Καταλήψεις Στέγης Παντού!

Ominous-Octopus-Omnibus-500x294

Με την ανεργία να αγγίζει το 30 % μέσα στο 2013 σύμφωνα με τις πιο έγκυρες προβλέψεις, με τους πολίτες ν’ αδυνατούν όλο και πιο συχνά να καλύψουν τις βασικότερες ανάγκες (στέγη, διατροφή, ένδυση κλπ. – ενδεικτικά αναφέρουμε την κατακόρυφη αύξηση των εξώσεων σε μισθώσεις κατοικίας αλλά και σε επαγγελματικές), αλλά και τους ιδιοκτήτες ακινήτων να μην μπορούν πια να αποπληρώσουν τους κάθε λογής φόρους που επιβάλλονται επί της ακίνητης περιουσίας, ενώ, την ίδια στιγμή, το 25% των στεγαστικών δανείων βρίσκονται στο κόκκινο, οι δρόμοι που ανοίγονται μπροστά μας είναι δύο: είτε θα βρεθούμε στα πεζοδρόμια, τις πλατείες και τις στοές των μεγαλουπόλεων μένοντας σε χαρτοσπιτόκουτα, αντιμέτωποι με την πιο μεγάλη ανθρωπιστική κρίση που έχει αντικρίσει η χώρα μετά την κατοχή, συνηθίζοντας στο θέαμα του θανάτου ανθρώπων σε δρόμους ή αίθουσες αναμονής των (διαλυμένων πια) νοσοκομείων και αρκούμενοι στον κυνισμό των πολιτικών που με βαρύγδουπες δηλώσεις λένε «όσοι κοιμούνται στο δρόμο να κάνουν υπομονή να έρθει η άνοιξη», είτε θα ακολουθήσουμε τον άλλο δρόμο, αυτόν της πολυεπίπεδης αντίστασης και του σφετερισμού, στην πράξη, της εξουσίας: μαζικές και συλλογικές καταλήψεις κτιρίων που δεν αξιοποιούνται και μέσα από αυτές, οργάνωση της καθημερινότητας και της ζωής μας σε πρότυπα αυτο-οργάνωσης, αυτοδιαχείρισης και αλληλεγγύης.

Πολλοί βέβαια θα πουν πως «μα το κτίριο αυτό, ίσως να το έχει εγκαταλείψει ο ιδιοκτήτης του εδώ και χρόνια, όμως του ανήκει». Ίσως αυτός ο ισχυρισμός να στέκει νομικά (αν και όχι πάντα), κατά πόσον όμως μπορεί να σταθεί ηθικά ειδικά στην εποχή της πλήρους απονομιμοποίησης (μεταφορικά και κυριολεκτικά) του αστικού πολιτεύματος; Πόσο ανήθικο μπορεί να είναι το νομοθέτημα αυτό που προστατεύει το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, και αφήνει έρμαιο των οικονομικών και κοινωνικών καταστάσεων τον ίδιο τον άνθρωπο; Κι αν, για το νόμο, η κατάληψη στέγης είναι αδίκημα, τότε, ηθικά, τι ακριβώς είναι η ιδιοκτησία; O Προυντόν έγραψε σχετικά με την ιδιοκτησία:

«Αν έπρεπε ν’ απαντήσω στο ερώτημα «τι είναι δουλεία;» κι αν επρόκειτο να απαντήσω με μια λέξη «έγκλημα», θα με καταλάβαιναν αμέσως όλοι. Δεν θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσω μια μακροσκελή επιχειρηματολογία για να δείξω πως η εξουσία ν’ αποστερείς έναν άνθρωπο απ’ τις σκέψεις του, τη βούληση του και την προσωπικότητα του, κι ότι το να υποδουλώνεις έναν άνθρωπο είναι σαν να τον δολοφονείς. Γιατί τότε στο ερώτημα «τι είναι ιδιοκτησία» να μην μπορώ ν’ απαντήσω παρόμοια «κλοπή», δίχως να ξέρω πως θα με παρεξηγήσουν όλοι, παρόλο που η δεύτερη πρόταση αποτελεί απλώς μια παραλλαγή της πρώτης;» (Π.Ζ. Προυντόν, Τι είναι η Ιδιοκτησία)

