, στέγαση). Όμως, κρίνουμε εξαιρετικά σημαντικό την περαιτέρω διεκδίκηση, αν όχι την δημιουργία αντιδομών που θ’ αντικαταστήσουν τους παλιούς ιεραρχημένους κοινωνικούς θεσμούς, και θα προωθούν την ισονομία, την άμεση δημοκρατία, τον κοινωνικό στοχασμό αλλά και τον συνολικό επανακαθορισμό των αναγκών, σε κάθε στιγμή. Μέσα σε μια τέτοια προοπτική θα μπορούσαν να βρεθούν, αν όχι λύσεις, τουλάχιστον σημαντικές απαντήσεις στην ανθρωπολογική κρίση των καιρών, που μαστίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Θα μπορούσε, έτσι, να καταστεί δυνατή η λειτουργία αυτόνομων κοινωνικών θεσμών, μέσω της δημιουργίας μιας πραγματικά δημόσιας ή πολιτικής σφαίρας, που θα επιδιώκουν την ατομική και συλλογική απελευθέρωση, ως εκ τούτου, τη διαμόρφωση ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου, πιο υπεύθυνου, σκεπτόμενου και πραγματικά ελεύθερου. Κοινώς, κρίνεται απαραίτητη η υιοθέτηση πολιτικού προτάγματος, πέρα από την δικαίωση των οικονομικών αιτημάτων. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν μπορεί να ξεπηδήσει μέσα από μια μονοήμερη (ή έστω και διήμερη) απεργία ή στάση εργασίας, παρά μόνο μέσα από μια διαρκής και συνεχιζόμενη πάλη ενάντια στο παλιό καθεστώς, με σκοπό να ριζώσει στη συνείδηση των πολιτών η ιδέα και η επιθυμία για ρήξη με τις αξίες που αυτό πρεσβεύει.

Ο ίδιος ο κόσμος που υποφέρει και επιζητά «μια αλλαγή», δυσκολεύεται να κατανοήσει (υπό την πίεση και της καθημερινά βιούμενης οικονομικής δυσπραγίας) ότι κάθε απεργία που δεν είναι πολιτική αλλά και διαρκής, και που δεν κηρύχθηκε εξ αρχής ως τέτοια και μάλιστα ως πολιτική, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και μάλλον αποτελεί ευχάριστο δώρο στην εργοδοσία και τα κάθε είδους αφεντικά (δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα). Κανείς και τίποτα δεν μπόρεσε να οργανώσει, ούτε κατ’ ελάχιστον τις αμέτρητες στρατιές ανέργων, οι οποίοι, από μόνοι τους θα επαρκούσαν, ώστε να παίξουν καταλυτικό ρόλο σε κάθε κινητοποίηση (από δυναμικές διαδηλώσεις έως περιφρούρηση των απεργιών όσων ακόμα εργάζονται, από απεργοσπάστες και κάθε είδους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς). Σίγουρα, δράσεις, όπως η αυτο-διαχείριση του νοσοκομείου του Κιλκίς αποτελούν πηγές έμπνευσης για περαιτέρω πολιτική δράση, μιας και θέτουν γερές βάσεις για την αντικατάσταση των παλιών θεσμών παραγωγής και εργασίας με νέους, όμως κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες, οι καταλήψεις εργοστασίων και επιχειρήσεων θα μπορούσαν να καταστούν πιο γενικευμένες, αντί να περιμένουμε μεσσιανικά κάποιον ηγέτη, κάποια αυθεντία, κάποιον πεφωτισμένο γνώστη που θα μας οδηγήσει έξω από το αδιέξοδο στο οποίο έχουμε περιέλθει.

Στο μεταξύ, η αυξανόμενη φτώχεια και η αθλιότητα, αποτελεί ένα ολοένα και διογκούμενο εμπόδιο σε κάθε έμφυτη ή οργανωμένη προσπάθεια για κοινωνική αλληλεγγύη. Όταν κάποιος δεν μπορεί να εξασφαλίσει τα μέσα για να ικανοποιήσει ούτε τις βασικές του ανάγκες, δύσκολα θα βοηθήσει τον επίσης εξαθλιωμένο (ίσως με άλλο τρόπο) γείτονά του ή συνάδελφό του ή, ακόμα και τον στενό του συγγενή. Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Πώς και ποιοί θα πείσουν τις εξαθλιωμένες (και απόλυτα αιφνιδιασμένες) μάζες να οργανωθούν και να δράσουν, με την έννοια της καθολικής κοινωνικής ανυπακοής, και μάλιστα σε βάσεις που να αποκλείουν την παρείσφρηση φασιστοειδών ή βαθιά συντηρητικών στοιχείων; Φυσικά, μέσα από ένα άρθρο, δεν μπορούν να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Εξάλλου, δεν είμαστε ούτε εξουσιοδοτημένοι για κάτι τέτοιο. Θα λέγαμε, όμως, πως, ούτε καν το επιθυμούμε, γιατί οποιαδήποτε έτοιμη απάντηση ή θ’ αποτελούσε προσωπική γνώμη είτε πλάνη. Το θέμα είναι να συμφωνήσουμε στην κρισιμότητα των παρατηρήσεων και στην ορθότητα των ερωτημάτων. Οι απαντήσεις θα έρθουν μέσα από την τριβή στους κοινωνικούς αγώνες και υπό την πίεση της ανάγκης. Δεν μπορούμε όμως παρά να υπενθυμίσουμε κάποια πράγματα που είναι αυτονόητα (ακόμα κι αν, ως τέτοια, πολλοί τα λησμονούν):

  • Η κοινωνική επανάσταση κρίνεται επιτακτική. Η ίδια η πραγματικότητα είναι που την καθιστά ως την μόνη πιθανή διέξοδο από τον πλήρη ατομικό, κοινωνικό και πνευματικό αφανισμό.
  • Η σύγκρουση με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων δεν είναι απαραίτητο και (δεν θέλουμε, άλλωστε) να μετέλθει με βίαια μέσα παρά μόνο στο βαθμό που αυτά θα χρησιμοποιηθούν ως αυτοάμυνα: είναι ανόητη αλλά και αναποτελεσματική η επίθεση σε πάνοπλους αστυνομικούς•  είναι καταστροφική, επίσης η τάση λουμπενοποίησης που επικρατεί σε διάφορους παραδοσιακούς επαναστατικούς χώρους (σύγκρουση μόνο και μόνο για χάρη της σύγκρουσης). Και σε επικοινωνιακό επίπεδο, επίσης, αυτού του είδους η τακτική είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, μιας και φτάνει στα μάτια των τηλε-πολιτών, εντελώς διαστρεβλωμένη και φετιχοποιημένη. Είναι, όμως, απόλυτα επιθυμητή και κατορθώσιμη η υπεράσπιση με κάθε τρόπο μιας αυτόνομης δομής όπως μια κοινότητα εναλλακτικής/ανταλλακτικής οικονομίας, ή η υπεράσπιση μιας απεργίας είτε από τις δυνάμεις καταστολής του παλαιού καθεστώτος, είτε από γραφειοκράτες που θα προσπαθήσουν να «καπελώσουν» για προσωπικό (ή κομματικό) τους όφελος μια τέτοια δράση. Οι πρώτοι δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστούν απολύτως ειρηνικά. Οι δεύτεροι θα πρέπει ν’ απομακρυνθούν από το πολιτικό σώμα, με κάθε μέσο και κάθε τρόπο. Παράλληλα, και με σκοπό την επίτευξη των παραπάνω στόχων, η μεταμόρφωση αυτών των τηλε-πολιτών σε ενεργούς συμμάχους κρίνεται αναγκαία και ο τρόπος να το καταφέρουμε αυτό φαίνεται πως δεν μπορεί παρά ν’ αρχίσει σε τοπικό επίπεδο, σε χώρους δουλειάς, σε κάθε μικροκοινωνικό επίπεδο.
  • Καμία ενέργειά μας δεν πρόκειται να έχει αποτελέσματα αν δεν έχουμε την απαραίτητη οργανωτική δομή, η οποία οργανωτική δομή σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει ιεραρχικά χαρακτηριστικά, αλλά, αντίθετα, οφείλει να είναι οριζόντια.
  • Καμία ενέργειά μας δεν πρόκειται να επιτύχει αν δεν διασπάσει την οργανωμένη κρατική καταστολή, σε πάρα πολλά μέτωπα. Η σχεδόν πατροπαράδοτη σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής στα κέντρα των πόλεων, για παράδειγμα,

Για άλλη μια φορά, τελειώνοντας, θα πούμε ότι η γενική πολιτική απεργία διαρκείας είναι ένα όπλο που, ίσως, θα μπορούσε να μας εξασφαλίσει μια μεγάλη νίκη. Μέχρι να μπορέσουμε να οργανώσουμε επιτυχώς ένα τέτοιο εγχείρημα, μικρές νίκες στην καθημερινότητά μας θα πρέπει να μάθουμε να κατακτούμε, νίκες που προαπαιτούν πάντα ως ζητούμενο, όχι μόνο να ικανοποιήσουν μια δεδομένη ανάγκη της στιγμής ή κάποιο επί μέρους αίτημα, αλλά ν’ αποτελέσουν, συνειδητά, έναν παραπόταμο ικανό να βοηθήσει στο να ξεχειλίσει ο κύριος ποταμός με όλη του την δύναμη, την αγριότητα και την ομορφιά του.

[1] Έχει πολλές φορές διαπιστωθεί ότι οι πρωταρχικές ανθρώπινες  αντιδράσεις κινητοποιούνται πρώτα με βάση τα συναισθήματα και έπειτα την λογική, γεγονός που επιτρέπει την αναμετάδοση ψευδών ειδήσεων που απλά ακούγονται όμορφα στ’ αυτιά του απεγνωσμένου ανθρώπου. Έτσι, δεδομένου  ότι βαδίζουμε στην εποχή όπου οι μεγάλοι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί  σταθμοί αρχίζουν να περιορίζονται  για χάρη της ανοιχτής διαδικτυακής ενημέρωσης, καλούμαστε να  μετασχηματίσουμε όλες αυτές τις τάσεις που ρέπουν προς τον ολέθριο λαϊκισμό, καθώς μια μοναδική ευκαιρία ανοίγεται μπροστά μας:  η δημιουργία μιας κατά κάποιον τρόπο ψηφιακής πολιτικής σφαίρας/κινηματικής πλατφόρμας, (η  οποία, αναμφισβήτητα, με τίποτα δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει την φυσική), όπου η  πρόσβαση στην γνώση θα μπορούσε να είναι θέμα μερικών δευτερολέπτων αναζήτησης.

Συγγραφή: Ian Delta, Μιχάλης Θ

Το άρθρο στα ισπανικά


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-bjp

Κάλεσμα Ανώνυμου Απελπισμένου

Σηκώνομαι αρκετά νωρίς το πρωϊ ώστε να μη νιώθω ενοχές πως έχασα ακόμη μια ανατολή, πως ξόδεψα τις πιο δημιουργικές μου ώρες στο κρεβάτι. Φτιάχνω το καθημερινό μου καφεδάκι, κάνοντας κλικ πρώτα στο μέιλ, ύστερα στα sites με τις αγγελίες που ‘χω βάλει bookmark. Τίποτε καινούργιο και σήμερα, πέρα απ’ τις γνωστές μούφα εταιρίες που ζητούν πρήχτες. Ανοίγω τηλεόραση για να πετύχω γι’ άλλη μια φορά τους συνηθισμένους παπαγάλους ν’ αναμασάν την ίδια και την ίδια φρασεολογία, να μού θέτουν κουνώντας το δάχτυλο και με δήθεν χαλαρή πρωϊνή διάθεση, τα διλήμματα της εβδομάδας. Φτύνω την οθόνη και βγάζω την πρίζα, ορκιζόμενος για πολλοστή φορά πως δεν θα την ξανανοίξω τη γαμημένη.

Ανοίγω το ψυγείο, να τσεκάρω τι έχει περισσέψει. Δυο ανοιχτά κουτιά με σάλτσα, λίγα αυγά, φέτες για τοστ και μια μισοτελειωμένη συσκευασία ζαμπονάκι. Και στο ντουλάπι, μακαρόνια κι άλλα ζυμαρικά που ‘χα αγοράσει προσφορά, για τις μέρες που θα μαγειρεύω μόνος. Στο τραπέζι, δίπλα στις φέτες με μαρμελάδα που πασάλειψα, δύο απλήρωτοι λογαριασμοί ρεύμα, δύο κοινόχρηστα και μια προειδοποίηση απ΄την εταιρία του ίντερνετ πως έρχεται κόψιμο. Τα κρύβω μέσα στο ντουλάπι, να μην τα βλέπω και χαλιέμαι πάλι. Άσε που χρωστάω και 2 νοίκια. Στο ίδιο ντουλάπι που έχω πρόχειρα ένα πτυχίο κι ένα μεταπτυχιακό στην Ψυχολογία, κάποιες δεκάδες βεβαιώσεις και μοστραρισμένη πάνω πάνω μια κάρτα ανεργίας.

