«Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα»: μια επικαιροποίηση στο φως των νέων εξελίξεων

Με δεδομένο ότι το αρχικό κείμενο [«Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα (αυτοί θα έπρεπε να φοβούνται…)»] γράφτηκε πριν περίπου πέντε μήνες, είναι απαραίτητη μια επικαιροποίησή του που θα εστιάσει σε τρία κυρίως σημεία: α) Την παρούσα κατάσταση της διεθνούς, αλλά ιδιαίτερα της ελληνικής οικονομίας μετά την καταβολή της μεγάλης δόσης του Δεκέμβρη, η οποία έκανε πολλούς να μιλάνε για σταθεροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού, β) Τη σημασία των εξελίξεων στην Κύπρο τόσο για την Ελλάδα όσο και διεθνώς και γ) Τα καθήκοντα του κινήματος μέσα στο νέο πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται από τη συνεχή ένταση του κυβερνητικού αυταρχισμού και την απρόσκοπτη συνέχιση του προγράμματος της τρόικας.

Ι. Στο διεθνή και ιδίως στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν είχαμε τους τελευταίους μήνες καμία εξέλιξη που να επιτρέπει την αισιοδοξία του κεφαλαίου και των πολιτικών ελίτ ότι επίκειται μια διέξοδος από την κρίση.

Οι άνεργοι στην Ε.Ε. έφτασαν τα 26 εκατομμύρια (10,9 %) εκ των οποίων τα 19 εκ. στην Ευρωζώνη (12 %). Το 2012 έκλεισε με ύφεση 0,9 % στους 17 και 0,6% στους 27, με τις 11 από τις 17 χώρες της Ευρωζώνης να είναι υφεσιακές, μία με μηδενική και 5 με ισχνή ανάπτυξη, ενώ είχαμε και μείωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά 3,7 % με τις χώρες που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης να έχουν ποσοστά πολύ μεγαλύτερα του μέσου όρου (Ιταλία -7,6 %, Ισπανία -7,2 %, Ιρλανδία -6,6 % κλπ.). Ακόμη, πέρα από την επίθεση στην Κύπρο που θα εξετασθεί ξεχωριστά, βγήκε στην επιφάνεια η απειλή του σκασίματος της φούσκας των ακινήτων στην Ολλανδία όπου το ιδιωτικό χρέος έχει σπάσει κάθε ρεκόρ, είχαμε την επίθεση των ισχυρών της Ευρώπης σε Αυστρία και Λουξεμβούργο απαιτώντας άρση του τραπεζικού απορρήτου, εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος κα έλεγχο της φοροδιαφυγής, ενώ από μέρα σε μέρα αναμένεται η επίθεση των διεθνών αρπακτικών στη Σλοβενία, παρόλο που το δημόσιο χρέος της είναι μόλις στο 47 % του ΑΕΠ της και έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανάπτυξης στην Ε.Ε.

Όλα αυτά επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η κρίση είναι βαθύτατα συστημική και γι’ αυτό βγάζει διαρκώς στην επιφάνεια τις αντιθέσεις τόσο ανάμεσα στις διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου, όσο και ανάμεσα στους διαφορετικούς εθνικούς καπιταλισμούς. Με βάση το γεγονός ότι την περίοδο 1975-2005 το μερίδιο της εργασίας στο κόστος παραγωγής μειώθηκε κατά το ιλιγγιώδες ποσό του 10 % του παγκόσμιου ΑΕΠ, γίνεται φανερό ότι αιτία της κρίσης δεν είναι η υπερκατανάλωση, αλλά αντίθετα η έλλειψη ζήτησης, που, όσο εντείνονται τα μέτρα λιτότητας, επιστρέφει την κρίση στην εργοδοσία, η οποία καρπούμενη λιγότερη υπεραξία, αδυνατεί να κρατήσει ψηλά το ποσοστό του κέρδους της. Πρόκειται λοιπόν ταυτόχρονα για κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και άρα αξιοποίησής του και κρίση τρόπου παραγωγής, λόγω της όξυνσης της αντίθεσης παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων. Με αυτή την έννοια πρόκειται για κρίση ενός συστήματος σε ολική παρακμή.

