Ο όχλος του θεάματος

Ο ίλιγγος και ο πυρετός των αναμετρήσεων κυριαρχούν όσο ποτέ στον σημερινό εμπορευματοποιημένο αθλητισμό: αμεσότητα στην απόλαυση που προσφέρει μια πολλαπλώς ενισχυμένη εικόνα. Αυτή η απόλαυση γενικεύεται και πείθει. Πλημμυρίζει τις οθόνες, κινητοποιεί τα πλήθη, προσελκύει το χρήμα. Όμως δεν θα μπορούσε να υπάρχει από μόνη της. Προϋποθέτει ένα πλαίσιο, ένα περιβάλλον ή μια κατάσταση. Αυτό άλλωστε συνιστά και όλη την πρωτοτυπία του αθλητισμού: πρέπει να παράγεται κάτι μαζικό για να κατευθύνει την ευχαρίστηση, να ιεραρχεί τα γεγονότα και τη διέγερση που προκαλούν, να κατασκευάζει και να διαιωνίζει συστήματα.

Ο αθλητισμός, το παιχνίδι, και η εργασία

Στην πραγματικότητα ο αθλητισμός καθ’ αυτός ελάχιστη σχέση έχει με τα σημερινά τηλεθεάματα των γηπέδων και των χρυσοπληρωμένων συμβολαίων. Όντας και αυτός ένα παιχνίδι, δεν αποσκοπεί μόνο στη διασκέδαση και την ψυχική ή σωματική διέγερση, αλλά συμβάλει στη διαμόρφωση συγκεκριμένων καταστάσεων κοινωνικής αλληλεγγύης, μιας και αποτελεί κύρια έκφραση αυτο-κυριαρχίας και ανεξαρτησίας.

Ερμής (μυθολογία), προστάτης του αθλητισμού.

Στο παιχνίδι, το μοναδικό «ωφελιμιστικό» κίνητρο είναι η ευχαρίστηση που δημιουργείται μέσα από τη συλλογική επαφή, μέσω της αλληλεπίδρασης ενός ατόμου με τα υπόλοιπα. Αντιθέτως, στην εργασία η υλική επιβράβευση (ανταμοιβή) αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από την αναγκαιότητα της επιβίωσης. Όμως, όπως στην εργασία υπάρχουν κανόνες, έτσι και στο παιχνίδι. Διότι, δίχως τους κανόνες είναι αδύνατο να δημιουργηθούν συγκεκριμένες συνθήκες που θα διαμορφώσουν μια Χ κατάσταση, πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί μια Ψ ανθρώπινη ενέργεια. Για παράδειγμα, η παροχή υπηρεσιών με σκοπό την (υλική) ανταμοιβή είναι μια διαδικασία που διέπεται από κανονισμούς που ρυθμίζουν την ομαλότητά της και εξασφαλίζουν την αρτιότητα της εκτέλεσής της. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται εργασία – ή ορθότερα, δουλειά – και οι συνθήκες που δημιουργεί πολλές φορές είναι ασφυκτικές, δυσάρεστες, και μή αναστρέψιμες λόγω του ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον παράγοντα επιβίωση, τον μόνο παράγοντα από τον οποίο η αναγκαιότητα δεν μπορεί ν’ αποκοπεί δίχως τη χρήση τεχνητών μέσων. Αντιθέτως, το παιχνίδι χαρακτηρίζεται από την ατομική και συλλογική ανεξαρτητοποίηση από κάθε είδους αναγκαιότητα. Δεν αρκεί όμως η χειραφέτηση από κάποιον καταναγκασμό για να δημιουργηθεί το παιχνίδι. Απαιτείται η δημιουργία καταστάσεων όπως α) η καλλιέργεια και ανάδειξη της ατομικότητας και β) η αυτο-κυριαρχία. Αυτές οι καταστάσεις καλλιεργούν τις κατάλληλες συνθήκες, που στο συλλογικό επίπεδο, μας επιτρέπουν ελεύθερα να θέτουμε τους δικούς μας κανόνες σχετικά με το πώς θα διεξαχθεί μια συγκεκριμένη ενέργεια που θα στοχεύει στην προσωπική ευχαρίστηση του καθενός, σε πλήρη εξάρτηση με τη συλλογική. Δηλαδή, εδώ, δεν μπορεί ένα άτομο να νοιώθει ευχάριστα αν δεν νοιώθουν όλοι οι συμμετέχοντες το ίδιο αλλά και αντιστρόφως.

Ο ολοκληρωτισμός του θεάματος και της οχλοκουλτούρας

Στην αρχαία Αθήνα, ο αθλητισμός αποτελούσε κοινωνικό αγαθό. Όπως αναφέρει ο Χέγκελ (σ. 189, αναφορικά με τον αθλητισμό στην αρχαία Ελλάδα): «Αν εντρυφήσουμε στην εσώτερη φύση αυτών των σπορ, θα παρατηρήσουμε πρώτα απ’ όλα πως το σπορ το ίδιο αντιτίθεται στη σοβαρή ενασχόληση, στην εξάρτηση και την ανάγκη. Έτσι, η πάλη, ο δρόμος, το αγώνισμα, δεν ήταν σοβαρή υπόθεση• δεν προϋποθέτανε καμία υποχρέωση άμυνας, καμία αναγκαιότητα αγώνα». Ο αθλητισμός, εντασσόταν στην κατάσταση του παιχνιδιού. Αντίθετα, όμως, στη Σπάρτη, χρησιμοποιούνταν ως μέσο επιβολής και διαμόρφωσης μιας στρατιωτικού τύπου ομοιομορφίας, ένα είδος δημοκρατικού δεσποτισμού, χειραγώγησης και ολοκληρωτισμού. Ο Αλέξις Ντε Τοκβίλ μας δίνει τον ακριβή όρο της έννοιας του δημοκρατικού δεσποτισμού που για τον ίδιο αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες απειλές της ελευθερίας του ανθρώπου (εφ’ εξής θα τον αποκαλούμε φιλελεύθερο ολοκληρωτισμό, μιας και ο όρος δημοκρατία θα ήταν καλύτερο να μην συγχέεται με αυστηρά ετερόνομες έννοιες). Ο Τοκβίλ, λοιπόν, πίστευε ότι η δημοκρατία δεν είναι απλώς ένα ζήτημα πολιτειακό, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μια κοινωνική κατάσταση: αφορά, δηλαδή, τις συνθήκες και τις τάσεις που επικρατούν μέσα σε μια κοινωνία, τάσεις που δεν είναι δημιούργημα κανενός άλλου παρά των ίδιων των μελών της και εμποδίζουν την ατομικότητα να θυσιαστεί στο βωμό του συλλογικού συμφέροντος, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν συνθήκες ισότητας απέναντι στους νόμους και τους θεσμούς. Ο φιλελεύθερος ολοκληρωτισμός δεν αφορά μόνο τη δικτατορία της πλειοψηφίας που με τα χαρακτηριστικά της επισκιάζει το κοινωνικό πράττειν, αλλά είναι μέρος μιας κατάστασης κατά την οποία η κοινωνία αυτο-εκμηδενίζει την ποικιλογνωμία και ποικιλομορφία της για χάρη μιας κοινής ιδεοληψίας. Απομονωμένα έτσι τα άτομα και φυλακισμένα στο ιδιωτικό τους κελί, έχοντας σκοτώσει κάθε ίχνος ατομικότητας, μετατρέπονται σε έναν ομοιόχρωμο όχλο.