Δυο κολλητάρια έφυγαν ήδη για έξω, κι η πρώην πια κοπέλα μια απ΄τα ίδια. Στο αεροδρόμιο τους χαιρετούσα κι είχαν κάτι μάτια όλο ζωντάνια, σα να πηγαίνουν σ’ άλλο πλανήτη όπου όλα ομορφαίνουν. Σκατά, λένε, όμως. Στην Ολλανδία οι δύο ακόμη τριγυρνάνε από γραφείο ευρέσεως σε θερμοκήπια μπας και τους πάρει κανένας, ενώ ακόμα δεν βρήκαν ένα νορμάλ σπίτι ν’ αφήσουν τα προικιά που κουβάλησαν μαζί τους. Η κοπελιά στην Αυστραλία, στο σόι της, ακόμη παιδεύεται να βγάλει άδεια εργασίας, εδώ και κάτι μήνες.

Κι εγώ εδώ, από τη μια να ψάχνω για δουλειά και να εισπράττω άκυρα, από την άλλη να μου ‘ρχονται ιδέες να κάνω κάτι δικό μου και να μην έχω φράγκα• και στο τέλος να βλέπω από πάνω τον κόσμο γύρω μου να αποκτηνώνεται, κι ως πολιτική θέση να γαυγίζει «έξω οι ξένοι». Όχι «η ξένη» όμως, γιατί κι η φουκαριάρα η Ρωσίδα που αναγκάζεται να τους κωλοτρίβεται στο μπαράκι πιο κάτω, ξένη είναι. Τέτοιοι τύποι (που δεν είναι και λίγοι), όταν λένε «ξένοι» εννοούν όσους δεν τους εκμεταλλεύονται κι όσες δεν χουφτώνουν. Κι αν αυτή η μερίδα του κόσμου, δεν είναι τόσο μεγάλη όσο μας την παρουσιάζουν οι τηλεαστέρες, έχω και τους άλλους που τους βλέπω καθημερινά, της διπλανής πόρτας που λέμε, τους πασόκους που βρίζουν το Σύριζα, τους δεξιούς του Σαμαρικού θιάσου που βρίζουν τον Τσίπρα, τους νυν και πρώην κνίτες που τα βάζουν με τους θιασώτες του δίκαιου καπιταλισμού (πάλι δηλαδή τον Σύριζα), τους συντρόφους απ’ τα ΕΑΑΚ (Ανταρσύα ντε) να λένε κι αυτοί για τον Σύριζα, και τους συριζαίους να προσπαθούν να συμβιβάσουν όσα έλεγαν ως υποστηρικτές κόμματος διαμαρτυρίας με αυτά που πρέπει να πουν τώρα που το κόμμα τους οδεύει για εξουσία.

Κι οι αναρχικοί; Αυτοί, να έχουν μπλέξει σε χίλια μέτωπα…Από τη μια να κυνηγάν φασιστομαλάκες που αφού τελειώσαν οι καγκουριές στα κλαμπ κι η χλίδα με τα τούρμπο αμαξάκια, ξοδεύουν την όποια κινητικότητα του γκαζοντενεκέ που έχουν αντί για κεφάλι στο πώς θα ξεκοιλιάσουν Αφγανούς. Από την άλλη να προστατέψουν τα αυτόνομα στέκια που έχουν ξεφυτρώσει σα μανιτάρια μετά το Δεκέμβρη του ’08, από τις επιθέσεις των μπάτσων. Επίσης, να οργανώσουν εκδηλώσεις, συζητήσεις μπας και πάει μπροστά κάποιο κίνημα από τα κάτω. Να παρευρεθούν ως αλληλέγγυοι σε συλλήψεις συντρόφων, που έχουμε χάσει το μέτρημα σχετικά με το πόσοι είναι προφυλακισμένοι (ή και καταδικασμένοι ) με τρελές κατηγορίες, χωρίς αποδείξεις, χωρίς τίποτε. Βλέπεις, σ’ αυτή τη χώρα ο Χριστοφοράκος φεύγει ταξιδάκια στο Μπέρλιν, κι ο Σίμος μπαίνει φυλακή για χρόνια ώστε να αθωωθεί σήμερα. Κάποτε το «πουτάνα κοινωνία», το λέγαμε χάριν αστεϊσμού. Σήμερα λέω Πουτάνα Κοινωνία και γεμίζει το στόμα μου οργή κι αγανάκτηση και θλίψη κι απελπισία και ό,τι άλλο σκέφτεσαι βάλτο μέσα…

Ακούω ευχές για επανάσταση και με πιάνουν τα γέλια, εμένα που πριν λίγα χρόνια ονειρευόμουν με τα μάτια ανοιχτά κατειλλημένες σχολές, φουγάρα από εργοστάσια να ατμίζουν επαναστατικό καπνό, συνελεύσεις στημένες και λόγους εμπνευσμένους ν’ ακούγονται εκεί, πιτσιρικάδες να συγκρούονται με μπάτσους και να τους αναγκάζουν σε τρεχάλα, σχέδια για την επόμενη μέρα να πέφτουν στα τραπέζια κι ερωτευμένα πιτσουνάκια να κυλιούνται στα χορτάρια όλης της χώρας• ονειρευόμουνα πολλά ο Μαλάκας. Και τώρα…να περιμένω τα συνδικάτα των χαραμοφάηδων να κυρήξουν καμιά απεργία, να βγούμε να κάνουμε βολτίτσα. Να περιμένω κάτι επίδοξους ηγετίσκους να τα βρούνε σχετικά με το ποιό πανό θα μπει μπροστά και ποιο προσυμφωνημένο με τους κρατικούς μηχανισμούς δρομολόγιο θ’ ακολουθήσουμε. Να φωνάζω τα ίδια και τα ίδια ξεπερασμένα συνθήματα γι’ αφεντικά, αστούς και κεφαλαιοκράτες. Ξεχάσαμε, σαν το ΚΚΕ, να προσαρμοστούμε στο ότι τα αφεντικά ζουν στο Αμέρικα, το κεφάλαιο τους είναι στο Γιβραλτάρ ή στη χώρα που κάνουνε ρολόγια δεν είναι εχθροί, αλλά άνθρωποι με τους οποίους θα συμβιώσουμε και δεν θα τους κρεμάσουμε, ούτε αυτούς, ούτε τους μπάτσους, ούτε τους πολιτικούς, γιατί αν το κάναμε θα γινόμασταν ίδιοι με τα μούτρα τους. Που σκατά είν’ η φαντασία; Λέμε για νέα γενιά, κι αναπαράγουμε τα συνθήματα, τις ιδέες, τα στερεότυπα που μας παρέδωσε η προηγούμενη γενιά. Ναι, αυτή που έζησε την καταναλωτική ευημερία και δεν έβγαλε κιχ για να την τελειώσει. Αυτήν που όταν τα (σήμερα τα λένε τοκογλυφικά) δάνεια έρεαν στα βύσματα και στις επιδοτήσεις και στα επιδόματα και όπου φανταστείς, έβγαζαν το σκασμό βουλώνοντας το στόμα με χρήμα. Λίγοι μιλούσαν, λίγοι άκουγαν…έτσι πάει. Σήμερα που μιλάν πολλοί, και ακούν πολλοί, υπάρχει σύχγυση επικοινωνίας. Μια μέση λύση δεν μας ταίριαξε ποτέ.

Κι αν φαίνομαι απογοητευμένος, είναι επειδή φαίνομαι και αδυνατισμένος. Είναι επειδή χάνω την ελπίδα για ένα μέλλον αλλιώτικο απ’ αυτό που μου υπόσχεται ο κάθε τραπεζίτης.. Είναι επειδή χάνω την ελπίδα και για τη μάνα μου και τον γείτονα, που τόσα έχω περάσει μαζί της και μαζί του. Είναι επειδή χάνω την ελπίδα μου και γι΄αυτόν κι αυτήν που δεν γνώρισα ποτέ, επειδή πάντα θα ήθελα να τον ή την γνωρίσω χαρούμενο/η κι όχι μέσα στη μιζέρια. Περιμένω από σένα, ναι, είναι αλήθεια. Περιμένω από σένα, που ‘σαι ακόμα ελπιδοφόρος, που ‘χεις ακόμα πολύ ζωντάνια μέσα σου, να βγεις και να με παρασύρεις. Περιμένω από όσους φόρεσαν κουκούλα να μου προσφέρουν κι εμένα μία, γιατί ενάντια στον απρόσωπο δυνάστη, θα πάω κι εγώ ανώνυμος επαναστάτης. Περιμένω από όσους δεν μασάνε από τα παραμύθια των μίντια, από αυτούς που έχουν τα κότσια να συγκρουστούν για τους εαυτούς τους και για μένα, να χαλάσουμε παρέα αυτή την κοινωνική ραθυμία, αυτό το μακρόσυρτο θάνατο. Δεν έχω την επόμενη μέρα σχεδιασμένη σε τεφτέρι, μην μου το ζητάς αυτό, γιατί δεν θα στο δώσω ακόμη κι αν μπορούσα να το κάνω. Θα την δημιουργήσω την επόμενη μέρα, παρέα με το φιλαράκο που ανέφερα παραπάνω. Και μην με κατηγορήσεις ότι σκέφτομαι με τη λογική του βλέποντας και κάνοντας, γιατί είμαι της λογικής του Πράττοντας και Αμφισβητώντας.

Θα συναντηθούμε στο δρόμο της πράξης
Θα μιλήσουμε στους διαλόγους της αμφισβήτησης
Τον Ιούνη που μας έρχεται ας σηκώσουμε τους γείτονες στο πόδι. Η ησυχία είναι για τους ήσυχους, η ασφάλεια για τους ασφαλίτες, και η επανάσταση για εμάς τους λυσσασμένους. Επαναστάτησε ρε! Μπορώ!

ΥΓ. Τώρα που τελείωσα, αλλάζω και τον τίτλο. Ας το κάνουμε «Κάλεσμα Ανώνυμου Λυσσασμένου».


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-aKS

Ο όχλος του θεάματος

Ο ίλιγγος και ο πυρετός των αναμετρήσεων κυριαρχούν όσο ποτέ στον σημερινό εμπορευματοποιημένο αθλητισμό: αμεσότητα στην απόλαυση που προσφέρει μια πολλαπλώς ενισχυμένη εικόνα. Αυτή η απόλαυση γενικεύεται και πείθει. Πλημμυρίζει τις οθόνες, κινητοποιεί τα πλήθη, προσελκύει το χρήμα. Όμως δεν θα μπορούσε να υπάρχει από μόνη της. Προϋποθέτει ένα πλαίσιο, ένα περιβάλλον ή μια κατάσταση. Αυτό άλλωστε συνιστά και όλη την πρωτοτυπία του αθλητισμού: πρέπει να παράγεται κάτι μαζικό για να κατευθύνει την ευχαρίστηση, να ιεραρχεί τα γεγονότα και τη διέγερση που προκαλούν, να κατασκευάζει και να διαιωνίζει συστήματα.

Ο αθλητισμός, το παιχνίδι, και η εργασία

Στην πραγματικότητα ο αθλητισμός καθ’ αυτός ελάχιστη σχέση έχει με τα σημερινά τηλεθεάματα των γηπέδων και των χρυσοπληρωμένων συμβολαίων. Όντας και αυτός ένα παιχνίδι, δεν αποσκοπεί μόνο στη διασκέδαση και την ψυχική ή σωματική διέγερση, αλλά συμβάλει στη διαμόρφωση συγκεκριμένων καταστάσεων κοινωνικής αλληλεγγύης, μιας και αποτελεί κύρια έκφραση αυτο-κυριαρχίας και ανεξαρτησίας.

Ερμής (μυθολογία), προστάτης του αθλητισμού.

Στο παιχνίδι, το μοναδικό «ωφελιμιστικό» κίνητρο είναι η ευχαρίστηση που δημιουργείται μέσα από τη συλλογική επαφή, μέσω της αλληλεπίδρασης ενός ατόμου με τα υπόλοιπα. Αντιθέτως, στην εργασία η υλική επιβράβευση (ανταμοιβή) αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από την αναγκαιότητα της επιβίωσης. Όμως, όπως στην εργασία υπάρχουν κανόνες, έτσι και στο παιχνίδι. Διότι, δίχως τους κανόνες είναι αδύνατο να δημιουργηθούν συγκεκριμένες συνθήκες που θα διαμορφώσουν μια Χ κατάσταση, πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί μια Ψ ανθρώπινη ενέργεια. Για παράδειγμα, η παροχή υπηρεσιών με σκοπό την (υλική) ανταμοιβή είναι μια διαδικασία που διέπεται από κανονισμούς που ρυθμίζουν την ομαλότητά της και εξασφαλίζουν την αρτιότητα της εκτέλεσής της. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται εργασία – ή ορθότερα, δουλειά – και οι συνθήκες που δημιουργεί πολλές φορές είναι ασφυκτικές, δυσάρεστες, και μή αναστρέψιμες λόγω του ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον παράγοντα επιβίωση, τον μόνο παράγοντα από τον οποίο η αναγκαιότητα δεν μπορεί ν’ αποκοπεί δίχως τη χρήση τεχνητών μέσων. Αντιθέτως, το παιχνίδι χαρακτηρίζεται από την ατομική και συλλογική ανεξαρτητοποίηση από κάθε είδους αναγκαιότητα. Δεν αρκεί όμως η χειραφέτηση από κάποιον καταναγκασμό για να δημιουργηθεί το παιχνίδι. Απαιτείται η δημιουργία καταστάσεων όπως α) η καλλιέργεια και ανάδειξη της ατομικότητας και β) η αυτο-κυριαρχία. Αυτές οι καταστάσεις καλλιεργούν τις κατάλληλες συνθήκες, που στο συλλογικό επίπεδο, μας επιτρέπουν ελεύθερα να θέτουμε τους δικούς μας κανόνες σχετικά με το πώς θα διεξαχθεί μια συγκεκριμένη ενέργεια που θα στοχεύει στην προσωπική ευχαρίστηση του καθενός, σε πλήρη εξάρτηση με τη συλλογική. Δηλαδή, εδώ, δεν μπορεί ένα άτομο να νοιώθει ευχάριστα αν δεν νοιώθουν όλοι οι συμμετέχοντες το ίδιο αλλά και αντιστρόφως.