Η θέση ότι η ύφεση και η ανεργία είναι συνειδητές επιλογές, ότι πρόκειται δηλαδή για μια μεγάλη εκκαθάριση με στόχους τη δραστική υποτίμηση της εργατικής δύναμης και την επιλεκτική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και πλεοναζόντων κεφαλαίων, παρόλο που έχει θεωρητική βάση, είναι στις δεδομένες συνθήκες προβληματική για δύο λόγους:

α) Η συμπίεση  του εργατικού κόστους δεν μπορεί να ξεπεράσει ατιμωρητί για το κεφάλαιο  ένα όριο, ιδιαίτερα όταν, όπως είδαμε έχουν κλείσει ή στενέψει οι άλλοι δρόμοι διαφυγής του από την κρίση.

β) Η σημερινή διασπορά του κεφαλαίου κάνει δύσκολη την επιλεκτική μαζική καταστροφή του. Αυτό ισχύει αν δεχτούμε, ότι ως συνειδητή επιλογή, η καταστροφή κεφαλαίων δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αναδιανομή τους μέσα στα πλαίσια της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Η καταστροφή λοιπόν, δεν γίνεται ποτέ στην τύχη, αλλά αποτελεί έναν άλλο τρόπο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, έναν τρόπο, ας πούμε «εκτάκτου ανάγκης», που όμως στις παρούσες συνθήκες φαίνεται να μη λειτουργεί.

Περνώντας στην εξέταση της κατάστασης στην Ελλάδα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι παρά το κλίμα αισιοδοξίας που καλλιεργεί η κυβέρνηση και τα φιλομνημονιακά ΜΜΕ από το Δεκέμβρη και μετά, η σημερινή εικόνα της ελληνικής οικονομίας είναι πραγματικά τραγική:

Η αθροιστική ύφεση της πενταετίας 2008-2012 έφτασε το 20,1 % και θα ξεπεράσει το 25 % φέτος, η επίσημη ανεργία βρέθηκε το Γενάρη στο 27,2 % (1.348.742 άτομα) με τη νεανική στο 59,3 % και τη γυναικεία στο 31,4 %, ενώ το 65,3 % των ανέργων είναι χωρίς δουλειά πάνω από ένα χρόνο. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, η πραγματική ανεργία πρέπει να είναι γύρω στο 31 % και όπως όλα δείχνουν θα συνεχίσει να αυξάνεται, αφού το ΚΕΠΕ προβλέπει επίσημη ανεργία 30,1 % για το τέλος της χρονιάς και το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ 35 % πραγματική, ενώ το ΙΟΒΕ ανεβάζει στο 27,6 % το μέσο όρο του έτους. Πέρα από αυτά, όλοι οι δείκτες της οικονομίας παρουσιάζουν καθίζηση.

Οι επενδύσεις από 56,5 δισ. € το 2007 έπεσαν στα 23,5 δισ. € το 2012 και το ΙΟΒΕ προβλέπει νέα μείωση 10 % για το 2013, η εγχώρια ιδιωτική κατανάλωση από 151,8 δισ. € το 2008 έπεσε στα 119 δισ. € το 2012 και αναμένεται μείωση 9 % για φέτος, οι τραπεζικές καταθέσεις από 237  δισ. € τον Ιούνιο του 2009 κατρακύλησαν στα 150 δισ. € το Νοέμβρη του 2012, η μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού φτάνει σχεδόν το 50 %, ως αποτέλεσμα του φονικού συνδυασμού πληθωρισμού, μείωσης των μισθών και αύξησης των φόρων και το κατά κεφαλήν εισόδημα από 84 % του μέσου όρου της Ε.Ε. το 2008, έφτασε στο 72 % το 2012 και προβλέπεται να πέσει στο 68 % το 2013, ανεβάζοντας το ποσοστό αυτών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας στο 30 % από 23 % το 2010. Μάλιστα, το δημόσιο χρέος για τον περιορισμό του οποίου υποτίθεται ότι γίνονται όλα, από 119 % του ΑΕΠ το 2009 έφτασε στο 157 % το 2012 και θα ξεπεράσει το 174 % το 2013, ενώ χωρίς το κούρεμα θα ήταν στο 224 %.

Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει αυτή την κατάσταση κόβοντας μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές παροχές και βάζοντας συνεχώς νέους φόρους. Στόχος υποτίθεται πως είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, η οποία όμως, όπως είδαμε, έπεσε κατά 29 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη μεταξύ 2008 και 2012, παρά το γεγονός ότι το εύρος των περικοπών δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης. Η μέση μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έφτασε το 17,6 % έναντι στόχου 15 % και ενώ στην Ευρωζώνη είχαμε αύξηση κατά 2,8 %. Το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας μειώθηκε το 2012 ακόμη 11,2 %, την ίδια στιγμή που στην Ε.Ε. είχαμε αύξηση 8,6 % και στην Ευρωζώνη 8,7 %, ενώ ακόμη και στις χώρες που είναι σε μνημόνιο, υπήρξε – έστω οριακή – αύξηση (Ιρλανδία + 0,8 %, Πορτογαλία + 0,4 %).

Όσο για τη συνεχή παρανοϊκή επιβολή φόρων, η κατάσταση αν δεν ήταν τραγική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κωμική. Με νέο συντελεστή φορολογίας εισοδήματος στο 26 % έναντι 20,5 % στην Ε.Ε. και ένα σωρό έμμεσους και έκτακτους φόρους, τα φορολογικά έσοδα αντί να αυξηθούν μειώνονται. Οι ανείσπρακτοι φόροι αυξήθηκαν κατά 13 δισ. € το 2012, δηλαδή κατά 1,1 δισ. € το μήνα, φτάνοντας συνολικά τα 56 δισ. €. Η υστέρηση του ΦΠΑ του 2012 έφτασε το 16 % σε σχέση με το 2011, ενώ ήδη μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2013 έχουμε υστέρηση εσόδων 161 εκ. € από το ΦΠΑ, 153 εκ. € από έμμεσους φόρους και 134 εκ. € από τα τέλη κυκλοφορίας αφού, παρά την υπέρογκη αύξησή τους, το όφελος αντισταθμίστηκε από τις 115.000 καταθέσεις πινακίδων. Το ίδιο έγινε και με την αύξηση στους φόρους του πετρελαίου, οι οποίοι έφτασαν να  καλύπτουν το 42 % της τιμής του οδηγώντας το κόστος των χιλίων λίτρων  στα 1.266 € στην Καστοριά, τη στιγμή που στοιχίζουν 861 € στο Λονδίνο. Κι όμως η Ελλάδα ξεπάγιασε φέτος για ένα όφελος μόλις 55 εκ. € αφού η εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου έφερε μείωση της κατανάλωσής του κατά 66 % (374.000 τόνοι το πρώτο δίμηνο του 2013, έναντι 1,1 εκ. τόνων το πρώτο δίμηνο του 2012).

Ακόμη, το 2011 δεν πληρώθηκαν έγκαιρα 400.000 λογαριασμοί της ΔΕΗ και το 2012 700.000, η επιβολή ΦΠΑ σε ποσοστό 23 % στην εστίαση έκλεισε ήδη 4.000 επιχειρήσεις μόνο στην Αττική, η φορολόγηση των κερδών στα παιχνίδια του ΟΠΑΠ κοντεύει να κλείσει τα πρακτορεία, ενώ το χαράτσι απέφερε μόλις 488 εκ. € το πρώτο δίμηνο του 2013, ανεβάζοντας την υστέρηση των δημοσίων εσόδων στα 818 εκ. € για το πρώτο τρίμηνο του έτους, με την τρόικα να έχει ήδη αρχίσει να ζητάει νέα μέτρα, προβλέποντας τη συνολική υστέρηση του έτους στα 4 δισ. €.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, το χρέος του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα από 7,227 δισ. € το Δεκέμβρη του 2011, έφτασε στα 8,045 δισ. € το Δεκέμβρη του 2012 γιατί παρά τις υποσχέσεις, η αποπληρωμή των χρεών προς τους ιδιώτες προχωρά με εξαιρετικά αργό ρυθμό. Πρόκειται για συνειδητή επιλογή, καθώς η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να παρουσιάσει με αλχημείες ένα ισχυρό πρωτογενές πλεόνασμα έχει κηρύξει ουσιαστικά μια άτυπη στάση πληρωμών. Έτσι, μετά το δημόσιο τομέα βουλιάζει και ο ιδιωτικός: Η συμμετοχή της βιομηχανίας στο ΑΕΠ βρίσκεται στο ιστορικό χαμηλό του 9 %, η ελληνική ναυτιλία βρίσκεται στα επίπεδα του 1998 με 1933 πλοία (από 2002 το 2011) και ζημιές 231,6 εκ. € το 2012, ενώ ο κλάδος των κατασκευών έχει κυριολεκτικά αφανιστεί.