Εάν πραγματικά επιθυμούμε να αλλάξει τούτη η ζοφερή κατάσταση, τότε το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι οι νόμοι δεν είναι ούτε δοσμένοι από κάποιον θεό, ούτε γραμμένοι σε κάποια ιερή πέτρα. Τους νόμους είτε τους δημιουργούμε εμείς, είτε μια ολιγαρχία. Μπορούμε να τους αλλάζουμε ή να τους καταργούμε, έχουμε (ηθικά τουλάχιστον) το δικαίωμα αυτό, όταν πραγματικά κρίνουμε ότι αυτό είναι αναγκαίο. Επαναστατικά κινήματα, όπως το εργατικό κίνημα, τα κινήματα των γυναικών, των μειονοτήτων κ.α. ήταν αυτά που κατάφεραν και επέφεραν κοινωνικές αλλαγές, αμφισβητώντας νόμους και αξίες που για την εποχή τους θεωρούνταν θέσφατα. Αυτό δεν το πέτυχαν υπακούοντας στο μοιρολατρικό δόγμα του νόμου και της τάξης, αλλά, αντίθετα, μέσω της επαναστατικής δράσης· μέσα από τις συγκρούσεις με τους μηχανισμούς που προστάτευαν τους εκάστοτε θεσμούς της καταπίεσης. Βέβαια, παρότι τα κινήματα του παρελθόντος πέτυχαν αρκετά, δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μια στέρεη βάση, μια κοινωνία που θα αυτοθεσμίζεται, αυτοοργανωμένη και δεκτική σε διαρκή κοινωνικό έλεγχο και αμφισβήτηση. Αντιθέτως, αντιμετωπίζουμε και πάλι ένα κλειστό σύστημα εξουσιών, που αποκλείει την γνώμη και την παρέμβαση της πλειοψηφίας, προστατεύοντας αποκλειστικά και μόνο όσους ανήκουν στην ισχυρή, αλλά όχι παντοδύναμη, μειοψηφία. Μήπως, όμως, έφτασε η στιγμή ν’ αμφισβητήσουμε κάθε νόμο τον οποίο δεν συνδιαμορφώσαμε, κάθε στοιχείο της συλλογικής μας συνείδησης που υιοθετήσαμε πριν καν το θέσουμε σε κριτική; Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι ανάγκη να αμφισβητήσουμε ριζικά όλο αυτό το σύστημα ιδεών και νόμων που καθιστούν δυνατή τη συγκέντρωση ιδιοκτησίας, κεφαλαίου και εξουσίας, απομυθοποιώντας και περιφρονώντας την «ιερότητα» όλων όσων αυτά συμβολίζουν.

Είναι σίγουρο ότι θα βρεθούν πολλοί που θα χρησιμοποιήσουν το γνωστό και ιδεολογικά φορτισμένο, ιδιοκτητικό επιχείρημα πως «όποιος θέλει να χρησιμοποιήσει έναν χώρο ας δουλέψει ώστε να μπορεί να τον πληρώσει και, τέλος, ας κάνει μέσα ό,τι επιθυμεί». Αυτού του είδους οι απόψεις (που, φυσικά είναι ευρέως διαδεδομένες σε πολλές αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες), δεν είναι μόνο μυωπικές (δεδομένου ότι η ανεργία, κυρίως στους νέους ξεπερνά τα 50% ενώ το όριο συνταξιοδότησης αγγίζει τα 68-70), αλλά, ταυτόχρονα, αναπαράγουν την αξιακή πεμπτουσία του καπιταλισμού: να μην επιθυμείς και να μην προσφέρεις τίποτα χωρίς αντίτιμο, να απολαμβάνεις μόνο ότι αρκεί να καλύψει ο μισθός σου, διαφορετικά είσαι τεμπέλης. Κοινώς: αυτός που δεν δουλεύει δεν θα φάει (βλ. Μαξ Βέμπερ: Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού). Έννοιες όπως «τεμπέλης» και «τζαμπατζής» έχουν κωδικοποιηθεί με σκοπό να διαφεντέψουν την κοινωνική ανισότητα, την αδικία, τα προνόμια, καθώς χρησιμοποιούνται από διάφορους προπαγανδιστές των ΜΜΕ με σκοπό τον αποπροσανατολισμό. Προσπαθούν μέσω της καλλιέργειας μιας ενοχικής ηθικής να περάσουν το μήνυμα ότι «τα πράγματα είναι καλά και μόνο αυτοί που δεν δουλεύουν πληρώνουν τις συνέπειες των πράξεών τους». Με τέτοιου είδους επιχειρήματα καταστρατηγούνται βασικά δικαιώματα, όπως αυτό της στέγης, που κερδήθηκαν με αίμα και θυσίες εκατομμυρίων ανθρώπων. Το δικαίωμα στην στέγαση είναι αυτονόητο και μή διαπραγματεύσιμο. Εκτός κι αν συμφωνήσουμε με τις ολιγαρχίες πως δεν έχουν όλοι δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, αλλά μόνο όσοι στέκονται αντάξιοι της ανηθικότητας που επιβάλλει η διαδικασία αναρρίχησης στην θέση του ισόβιου εξουσιαστή. Λες και όσοι τα κατάφεραν καλά με τα καπιταλιστικά αξιολογικά κριτήρια, οι έχοντες, δεν τα κατάφεραν εκμεταλλευόμενοι τον μόχθο των μη εχόντων…