Ο ολοκληρωτισμός του θεάματος και της οχλοκουλτούρας

Στην αρχαία Αθήνα, ο αθλητισμός αποτελούσε κοινωνικό αγαθό. Όπως αναφέρει ο Χέγκελ (σ. 189, αναφορικά με τον αθλητισμό στην αρχαία Ελλάδα): «Αν εντρυφήσουμε στην εσώτερη φύση αυτών των σπορ, θα παρατηρήσουμε πρώτα απ’ όλα πως το σπορ το ίδιο αντιτίθεται στη σοβαρή ενασχόληση, στην εξάρτηση και την ανάγκη. Έτσι, η πάλη, ο δρόμος, το αγώνισμα, δεν ήταν σοβαρή υπόθεση• δεν προϋποθέτανε καμία υποχρέωση άμυνας, καμία αναγκαιότητα αγώνα». Ο αθλητισμός, εντασσόταν στην κατάσταση του παιχνιδιού. Αντίθετα, όμως, στη Σπάρτη, χρησιμοποιούνταν ως μέσο επιβολής και διαμόρφωσης μιας στρατιωτικού τύπου ομοιομορφίας, ένα είδος δημοκρατικού δεσποτισμού, χειραγώγησης και ολοκληρωτισμού. Ο Αλέξις Ντε Τοκβίλ μας δίνει τον ακριβή όρο της έννοιας του δημοκρατικού δεσποτισμού που για τον ίδιο αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες απειλές της ελευθερίας του ανθρώπου (εφ’ εξής θα τον αποκαλούμε φιλελεύθερο ολοκληρωτισμό, μιας και ο όρος δημοκρατία θα ήταν καλύτερο να μην συγχέεται με αυστηρά ετερόνομες έννοιες). Ο Τοκβίλ, λοιπόν, πίστευε ότι η δημοκρατία δεν είναι απλώς ένα ζήτημα πολιτειακό, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μια κοινωνική κατάσταση: αφορά, δηλαδή, τις συνθήκες και τις τάσεις που επικρατούν μέσα σε μια κοινωνία, τάσεις που δεν είναι δημιούργημα κανενός άλλου παρά των ίδιων των μελών της και εμποδίζουν την ατομικότητα να θυσιαστεί στο βωμό του συλλογικού συμφέροντος, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν συνθήκες ισότητας απέναντι στους νόμους και τους θεσμούς. Ο φιλελεύθερος ολοκληρωτισμός δεν αφορά μόνο τη δικτατορία της πλειοψηφίας που με τα χαρακτηριστικά της επισκιάζει το κοινωνικό πράττειν, αλλά είναι μέρος μιας κατάστασης κατά την οποία η κοινωνία αυτο-εκμηδενίζει την ποικιλογνωμία και ποικιλομορφία της για χάρη μιας κοινής ιδεοληψίας. Απομονωμένα έτσι τα άτομα και φυλακισμένα στο ιδιωτικό τους κελί, έχοντας σκοτώσει κάθε ίχνος ατομικότητας, μετατρέπονται σε έναν ομοιόχρωμο όχλο.

Όταν, λοιπόν, η ατομικότητα και η επικοινωνία υποχωρούν και ταυτολογικά τα άτομα επενδύουν στη λογική της μάζας, τότε αναδύεται ο φιλελεύθερος ολοκληρωτισμός, που σταδιακά και ανάλογα με τις περιστάσεις, οδηγεί στην απόλυτη ολοκληρωτική τυραννία. Ένα από τα εντονότερα παραδείγματα κινημάτων που χαρακτηρίζονται από τέτοιες τάσεις είναι το κίνημα του τσαγιού στις Η.Π.Α. και τα διάφορα λαϊκιστικά αριστερά κινήματα της Λατινικής Αμερικής. Οι τυφλοί υποστηρικτές των κινημάτων αυτών σπάνια επικοινωνούν μεταξύ τους (άλλωστε, δεν τους ενδιαφέρει κάτι τέτοιο), δεν ανταλλάσσουν απόψεις ούτε προτάσσουν εν δυνάμει νέες δημοκρατικές κοινωνικές δομές όταν συγκρούονται με την καθεστηκυία τάξη (ιδιαίτερα στην περίπτωση των Tea Parties όπου η χειραγώγηση δεν τους επιτρέπει καν να αναγνωρίσουν ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της). Απεναντίας, ενώνονται είτε κάτω από μια κοινή ιδεολογική γραμμή που χαρακτηρίζεται από μια μεσσιανικού τύπου κοσμοαντίληψη (όπως ο εθνικισμός και ο Κομμουνισμός), δημιουργώντας καταστάσεις μαζικής υστερίας, όπου η αναζήτηση εχθρών και οι προσωπολατρικές τάσεις προς κάποιον ηγέτη/δημαγωγό διαβρώνουν ολικά κάθε κινηματική δράση.

Στην Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα, τέτοιου είδους κινήματα κατά καιρούς κάνουν έντονη την εμφάνισή τους, με κύριο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους αγανακτισμένοι της «πάνω» πλατείας του Συντάγματος οι οποίοι δρώντας σαν μια εύκολα χειραγωγίσιμη απολιτίκ αγέλη, είχε υιοθετήσει πλήρως την λαϊκιστική υστερία του τύπου: «οι προδότες στο Γουδί», μια κινηματική τάση που αργά, μα σταθερά, θέτει τα θεμέλια για την άνοδο της ακροδεξιάς (και κυρίως της Χρυσής Αυγής, η οποία ιδιοποιείται τις μικροαστικού και λουμπενικού τύπου αντιδράσεις της απο-πολιτικοποιημένης νεολαίας). Όμως ο κυριότερος χώρος έκφρασης τέτοιου είδους τάσεων είναι τα γήπεδα (άλλωστε, τα εθνικιστικά συνθήματα της «πάνω πλατείας» παραπέμπουν κυρίως στον χώρο του ποδοσφαιρικού αναλώσιμου θεάματος), όπου η έννοια της οχλοποίησης συνοδεύεται πάντοτε και από έναν διάχυτο μανιχαϊσμό.

Αυτό που χαρακτηρίζει όμως περισσότερο μια κατάσταση φιλελεύθερου ολοκληρωτισμού είναι η αδυναμία των ατόμων να την ελέγξουν και να την ανατρέψουν, είτε να την αλλάξουν· κι αυτό είτε διότι έχουν κυριευτεί από την αναγκαιότητα που τους επιβάλει η θεολογικού τύπου ιδεολογία που τυφλά ακολουθούν, είτε λόγω της αδυναμίας τους να κατανοήσουν ότι η οχλοποίηση δεν είναι αντικατάστατο της κοινωνικοποίησης. Η έλλειψη ατομικότητας αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες που οδηγούν στη οχλοποίηση. Σε αυτήν την κατάσταση εμπίπτει ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός και κάθε είδους θέαμα. 1) Ο θεατής παρακολουθεί τον αγώνα παθητικά δίχως να έχει τη δυνατότητα να παρέμβει. Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι έτοιμοι, δοσμένοι και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Ο διαιτητής και οι παίκτες θα τους ακολουθήσουν και θα πράξουν αυτό που οι ίδιοι μπορούν, ενώ ο θεατής έχει μηδενική ή ελάχιστη ισχύ πάνω στο παιχνίδι. [1] Απεναντίας, ο αθλητισμός ως ομαδικό παιχνίδι, δεν προϋποθέτει κερκίδες και φανέλες που θα προωθούν μια τετριμμένη ομοιομορφία. Απουσιάζουν επίσης οι κάθε λογής φανατικοί οπαδοί που θα ήταν έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους για την ομάδα. Απουσιάζει λοιπόν αυτού του είδους η ταυτολογική κλειστότητα ενώ αυτοί που θα εκτονωθούν θα είναι οι ίδιοι οι παίκτες που παράλληλα παρεμβαίνουν στις καταστάσεις (που οι ίδιοι δημιουργούν) και τις αλλάζουν (από αυτούς και μόνο εξαρτάται π.χ. αν θα σκοράρει η μια πλευρά έναντι της άλλης). Μπορούν επίσης, όποια στιγμή θελήσουν, να αντικαταστήσουν τους κανόνες του παιχνιδιού τους με καινούριους, εφόσον οι ίδιοι επιθυμούν.

Στον εμπορευματοποιημένο αθλητισμό, η ιεραρχία είναι εκείνη των πινάκων προαγωγής όπου, μετά από κάθε συνάντηση διορθώνονται-αλλάζουν οι θέσεις των επιτυχόντων και των αποτυχόντων, όπου προβάλλεται ένα πάνθεον επιτυχιών και διακρίσεων καθώς και μία κατηγορία ηττημένων και «ταπεινωμένων». Ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός, κατά βάση, δεν είναι καν παιχνίδι, αλλά μια δουλειά, μια παροχή υπηρεσιών. «Ποτέ δεν λέω ότι πάω να παίξω ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο είναι μια εργασία», λέει ο Μάικ Ίνγκλαντ (παράθεση από το βιβλίο του Βιννάι, «το ποδόσφαιρο ως ιδεολογία», σ. 7). Οι παίκτες αμείβονται για να προσφέρουν το θέαμα που το κοινό επιζητά. Αντίθετα, στον αθλητισμό ως παιχνίδι σπάνια θα μπορούσε κανείς να δει «ταπεινωμένους» και αποθεωμένους παίκτες, αλλά μόνο ηττημένους και νικητές που μετά τη λήξη του παιχνιδιού θα μπορούσαν κάλλιστα να μοιραστούν το ίδιο τραπέζι σε γεύμα, να συζητήσουν, να ανταλλάξουν απόψεις ή ν’ αστειευτούν. Στο επόμενό τους παιχνίδι μέρος των ηττημένων και των νικητών της προηγούμενης φοράς θα μπορούν να είναι στο ίδιο στρατόπεδο. Με άλλα λόγια, ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός προωθεί μια ιδανική αντι-κοινωνία, έναν οργανωμένο οχλοποιημένο χώρο, που ανάγεται σε ιδεοτυπικό παράδειγμα το οποίο υποτίθεται πως εγγυάται τις πιο πολύτιμες αξίες των κοινωνιών μας: την ισότητα των ευκαιριών (και συνεπώς την εξήγηση της αποτυχίας μέσω της εδραίωσης της πεποίθησης ότι όποιος αποτυγχάνει ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο αυτός για την αποτυχία του – αφού τάχα είχε ίσες ευκαιρίες – κάτι που όμως προφανώς δεν μπορεί να ισχύει στον εμπορευματοποιημένο αθλητισμό), την αμεροληψία των διαιτητών (κάθε απόφασή τους δεν θα έπρεπε να αμφισβητείται γιατί οι προθέσεις τους θεωρούνται εξ αρχής καλές και η μόνη πιθανότητα είναι να υποπέσουν και αυτοί σε «ανθρώπινα λάθη»), την ηθική των συμμετεχόντων, το σεβασμό των φιλοξενουμένων: μια εικόνα απόλυτης αγνότητας, τόσο απαιτητική και τόσο επιτηρούμενη που μοιάζει σχεδόν εξωπραγματική.