Προσπαθώντας να αυξήσει τα δημόσια έσοδα η κυβέρνηση απειλεί με κατασχέσεις και φυλακίσεις τους μικροοφειλέτες, ρισκάροντας μια κοινωνική έκρηξη για να εισπράξει άραγε τι; Σήμερα 5.770 άτομα χρωστούν 35 δισ. €, 100.000 άτομα 3 δισ. € και σχεδόν 2 εκ. άτομα 1,1 δισ. €. Ποια απ’ αυτές τις κατηγορίες αξίζει να κυνηγήσει κανείς το καταλαβαίνουν όλοι. Όχι όμως ο Στουρνάρας και ο Σταϊκούρας.

Η βέβαιη αποτυχία υλοποίησης των εισπρακτικών μέτρων τους επόμενους μήνες και η αύξηση του αριθμού αυτών που θα χρωστάνε φόρους, εισφορές και λογαριασμούς ΔΕΚΟ σε πάνω από 2,5 εκ. φυσικά πρόσωπα δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά μέγα πολιτικό γεγονός, καθώς είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση. Οι νέοι φόροι, οι συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων, το παρατεταμένο στραγγάλισμα της πραγματικής οικονομίας και του λαϊκού εισοδήματος προς όφελος των τραπεζών, η αδυναμία ελέγχου ακόμα και του πληθωρισμού, οι συνεχείς άστοχες επιλογές που φέρνουν αποτελέσματα αντίθετα από τα προσδοκώμενα και παράλληλα η ασταμάτητη προκλητική μπουρδολογία περί τάχα τελευταίων μέτρων και ανάπτυξης από το 4ο τρίμηνο του 2013, επιβεβαιώνουν τη θέση που εκφράστηκε στο προηγούμενο κείμενο, ότι το αστικό μπλοκ εξουσίας της χώρας έχει χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα.

Ακόμα και οι τράπεζες απειλούνται από την εκτόξευση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοινώθηκα στις 15.04.2013 από τον Πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας, Γεώργιο Ζανιά, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έφτασαν από 4 % το 2008 στο 24,6 % το Δεκέμβριο του 2012. Σ’ αυτό το ποσοστό πρέπει να προσθέσουμε άλλο ένα 7 % που αντιστοιχεί στα αναδιαρθρωμένα δάνεια. Την ίδια μέρα, με έκθεσή της η Moody’s εκτιμά ότι στο τέλος του έτους τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά, επιχειρηματικά κλπ.) στην Ελλάδα, θα ξεπεράσουν το 40 % απειλώντας με κατάρρευση το συνολικό τραπεζικό τομέα. Η ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού λοιπόν, είναι αδύνατη και ακόμα κι αν καταφέρει μια σταθεροποίηση, αυτή θα είναι προσωρινή και εξαιρετικά σύντομη, αφού τη θέση του δυσχεραίνουν δύο ακόμη παράγοντες: το γεγονός ότι μετά το PSI το ελληνικό χρέος έχει γίνει κυρίως διακρατικό και οι εξελίξεις στην Κύπρο.