Όταν, λοιπόν, η ατομικότητα και η επικοινωνία υποχωρούν και ταυτολογικά τα άτομα επενδύουν στη λογική της μάζας, τότε αναδύεται ο φιλελεύθερος ολοκληρωτισμός, που σταδιακά και ανάλογα με τις περιστάσεις, οδηγεί στην απόλυτη ολοκληρωτική τυραννία. Ένα από τα εντονότερα παραδείγματα κινημάτων που χαρακτηρίζονται από τέτοιες τάσεις είναι το κίνημα του τσαγιού στις Η.Π.Α. και τα διάφορα λαϊκιστικά αριστερά κινήματα της Λατινικής Αμερικής. Οι τυφλοί υποστηρικτές των κινημάτων αυτών σπάνια επικοινωνούν μεταξύ τους (άλλωστε, δεν τους ενδιαφέρει κάτι τέτοιο), δεν ανταλλάσσουν απόψεις ούτε προτάσσουν εν δυνάμει νέες δημοκρατικές κοινωνικές δομές όταν συγκρούονται με την καθεστηκυία τάξη (ιδιαίτερα στην περίπτωση των Tea Parties όπου η χειραγώγηση δεν τους επιτρέπει καν να αναγνωρίσουν ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της). Απεναντίας, ενώνονται είτε κάτω από μια κοινή ιδεολογική γραμμή που χαρακτηρίζεται από μια μεσσιανικού τύπου κοσμοαντίληψη (όπως ο εθνικισμός και ο Κομμουνισμός), δημιουργώντας καταστάσεις μαζικής υστερίας, όπου η αναζήτηση εχθρών και οι προσωπολατρικές τάσεις προς κάποιον ηγέτη/δημαγωγό διαβρώνουν ολικά κάθε κινηματική δράση.

Στην Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα, τέτοιου είδους κινήματα κατά καιρούς κάνουν έντονη την εμφάνισή τους, με κύριο χαρακτηριστικό παράδειγμα τους αγανακτισμένοι της «πάνω» πλατείας του Συντάγματος οι οποίοι δρώντας σαν μια εύκολα χειραγωγίσιμη απολιτίκ αγέλη, είχε υιοθετήσει πλήρως την λαϊκιστική υστερία του τύπου: «οι προδότες στο Γουδί», μια κινηματική τάση που αργά, μα σταθερά, θέτει τα θεμέλια για την άνοδο της ακροδεξιάς (και κυρίως της Χρυσής Αυγής, η οποία ιδιοποιείται τις μικροαστικού και λουμπενικού τύπου αντιδράσεις της απο-πολιτικοποιημένης νεολαίας). Όμως ο κυριότερος χώρος έκφρασης τέτοιου είδους τάσεων είναι τα γήπεδα (άλλωστε, τα εθνικιστικά συνθήματα της «πάνω πλατείας» παραπέμπουν κυρίως στον χώρο του ποδοσφαιρικού αναλώσιμου θεάματος), όπου η έννοια της οχλοποίησης συνοδεύεται πάντοτε και από έναν διάχυτο μανιχαϊσμό.

Αυτό που χαρακτηρίζει όμως περισσότερο μια κατάσταση φιλελεύθερου ολοκληρωτισμού είναι η αδυναμία των ατόμων να την ελέγξουν και να την ανατρέψουν, είτε να την αλλάξουν· κι αυτό είτε διότι έχουν κυριευτεί από την αναγκαιότητα που τους επιβάλει η θεολογικού τύπου ιδεολογία που τυφλά ακολουθούν, είτε λόγω της αδυναμίας τους να κατανοήσουν ότι η οχλοποίηση δεν είναι αντικατάστατο της κοινωνικοποίησης. Η έλλειψη ατομικότητας αποτελεί έναν από τους κυριότερους παράγοντες που οδηγούν στη οχλοποίηση. Σε αυτήν την κατάσταση εμπίπτει ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός και κάθε είδους θέαμα. 1) Ο θεατής παρακολουθεί τον αγώνα παθητικά δίχως να έχει τη δυνατότητα να παρέμβει. Οι κανόνες του παιχνιδιού είναι έτοιμοι, δοσμένοι και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Ο διαιτητής και οι παίκτες θα τους ακολουθήσουν και θα πράξουν αυτό που οι ίδιοι μπορούν, ενώ ο θεατής έχει μηδενική ή ελάχιστη ισχύ πάνω στο παιχνίδι. [1] Απεναντίας, ο αθλητισμός ως ομαδικό παιχνίδι, δεν προϋποθέτει κερκίδες και φανέλες που θα προωθούν μια τετριμμένη ομοιομορφία. Απουσιάζουν επίσης οι κάθε λογής φανατικοί οπαδοί που θα ήταν έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους για την ομάδα. Απουσιάζει λοιπόν αυτού του είδους η ταυτολογική κλειστότητα ενώ αυτοί που θα εκτονωθούν θα είναι οι ίδιοι οι παίκτες που παράλληλα παρεμβαίνουν στις καταστάσεις (που οι ίδιοι δημιουργούν) και τις αλλάζουν (από αυτούς και μόνο εξαρτάται π.χ. αν θα σκοράρει η μια πλευρά έναντι της άλλης). Μπορούν επίσης, όποια στιγμή θελήσουν, να αντικαταστήσουν τους κανόνες του παιχνιδιού τους με καινούριους, εφόσον οι ίδιοι επιθυμούν.