Ποδόσφαιρο και εθνικισμός

Ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός, λοιπόν, μέσα στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο και εντός των πλαισίων της κυρίαρχης ιδεολογίας, επίσημα αντιδιαστέλλεται σταθερά προς τη βία, το φανατισμό και τον εθνικισμό. Στην πραγματικότητα βέβαια καταφέρνει το ακριβώς αντίθετο λόγω της οχλοκουλτούρας που προωθεί και του εθισμού που αυτή προσφέρει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ακραίες ρατσιστικές οργανώσεις ξεπηδούν μέσα από ποδοσφαιρικά γήπεδα, ή το γεγονός όπου μικροπαρεξηγήσεις σε ποδοσφαιρικούς αγώνες επεκτείνονται σε ευρείας κλίμακας βιαιοπραγίες εναντίον έγχρωμων και αλλόφυλων γενικά. Το ποδόσφαιρο έχει μια μακρά ιστορία βίας και μάλιστα κατ’ εξοχήν εθνικά χρωματισμένης. Μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στην ίδια τη διεξαγωγή του αθλήματος ή απλά στις κοινωνικές προϋποθέσεις εμφάνισης του φανατισμού σε μια μερίδα οπαδών; Ο Έρικ Ντάνινγκ εντοπίζει το στενό δεσμό αθλητισμού και βίας στο ίδιο το αθλητικό πεδίο θεωρώντας ότι «όλα τα αθλήματα είναι εγγενώς ανταγωνιστικά και, ως εκ τούτου η βία είναι εγγεγραμμένη στο αθλητικό πεδίο επέχοντας τη θέση συστατικού γνωρίσματος». Δεδομένου όμως ότι το ποδόσφαιρο (κυρίως) χρησιμοποιείται ως μέσο έκφρασης της ταυτολογικής κλειστότητας του ανθρώπου και όντας ένας ετερόνομος θεσμός, είναι φανερό ότι δεν αντανακλά τίποτα περισσότερο παρά την ετερόνομη σύνθεση της κοινωνίας. Κατά τον Ντάνινγκ τα «αθλήματα είναι θύλακες όπου η φυσική βία ασκείται κατά τρόπο κοινωνικά αποδεκτό και τελετουργοποιημένο». Μέσα απ’ αυτή την πολεμική εικόνα αναδύονται και οι αντίστοιχοι άνδρες-πολεμιστές φανερώνοντας τη στενή σύνδεση του ποδοσφαίρου με μια μορφή επιθετικής αρρενωπότητας. Σε μια συνέντευξη του ο πρώην ποδοσφαιριστής Ν.Ζινολά έλεγε «στο τέλος ματώνουμε, όλο το σώμα είναι γεμάτο γρατσουνιές. Μοιάζουμε με κτήνη». Η συνύφανση αθλητισμού και βίας καθιστά ορατή τη σχέση ανάμεσα στα αθλήματα και τον πόλεμο, καθώς η αντιπαράθεση των ομάδων λαμβάνει ένα χαρακτήρα «εικονικών μαχών», συγκρούσεων μεταξύ αντιπάλων στρατοπέδων που ρυθμίζονται με βάση κανόνες που συνιστούν μιαν ορισμένη τελετουργία. Ο Γκέρχαρντ Βιννάι αναγνωρίζει αυτή τη σχέση στην ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ποδοσφαιρικών αγώνων: ο αντίπαλος «νικιέται, εξαφανίζεται, σαρώνεται στο γήπεδο, εξουδετερώνεται, ή εκτοπίζεται». Ένας πετυχημένος παίκτης μπορεί ν’ αναφερθεί σαν «λιοντάρι στην επίθεση, βομβαρδιστής, ψυχρός εκτελεστής, εκρηκτικός και να περιγραφεί σαν πανούργος, ασυμβίβαστος, οξύς».

Πέρα από την δημοσιογραφική γλώσσα των αθλητικογράφων, υπάρχει όμως και η λεκτική (κατ’ αρχήν) βία των οπαδών: συνθήματα σεξιστικά, ή με άμεση αναφορά σε επαπειλούμενες βιαιοπραγίες, συνθήματα γεμάτα μίσος και ειρωνεία για τον αντίπαλο και τη δική του στρατιά οπαδών•  μια λογική παράλογη που υποτιμά σε σημείο γελοιοποίησης τον ηττημένο ή προσπαθεί να αμαυρώσει (δικαίως ή αδίκως) την επικράτηση του νικητή. Ο οπαδός του εμπορευματοποιημένου αθλητισμού, αυτός ο αμέτοχος, αποχαυνωμένος θεατής, είναι πάντα γεμάτος μίσος, είτε χάσει είτε κερδίσει η «ομάδα του». Στην πραγματικότητα αντλεί μια διεστραμμένη ευχαρίστηση και όχι μία άμεση ικανοποίηση από τις αξίες που υποτίθεται πως εξυμνεί το άθλημα και ο αθλητισμός εν γένει. Η ευχαρίστηση έρχεται δια μέσω της εκμηδένισης του αντιπάλου και όχι λόγω της αναγνώρισης της προσπάθειας του αθλητή που υποστηρίζει. Πρόκειται για μια αντανάκλαση ευχαρίστησης και όχι για μία άμεση, αυθόρμητη, υγιή χαρά. Ο οπαδός προβάλει στον αντίπαλο οπαδό και στην αντίπαλη ομάδα όλα τα μειονεκτήματα που (δι)αισθάνεται ότι έχει ο ίδιος. Μέσω αυτής της προβλητικής ταυτοποίησης διεκπεραιώνει δύο ψυχικές ανάγκες – έρχεται να καλύψει δύο προσωπικά κενά: από τη μία πλευρά ξεχνάει τη δική του ασημαντότητα και μιζέρια και από την άλλη βρίσκει άλλοθι να εκλογικεύσει και να εξωτερικεύσει την βία που γεννιέται από την έλλειψη αυτοεκτίμησης. Παράλληλα, με τη συμπεριφορά του συμβάλλει ταυτόχρονα και στην διαιώνιση ενός εξωτερικού, αντικειμενικού αποτελέσματος αφού καταφέρνει να τρέφει τον (στην ουσία του) ανηδονικό κόσμο του εμπορευματοποιημένου θεάματος.

[1] Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του προτάγματος της αυτονομίας είναι ότι δίνει στα άτομα μιας κοινωνίας τη δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη και διαμόρφωση των αποφάσεων. Η δυνατότητα τού να μπορεί κάθε μέλος να παρεμβαίνει (όποτε φυσικά χρειάζεται) στις αποφάσεις που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία κάποιων θεσμών αποτελεί θεμέλιο λίθο για την πραγμάτωση της δημοκρατίας. Στη δημοκρατία, οι πολίτες ενώνονται ως διαφορετικοί, και με βάση τη διαφορετικότητά τους αυτή δημιουργούν πολιτικά σώματα, τα κοινά. Η απώλεια της αυτονομίας, σηματοδοτεί την έναρξη μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από στυγνή ανελευθερία. Αυτού του είδους η ανελευθερία χαρακτηρίζει το ποδόσφαιρο και κάθε είδους εμπορευματοποιημένο θέαμα ή ετερόνομο θεσμό: η αδυναμία της παρέμβασης μέσω της παθητικοποίησης του κοινού (όπως ειπώθηκε παραπάνω). Αυτή η παθητικοποίηση δεν έχει να κάνει μόνο με την έλλειψη συμμετοχής. Παρομοίως, σε μια θεατρική παράσταση το κοινό εξίσου δεν μπορεί ούτε να παρέμβει, αλλά ούτε και να διαφωνήσει με τους σκηνοθέτες, τους ηθοποιούς και τους χορογράφους. Όμως σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο, το θέατρο παρά του ότι περιορίζεται σε μια παρόμοιου τύπου απολυτότητα, έχει την ικανότητα να διαπερνά μηνύματα, εν ολίγοις, να πλάθει έναν κόσμο ατομικών και συλλογικών φαντασιακών σημασιών, να αντιπροτείνει και να αμφισβητεί, ενώ παράλληλα παρέχει στον θεατή τη δυνατότητα της σκέψης και κριτικής: αποδοχή ή απόρριψη των μηνυμάτων, δυνατότητα συζήτησης και προβληματισμός. Απεναντίας, στο εμπορευματοποιημένο ποδόσφαιρο η πλοκή περιορίζεται σε μια στείρα και αναπαραγόμενη εικόνα που δεν αμφισβητεί και δεν προτείνει (και ούτε φυσικά παρέχει τη δυνατότητα αυτή), παρά μόνο επενδύει στη σωματική και διανοητική χαλάρωση, μέσω των συνεχόμενων εναλλαγών και της ταύτισης του ατόμου/οπαδού με έναν όχλο, στον οποίο η έννοια της συλλογικότητας αντικαθίσταται με το μπουλούκι μιας μάζας κονιορτοποιημένων ατόμων.

Βέβαια, οτιδήποτε προωθεί την διανοητική χαλάρωση δεν είναι πάντα κατακριτέο. Το παιχνίδι ως ένα βαθμό στηρίζεται στην χαλάρωση ·  αυτήν που είναι απαραίτητη για την επαναδιαπραγμάτευση των καταστάσεων και ταυτόχρονα βοηθά στην απομάκρυνση κάποιας τελολογικής αναγκαιότητας που πολλές φορές δεν είναι παράγωγο της έλλειψης παιδείας, αλλά και της υπερ-ιδεολογικοποίησης. Όταν το άτομο θέτει ως πρωταρχικό στόχο της ζωής του τη συσσώρευση τόνων φιλοσοφικών γνώσεων, απομονώνεται εξίσου (και μάλιστα οικειοθελώς) από την κοινωνία που θέλει ν’ αλλάξει. Στην συνέχεια την παρερμηνεύει λόγω του ότι η επαφή του με αυτήν είναι μηδαμινή όντας εγκλωβισμένο μέσα στον δικό του ιδεατό μικρόκοσμο. Δηλαδή, το άτομο πολιτικοποιείται ιδεαλιστικά και όχι πρακτικά. Δε συμμετέχει στην καθημερινότητα ώστε να μπορεί να την αγγίξει και να την θίξει εμπράκτως. Έτσι χάνει την ευστροφία του και την ικανότητα κατανόησης και προσανατολισμού. Τέτοιου είδους καταστάσεις δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα σε ανελευθερία από κάποιο ολοκληρωτικό κίνημα. Το πρόβλημα στην περίπτωση της διανοητικής χαλάρωσης, βέβαια, δημιουργείται όταν η χαλάρωση αυτή προσφέρεται ως προϊόν μαζικής κατανάλωσης και αντικαθιστά την αμεσότητα και επικοινωνία του καθημερινού παιχνιδιού.

Πηγές
Vigarello Georges, Απ’ το παιχνίδι στο αθλητικό θέαμα, Αλεξάνδρεια, 2004
Γκολφινόπουλος Γιάννης, Έλληνας Ποτέ, Ισνάφι, Ιωάννινα, 2009
Κανέλλης Ηλίας , Εθνοχουλιγκανισμός, Οξύ, 2005
Χέγκελ, Διαλέξεις Πάνω στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, Λονδίνο, 1898
Alexis De Tocqueville, Democracy in America, Penguin Books, 2010
Gerhard Vinnai: Το ποδόσφαιρο σαν ιδεολογία

Συγγραφή: Efor, Μιχάλης Θ και Ian Delta

Λίγα λόγια για την 20/10

Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, τα βασικά για την χθεσινή μέρα έχουν ειπωθεί στο σύνολό τους και το μόνο που μένει είναι να δούμε την μακροπρόθεσμη ή/και βραχυπρόθεσμη επιρροή τους στον κόσμο που αυτές τις μέρες αποφάσισε να διαδηλώσει, δημιουργώντας την μαζικότερη απεργιακή διαδήλωση στην μεταπολίτευση (19/10). Σκοπό δεν έχουμε να κάνουμε έναν απολογισμό της ημέρας, ούτε να περιγράψουμε «αντικειμενικά» κάποια σημεία, αλλά να θίξουμε μερικά ζητήματα που φαίνεται να μονοπωλούν τις συζητήσεις, μιας και, (ίσως) τα συμβάντα που συνδέονται με αυτά θα καθορίσουν τις πολιτικό-ιδεολογικές και κινηματικές θέσεις και απόψεις στο μέλλον.

Η στάση του ΚΚΕ-ΠΑΜΕ

Η χθεσινή στάση του ΚΚΕ-ΠΑΜΕ προκάλεσε σίγουρα την αμηχανία σε όλη την (υπόλοιπη;) αριστερά – κρίνοντας από τις ανακοινώσεις της – αλλά και την οργή στους χιλιάδες διαδηλωτές που απέκλεισε από το πάνω μέρος της πλατείας, ενώ μόλις πριν κάτι μήνες στο κίνημα των αγανακτισμένων, του οποίου καρδιά ήταν συγκεκριμένα αυτή η πλατεία, το ίδιο το ΚΚΕ όχι μόνο απείχε – στηρίζοντάς το ευκαιριακά από το γυαλί – αλλά το λάσπωνε στα αμφιθέατρα κάνοντας λόγο για την ύπαρξη φασιστικών ομάδων στους κύκλους του – γνωρίζοντας βέβαια ότι ομάδες υπερσυντηρητικών και νεοφασιστών έχουν αποκλειστεί από τις συνελεύσεις και ότι οι ίδιες στην πραγματικότητα αποτελούσαν τον μεμονωμένο όχλο της πάνω πλατείας [1]. Η στάση του όμως αυτή το λιγότερο που θα έπρεπε να κάνει είναι να μας εκπλήσσει, και δυστυχώς χρειάστηκε αυτή η μέρα για να δώσει τέλος στις αυταπάτες ορισμένων που αγανακτούσαν «γιατί το ΠΑΜΕ φεύγει», τρέφοντας, ενδόμυχα ίσως, φρούδες ελπίδες για ένα νέο «ΕΑΜ». Πόνταρε στην «προβοκάτσια» την οποία το ίδιο με την στάση του προκάλεσε, ώστε όταν αυτή γινόταν από τους δήθεν «γνωστούς-άγνωστους» αυτό θα έβγαινε ως ο περιφρουρητής των «φιλήσυχων πολιτών», ως εγγυητής της ομαλότητας και ως μια δύναμη άξια εμπιστοσύνης στο εκλογικό παιχνίδι του οποίου η δυσοσμία έχει αρχίσει να γίνεται εδώ και κάτι μέρες έντονη από καθεστωτικούς δημοσιογράφους που προσφάτως έγιναν «αντισυστημικοί», προωθώντας μάλιστα και την δυσφορία τους που η αριστερά φαίνεται πολυδιασπασμένη.