ΙΙ. Το κούρεμα των καταθέσεων στην Κύπρο υπήρξε μια απρόβλεπτη και πρωτοφανής εξέλιξη που προσβάλλει τα διαχρονικά ιερά και όσια του καπιταλισμού αν σκεφτούμε ότι ούτε καν σε πολεμικές περιόδους δεν μπήκε ποτέ χέρι στις καταθέσεις. Η απόφαση αυτή αποτελεί μια ακόμα απόδειξη του δομικού χαρακτήρα και των ιστορικών διαστάσεων της σημερινής κρίσης. Ακριβώς λόγω της έντασης και του βάθους της, όλες οι αρχές του καπιταλισμού καταπατούνται σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μείνει απαραβίαστη η πιο θεμελιώδης απ’ αυτές: η αρχή της εκμετάλλευσης. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί μια απόφαση που απειλεί με αποσταθεροποίηση το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, τσαλαπατώντας τη βασική καπιταλιστική αρχή του απαραβίαστου των καταθέσεων και αφήνοντας ανοικτή την πόρτα για μια γενικευμένη φυγή τους (bank run) κάθε φορά που υπάρχει – ή φαίνεται ότι υπάρχει – πρόβλημα.

Οι διεθνείς αντιδράσεις που ακολούθησαν την απόφαση του Eurogroup, δείχνουν ότι κανείς δεν πιστεύει τις διαβεβαιώσεις ότι η Κύπρος είναι μια ειδική περίπτωση, ότι το όριο των 100.000 ευρώ είναι απαραβίαστο κλπ. Αντίθετα, όλοι καταλαβαίνουν, ότι η πρακτική αυτή, που χωρίς κανείς να τους ρωτήσει, αναβιβάζει τους απλούς καταθέτες σε «επενδυτές» και συνεταίρους των τραπεζών – συνεταίρους μόνο στις ζημιές και όχι βέβαια στα κέρδη – θα γενικευτεί αν υπάρξει ανάγκη, όπως άλλωστε δήλωσε και ο ανεκδιήγητος Ντάισελμπλουμ.

Σχετικά τώρα με την επίδραση των γεγονότων της Κύπρου στην ελληνική οικονομία, αυτή θα είναι σίγουρα αρνητική, χωρίς να μπορεί ακόμα να μετρηθεί με ακρίβεια, αφού δεν είναι γνωστό ούτε το μέγεθος των ελληνικών κεφαλαίων που κουρεύονται, ούτε οι επιπτώσεις της ύφεσης στις ελληνικές επιχειρήσεις (λουκέτα, απολύσεις κλπ.). Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι η κυπριακή κρίση θα επιβαρύνει την ελληνική οικονομία στον ένα ή τον άλλο βαθμό. Πέρα απ’ αυτά όμως, η υπόθεση της Κύπρου μας οδηγεί σε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα όπως τα παρακάτω:

α) Σε περιπτώσεις κρίσης τα ανώτερα κλιμάκια του διεθνούς κεφαλαίου και το πολιτικό τους προσωπικό δρουν με απροκάλυπτα ληστρικό τρόπο. Η κυρίαρχη άποψη λέει ότι η Κύπρος τα ‘θελε και τα πάθε αφού είχε φορολογικό συντελεστή στο 10 % που της έδινε χαρακτηριστικά φορολογικού παραδείσου, ξέπλενε μαύρο ρώσικο χρήμα και με ΑΕΠ μόλις 18 δισ. €, είχε 68 δισ. € τραπεζικές καταθέσεις και 120 δισ. € συνολικό ενεργητικό του τραπεζικού τομέα, δηλαδή επταπλάσιο σχεδόν από το ΑΕΠ της. Όλα αυτά είναι σωστά, αλλά δεν σημαίνουν τίποτα, γιατί από τη μια ήταν γνωστά στους ευρωπαίους εταίρους της και από την άλλη δεν ισχύουν μόνο για την Κύπρο. Το Λουξεμβούργο για παράδειγμα έχει τραπεζικό τομέα 23 φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ του, ενώ ποιος ξέρει πόσες χιλιάδες φορές μεγαλύτερος από το ΑΕΠ τους, είναι ο τραπεζικός τομέας των νησιών Κέιμαν.