Στον εμπορευματοποιημένο αθλητισμό, η ιεραρχία είναι εκείνη των πινάκων προαγωγής όπου, μετά από κάθε συνάντηση διορθώνονται-αλλάζουν οι θέσεις των επιτυχόντων και των αποτυχόντων, όπου προβάλλεται ένα πάνθεον επιτυχιών και διακρίσεων καθώς και μία κατηγορία ηττημένων και «ταπεινωμένων». Ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός, κατά βάση, δεν είναι καν παιχνίδι, αλλά μια δουλειά, μια παροχή υπηρεσιών. «Ποτέ δεν λέω ότι πάω να παίξω ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο είναι μια εργασία», λέει ο Μάικ Ίνγκλαντ (παράθεση από το βιβλίο του Βιννάι, «το ποδόσφαιρο ως ιδεολογία», σ. 7). Οι παίκτες αμείβονται για να προσφέρουν το θέαμα που το κοινό επιζητά. Αντίθετα, στον αθλητισμό ως παιχνίδι σπάνια θα μπορούσε κανείς να δει «ταπεινωμένους» και αποθεωμένους παίκτες, αλλά μόνο ηττημένους και νικητές που μετά τη λήξη του παιχνιδιού θα μπορούσαν κάλλιστα να μοιραστούν το ίδιο τραπέζι σε γεύμα, να συζητήσουν, να ανταλλάξουν απόψεις ή ν’ αστειευτούν. Στο επόμενό τους παιχνίδι μέρος των ηττημένων και των νικητών της προηγούμενης φοράς θα μπορούν να είναι στο ίδιο στρατόπεδο. Με άλλα λόγια, ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός προωθεί μια ιδανική αντι-κοινωνία, έναν οργανωμένο οχλοποιημένο χώρο, που ανάγεται σε ιδεοτυπικό παράδειγμα το οποίο υποτίθεται πως εγγυάται τις πιο πολύτιμες αξίες των κοινωνιών μας: την ισότητα των ευκαιριών (και συνεπώς την εξήγηση της αποτυχίας μέσω της εδραίωσης της πεποίθησης ότι όποιος αποτυγχάνει ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο αυτός για την αποτυχία του – αφού τάχα είχε ίσες ευκαιρίες – κάτι που όμως προφανώς δεν μπορεί να ισχύει στον εμπορευματοποιημένο αθλητισμό), την αμεροληψία των διαιτητών (κάθε απόφασή τους δεν θα έπρεπε να αμφισβητείται γιατί οι προθέσεις τους θεωρούνται εξ αρχής καλές και η μόνη πιθανότητα είναι να υποπέσουν και αυτοί σε «ανθρώπινα λάθη»), την ηθική των συμμετεχόντων, το σεβασμό των φιλοξενουμένων: μια εικόνα απόλυτης αγνότητας, τόσο απαιτητική και τόσο επιτηρούμενη που μοιάζει σχεδόν εξωπραγματική.

Ποδόσφαιρο και εθνικισμός

Ο εμπορευματοποιημένος αθλητισμός, λοιπόν, μέσα στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο και εντός των πλαισίων της κυρίαρχης ιδεολογίας, επίσημα αντιδιαστέλλεται σταθερά προς τη βία, το φανατισμό και τον εθνικισμό. Στην πραγματικότητα βέβαια καταφέρνει το ακριβώς αντίθετο λόγω της οχλοκουλτούρας που προωθεί και του εθισμού που αυτή προσφέρει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ακραίες ρατσιστικές οργανώσεις ξεπηδούν μέσα από ποδοσφαιρικά γήπεδα, ή το γεγονός όπου μικροπαρεξηγήσεις σε ποδοσφαιρικούς αγώνες επεκτείνονται σε ευρείας κλίμακας βιαιοπραγίες εναντίον έγχρωμων και αλλόφυλων γενικά. Το ποδόσφαιρο έχει μια μακρά ιστορία βίας και μάλιστα κατ’ εξοχήν εθνικά χρωματισμένης. Μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στην ίδια τη διεξαγωγή του αθλήματος ή απλά στις κοινωνικές προϋποθέσεις εμφάνισης του φανατισμού σε μια μερίδα οπαδών; Ο Έρικ Ντάνινγκ εντοπίζει το στενό δεσμό αθλητισμού και βίας στο ίδιο το αθλητικό πεδίο θεωρώντας ότι «όλα τα αθλήματα είναι εγγενώς ανταγωνιστικά και, ως εκ τούτου η βία είναι εγγεγραμμένη στο αθλητικό πεδίο επέχοντας τη θέση συστατικού γνωρίσματος». Δεδομένου όμως ότι το ποδόσφαιρο (κυρίως) χρησιμοποιείται ως μέσο έκφρασης της ταυτολογικής κλειστότητας του ανθρώπου και όντας ένας ετερόνομος θεσμός, είναι φανερό ότι δεν αντανακλά τίποτα περισσότερο παρά την ετερόνομη σύνθεση της κοινωνίας. Κατά τον Ντάνινγκ τα «αθλήματα είναι θύλακες όπου η φυσική βία ασκείται κατά τρόπο κοινωνικά αποδεκτό και τελετουργοποιημένο». Μέσα απ’ αυτή την πολεμική εικόνα αναδύονται και οι αντίστοιχοι άνδρες-πολεμιστές φανερώνοντας τη στενή σύνδεση του ποδοσφαίρου με μια μορφή επιθετικής αρρενωπότητας. Σε μια συνέντευξη του ο πρώην ποδοσφαιριστής Ν.Ζινολά έλεγε «στο τέλος ματώνουμε, όλο το σώμα είναι γεμάτο γρατσουνιές. Μοιάζουμε με κτήνη». Η συνύφανση αθλητισμού και βίας καθιστά ορατή τη σχέση ανάμεσα στα αθλήματα και τον πόλεμο, καθώς η αντιπαράθεση των ομάδων λαμβάνει ένα χαρακτήρα «εικονικών μαχών», συγκρούσεων μεταξύ αντιπάλων στρατοπέδων που ρυθμίζονται με βάση κανόνες που συνιστούν μιαν ορισμένη τελετουργία. Ο Γκέρχαρντ Βιννάι αναγνωρίζει αυτή τη σχέση στην ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ποδοσφαιρικών αγώνων: ο αντίπαλος «νικιέται, εξαφανίζεται, σαρώνεται στο γήπεδο, εξουδετερώνεται, ή εκτοπίζεται». Ένας πετυχημένος παίκτης μπορεί ν’ αναφερθεί σαν «λιοντάρι στην επίθεση, βομβαρδιστής, ψυχρός εκτελεστής, εκρηκτικός και να περιγραφεί σαν πανούργος, ασυμβίβαστος, οξύς».