Μια άλλη μερίδα ανθρώπων θα υποστήριζε ότι όλες αυτές οι κινήσεις που θα στοχεύουν στην φροντίδα των νεοάστεγων, των αναξιοπαθούντων, θα πρέπει να γίνουν από τους κρατικούς φορείς και όχι από εμάς τους ίδιους. Δηλαδή, από τους αρμόδιους οι οποίοι εκλέχθηκαν «δημοκρατικά» ή διορίστηκαν «αξιοκρατικά» γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Αυτή η τοποθέτηση είναι εσφαλμένη αφού αγνοεί ότι το Κράτος δεν είναι θεσμός που παράσχει αλληλεγγύη αλλά, όπως και κάθε γραφειοκρατικός οργανισμός (όπως θα έλεγε και ο Μαξ Βέμπερ βλ. Essays in Sociology κεφ.8), αποσκοπεί στο κέρδος. Κάθε Κράτος αποτελεί μια επιχείρηση της οποίας απώτερος σκοπός είναι η προστασία της περιουσίας των ολιγαρχιών η οποία παρουσιάζει τα δικά της συμφέροντα ως τα μοναδικά που συμβάλλουν στο κοινό καλό είχε πει ο Μαρξ και ο Ένγκελς, κι έτσι διαιωνίζεται η αδικία καθώς εμείς αδυνατούμε να έρθουμε σε επαφή με την πραγματικότητα, όπου η κατάσταση βαδίζει καθημερινά από το κακό στο χειρότερο. Το γεγονός ότι σε κάποιες χώρες υπάρχει «ισχυρό Κράτος Πρόνοιας» που δίνει στους φτωχούς «ψίχουλα από το τραπέζι των πλουσίων» οφείλεται στους εξής παράγοντες: α) πριν από μερικά χρόνια κάποιοι άνθρωποι συγκρούστηκαν με τα συμφέροντα των ολιγαρχιών κι έτσι κατάφεραν να ελέγξουν τους μηχανισμούς καταστολής για δικό τους όφελος και β) οι ίδιοι οι πλούσιοι αναγνώρισαν ότι αν δεν δώσουν ψίχουλα από το τραπέζι τους η οργή θα μετατραπεί σε έκρηξη, εφαρμόζοντας πλήρως την Μακιαβελική τακτική του «δίνε λίγα για να έχεις πολλά». Τί γίνεται, όμως, όταν σε καθεστώς μαζικής απάθειας οι συγκρούσεις με την καθεστηκυία τάξη απουσιάζουν και αντί για πολιτική δράση υπομένουμε μοιρολατρικά; Τότε η Πρόνοια εξαφανίζεται και μένει σκέτο το Κράτος, το οποίο αρχίζει να δείχνει τον πραγματικό του εαυτό: είσαι άνεργος; Πήγαινε να δουλέψεις δωρεάν! Είσαι άστεγος; Εμείς θα κάνουμε παράνομες τις καταλήψεις ώστε να πεθάνεις στο δρόμο. Αυτή είναι για παράδειγμα η πάγια λογική της Βρετανικής κυβέρνησης που έχει κηρύξει τον πόλεμο σε κάθε είδους αναξιοπαθούντα. Το πιο ανησυχητικό όμως απ’ όλα είναι πως το δικαίωμα στην δωρεάν στέγαση αμφισβητείται με την ανοχή της ίδιας της κοινωνίας (λόγω αδιαφορίας, απάθειας και αποπολιτικοποίησης ή άκρατου συντηρητισμού και αλλοτρίωσης) όλο και περισσότερο αντί να συμβαίνει το αντίθετο, αντί δηλαδή να απορρίπτονται μαζικά στις συνειδήσεις των πολιτών οι πολιτικές δαιμονοποίησης της φτώχειας. Έτσι η στέγαση μετατρέπεται σε προνόμιο για λίγους με τραγικές συνέπειες για τις κοινωνίες μας, καθώς σε όλη την Ευρώπη ψηφίζονται από τα Κοινοβούλια νόμοι που θέλουν παράνομες της καταλήψεις περνάνε δίχως να συναντήσουν καμία αντίσταση (ήδη στην Ολλανδία θεωρείται πλέον ποινικό αδίκημα).