β) Το ευρώ που την περίοδο 2000-2008 λειτούργησε σαν πολλαπλασιαστής της ανάπτυξης, των επενδύσεων και των κερδών, δημιουργώντας ντοπαρισμένους καπιταλισμούς που συσσώρευαν υψηλά δημόσια και ιδιωτικά χρέη, λειτουργεί τώρα, μετά το αναπόφευκτο σπάσιμο της φούσκας, ως επιταχυντής της έντασης και των συνεπειών της κρίσης, οδηγώντας σε μια εξαιρετικά βίαιη προσαρμογή. Καθώς η κρίση βαθαίνει, γίνεται όλο και περισσότερο φανερό, ότι το ευρώ αποτελεί ένα εργαλείο επιβολής ανταγωνιστικής ύφεσης και λιτότητας και η Ευρωζώνη μια συμμαχία του ληστρικού καπιταλιστικού κεφαλαίου.

γ) Καμία επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου δεν είναι δυνατή στα πλαίσια της Ευρωζώνης και κανένα πρόγραμμα λιτότητας δεν μπορεί ν’ ανατραπεί χωρίς σύγκρουση μ’ αυτή. Αυτό αποδείχτηκε περίτρανα στην Κύπρο, όπου η ντόπια αστική τάξη συνετρίβη κάτω από τις απαιτήσεις των δανειστών μετά το αρχικό της όχι. Ωστόσο, το θέμα της εξόδου της χώρας από το ευρώ είναι πολύ λεπτό και χρειάζεται ιδιαίτερα προσεκτικούς χειρισμούς. Παρόλο που είναι σίγουρο ότι μέσα στην Ευρωζώνη δεν υπάρχει σωτηρία για την Ελλάδα, ο τρόπος της εξόδου είναι πολύ σημαντικός. Αν θεωρήσουμε ότι η Ελλάδα είναι ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης, τότε ο στόχος ενός πραγματικά ριζοσπαστικού προγράμματος από τη μεριά της εργατικής τάξης δεν μπορεί να είναι η απλή αποχώρηση από αυτήν, αλλά η μετάδοση της κρίσης σε όλη την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, με απώτερο σκοπό, αν είναι δυνατό, τη διάλυσή της. Δεν χρειαζόμαστε εθνική αναδίπλωση αλλά διεθνιστική επέκταση.

δ) Σε καμία χώρα η αστική τάξη δεν μπορεί να διαπραγματευτεί επιτυχώς τα εθνικά συμφέροντα, γιατί σε καμία χώρα δεν υπάρχουν κοινά συμφέροντα εργατικής και αστικής τάξης. Μάλιστα, όταν έχουμε να κάνουμε με περιπτώσεις χωρών με σχετικά αδύναμη οικονομία, η εθνική διαπραγμάτευση υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης, οδηγεί πάντα όχι μόνο στο βάθεμα της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, αλλά και σε συνολική υπαγωγή της χώρας σε αποικιακό καθεστώς.

ΙΙΙ. Τι πρέπει να περιμένουμε το αμέσως προσεχές διάστημα; Σε διεθνές επίπεδο, σίγουρα θα συνεχιστούν οι κινήσεις πανικού του κεφαλαίου, που θα προσπαθήσει με τον έναν ή το άλλο τρόπο να εφαρμόσει κι αλλού αυτό που πρωτοδοκίμασε στην Κύπρο. Στην Ελλάδα, όπως όλα δείχνουν, θα έχουμε αποτυχία των εισπρακτικών μέτρων, ακόμη μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού καθώς πολλοί ευρωπαϊκοί πόροι θα κατευθυνθούν προς άλλες χώρες και πτώση όλων των οικονομικών δεικτών, δηλαδή μια γενική οικονομική καθίζηση. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες και όσο γίνεται σαφέστερο ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει, δεν αποκλείεται, ακόμα και μέρος της ελληνικής αστικής τάξης – ειδικά ό,τι έχει απομείνει από το παραγωγικό της τμήμα – ν’ αρχίσει να σκέφτεται έξοδο από το ευρώ.

Στο πολιτικό επίπεδο, μπροστά στο ενδεχόμενο της αλλαγής του σκηνικού όσο η κρίση βαθαίνει, και με την άρχουσα τάξη να έχει κάψει όλες της τις εφεδρείες, θα υπάρξει σίγουρα περαιτέρω ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής με όργανα όχι μόνο την αστυνομία, αλλά πιθανότατα και τους φασίστες. