Ιωάννινα, αλληλεγγύη στους 5 της Βαρκελώνης

 img_14

img_15

Όσο αναμενόμενο κι αν είναι για τους αναρχικούς ότι κράτος και κεφάλαιο βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο με την κοινωνία, δεν παύει να έχει νόημα για την υπόλοιπη κοινωνία, να τονίζεται, με κάθε ευκαιρία, αυτό ακριβώς το γεγονός: ότι κάθε εξουσία έχει ως μοναδικό σκοπό την με κάθε μέσο διαιώνιση της κυριαρχίας της και ότι, προκειμένου να το πετύχει αυτό δεν διστάζει να ποινικοποιεί όχι μόνο τις πρακτικές των πολιτικών της αντιπάλων αλλά ακόμα και τις ίδιες τις ιδέες τους.

Η ποινικοποίηση του Αναρχισμού σημαίνει δύο πράγματα: ότι η εξουσία αντιλαμβάνεται πως μόνο από τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο απειλείται ουσιαστικά η ιδεολογική της ηγεμονία και ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος, που ανέκαθεν θεωρούσε ότι όχι μόνο δεν μπορεί αλλά και δεν πρέπει να περιμένει τίποτα από τους εξουσιάζοντες, είχε δίκιο.

Δεν ζητάμε λοιπόν έλεος, ή την «εφαρμογή του νόμου» ώστε να αποδειχθεί η αδικία και να γίνει συνείδηση σε όλους ότι οι αναρχικοί διώκονται επειδή είναι οι μόνοι που αμφισβητούν επί της ουσίας την καπιταλιστική βαρβαρότητα και κάθε είδους ολοκληρωτισμό. Αντίθετα, αισθανόμαστε δικαιωμένοι που μιλάμε για κατάργηση των νόμων – που δεν έχουν καμία άλλη αποστολή πέρα από το να βασανίζουν όσους επιθυμούν την κοινωνική επανάσταση προτάσσοντας την Ισότητα και την Ελευθερία – αλλά και ως προς το ότι Κράτος, κεφάλαιο, αφεντικά και κατασταλτικοί μηχανισμοί είναι, ξεκάθαρα, εχθροί της κοινωνίας. Εχθροί και όχι αυστηροί μπαμπάδες. Ξένο σώμα και όχι κάποια δυσλειτουργία ενός θεωρητικά σωστού ή ρεαλιστικού μοντέλου.

Έχοντας στο μυαλό μας ότι κυρίως οι ιδέες μας και το πάθος μας για ελευθερία και ισότητα είναι το μεγαλύτερο έγκλημα που μπορεί να αποτυπωθεί στα νομικά συστήματα των κυβερνήσεων, συνεχίζουμε συνειδητά και με μεγαλύτερη ένταση, την προπαγάνδιση τω ιδεών μας.

Αλληλεγγύη στους 5 συντρόφους μας από τη Βαρκελώνη που διώκονται όχι επειδή «σκέφτονται διαφορετικά» αλλά επειδή σκέφτονται.

Από τα Γιάννενα έως την Βαρκελώνη τους αγωνιστές κανείς δεν τους φιμώνει.

Iωάννινα, 29.05.2013

Aλληλέγγυοι-ες

Aναδημοσίευση από AThens Indymedia

«Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα»: μια επικαιροποίηση στο φως των νέων εξελίξεων

Με δεδομένο ότι το αρχικό κείμενο [«Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα (αυτοί θα έπρεπε να φοβούνται…)»] γράφτηκε πριν περίπου πέντε μήνες, είναι απαραίτητη μια επικαιροποίησή του που θα εστιάσει σε τρία κυρίως σημεία: α) Την παρούσα κατάσταση της διεθνούς, αλλά ιδιαίτερα της ελληνικής οικονομίας μετά την καταβολή της μεγάλης δόσης του Δεκέμβρη, η οποία έκανε πολλούς να μιλάνε για σταθεροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού, β) Τη σημασία των εξελίξεων στην Κύπρο τόσο για την Ελλάδα όσο και διεθνώς και γ) Τα καθήκοντα του κινήματος μέσα στο νέο πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται από τη συνεχή ένταση του κυβερνητικού αυταρχισμού και την απρόσκοπτη συνέχιση του προγράμματος της τρόικας.

Ι. Στο διεθνή και ιδίως στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν είχαμε τους τελευταίους μήνες καμία εξέλιξη που να επιτρέπει την αισιοδοξία του κεφαλαίου και των πολιτικών ελίτ ότι επίκειται μια διέξοδος από την κρίση.

Οι άνεργοι στην Ε.Ε. έφτασαν τα 26 εκατομμύρια (10,9 %) εκ των οποίων τα 19 εκ. στην Ευρωζώνη (12 %). Το 2012 έκλεισε με ύφεση 0,9 % στους 17 και 0,6% στους 27, με τις 11 από τις 17 χώρες της Ευρωζώνης να είναι υφεσιακές, μία με μηδενική και 5 με ισχνή ανάπτυξη, ενώ είχαμε και μείωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 3,7 % με τις χώρες που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης να έχουν ποσοστά πολύ μεγαλύτερα του μέσου όρου (Ιταλία -7,6 %, Ισπανία -7,2 %, Ιρλανδία -6,6 % κλπ.). Ακόμη, πέρα από την επίθεση στην Κύπρο που θα εξετασθεί ξεχωριστά, βγήκε στην επιφάνεια η απειλή του σκασίματος της φούσκας των ακινήτων στην Ολλανδία όπου το ιδιωτικό χρέος έχει σπάσει κάθε ρεκόρ, είχαμε την επίθεση των ισχυρών της Ευρώπης σε Αυστρία και Λουξεμβούργο απαιτώντας άρση του τραπεζικού απορρήτου, εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος κα έλεγχο της φοροδιαφυγής, ενώ από μέρα σε μέρα αναμένεται η επίθεση των διεθνών αρπακτικών στη Σλοβενία, παρόλο που το δημόσιο χρέος της είναι μόλις στο 47 % του ΑΕΠ της και έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανάπτυξης στην Ε.Ε.

Όλα αυτά επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η κρίση είναι βαθύτατα συστημική και γι’ αυτό βγάζει διαρκώς στην επιφάνεια τις αντιθέσεις τόσο ανάμεσα στις διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου, όσο και ανάμεσα στους διαφορετικούς εθνικούς καπιταλισμούς. Με βάση το γεγονός ότι την περίοδο 1975-2005 το μερίδιο της εργασίας στο κόστος παραγωγής μειώθηκε κατά το ιλιγγιώδες ποσό του 10 % του παγκόσμιου ΑΕΠ, γίνεται φανερό ότι αιτία της κρίσης δεν είναι η υπερκατανάλωση, αλλά αντίθετα η έλλειψη ζήτησης, που, όσο εντείνονται τα μέτρα λιτότητας, επιστρέφει την κρίση στην εργοδοσία, η οποία καρπούμενη λιγότερη υπεραξία, αδυνατεί να κρατήσει ψηλά το ποσοστό του κέρδους της. Πρόκειται λοιπόν ταυτόχρονα για κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και άρα αξιοποίησής του και κρίση τρόπου παραγωγής, λόγω της όξυνσης της αντίθεσης παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων. Με αυτή την έννοια πρόκειται για κρίση ενός συστήματος σε ολική παρακμή.

Η θέση ότι η ύφεση και η ανεργία είναι συνειδητές επιλογές, ότι πρόκειται δηλαδή για μια μεγάλη εκκαθάριση με στόχους τη δραστική υποτίμηση της εργατικής δύναμης και την επιλεκτική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και πλεοναζόντων κεφαλαίων, παρόλο που έχει θεωρητική βάση, είναι στις δεδομένες συνθήκες προβληματική για δύο λόγους:

α) Η συμπίεση  του εργατικού κόστους δεν μπορεί να ξεπεράσει ατιμωρητί για το κεφάλαιο  ένα όριο, ιδιαίτερα όταν, όπως είδαμε έχουν κλείσει ή στενέψει οι άλλοι δρόμοι διαφυγής του από την κρίση.

β) Η σημερινή διασπορά του κεφαλαίου κάνει δύσκολη την επιλεκτική μαζική καταστροφή του. Αυτό ισχύει αν δεχτούμε, ότι ως συνειδητή επιλογή, η καταστροφή κεφαλαίων δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αναδιανομή τους μέσα στα πλαίσια της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Η καταστροφή λοιπόν, δεν γίνεται ποτέ στην τύχη, αλλά αποτελεί έναν άλλο τρόπο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, έναν τρόπο, ας πούμε «εκτάκτου ανάγκης», που όμως στις παρούσες συνθήκες φαίνεται να μη λειτουργεί.

Περνώντας στην εξέταση της κατάστασης στην Ελλάδα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι παρά το κλίμα αισιοδοξίας που καλλιεργεί η κυβέρνηση και τα φιλομνημονιακά ΜΜΕ από το Δεκέμβρη και μετά, η σημερινή εικόνα της ελληνικής οικονομίας είναι πραγματικά τραγική:

Η αθροιστική ύφεση της πενταετίας 2008-2012 έφτασε το 20,1 % και θα ξεπεράσει το 25 % φέτος, η επίσημη ανεργία βρέθηκε το Γενάρη στο 27,2 % (1.348.742 άτομα) με τη νεανική στο 59,3 % και τη γυναικεία στο 31,4 %, ενώ το 65,3 % των ανέργων είναι χωρίς δουλειά πάνω από ένα χρόνο. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, η πραγματική ανεργία πρέπει να είναι γύρω στο 31 % και όπως όλα δείχνουν θα συνεχίσει να αυξάνεται, αφού το ΚΕΠΕ προβλέπει επίσημη ανεργία 30,1 % για το τέλος της χρονιάς και το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ 35 % πραγματική, ενώ το ΙΟΒΕ ανεβάζει στο 27,6 % το μέσο όρο του έτους. Πέρα από αυτά, όλοι οι δείκτες της οικονομίας παρουσιάζουν καθίζηση.

Οι επενδύσεις από 56,5 δισ. € το 2007 έπεσαν στα 23,5 δισ. € το 2012 και το ΙΟΒΕ προβλέπει νέα μείωση 10 % για το 2013, η εγχώρια ιδιωτική κατανάλωση από 151,8 δισ. € το 2008 έπεσε στα 119 δισ. € το 2012 και αναμένεται μείωση 9 % για φέτος, οι τραπεζικές καταθέσεις από 237  δισ. € τον Ιούνιο του 2009 κατρακύλησαν στα 150 δισ. € το Νοέμβρη του 2012, η μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού φτάνει σχεδόν το 50 %, ως αποτέλεσμα του φονικού συνδυασμού πληθωρισμού, μείωσης των μισθών και αύξησης των φόρων και το κατά κεφαλήν εισόδημα από 84 % του μέσου όρου της Ε.Ε. το 2008, έφτασε στο 72 % το 2012 και προβλέπεται να πέσει στο 68 % το 2013, ανεβάζοντας το ποσοστό αυτών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας στο 30 % από 23 % το 2010. Μάλιστα, το δημόσιο χρέος για τον περιορισμό του οποίου υποτίθεται ότι γίνονται όλα, από 119 % του ΑΕΠ το 2009 έφτασε στο 157 % το 2012 και θα ξεπεράσει το 174 % το 2013, ενώ χωρίς το κούρεμα θα ήταν στο 224 %.

Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει αυτή την κατάσταση κόβοντας μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές παροχές και βάζοντας συνεχώς νέους φόρους. Στόχος υποτίθεται πως είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, η οποία όμως, όπως είδαμε, έπεσε κατά 29 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη μεταξύ 2008 και 2012, παρά το γεγονός ότι το εύρος των περικοπών δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης. Η μέση μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έφτασε το 17,6 % έναντι στόχου 15 % και ενώ στην Ευρωζώνη είχαμε αύξηση κατά 2,8 %. Το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας μειώθηκε το 2012 ακόμη 11,2 %, την ίδια στιγμή που στην Ε.Ε. είχαμε αύξηση 8,6 % και στην Ευρωζώνη 8,7 %, ενώ ακόμη και στις χώρες που είναι σε μνημόνιο, υπήρξε – έστω οριακή – αύξηση (Ιρλανδία + 0,8 %, Πορτογαλία + 0,4 %).

Όσο για τη συνεχή παρανοϊκή επιβολή φόρων, η κατάσταση αν δεν ήταν τραγική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κωμική. Με νέο συντελεστή φορολογίας εισοδήματος στο 26 % έναντι 20,5 % στην Ε.Ε. και ένα σωρό έμμεσους και έκτακτους φόρους, τα φορολογικά έσοδα αντί να αυξηθούν μειώνονται. Οι ανείσπρακτοι φόροι αυξήθηκαν κατά 13 δισ. € το 2012, δηλαδή κατά 1,1 δισ. € το μήνα, φτάνοντας συνολικά τα 56 δισ. €. Η υστέρηση του ΦΠΑ του 2012 έφτασε το 16 % σε σχέση με το 2011, ενώ ήδη μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2013 έχουμε υστέρηση εσόδων 161 εκ. € από το ΦΠΑ, 153 εκ. € από έμμεσους φόρους και 134 εκ. € από τα τέλη κυκλοφορίας αφού, παρά την υπέρογκη αύξησή τους, το όφελος αντισταθμίστηκε από τις 115.000 καταθέσεις πινακίδων. Το ίδιο έγινε και με την αύξηση στους φόρους του πετρελαίου, οι οποίοι έφτασαν να  καλύπτουν το 42 % της τιμής του οδηγώντας το κόστος των χιλίων λίτρων  στα 1.266 € στην Καστοριά, τη στιγμή που στοιχίζουν 861 € στο Λονδίνο. Κι όμως η Ελλάδα ξεπάγιασε φέτος για ένα όφελος μόλις 55 εκ. € αφού η εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου έφερε μείωση της κατανάλωσής του κατά 66 % (374.000 τόνοι το πρώτο δίμηνο του 2013, έναντι 1,1 εκ. τόνων το πρώτο δίμηνο του 2012).

