Καταλήψεις Στέγης Παντού!

Ominous-Octopus-Omnibus-500x294

Με την ανεργία να αγγίζει το 30 % μέσα στο 2013 σύμφωνα με τις πιο έγκυρες προβλέψεις, με τους πολίτες ν’ αδυνατούν όλο και πιο συχνά να καλύψουν τις βασικότερες ανάγκες (στέγη, διατροφή, ένδυση κλπ. – ενδεικτικά αναφέρουμε την κατακόρυφη αύξηση των εξώσεων σε μισθώσεις κατοικίας αλλά και σε επαγγελματικές), αλλά και τους ιδιοκτήτες ακινήτων να μην μπορούν πια να αποπληρώσουν τους κάθε λογής φόρους που επιβάλλονται επί της ακίνητης περιουσίας, ενώ, την ίδια στιγμή, το 25% των στεγαστικών δανείων βρίσκονται στο κόκκινο, οι δρόμοι που ανοίγονται μπροστά μας είναι δύο: είτε θα βρεθούμε στα πεζοδρόμια, τις πλατείες και τις στοές των μεγαλουπόλεων μένοντας σε χαρτοσπιτόκουτα, αντιμέτωποι με την πιο μεγάλη ανθρωπιστική κρίση που έχει αντικρίσει η χώρα μετά την κατοχή, συνηθίζοντας στο θέαμα του θανάτου ανθρώπων σε δρόμους ή αίθουσες αναμονής των (διαλυμένων πια) νοσοκομείων και αρκούμενοι στον κυνισμό των πολιτικών που με βαρύγδουπες δηλώσεις λένε «όσοι κοιμούνται στο δρόμο να κάνουν υπομονή να έρθει η άνοιξη», είτε θα ακολουθήσουμε τον άλλο δρόμο, αυτόν της πολυεπίπεδης αντίστασης και του σφετερισμού, στην πράξη, της εξουσίας: μαζικές και συλλογικές καταλήψεις κτιρίων που δεν αξιοποιούνται και μέσα από αυτές, οργάνωση της καθημερινότητας και της ζωής μας σε πρότυπα αυτο-οργάνωσης, αυτοδιαχείρισης και αλληλεγγύης.

Πολλοί βέβαια θα πουν πως «μα το κτίριο αυτό, ίσως να το έχει εγκαταλείψει ο ιδιοκτήτης του εδώ και χρόνια, όμως του ανήκει». Ίσως αυτός ο ισχυρισμός να στέκει νομικά (αν και όχι πάντα), κατά πόσον όμως μπορεί να σταθεί ηθικά ειδικά στην εποχή της πλήρους απονομιμοποίησης (μεταφορικά και κυριολεκτικά) του αστικού πολιτεύματος; Πόσο ανήθικο μπορεί να είναι το νομοθέτημα αυτό που προστατεύει το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, και αφήνει έρμαιο των οικονομικών και κοινωνικών καταστάσεων τον ίδιο τον άνθρωπο; Κι αν, για το νόμο, η κατάληψη στέγης είναι αδίκημα, τότε, ηθικά, τι ακριβώς είναι η ιδιοκτησία; O Προυντόν έγραψε σχετικά με την ιδιοκτησία:

«Αν έπρεπε ν’ απαντήσω στο ερώτημα «τι είναι δουλεία;» κι αν επρόκειτο να απαντήσω με μια λέξη «έγκλημα», θα με καταλάβαιναν αμέσως όλοι. Δεν θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσω μια μακροσκελή επιχειρηματολογία για να δείξω πως η εξουσία ν’ αποστερείς έναν άνθρωπο απ’ τις σκέψεις του, τη βούληση του και την προσωπικότητα του, κι ότι το να υποδουλώνεις έναν άνθρωπο είναι σαν να τον δολοφονείς. Γιατί τότε στο ερώτημα «τι είναι ιδιοκτησία» να μην μπορώ ν’ απαντήσω παρόμοια «κλοπή», δίχως να ξέρω πως θα με παρεξηγήσουν όλοι, παρόλο που η δεύτερη πρόταση αποτελεί απλώς μια παραλλαγή της πρώτης;» (Π.Ζ. Προυντόν, Τι είναι η Ιδιοκτησία)