Κλείνοντας, κρίνουμε σκόπιμη την παράθεση μέρους της ανακοίνωσης των αντιεξουσιαστών και αντιεξουσιαστριών που κατέλαβαν το κτίριο στην οδό Σαχίνης 3 στα Ιωάννινα:

«Δε θεωρούμε κανέναν πιο αρμόδιο να φροντίσει για τις ανάγκες και τις ζωές μας πέρα από εμάς τους ίδιους και τις κοινότητές μας. Με όπλο την αυτοοργάνωση και την οριζοντιότητα, παίρνουμε τις ζωές μας στα χέρια μας και δημιουργούμε το δικό μας κόσμο, αυτόν της ελεύθερης κάλυψης των αναγκών χωρίς τη μεσολάβηση κέρδους για κανέναν, τον κόσμο της ελεύθερης δημιουργίας και της ισότιμης απόλαυσης. Δε κλαιγόμαστε στα γραφεία κανενός κομματάρχη (αριστερού ή δεξιού) για να μας λύσει το πρόβλημα για στέγη, παρά δρούμε αυτόνομα και αδιαμεσολάβητα. Δεν εναποθέτουμε τις ελπίδες στο θεό, σε μια αριστερή κυβέρνηση, στο στοίχημα, στην καλή μας τύχη ή στη φιλευσπλαχνία της οικογένειας, αλλά βάζουμε τον πλούτο των γνώσεων, των ικανοτήτων, των εμπειριών, των συναισθημάτων και της ευφυΐας μας στην υπηρεσία των συλλογικών μας αναγκών. Δεν περιμένουμε να ξαναπαχύνουν οι καπιταλιστικές αγελάδες ώστε να μπορεί το κράτος να μας ανέχεται στα ειδικά διαμορφωμένα περιθώρια του ως παράσιτα, αλλά καταλαμβάνουμε και δημιουργούμε χώρους αντιεξουσίας. Δεν ελπίζουμε στο ξεπέρασμα της κρίσης και την ανάκαμψη των αγορών για να βρεθεί μια γωνίτσα και για εμάς, αλλά αγωνιζόμαστε να κάνουμε πράξη τα λόγια του Κροπότκιν, δηλαδή «να κατεδαφίσουμε αυτόν τον κόσμο χτίζοντας το δικό μας».

Και ακριβώς αυτό θα κάνουμε. Θα κατεδαφίσουμε αυτό τον κόσμο για να φτιάξουμε τον δικό μας, όχι από ηρωισμό ή μόνο επειδή έχουμε υψηλά ιδανικά, αλλά γιατί απλώς δεν γίνεται διαφορετικά. Ή ζωή με αξιοπρέπεια ή καπιταλισμός που κακοφορμίζει μέρα με τη μέρα.

Συνδιαμορφώθηκε από: Ian Delta, Michael Theodosiadis, Efor

Σύντομο URL: http://eagainst.com/?p=47404

Ο μύθος του αναρχοκαπιταλισμού

Αναρχοκαπιταλισμός: πολιτικό ρεύμα που υποστηρίζει την κατάργηση του κράτους και τάσσεται υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας σε μια ελεύθερη αγορά. Γνωστοί θεωρητικοί-συγγραφείς που συνέβαλαν στην δημιουργία αυτού του ρεύματος είναι οι (κυρίως) Murray Rothbard, Ludwig von Mises, Lysander Spooner, Benjamin Tucker, David D. Friedman, ενώ η πρώτες αφηγήσεις του αναρχοκαπιταλισμού αποδίδονται στην Αυστριακή Σχολή. Ωστόσο, η ύπαρξή του ρεύματος αυτού θεωρείται αντιφατική στους κύκλους του παραδοσιακού αναρχισμού. «Πως είναι δυνατόν ένας αναρχικός που αγωνίζεται για την εξάλειψη πάσης φύσεως ιεραρχίας να υποστηρίζει παράλληλα τον καπιταλισμό, ή, έστω και ορισμένα στοιχειά του; Κάτι τέτοιο δεν είναι είναι ασυμβίβαστο και αντιφατικό μιας και ο καπιταλισμός εκ φύσεως είναι ένα ιεραρχικό σύστημα;»