Ακόμη, το 2011 δεν πληρώθηκαν έγκαιρα 400.000 λογαριασμοί της ΔΕΗ και το 2012 700.000, η επιβολή ΦΠΑ σε ποσοστό 23 % στην εστίαση έκλεισε ήδη 4.000 επιχειρήσεις μόνο στην Αττική, η φορολόγηση των κερδών στα παιχνίδια του ΟΠΑΠ κοντεύει να κλείσει τα πρακτορεία, ενώ το χαράτσι απέφερε μόλις 488 εκ. € το πρώτο δίμηνο του 2013, ανεβάζοντας την υστέρηση των δημοσίων εσόδων στα 818 εκ. € για το πρώτο τρίμηνο του έτους, με την τρόικα να έχει ήδη αρχίσει να ζητάει νέα μέτρα, προβλέποντας τη συνολική υστέρηση του έτους στα 4 δισ. €.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, το χρέος του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα από 7,227 δισ. € το Δεκέμβρη του 2011, έφτασε στα 8,045 δισ. € το Δεκέμβρη του 2012 γιατί παρά τις υποσχέσεις, η αποπληρωμή των χρεών προς τους ιδιώτες προχωρά με εξαιρετικά αργό ρυθμό. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή, καθώς η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να παρουσιάσει με αλχημείες ένα ισχυρό πρωτογενές πλεόνασμα έχει κηρύξει ουσιαστικά μια άτυπη στάση πληρωμών. Έτσι, μετά το δημόσιο τομέα βουλιάζει και ο ιδιωτικός: Η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ βρίσκεται στο ιστορικό χαμηλό του 9 %, η ελληνική ναυτιλία βρίσκεται στα επίπεδα του 1998 με 1933 πλοία (από 2002 το 2011) και ζημιές 231,6 εκ. € το 2012, ενώ ο κλάδος των κατασκευών έχει κυριολεκτικά αφανιστεί.

Προσπαθώντας να αυξήσει τα δημόσια έσοδα η κυβέρνηση απειλεί με κατασχέσεις και φυλακίσεις τους μικροοφειλέτες, ρισκάροντας μια κοινωνική έκρηξη για να εισπράξει άραγε τι; Σήμερα 5.770 άτομα χρωστούν 35 δισ. €, 100.000 άτομα 3 δισ. € και σχεδόν 2 εκ. άτομα 1,1 δισ. €. Ποια απ’ αυτές τις κατηγορίες αξίζει να κυνηγήσει κανείς το καταλαβαίνουν όλοι. Όχι όμως ο Στουρνάρας και ο Σταϊκούρας.

Η βέβαιη αποτυχία υλοποίησης των εισπρακτικών μέτρων τους επόμενους μήνες και η αύξηση του αριθμού αυτών που θα χρωστάνε φόρους, εισφορές και λογαριασμούς ΔΕΚΟ σε πάνω από 2,5 εκ. φυσικά πρόσωπα δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά μέγα πολιτικό γεγονός, καθώς είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση. Οι νέοι φόροι, οι συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων, το παρατεταμένο στραγγάλισμα της πραγματικής οικονομίας και του λαϊκού εισοδήματος προς όφελος των τραπεζών, η αδυναμία ελέγχου ακόμα και του πληθωρισμού, οι συνεχείς άστοχες επιλογές που φέρνουν αποτελέσματα αντίθετα από τα προσδοκώμενα και παράλληλα η ασταμάτητη προκλητική μπουρδολογία περί τάχα τελευταίων μέτρων και ανάπτυξης από το 4ο τρίμηνο του 2013, επιβεβαιώνουν τη θέση που εκφράστηκε στο προηγούμενο κείμενο, ότι το αστικό μπλοκ εξουσίας της χώρας έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα.

Ακόμα και οι τράπεζες απειλούνται από την εκτόξευση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοινώθηκα στις 15.04.2013 από τον Πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας, Γεώργιο Ζανιά, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έφτασαν από 4 % το 2008 στο 24,6 % το Δεκέμβριο του 2012. Σ’ αυτό το ποσοστό πρέπει να προσθέσουμε άλλο ένα 7 % που αντιστοιχεί στα αναδιαρθρωμένα δάνεια. Την ίδια μέρα, με έκθεσή της η Moody’s εκτιμά ότι στο τέλος του έτους τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά, επιχειρηματικά κλπ.) στην Ελλάδα, θα ξεπεράσουν το 40 % απειλώντας με κατάρρευση το συνολικό τραπεζικό τομέα. Η ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού λοιπόν, είναι αδύνατη και ακόμα κι αν καταφέρει μια σταθεροποίηση, αυτή θα είναι προσωρινή και εξαιρετικά σύντομη, αφού τη θέση του δυσχεραίνουν δύο ακόμη παράγοντες: το γεγονός ότι μετά το PSI το ελληνικό χρέος έχει γίνει κυρίως διακρατικό και οι εξελίξεις στην Κύπρο.

ΙΙ. Το κούρεμα των καταθέσεων στην Κύπρο υπήρξε μια απρόβλεπτη και πρωτοφανής εξέλιξη που προσβάλλει τα διαχρονικά ιερά και όσια του καπιταλισμού αν σκεφτούμε ότι ούτε καν σε πολεμικές περιόδους δεν μπήκε ποτέ χέρι στις καταθέσεις. Η απόφαση αυτή αποτελεί μια ακόμα απόδειξη του δομικού χαρακτήρα και των ιστορικών διαστάσεων της σημερινής κρίσης. Ακριβώς λόγω της έντασης και του βάθους της, όλες οι αρχές του καπιταλισμού καταπατούνται σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μείνει απαραβίαστη η πιο θεμελιώδης απ’ αυτές: η αρχή της εκμετάλλευσης. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί μια απόφαση που απειλεί με αποσταθεροποίηση το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, τσαλαπατώντας τη βασική καπιταλιστική αρχή του απαραβίαστου των καταθέσεων και αφήνοντας ανοικτή την πόρτα για μια γενικευμένη φυγή τους (bank run) κάθε φορά που υπάρχει – ή φαίνεται ότι υπάρχει – πρόβλημα.

Οι διεθνείς αντιδράσεις που ακολούθησαν την απόφαση του Eurogroup, δείχνουν ότι κανείς δεν πιστεύει τις διαβεβαιώσεις ότι η Κύπρος είναι μια ειδική περίπτωση, ότι το όριο των 100.000 ευρώ είναι απαραβίαστο κλπ. Αντίθετα, όλοι καταλαβαίνουν, ότι η πρακτική αυτή, που χωρίς κανείς να τους ρωτήσει, αναβιβάζει τους απλούς καταθέτες σε «επενδυτές» και συνεταίρους των τραπεζών – συνεταίρους μόνο στις ζημιές και όχι βέβαια στα κέρδη – θα γενικευτεί αν υπάρξει ανάγκη, όπως άλλωστε δήλωσε και ο ανεκδιήγητος Ντάισελμπλουμ.

Σχετικά τώρα με την επίδραση των γεγονότων της Κύπρου στην ελληνική οικονομία, αυτή θα είναι σίγουρα αρνητική, χωρίς να μπορεί ακόμα να μετρηθεί με ακρίβεια, αφού δεν είναι γνωστό ούτε το μέγεθος των ελληνικών κεφαλαίων που κουρεύονται, ούτε οι επιπτώσεις της ύφεσης στις ελληνικές επιχειρήσεις (λουκέτα, απολύσεις κλπ.). Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι η κυπριακή κρίση θα επιβαρύνει την ελληνική οικονομία στον ένα ή τον άλλο βαθμό. Πέρα απ’ αυτά όμως, η υπόθεση της Κύπρου μας οδηγεί σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα όπως τα παρακάτω:

α) Σε περιπτώσεις κρίσης τα ανώτερα κλιμάκια του διεθνούς κεφαλαίου και το πολιτικό τους προσωπικό δρουν με απροκάλυπτα ληστρικό τρόπο. Η κυρίαρχη άποψη λέει ότι η Κύπρος τα ‘θελε και τα πάθε αφού είχε φορολογικό συντελεστή στο 10 % που της έδινε χαρακτηριστικά φορολογικού παραδείσου, ξέπλενε μαύρο ρώσικο χρήμα και με ΑΕΠ μόλις 18 δισ. €, είχε 68 δισ. € τραπεζικές καταθέσεις και 120 δισ. € συνολικό ενεργητικό του τραπεζικού τομέα, δηλαδή επταπλάσιο σχεδόν από το ΑΕΠ της. Όλα αυτά είναι σωστά, αλλά δεν σημαίνουν τίποτα, γιατί από τη μια ήταν γνωστά στους ευρωπαίους εταίρους της και από την άλλη δεν ισχύουν μόνο για την Κύπρο. Το Λουξεμβούργο για παράδειγμα έχει τραπεζικό τομέα 23 φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ του, ενώ ποιος ξέρει πόσες χιλιάδες φορές μεγαλύτερος από το ΑΕΠ τους, είναι ο τραπεζικός τομέας των νησιών Κέιμαν.

β) Το ευρώ που την περίοδο 2000-2008 λειτούργησε σαν πολλαπλασιαστής της ανάπτυξης, των επενδύσεων και των κερδών, δημιουργώντας ντοπαρισμένους καπιταλισμούς που συσσώρευαν υψηλά δημόσια και ιδιωτικά χρέη, λειτουργεί τώρα, μετά το αναπόφευκτο σπάσιμο της φούσκας, ως επιταχυντής της έντασης και των συνεπειών της κρίσης, οδηγώντας σε μια εξαιρετικά βίαιη προσαρμογή. Καθώς η κρίση βαθαίνει, γίνεται όλο και περισσότερο φανερό, ότι το ευρώ αποτελεί ένα εργαλείο επιβολής ανταγωνιστικής ύφεσης και λιτότητας και η Ευρωζώνη μια συμμαχία του ληστρικού καπιταλιστικού κεφαλαίου.

γ) Καμία επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου δεν είναι δυνατή στα πλαίσια της Ευρωζώνης και κανένα πρόγραμμα λιτότητας δεν μπορεί ν’ ανατραπεί χωρίς σύγκρουση μ’ αυτή. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα στην Κύπρο, όπου η ντόπια αστική τάξη συνετρίβη κάτω από τις απαιτήσεις των δανειστών μετά το αρχικό της όχι. Ωστόσο, το θέμα της εξόδου της χώρας από το ευρώ είναι πολύ λεπτό και χρειάζεται ιδιαίτερα προσεκτικούς χειρισμούς. Παρόλο που είναι σίγουρο ότι μέσα στην Ευρωζώνη δεν υπάρχει σωτηρία για την Ελλάδα, ο τρόπος της εξόδου είναι πολύ σημαντικός. Αν θεωρήσουμε ότι η Ελλάδα είναι ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης, τότε ο στόχος ενός πραγματικά ριζοσπαστικού προγράμματος από τη μεριά της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι η απλή αποχώρηση από αυτήν, αλλά η μετάδοση της κρίσης σε όλη την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, με απώτερο σκοπό, αν είναι δυνατό, τη διάλυσή της. Δεν χρειαζόμαστε εθνική αναδίπλωση αλλά διεθνιστική επέκταση.

δ) Σε καμία χώρα η αστική τάξη δεν μπορεί να διαπραγματευτεί επιτυχώς τα εθνικά συμφέροντα, γιατί σε καμία χώρα δεν υπάρχουν κοινά συμφέροντα εργατικής και αστικής τάξης. Μάλιστα, όταν έχουμε να κάνουμε με περιπτώσεις χωρών με σχετικά αδύναμη οικονομία, η εθνική διαπραγμάτευση υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης, οδηγεί πάντα όχι μόνο στο βάθεμα της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, αλλά και σε συνολική υπαγωγή της χώρας σε αποικιακό καθεστώς.

ΙΙΙ. Τι πρέπει να περιμένουμε το αμέσως προσεχές διάστημα; Σε διεθνές επίπεδο, σίγουρα θα συνεχιστούν οι κινήσεις πανικού του κεφαλαίου, που θα προσπαθήσει με τον έναν ή το άλλο τρόπο να εφαρμόσει κι αλλού αυτό που πρωτοδοκίμασε στην Κύπρο. Στην Ελλάδα, όπως όλα δείχνουν, θα έχουμε αποτυχία των εισπρακτικών μέτρων, ακόμη μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού καθώς πολλοί ευρωπαϊκοί πόροι θα κατευθυνθούν προς άλλες χώρες και πτώση όλων των οικονομικών δεικτών, δηλαδή μια γενική οικονομική καθίζηση. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και όσο γίνεται σαφέστερο ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει, δεν αποκλείεται, ακόμα και μέρος της ελληνικής αστικής τάξης – ειδικά ό,τι έχει απομείνει από το παραγωγικό της τμήμα – ν’ αρχίσει να σκέφτεται έξοδο από το ευρώ.

Στο πολιτικό επίπεδο, μπροστά στο ενδεχόμενο της αλλαγής του σκηνικού όσο η κρίση βαθαίνει, και με την άρχουσα τάξη να έχει κάψει όλες της τις εφεδρείες, θα υπάρξει σίγουρα περαιτέρω ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής με όργανα όχι μόνο την αστυνομία, αλλά πιθανότατα και τους φασίστες. Ωστόσο, η ρωγμή στο σύστημα υπάρχει και πρέπει να τη μεγαλώσουμε.

Με βάση τα προηγούμενα το λαϊκό κίνημα πρέπει να κινηθεί προς τρεις κυρίως μεγάλους στόχους:

1.Την προσπάθεια οργάνωσης μιας μαζικής στάσης πληρωμών που θα επιτείνει την αποτυχία των εισπρακτικών μέτρων και θα υπονομεύσει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, επιταχύνοντας την πτώση της, ενώ παράλληλα θα ανακουφίσει τον κόσμο και θα ανεβάσει το ηθικό του.

2.Την οργάνωση μιας γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας με άμεσο στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης. Μια τέτοια απεργία θα έχει πανευρωπαϊκό αντίκτυπο σε εχθρούς και φίλους, θα καταδείξει τις εσωτερικές αντιθέσεις της άρχουσας τάξης σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, θα ενεργοποιήσει ανενεργά τμήματα της εργατικής τάξης, θα αναδείξει ίσως νέες ηγεσίες σε κόμματα και συνδικάτα αποδεικνύοντας την ανεπάρκεια των παλιών ή και νέα σχήματα αυτοοργάνωσης, θα ξεμπροστιάσει τους ναζιστές και θα τους περιθωριοποιήσει δείχνοντας το βαθύτατα συστημικό ρόλο τους. Πάνω απ’ όλα όμως, θα σφυρηλατήσει στην πράξη την ενότητα των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, από τον ελευθεριακό χώρο έως την αριστερά, καθώς οι διάφορες τάσεις και εκφάνσεις τους θα πρέπει εκ των πραγμάτων να συνεργαστούν, αρχικά για τη συγκρότηση ενός μίνιμουμ μεταβατικού προγράμματος και στη συνέχεια για την εφαρμογή του.