Εάν πραγματικά επιθυμούμε να αλλάξει τούτη η ζοφερή κατάσταση, τότε το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι οι νόμοι δεν είναι ούτε δοσμένοι από κάποιον θεό, ούτε γραμμένοι σε κάποια ιερή πέτρα. Τους νόμους είτε τους δημιουργούμε εμείς, είτε μια ολιγαρχία. Μπορούμε να τους αλλάζουμε ή να τους καταργούμε, έχουμε (ηθικά τουλάχιστον) το δικαίωμα αυτό, όταν πραγματικά κρίνουμε ότι αυτό είναι αναγκαίο. Επαναστατικά κινήματα, όπως το εργατικό κίνημα, τα κινήματα των γυναικών, των μειονοτήτων κ.α. ήταν αυτά που κατάφεραν και επέφεραν κοινωνικές αλλαγές, αμφισβητώντας νόμους και αξίες που για την εποχή τους θεωρούνταν θέσφατα. Αυτό δεν το πέτυχαν υπακούοντας στο μοιρολατρικό δόγμα του νόμου και της τάξης, αλλά, αντίθετα, μέσω της επαναστατικής δράσης· μέσα από τις συγκρούσεις με τους μηχανισμούς που προστάτευαν τους εκάστοτε θεσμούς της καταπίεσης. Βέβαια, παρότι τα κινήματα του παρελθόντος πέτυχαν αρκετά, δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μια στέρεη βάση, μια κοινωνία που θα αυτοθεσμίζεται, αυτοοργανωμένη και δεκτική σε διαρκή κοινωνικό έλεγχο και αμφισβήτηση. Αντιθέτως, αντιμετωπίζουμε και πάλι ένα κλειστό σύστημα εξουσιών, που αποκλείει την γνώμη και την παρέμβαση της πλειοψηφίας, προστατεύοντας αποκλειστικά και μόνο όσους ανήκουν στην ισχυρή, αλλά όχι παντοδύναμη, μειοψηφία. Μήπως, όμως, έφτασε η στιγμή ν’ αμφισβητήσουμε κάθε νόμο τον οποίο δεν συνδιαμορφώσαμε, κάθε στοιχείο της συλλογικής μας συνείδησης που υιοθετήσαμε πριν καν το θέσουμε σε κριτική; Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι ανάγκη να αμφισβητήσουμε ριζικά όλο αυτό το σύστημα ιδεών και νόμων που καθιστούν δυνατή τη συγκέντρωση ιδιοκτησίας, κεφαλαίου και εξουσίας, απομυθοποιώντας και περιφρονώντας την «ιερότητα» όλων όσων αυτά συμβολίζουν.

Είναι σίγουρο ότι θα βρεθούν πολλοί που θα χρησιμοποιήσουν το γνωστό και ιδεολογικά φορτισμένο, ιδιοκτητικό επιχείρημα πως «όποιος θέλει να χρησιμοποιήσει έναν χώρο ας δουλέψει ώστε να μπορεί να τον πληρώσει και, τέλος, ας κάνει μέσα ό,τι επιθυμεί». Αυτού του είδους οι απόψεις (που, φυσικά είναι ευρέως διαδεδομένες σε πολλές αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες), δεν είναι μόνο μυωπικές (δεδομένου ότι η ανεργία, κυρίως στους νέους ξεπερνά τα 50% ενώ το όριο συνταξιοδότησης αγγίζει τα 68-70), αλλά, ταυτόχρονα, αναπαράγουν την αξιακή πεμπτουσία του καπιταλισμού: να μην επιθυμείς και να μην προσφέρεις τίποτα χωρίς αντίτιμο, να απολαμβάνεις μόνο ότι αρκεί να καλύψει ο μισθός σου, διαφορετικά είσαι τεμπέλης. Κοινώς: αυτός που δεν δουλεύει δεν θα φάει (βλ. Μαξ Βέμπερ: Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού). Έννοιες όπως «τεμπέλης» και «τζαμπατζής» έχουν κωδικοποιηθεί με σκοπό να διαφεντέψουν την κοινωνική ανισότητα, την αδικία, τα προνόμια, καθώς χρησιμοποιούνται από διάφορους προπαγανδιστές των ΜΜΕ με σκοπό τον αποπροσανατολισμό. Προσπαθούν μέσω της καλλιέργειας μιας ενοχικής ηθικής να περάσουν το μήνυμα ότι «τα πράγματα είναι καλά και μόνο αυτοί που δεν δουλεύουν πληρώνουν τις συνέπειες των πράξεών τους». Με τέτοιου είδους επιχειρήματα καταστρατηγούνται βασικά δικαιώματα, όπως αυτό της στέγης, που κερδήθηκαν με αίμα και θυσίες εκατομμυρίων ανθρώπων. Το δικαίωμα στην στέγαση είναι αυτονόητο και μή διαπραγματεύσιμο. Εκτός κι αν συμφωνήσουμε με τις ολιγαρχίες πως δεν έχουν όλοι δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, αλλά μόνο όσοι στέκονται αντάξιοι της ανηθικότητας που επιβάλλει η διαδικασία αναρρίχησης στην θέση του ισόβιου εξουσιαστή. Λες και όσοι τα κατάφεραν καλά με τα καπιταλιστικά αξιολογικά κριτήρια, οι έχοντες, δεν τα κατάφεραν εκμεταλλευόμενοι τον μόχθο των μη εχόντων…