Ετυμολογικά αν το δει κανείς, η βασική φιλοσοφία του αναρχισμού κινείται γύρω από την έννοια της εξουσίας: το στερητικό «α» μπροστά από το ρήμα ἄρχω (κατέχω κάποιου είδους αρχή) θέτει τις πρώτες ιδεολογικές βάσεις για μια κοινωνία που κανείς δεν έχει την απόλυτη αρχή της. Συνεπώς, κάτω από αυτά τα δεδομένα φαντάζει πέρα για πέρα αντιφατικός ο όρος αναρχο-καπιταλισμός μιας και είναι αδύνατο να δομηθεί μια καπιταλιστική κοινωνία δίχως ιεραρχία η οποία διαιωνίζεται εντός της υπάρχουσας θέσμισής της που αναπαράγει οικονομικές ανισότητες. Συνεπώς, αυτό που εδώ δεν βλέπουν οι υποστηρικτές του δόγματος αυτού είναι ότι το πρώτο συνθετικό του όρου αναρχο-καπιταλισμός αναιρεί το δεύτερο: οι ίδιοι όντας εγκλωβισμένοι μέσα στον κοινωνικο-κεντρισμό τους αντιμετωπίζουν την εξουσία μόνο εντός των κρατικών φορέων όταν αυτοί επεμβαίνουν στον καπιταλισμό (παρεμβατισμός και σοσιαλδημοκρατία) με σκοπό τον περιορισμό της ασυδοσίας των αγορών ενάντια στα κοινωνικά δικαιώματα. Το γεγονός ότι ο αναρχο-καπιταλισμ,ός παρουσιάζεται ως ρεύμα της αναρχίας έχει να κάνει μάλλον με κάποια βασικά σημεία του «θεωρητικού οπλοστασίου» του αναρχισμού, τον αντικρατισμό. Οι ίδιοι όμως οι ακόλουθοι της συγκεκριμένης ιδεολογίας δεν αντιλαμβάνονται ότι στην πραγματικότητα το κράτος δεν είναι το μοναδικό ‘πρόβλημα’ στην υπόθεση. Ο θεσμός αυτός αποτελεί μια προέκταση της ίδιας της κοινωνίας, μια δική της δημιουργία που απλά τονίζει την ετερόνομη θέσμισή της, μια ετερονομία που δεν πηγάζει απλά και μόνο από τα κεκλεισμένων των θυρών συνέδρια στο Λευκό οίκο, στα κοινοβούλια και στα δημαρχία αλλά στις και ίδιες τις αξίες που διέπουν το σύστημα που οι ίδιοι θεωρούν ιδανικό θεωρώντας το ως το μοναδικό που θα μπορούσε να οδηγήσει τον άνθρωπο στη χειραφέτηση. Δεν μπορούν όμως να καταλάβουν ότι οι μοντέρνες προεκτάσεις του φιλελευθερισμού προς μια αυτορυθμιζόμενη αγορά είναι στην ουσία πλήρως αντι-ελευθεριακές, ενώ η αντίληψή τους περί ισότητας περιορίζεται με βάση το επιχειρειν, μια έννοια που εξοβελίζει την πολιτική ως την ανώτερη μορφή ανθρώπινης ελευθερίας, εφόσον στέκεται κριτικά απέναντι στην πραγματική ουσία της δημόσιας σφαίρας που δεν είναι άλλη παρά η επικοινωνία και η συνδιαμόρφωση.

Ο αναρχοκαπιταλισμός ανθεί φυσικά στις ΗΠΑ, όπου μεγάλο κομμάτι του αναρχικού κινήματος δεν έχει έρθει καθόλου σε επαφή με την Ευρωπαϊκή σοσιαλιστική σκέψη (Μπακούνιν, Κροπότκιν), και αυτό οφείλεται στην ιδιαίτερα μεγάλη παράδοση με του ατομικιστικού ιδεώδους το οποίο ακόμα και ο ίδιος ο Τοκβίλ, ο πατέρας της φιλελεύθερης σκέψης, έφτανε στο σημείο να καταδικάσει κατά τα πρώτα ταξίδια του στην άλλη γωνιά του πλανήτη. Βασίζεται επίσης και στα προτεσταντικά εργασιακά ήθη του τύπου: «όποιος δεν δουλέψει δεν θα φάει» (άλλωστε ο Μαξ Βέμπερ στο βιβλίο του The Protestant Ethic and The Spirit of Capitalism μας μιλά για το πως ο Benjamin Franklin ένας από τους κατεξοχήν ιδρυτές του Αμερικανικού κράτους είχε έντονα επηρεαστεί από τον Προτεσταντισμό, όντας ένα ιδιαίτερα ισχυρό ρεύμα στην περιοχή που ο ίδιος ο Franklin γεννήθηκε και μεγάλωσε).