3.Τη συγκρότηση ενός δικτύου δομών λαϊκής (αντι)εξουσίας, ή άλλως, θεσμών επιβολής της λαϊκής θέλησης, που θα περικυκλώσουν το αστικό μπλοκ και θα εμποδίσουν την εφαρμογή της πολιτικής του. Δεν αναφερόμαστε σε λύσεις δοσμένες από τα πάνω που αποσκοπούν μόνο στη συγκρότηση αριστερής, ή ακόμα χειρότερα, αντιμνημονιακής κυβέρνησης, δηλαδή για λύσεις τύπου λαϊκού μετώπου, αλλά για δομές φτιαγμένες από τα κάτω, δομές πραγματικής λαϊκής εξουσίας και όχι απλά κινηματικές και διεκδικητικές, έστω μαχητικότερες ή μαζικότερες από τις συνήθεις. Με το δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων, αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό το παραπάνω βήμα για το οποίο μιλούσαμε στο αρχικό κείμενο και το οποίο πρέπει να γίνει τώρα, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε ακόμα πόσο μακριά μπορεί να μας οδηγήσει.

Συγγραφική ομάδα glid2

Does contemporary capitalism function according to an organized plan?

Being aware that the majority of the scientific community and the public opinion see behind the current global economic crisis the existence of an elaborated plan, which aims at the accumulation of wealth into the hands of few oligarchs and the return to medieval working conditions, this article will clearly support the opposite: that – considering the choices of global capitalists and their facade, the banking system – there is neither nationally nor internationally a “Directoire” of capital, nor a universal long-term plan with specific goals behind the implemented policies. On the contrary, a “wait and see” tactic prevails together with the logic of “every man for himself”.

By general consensus, the system is totally blocked while political leaderships seem incapable not only of reacting but even of understanding the problem, which is apparent from the fact that there is not a common approach, not only among the EU member-states, but also among ECB, the European Commission and IMF.

Transferring to the people the cost for the banks’ bailout, after they had opportunistically undertaken high risks (e.g. the German banks’ loans account for just 1% of their own resources, while the 99% is plastic money) is preposterous and harms not only those citizens that have always been harmed (workers, farmers, women, young people, immigrants e.tc.) but also those that thought they were untouchable, like the self-employed, the merchants, the small, medium and in some cases – especially in production fields – even big business men. Thus, since public deficit actually is private surplus, the economy’s key problem is not deficit itself, but its overall weakness to produce enough income in order to cover the deficit. Nowadays, we don’t just lack in new income production, but on the contrary we are facing the confiscation of the existing or even past (e.g. through successive taxation that exhausts savings) and future income. Moreover, the sellout of public property makes the implementation of any social and development policies impossible, even in the long run.

Given how worthless the civil personnel and the ruling elite are worldwide, their intellectuals and older generation politicians try to sound the alarm for their sake, by suggesting a completely different policy than what Europe is carrying out, a policy that is nothing else than a modern “new deal”, a contemporary form of Keynesianism.

However, all these suggestions intend to “correct” or rationalize capitalism, which in its current form leads humanity to barbarism, while at the same time subverts its own future. Whether they’ll be put in action, giving the system a new lease of life, is to be seen. The only thing certain is that it is impossible to find a solution for global economic problems within the economic cycle.

The argument concerning the absence of a “Directoire” of capital and the lack of a universal long-term plan with specific goals, is primarily based upon the following thoughts:

  1. Monetarist policies that result in depression, deflation, debt and deficit reduction, unemployment increase and drop in consumption and have been implemented in every country with deficit problems, cannot be the outcome of a rational choice on behalf of the capital, whatever their hidden or obvious purpose served may be. These policies occur from the enlargement of the existing imbalances among the various types of capital, from the unprecedented over-concentration of wealth in the hands of few, from capital’s inability to maintain long-term high profits in any kind of investment and from the shift towards visual economy and parasitism.
    These policies are convulsive choices that mostly indicate panic and lack of targeting on behalf of the elite and the ruling class, rather than a dark and satanic plan. And that is because, sooner or later, these choices will turn out disastrous for capital itself or at least for a large part of it, while at the same time they are related with the current stage of development or, may say decay, of global capitalism.
    Capitalism has always required growth, consumption and a middle class in order to exist. The over-concentration of wealth leads to overall social bleeding and results in the reduction or disappearance of the middle class. It’s not only the drop of consumption that’s going to be hardly manageable, but also the dissolution of the political alliance, within which the middle class always constituted the “crutch” for capital’s conservative choices, as long as it had a minimum decent living.
    The internal imbalance of capitalism brings us before unknown developments that the system has never confronted before. The bloc of power will face four major obstacles in its attempt to impose its policies:

    • It has to confront a society that, despite not participating the past 30 years in social struggles, is highly educated and used to conditions of prosperity for almost two generations up to now.
    • At some point, the crisis will have a boomerang effect on the ruling class, nationally and internationally. The collapse of banks and large corporations will probably come as the most extreme consequence of poverty, because of deposit withdrawals, loan profit losses, consumption drop e.tc.
    • The self-dissolution of the state may provoke a general political unrest, especially in countries like Greece, where the state plays traditionally a major role in regulating the labor market, redistributing income and stabilizing the economic life. At the same time, the state with its ideological mechanisms constitutes the key administrator of the common imaginary by disseminating nationalistic stereotypes to the social body. The self-limitation of the state to a tax collector and a suppressive mechanism is opposed to deeply ingrained beliefs of the collective imaginary that think of the state not just as the guarantor of “national security” and the symbol of “national pride”, but also as the incarnation of “national identity”. A state of traitors that impoverishes people in order to pay loans of dubious legality to foreign usurers, is very unlikely that it will be able to maintain the pre-described roles.
    • Ideologically speaking, the ruling class and its political system have no alibi and no excuse for the crisis, which is “completely theirs”. There is nowhere a strong union movement, the Left wing doesn’t have the social impact it used to have from the end of WWII to the 1980s, there are no more antagonistic forces like the USSR and the Eastern bloc that supposedly necessitated the increased flow of social funds into military equipment on behalf of the Western countries. The last 20 years capitalism has no opponent and what we’re living today is completely its own creation.
  2. The absence of a central, long-term plan of the elite, nationally and internationally, doesn’t mean that there won’t be groups or individuals related to the capital which will benefit from the crisis. But this does not apply to the ruling class, the predominant strata as a whole, but only to some individuals or groups active in specific fields. Some sectors of the big capital and mostly the banking sector, might be benefited from the crisis – but that by no means implies that there will be an overall enhancement for the ruling class. In order for this to occur (namely the overall enhancement of the ruling class) there must be an ideological domination upon society, along with the establishment of such conditions that will guarantee the overall profitability of capital – prerequisites that are difficult to achieve in a state of crisis, since a large part of the capital will not endure in such an environment of relentless competition between states, different types of capital and corporations with common interests.
    The solution already underway is the merger and buyout of the weakest businesses by more powerful ones – a procedure that is certainly not a solution to the problem, since the giant corporations established after that will operate like black holes, swallowing everything in their way. The higher the concentration of wealth the bigger the depression caused, since global market and every economic activity will eventually run out of money and resources.
  3. The notion that “it is impossible for the masters of global capitalism not to know what they are doing” is metaphysical and is based upon neither a dialectic approach of history nor the current situation. History is full of mistakes that were made by rulers and “accidental incidents” that couldn’t be estimated and predicted by any kind of “expert”. Otherwise how could we interpret the decay and collapse of so many empires, the outbreak of so many revolutions and the unpredictability of historical developments over time?
    The blind faith in an indomable determinism and in instrumental methods for predicting human history is not historically justified and it simply constitutes a metaphysic conception of humanity. The current crisis may well be a product of poor choices on behalf of the capital and the predominant classes, since it’s not advantageous for all of them and wasn’t launched with equal responsibility by all sections of them. Besides, individuals and social classes, the social strata, have limited viewing and monitoring on large-scale historical developments, since they experience history through their restricted measures of living. For example, who could predict the advent of the French Revolution in 1788 or the upcoming collapse of “the actually existing socialism” that shattered like a glass tower in 1988?
  4. Finally, it has to be understood that the supported absence of a capitalistic “Directoire” and an elaborated plan constitutes neither an optimistic nor a pessimistic point of view; it is just a rational conclusion that is going to be proved true or false. And if proven correct, the final solution seems to be political rather than economic.

It is very doubtful whether an economic shift towards “growth policies” – as it is suggested now by some of the intellectuals of the upper class – would help solve the debt crisis, since such “growth” was previously based on and financed by a sort of “casino” economy that is now drowning. It would require not just a shift towards “growth” in general, but a completely different kind of growth, focusing on the primary and secondary sector, as well as on research and society’s real needs and not overproduction and over-consumerism.

However, the high priests of neoliberalism who govern and lead the international organizations cannot carry out such policies. In that sense, the solution can only be political.

It is still unknown whether capital and the predominant class will wage a war or establish dictatorships as a way out of the present situation, or whether societies will give the solution by a radical change of the social system.

Nevertheless, the awareness on behalf of the people that the enemy is not invincible and has reached a deadlock, could prove of significant importance for the internationalization and the massification of the movement, for its enrichment with new tactics and for its shift towards more ambitious goals than just the regaining of what is lost during the past three years.

There is a word that burns everybody’s tongue and nobody dares to come out with it. A word that shows the way and is neither “rupture”, nor “overthrow”, nor “uprising”. It is simply revolution.

Writer: Ian DeltaTranslators: annitagrn, NA, Michael Theodosiadis, AdTA

The article in greek

Καταλήψεις Στέγης Παντού!

Ominous-Octopus-Omnibus-500x294

Με την ανεργία να αγγίζει το 30 % μέσα στο 2013 σύμφωνα με τις πιο έγκυρες προβλέψεις, με τους πολίτες ν’ αδυνατούν όλο και πιο συχνά να καλύψουν τις βασικότερες ανάγκες (στέγη, διατροφή, ένδυση κλπ. – ενδεικτικά αναφέρουμε την κατακόρυφη αύξηση των εξώσεων σε μισθώσεις κατοικίας αλλά και σε επαγγελματικές), αλλά και τους ιδιοκτήτες ακινήτων να μην μπορούν πια να αποπληρώσουν τους κάθε λογής φόρους που επιβάλλονται επί της ακίνητης περιουσίας, ενώ, την ίδια στιγμή, το 25% των στεγαστικών δανείων βρίσκονται στο κόκκινο, οι δρόμοι που ανοίγονται μπροστά μας είναι δύο: είτε θα βρεθούμε στα πεζοδρόμια, τις πλατείες και τις στοές των μεγαλουπόλεων μένοντας σε χαρτοσπιτόκουτα, αντιμέτωποι με την πιο μεγάλη ανθρωπιστική κρίση που έχει αντικρίσει η χώρα μετά την κατοχή, συνηθίζοντας στο θέαμα του θανάτου ανθρώπων σε δρόμους ή αίθουσες αναμονής των (διαλυμένων πια) νοσοκομείων και αρκούμενοι στον κυνισμό των πολιτικών που με βαρύγδουπες δηλώσεις λένε «όσοι κοιμούνται στο δρόμο να κάνουν υπομονή να έρθει η άνοιξη», είτε θα ακολουθήσουμε τον άλλο δρόμο, αυτόν της πολυεπίπεδης αντίστασης και του σφετερισμού, στην πράξη, της εξουσίας: μαζικές και συλλογικές καταλήψεις κτιρίων που δεν αξιοποιούνται και μέσα από αυτές, οργάνωση της καθημερινότητας και της ζωής μας σε πρότυπα αυτο-οργάνωσης, αυτοδιαχείρισης και αλληλεγγύης.

Πολλοί βέβαια θα πουν πως «μα το κτίριο αυτό, ίσως να το έχει εγκαταλείψει ο ιδιοκτήτης του εδώ και χρόνια, όμως του ανήκει». Ίσως αυτός ο ισχυρισμός να στέκει νομικά (αν και όχι πάντα), κατά πόσον όμως μπορεί να σταθεί ηθικά ειδικά στην εποχή της πλήρους απονομιμοποίησης (μεταφορικά και κυριολεκτικά) του αστικού πολιτεύματος; Πόσο ανήθικο μπορεί να είναι το νομοθέτημα αυτό που προστατεύει το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, και αφήνει έρμαιο των οικονομικών και κοινωνικών καταστάσεων τον ίδιο τον άνθρωπο; Κι αν, για το νόμο, η κατάληψη στέγης είναι αδίκημα, τότε, ηθικά, τι ακριβώς είναι η ιδιοκτησία; O Προυντόν έγραψε σχετικά με την ιδιοκτησία:

«Αν έπρεπε ν’ απαντήσω στο ερώτημα «τι είναι δουλεία;» κι αν επρόκειτο να απαντήσω με μια λέξη «έγκλημα», θα με καταλάβαιναν αμέσως όλοι. Δεν θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσω μια μακροσκελή επιχειρηματολογία για να δείξω πως η εξουσία ν’ αποστερείς έναν άνθρωπο απ’ τις σκέψεις του, τη βούληση του και την προσωπικότητα του, κι ότι το να υποδουλώνεις έναν άνθρωπο είναι σαν να τον δολοφονείς. Γιατί τότε στο ερώτημα «τι είναι ιδιοκτησία» να μην μπορώ ν’ απαντήσω παρόμοια «κλοπή», δίχως να ξέρω πως θα με παρεξηγήσουν όλοι, παρόλο που η δεύτερη πρόταση αποτελεί απλώς μια παραλλαγή της πρώτης;» (Π.Ζ. Προυντόν, Τι είναι η Ιδιοκτησία)

Εάν πραγματικά επιθυμούμε να αλλάξει τούτη η ζοφερή κατάσταση, τότε το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι οι νόμοι δεν είναι ούτε δοσμένοι από κάποιον θεό, ούτε γραμμένοι σε κάποια ιερή πέτρα. Τους νόμους είτε τους δημιουργούμε εμείς, είτε μια ολιγαρχία. Μπορούμε να τους αλλάζουμε ή να τους καταργούμε, έχουμε (ηθικά τουλάχιστον) το δικαίωμα αυτό, όταν πραγματικά κρίνουμε ότι αυτό είναι αναγκαίο. Επαναστατικά κινήματα, όπως το εργατικό κίνημα, τα κινήματα των γυναικών, των μειονοτήτων κ.α. ήταν αυτά που κατάφεραν και επέφεραν κοινωνικές αλλαγές, αμφισβητώντας νόμους και αξίες που για την εποχή τους θεωρούνταν θέσφατα. Αυτό δεν το πέτυχαν υπακούοντας στο μοιρολατρικό δόγμα του νόμου και της τάξης, αλλά, αντίθετα, μέσω της επαναστατικής δράσης· μέσα από τις συγκρούσεις με τους μηχανισμούς που προστάτευαν τους εκάστοτε θεσμούς της καταπίεσης. Βέβαια, παρότι τα κινήματα του παρελθόντος πέτυχαν αρκετά, δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μια στέρεη βάση, μια κοινωνία που θα αυτοθεσμίζεται, αυτοοργανωμένη και δεκτική σε διαρκή κοινωνικό έλεγχο και αμφισβήτηση. Αντιθέτως, αντιμετωπίζουμε και πάλι ένα κλειστό σύστημα εξουσιών, που αποκλείει την γνώμη και την παρέμβαση της πλειοψηφίας, προστατεύοντας αποκλειστικά και μόνο όσους ανήκουν στην ισχυρή, αλλά όχι παντοδύναμη, μειοψηφία. Μήπως, όμως, έφτασε η στιγμή ν’ αμφισβητήσουμε κάθε νόμο τον οποίο δεν συνδιαμορφώσαμε, κάθε στοιχείο της συλλογικής μας συνείδησης που υιοθετήσαμε πριν καν το θέσουμε σε κριτική; Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι ανάγκη να αμφισβητήσουμε ριζικά όλο αυτό το σύστημα ιδεών και νόμων που καθιστούν δυνατή τη συγκέντρωση ιδιοκτησίας, κεφαλαίου και εξουσίας, απομυθοποιώντας και περιφρονώντας την «ιερότητα» όλων όσων αυτά συμβολίζουν.

Είναι σίγουρο ότι θα βρεθούν πολλοί που θα χρησιμοποιήσουν το γνωστό και ιδεολογικά φορτισμένο, ιδιοκτητικό επιχείρημα πως «όποιος θέλει να χρησιμοποιήσει έναν χώρο ας δουλέψει ώστε να μπορεί να τον πληρώσει και, τέλος, ας κάνει μέσα ό,τι επιθυμεί». Αυτού του είδους οι απόψεις (που, φυσικά είναι ευρέως διαδεδομένες σε πολλές αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες), δεν είναι μόνο μυωπικές (δεδομένου ότι η ανεργία, κυρίως στους νέους ξεπερνά τα 50% ενώ το όριο συνταξιοδότησης αγγίζει τα 68-70), αλλά, ταυτόχρονα, αναπαράγουν την αξιακή πεμπτουσία του καπιταλισμού: να μην επιθυμείς και να μην προσφέρεις τίποτα χωρίς αντίτιμο, να απολαμβάνεις μόνο ότι αρκεί να καλύψει ο μισθός σου, διαφορετικά είσαι τεμπέλης. Κοινώς: αυτός που δεν δουλεύει δεν θα φάει (βλ. Μαξ Βέμπερ: Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού). Έννοιες όπως «τεμπέλης» και «τζαμπατζής» έχουν κωδικοποιηθεί με σκοπό να διαφεντέψουν την κοινωνική ανισότητα, την αδικία, τα προνόμια, καθώς χρησιμοποιούνται από διάφορους προπαγανδιστές των ΜΜΕ με σκοπό τον αποπροσανατολισμό. Προσπαθούν μέσω της καλλιέργειας μιας ενοχικής ηθικής να περάσουν το μήνυμα ότι «τα πράγματα είναι καλά και μόνο αυτοί που δεν δουλεύουν πληρώνουν τις συνέπειες των πράξεών τους». Με τέτοιου είδους επιχειρήματα καταστρατηγούνται βασικά δικαιώματα, όπως αυτό της στέγης, που κερδήθηκαν με αίμα και θυσίες εκατομμυρίων ανθρώπων. Το δικαίωμα στην στέγαση είναι αυτονόητο και μή διαπραγματεύσιμο. Εκτός κι αν συμφωνήσουμε με τις ολιγαρχίες πως δεν έχουν όλοι δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, αλλά μόνο όσοι στέκονται αντάξιοι της ανηθικότητας που επιβάλλει η διαδικασία αναρρίχησης στην θέση του ισόβιου εξουσιαστή. Λες και όσοι τα κατάφεραν καλά με τα καπιταλιστικά αξιολογικά κριτήρια, οι έχοντες, δεν τα κατάφεραν εκμεταλλευόμενοι τον μόχθο των μη εχόντων…

Μια άλλη μερίδα ανθρώπων θα υποστήριζε ότι όλες αυτές οι κινήσεις που θα στοχεύουν στην φροντίδα των νεοάστεγων, των αναξιοπαθούντων, θα πρέπει να γίνουν από τους κρατικούς φορείς και όχι από εμάς τους ίδιους. Δηλαδή, από τους αρμόδιους οι οποίοι εκλέχθηκαν «δημοκρατικά» ή διορίστηκαν «αξιοκρατικά» γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Αυτή η τοποθέτηση είναι εσφαλμένη αφού αγνοεί ότι το Κράτος δεν είναι θεσμός που παράσχει αλληλεγγύη αλλά, όπως και κάθε γραφειοκρατικός οργανισμός (όπως θα έλεγε και ο Μαξ Βέμπερ βλ. Essays in Sociology κεφ.8), αποσκοπεί στο κέρδος. Κάθε Κράτος αποτελεί μια επιχείρηση της οποίας απώτερος σκοπός είναι η προστασία της περιουσίας των ολιγαρχιών η οποία παρουσιάζει τα δικά της συμφέροντα ως τα μοναδικά που συμβάλλουν στο κοινό καλό είχε πει ο Μαρξ και ο Ένγκελς, κι έτσι διαιωνίζεται η αδικία καθώς εμείς αδυνατούμε να έρθουμε σε επαφή με την πραγματικότητα, όπου η κατάσταση βαδίζει καθημερινά από το κακό στο χειρότερο. Το γεγονός ότι σε κάποιες χώρες υπάρχει «ισχυρό Κράτος Πρόνοιας» που δίνει στους φτωχούς «ψίχουλα από το τραπέζι των πλουσίων» οφείλεται στους εξής παράγοντες: α) πριν από μερικά χρόνια κάποιοι άνθρωποι συγκρούστηκαν με τα συμφέροντα των ολιγαρχιών κι έτσι κατάφεραν να ελέγξουν τους μηχανισμούς καταστολής για δικό τους όφελος και β) οι ίδιοι οι πλούσιοι αναγνώρισαν ότι αν δεν δώσουν ψίχουλα από το τραπέζι τους η οργή θα μετατραπεί σε έκρηξη, εφαρμόζοντας πλήρως την Μακιαβελική τακτική του «δίνε λίγα για να έχεις πολλά». Τί γίνεται, όμως, όταν σε καθεστώς μαζικής απάθειας οι συγκρούσεις με την καθεστηκυία τάξη απουσιάζουν και αντί για πολιτική δράση υπομένουμε μοιρολατρικά; Τότε η Πρόνοια εξαφανίζεται και μένει σκέτο το Κράτος, το οποίο αρχίζει να δείχνει τον πραγματικό του εαυτό: είσαι άνεργος; Πήγαινε να δουλέψεις δωρεάν! Είσαι άστεγος; Εμείς θα κάνουμε παράνομες τις καταλήψεις ώστε να πεθάνεις στο δρόμο. Αυτή είναι για παράδειγμα η πάγια λογική της Βρετανικής κυβέρνησης που έχει κηρύξει τον πόλεμο σε κάθε είδους αναξιοπαθούντα. Το πιο ανησυχητικό όμως απ’ όλα είναι πως το δικαίωμα στην δωρεάν στέγαση αμφισβητείται με την ανοχή της ίδιας της κοινωνίας (λόγω αδιαφορίας, απάθειας και αποπολιτικοποίησης ή άκρατου συντηρητισμού και αλλοτρίωσης) όλο και περισσότερο αντί να συμβαίνει το αντίθετο, αντί δηλαδή να απορρίπτονται μαζικά στις συνειδήσεις των πολιτών οι πολιτικές δαιμονοποίησης της φτώχειας. Έτσι η στέγαση μετατρέπεται σε προνόμιο για λίγους με τραγικές συνέπειες για τις κοινωνίες μας, καθώς σε όλη την Ευρώπη ψηφίζονται από τα Κοινοβούλια νόμοι που θέλουν παράνομες της καταλήψεις περνάνε δίχως να συναντήσουν καμία αντίσταση (ήδη στην Ολλανδία θεωρείται πλέον ποινικό αδίκημα).

Κλείνοντας, κρίνουμε σκόπιμη την παράθεση μέρους της ανακοίνωσης των αντιεξουσιαστών και αντιεξουσιαστριών που κατέλαβαν το κτίριο στην οδό Σαχίνης 3 στα Ιωάννινα:

«Δε θεωρούμε κανέναν πιο αρμόδιο να φροντίσει για τις ανάγκες και τις ζωές μας πέρα από εμάς τους ίδιους και τις κοινότητές μας. Με όπλο την αυτοοργάνωση και την οριζοντιότητα, παίρνουμε τις ζωές μας στα χέρια μας και δημιουργούμε το δικό μας κόσμο, αυτόν της ελεύθερης κάλυψης των αναγκών χωρίς τη μεσολάβηση κέρδους για κανέναν, τον κόσμο της ελεύθερης δημιουργίας και της ισότιμης απόλαυσης. Δε κλαιγόμαστε στα γραφεία κανενός κομματάρχη (αριστερού ή δεξιού) για να μας λύσει το πρόβλημα για στέγη, παρά δρούμε αυτόνομα και αδιαμεσολάβητα. Δεν εναποθέτουμε τις ελπίδες στο θεό, σε μια αριστερή κυβέρνηση, στο στοίχημα, στην καλή μας τύχη ή στη φιλευσπλαχνία της οικογένειας, αλλά βάζουμε τον πλούτο των γνώσεων, των ικανοτήτων, των εμπειριών, των συναισθημάτων και της ευφυΐας μας στην υπηρεσία των συλλογικών μας αναγκών. Δεν περιμένουμε να ξαναπαχύνουν οι καπιταλιστικές αγελάδες ώστε να μπορεί το κράτος να μας ανέχεται στα ειδικά διαμορφωμένα περιθώρια του ως παράσιτα, αλλά καταλαμβάνουμε και δημιουργούμε χώρους αντιεξουσίας. Δεν ελπίζουμε στο ξεπέρασμα της κρίσης και την ανάκαμψη των αγορών για να βρεθεί μια γωνίτσα και για εμάς, αλλά αγωνιζόμαστε να κάνουμε πράξη τα λόγια του Κροπότκιν, δηλαδή «να κατεδαφίσουμε αυτόν τον κόσμο χτίζοντας το δικό μας».

Και ακριβώς αυτό θα κάνουμε. Θα κατεδαφίσουμε αυτό τον κόσμο για να φτιάξουμε τον δικό μας, όχι από ηρωισμό ή μόνο επειδή έχουμε υψηλά ιδανικά, αλλά γιατί απλώς δεν γίνεται διαφορετικά. Ή ζωή με αξιοπρέπεια ή καπιταλισμός που κακοφορμίζει μέρα με τη μέρα.

Συνδιαμορφώθηκε από: Ian Delta, Michael Theodosiadis, Efor

Σύντομο URL: http://eagainst.com/?p=47404

Για την διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την άμεση δημοκρατία

eu_i

Εδώ και αρκετό πλέον καιρό από μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού συνειδησιακά απο-νομιμοποιείται το όραμα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το φαντασιακό της ενωμένης Ευρώπης που θα προωθεί την αλληλεγγύη και την αλληλοσυνεργασία. Οι απροκάλυπτες επιθέσεις των ευρωκρατών ενάντια στην Κύπρο, ο στιγματισμός του Ελληνικού λαού ως «τεμπέλη που αποκλειστικά και μόνο αυτός ευθύνεται για τα παθήματά του», η ολική απαξίωση του Νότου δείχνουν φανερά πλέον ότι το περιβόητο Ευρωπαϊκό ιδεώδες έχει καταρρεύσει μέσα στην πλήρη ανικανότητά του να δείξει στοιχειώδη αλληλεγγύη στους αδύναμους του κρίκους, απαντώντας με επιθέσεις μίσους και άκρατου κυνισμού, σαν να πρόκειται για μια οργανωμένη μαφία. Δεν είναι, όμως, μονάχα ο Νότος που αρχίζει σιγά σιγά να αποδοκιμάζει το ολιγαρχικό τούτο φιάσκο. Ολόκληρη σχεδόν η ήπειρος δυσανασχετεί με το αποτυχημένο, πλέον, Ευρωπαϊκό όραμα, καθώς η Βρετανική κοινή γνώμη παραμένει πλειοψηφικά υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ, με τον λαϊκιστή πρωθυπουργό David Cameron και το ακροδεξιό κόμμα UKIP να προσπαθούν να χαϊδέψουν τα αυτιά των Βρετανών απο-πολιτικοποιημένων καταναλωτών που για όλα τους φταίει ο αποδιοπομπαίος τράγος των Βρυξελλών· παράλληλα, η Ελληνική και Γαλλική αριστερά κάνουν λόγο για «καταστροφή της Ευρωπαϊκής ιδέας από τους Νεοφιλελεύθερους πολιτικούς που εφαρμόζουν σκληρή λιτότητα», σαν να μην ήταν η ίδια η ΕΕ μια δομημένη γραφειοκρατική μηχανή, αποκλειστικά και μόνο πάνω σε lesaiz faire καπιταλιστικές βάσεις. Στην Ιταλία, το «κίνημα» των Πέντε Αστέρων, με τον κωμικό Giuseppe Grillo, γνωστός για τις ευρωσκεπτικιστικές του θέσεις, κατέκτησε την δεύτερη θέση στις πρόσφατες εκλογές, αφήνοντας πίσω τον νεοσυντηρητικό Μπερλουσκόνι, δεδομένο που φανερώνει πέρα για πέρα την αντίδραση μεγάλου μέρους της Ιταλικής κοινωνίας όχι μόνο στις πολιτικές λιτότητας που επιβάλει η ΕΕ, αλλά πάνω απ’ όλα την καταπάτηση βασικών δημοκρατικών δικαιωμάτων με σκοπό την υλοποίησή των πολιτικών αυτών, καθώς κανένας πια πολιτικός (είτε πρόκειται για εκλεγμένο με «δημοκρατικές» διαδικασίες, είτε τεχνοκράτη σφετεριστή) δεν υπολογίζει ούτε στο ελάχιστο τη στάση ενός ολόκληρου λαού που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει απέναντι σε ένα τόσο μείζον ζήτημα.

Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις της Metron Analysis φανερώνουν την, έστω και αργοπορημένη, άνοδο των ευρωσκεπτικιστικών τάσεων και στην Ελλάδα, με το 40% να επιθυμεί τη διάλυση της ΕΕ, την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και την επαναφορά της κυριαρχίας των εθνών κρατών – θεσμού που τουλάχιστον μπορούσε, έστω και σε κάποιον υποτυπώδη βαθμό, να εγγυηθεί κάποια αστικά δικαιώματα. Τί σημαίνουν, όμως, όλα αυτά; Κάποιοι θα κάνουν λόγο για «φωνές διαμαρτυρίας», άλλοι για «κραυγές λαϊκισμού» ενώ πολλοί δίχως απολύτως κανέναν ενδοιασμό θα εκφράσουν την απογοήτευσή τους για τούτη την Ευρωκατάντια. Όπως και να έχει, όμως, έχουμε να κάνουμε με κάποιο ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα, που, στην πραγματικότητα, απαγορεύει βιαστικά συμπεράσματα (κυρίως από τη στιγμή που η οργή και η αγανάκτηση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού κυριαρχεί στις δημόσιες συζητήσεις, φορτίζοντας συναισθηματικά τον ‘πολιτικό’ διάλογο), δίχως αυτό, την ίδια στιγμή, να σημαίνει τυφλή υπακοή στους ευρωπαϊστές εξτρεμιστές, στην κυρίαρχη προωθούμενη προπαγάνδα των ΜΜΕ, πως η λύση βρίσκεται όχι στην λιγότερη αλλά στην «περισσότερη Ευρώπη». Τί σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, ΕΕ; θα πρέπει να δούμε, τί είναι αυτό που πραγματικά πρεσβεύει αυτού του είδους η κλίκα με έδρα τις Βρυξέλλες, ποιές είναι οι αντιπροτάσεις του Ευρωσκεπτικιστικού κινήματος, όπου και ανάλογα θα μπορούσαν να δοθούν απαντήσεις.

Η Ευρωπαϊκή ιδέα 

Ο πρώτος που εισήγαγε την ιδέα περί δημιουργίας μιας ομοσπονδιακής υπερδύναμης που θα άκουγε στο όνομα Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ήταν ο Ιταλός πολιτικός Giuseppe Mazzini, ο οποίος αντιλήφθηκε το πρόταγμα αυτό ως μια επέκταση της ενοποίησης της Ιταλίας. Στη συνέχεια ο Βίκτωρ Ουγκώ, το 1849 στο συνέδριο Διεθνούς Ειρήνης στο Παρίσι τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας μιας ανώτατης κρατικής δύναμης η οποία «θα είναι για την Ευρώπη ό,τι είναι το κοινοβούλιο για την Αγγλία» δηλώνοντας πως «θα έρθει η ημέρα όπου όλα τα έθνη της ηπείρου μας θα αποτελέσουν μια ευρωπαϊκή αδελφότητα… Θα έρθει που θα δούμε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης [στο εξής ΗΠΕ] πρόσωπο με πρόσωπο». Τις θέσεις του υποστήριξαν οι Giuseppe Garibaldi και John Stuart Mill. Επίσης, ο Ιταλός φιλόσοφος Carlo Cattaneo προκειμένου να αντιταχθεί στις πολεμοχαρείς τάσεις της αριστοκρατίας, εξέφρασε τη συμπάθειά του για την ιδέα των ΗΠΕ, ως τη μοναδική απάντηση στις εχθροπραξίες μεταξύ Ευρωπαϊκών κρατών, και τέλος, ο αναρχικός φιλόσοφος Mikhail Bakunin υποστήριξε τα εξής: «προκειμένου να επιτύχουμε το θρίαμβο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στις διεθνείς σχέσεις της Ευρώπης, και να καταστήσουμε τον  εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των λαών που συνιστούν την ευρωπαϊκή οικογένεια αδύνατο, μόνο ένας δρόμος υπάρχει: Η σύσταση των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης».

Το Ευρωπαϊκό ιδεώδες, λοιπόν, αρχικά εκφράστηκε ως ο μοναδικός πολιτικός προσανατολισμός για να δοθεί ένα τέλος στις ένοπλες συγκρούσεις που ταλάνιζαν την ήπειρο, στοχεύοντας στην διακρατική ειρήνη και σταθερότητα, αντίληψη που κυριαρχεί μέχρι και σήμερα, αν κρίνουμε από την πρόσφατη απονομή βραβείου Νόμπελ στην ΕΕ, λόγω της επιτυχίας της να εξασφαλίσει ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή (όπως λέει η επιτροπή απονομής). Η ιδέα των ΗΠΕ όμως υπήρξε και κύριος εμπνευστής των Κομμουνιστικών και φασιστικών καθεστώτων του προηγούμενου αιώνα, τα οποία έβλεπαν ως μοναδικό τους κίνητρο την ολοένα και μεγαλύτερη εξάπλωσή τους. Έτσι, κατά τη διάρκεια των πρώτων νικηφόρων στρατιωτικών εκβάσεων από τη ναζιστική Γερμανία το 1940, ο Wilhelm ΙΙ, δήλωσε ότι: «Το χέρι του Θεού δημιουργεί ένα νέο κόσμο θαυμάτων…. Γινόμαστε οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης κάτω από γερμανική ηγεσία, μια ενωμένη ευρωπαϊκή ήπειρος» (Petropoulos p.170)[1], ενώ λίγα χρόνια πριν ο Τρότσκι είχε κάνει έκκληση για την δημιουργία των ΗΠΕ κάτω από μια ισχυρή κομμουνιστική εξουσία. Λίγο μετά το τέλος του ΒΠΠ, η ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης των Ευρωπαϊκών χωρών μέσω μιας διακρατικής εξουσίας των ΗΠΕ επανεκφράστηκε από τον Συντηρητικό Βρετανό πρωθυπουργό Winston Churchill σε ομιλία του στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, όπου και δήλωσε τα εξής: «πρέπει να οικοδομήσουμε ένα είδος Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Με αυτόν τον τρόπο μόνο τα εκατοντάδες εκατομμύρια των βιοπαλαιστών θα είναι σε θέση να επανακτήσουν τις απλές χαρές και ελπίδες που καθιστούν μια ζωή άξια να τη ζει κανείς». Έτσι, η ενοποίηση της Ευρώπης ξεκίνησε δειλά δειλά από τις αρχές της δεκαετίας του 50, με την Γαλλία και την Γερμανία να αποτελούν τις πρώτες χώρες, ενώ η ολοκλήρωσή της άρχισε να προγραμματίζεται λίγο μετά την υπογραφή της συνθήκης του Maastricht το 1992. Ήταν οι εποχές που το Κομμουνιστικό ανατολικό μπλοκ σιγά σιγά κατέρρεε, είτε μέσα από λαϊκές εξεγέρσεις είτε μέσω φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που αναγκάζονταν να λάβουν οι ηγέτες των ανατολικών χωρών κάτω από τις πιέσεις του κοινού για περισσότερες ελευθερίες, προωθώντας όλο και περισσότερο τον υποτιθέμενο «θρίαμβο του καπιταλισμού» ο οποίος θεωρητικά είχε «βγει νικητής της αναμέτρησης», και πλέον τίποτα, κανένα εναλλακτικό πρόταγμα δεν έμοιαζε ότι θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει. Έτσι, η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση απορρόφησε το φιλελεύθερο φαντασιακό όταν ήδη αυτό βρισκόταν στο απόγειό του, δίνοντας ώθηση σε διαφόρων ειδών Φριντμανικές αλλά καί σοσιαλδημοκρατικές Κεϋνσιανικές φωνές να κυριαρχήσουν εντός της, επηρεάζοντας πέρα για πέρα το θεμέλιωμα βασικών της δομών.

Η Ευρωουτοπία και ο νότος

Η απαξίωση του Ευρωπαϊκού Νότου (και κυρίως  της Ελλάδας) από τους «σκληρά εργαζόμενους» (όπως τα ΜΜΕ τους  αποκαλούν) βορειοευρωπαίους δεν έχει να κάνει μόνο με την οικονομία, αλλά και με το γεγονός ότι οι ίδιοι οι βορειοευρωπαίοι πάντοτε έβλεπαν με καχυποψία τους  λαούς του Νότου (και όσο πιο Ανατολική είναι μια χώρα, όσο πιο  κοντά στην Ασία, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς). Οι βουτιές των  χρηματιστηρίων, η αύξηση του ποσοστού των ανέργων που βύθισαν στη  φτώχεια εκατομμύρια πολίτες έγινε αφορμή ώστε αυτό το χάσμα μεταξύ  Ευρωπαϊκού βορρά και νότου (που βασίζεται στο φαντασιακό του κυρίαρχου  λευκού βορειοευρωπαίου) να βγει στην  επιφάνεια και οι λαοί του Νότου να  χρησιμοποιηθούν ως οι αποδιοπομπαίοι τράγοι της κρίσης. Έτσι, η  σύγκρουση Ελλάδας vs Ευρωπαϊκού βορρά, έχει να κάνει, μέχρι ενός  σημείου, με το βορειοευρωπαϊκό παλαιο-αποικιακό φαντασιακό. Για όσο καιρό η οικονομία ανθούσε, αυτή η ιδεοληψία της ανωτερότητας των βορειοευρωπαίων δεν εκδηλωνόταν, καθώς κυριαρχούσαν οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης και η κερδοφορία. Χρειάστηκε να απειληθούν τα συμφέροντα των Ευρωπαϊκών ελίτ, ώστε να ξεσπάσει μια αναμπουμπούλα στην Ευρώπη. Στην ουσία, το δίπολο Ελλάδα/Γερμανία αποτελεί κομμάτι του ευρύτερου πολιτικο-πολιτισμικού χάσματος μεταξύ της «υποανάπτυκτης» Ανατολής και  της καπιταλιστικής Δύσης, καθώς για πολλούς Ευρωπαίους η Ελλάδα ανήκει  καθαρά στην Ανατολή. Άλλωστε δεν είναι ψευδές ότι η ελληνική κοινωνία ελάχιστους δεσμούς έχει με την Ευρώπη σε πολιτισμικό επίπεδο  – κάτι που θα πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε, όσο οδυνηρό και αν μας φαίνεται. Αναμφισβήτητα είναι δύσκολο για εμάς να το αποδεχτούμε καθώς για πολλές  δεκαετίες η ιδέα της ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ε και της μετατροπής της από μια εγκαταλελειμμένη υποανάπτυκτη επαρχία σε μια Δυτική καπιταλιστική μητρόπολη, υιοθετούνταν αβασάνιστα και αναντίρρητα από τη  συντριπτική πλειοψηφία. Πρόκειται για μια αντίληψη που βασίστηκε πάνω  στην mainstream ιδέα της δεκαετίας του ’90, πως οτιδήποτε φέρει την Ευρωπαϊκή σφραγίδα είναι πάντοτε προτιμότερο (πράγμα που να συζητηθεί στην επόμενη ενότητα).

Επίσης, είναι πρακτικά δύσκολο να ‘αναμείξει’ κανείς 27 διαφορετικές χώρες με διαφορετική ιστορία, ήθη, έθιμα με στόχο μια κοινή οικονομία, ασχέτως και αν δεν υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες οι οποίες οφείλονται σε γενετικά-φυλετικά χαρακτηριστικά (όπως λένε οι ακροδεξιοί) που καθιστούν τις διαπολιτισμικές σχέσεις αδύνατες. Θα πρέπει να εξετάσουμε τις αξίες κάτω από τις οποίες η πολυπολιτισμική Ευρώπη λειτουργεί, αξίες οικονομικές, ανταγωνιστικές, που δεν προωθούν την διαπολιτισμικότητα αλλά το μοναδικό κίνητρο: το κέρδος και τον ανταγωνισμό, ο οποίος εκφράζεται και με χαρακτηριστικά έθνους, φυλής είτε σεξουαλικότητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο οικονομικός ανταγωνισμός οδηγεί στην δαιμονοποίηση του λιγότερου ισχυρού, ενισχύοντας τον εθνικισμό ο οποίος διχάζει όλο και περισσότερο τους λαούς, διαιωνίζοντας την παντοδυναμία των ολιγαρχιών.

Το Ευρωπαϊκό φαντασιακό και η νεοελληνική, μεταπολιτευτική πραγματικότητα

Η Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας της αποτελούσε ένα κράτος οικονομικά ανίσχυρο, με βαθιά ριζωμένες συνειδησιακά παραδοσιακές αναπαραστάσεις σε ό,τι αφορά την κοινωνική ζωή, την εργασία, την θρησκεία και τα διάφορα ήθη κι έθιμα. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες Δυτικές κοινωνίες (αν μπορεί η Ελληνική να θεωρηθεί Δυτική) ουδέποτε ήρθε σε επαφή με τον κοινωνικό εξορθολογισμό, ελάχιστα γνώριζε από corporate culture και βιομηχανοποίηση, παραμένοντας μια χώρα επαρχιακή, με δομές βαθιά πελατειακές. Λόγω ακριβώς της συνεχόμενης οικονομικής της δυσπραγίας υπήρξε και ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς ανθρώπινου δυναμικού στην Ευρώπη (μετά την Ιρλανδία και την Ιταλία). Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες πολίτες πήραν τον δρόμο της μετανάστευσης προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, ενώ μεγάλο ποσοστό κατάφερε να αναρριχηθεί στην καπιταλιστική πυραμίδα, στις χώρες όπου φιλοξενούνταν. Το γεγονός αυτό άρχισε σιγά σιγά στο εσωτερικό της χώρας να καλλιεργεί την ιδέα της ισχυρής Δύσης που δίνει ευκαιρίες ανέλιξης σε αντίθεση με την βαλτωμένη Ελληνική πραγματικότητα που δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο παρά ένα κράτος αδύναμο να προσφέρει όλα αυτά που η αναπτυγμένη Δύση επιτυγχάνει. Για πολλά χρόνια, κύριος εκφραστής τούτης της αντίληψης υπήρξε η Καραμανλική Δεξιά η οποία δίχως καμία απολύτως συγκατάθεση υπέγραψε τη συμφωνία ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ μετά την πτώση του καθεστώτος των Συνταγματαρχών, ενώ από την αντίθετη πλευρά, η αριστερά εξέφραζε ευρωσκεπτικιστικές θέσεις όντας εγκλωβισμένη στον φιλοσοβιετικό αντιδυτικισμό, στο αντι-ιμπεριαλιστικό εμφυλιακό φαντασιακό που αποτελεί κληρονομιά των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων του ΕΑΜ.

Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» κυριαρχούσε στις συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ, το οποίο στα πολύ πρώτα χρόνια της δράσης του εξέφραζε μεγάλο κομμάτι του αντι-δικτατορικού κινήματος και τις ευρωσκεπτικιστικές αντι-ιμπεριαλιστικές τάσεις του Ελληνικού λαού, τάσεις που μερικές δεκαετίες αργότερα εκφράζονταν μόνο μέσα από το ΚΚΕ (καθώς το ΠΑΣΟΚ συνέπραξε με την σοσιαλδημοκρατία και έπειτα με τον κοινωνικό φιλελευθερισμό ιδίως κατά την ανάληψη της προεδρίας από τον Κ. Σημίτη), χάνοντας την αίγλη του σε μια εποχή που η απάθεια και η μαζική απο-πολιτικοποίηση είχαν αρχίσει να κατακλύζει τα πάντα. Τις συγκεντρώσεις στις πλατείες αντικατέστησαν οι κραυγές στα τηλε-παράθυρα, τον πολιτικό διάλογο οι διαφημίσεις και ο καταναλωτισμός: τα ψώνια του Σαββατοκύριακου, η κουλτούρα του fast-food και του super-market προερχόμενη από την Δύση γρήγορα διείσδυσε και στην Ελληνική κοινωνία, διαβρώνοντας ολοκληρωτικά τον sui generis χαρακτήρα της. Η νέα αυτή πραγματικότητα αντικατέστησε τις παλιές αξίες με τον οικονομισμό, την αγοραστική δυνατότητα, την ευμάρεια που αποκλειστικά και μόνο συνδυάζεται με την μαζική κατανάλωση, την ευκολία και την μίμηση τηλε-ηρώων, πράγμα που ίσχυε στις περισσότερες Ευρωπαϊκές μητροπόλεις δυο/τρεις δεκαετίες πριν, ιδανικά που προβάλλονταν συνεχώς ως παραδείγματα κοινωνιών που ευημερούν σε αντίθεση με τον παρωχημένο Ελληνικό επαρχιωτισμό που έπρεπε να ξεπεραστεί με κάθε μέσο προκειμένου να αγγίξει την τελειότητα, τα Ευρωπαϊκά standards of living, να ξεπεράσει την μίζερη πραγματικότητα του «εδώ όλα χάλια, έξω είναι όλα καλά». Ως εκ τούτου, η ιδέα της ΕΕ, η άποψη του «με το ευρώ καλύτερα» κατέστη κοινή λογική στην Ελληνική κοινωνία, η οποία δεν έβλεπε άλλο δρόμο παρά να γίνει ένα κομμάτι με την Δύση, δίχως ωστόσο να θέλει χάσει την δική της ιδιαιτερότητα, το σκυλάδικο, την κουλτούρα του «ωχαδερφισμού» και του φραπέ, που ενσωμάτωσε πλήρης σε όλα τα καταναλωτικά ιδανικά που δανείστηκε από την «πολιτισμένη» Δύση.

Το γεγονός αυτό εκφράζει σε μεγάλο βαθμό μια από τις μεγαλύτερες μορφές ετερονομίας που χαρακτηρίζουν την Ελληνική κοινωνία: την αδυναμία να σκεφτούμε ότι μόνοι μας σαν λαός μπορούμε να δημιουργήσουμε κάτι καινούριο δίχως την καθοδήγηση του «πετυχημένου», δίχως τις υποδείξεις των «ειδικών της ΕΕ» σε θέματα κοινωνικής ευημερίας.  Ότι το κακό μας παρελθόν σημαδεμένο από δικτατορίες, εμφυλίους, πολιτικές ανακατατάξεις και αστάθεια θα το βλέπαμε πλέον μονάχα τυπωμένο και  ανώδυνο σε μερικές σελίδες στα βιβλία της ιστορίας, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι καινούριοι· ότι μόνο αν ακολουθήσουμε την «σιγουριά» που μας εμπνέει το Ευρωπαϊκό όραμα θα γλιτώναμε απ’ αυτό, σα να μην ήταν η ίδια Ελληνική κοινωνία για μεγάλο χρονικό διάστημα φορέας αυταρχικών ιδεών (καί από τα αριστερά καί από τα δεξιά). Όλος αυτός ο εξοβελισμός του κοινωνικού πράττειν σε εξωγενείς παράγοντες ευνουχίζει κάθε αυτόνομη πολιτική δράση. Κύριοι εκφραστές της αποτελούν τα διάφορα ευρωπαϊκού προσανατολισμού κόμματα που επικαλούνται την υπευθυνότητα και τον «πόλεμο ενάντια στον λαϊκισμό», που βάλλονται κατά της αντί-ευρωπαϊκής αριστεράς. Κατά βάθος, όμως, το σκεπτικό τους αυτό δεν αντανακλά μόνο τον παραδοσιακά χυδαίο εθελόδουλο αυταρχισμό της Ελληνικής Δεξιάς, αλλά εγκλωβίζει τους ίδιους τους πολίτες στην ανευθυνότητα μέσω του κλίματος απάθειας που καλλιεργούν, μέσω της δογματικής αντίληψης του καπιταλιστικού-ευρωπαϊκού μονόδρομου (όπου και η ΕΕ) πως οι τεχνοκράτες «θα καθαρίσουν για εμάς» που δεν θα πρέπει να κάνουμε τίποτα παραπάνω από το να τους υποστηρίζουμε μια φορά στα τέσσερα χρόνια, ασχέτως και αν μέρα με την μέρα ο αριθμός των ανέργων αυξάνεται, οι αυτοκτονίες πολλαπλασιάζονται και η εξαθλίωση καθιστά την ζωή ανυπόφορη. Η ευθύνη των πράξεών μας δεν αναλαμβάνεται μέσω της τιμωρίας, του εκφοβισμού και της μαύρης προπαγάνδας των ολιγαρχιών πως αν δεν θα τους ακολουθήσουμε θα έρθει το τέλος του κόσμου, αλλά μονάχα μέσω της δικής μας δράσης, δίχως ηγέτες και καθοδηγητές, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας, να αναγνωρίσουμε τα δικά μας λάθη.

Πάνω στην ίδια παγίδα φυσικά πέφτει και μεγάλο κομμάτι του αντι-μνημονιακού μπλοκ το οποίο  συσπειρώνει ευρωπαϊστές αριστερούς που πιστεύουν σε θαύματα (πως η ΕΕ  μπορεί να μεταρρυθμιστεί υπέρ των λαών και όχι των τραπεζών) αλλά και  ακροδεξιούς προγονόπληκτους που πιστεύουν πως η ΕΕ αποτελείται από Εβραίους, κρύβει μέσα της τον Σατανά, ετοιμάζει στρατιές για να  υποδουλώσουν την Ελλάδα στους Σιωνιστές μέσω της μετανάστευσης και  διάφορα άλλα παράλογα ή παραληρητικά που ακούμε κατά καιρούς από διάφορους σαλτιμπάγκους φαντασιόπληκτους στις πιο ακραίες περιπτώσεις, ή όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες του βορρά, οι ευρωσκεπτικιστικές τάσεις ωθούν όλο και περισσότερο στον απομονωτισμό, πράγμα που θα δούμε παρακάτω:

Ο ευρωσκεπτικισμός στις χώρες του βορρά βαδίζει χέρι χέρι με την ξενοφοβία

Αντίθετα με τις χώρες του Νότου όπου ο ευρωσκεπτικισμός συνήθως αποτελεί προνόμιο των αριστερών, στον βορρά οι πιο ακραίες φωνές ξενοφοβίας εκφράζονται αυτήν την στιγμή από το Βρετανικό συντηρητικό κόμμα και το ακροδεξιό UKIP με τους ψηφοφόρους και οπαδούς τους να επιθυμούν δημοψήφισμα που θα καθορίσει την συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ, όχι όμως με σκοπό τον πολιτικό της απεγκλωβισμό από τις κεντρικές εξουσίες των Βρυξελλών, αλλά με στόχο τον περιορισμό της μετανάστευσης: εάν η Βρετανία πάψει να συμμετάσχει στην ΕΕ, τότε οι ελεύθερες μετακινήσεις δεν θα ισχύουν πλέον για την χώρα αυτή. Όσοι έχουν το ελεύθερο να μεταναστεύσουν στην Γερμανία, στην Ισπανία ή οπουδήποτε αλλού, πλέον δεν θα το έχουν για την Βρετανία όπου πιθανότατα θα απαιτείται visa παραμονής που δεν θα μπορεί να εγκριθεί δίχως πρόσκληση από Βρετανό εργοδότη, ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει πως δεν υπάρχει Βρετανός πολίτης που θα μπορούσε να καλύψει τη συγκεκριμένη θέση εργασίας, κι έτσι απαιτείται ξένο εργατικό δυναμικό.

Παρένθεση: Ξεκαθαρίζω ότι η μετανάστευση δεν θα πρέπει να θεωρείται ως κάτι το θετικό όταν συμβαίνει μαζικά και όχι ατομικά καθώς κάτι τέτοιο αποτελεί την διαιώνιση της σκλαβιάς, όπως έλεγε και ο Μαρξ. Θα πρέπει να γνωρίζουμε εδώ πως η αποδοχή των μαζικών μετακινήσεων ως κάτι αυτονόητα θετικό δεν αποτελεί κάποιο επαναστατικό πρόταγμα, αλλά απεναντίας πρόκειται για μια φιλελεύθερη θέση η οποία αποδέχεται ντετερμινιστικές θεωρήσεις όπως: σε κάποιες χώρες είναι φυσικό να καταπιέζονται κάποιοι πληθυσμοί έναντι κάποιων άλλων και συνεπώς κομμάτι των καταπιεσμένων δεν έχει παρά να αναζητήσει την τύχη του σε κάποια άλλη χώρα. Συνεπώς η μαζική μετανάστευση θεωρείται ως κάτι το θετικό, μιας και δίνει ευκαιρίες σε άλλους ανθρώπους να αναρριχηθούν πράγμα που δεν μπορούν να το επιτύχουν στις χώρες καταγωγής τους, κι επίσης, βελτιώνει – μέσω της ανταγωνιστικότητας που δημιουργείται από τη συμπίεση των θέσεων εργασίας – τις υπηρεσίες που παρέχουν οι διάφορες εταιρίες. Οι Μαρξιστές και οι αναρχικοί υπερασπίστηκαν το «δικαίωμα» των μαζικών μετακινήσεων προκειμένου από τη μια να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα πως είναι καλύτερο τελικά ένας Ινδός, Πακιστανός, Έλληνας, Κύπριος να εργάζεται στην Βρετανία, την Γερμανία ή αλλού, αλλά πάντα με σκοπό να τονίσουν την κοινωνική αδικία που δημιουργείται από τις επεμβάσεις των ισχυρών καπιταλιστών των βιομηχανοποιημένων χωρών σε αυτές που είναι λιγότερο ισχυρές και, από την άλλη για να αντιταχθούν στις απομονωτικές τάσεις των συντηρητικών, οι οποίοι βλέπουν τους μετανάστες ως απειλή για την κοινωνία, διχάζοντας έτσι την εργατική τάξη σε ντόπια και ξένη, αποδυναμώνοντας τους πολιτικούς αγώνες προς όφελος των καπιταλιστών.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, δεν μας αφορά τόσο το παραπάνω δεδομένο. Αυτό που βλέπουμε εδώ από κομμάτι των ευρωσκεπτικιστών δεν είναι η αποδόμηση της μετανάστευσης λόγω του ότι συμβάλλει στη δουλεία, αλλά μια έκφραση της γενικευμένης απανθρωπιάς, αποτέλεσμα του ατομικιστικού φαντασιακού: δεν με ενδιαφέρει αν ο Έλληνας δεν θα μπορέσει να εξασφαλίσει μια θέση εργασίας στη χώρα του για να μπορέσει να επιβιώσει. Με ενδιαφέρει ότι αν έρθει εδώ κάποιος άλλος θα τον προσλάβει αντί για μένα, συνεπώς να φύγει και να πάει πίσω στη χώρα του και για να μην ξανάρθει εδώ ας κλείσουμε τα σύνορα το οποίο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την έξοδο της χώρας από την ΕΕ. Όλες αυτές οι επικίνδυνες τάσεις θα πρέπει με κάθε μέσο να πολεμηθούν, καθώς όχι μόνο αποτελούν ντροπή για την ίδια την ανθρωπότητα, όχι μόνο δικαιολογούν την Βεμπεριανή εκδοχή του έθνους-κράτους (τον μόνο δικαιολογημένα – ηθικά και νομικά – φορέα άσκησης βίας), αλλά στρέφονται κατά των ίδιων των μετακινήσεων με έμμεσο και ύπουλο τρόπο, καταστρατηγώντας δικαιώματα που κερδήθηκαν μέσα από μεγάλους αγώνες, οδηγώντας όλο και περισσότερο στον απομονωτισμό που με τη σειρά του οδηγεί σε διαφόρων ειδών συγκρούσεις.

Το επόμενο βήμα: ούτε εθνική ούτε γεωγραφική αλλά πολιτική ανεξαρτησία

Και τα δύο στρατόπεδα φανερώνουν την διττή ετερονομία που κυριαρχεί στις ‘πολιτικές συζητήσεις’ μια ετερονομία που οφείλουμε να ξεπεράσουμε αν πραγματικά επιθυμούμε την κοινωνική μεταστροφή αντί να  εγκλωβιζόμαστε σε ετερόνομα δίπολα του τύπου: ΕΕ ή έθνος κράτος και  εθνική ανεξαρτησία. Όσο και αν μας προκαλούν αποστροφή οι μαφιόζικου τύπου επιθέσεις των ηγετικών στελεχών της ΕΕ στην Κύπρο και την Ελλάδα, αυτό δεν δικαιώνει την πίστη ότι η λύση βρίσκεται πίσω στις εθνικές κυβερνήσεις και το εθνικό νόμισμα. Διότι το πρόβλημα εδώ δεν είναι ούτε μονεταριστικό αλλά ούτε και κατά βάθος εθνικό. Απεναντίας, το πρόβλημα είναι βαθιά πολιτικό, και δεν μπορούν οι φωνές που απαιτούν ισχυρούς ηγέτες και εθνικά σύνορα να χαρακτηριστούν ως ‘πολιτικές’. Αντιθέτως, αποτελούν εκφραστές προ-πολιτικών αντιλήψεων, καθώς δικαιολογούν έμμεσα την βία και τον αποκλεισμό κοινωνικών ομάδων από την πολιτική σφαίρα (δεδομένου ότι οι περισσότεροι που κάνουν λόγο για εθνική ανεξαρτησία προέρχονται από εθνικιστικούς κύκλους) και γενικά καλλιεργούν ένα κλίμα απομονωτισμού το οποίο θα μπορούσα να πω ότι είναι το τελευταίο που χρειαζόμαστε αυτή την στιγμή. Αντιθέτως, αυτό που επείγει είναι η πολιτική ανεξαρτησία, δηλαδή το δικαίωμα μιας κοινότητας ανθρώπων (όχι αναγκαστικά ενός έθνους) να ρυθμίζουν οι ίδιοι τον τρόπο λειτουργίας της κοινότητάς τους δίχως εξωτερικές παρεμβάσεις, ενώ ταυτόχρονα θα βρίσκονται και σε διαρκή επικοινωνία με άλλες κοινωνίες.

Η περίφημη Ευρώπη των λαών δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η Ευρώπη της άμεσης δημοκρατίας, του απο-συγκεντρωτισμού και της καθημερινής πολιτικής δράσης. Δεν είναι δυνατό να μιλάμε για άμεση δημοκρατία και να ανεχόμαστε την Ευρωζώνη και την ΕΕ, μια καθαρά ολιγαρχική Νεοφιλελεύθερη συμμορία. Δεν είναι δυνατό να μιλάμε για άμεση δημοκρατία και οριζόντιες δομές όταν έχουμε απέναντί μας έναν οργανισμό που δεν σέβεται ακόμη και τα βασικά κεκτημένα συνταγματικά δικαιώματα (τί έγινε  με την αρνητική ψήφο των Ιρλανδών στην Συνθήκη της Λισαβόνας;) ούτε καν και με τα αστικά πρότυπα. Ούτε είναι εφικτό να μεταρρυθμιστεί αυτός ο γραφειοκρατικός Χομπσιανός μηχανισμός προς κάτι καλύτερο, καθώς οι δομές του είναι τόσο  συγκεντρωτικές, που αδυνατούν πλήρως να εκφράσουν την λαϊκή θέληση. Αντιθέτως, λόγω του τρόπου με τον οποίο έχει οικοδομηθεί, εύκολα απορροφάται από εξουσιαστικά κέντρα ισχυρών συμφερόντων, που επιβάλλονται με τον πιο χυδαίο τρόπο. Μπορούμε, όμως, να εντάξουμε το Ευρωπαϊκό ζήτημα μέσα στα πλαίσια της αναζήτησης νέων προταγμάτων, ενάντια στην βαρβαρότητα του συντηρητισμού και του ιδεολογικά χρεοκοπημένου φιλελευθερισμού, μέσα στους αγώνες για πραγματική δημοκρατία και ατομική και κοινωνική αυτονομία.

Η ΕΕ πρέπει να διαλυθεί με κάθε τρόπο και να αντικατασταθεί από ένα ανοικτό δίκτυο αλληλεγγύης και πολιτισμικής επαφής των λαών που φυσικά θα ελέγχει ότι καμία τοπική απόφαση δεν μπορεί να παραβιαστεί από κεντρικούς μηχανισμούς και για κανέναν λόγο (εκτός και αν εγκυμονεί κίνδυνος εδαφικής επίθεσης σε περίπτωση που η απόφαση κάποιας κοινότητας αυτό επιβλέπει, πράγμα που θα μπορούσε να αποφευχθεί σε μεγάλο βαθμό μέσω των δικτύων πολιτισμικής συναδέλφωσης). Την αρχή των αποφάσεων την έχουν οι ίδιοι οι πολίτες κάθε κοινότητας και όχι οι ολιγαρχίες, όπως το ευρωκοινοβούλιο των Βρυξελλών. Για να  φτάσουμε, όμως, στο  σημείο αυτό θα πρέπει αρχικά να έρθουμε σε ρήξη με κάθε είδους ιδεολογικό μας αποκούμπι, είτε πρόκειται για τον φιλο-ευρωπαϊκό φετιχισμό είτε για το εθνικιστικό φαντασιακό που αναμασούν αριστεροί και δεξιοί και πάνω απ’ όλα, να επανακαταλάβουμε τις πλατείες.

[1] Petropoulos, J,. 2006. Royals and the Reich, Oxford University Press

The society of commodity

consumerismThe best method to make one passively subordinated by an abstract illusion is dependency and addiction. The delusion of consumerism is not just a false belief but an addiction that rests upon desire. The idea was relatively simple. If people were addicted to factory products, it was less likely for them to express their discontent for the working conditions in these factories, or wonder about the life of the people who work in the factory, or even question the nature of labor/work itself. As Stuart Ewen1 claims, consumerism, “the mass participation in the values of the mass-induced market was not a natural, historical development, but an aggressive device of corporate survival.” The fake prosperity that was achieved through consumerism, the encirclement of social life by the spectacle resulted in the distraction of people’s attention from the unpleasantness caused by labor/work. “To those who cannot change their whole lives or occupations, even a new line in a dress is often a relief”, Helen Woodward argued.

Thus, human societies slumped from “being” (personality, cultivation of the mind etc) to “having” and eventually glided to “showing” (the main characteristic of the world of spectacle). So, human identity is not any more defined and measured according to what every individual actually is or what he/she does, not even by what he/she owns. It is defined by what the person presents that he/she is or owns. Happiness (a term used ad nauseam in our days by conservatives like David Cameron) has become a quantitative indicator, dependent upon the goods a person is able to own and the social status attached to his/her presentation to others. In an anonymous and alienated society, appearance is important and the social status that can be earned through a certain occupation is presented to strangers via consumerism, a procedure we could call “commercialization of our self”. Our self as a product which is described on a sheet of paper we call Curriculum Vitae.

Politics itself has become vocational marketing and party candidates are advertised like products of mass consumption. “It’s not the consumers’ job to know what they want” the founder of Apple, Steve Jobs, used to say. If we transfer the above quote to the political realm, «it’s not a citizen’s job to interfere with politics to know what he/she wants», something also suggested by the English philosopher Thomas Hobbes 400 years ago, which means that citizens are incapable to govern themselves, because their state of nature is characterized by the greed of domination. Thus, as the only solution against civil war or devastation, Hobbes suggests a social contract, a sort of “agreement” between individuals (the dominated) and a central government (the Sovereign), which will control the executive and legislature power, and by means of coercion will deter anyone from interfering with politics, by locking him/her in his/her private realm. To the contrary, Hannah Arendt, having based almost all her intellectual work on the Aristotelian philosophy (man is a political animal) regards that the public ( political) realm is the only one where man can actually gain his freedom3.

Aristotle’s definition for citizen was this: “Who is a citizen? A citizen is everyone capable to govern and be governed.” There are thirty thousand million citizens in Europe. Why are they all not competent to govern? Because the mainstream political ideology aims exactly at preventing citizens from learning how to govern and be governed (to know both sides of power). Consequently, cultivates the logic that governance should be assigned to the “experts”. This indicates that there’s an anti-political education, proportional to the ultra-individualist imaginary, which leads to passiveness and, hence, consumerism. Mass societies produce individuals who instead of undertaking political responsibilities and initiatives, become addicted to following and voting for the political choices someone else has prepared for them, exactly as they don’t  get to decide what kind of goods they want to produce, how to produce them or in which way they want to distribute them.

The end of consumerism

In a world where spectacle prevails, it’s not society that establishes the principles of this spectacle, neither a secret group of speculators, as supporters of conspiracy theories would claim. It’s the concept for continuous profit that leads institutions, values and society itself at a direction which serves an increasing production, combined with an ever growing consumption. It’s precisely this ‘consumption bubble’, through the way the financial system operates (loans, credit cards etc.), that resulted in the current economic “crisis”. After consumers were stuffed with excessive consumer desires, after the list of products that would make them “happy” expanded, it suddenly became apparent that these artificial needs could not be served by the banking system. Thus, the growth of plastic trash, a growth that cares for nothing else but itself, is drawing the curtains for, at least, most of the people.

Economic growth liberated societies from physical stress that required their direct struggle for survival, but, with doing so, it subjugated them to their liberator. Economy transformed the world, but it transformed it solely into a world of economy. The abundance of merchandise, namely of the merchandise relation, can be nothing more but the augmented survival, which hasn’t stopped incorporating neediness. A typical example is the following contradiction: while technological automation and development could have eliminated or, at least, reduced the need for labor, in fact it created a new sector, the tertiary (service industry), modifying at the same time the slightly increased “leisure time” into a motive for alienation (since the enjoyment of leisure requires consumer goods…).  

“The imaginary of our time is the imaginary of the unlimited expansion and accumulation of worthless things… Meaning what? A television in every room, a computer in every room and so on. It’s upon this imaginary that the system relies. And it is precisely this that must be destroyed”, Cornelius Castoriadis2 says. The moment that society comprehends that it has ended up dependent on economy, we realize that quite the opposite has happened. Nowadays, society and economy are opponents in a battle of domination. Societies across the world are faced with a big dilemma: the pseudo-usage of life through commodity or the real life. The antidote of this so much discussed ‘crisis’ is not an economic ‘solution’, but a social/political one and it’s that we are asked to give as a society of the world, as people who have the duty to form a substantially political world.

References
(1) Stuart Ewen, Captains of Consciousness: Advertising and the Social Roots of the Consumer Culture.
(2)  Cornelius Castoriadis, We are Responsible for our History
(3) Arendt Hannah. On Revolution. Penguin Books, Second Edition, 1973

Other Resources
Guy Debord, Society of the Spectacle
Selling the Work Ethic: From Puritan Pulpit to Corporate
Hobbes, Thomas. Leviathan. Oxford University Press, Second Edition, 1909.
Writer: Efor,  Editor: Michael Theodosiadis, Translators: annitagrn, Michael Theodosiadis.

The article is also available in Greek, in Spanish and in French.

 

A re-evaluation of Grillo’s radicalism

grillo_2493286b

With the narrow victory of the center-left leader Pier Luigi Bersani (29,53%) over the center-right coalition led by Silvio Berlusconi’s People of Freedom – who received 29,13% of the total domestic votes – the Italian elections came to an end. The ‘centrist’ coalition of the x-Life Senator of Italy Mario Monti – who on November 9th 2011 was ordered by Brussels to replace Berlusconi in power in order to implement harsh reforms and austerity measures – failed to gain more than 10%. This clearly denotes that the Neoliberal monetarist austerity policies imposed by the EU and the ECB were largely disapproved by the Italian people, especially if we acknowledge the enormous but expected victory of the ‘anti-establishment’ Movimento 5 Stelle (Fiver Star Movement – M5S) party, led by comedian Giuseppe Grillo who won the third place with 25%. It thus consists one of the fastest-growing protest political parties, in a country that has been seriously hit by the global financial crisis while the will of her citizens has been consistently ignored by the corrupt political bureaucracies. The M5S is an active political organization focused on a variety of radical ideas that penetrate several ‘public’ discussions such like environmentalism, withdrawal of Italy from the Eurozone, decrease of the voting age, direct democracy and free access to the internet [1].

As John Hooper writes for the Guardian Online, the x-comedian Giuseppe Grillo became active in politics during the 1980s “as Italy sank deeper into the corruption that was to bring down its postwar political order.” Two are the key elements that marked the political course of this controversial figure: a) he studied commercial economics which helped him acquire an «acute perception of the many scandals in Italy in which politics and finance overlap, like the one enveloped its oldest bank, Monte dei Paschi di Siena, during the campaign. Grillo can read company accounts in a way few journalists and politicians can» (Hooper), and b) his exclusion from state-owned National Television (RAI) in 1993. The latter “forced him to turn to what was then a medium decidedly outside the mainstream, founding a blog that soon became a samizdat for the young, frustrated, indignant and internet-savvy” (Hooper 2013). The M5S was founded in 2009 by Grillo’s fans, quickly after the first signs of the crisis started to concern the Italian public, and spread all across the country thanks to the widespread usage of the online social networks.

European reactions

Immediately after Grillo’s electorate success the mainstream European Press responded with the well-known cynicism, similar to that of the analyses regarding the protests in Greece. While BBC sees the Italian results as a blow against austerity, the Financial Times expressed their concern over an “Italian Uncertainty.” The French Nouvel Observateur describes Italy as swamped by a populist wave (openly referring to the supporters of Grillo) and the ‘left-wing’ Liberation speaks about the rejection of Europe. «Half of the Italians voted for parties that support offensive anti-Europeanism» claimed the Frankfurter Allgemeinze Zeitung, while the Der Bild, as expected, describes the Italian elections as a «horror scenario».

Grillo appears ready to wage war against the rotten political establishment of the last twenty years and promises renovations and parliamentary reforms. For this reason his opponents continuously accuse him of canvassing. In fact, Grillo attempts to attract voters from both the left and the right: unemployed or under-employed graduates who see no other choice but emigration, low incomers who have been severely affected by the austerity cuts, other vulnerable employees, a great percentage of Italian voters who seem to be fed up with mainstream political options, but also a percentage of conspiracy theorists who are attracted by fabricated myths which often become implicitly anti-Semitic or xenophobic. However, most accusations against Grillo for populism from the arrogant euro-conservative media are insidiously directed against the ordinary citizen, as they attempt to convince the public that only few are able to understand economics and high politics and, therefore, the rest of the ‘ignorant mob’ should yield to the instructions of a technocratic oligarchy. This pro-EU extremism of the media, which is presented as an accountable choice, is used to justify the imposition of unpopular austerity reforms that deprive democratic rights won with hard struggles during the past centuries, leaving, thus, the door open for implementation of harsh authoritarian policies. What we currently witness is that the right of a nation not to follow what the eurocrats arbitrarily attempt to force upon them, a right which by no means is negotiable, is constantly tresspassed. The unchallengeable democratic choice of a society to disobey the absolutism of the markets and create its own future without being constantly under the surveillance of oligarchic institutions is continuously ignored and denied. Consequently, it appears that the struggle of the Italian people for democracy not only has to significantly challenge the Italian status quo, but also the hegemony of European Parliament.

Grillo and the euro-referendum

Unlike most of the left-wing parties which have long ago abandoned their radical platform by unquestionably embracing Europeanism and social-democratic values (such like the Greek party SYRIZA), Grillo recognizes the catastrophic consequences of Italy’s membership in the Eurozone and rightfully proposes a referendum that will determine the country’s participation in the common currency. This position undoubtedly appears for many of Grillo’s supporters as a groundbreaking proposal. But a deeper examination of the current socio-political reality could lead us to a different conclusion. Grillo’s promise is not really radical as he only wishes to pursue a monetary change and fails to address the problem widely; he does not question the Italian participation in the EU, which would have been a preferable way for the Italian people towards their political independence. In short, economic independence alone cannot emancipate a nation. Further attempts for full political self-sufficiency are required in order to achieve a more democratic change. Various radical projects, such like thirty or twenty hours work per week and increase of the minimum wage to 1000 Euros, which is among Grillo’s demands, could not be implemented if Italy continues to follow Brussel’s orders, which, on the contrary, call for increase of the retirement age and cuts on wages.

In other words, the current crisis should not be understood solely as a financial or economic crisis. It is also in many respects a political crisis, or to be more specific, a systemic multicomplex problem which derives from the fact that degenerated institutions have substuntialy failed to protect basic democratic rights, to reinforce political participation and secure the citizen’s right to supervise representatives. One of these institutions is the European Union in itself, which because of the way it has been structured, increasingly contributes to the perpetuation of political inequality and the establishment of powerful monopolies. Thereafter, even if the Italian people decide to exit the Eurozone their political independence will not be guaranteed if they still remain subjected to this strictly hierarchical undemocratic organization.

Grillo’s supporters who seem to be standoffish regarding his euroscepticism can consider the events that followed the initial Irish rejection of the Nice Treaty (2001) and the Lisboa Treaty (2009): the continuous blackmail of euro-leaders against the response of the Irish electorate, which resulted to a repeat of the referendums aiming to reverse the final decision. Such referendums are supposedly guaranteed by the Irish constitution,but obviously for the EU political sovereignty means nothing if the electoral decision is against the interest of the global markets. Similarly in Greece one year ago, George Papandreou’s call for a referendum concerning the implementation of further austerity measures, caused massive reactions across Europe to the extent that he was forced to resign and be replaced by Loukas Papademos (a technocrat appointed by Goldman Sachs). This clearly prooves that the EU’s greatest enemy is democracy. Consequently, no political sovereignty is possible if Italy continues as a full member of the EU. Instead, the Italian people could engage in the creation of a solidarity network together with the rest of the P.I.I.G.S to push forward the project of alter-Europeanism.

What democracy?

The followers of the M5S aim to the realization of a public sphere where open and direct participation takes place. As Grillo said in his interview on the Greek editorial board Tvxs, they have created a large e-society on Youtube, ignoring, however, that direct democracy (open participation in the decision making without hierarchy and party bureaucracy) is antithetical to the notion of political representation which may erode the public sphere, absorb it, and subordinate it to the interests of a centralized leadership. Democracy in itself stands for the power of the demos, where power is equivalent to equal participation in an open agora (or assembly), requires, hence, a body where citizens can meet each other as free individuals; additionally, demos in ancient Greek refers to the citizens themselves who exercise the right to have a say in political discussions that determine the function of the society they live in, without recognizing representatives or individuals who decide on their behalf. Direct democracy presupposes not only a change of culture – meaning rejection of labouring, passiveness, irresponsibility, greed, individualism, inactivity and social indifference – but a more holistic understanding of what a radical social transformation means and, above all, the ability to call values, norms and institutions into question.

There are several examples in modern history where a collective public sphere from below was in the process of emergence: from the first days of the Enlightenment, to the Parisian Commune and the Soviets in Russia (before they were hijacked by the bureaucracy of the Bolshevik Party) the masses became engaged in self-organization activities. The Hungarian Revolution and the Anarchist Catalonia are sources of inspiration for those preoccupied with the idea of a truly democratic change. The recent examples of the Spanish and Greek Indignados could be acknowledged as a form of partial braking with the currect oligarchic social institutions [2].

Last but not least

The mediocre choice of M5S is not able to provide answers to the impasses of the Italian society. The truly democratic revolutionary forces cannot lay their hopes on a reformist party, which the stronger it gets the higher is the risk to become bureaucratized, and to rescind from the most innovative and radical trends. Apart from that, the Italians have for a long time been trapped into personality cult delusions widely represented by Berlusconi (as happened in Greece with Andreas Papandreou). Such delusions do not need to be replaced by new ones (represented by Grillo). The Italian results, no matter what the final outcome from the current crucial negotiations of party leaders will be, show that the idea of social change has started to penetrate the mainstream political discussions, no matter if the technocrats in Brussels refuse to accept it. But this alone does not deliver promises. At this stage, the role of the social movements is to contribute to a further radicalization of the rest of society based on truly democratic values to the greatest extent possible, and also, to become independent from the idea that only through a central leadership social emancipation can be achieved. Complete radical transformation can come only through ourselves. We are responsible for the future we create. Hence, we have to choose: action or apathy, creation or passiveness: democracy or oligarchy? Both are incompatible.

[1] We must take into account the significantly high amount of abstention (25%). This involves individuals who either chose to remain indifferent or do not believe that elections can bring change, while a great percentage is not inspired or persuaded by any candidate.

[2] Etymologically speaking, oligarchy stands for the rule of the minority, even if this minority has been empowered by the electorate majority: from the Greek words oligoi = the few and archein = to rule. Political parties are an example of oligarchy as power is exercised by the bureaucracy while the citizens have very little share in the decision making.

Χοιρόπολις

tumblr_lw9vy9BNoZ1qf0obxo1_500

Οι δεκαετίες πέρασαν, σβήνοντας κάθε μνήμη της Επανάστασης των Ζώων. Το Αρχοντικό Κτήμα που διοικούσε ο Ναπολέων και τα υπόλοιπα γουρούνια, έχει πλέον επεκταθεί ενσωματώνοντας τα κτήματα όλης της περιοχής και τίποτε σχεδόν δεν θυμίζει την εποχή που τα αμαξάλογα, οι κότες, ακόμη και τα παπάκια έδωσαν μάχες για την ελευθερία τους. Η μόνη ανάμνηση των παλιών χρόνων είναι το σύνθημα στον τοίχο, που παραποίησαν τα εξουσιαστικά γουρούνια: «Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα».Άλλα συνθήματα έχουν επίσης κοσμήσει τους τοίχους του κτήματος, όπως «Η εργασία σας είναι η χαρά σας», «Καταδικάζουμε την παράνομη Βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» και «Το Κτήμα προστατεύει την Ιδιοκτησία». Η σημαία της επανάστασης, αυτή που συμβόλιζε τον πόθο γι΄απελευθέρωση απ’ τον ανθρώπινο ζυγό, την αυτονομία της κοινότητας των ζώων, έχει εδώ και χρόνια αντικατασταθεί από τη σημαία του έθνους, μιας από τις τελευταίες επινοήσεις του συμβουλίου που έστησε ο Ναπολέοντας μαζί με τους εμπόρους, ώστε να κάμψει τις όποιες διεκδικήσεις των υπόλοιπων ζώων, αλλά και να δημιουργήσει μια πλαστή ενότητα γουρουνιών, σκύλων και των κατώτερων ζώων.

Μόνο στο φράχτη γύρω από το κτήμα, κάποια ανήσυχα ζώα, που αποκαλούνταν στα δελτία των σκύλων ως Τρομοζώα, έχουν γράψει στα ξύλα «Κάτω το Κτήμα, Κάτω οι Ναπολέοντες, Ζήτω η Ζωϊκή Απελευθέρωση» ή «Βία στη Βία του Κτήματος», όμως τα πρόβατα φροντίζουν να τα σβήσουν κάθε πρωί, ώστε να μην παρασύρονται σε ακραίες πράξεις κι άλλα ζώα. Ο διάδοχος του Ναπολέοντα, ο ανιψιός του ο Σάμμυ, φρόντισε να θεσμοθετήσει ένα Σύνταγμα, το οποίο φαινομενικά θα εξασφάλιζε την ισονομία και τη δικαιοσύνη, στην πραγματικότητα όμως συντάχθηκε ώστε να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των γουρουνιών και των ανθρώπων. Διόρισε κάποιους ρουφιάνους από τα κατώτερα ζώα σε θέσεις ισχύος και παντρεύτηκε μία καλοσχηματισμένη αγελάδα ώστε να φανεί δίκαιος και λαϊκός άρχοντας, όμως παράλληλα καταπίεζε ακόμη περισσότερο τα ζώα που εργάζονταν στα χωράφια, παρέχοντας τους όλο και μικρότερο μέρος της σοδειάς. Άλλα πάλι ζώα, τα περισσότερα γουρούνια και σκυλιά, εργάζονταν ως δημοσιογράφοι, μεταφέροντας τις απόψεις του Κτήματος στο στάβλο, στο κοτέτσι, στον περιστερώνα, όπου είχαν τοποθετηθεί δεκάδες φωτεινές οθόνες. Έτσι, με ελάχιστα έξοδα, ο Σάμμυ κατάφερε από τη μία την καταστροφή του ελεύθερου χρόνου των ζώων εθίζοντας τα στο τηλεοπτικό θέαμα, από την άλλη προπαγάνδισε με επιτυχία την κουλτούρα των γουρουνιών, καθιερώνοντας το χοιρινό lifestyle.

Όλα τα ζώα έμαθαν από τη νεαρή τους ηλικία να φορούν τη στολή του προβάτου και να φωνάζουν μαζικά «Μπεεε» κάθε φορά που κάποιος τολμούσε να εκφραστεί με λεξιλόγιο ή επιχειρήματα διαφορετικά από αυτά του εγκεκριμένου Λεξικού των Κατώτερων Ζώων. Τα κατώτερα ζώα εκπαιδεύονταν ώστε να είναι πιο αποδοτικά στην παραγωγή της σοδειάς, και να βελτιώνουν συνεχώς την τεχνολογία, τις υπηρεσίες και την ποιότητα των προϊόντων που θα κατανάλωναν τα γουρούνια. Αν κάποιο από αυτά κατάφερνε να περάσει με επιτυχία τις δοκιμασίες του ψέμματος, της δολοπλοκίας, της εκμετάλλευσης, του ανταγωνισμού, τότε θα μπορούσε να αιτηθεί μια στολή γουρουνιού, που άνοιγε αυτόματα τις πόρτες στα σαλόνια του Κτήματος, εξασφάλιζε την προστασία απ’ τα κτηματικά σκυλιά και πολλαπλάσιο μερίδιο απ’ την ετήσια σοδειά. Τα μόνα ζώα που δεν φορούσαν στολή ήταν τα γουρούνια, που ανήκαν στην εξουσιαστική τάξη κληρονομικώ δικαίω, και τα σκυλιά, τα οποία ήταν επιφορτισμένα με την διατήρηση της Τάξης και της Ασφάλειας.

Όλα βαίναν καλώς για τα γουρούνια, μέχρι τη στιγμή που μια οικονομική κρίση συντάραξε την κοινότητα των ανθρώπων, και έκανε πολύ πιο δύσκολο το δανεισμό του Κτήματος. Τα γουρούνια είχαν εκτοξεύσει το κτηματικό χρέος, δανειζόμενοι με υψηλά επιτόκια από τους εμπόρους, ώστε να καλύψουν τα τεράστια έξοδα της τάξης των χοίρων. Επίσης, είχαν μετατρέψει την ετήσια σοδειά σε χρηματιστικό προϊόν, τζογάροντας κάθε τόσο πάνω στον κόπο των κατώτερων ζώων.Τεράστιες εκτάσεις χαρίστηκαν στους απογόνους του Μωυσή, των εξημερωμένων κοράκων που υπόσχονταν τον μεταθανάτιο Παράδεισο, φορτηγά ολόκληρα με δημητριακά γέμισαν τις πισίνες παχύσαρκων χοίρων, και τα πιο όμορφα δέντρα που πρόσφεραν δροσιά στη φάρμα και τα ζώα της, είχαν καεί ώστε να χτιστούν νέες κατοικίες για τις κομψές γουρουνοπούλες.

Ο Σάμμυ και οι συνεργάτες του βρίσκονταν σε απόγνωση, όμως δεν το έβαλαν κάτω. Κατέστρωσαν νέα επικοινωνιακά σχέδια, σύμφωνα με τα οποία κατηγορούνταν τα κατώτερα ζώα για τεμπελιά, έβγαιναν στη δημοσιότητα οι ατασθαλίες των (διορισμένων από το Κτήμα) ρουφιάνων, ενώ οι τοίχοι γέμισαν με το σύνθημα «δεν υπάρχει άλλη λύση», σχέδια που θα εξυπηρετούσαν την περαιτέρω περικοπή των μεριδίων από τη μειωμένη σοδειά. Κατάργησαν κάθε δικαίωμα που είχε μείνει απ’ τον καιρό της Επανάστασης, όπως το μεσημεριανό διάλειμμα, την οκτάωρη νυκτερινή ξεκούραση, τη δωρεάν περίθαλψη σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, ενώ κατέσχεσαν τα πέταλα των αλόγων, κούρεψαν όλα τα πρόβατα, ξεπούλησαν όλα τα μοσχαράκια, ευνούχισαν όλους τους κόκορες, ώστε να περικόψουν την τροφή που θα κατανάλωναν τα κλωσσόπουλα. Παράλληλα, έθρεψαν φασιστικές αντιζωϊκές ομάδες, που θα έστρεφαν την οργή των κατώτερων ζώων προς άλλα ζώα, που είχαν μεταναστεύσει από βομβαρδισμένα κτήματα, περνώντας μέσα απ’ τα συρματοπλέγματα του Αρχοντικού Κτήματος. Έσπειραν παντού σκυλιά, φορώντας τους στολές των άλλων ζώων, που δάγκωναν μέχρι θανάτου τους πρόσφυγες κι υπόσχονταν πως η ζωή θα φτιάξει μόνο αν όλα τα ζώα συσπειρωθούν με τα γουρούνια κάτω απ’ την Κτηματική σημαία, και στρέψουν το μίσος τους εναντίον των αποδιοπομπαίων τράγων.

Αυτή η κατάσταση, όμως, συσπείρωσε ένα νέο επαναστατικό ζωϊκό κίνημα, που αν κι αντιμετώπισε την άγρια καταστολή των σκυλιών, κατάφερε να γιγαντωθεί, θυμίζοντας όμως ελάχιστα την ιστορική Επανάσταση των Ζώων. Αυτή τη φορά, ο σχεδιασμός των δράσεων δεν ανατέθηκε σε κανένα Ναπολέοντα, σε κανένα Σνόουμπολ. Αυτή τη φορά, τα ζώα συνεδρίαζουν, συμφωνώντας και διαφωνώντας ,ως ίσα, προσπαθώντας να καταλήξουν σε αποφάσεις μέσω της εναρμόνισης των διαφορετικών προτάσεων. Αυτή τη φορά, γνωρίζουν πως τα πρόβατα που βέλαζαν προσπαθώντας να σιγάσουν τις επαναστατικές φωνές, ανήκουν στο στρατόπεδο των γουρουνιών και των σκυλιών τους. Γνωρίζουν πως οι ρουφιάνοι του παρελθόντος δεν έχουν καμιά θέση στον αγώνα για το αύριο. Σήμερα, τα εξεγερμένα άλογα έχουν αρπάξει το μαστίγο απ’ την πλάτη, οι επαναστατημένοι ταύροι ξεφυσούν προτάσσοντας τα κέρατα τους, οι αγριεμένες γάτες έχουν αποκαλύψει τα νύχια, τα καναρίνια συνθέτουν τη μουσική του αγώνα που έρχεται, οι κότες σπάνε με το ράμφος τους τις φωτεινές οθόνες. Στον τοίχο του στάβλου γράφηκε ένα και μόνο σύνθημα: «Αυτή τη φορά, η Επανάσταση δεν θα χαρίσει την ψυχή της».

Σημείωση: Το κείμενο εμπνεύστηκε φυσικά από τη «Φάρμα των Ζώων» του George Orwell, το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εδώ.


Σύντομο URL:http://eagainst.com/?p=46770