Το πραγματικό πρόσωπο και ο ρόλος του ΚΚΕ πλέον αποκαλύφθηκαν. Τα συνθήματα στην πλατεία Συντάγματος «ΚΚΕ, το κόμμα σου χαφιέ» δεν τα φώναζαν μόνο αναρχικοί. Οι κρανοφόροι του απέδειξαν πόσο αδίστακτοι είναι. Απέδειξαν πόσο πιο κατασταλτικοί από την αστυνομία θα μπορούσαν να γίνουν. Μάλιστα, ενώ ένας ηλικιωμένος είχε χάσει τις αισθήσεις του δίπλα σε καφετέρια στην πλατεία Συντάγματος, οι δυνάμεις του ΚΚΕ από πάνω πετούσαν πέτρες εντός, και έσπρωχναν διαδηλωτές να πέσουν κάτω. Παρόμοιες επιθέσεις και τραμπουκισμοί μελών του ΠΑΜΕ εναντίον διαδηλωτών έλαβαν μέρος και σε άλλες πόλεις, όπως τα Ιωάννινα, δίχως να υπάρξει καμία απολύτως αφορμή «επίθεσης από παρακρατικούς!» Με τη στάση του αυτή, το ΚΚΕ ξεκαθαρίζει ποιες είναι οι πραγματικές του θέσεις: «έναν ηγέτη πρέπει να τον φοβούνται και να τον αγαπούν. Αν δεν γίνεται και τα δύο, τότε καλύτερα μόνο να τον φοβούνται» και πως «τους αντιπάλους σου ή πρέπει να τους παίρνεις με το μέρος σου ή να τους εκμηδενίζεις» (Νικολό Μακιαβέλι – «Ο Ηγεμόνας»). Είναι, τελικά, το ΠΑΜΕ τμήμα του κινήματος, ή μήπως έχει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με τις φασιστικές οργανώσεις (ένας ολοκληρωτικός μηχανισμός που ελέγχει την κάθε γωνία της κοινωνίας, οι μπάτσοι στη θέση των μπάτσων); [2]

Και σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, το ίδιο το ΚΚΕ θεώρησε σωστό με τις δηλώσεις του να βάλει σε ένα σώμα όλο το φάσμα του πολιτικού χώρου, κάνοντας λόγο για «φασιστοειδή», «αναρχοαυτόνομους», «φασίστες», για «Καρατζαφερικούς», ενώ το βράδυ της 20.9., η Γ.Γ. σε τηλεοπτική εκπομπή μίλησε για «αναρχοαριστερούς» και «αναρχοδεξιούς», δημιουργώντας και πολιτικούς νεολογισμούς, τονίζοντας πόσο προσπαθούν όλοι αυτοί να υπονομεύσουν το «οργανωμένο ταξικό κίνημα». Τίποτα αναπάντεχο μέχρι στιγμής. Το πιο ακραίο θα ερχόταν μετά, όταν στην αρχική δήλωσή του, το γραφείο τύπου του ΚΚΕ θα επιχειρούσε ν’ αποδώσει τον θάνατο του εκλιπόντος συνδικαλιστή του ΠΑΜΕ στην δράση αναρχικών, ενώ o ιατροδικαστής έχει ήδη κάνει ανακοίνωση ότι το θύμα δεν έφερε τραύματα και μάλλον υπέκυψε εξαιτίας των χημικών [3]. Χωρίς ίχνος σεβασμού, όχι προς τον εαυτό του – αυτόν τον έχει χάσει εδώ και καιρό – αλλά ούτε προς το θύμα, την οικογένειά του και προς την ίδια του την βάση η οποία πιστεύει τυφλά σε αυτό, ούτε και προς την υπόλοιπη κοινωνία η οποία προφανώς θα έχει μάθει την αλήθεια – αν όχι είναι θέμα χρόνου – χρησιμοποιεί το τραγικό συμβάν για να στοχοποιήσει έναν πολιτικό χώρο και να παρουσιάσει τον εαυτό του πάλι ως «θύμα προβοκατόρων». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε και την αδιανόητη στάση της βάσης, η οποία ιδεολογικά τυφλωμένη, αδιαφορεί για την επαίσχυντη αυτή εκμετάλλευση, εκμετάλλευση η οποία ξεπερνά σε θράσος και υποκρισία ακόμα και αυτήν της επίσκεψης του Παπανδρέου στην κηδεία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.

Τα (υπόλοιπα;) κόμματα της Αριστεράς

Ανάξια λόγου είναι και η στάση των κομμάτων της Αριστεράς – κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής. Όχι μόνο παρέμεινε τυφλή στον εκτυφλωτικό τσαμπουκά του ΠΑΜΕ και των μπάτσων του, αλλά σε μια προσπάθεια να μην αφήσει κανένα στεναχωρημένο, αρνήθηκε να πάρει σαφείς θέσεις πάνω στα καυτά, και με μεγάλες πολιτικές-κινηματικές προεκτάσεις για το μέλλον, συμβάντα. Είναι στην μόδα τώρα, από κάθε αριστεροδέξια γωνία της Αριστεράς μέχρι το Alter, να γίνεται λόγος για «κουκουλοφόρους και παρακρατικούς» ως ένα και το αυτό, καθαρίζοντας έτσι από τις ευθύνες τους τους αναρχικούς – ή αδίκως τσουβαλιάζοντάς τους σε μια ομοιόμορφη παρακρατική γκρούπα. Ίσως αυτή η μέρα έφερε στην επιφάνεια την ανομολόγητη, συμπλεγματική και αξεπέραστη απ΄ό,τι φαίνεται σχέση της Αριστεράς με το παρελθόν της. Όλα αυτά βέβαια υπό το φόντο του θεσμού που κατέκτησε τις καρδιές κάθε αριστερού – των εκλογών – και μιας ενδεχόμενης «συμμαχίας ανατροπής» με την βοήθεια των νεοφώτιστων δημοσιογράφων, μια συμμαχία που μάλλον θα είναι υπέρθεση και ανάδειξη των αρνητικών και όχι των θετικών σημείων των επιμέρους κομμάτων και ιδεολογικών τοποθετήσεων. Το γεγονός ότι υπάρχει όντως ένα πολιτικό κενό – όπως δείχνουν οι σφυγμομετρήσεις και η «λογική» – είναι τέλεια ευκαιρία για βαρύγδουπες αλλά κυρίως ακίνδυνες και βολικές κατηγορίες, και η ανάδειξη αυτής της αμήχανης κενής πολιτικής ρητορείας και στάσης τους όχι μόνο προκαλεί την αδιαφορία και αποστροφή του κόσμου που έχει ανάγκη για κάτι πιο μαχητικό, αλλά κάνει και τσιτάτα «τσάμπα μάγκες» να πιάνουν στόχο από άτομα που τα ίδια είναι στόχος για τον λαό.

Η στάση του α/α/α χώρου – αυτοκριτική.

Σαφώς η επανάσταση πρέπει ν΄αμυνθεί και να εξελιχθεί με μια αμείλικτη λογική. Αλλά δεν πρέπει και δεν μπορεί ν΄ αμυνθεί με μέσα που αντιφάσκουν στους σκοπούς της […] Αν, προκειμένου να νικήσουμε, θα ‘πρεπε να στήσουμε κρεμάλες στις πλατείες, θα προτιμούσα να χάσουμε. (Ερίκο Μαλατέστα)

Η άθλια στάση του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ δυστυχώς πόλωσε το κλίμα και καθένας από τον χώρο του επιδόθηκε στο σπορ της απόδοσης των ευθυνών. Όπως είπαμε και παραπάνω, δεν περιμέναμε τίποτα καλύτερο από το ΚΚΕ, αλλά, ως ένα βαθμό, θα ήταν σωστό να βλέπαμε και τα λάθη του «χώρου»: α) η μολότοφ που πετάχτηκε δεν ήταν μια «ατυχής» στιγμή! β) Η ρίψη πέτρας εναντίον άοπλων πολιτών θα μπορούσε ν’ αποβεί θανατηφόρα. Ακόμα και αν αυτό τρέξουμε να το πιστώσουμε, με ένα φτερωτό επιχείρημα, στους «παρακρατικούς», το γεγονός όπου ορισμένοι άρχισαν να τρέχουν προς την συμπλοκή – ίσως με ένα κρυφό χαμόγελο πίσω από το χείλος – φωνάζοντας «πάμε να δείρουμε Κνίτες», ή όταν 20 άτομα έχοντας πιάσει έναν ΚΝΑΤ [4], τον χτυπούσαν όπως βαράνε οι μπάτσοι αυτούς που πιάνουν, αδιαφορώντας πλήρως και για τον ηλικιωμένο που 2 μέτρα δίπλα είχε χάσει τις αισθήσεις του, όλα αυτά αναιρούν τις συνωμοσιολογικές τοποθετήσεις περί προβοκατόρων! Το ότι κάποιοι αποφάσισαν να καταφύγουν στη βία – μια λέξη που έχει γίνει λάστιχο – ως «μονόδρομος στην συγκεκριμένη περίπτωση» καταρρίπτει για μια ακόμη φορά τα προβοκατορολογικά σενάρια, και αν μη τι άλλο φανερώνει τις οχλοκρατικές τάσεις που έχουν πλέον ριζώσει βαθιά στο Ελληνικό χειραφετησιακό κίνημα. Ώρες ώρες, τέτοια ξεσπάσματα σε τέτοιες στιγμές δίνουν την εντύπωση πως οι τάσεις που κυριάρχησαν σε μονωμένα άτομα του χώρου δεν ήταν η μη ειρηνικής φύσεως αλλά αναπόφευκτη, ωστόσο, επιθυμία απώθησης των ΚΝΑΤ καθεαυτή και ο στοχασμός πάνω στις μορφές που θα μπορούσε να πάρει, αλλά το θέαμα που παράγεται από τέτοιου είδους ενέργειες. Και όσο πιο αδιάλλακτη είναι η πράξη, τόσο πιο μπρουτάλ το θέαμα. Δεν θα προσπαθήσουμε να δώσουμε ξεκάθαρες απαντήσεις σχετικά με το τι έπρεπε να είχε γίνει με τα ΚΝΑΤ που είχαν αποκλείσει πραξικοπηματικά το πάνω μέρος της πλατείας, κριτικάρουμε όμως αυτό που έγινε, αυτό που είδαμε και ζήσαμε. Δεν μπορείς να καταπατάς τόσο εύκολα όλες τις αξίες που υποτίθεται ότι πρεσβεύεις και μάχεσαι για αυτές, και μετά να κατηγορείς τους άλλους ότι κάνουν ακριβώς αυτό. Ο κόσμος μια μέρα πριν χειροκροτούσε όταν κάποιοι επέλεξαν τον συλλογικό δρόμο και όχι αυτόν του «κάνουμε το κομμάτι μας» και βοηθούσε μπροστά στην πλατεία με τα δακρυγόνα.

Τι εννοούμε, φυσικά, με όλα τα παραπάνω; Σίγουρα, δεν προσπαθούμε να κρατήσουμε «ίσες αποστάσεις» ακόμη και αν αυτό είναι το τελικό συμπέρασμα που θα μπορούσε κάποιος να αποκομίσει. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο α/α/α χώρος δεν είναι ένα ενιαίο κομμάτι ώστε να βγάλει από κοινού κάποια ανακοίνωση. Όσοι, τελικά, θέλουν να βγάλουν, θα βγάλουν! Αυτοί που είναι υπέρμαχοι της μητροπολιτάνικης προλεταριακής βίας δεν θα βγάλουν και το ξέρουμε. Αυτοί θα συνεχίσουν να δρουν ως οι «αυτόκλητοι σωτήρες» διαστρεβλώνοντας κάθε πολιτική έννοια και ουσία σε κάποιον λαϊκό αγώνα με το να υπερασπίζονται την τυφλή και ανούσια βία. Όμως οι γνώμες θα διαμορφωθούν με βάση το τελικό αποτέλεσμα, το οποίο ήταν η βία που ασκήθηκε καί από τις δύο πλευρές. Τέλος, είναι μάλλον δύσκολο για την κοινή γνώμη να καταλάβει τις διάφορες τάσεις που υπάρχουν εντός του αναρχικού κινήματος και να σχηματίσει μια σταθερή και αμερόληπτη άποψη, αλλά όμως, είναι δική μας ευθύνη ν’ αναλάβουμε το ξεκαθάρισμα της υπόθεσης!

Οι ίδιες οι υλικές συνθήκες, που τόσα χρόνια το υποκατάστατό τους –τα ΜΜΕ – είχαν διαστρεβλώσει πλήρως τα πράγματα, διαμόρφωσαν μια συνείδηση στους διαδηλωτές που ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με την αντικειμενική κατάσταση, η οποία σε μεγάλο βαθμό θα μπορούσε να πει κανείς, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αν συνεχιστεί αυτή η μαχητικότητα να εκδηλώνεται εκεί που πρέπει και όπως πρέπει, τότε μόνο μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα σε αυτήν και το πάθος των υπολοίπων που κοχλάζει για δράση και έχει εγκλωβιστεί σε καθεστωτικά ψευδοδιλήμματα εθνικής και αριστερής ενότητας. Αν την εγκαταλείψει και την προδώσει χάριν ενός αφελούς ναρκισσισμού, έχει εγκαταλείψει και έχει προδώσει κάθε σεβασμό προς τον ίδιο του τον εαυτό και είναι άξιος της μοίρας του.

Και τώρα;

Σε αυτό το πλαίσιο, ας μην φανεί αναπάντεχο αν σε λίγες μέρες ανακοινωθεί κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας», το έδαφος της οποίας προετοιμάζουν εδώ και αρκετές μέρες με κάθε καρυδιάς κοινοβουλευτικό καρύδι.

Οι κοινωνικοί θεσμοί που μέχρι πρότινος ήταν εγγυητές της «ομαλής» κοινωνικής διαδικασίας, μέρα με την μέρα καταρρέουν με την επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Το Κράτος προκειμένου να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή, που άλλοτε υποβασταζόταν από ένα ξεφτισμένο πλέον φαντασιακό, επιστρατεύει την ωμή φυσική βία. Ο εκβιασμός του οικονομικού μηχανισμού, ενώπιον του οποίου ο αγανακτισμένος θέλει να εξεγερθεί, τον κρατά για τα καλά στην άθλια κατάσταση που όλοι μας βρισκόμαστε επί ποινής μιας περαιτέρω χειροτέρευσης της ύπαρξης μέσα στην αφόρητη κοινωνική διαδικασία. Η -έντεχνη ή μη- προσπάθεια ταύτισης κάθε λογής «κουκουλοφόρων» με παρακρατικούς σε μια περίοδο όπου εχθρός του λαού είναι αυτοί που διαχειρίζονται το Κράτος, θα έχει ως συνέπεια την περιθωριοποίηση του α/α/α χώρου και δεν είναι απίθανο να οδηγήσει σε μια νέα μορφή τρομοκρατίας, εσωτερικευμένης από όλη την τσαλαπατημένη μάζα διαδηλωτών, όπου η κοινωνία θα επιδοθεί στο κυνήγι όποιου φαίνεται κουκουλοφόρος – με τις αντιασφυξιογόνες μάσκες να είναι πλέον αναγκαία συνθήκη για διαδήλωση και προστασία απέναντι στα χημικά των μπάτσων, όπου όλοι θα είναι εχθροί όλων. Δοθέντων αυτών των αντικειμενικών συνθηκών και της δυναμικής τους, η οποία ρυθμίζεται ακριβώς από αυτόν τον οικονομικό μηχανισμό, ένα είναι το ερώτημα: στο μέλλον όπου θα αποφασίσουν να γίνουν όλοι «κουκουλοφόροι» ενάντια σε ποιόν θα εξεγερθούν; Ο όχλος θα καταφέρει να ξεπεράσει αυτό το νεοβαρβαρικό οικονομικό σύστημα που έχει ταυτίσει την πρόοδο με την ποσότητα και τις παρωχημένες παραγωγικές-κοινωνικές σχέσεις που οραματίζεται για την κοινωνία ή θα φάει τις σάρκες του;

Μόνο όταν η πρόοδος πάψει να είναι ποσοτική, η ύπαρξη θα βρει το μονοπάτι για μια νέα ποιότητα!

Υ.Γ- Για μια ακόμη φορά, ενημερώνουμε ότι δεν στοχεύουμε να τσουβαλιάσουμε συλλήβδην όλους όσους ήταν με αντιασφυξιογόνες μάσκες ή όσους πετούσαν πέτρες και μολότοφ χθες, ως άτομα του α/α/α χώρου ή ως «μπάχαλους». Μιλάμε για έναν αριθμό πάνω κάτω 3000 ατόμων, μέσα στους οποίους απ΄ ό,τι ακούγεται υπήρχαν και αναρχικοί, και χούλιγκανς που απλά κατέβηκαν να τα σπάσουν, και διαδηλωτές που δεν έχουν σχέση με την αναρχία αλλά –και μην το ξεχνάμε αυτό- και παρακρατικοί. Η προσπάθεια εξίσωσης της κατάπτυστης και αντιλαϊκής-αντικινηματικής συμπεριφοράς του πιο οργανωμένου γραφειοκρατικά και ιδεολογικά κόμματος, και από την άλλη αυτής μιας ανομοιογενούς μάζας ανθρώπων είναι επιεικώς γελοία. Οι υπόλοιποι ανήκοντες στον α/α/α οφείλουν να κρατήσουν υπεύθυνη στάση για τα χθεσινά.

[1] Η αρνητική στάση του ΚΚΕ απέναντι στο κίνημα των αγανακτισμένων φαίνεται από τις πρώτες ημέρες που ξέσπασε το κίνημα της 15ης Μαίου στην Ισπανία. Με ανακοίνωσή του «όχι στο «κίνημα» που μπαίνει εμπόδιο στην ταξική πάλη» καταδίκαζε τους Ισπανούς Indignados ως «υποκινούμενους από καπιταλιστικά κέντρα!»

[2]  Δεν χρειαζόμασταν, άλλωστε,  τίποτα περισσότερο προκειμένου να πειστούμε για το ποιοί είναι οι  πραγματικοί στόχοι του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος! Τα εκατοντάδες εκατομμύρια αθώα θύματα των τρομοκρατικών και ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων σε όλο τον κόσμο (ΕΣΣΔ, Ρουμανία, Πολωνία, Ανατολική Γερμανία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Κίνα, Καμπότζη, Περού, Β.Κορέα,) αρκούν για να μας δώσουν μια πλήρη εικόνα σχετικά με το τί πραγματικά επικρατεί όταν οι ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων επιβάλλονται στις μάζες με τον πιο αυταρχικό τρόπο! Η ύπουλη δράση της ηγεσίας του ΚΚΕ από τις πρώτες δεκαετίες της ίδρυσής του [σφαγές  αρχειομαρξιστών κατά τον μεσοπόλεμο, Δεκεμβριανά, κυνήγι όλων των  αγωνιστών που αρνούνταν να ταχθούν στις γραμμές του κατά τη διάρκεια της κατοχής, η απουσία των μελών του από την εξέγερση του Πολυτεχνείου (και σήμερα υφαρπάζουν θεαματική υπεραξία από το γεγονός που παρακινήθηκε μόνο από αναρχικούς και ανεξάρτητους φοιτητές), η αντι-κατάληψη που πραγματοποίησαν τα ΚΝΑΤ στο Πολυτεχνείο το 1980 για να μην επιχειρήσουν κατάληψη οι φοιτητές και το κυνήγι με λοστάρια που τους επιφύλασσαν παρέα με τα ΜΑΤ (εκείνο το βράδυ είχε, επίσης, σκοτωθεί η Κανελλοπούλου), το προδοτικό 1989 και συμμετοχή του στη δεξιά κυβέρνηση του Μητσοτάκη, οι πορείες χέρι-χέρι με φασίστες και ακροδεξιούς το 1991-92 για το μακεδονικό ζήτημα, οι απολύσεις σε 902 και Τυποεκδοτική, (το  γεγονός ότι η Τυποεκδοτική είναι η μόνη επιχείρηση που δεν απεργεί ποτέ)] δίνει απαντήσεις στο ερώτημα «τί ακριβώς στοχεύει» και «για ποιόν λόγο οργανώνει ξεχωριστές πορείες και δρα με τέτοιον τρόπο που θυμίζει κάτι από φασισμό;»

Ως εκ τούτου, η στάση διαδηλωτών του ΚΚΕ να επιτρέψει άλλους διαμαρτυρόμενους να περάσουν πέρα από τα μέρη που τα ΚΝΑΤ είχαν αποκλείσει, μόνο κατόπιν επίδειξης «κομματικής ταυτότητας» δεν μας εκπλήσσει. Η πολιτική του αυστηρού ελέγχου, του σνομπισμού, της σιδερένιας ιεραρχίας και της επιβολής, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των αντιδημοκρατικών Σταλινικών μορφωμάτων ανά τον κόσμο! Από την άλλη όμως, η λογική του όχλου που επικρατεί στα κινήματα αμφισβήτησης με κοινό χαρακτηριστικό τους την έλλειψη ξεκάθαρων στόχων και προταγμάτων, την αναζήτηση προσωρινών λύσεων, τα εθνικιστικά, μισαλλόδοξα και λαϊκιστικά συνθήματα προγονόπληκτων ανορθολογιστών που τον τελευταίο καιρό ακούγονται συνεχώς στις πορείες, όλα αυτά συνθέτουν την εικόνα μιας χαοτικής κατάστασης που, αν μη τι άλλο, θέτει τις υλικές βάσεις για την ανάδυση ενός νέου αυταρχικού-ολοκληρωτικού καθεστώτος, ως το αντίδοτο στην ετοιμόρροπη καθεστηκυία τάξη: «μόνο o όχλος και η ελίτ προσελκύονται από την ορμή του ολοκληρωτισμού. Οι μάζες θα πρέπει να κερδηθούν με την προπαγάνδα» (Hannah Arendt σ. 341 – The Origins of Totalitarianism)

[3]

Ωστόσο «όπως μεταδίδει το Mega, οι τοξικολογικές και ιστολογικές εξετάσεις, τα αποτελέσματα των οποίων θα προκύψουν μέσα στις επόμενες 15 ημέρες, αναμένεται να ρίξουν φως στα ακριβή αίτια του θανάτου του διαδηλωτή και το εάν η υγεία του επηρεάστηκε από χημικές ουσίες«, (TVXS). Οπότε αναμένουμε…

[4] Τα ΚΝΑΤ αποτελούν τις λεγόμενες ομάδες περιφρούρησης/κρούσης της νεολαίας του ΚΚΕ, (Κομμουνιστική Νεολαία Αποκατάστασης Τάξης)

• Τελευταία ενημέρωση του άρθρου 22-10 / 13:51

Συγγραφή: Ian Delta, Michael Th, Filosofia Amos, JKL

 

Στο δρόμο για το Σεπτέβρη

Το παραπάνω βίντεο αποτελούσε πριν λίγο καιρό απλά μια απόδειξη της παράνοιας που προκαλεί ο φασισμός, ο εθνικισμός, ο φανατισμός. Σήμερα όμως δεν διαφέρει κατά πολύ από τις δηλώσεις των νόμιμα εκλεγμένων αντιπροσώπων μας, που κηρύσσουν πόλεμο ενάντια στους ίδιους τους πολίτες, προσπαθώντας να προστατέψουν, όπως λένε, το δημοκρατικό πολίτευμα.

Όταν όμως το πολίτευμα αυτό φτάνει να προστατεύεται από σώματα ασφαλείας και μέσα προπαγάνδας, όταν εξαπολύει επιθέσεις κατά ειρηνικών διαδηλωτών και σπέρνει τον τρόμο με όλα τα μέσα στους πολίτες, τότε αυτοανακηρύσσεται σε καθεστώς. Το υπαρκτό λοιπόν, καθεστώς, που δεν ονομάζεται Πασοκ ή Νέα Δημοκρατία, αλλά  νεοφιλελευθερισμός έχει καταφέρει να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα, ώστε να περάσει όλα τα απαραίτητα μέτρα διατήρησης και διάσωσης του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού του μοντέλου.

Η σημερινή κατάσταση, ενώ έχει φέρει σε απόγνωση την μεγάλο μέρος της κοινωνίας, οφείλουμε να ομολογήσουμε πως δεν αντιμετωπίζει την κατακραυγή από το σύνολό της. Πολλοί αναζητούν τους υπερασπιστές του κυβερνώντος κόμματος σε «βολεμένους» δημοσίους υπαλλήλους, ή σε μαριονέτες του «συστήματος». Εν μέρει, ισχύει. Από την άλλη πλευρά όμως υπάρχει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που δεν εντοπίζει κάποια ρεαλιστική πρόταση, ούτε από τους ρήτορες της κοινοβουλευτικής αριστεράς, ούτε από άλλους πολιτικούς χώρους.