Επιπλέον ο αναρχοκαπιταλισμός αποτελεί βασική έκφραση φανατικών Αμερικανών συντηρητικών, μεταξύ αυτών και του Tea Party Movement που στρέφεται και κατά των μεταναστών και τάσσεται υπέρ της συρρίκνωσης του κράτους εκτός όμως του στρατού και της αστυνομίας (πάνω εδώ φυσικά βασίστηκε ο Milton Friedman). Στην ουσία είναι γέννημα θρέμμα παχέων αγελάδων του αμερικάνικου λιμπεραλισμού ενώ ταυτόχρονα ενσωματώνει μέρος της αντι-κομμουνιστικής εκστρατείας των δεκαετιών του 50 και του 60 (οι αναρχοκαπιταλιστές υιοθετούν μόνο την σοσιαλ-φιλελεύθερη φύση της αναρχίας και απεχθάνονται οποιαδήποτε αριστερή-σοσιαλιστική ιδεολογία). Οι αναρχοκαπιταλιστές θεωρούν το Κράτος ως… αυταρχικό σοσιαλιστή (συχνά, λόγω του φετιχισμού τους με τις ιδέες του δεξιού αγορισμού το εξισώνουν με το Σοβιετικό καθεστώς) που αναπτύσσεται παρασιτικά στους αυχένες των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και περιορίζει την αγοραστική δυνατότητα ενός πολίτη μέσω της επιβολής φόρων. Γι’ αυτούς το κράτος πρόνοιας είναι ανήθικο, καθώς αναλαμβάνει την σίτιση άπορων ανθρώπων, όπως οι άστεγοι, για τους οποίους πιστεύουν ότι είναι δικό τους σφάλμα που έχουν περιπέσει στην κατάσταση αυτήν (επειδή, προφανώς, δεν εργάζονται σκληρά).

Σχέσεις εξάρτησης με τον καπιταλισμό

Για πολλούς Right Wing Libertarians, αναρχοκαπιταλιστές, καθώς και υπερσυντηρητικούς του «κόμματος του τσαγιού», ο Ομπάμα είναι κομμουνιστής (κατά το Σοβιετικό πρότυπο), επειδή κάποιοι εικάζουν πως με το Health Reform θα παράσχει δωρεάν υγεία στους πολίτες των Η.Π.Α

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο αναρχοκαπιταλισμός αποτελεί δημιούργημα (ίσως και ιδεολόγημα) του αμερικανικού λιμπεραλισμού. Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, το ρεύμα αυτό ανθεί κυρίως στις Η.Π.Α, τον Καναδά, την Ιρλανδία και την Αυστραλία, χώρες όπου ο καπιταλισμός έχει θεοποιηθεί όσο πουθενά αλλού. Οι ίδιοι θεωρούν πως το πρόβλημα δεν είναι ο καπιταλισμός ο ίδιος αλλά κορπορατισμός (αποτέλεσμα των κρατικών παρεμβάσεων) και η διαφθορά που εμποδίζουν την ορθή λειτουργία του συστήματος. Λένε δηλαδή, πως δεν είναι ο καπιταλισμός υπεύθυνος για την κοινωνική αδικία αλλά «οι σοσιαλιστικές τακτικές των κυβερνήσεων του Δημοκρατικού Κόμματος» που προωθούν συγκεκριμένους ανθρώπους σε συγκεκριμένα αξιώματα (κορπορατισμός διαφορετικά). Σαφέστατα και το κράτος αποτελεί μέσο ανάδειξης αξιωμάτων, όμως (όπως αναφέρθηκε και παραπάνω) αυτό δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο παρά μια αντανάκλαση της ετερόνομης κοινωνικής θέσμισης. Ο ρόλος του είναι η προστασία των μεγάλων επιχειρήσεων δεδομένου ότι ο καπιταλισμός στεριώνει την ιδεολογική του βάση πάνω στο ιδεώδης της αέναης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνατοτήτων, της αλόγιστης συσσώρευσης κεφαλαίων κάτι που φυσικά οδηγεί στην άνιση κατανομή του πλούτου.

Αυτό που εδώ θα πρέπει να μας απασχολεί δεν είναι το αν οι φανατικοί υποστηρικτές του μύθου της αυτορυθμιζόμενης αγοράς είναι υψηλόμισθοι εργαζόμενοι, προνομιούχοι μιας ολιγαρχικής ελίτ. Πολλοί άνθρωποι των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων φτάνουν σε σημείο να υιοθετήσουν απόψεις όπως «όποιος δεν έχει να πληρώσει είναι δικό του σφάλμα, είναι ρέμπελος και του αξίζει να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του» (ασχέτως και αν οι ίδιοι βρίσκονται ακριβώς στην ίδια θέση με αυτούς που κατακρίνουν), είτε πως «θα πρέπει να υποστηρίζουμε τις μεγάλες επιχειρήσεις γιατί αυτές μας δίνουν δουλειά».

Οι Right wing libertarians (Ελευθεριακοί δεξιοί):

Σήμερα μπορεί η αντι-σοσιαλιστική υστερία στις Η.Π.Α να μην εκπροσωπείται επίσημα από κάποιον παρανοϊκό McCarthy, αλλά από άτομα που απλώς καλούνται… ελευθεριακοί δεξιοί. Στην ουσία, πρόκειται για μια λιγότερο ακραία έκδοση του αναρχοκαπιταλισμού, με την μόνη διαφορά ότι οι Right Wing Libertarians (ή αλλιώς λιμπερταριανιστές) αναγνωρίζουν το κράτος. Υποστηρίζουν πως το κράτος θα πρέπει να επεμβαίνει μόνο για να προστατέψει την ατομική ιδιοκτησία από «καταπατητές» αντί να φορολογεί τους πολίτες (όπως μας λέει και ο M.Friedman). Πολλοί από αυτούς έχουν αντιστρέψει την γνωστή φράση του Προυντόν «η ιδιοκτησία είναι κλοπή» με το σλόγκαν «η φορολογία είναι κλοπή». Αναμφισβήτητα η φορολογία είναι κλοπή, αλλά δεν είναι το μόνο μέσο εκμετάλλευσης του παραγόμενου πλούτου ενός εργαζόμενου. Οι καπιταλιστικές σχέσεις εργοδοσίας σε συνδυασμό με την ιδιοκτησία, αποτελούν εξίσου ένα μεμπτό ζήτημα. Εξ’ άλλου, κράτος δίχως ιδιοκτησία (και το αντίστροφο) δεν μπορεί να υπάρξει [1].

Για τους λιμπερταριανιστές όπως και για τους αναρχοκαπιταλιστές η κοινωνική πρόνοια (όπως προαναφέρθηκε) είναι ένας θεσμός «που καταπιέζει τους εργατικούς ανθρώπους ευνοώντας μόνο τους τεμπέληδες» (νοοτροπία που αντανακλά την χυδαιότητα του Βεμπεριανού Προτεσταντικού φαντασιακού). Υποστηρίζουν, έτσι, τη σμίκρυνσή του κράτους μέσω της πώλησης πολλών δημόσιων υπηρεσιών σε ιδιώτες επιχειρηματίες. Έχουν ως πρότυπό τους συντηρητικούς πολιτικούς σαν τον Ron Paul οι οποίοι φλερτάρουν με Ευρωπαίους ακροδεξιούς, όπως ο Βρετανός Nigel Farage. Εδώ και πολύ καιρό, έχουν διεξάγει αμείλικτο πόλεμο ενάντια στο health reform του Ομπάμα διακηρύσσοντας πως ο Ομπάμα είναι σοσιαλιστής και απειλεί να καταστρέψει τις αξίες της Αμερικανικής κοινωνίας, την «ελευθερία» και την «δημοκρατία» και πως κάποια στιγμή «θα επιβάλει τον κομμουνισμό»… Με λίγα λόγια δεν είναι υπέρ του να υπάρχει κρατική περίθαλψη για τους άστεγους (για τους οποίους πιστεύουν πως ευθύνεται η τεμπελιά τους που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν πλέον τα απαραίτητα), για όσους δεν μπορούν να διαθέσουν χρήματα για περίθαλψη (στις Η.Π.Α η δημόσια υγεία δεν είναι δωρεάν), τα σχολεία να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο δημόσια. Οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς για αυτούς θα πρέπει να ισχύουν παντού μιας και πιστεύουν πως «όσο πιο ελεύθερη είναι η αγορά, τόσο πιο ελεύθεροι είναι οι άνθρωποι», αγνοώντας πως η έννοια ελευθερία είναι ασύνδετη με την υπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης, με την ιδιωτική σφαίρα, και πως ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει αν παράλληλα δεν υφίσταται συμμετοχή στα κοινά, στην πολιτική ζωή και στη λήψη αποφάσεων, μια διαδικασία που προϋποθέτει πολιτική οργάνωση.

Αν υπάρχει κάτι που θα πρέπει να μην ξεχνάμε, είναι τμήμα των ελευθεριών που απολαμβάνουμε σήμερα με τίποτα δεν αποτελούν προνόμια του καπιταλισμού. Είναι αποτέλεσμα αγώνων και συγκρούσεων όπως μας λένε και οι Marshall και Bottomore στο Citizenship and social class. Αν υπάρχει κάτι που κινεί την ιστορία και αλλάζει θετικά τα δεδομένα, είναι η ρήξη μας με την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, με τις θεσμισμένες αξίες και άγραφους κανόνες, καθώς και η αμφισβήτησή της κυρίαρχης ιδεολογίας και η άρνηση της υποταγής σε συλλογικό επίπεδο. Αυτό που καθορίζει την ελευθερία μας μέσα σε μια κοινωνία, είναι κατά πόσο εμείς οι ίδιοι και οι γύρω μας μπορούμε και αψηφούμε την κυρίαρχη ηθική, τους νόμους, τους κανόνες, τα αρχέτυπα, προτάσσοντας ταυτόχρονα ένα πιο ανθρώπινο μοντέλο, τόσο ως προς τους στόχους του, όσο όμως και σε ότι αφορά τον μέσο και τον σκοπό.

Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι μια κοινωνία δίχως κράτος, όπου μόνο οι αγορές ρυθμίζουν τη ζωή των ανθρώπων, θα μπορούσε στο μέλλον να επιτευχθεί, μια κοινωνία αναρχοκαπιταλιστική, αυτή η ίδια κοινωνία θα ήταν αδύνατον να συνεχίσει να υφίσταται μιας η πιθανότητα οι πεινασμένοι συνεχώς να εξεγείρονται ενάντια στους πλούσιους και οι ανισότητες να διογκώνονται είναι μεγάλη, με όλους τους μη προνομιούχους να καταφεύγουν σε βίαιες μεθόδους διεκδίκησης βασικών δικαιωμάτων. Άρα, ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει να υπάρχει ο «αυθεντικός καπιταλισμός» (όπως θα έλεγε και ο Milton Friedman) είναι η καταστολή. Αν υποθέσουμε εδώ ότι το Χομπσιανό κράτος θα πάψει να υφίσταται, τότε αυτός που θα πρέπει με την δύναμη των όπλων να προστατέψει την ιδιοκτησία τους από τις επιδρομές των εξαθλιωμένων θα είναι η ίδιοι οι έχοντες, κάτι που συνεπάγεται την δημιουργία νέων νόμων και κανόνων κοινής συμπεριφοράς οι οποίοι εφόσον δεν θα αποτελούν δημιούργημα των πολιτών (μιας αμεσοδημοκρατικής συνέλευσης) θα επιβάλλονται από τους ίδιους τους προνομιούχους με άμεση συνέπεια τη δημιουργία ενός νέου κράτους. Συνεπώς, η ιδέα αυτή δεν είναι παρά ένα παράδοξο μέσα σε έναν ήδη παράδοξο κόσμο.

_______________________________

[1] Το γεγονός όπου υπερασπιζόμαστε τις κρατικές παροχές, δεν σημαίνει πως ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε κάποια θετικά στο κράτος. Αυτό που υπερασπιζόμαστε είναι ο κοινωνικός  χαρακτήρας του κράτους πρόνοιας, καθώς, και το δικαίωμα να έχουν όλοι οι πολίτες ίση  π ρ ό σ β α σ η στην δημόσια υγεία και στην παιδεία. Πρόκειται για δικαιώματα που κατακτήθηκαν μετά από πολλούς αγώνες. Η άρνηση υπεράσπισης τους, μόνο και μόνο στο όνομα του αντι-κρατισμού δεν μας οδηγεί πουθενά. Αντιθέτως, θα πρέπει να υπερασπιζόμαστε την κοινωνικοποίηση αυτών των υπηρεσιών και όχι απλά την κρατικοποίηση τους, ούτε όμως και την ιδιωτικοποίηση τους.