Πέρα από την δημοσιογραφική γλώσσα των αθλητικογράφων, υπάρχει όμως και η λεκτική (κατ’ αρχήν) βία των οπαδών: συνθήματα σεξιστικά, ή με άμεση αναφορά σε επαπειλούμενες βιαιοπραγίες, συνθήματα γεμάτα μίσος και ειρωνεία για τον αντίπαλο και τη δική του στρατιά οπαδών•  μια λογική παράλογη που υποτιμά σε σημείο γελοιοποίησης τον ηττημένο ή προσπαθεί να αμαυρώσει (δικαίως ή αδίκως) την επικράτηση του νικητή. Ο οπαδός του εμπορευματοποιημένου αθλητισμού, αυτός ο αμέτοχος, αποχαυνωμένος θεατής, είναι πάντα γεμάτος μίσος, είτε χάσει είτε κερδίσει η «ομάδα του». Στην πραγματικότητα αντλεί μια διεστραμμένη ευχαρίστηση και όχι μία άμεση ικανοποίηση από τις αξίες που υποτίθεται πως εξυμνεί το άθλημα και ο αθλητισμός εν γένει. Η ευχαρίστηση έρχεται δια μέσω της εκμηδένισης του αντιπάλου και όχι λόγω της αναγνώρισης της προσπάθειας του αθλητή που υποστηρίζει. Πρόκειται για μια αντανάκλαση ευχαρίστησης και όχι για μία άμεση, αυθόρμητη, υγιή χαρά. Ο οπαδός προβάλει στον αντίπαλο οπαδό και στην αντίπαλη ομάδα όλα τα μειονεκτήματα που (δι)αισθάνεται ότι έχει ο ίδιος. Μέσω αυτής της προβλητικής ταυτοποίησης διεκπεραιώνει δύο ψυχικές ανάγκες – έρχεται να καλύψει δύο προσωπικά κενά: από τη μία πλευρά ξεχνάει τη δική του ασημαντότητα και μιζέρια και από την άλλη βρίσκει άλλοθι να εκλογικεύσει και να εξωτερικεύσει την βία που γεννιέται από την έλλειψη αυτοεκτίμησης. Παράλληλα, με τη συμπεριφορά του συμβάλλει ταυτόχρονα και στην διαιώνιση ενός εξωτερικού, αντικειμενικού αποτελέσματος αφού καταφέρνει να τρέφει τον (στην ουσία του) ανηδονικό κόσμο του εμπορευματοποιημένου θεάματος.

[1] Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του προτάγματος της αυτονομίας είναι ότι δίνει στα άτομα μιας κοινωνίας τη δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη και διαμόρφωση των αποφάσεων. Η δυνατότητα τού να μπορεί κάθε μέλος να παρεμβαίνει (όποτε φυσικά χρειάζεται) στις αποφάσεις που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία κάποιων θεσμών αποτελεί θεμέλιο λίθο για την πραγμάτωση της δημοκρατίας. Στη δημοκρατία, οι πολίτες ενώνονται ως διαφορετικοί, και με βάση τη διαφορετικότητά τους αυτή δημιουργούν πολιτικά σώματα, τα κοινά. Η απώλεια της αυτονομίας, σηματοδοτεί την έναρξη μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από στυγνή ανελευθερία. Αυτού του είδους η ανελευθερία χαρακτηρίζει το ποδόσφαιρο και κάθε είδους εμπορευματοποιημένο θέαμα ή ετερόνομο θεσμό: η αδυναμία της παρέμβασης μέσω της παθητικοποίησης του κοινού (όπως ειπώθηκε παραπάνω). Αυτή η παθητικοποίηση δεν έχει να κάνει μόνο με την έλλειψη συμμετοχής. Παρομοίως, σε μια θεατρική παράσταση το κοινό εξίσου δεν μπορεί ούτε να παρέμβει, αλλά ούτε και να διαφωνήσει με τους σκηνοθέτες, τους ηθοποιούς και τους χορογράφους. Όμως σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο, το θέατρο παρά του ότι περιορίζεται σε μια παρόμοιου τύπου απολυτότητα, έχει την ικανότητα να διαπερνά μηνύματα, εν ολίγοις, να πλάθει έναν κόσμο ατομικών και συλλογικών φαντασιακών σημασιών, να αντιπροτείνει και να αμφισβητεί, ενώ παράλληλα παρέχει στον θεατή τη δυνατότητα της σκέψης και κριτικής: αποδοχή ή απόρριψη των μηνυμάτων, δυνατότητα συζήτησης και προβληματισμός. Απεναντίας, στο εμπορευματοποιημένο ποδόσφαιρο η πλοκή περιορίζεται σε μια στείρα και αναπαραγόμενη εικόνα που δεν αμφισβητεί και δεν προτείνει (και ούτε φυσικά παρέχει τη δυνατότητα αυτή), παρά μόνο επενδύει στη σωματική και διανοητική χαλάρωση, μέσω των συνεχόμενων εναλλαγών και της ταύτισης του ατόμου/οπαδού με έναν όχλο, στον οποίο η έννοια της συλλογικότητας αντικαθίσταται με το μπουλούκι μιας μάζας κονιορτοποιημένων ατόμων.

Βέβαια, οτιδήποτε προωθεί την διανοητική χαλάρωση δεν είναι πάντα κατακριτέο. Το παιχνίδι ως ένα βαθμό στηρίζεται στην χαλάρωση ·  αυτήν που είναι απαραίτητη για την επαναδιαπραγμάτευση των καταστάσεων και ταυτόχρονα βοηθά στην απομάκρυνση κάποιας τελολογικής αναγκαιότητας που πολλές φορές δεν είναι παράγωγο της έλλειψης παιδείας, αλλά και της υπερ-ιδεολογικοποίησης. Όταν το άτομο θέτει ως πρωταρχικό στόχο της ζωής του τη συσσώρευση τόνων φιλοσοφικών γνώσεων, απομονώνεται εξίσου (και μάλιστα οικειοθελώς) από την κοινωνία που θέλει ν’ αλλάξει. Στην συνέχεια την παρερμηνεύει λόγω του ότι η επαφή του με αυτήν είναι μηδαμινή όντας εγκλωβισμένο μέσα στον δικό του ιδεατό μικρόκοσμο. Δηλαδή, το άτομο πολιτικοποιείται ιδεαλιστικά και όχι πρακτικά. Δε συμμετέχει στην καθημερινότητα ώστε να μπορεί να την αγγίξει και να την θίξει εμπράκτως. Έτσι χάνει την ευστροφία του και την ικανότητα κατανόησης και προσανατολισμού. Τέτοιου είδους καταστάσεις δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα σε ανελευθερία από κάποιο ολοκληρωτικό κίνημα. Το πρόβλημα στην περίπτωση της διανοητικής χαλάρωσης, βέβαια, δημιουργείται όταν η χαλάρωση αυτή προσφέρεται ως προϊόν μαζικής κατανάλωσης και αντικαθιστά την αμεσότητα και επικοινωνία του καθημερινού παιχνιδιού.

Πηγές
Vigarello Georges, Απ’ το παιχνίδι στο αθλητικό θέαμα, Αλεξάνδρεια, 2004
Γκολφινόπουλος Γιάννης, Έλληνας Ποτέ, Ισνάφι, Ιωάννινα, 2009
Κανέλλης Ηλίας , Εθνοχουλιγκανισμός, Οξύ, 2005
Χέγκελ, Διαλέξεις Πάνω στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, Λονδίνο, 1898
Alexis De Tocqueville, Democracy in America, Penguin Books, 2010
Gerhard Vinnai: Το ποδόσφαιρο σαν ιδεολογία

Συγγραφή: Efor, Μιχάλης Θ και Ian Delta

Η Υγεία ως Κοινωνικό Αγαθό στην εποχή της ”Παγκοσμιοποίησης”

Γράφημα του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ για τους υποσιτιζόμενους (1,02 δισ. ψυχές) το 2009. Το 2010... μειώθηκαν στα 925 εκατομμύρια.