Μια άλλη μερίδα ανθρώπων θα υποστήριζε ότι όλες αυτές οι κινήσεις που θα στοχεύουν στην φροντίδα των νεοάστεγων, των αναξιοπαθούντων, θα πρέπει να γίνουν από τους κρατικούς φορείς και όχι από εμάς τους ίδιους. Δηλαδή, από τους αρμόδιους οι οποίοι εκλέχθηκαν «δημοκρατικά» ή διορίστηκαν «αξιοκρατικά» γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Αυτή η τοποθέτηση είναι εσφαλμένη αφού αγνοεί ότι το Κράτος δεν είναι θεσμός που παράσχει αλληλεγγύη αλλά, όπως και κάθε γραφειοκρατικός οργανισμός (όπως θα έλεγε και ο Μαξ Βέμπερ βλ. Essays in Sociology κεφ.8), αποσκοπεί στο κέρδος. Κάθε Κράτος αποτελεί μια επιχείρηση της οποίας απώτερος σκοπός είναι η προστασία της περιουσίας των ολιγαρχιών η οποία παρουσιάζει τα δικά της συμφέροντα ως τα μοναδικά που συμβάλλουν στο κοινό καλό είχε πει ο Μαρξ και ο Ένγκελς, κι έτσι διαιωνίζεται η αδικία καθώς εμείς αδυνατούμε να έρθουμε σε επαφή με την πραγματικότητα, όπου η κατάσταση βαδίζει καθημερινά από το κακό στο χειρότερο. Το γεγονός ότι σε κάποιες χώρες υπάρχει «ισχυρό Κράτος Πρόνοιας» που δίνει στους φτωχούς «ψίχουλα από το τραπέζι των πλουσίων» οφείλεται στους εξής παράγοντες: α) πριν από μερικά χρόνια κάποιοι άνθρωποι συγκρούστηκαν με τα συμφέροντα των ολιγαρχιών κι έτσι κατάφεραν να ελέγξουν τους μηχανισμούς καταστολής για δικό τους όφελος και β) οι ίδιοι οι πλούσιοι αναγνώρισαν ότι αν δεν δώσουν ψίχουλα από το τραπέζι τους η οργή θα μετατραπεί σε έκρηξη, εφαρμόζοντας πλήρως την Μακιαβελική τακτική του «δίνε λίγα για να έχεις πολλά». Τί γίνεται, όμως, όταν σε καθεστώς μαζικής απάθειας οι συγκρούσεις με την καθεστηκυία τάξη απουσιάζουν και αντί για πολιτική δράση υπομένουμε μοιρολατρικά; Τότε η Πρόνοια εξαφανίζεται και μένει σκέτο το Κράτος, το οποίο αρχίζει να δείχνει τον πραγματικό του εαυτό: είσαι άνεργος; Πήγαινε να δουλέψεις δωρεάν! Είσαι άστεγος; Εμείς θα κάνουμε παράνομες τις καταλήψεις ώστε να πεθάνεις στο δρόμο. Αυτή είναι για παράδειγμα η πάγια λογική της Βρετανικής κυβέρνησης που έχει κηρύξει τον πόλεμο σε κάθε είδους αναξιοπαθούντα. Το πιο ανησυχητικό όμως απ’ όλα είναι πως το δικαίωμα στην δωρεάν στέγαση αμφισβητείται με την ανοχή της ίδιας της κοινωνίας (λόγω αδιαφορίας, απάθειας και αποπολιτικοποίησης ή άκρατου συντηρητισμού και αλλοτρίωσης) όλο και περισσότερο αντί να συμβαίνει το αντίθετο, αντί δηλαδή να απορρίπτονται μαζικά στις συνειδήσεις των πολιτών οι πολιτικές δαιμονοποίησης της φτώχειας. Έτσι η στέγαση μετατρέπεται σε προνόμιο για λίγους με τραγικές συνέπειες για τις κοινωνίες μας, καθώς σε όλη την Ευρώπη ψηφίζονται από τα Κοινοβούλια νόμοι που θέλουν παράνομες της καταλήψεις περνάνε δίχως να συναντήσουν καμία αντίσταση (ήδη στην Ολλανδία θεωρείται πλέον ποινικό αδίκημα).