Η αλήθεια είναι πως πολλά προτάγματα ή προτεινόμενες λύσεις ακούγονται πολύ ελπιδοφόρες όμως σχεδόν πάντα παρουσιάζονται πολύ εύκολες. Η διαγραφή του χρέους, όπως πχ παρουσιάζεται στο Debtocracy, είναι μια πρόταση που δεν υπολογίζει πως ανήκουμε σε μια οικονομική κοινότητα, είμαστε δεσμευμένοι σε αυτήν, και η όποια αυτόνομη κίνησή μας θα επιφέρει διεθνείς κυρώσεις. Δυστυχώς ή ευτυχώς ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και σε αυτές τις συνθήκες όποιος απομονώνεται αντιμετωπίζει τις συνέπειες. Παραδείγματα αρκετά στον πλανήτη…

Παρατηρείται πως σαν απάντηση στην επικοινωνιακή πολιτική των κυβερνήσεων εδώ και τόσα χρόνια απαντάμε με την ίδια τακτική, με επικοινωνιακή διαχείριση των αντιπροτάσεων. Απέναντι στο νέο νόμο για τα πανεπιστήμια απαντάμε με στήριξη στους πανεπιστημιακούς (έστω κι αν γνωρίζουμε πως τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα έχουν βυθιστεί στη διαφθορά και τη σήψη). Θα υποστηρίξουμε την διαφθορά των πανεπιστημίων ή θα αποδεχτούμε την νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα; Αυτό που κάνουμε, λοιπόν, είναι να δημιουργούμε δίπολα που στην ουσία δεν οδηγούν πουθενά. Χωρίς να αμφισβητούμε τις δικές μας, εάν υπάρχουν, προτάσεις, προτάσσουμε μια στείρα αντίδραση, αρνούμενοι να συνδιαμορφώσουμε ένα κοινό πλαίσιο το οποίο δεν θα αυτοχαρακτηρίζεται ως το μόνο ορθολογικό αλλά θα επιδέχεται διορθώσεις, αμφισβητήσεις και παρεμβάσεις.

Συνεχίζουμε να σχολιάζουμε ό,τι μας κατευθύνουν να σχολιάσουμε. Εδώ και ένα μήνα το επίκεντρο της προσοχής μας έχει εστιαστεί στην δράση των κατασταλτικών μηχανισμών της ελληνικής αστυνομίας. Παράλληλα, φαίνεται πως έχει περάσει στην κοινή γνώμη η αίσθηση πως οι ακραίες επιθέσεις της αστυνομίας, όπως φαίνονται σε μεγάλο αριθμό βίντεο, δεν συνέβησαν κατόπιν εντολής αλλά είναι αποτέλεσμα της αυθαιρεσίας ορισμένων αστυνομικών. Αλήθεια… πιστεύει κανείς πως σε μια διαδήλωση με δεκάδες κάμερες να καταγράφουν τα τεκταινόμενα, οι αστυνομικοί θα έπρατταν ο,τιδήποτε δίχως σαφή εντολή ή έστω την εκ των προτέρων γνώση πως η αυθαιρεσία τους θα μείνει στο απυρόβλητο; Έτσι λοιπόν κατατάξαμε σαν κοινωνία τους αστυνομικούς, για μια ακόμη φορά, στο αντίπαλο στρατόπεδο, σε αυτό της εξουσίας.

Ξεχνάμε βέβαια πως οι αστυνομικοί, όσο κι αν μας απωθεί η δράση κάποιων εξ αυτών, είναι χαμηλόμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι. Ξεχνάμε επίσης πως ο δικτάτορας του παραπάνω βίντεο διόριζε ως αστυνομικούς τους καλύτερους χαφιέδες της ακροδεξιάς, τους πιο βάρβαρους εκ των υποστηρικτών του ενώ σήμερα οι αστυνομικοί διορίζονται έπειτα από πανελλαδικές εξετάσεις όπου ο καθένας έχει το δικαίωμα να συμμετέχει. Θα συμφωνούσαμε πως οι άνθρωποι που φορούν την στολή του αστυνομικού είναι με την πλευρά της εξουσίας, είτε πολλοί από αυτούς λόγω της δραστηριότητας του επαγγέλματός τους ταυτίζονται ιδεολογικά με ακροδεξιές πρακτικές καταστολής. Αντ’ αυτού διαβάζουμε για μείωση στις πιστώσεις του Υπουργείου τους κατα 315 εκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 260 αφορούν τη μισθοδοσία του προσωπικού.

Δεν επιχειρώ την «αθώωση» των αστυνομικών φυσικά. Οι ένστολοι που μπορούμε να καμαρώσουμε σε εικόνες ντροπής σε χιλιάδες φωτογραφίες και βίντεο, δεν είναι άμοιροι των ευθυνών τους, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως θύματα, αλλά ως θύτες (Σύνδεσμοι αναζήτησης υλικού: [1] [2] [3] [4] [5]) Αυτό το οποίο ισχυρίζομαι είναι πως πίσω από τις εντολές που λαμβάνουν οι αστυνομικοί δεν κρύβεται απλά ένας άνθρωπος με την αντικατάσταση του οποίου λύνονται όλα τα προβλήματα. Πίσω από τις εντολές και την ανοχή της αυθαιρεσίας κρύβεται η λογική της διατήρησης ενός συστήματος, το οποίο όντας στα τελευταία του πράττει ανεύθυνα και βίαια. Ο εχθρός δεν κρύβεται μέσα σε μια πράσινη ή μπλε στολή, κρύβεται στη λογική του καπιταλιστικού συστήματος, που όταν δεν μπορεί να αφομοιώσει…καταστέλλει.

Ο Σεπτέβρης που έρχεται, λοιπόν, και στον οποίο πολλοί βασίζουν τις ελπίδες τους για μια εξέγερση στον ελλαδικό χώρο, ας μην ακολουθήσει την πεπατημένη συνταγή.  Η επανάσταση δεν έχει και δεν είχε ποτέ εγχειρίδιο. Η βία (ή αλλιώς αντιβία) των διαδηλώσεων γνωρίζουμε πολύ καλά πώς αντιμετωπίζεται και τι συνέπειες έχει. Κι αν εμείς το γνωρίζουμε μια φορά, οι φορείς της εξουσίας το γνωρίζουν δέκα... Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία για μια Διεθνή Έκθεση Ιδεών στην ίδια πόλη. Ήδη έχει ξεκινήσει να οργανώνεται ένα Φεστιβάλ Άμεσης Δημοκρατίας και θα μπορούσαν παράλληλα να οργανωθούν και παρουσιάσεις ανταλλακτικών δικτύων, αυτοοργανωμένων οικοκοινοτήτων και όσων άλλων ιδεών βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Εκτός από την ευκαιρία να παρουσιαστούν άγνωστες στο ευρύ κοινό δράσεις και προτάσεις, η χρονική σύμπτωση με την Διεθνή Έκθεση θα αναδείξει και το γεγονός πως το ξεπέρασμα του καπιταλισμού δεν είναι απλά ένα ελληνικό ζήτημα και δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε ως τέτοιο. Απαιτεί κοινή διεθνή δράση και οργάνωση.

Ο Ιταλός αναρχικός Ερίκο Μαλατέστα έλεγε πως «Η βία δεν είναι καταδικαστέα αλλά δεν είναι πάντα απαραίτητη». Σήμερα που βλέπουμε πως η λογική της εξουσίας κατευθύνεται προς τη χρήση πλαστικών σφαιρών, του ειδικού οχήματος Αίαντας, μέχρι και εκπαιδευμένων σκύλων, ίσως ήρθε η ώρα να συμμετέχουμε σε κάτι λιγότερο θεαματικό, αλλά περισσότερο ουσιαστικό.


Σύντομο URL :http://wp.me/pyR3u-7DY

Ο μύθος του αναρχοκαπιταλισμού

Αναρχοκαπιταλισμός: πολιτικό ρεύμα που υποστηρίζει την κατάργηση του κράτους και τάσσεται υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας σε μια ελεύθερη αγορά. Γνωστοί θεωρητικοί-συγγραφείς που συνέβαλαν στην δημιουργία αυτού του ρεύματος είναι οι (κυρίως) Murray Rothbard, Ludwig von Mises, Lysander Spooner, Benjamin Tucker, David D. Friedman, ενώ η πρώτες αφηγήσεις του αναρχοκαπιταλισμού αποδίδονται στην Αυστριακή Σχολή. Ωστόσο, η ύπαρξή του ρεύματος αυτού θεωρείται αντιφατική στους κύκλους του παραδοσιακού αναρχισμού. «Πως είναι δυνατόν ένας αναρχικός που αγωνίζεται για την εξάλειψη πάσης φύσεως ιεραρχίας να υποστηρίζει παράλληλα τον καπιταλισμό, ή, έστω και ορισμένα στοιχειά του; Κάτι τέτοιο δεν είναι είναι ασυμβίβαστο και αντιφατικό μιας και ο καπιταλισμός εκ φύσεως είναι ένα ιεραρχικό σύστημα;»

Ετυμολογικά αν το δει κανείς, η βασική φιλοσοφία του αναρχισμού κινείται γύρω από την έννοια της εξουσίας: το στερητικό «α» μπροστά από το ρήμα ἄρχω (κατέχω κάποιου είδους αρχή) θέτει τις πρώτες ιδεολογικές βάσεις για μια κοινωνία που κανείς δεν έχει την απόλυτη αρχή της. Συνεπώς, κάτω από αυτά τα δεδομένα φαντάζει πέρα για πέρα αντιφατικός ο όρος αναρχο-καπιταλισμός μιας και είναι αδύνατο να δομηθεί μια καπιταλιστική κοινωνία δίχως ιεραρχία η οποία διαιωνίζεται εντός της υπάρχουσας θέσμισής της που αναπαράγει οικονομικές ανισότητες. Συνεπώς, αυτό που εδώ δεν βλέπουν οι υποστηρικτές του δόγματος αυτού είναι ότι το πρώτο συνθετικό του όρου αναρχο-καπιταλισμός αναιρεί το δεύτερο: οι ίδιοι όντας εγκλωβισμένοι μέσα στον κοινωνικο-κεντρισμό τους αντιμετωπίζουν την εξουσία μόνο εντός των κρατικών φορέων όταν αυτοί επεμβαίνουν στον καπιταλισμό (παρεμβατισμός και σοσιαλδημοκρατία) με σκοπό τον περιορισμό της ασυδοσίας των αγορών ενάντια στα κοινωνικά δικαιώματα. Το γεγονός ότι ο αναρχο-καπιταλισμ,ός παρουσιάζεται ως ρεύμα της αναρχίας έχει να κάνει μάλλον με κάποια βασικά σημεία του «θεωρητικού οπλοστασίου» του αναρχισμού, τον αντικρατισμό. Οι ίδιοι όμως οι ακόλουθοι της συγκεκριμένης ιδεολογίας δεν αντιλαμβάνονται ότι στην πραγματικότητα το κράτος δεν είναι το μοναδικό ‘πρόβλημα’ στην υπόθεση. Ο θεσμός αυτός αποτελεί μια προέκταση της ίδιας της κοινωνίας, μια δική της δημιουργία που απλά τονίζει την ετερόνομη θέσμισή της, μια ετερονομία που δεν πηγάζει απλά και μόνο από τα κεκλεισμένων των θυρών συνέδρια στο Λευκό οίκο, στα κοινοβούλια και στα δημαρχία αλλά στις και ίδιες τις αξίες που διέπουν το σύστημα που οι ίδιοι θεωρούν ιδανικό θεωρώντας το ως το μοναδικό που θα μπορούσε να οδηγήσει τον άνθρωπο στη χειραφέτηση. Δεν μπορούν όμως να καταλάβουν ότι οι μοντέρνες προεκτάσεις του φιλελευθερισμού προς μια αυτορυθμιζόμενη αγορά είναι στην ουσία πλήρως αντι-ελευθεριακές, ενώ η αντίληψή τους περί ισότητας περιορίζεται με βάση το επιχειρειν, μια έννοια που εξοβελίζει την πολιτική ως την ανώτερη μορφή ανθρώπινης ελευθερίας, εφόσον στέκεται κριτικά απέναντι στην πραγματική ουσία της δημόσιας σφαίρας που δεν είναι άλλη παρά η επικοινωνία και η συνδιαμόρφωση.

Ο αναρχοκαπιταλισμός ανθεί φυσικά στις ΗΠΑ, όπου μεγάλο κομμάτι του αναρχικού κινήματος δεν έχει έρθει καθόλου σε επαφή με την Ευρωπαϊκή σοσιαλιστική σκέψη (Μπακούνιν, Κροπότκιν), και αυτό οφείλεται στην ιδιαίτερα μεγάλη παράδοση με του ατομικιστικού ιδεώδους το οποίο ακόμα και ο ίδιος ο Τοκβίλ, ο πατέρας της φιλελεύθερης σκέψης, έφτανε στο σημείο να καταδικάσει κατά τα πρώτα ταξίδια του στην άλλη γωνιά του πλανήτη. Βασίζεται επίσης και στα προτεσταντικά εργασιακά ήθη του τύπου: «όποιος δεν δουλέψει δεν θα φάει» (άλλωστε ο Μαξ Βέμπερ στο βιβλίο του The Protestant Ethic and The Spirit of Capitalism μας μιλά για το πως ο Benjamin Franklin ένας από τους κατεξοχήν ιδρυτές του Αμερικανικού κράτους είχε έντονα επηρεαστεί από τον Προτεσταντισμό, όντας ένα ιδιαίτερα ισχυρό ρεύμα στην περιοχή που ο ίδιος ο Franklin γεννήθηκε και μεγάλωσε).

Επιπλέον ο αναρχοκαπιταλισμός αποτελεί βασική έκφραση φανατικών Αμερικανών συντηρητικών, μεταξύ αυτών και του Tea Party Movement που στρέφεται και κατά των μεταναστών και τάσσεται υπέρ της συρρίκνωσης του κράτους εκτός όμως του στρατού και της αστυνομίας (πάνω εδώ φυσικά βασίστηκε ο Milton Friedman). Στην ουσία είναι γέννημα θρέμμα παχέων αγελάδων του αμερικάνικου λιμπεραλισμού ενώ ταυτόχρονα ενσωματώνει μέρος της αντι-κομμουνιστικής εκστρατείας των δεκαετιών του 50 και του 60 (οι αναρχοκαπιταλιστές υιοθετούν μόνο την σοσιαλ-φιλελεύθερη φύση της αναρχίας και απεχθάνονται οποιαδήποτε αριστερή-σοσιαλιστική ιδεολογία). Οι αναρχοκαπιταλιστές θεωρούν το Κράτος ως… αυταρχικό σοσιαλιστή (συχνά, λόγω του φετιχισμού τους με τις ιδέες του δεξιού αγορισμού το εξισώνουν με το Σοβιετικό καθεστώς) που αναπτύσσεται παρασιτικά στους αυχένες των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και περιορίζει την αγοραστική δυνατότητα ενός πολίτη μέσω της επιβολής φόρων. Γι’ αυτούς το κράτος πρόνοιας είναι ανήθικο, καθώς αναλαμβάνει την σίτιση άπορων ανθρώπων, όπως οι άστεγοι, για τους οποίους πιστεύουν ότι είναι δικό τους σφάλμα που έχουν περιπέσει στην κατάσταση αυτήν (επειδή, προφανώς, δεν εργάζονται σκληρά).

Σχέσεις εξάρτησης με τον καπιταλισμό

Για πολλούς Right Wing Libertarians, αναρχοκαπιταλιστές, καθώς και υπερσυντηρητικούς του «κόμματος του τσαγιού», ο Ομπάμα είναι κομμουνιστής (κατά το Σοβιετικό πρότυπο), επειδή κάποιοι εικάζουν πως με το Health Reform θα παράσχει δωρεάν υγεία στους πολίτες των Η.Π.Α

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο αναρχοκαπιταλισμός αποτελεί δημιούργημα (ίσως και ιδεολόγημα) του αμερικανικού λιμπεραλισμού. Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, το ρεύμα αυτό ανθεί κυρίως στις Η.Π.Α, τον Καναδά, την Ιρλανδία και την Αυστραλία, χώρες όπου ο καπιταλισμός έχει θεοποιηθεί όσο πουθενά αλλού. Οι ίδιοι θεωρούν πως το πρόβλημα δεν είναι ο καπιταλισμός ο ίδιος αλλά κορπορατισμός (αποτέλεσμα των κρατικών παρεμβάσεων) και η διαφθορά που εμποδίζουν την ορθή λειτουργία του συστήματος. Λένε δηλαδή, πως δεν είναι ο καπιταλισμός υπεύθυνος για την κοινωνική αδικία αλλά «οι σοσιαλιστικές τακτικές των κυβερνήσεων του Δημοκρατικού Κόμματος» που προωθούν συγκεκριμένους ανθρώπους σε συγκεκριμένα αξιώματα (κορπορατισμός διαφορετικά). Σαφέστατα και το κράτος αποτελεί μέσο ανάδειξης αξιωμάτων, όμως (όπως αναφέρθηκε και παραπάνω) αυτό δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο παρά μια αντανάκλαση της ετερόνομης κοινωνικής θέσμισης. Ο ρόλος του είναι η προστασία των μεγάλων επιχειρήσεων δεδομένου ότι ο καπιταλισμός στεριώνει την ιδεολογική του βάση πάνω στο ιδεώδης της αέναης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνατοτήτων, της αλόγιστης συσσώρευσης κεφαλαίων κάτι που φυσικά οδηγεί στην άνιση κατανομή του πλούτου.

Αυτό που εδώ θα πρέπει να μας απασχολεί δεν είναι το αν οι φανατικοί υποστηρικτές του μύθου της αυτορυθμιζόμενης αγοράς είναι υψηλόμισθοι εργαζόμενοι, προνομιούχοι μιας ολιγαρχικής ελίτ. Πολλοί άνθρωποι των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων φτάνουν σε σημείο να υιοθετήσουν απόψεις όπως «όποιος δεν έχει να πληρώσει είναι δικό του σφάλμα, είναι ρέμπελος και του αξίζει να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του» (ασχέτως και αν οι ίδιοι βρίσκονται ακριβώς στην ίδια θέση με αυτούς που κατακρίνουν), είτε πως «θα πρέπει να υποστηρίζουμε τις μεγάλες επιχειρήσεις γιατί αυτές μας δίνουν δουλειά».

Οι Right wing libertarians (Ελευθεριακοί δεξιοί):

Σήμερα μπορεί η αντι-σοσιαλιστική υστερία στις Η.Π.Α να μην εκπροσωπείται επίσημα από κάποιον παρανοϊκό McCarthy, αλλά από άτομα που απλώς καλούνται… ελευθεριακοί δεξιοί. Στην ουσία, πρόκειται για μια λιγότερο ακραία έκδοση του αναρχοκαπιταλισμού, με την μόνη διαφορά ότι οι Right Wing Libertarians (ή αλλιώς λιμπερταριανιστές) αναγνωρίζουν το κράτος. Υποστηρίζουν πως το κράτος θα πρέπει να επεμβαίνει μόνο για να προστατέψει την ατομική ιδιοκτησία από «καταπατητές» αντί να φορολογεί τους πολίτες (όπως μας λέει και ο M.Friedman). Πολλοί από αυτούς έχουν αντιστρέψει την γνωστή φράση του Προυντόν «η ιδιοκτησία είναι κλοπή» με το σλόγκαν «η φορολογία είναι κλοπή». Αναμφισβήτητα η φορολογία είναι κλοπή, αλλά δεν είναι το μόνο μέσο εκμετάλλευσης του παραγόμενου πλούτου ενός εργαζόμενου. Οι καπιταλιστικές σχέσεις εργοδοσίας σε συνδυασμό με την ιδιοκτησία, αποτελούν εξίσου ένα μεμπτό ζήτημα. Εξ’ άλλου, κράτος δίχως ιδιοκτησία (και το αντίστροφο) δεν μπορεί να υπάρξει [1].

Για τους λιμπερταριανιστές όπως και για τους αναρχοκαπιταλιστές η κοινωνική πρόνοια (όπως προαναφέρθηκε) είναι ένας θεσμός «που καταπιέζει τους εργατικούς ανθρώπους ευνοώντας μόνο τους τεμπέληδες» (νοοτροπία που αντανακλά την χυδαιότητα του Βεμπεριανού Προτεσταντικού φαντασιακού). Υποστηρίζουν, έτσι, τη σμίκρυνσή του κράτους μέσω της πώλησης πολλών δημόσιων υπηρεσιών σε ιδιώτες επιχειρηματίες. Έχουν ως πρότυπό τους συντηρητικούς πολιτικούς σαν τον Ron Paul οι οποίοι φλερτάρουν με Ευρωπαίους ακροδεξιούς, όπως ο Βρετανός Nigel Farage. Εδώ και πολύ καιρό, έχουν διεξάγει αμείλικτο πόλεμο ενάντια στο health reform του Ομπάμα διακηρύσσοντας πως ο Ομπάμα είναι σοσιαλιστής και απειλεί να καταστρέψει τις αξίες της Αμερικανικής κοινωνίας, την «ελευθερία» και την «δημοκρατία» και πως κάποια στιγμή «θα επιβάλει τον κομμουνισμό»… Με λίγα λόγια δεν είναι υπέρ του να υπάρχει κρατική περίθαλψη για τους άστεγους (για τους οποίους πιστεύουν πως ευθύνεται η τεμπελιά τους που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν πλέον τα απαραίτητα), για όσους δεν μπορούν να διαθέσουν χρήματα για περίθαλψη (στις Η.Π.Α η δημόσια υγεία δεν είναι δωρεάν), τα σχολεία να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο δημόσια. Οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς για αυτούς θα πρέπει να ισχύουν παντού μιας και πιστεύουν πως «όσο πιο ελεύθερη είναι η αγορά, τόσο πιο ελεύθεροι είναι οι άνθρωποι», αγνοώντας πως η έννοια ελευθερία είναι ασύνδετη με την υπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης, με την ιδιωτική σφαίρα, και πως ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει αν παράλληλα δεν υφίσταται συμμετοχή στα κοινά, στην πολιτική ζωή και στη λήψη αποφάσεων, μια διαδικασία που προϋποθέτει πολιτική οργάνωση.

Αν υπάρχει κάτι που θα πρέπει να μην ξεχνάμε, είναι τμήμα των ελευθεριών που απολαμβάνουμε σήμερα με τίποτα δεν αποτελούν προνόμια του καπιταλισμού. Είναι αποτέλεσμα αγώνων και συγκρούσεων όπως μας λένε και οι Marshall και Bottomore στο Citizenship and social class. Αν υπάρχει κάτι που κινεί την ιστορία και αλλάζει θετικά τα δεδομένα, είναι η ρήξη μας με την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, με τις θεσμισμένες αξίες και άγραφους κανόνες, καθώς και η αμφισβήτησή της κυρίαρχης ιδεολογίας και η άρνηση της υποταγής σε συλλογικό επίπεδο. Αυτό που καθορίζει την ελευθερία μας μέσα σε μια κοινωνία, είναι κατά πόσο εμείς οι ίδιοι και οι γύρω μας μπορούμε και αψηφούμε την κυρίαρχη ηθική, τους νόμους, τους κανόνες, τα αρχέτυπα, προτάσσοντας ταυτόχρονα ένα πιο ανθρώπινο μοντέλο, τόσο ως προς τους στόχους του, όσο όμως και σε ότι αφορά τον μέσο και τον σκοπό.

Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι μια κοινωνία δίχως κράτος, όπου μόνο οι αγορές ρυθμίζουν τη ζωή των ανθρώπων, θα μπορούσε στο μέλλον να επιτευχθεί, μια κοινωνία αναρχοκαπιταλιστική, αυτή η ίδια κοινωνία θα ήταν αδύνατον να συνεχίσει να υφίσταται μιας η πιθανότητα οι πεινασμένοι συνεχώς να εξεγείρονται ενάντια στους πλούσιους και οι ανισότητες να διογκώνονται είναι μεγάλη, με όλους τους μη προνομιούχους να καταφεύγουν σε βίαιες μεθόδους διεκδίκησης βασικών δικαιωμάτων. Άρα, ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει να υπάρχει ο «αυθεντικός καπιταλισμός» (όπως θα έλεγε και ο Milton Friedman) είναι η καταστολή. Αν υποθέσουμε εδώ ότι το Χομπσιανό κράτος θα πάψει να υφίσταται, τότε αυτός που θα πρέπει με την δύναμη των όπλων να προστατέψει την ιδιοκτησία τους από τις επιδρομές των εξαθλιωμένων θα είναι η ίδιοι οι έχοντες, κάτι που συνεπάγεται την δημιουργία νέων νόμων και κανόνων κοινής συμπεριφοράς οι οποίοι εφόσον δεν θα αποτελούν δημιούργημα των πολιτών (μιας αμεσοδημοκρατικής συνέλευσης) θα επιβάλλονται από τους ίδιους τους προνομιούχους με άμεση συνέπεια τη δημιουργία ενός νέου κράτους. Συνεπώς, η ιδέα αυτή δεν είναι παρά ένα παράδοξο μέσα σε έναν ήδη παράδοξο κόσμο.

_______________________________

[1] Το γεγονός όπου υπερασπιζόμαστε τις κρατικές παροχές, δεν σημαίνει πως ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε κάποια θετικά στο κράτος. Αυτό που υπερασπιζόμαστε είναι ο κοινωνικός  χαρακτήρας του κράτους πρόνοιας, καθώς, και το δικαίωμα να έχουν όλοι οι πολίτες ίση  π ρ ό σ β α σ η στην δημόσια υγεία και στην παιδεία. Πρόκειται για δικαιώματα που κατακτήθηκαν μετά από πολλούς αγώνες. Η άρνηση υπεράσπισης τους, μόνο και μόνο στο όνομα του αντι-κρατισμού δεν μας οδηγεί πουθενά. Αντιθέτως, θα πρέπει να υπερασπιζόμαστε την κοινωνικοποίηση αυτών των υπηρεσιών και όχι απλά την κρατικοποίηση τους, ούτε όμως και την ιδιωτικοποίηση τους.