Τα τελευταία χρόνια, η μόνιμη συζήτηση, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκοσμίως, είναι η οικονομική κρίση, η δημοσιονομική εξυγίανση, η μείωση των ελλειμμάτων των κρατών, το αν η μείωση αυτών αποτελεί πράγματι τη λύση στο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και το πώς θα βγούμε από την κρίση αυτή. Εν ολίγοις, το κύριο θέμα συζήτησης είναι η «παγκοσμιοποίηση», η «ανταγωνιστικότητα» και το πώς αυτές οι δύο έννοιες – αρχές, ορθώς εφαρμοζόμενες, θα μας οδηγήσουν στην έξοδο από την «Κρίση».

Πολλά πράγματα που οι κοινωνίες θεωρούσαν αρνητικά, έστω και διαισθητικά, για την ουσία της ύπαρξής τους και γι αυτό αρνούνταν πεισματικά να δεχτούν επί σειρά ετών (π.χ. ιδιωτικοποίηση υγείας, κατάργηση εν τοις πράγμασι της έννοιας της εξαρτημένης εργασίας, ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών κοινής ωφελείας, διαρκής λιτότητα και περικοπή κοινωνικών δαπανών πάσης φύσεως), σήμερα παρουσιάζονται ως μονόδρομος στο όνομα της παγκοσμιοποίησης, και μάλιστα με τρόπο αυταρχικό έτσι ώστε κάθε αντίθετη φωνή να φαντάζει παρωχημένη ή, ακόμα χειρότερα, αιρετική, ανατρεπτική και επικίνδυνη.

Εν τούτοις, η έννοια της παγκοσμιοποίησης ποτέ δεν διευκρινίστηκε επακριβώς και ικανοποιητικά, από κανέναν υπέρμαχό της…

Τι παγκοσμιοποιείται ακριβώς στην εποχή μας;

Το κεφάλαιο; Όχι βέβαια! Αυτό ήταν ανέκαθεν παγκοσμιοποιημένο, ήδη από την εμφάνιση του καπιταλισμού στον 15° αιώνα. Η θεωρία της καπιταλιστικής οικονομίας, όπως διατυπώθηκε από τον Adam Smith τον 18ο αιώνα και τον David Ricardo στις αρχές του 19ου, βασίζεται ακριβώς στην υπόθεση της πλήρους κινητικότητας, παγκοσμιότητας και διεθνικότητας των παραγωγικών συντελεστών.

Μήπως παγκοσμιοποιείται η εργασία; Όχι βέβαια! Μια απλή ανάγνωση της ιστορίας είναι αρκετή για να καταδείξει ότι τα μεταναστευτικά ρεύματα και οι μετακινήσεις εργαζομένων ξεπέρασαν κάθε όριο κατά τον 19ο αιώνα (για να μην αναφερθούμε π.χ. στην εποχή του δουλεμπορίου που ρήμαξε την Αφρικανική Ήπειρο ήδη από τον 16ο αιώνα) – έτσι ώστε η σημερινή κινητικότητα να εμφανίζεται συγκριτικά ασήμαντη.

Φαίνεται ότι, όσο πιο αόριστος είναι ένας όρος, τόσο περισσότερο αυταρχικά επιβάλλεται εκτός συζήτησης και, κατ’ επέκταση, εκτός αξιολόγησης και ελέγχου, με αποτέλεσμα να λειτουργεί τρομοκρατικά κατά βούληση.

Με πρόσχημα λοιπόν την «παγκοσμιοποίηση», επιδιώκεται σήμερα η κατάλυση του Κοινωνικού Κράτους, ακόμη και στην Ευρώπη που το γέννησε ως έννοια και στην οποία, έχει προ πολλού δώσει αναμφισβήτητα δείγματα οικονομικής επιτυχίας και επίδοσης.

Συνεπώς, κάτω από το προσωπείο της σημερινής παγκοσμιοποίησης, υπάρχει η δεδομένη βούληση των κυβερνήσεων και του πολιτικού προσωπικού να παγκοσμιοποιήσουν το ταχύτερο την οικονομία, προς όφελος μιας εξαιρετικά μικρής μειοψηφίας, η οποία και (θα) κυριαρχεί, ανεξάρτητα με το πόσο αντιπαραγωγικά δρα αυτή, ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους. Μ’ άλλα λόγια: Η παγκοσμιοποίηση επιβάλλεται όχι ως πρωτογενές γεγονός με αυθόρμητες μεταλλαγές της οικονομικής πραγματικότητας, όσο, κυρίως, ως απαράκαμπτη επιλογή των κυβερνήσεων και των Κρατών που φαίνεται ότι υπακούουν πλέον χωρίς αντιστάσεις στις επιταγές του διεθνούς τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου το οποίο και ευθύνεται για την εσωτερική ανισορροπία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξεταστούν τα εξής καίρια ερωτήματα:

1. «Είναι τελικά η υγεία κοινωνικό αγαθό και είναι καθήκον της κοινωνίας η προσφορά Υγείας;»

Ναι, η Υγεία είναι κοινωνικό αγαθό και οπωσδήποτε είναι καθήκον της κοινωνίας (έστω και μέσω του Κράτους) η προσφορά καλών υπηρεσιών Υγείας σε όλους τους πολίτες. Δεν πρόκειται για ευχολόγιο. Ούτε για προσωπική άποψη. Πρόκειται για συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της «Αστικής δημοκρατίας». Στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος αναφέρεται: «Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων.».

Πρόκειται για το σημαντικότερο ίσως από τα κοινωνικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται συνταγματικά, αφού αποτελεί την υλική βάση για την άσκηση των υπόλοιπων ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Μάλιστα, πρόκειται για διάταξη που, σύμφωνα με την κρατούσα (ακόμα…) θεωρία στο Συνταγματικό Δίκαιο, δεσμεύει απευθείας την Διοίκηση και δεν πρόκειται για κατευθυντήρια διάταξη η υλοποίηση της οποίας εξαρτάται από τις επιλογές του νομοθέτη ανάλογα με την οικονομική συγκυρία. Δηλαδή, η Διοίκηση (οι κυβερνώντες), όταν ασκεί τις αρμοδιότητές της με διακριτική ευχέρεια (μέσα στα πλαίσια των συνταγματικών επιταγών), ΠΡΕΠΕΙ να επιλέγει εκείνες τις λύσεις που εξυπηρετούν καλύτερα την υγεία των πολιτών. Τέλος, όταν έναν κοινωνικό δικαίωμα υλοποιείται από το νομοθέτη (π.χ. δωρεάν υγεία), θεωρείται κοινωνικό κεκτημένο έτσι που είναι σχεδόν αδύνατο (από νομικής απόψεως) να θιγεί από νεότερο νόμο.

Συνεπώς, κάθε μέτρο, κάθε νόμος που ρητά ή σιωπηρά, άμεσα ή έμμεσα, καταργεί, μειώνει, ακυρώνει, παρεμποδίζει ή χειροτερεύει οποιοδήποτε κεκτημένο του ατομικού/κοινωνικού δικαιώματος της Υγείας, είναι, εκτός από προφανώς αντισυνταγματικό (αφού καταλύει το Κοινωνικό Κράτος που καθιερώνεται από το Σύνταγμα της ίδιας της αστικής δημοκρατίας) και πολιτικά ύποπτο ως προς τις προθέσεις του.

2. «Διασφαλίζεται σήμερα και στο μέλλον ο κοινωνικός χαρακτήρας της Παροχής Υπηρεσιών Υγείας;»

Στο βαθμό που οι παραπάνω παρατηρήσεις (κατάλυση Κοινωνικού Κράτους) απεικονίζουν τη σημερινή κατάσταση, όχι μόνο δεν διασφαλίζεται σήμερα ο κοινωνικός χαρακτήρας των υπηρεσιών υγείας, αλλά, αντίθετα, δίνεται η χαριστική βολή.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταστροφής της «πολιτισμένης» Ευρώπης και της αστικής της δημοκρατίας (η οποία για δικούς της λόγους – ανάγκη για εργατικά χέρια, συσσώρευση πλούτου, εκμετάλλευση και χειραγώγηση μαζών μέσω του εργασιακού καθεστώτος ως κοινωνικού φαινομένου – αλλά και μετά από αφόρητες πιέσεις των λαών, θέσπισε ένα νομικό πλαίσιο που ονομάστηκε «κοινωνικό κράτος»), είναι οι τελευταίες αλλαγές στο Εθνικό Σύστημα Υγείας του Η.Β. (N.H.S.) που προωθεί η κυβέρνηση συνασπισμού Συντηρητικών-Φιλελεύθερων Δημοκρατών, με την Λευκή Βίβλο για τη μεταρρύθμιση του βρετανικού εθνικού συστήματος υγείας (NHS), η οποία συνδυάζει μείωση του προϋπολογισμού για την υγεία και στροφή προς τον ιδιωτικό τομέα (επινόησης του υπουργού Υγείας Andrew Lansley ο οποίος ολοκληρώνει την διάλυση του N.H.S. που είχε αρχίσει η Thatcher από το 1980 με αποκορύφωμα τη διετία 1984-85).

Και βέβαια, η Ελλάδα, που πρόσφατα, με το νόμο 3198/2011 «Διαρθρωτικές αλλαγές στο σύστημα υγείας και άλλες διατάξεις» και 3863/2010 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, Ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» με τον οποίο, τελευταίο, προβλέπεται η ίδρυση του Ενιαίου Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), ουσιαστικά (και υπό το βάρος του Μνημονίου), επίσης προσβλέπει σε μείωση του προϋπολογισμού για την υγεία και στροφή προς τον ιδιωτικό τομέα, αφού τελικός στόχος είναι η συγκράτηση των δαπανών για την υγεία σε ποσοστό μικρότερο του 6% του ΑΕΠ για το 2011 (με τάση για περαιτέρω μείωση τα επόμενα χρόνια).

3. Ο μύθος της «αντιπαραγωγικότητας» της υγείας.

Στο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό περιβάλλον, όπου όλα μετριούνται με το άμεσο κέρδος, έχει επικρατήσει (ή επιβληθεί) η αντίληψη ότι η στήριξη του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας από το κράτος είναι ζημιογόνος, αφού θα μπορούσε να μετατοπιστεί η ευθύνη στον ιδιωτικό τομέα που, λειτουργώντας με τους νόμους της «ελεύθερης αγοράς», θα μπορούσε να παράσχει καλύτερες υπηρεσίες υγείας, αυτορυθμιζόμενος, ενώ, ταυτόχρονα θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν κονδύλια για επενδύσεις σε άλλους τομείς δημοσίου τάχα συμφέροντος (αλήθεια, ποιοι τομείς θεωρούνται από τους εμπνευστές της ιδιωτικοποίησης της υγείας σημαντικότεροι, ειδικά όταν δεν γίνεται καν λόγος για επένδυση π.χ στον τομέα της παιδείας, της έρευνας κλπ.;).

Έτσι, αυτό που με την απλή λογική φαίνεται αυτονόητο, ότι δηλαδή ακόμα και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα (με ζητούμενο την επιβίωση και ισχυροποίησή του), θα το συνέφερε περισσότερο να εξασφαλίσει για την μεγάλη πλειοψηφία των πληθυσμών ένα ικανοποιητικό επίπεδο παροχής υπηρεσιών υγείας έτσι ώστε να έχει μία δυναμική στην παραγωγικότητα, την ανάπτυξη και βεβαίως την κατανάλωση, μετονομάζεται σε ανέφικτο, καταστροφικό, ζημιογόνο και εν τέλει αντιπαραγωγικό. Καθόλου περίεργο για ένα παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα στο οποίο έχει πλέον κυριαρχήσει πλήρως το τραπεζικό κεφάλαιο έναντι άλλων, πιο παραγωγικών κεφαλαίων, όπως το βιομηχανικό ή το εφοπλιστικό ή το εμπορικό. Σε μια οικονομία που παράγει πρώτα και κυρίως, χρήμα και υπηρεσίες σχετικές με την παραγωγή χρήματος και δεν είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή πραγματικών αγαθών (υλικών ή άυλων).

Ας δούμε όμως πώς επιδρά η φτώχεια στην υγεία των πληθυσμών:

Σύμφωνα με μελέτη των Γ. Κυριόπουλος και Β. Τσιάντου, που δημοσιεύθηκε από τον Τομέα Οικονομικών της Υγείας, της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας το Νοέμβριο του 2009, δηλαδή πριν την υπογραφή του Μνημονίου:

Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες στην παγκόσμια οικονομία και έχει μεταφερθεί με σφοδρότητα στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα την ύφεση και την πτώση της απασχόλησης σε παγκόσμια κλίμακα. Η παρούσα κρίση πλήττει δυσανάλογα τις χώρες χαμηλής και μέσης ανάπτυξης αλλά και τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα στο εσωτερικό των χωρών. Η ανεργία, η ευπρόσβλητη εργασία και η ανασφάλεια έχουν σημαντική αρνητική επίδραση στην υγεία. Η αύξηση των ψυχικών διαταραχών, των προβλημάτων εθισμού και εξάρτησης σε ουσίες, των αυτοκτονιών και της θνησιμότητας από ισχαιμική καρδιοπάθεια είναι οι πιο εμφανείς επιπτώσεις της κρίσης στην υγεία του πληθυσμού, οι οποίες κατανέμονται διαφορετικά μεταξύ των κατοίκων μιας χώρας, με τις χαμηλότερα κοινωνικές τάξεις να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Η οικονομική κρίση δημιουργεί επίσης προβλήματα στη χρηματοδότηση των συστημάτων υγείας, απειλεί τη βιωσιμότητα των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών και επιβαρύνει τη λειτουργία των δημόσιων μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας λόγω αυξημένης ζήτησης. Υπό το πρίσμα αυτό, αναδεικνύεται η σημασία των κοινωνικών προσδιοριστών της υγείας στη διαμόρφωση του επιπέδου της υγείας και η ανάγκη αντιμετώπισης των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων στην υγεία… Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης διαφοροποιούνται όχι μόνο μεταξύ των χωρών, όπου –όπως είναι αναμενόμενο– οι χώρες χαμηλής και μέσης ανάπτυξης πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις αναπτυγμένες χώρες, αλλά και στο εσωτερικό των χωρών, έτσι ώστε οι χειρώνακτες εργάτες και τα άτομα με χαμηλή εκπαίδευση να υφίστανται τις πλέον δυσμενείς επιπτώσεις σε σχέση με τα άτομα υψηλής εκπαίδευσης της μεσαίας και ανώτερης τάξης… Η κατάσταση αυτή, όπως περιγράφηκε παραπάνω, απειλεί κυρίως τις χώρες χαμηλής και μέσης ανάπτυξης, καθώς και στο εσωτερικό των χωρών τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, ενώ αποδεικνύει τρία βασικά αλληλοσυνδεόμενα προβλήματα:1. Την αυξανόμενη τάση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των χωρών, 2. Την ανισοτιμία στις συνθήκες κοινωνικής προστασίας και υγείας, 3. Τα επείγοντα ζητήματα της κλιματικής αλλαγής και της οικολογικής υποβάθμισης.

Σύμφωνα με την ίδια έρευνα:

Η απασχόληση είναι ένας από τους βασικότερους τομείς οι οποίοι πλήττονται κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής κρίσης. Συνεπώς, το ποσοστό της ανεργίας αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την πορεία της οικονομίας. Επιπρόσθετα, η ανεργία, η ανασφάλεια στην εργασία και η απώλεια εισοδήματος για διαβίωση έχουν σημαντική επίδραση στην υγεία. Η απώλεια της εργασίας συνοδεύεται από ψυχικές διαταραχές (ανησυχία, άγχος, κατάθλιψη), προβλήματα εθισμού και εξάρτησης σε ουσίες και υιοθέτηση μη υγιεινού τρόπου ζωής με αυξανόμενη κατανάλωση τροφής χαμηλής διατροφικής αξίας, καπνού και οινοπνεύματος και επιπλέον πλημμελούς διαχείρισης των νοσημάτων από τις επιβαρυμένες υγειονομικές υπηρεσίες. Πρόσφατη έρευνα, σε 26 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έδειξε ότι η αύξηση της ανεργίας κατά 1% συνδέεται με παράλληλη αύξηση των αυτοκτονιών κατά 0,79%. Αντίθετα, η ίδια έρευνα ανέδειξε μείωση της θνησιμότητας από τροχαία ατυχήματα κατά 1,39% και μη στατιστικά σημαντική σχέση με τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα και τη θνησιμότητα από όλες τις αιτίες. Στην περίπτωση κατά την οποία ο δείκτης ανεργίας αυξάνεται >3% για μακρά περίοδο, η επίπτωση στη θνησιμότητα από αυτοκτονίες ανέρχεται σε 4−4,5%. Επίσης, παρατηρείται υψηλή θνησιμότητα από κατάχρηση οινοπνεύματος, διαπίστωση η οποία θεμελιώνει αρκούντως την υπόθεση ότι η ανεργία συνδέεται με ψυχολογικές διαταραχές. Η ανάλυση κατά φύλο και ηλικιακή ομάδα έδειξε ότι η αύξηση της ανεργίας προκαλεί αύξηση της θνησιμότητας από αυτοκτονίες και ισχαιμική καρδιοπάθεια στους άνδρες νέας ηλικίας, ενώ στην ηλικία >60 ετών δεν διαπιστώνεται στατιστικά σημαντική σχέση. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνει και η μελέτη των Economou et al σε 13 ευρωπαϊκές χώρες, η οποία έδειξε στατιστικά σημαντική σχέση της ανεργίας και της θνησιμότητας (ανά 100.000 κατοίκους). Ειδικότερα, η αύξηση της ανεργίας κατά 1% συνεπάγεται αύξηση στο δείκτη θνησιμότητας κατά 2,18 (δηλαδή 2,18 θανάτους/100.000). Επίσης, η ίδια μελέτη κατέδειξε τη θετική συσχέτιση της ανεργίας με τη θνησιμότητα από ισχαιμική καρδιοπάθεια. Η οικονομική κρίση και η μακρόχρονη ανεργία οδηγεί πολλά άτομα στον κοινωνικό αποκλεισμό και στη φτώχεια, με αποτέλεσμα αυξημένο κίνδυνο για πρόωρη θνησιμότητα και υψηλή νοσηρότητα κυρίως σε άτομα τα οποία ανήκουν σε μειονότητες, στους μετανάστες και τους χρονίως πάσχοντες από ψυχικά ή σωματικά νοσήματα..

Τέλος, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, αναφορικά με την Ελλάδα:

Στην Ελλάδα, η ανάπτυξη της οικονομίας συρρικνώθηκε το 2008 υπό το βάρος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, 25 περαιτέρω μείωση αναμένεται και το 2009 εξαιτίας της πτώσης των εξαγωγών, ενώ αργή και σταδιακή ανάκαμψη προβλέπεται το 2010. Η ανεργία στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2009 ήταν 9,6% σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδας (ΕΣΥΕ). Το υψηλό έλλειμμα αποτελεί και το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, καθώς περιορίζει τις επιλογές για την άσκηση αποτελεσματικής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία θα στηρίξει την αγορά και θα ενισχύσει την οικονομία οδηγώντας την ελληνική οικονομία στην έξοδο από την κρίση. Τέλος, το ΑΕΠ αναμένεται να παρουσιάσει μείωση κατά 0,9% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Eurostat. Στη χώρα μας εκτιμάται ότι η ζήτηση και η χρήση υπηρεσιών υγείας πρόκειται να αυξηθεί κυρίως προς το δημόσιο και τον ασφαλιστικό τομέα, καθώς η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος θα στρέψει την κατανάλωση υπηρεσιών υγείας σε υπηρεσίες οι οποίες έχουν ασφαλιστική κάλυψη. Η κατάσταση αυτή θα δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις από τις ήδη υπάρχουσες στην αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα του συστήματος υγείας. Η ανταποκρισιμότητα του ελληνικού συστήματος υγείας είναι μικρή, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελετών. Η δυσαρέσκεια των ασθενών εστιάζεται κυρίως στις υψηλές ιδιωτικές δαπάνες, στην παραοικονομία, στη μεγάλη αναμονή και στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, ειδικά στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Επιπλέον, οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες στη χρήση των υπηρεσιών υγείας και στα αποτελέσματά τους, δηλαδή στο επίπεδο υγείας, θα ενταθούν. Σε έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα φαίνεται ότι υπάρχει μια ισχυρή συσχέτιση της χρήσης υπηρεσιών υγείας και της αυτοαξιολόγησης του επιπέδου της υγείας με το εισόδημα. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνονται και από την ΕΣΥΕ, όπου, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, το 2006 το 20,3% του πληθυσμού της χώρας (838.910 νοικοκυριά) ανήκε σε νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα. Σε σχέση με την υγεία, τα μέλη των νοικοκυριών σε κίνδυνο φτώχειας δηλώνουν ότι έχουν χειρότερη υγεία. Ειδικότερα, ο πτωχός πληθυσμός έχει κάποιο χρόνιο πρόβλημα κατά 35% περισσότερο από το μη πτωχό πληθυσμό. Τα ελλείμματα των δημόσιων νοσοκομείων (6,5 δις €) και των ασφαλιστικών οργανισμών υγείας (4,5 δις €) θα αυξηθούν και θα υπάρξουν δυσχέρειες στην εξυπηρέτησή τους, ενώ και ο ιδιωτικός τομέας θα αντιμετωπίσει, επίσης, ανάλογα προβλήματα. Οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες θα αντιμετωπίσουν δυσχέρειες στη χρηματοδότησή τους, καθώς η ζήτηση για τη σύναψη ιδιωτικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων υγείας θα μειωθεί εξαιτίας της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος.

Προβλήματα αναμένεται να δημιουργηθούν στην αποτελεσματική διαχείριση των χρόνιων νοσημάτων, ειδικά των ατόμων που βρίσκονται στις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες. Ωστόσο, η εκτεταμένη μορφή οριζόντιας αλληλεγγύης και η ύπαρξη των δομών κοινωνικής προστασίας και υγείας αποτελούν θετικό στοιχείο για τη χώρα μας, καθώς μπορούν να απορροφήσουν μεγάλο τμήμα αυτής της κοινωνικής και οικονομικής έντασης και να προφυλάξουν τον πληθυσμό από τις αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ, τα κοινωνικά επιδόματα και οι κοινωνικές μεταβιβάσεις, δηλαδή η κοινωνική βοήθεια, τα οικογενειακά επιδόματα, τα βοηθήματα ανεργίας και ασθένειας, τα επιδόματα αναπηρίας-ανικανότητας, οι εκπαιδευτικές παροχές και οι συντάξεις, ενδέχεται να μειώσουν σημαντικά το ποσοστό της φτώχειας. Υπό το πρίσμα αυτό, αναδεικνύεται και η ανάγκη στήριξης των νοικοκυριών που υφίστανται καταστροφικές δαπάνες για την υγεία, δηλαδή δαπανούν >40% του εισοδήματός τους εξαιτίας ενός αιφνίδιου συμβάντος ή δαπανηρού χρόνιου νοσήματος.

Δεκαοκτώ μήνες μετά την σύνταξη της παραπάνω μελέτης και υπό το βάρος του Μνημονίου, καμμία από τις ελάχιστες αισιόδοξες προβλέψεις της δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται. «Τα κοινωνικά επιδόματα και οι κοινωνικές μεταβιβάσεις, δηλαδή η κοινωνική βοήθεια, τα οικογενειακά επιδόματα, τα βοηθήματα ανεργίας και ασθένειας, τα επιδόματα αναπηρίας-ανικανότητας, οι εκπαιδευτικές παροχές και οι συντάξεις» όχι μόνο δεν μπορούν πλέον ν’ απορροφήσουν τους κλυδωνισμούς της κρίσης, αλλά, απλούστατα έχουν καταργηθεί ή σχεδόν εκμηδενιστεί.

Επίσης, «Το υψηλό έλλειμμα που σύμφωνα με τη μελέτη «αποτελεί και το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας», παρά το νέο δανεισμό της χώρας από ΕΕ και ΔΝΤ όχι μόνο δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται, ο πληθωρισμός το δωδεκάμηνο 3.2010 – 3.2011 ανέβηκε σε ποσοστό 4,5%, το ΑΕΠ (σύμφωνα με τα επίσημα προσωρινά στοιχεία) το τελευταίο τρίμηνο του 2010 μειώθηκε κατά 6,6%, η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 14,2 % το τελευταίο τρίμηνο του 2010 και ήδη έχει ξεπεράσει το 15%, ενώ αντίστοιχη μείωση παρατηρείται και στους δείκτες ανάπτυξης:

Μείωση του Δείκτη βιομηχανικής Παραγωγής την περίοδο 2.2010 – 2.2011 κατά 4,8%, του Δείκτη Κύκλου Εργασιών στο Λιανικό Εμπόριο κατά 9,%, μείωση του όγκου της Οικοδομικής δραστηριότητας κατά 73,1% την περίοδο 1.2010 – 1.2011… (Ας σημειωθεί ότι σε μία αποβιομηχανοποιημένη χώρα όπως η Ελλάδα, η μείωση του κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο και της οικοδομικής δραστηριότητας είναι απόλυτα ενδεικτική του μεγέθους της φτώχειας που έχει χτυπήσει τον πληθυσμό αφού ένα τεράστιο κομμάτι προσπαθούσε να ζήσει από το εμπόριο, ενώ μεγάλο ποσοστό των εργατών απασχολούνταν στην οικοδομή).

Συνεπώς, η ακραιφνώς νεοφιλελεύθερη συνταγή που εφαρμόζεται (πειραματικά;) στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν οδηγεί τη χώρα σε αναπτυξιακούς δρόμους έστω και με θυσίες όπως υποστηρίζεται, αλλά, αντίθετα, η ανηλεής λιτότητα που εφαρμόζεται (και οι περικοπές των πάσης φύσεως κοινωνικών δαπανών και πρωτίστως αυτές που επιχειρήθηκαν πρόσφατα στον χώρο της Υγείας), οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη εξαθλίωση την πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας.

Με τα δεδομένα αυτά, η εμμονή της ελληνικής κυβέρνησης και των εταίρων της στην Τρόϊκα, στον σκληρό μονεταρισμό και την ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, δημιουργούν αρνητικές συνθήκες για τον ίδιο τον (ελληνικό) καπιταλισμό, ο οποίος, με αυτές τις συνθήκες δεν φαίνεται να μπορεί να βρει διέξοδο στην δική του κρίση.

Όσο για το επίπεδο της ζωής μας τα επόμενα χρόνια, ο καθένας ας βγάλει τα δικά του συμπεράσματα (κι ας εύχεται να μην αρρωστήσει…).

Ι. & A.


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-6fG