Κλείνοντας, κρίνουμε σκόπιμη την παράθεση μέρους της ανακοίνωσης των αντιεξουσιαστών και αντιεξουσιαστριών που κατέλαβαν το κτίριο στην οδό Σαχίνης 3 στα Ιωάννινα:

«Δε θεωρούμε κανέναν πιο αρμόδιο να φροντίσει για τις ανάγκες και τις ζωές μας πέρα από εμάς τους ίδιους και τις κοινότητές μας. Με όπλο την αυτοοργάνωση και την οριζοντιότητα, παίρνουμε τις ζωές μας στα χέρια μας και δημιουργούμε το δικό μας κόσμο, αυτόν της ελεύθερης κάλυψης των αναγκών χωρίς τη μεσολάβηση κέρδους για κανέναν, τον κόσμο της ελεύθερης δημιουργίας και της ισότιμης απόλαυσης. Δε κλαιγόμαστε στα γραφεία κανενός κομματάρχη (αριστερού ή δεξιού) για να μας λύσει το πρόβλημα για στέγη, παρά δρούμε αυτόνομα και αδιαμεσολάβητα. Δεν εναποθέτουμε τις ελπίδες στο θεό, σε μια αριστερή κυβέρνηση, στο στοίχημα, στην καλή μας τύχη ή στη φιλευσπλαχνία της οικογένειας, αλλά βάζουμε τον πλούτο των γνώσεων, των ικανοτήτων, των εμπειριών, των συναισθημάτων και της ευφυΐας μας στην υπηρεσία των συλλογικών μας αναγκών. Δεν περιμένουμε να ξαναπαχύνουν οι καπιταλιστικές αγελάδες ώστε να μπορεί το κράτος να μας ανέχεται στα ειδικά διαμορφωμένα περιθώρια του ως παράσιτα, αλλά καταλαμβάνουμε και δημιουργούμε χώρους αντιεξουσίας. Δεν ελπίζουμε στο ξεπέρασμα της κρίσης και την ανάκαμψη των αγορών για να βρεθεί μια γωνίτσα και για εμάς, αλλά αγωνιζόμαστε να κάνουμε πράξη τα λόγια του Κροπότκιν, δηλαδή «να κατεδαφίσουμε αυτόν τον κόσμο χτίζοντας το δικό μας».

Και ακριβώς αυτό θα κάνουμε. Θα κατεδαφίσουμε αυτό τον κόσμο για να φτιάξουμε τον δικό μας, όχι από ηρωισμό ή μόνο επειδή έχουμε υψηλά ιδανικά, αλλά γιατί απλώς δεν γίνεται διαφορετικά. Ή ζωή με αξιοπρέπεια ή καπιταλισμός που κακοφορμίζει μέρα με τη μέρα.

Συνδιαμορφώθηκε από: Ian Delta, Michael Theodosiadis, Efor

Σύντομο URL: http://eagainst.com/?p=47404

Προσαρμογή στην εξαθλίωση;

Όσο περνούν οι μήνες, τόσο η κρίση μεταλλάσσεται στο συλλογικό μας φαντασιακό. Αρχικά, ήταν μια έκπληξη για την νανουρισμένη με καταναλωτικούς μύθους, ελληνική κοινωνία. Έπειτα, αποτέλεσε ανησυχία, καθώς άρχισε να πλήττει όλο και μεγαλύτερο τμήμα των πολιτών, που αντιλήφθηκε μια καλπάζουσα μείωση του βιοτικού του επιπέδου. Στη συνέχεια, η κρίση έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο, που είναι αυτό της εξαθλίωσης και του θρυμματισμού της κοινωνικής συνοχής. Με τον ψυχολογικό καταναγκασμό να προωθείται συνεχώς από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, που πιστά στο Νεοφιλελεύθερο δόγμα ρίχνουν τις ευθύνες σε έναν ολόκληρο «τεμπέλη λαό που είχε καλομάθει να ζει με δανεικά και τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσει» (επιχειρήματα που χρησιμοποιούν διάφοροι διάσημοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί) ολόκληρη η χώρα μοιάζει μ’ ένα εργαστήρι κοινωνικών πειραμάτων. Και, όσο περνάει ο καιρός, η πλειοψηφία των συνανθρώπων μας, αντί να αφυπνίζεται, αντί ν’ αμφισβητεί τις καπιταλιστικές αξίες που μετέτρεψαν ολόκληρο τον πλανήτη σε οικονομικό καζίνο, αναζητώντας νέους δρόμους, αρχίζει να προσαρμόζεται, αρχίζει να το συνηθίζει, ενδοβάλλοντας το αίσθημα της αποτυχίας και αποδεχόμενη την κατάσταση ως αναπόφευκτη ή μη αναστρέψιμη (και ανατρέψιμη).

Το παλιό ρητό «όλα μια συνήθεια είναι», τείνει να γίνει μια καθολική παραδοχή σε μια κοινωνία που όταν κοιμάται ονειρεύεται πως αντιδρά και όταν είναι σε «εγρήγορση» είναι παραδομένη άνευ όρων στην μοιρολατρία. Ίσως μια εξήγηση της νοσηρής αυτής εικόνας να είναι ότι τα από πολύ καιρό εν υπνώσει κοινωνικά αντανακλαστικά των περισσότερων δεν κατάφεραν να επανενεργοποιηθούν ταυτόχρονα. Η φτώχεια, ο ολοκληρωτισμός, η στέρηση κάθε ελπίδας, επιβάλλονται σιγά – σιγά, σταδιακά, στα κοινωνικά στρώματα και στις κοινωνικές ομάδες. Ο καθένας ατομικά, όντας μαθημένος εντελώς διαφορετικά, τρέφει μια κρυφή, ανομολόγητη, σχεδόν μεταφυσική ελπίδα πως προσωπικά «τελικά θα την γλιτώσει», πως θα ξυπνήσει από τον εφιάλτη. Άλλοι πάλι, ψάχνοντας για απαντήσεις στα τεράστια αυτά προβλήματα, υιοθετούν εύπεπτα σενάρια που μοιάζουν με ταινία επιστημονικής φαντασίας, πως πίσω απ’ όλα κρύβεται μια κλίκα ανθρώπων, μια υπερεθνική ελίτ που στόχο έχει να διαλύσει τους λαούς και την εθνική τους ταυτότητα ώστε να μπορεί να τους ελέγξει. Έτσι, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, το δράμα των ανέκαθεν εξαθλιωμένων, μεταμορφώνεται σε συλλογικό, καταλαμβάνοντας σχεδόν ολόκληρη την αδικαιολόγητα απροετοίμαστη κοινωνία μας που αποδείχτηκε ανίκανη να δημιουργήσει νέες δομές/αντιδομές και να εξελιχθεί διαφορετικά, ερχόμενη σε ρήξη με τις ήδη δοτές νόρμες. Μια κοινωνία που δείχνει να πιστεύει πως η ενασχόληση με τα κοινά θα ήταν χαμένος χρόνος, πως θα πρέπει να συμφιλιωθούμε με αυτά που το σύστημα μας προτείνει ή να κρεμάσουμε μια χούφτα ανθρώπους στις πλατείες προκειμένου να λυθούν όλα μας τα προβλήματά μας. Ή που ελπίζει (αν δεν εύχεται) ότι ο καπιταλισμός θα ξαναβρεί το «ανθρώπινο» πρόσωπό του, είτε (στη χειρότερη των περιπτώσεων) ότι η Ελλάδα θα μετατραπεί σε μια χώρα όπως το Ιράν (το πρότυπο των ακροδεξιών), η Βόρεια Κορέα ή η ΕΣΣΔ του Στάλιν (το πρότυπο των αριστερών). Πάνω απ’ όλα, αντικρίζουμε μια δυστοπική κοινωνία που είχε πιστέψει μέχρι τα μύχια της ύπαρξής της ότι το να επιδιώκει τη γνώση, την πολιτικοποίηση, την συνειδητοποίηση είναι μια ουτοπία (ατομική, επαγγελματική, κοινωνική).

Η σημερινή εξόφθαλμη πραγματικότητα δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή, σε όλη της την διάσταση ούτε με τα μάτια ορθάνοιχτα. Τουλάχιστον από τους περισσότερους: Καθημερινά, ο πληθυσμός των ανθρώπων που είτε ήδη ζει στους δρόμους, είτε πλησιάζει σε αυτό το σημείο, αυξάνεται. Ο αριθμός των οικογενειών που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα σίτισης, επίσης. Αντί, όμως, σαν κοινωνία, να αναρωτηθούμε για το αυτονόητο, δηλαδή σχετικά με την ίδια τη φύση του κέρδους και της ιδιοκτησίας (και τους θεσμούς που την προστατεύουν ανάγοντάς την στην υπέρτατη αξία), αντί να μας απασχολεί το πώς θα βρεθεί τρόπος να εξασφαλιστούν τα βασικά για όλους και πώς θα εξαλειφθούν οι αιτίες των ανισοτήτων, από την μια αναλωνόμαστε σε μια υποκριτική φιλανθρωπία – που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματική κοινωνική αλληλεγγύη – που συνήθως διοργανώνεται από φορείς όπως η «φιλάνθρωπη» Εκκλησία Α.Ε, από διάφορες αγνώστου προέλευσης οργανώσεις που ξεφυτρώνουν κατά δεκάδες (πολλές εκ των οποίων ανήκουν σε πολιτικούς γνωστών κομμάτων), ή από άλλες «ανθρωπιστικές εταιρείες» (τις αγαπημένες μας εταιρείες που λένε και οι διαφημίσεις…), όπως τηλεοπτικοί σταθμοί (που στηρίζουν φανατικά τα μέτρα εξαθλίωσης) ή οι γνωστές αλυσίδες των σούπερμάρκετ (που παρεμπιπτόντως, αν και διατυμπανίζουν πως κρατούν τις τιμές τους στα επίπεδα π.χ. του 2008 – όταν τα εισοδήματα των περισσότερων ήταν κατά 40 % υψηλότερα από σήμερα – αποφεύγουν να εξηγήσουν γιατί οι τιμές τους είναι υψηλότερες στην Ελλάδα απ’ ότι στο εξωτερικό, ακόμα και όταν πρόκειται για ελληνικά προϊόντα).

Από την άλλη, έχοντας χάσει την ψυχραιμία μας και νιώθοντας αδύναμοι να τα βάλουμε με τον γίγαντα του καπιταλισμού (τόσο αξιακά όσο και στο πρακτικό επίπεδο), δημιουργούμε αόρατους εχθρούς, είτε αρκούμαστε στο να ρίξουμε το μπαλάκι των ευθυνών σε ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, μειονότητες, άνεργους). Τελικά, όπως όλα δείχνουν, δεν έγινε μόνο η εξαθλίωση συνήθειά μας, αλλά και η κάθε μας συνήθεια (διανοητική και πρακτική) κυριαρχείται από μια άνευ προηγουμένου μορφή εξαθλίωσης, που γιγαντώνει ακόμα περισσότερο τα κοινωνικά αδιέξοδα.

Η αλληλεγγύη στους συμπολίτες μας είναι φυσικά αναγκαία. Αλληλεγγύη, όμως, που δεν σημαίνει «ας δώσουμε ένα ξεροκόμματο στον καημένο το φτωχό», αλλά έμπρακτη αλληλεγγύη για κοινή συνδιαμόρφωση μιας κοινωνίας στην οποία δεν υπάρχουν άστεγοι, πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι. Στην απελπισία αυτών των ανθρώπων, στήνεται σιγά σιγά η ηθική νομιμοποίηση της ανέχειας, η θέαση των αστέγων, των ανέργων, των αναξιοπαθούντων ως κάτι φυσιολογικό. Με τη δημιουργία κέντρων αστέγων, με τα συσσίτια της ελεημοσύνης, οι φτωχοί, ενώ σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν οι εξεγερμένοι, στη δική μας πραγματικότητα θα είναι οι ελεήμονες. Οι εν δυνάμει αλληλέγγυοι θα μεταμορφώνονται σε δικλείδα ασφαλείας, απορροφώντας κάποιους κραδασμούς που θα διατάρασσαν την σταθερότητα του συστήματος, και, οι τελευταίοι έχοντες, θα ζουν με την ψευδαίσθηση (ή θα παριστάνουν) ότι έκαναν το χρέος τους, ως σύγχρονοι πεφωτισμένοι δουλοκτήτες που «είναι πλήρεις συναισθημάτων για τον δικό τους Μπαρπα-Θωμά»…

Μέσα από το διαστρεβλωτικό πρίσμα των ΜΜΕ, αντικρίζουμε τον κόσμο ως στατικό, την υπάρχουσα κατάσταση ως τη μόνη δυνατή, τον αγώνα μας για επιβίωση υπό αυτές τις συνθήκες ως τη μόνη λύση. Είναι όμως έτσι; Είναι τα μόνα δυνατά προτάγματα τα «αντιμνημονιακά»; Θεωρούμε το συλλογικό μας εαυτό, ανίκανο να εξελίξει τον εαυτό του και ό,τι τον περιβάλλει, αλλά μόνο ικανό να επαναδιεκδικήσει (και αυτό ανεπιτυχώς) όσα «κεκτημένα» είχε κερδίσει στο παρελθόν; Θα γίνει ρόδινος ο κόσμος αν απλά «φύγει η τρόικα»; Ή από την άλλη θα επαναστατήσουμε αν απλά «την πέσουμε στους μπάτσους»;

Αν ισχύει ότι: α) αντιμνημονιακοί είναι και πολλοί εθνικιστές, καιροσκόποι, αποτυχημένοι πλην φιλόδοξοι πολιτικάντηδες κλπ. – που πάντως σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούν τους γενεσιουργούς παράγοντες της σημερινής ζοφερής κατάστασης στον πυρήνα τους (π.χ. αντιπροσωπευτική δημοκρατία, οικονομιστική αντίληψη κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας, ετερόνομοι – για να μην πούμε απλώς αποχαυνωτικοί… – θεσμοί όπως, εκκλησία, στρατός, αστυνομία κλπ.) και, ότι β) ως αγωνιστές και αντικομφορμιστές αυτοπροσδιορίζονται αρκετοί άνθρωποι που σε καμία περίπτωση δεν θέλουν να συνδυάσουν την «επαναστατική πρακτική» με ένα γνήσιο και μαζικά συνδιαμορφωθέν επαναστατικό όραμα, μάλλον ούτε «την Τρόικα θα καταφέρουμε να διώξουμε», ούτε «τους μπάτσους να δείρουμε» (όπως τους αξίζει είναι η αλήθεια)…, ούτε να σπάσουμε το φόβο θέτοντας τις βάσεις για μια αξιοπρεπή και εν δυνάμει, «μαγική ζωή». Θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. Θα υποταχθούμε στην ιδέα ότι αν και εξαθλιωμένοι θα επιβιώσουμε – ενώ εξεγειρόμενοι θα τα χάσουμε όλα (όμως, αλήθεια, τι άλλο μας απέμεινε να χάσουμε πια;)

Συνδιαμόρφωση από Ian Delta, Michael Th, Efor


Σύντομο URL : http://wp.me/pyR3u-a8f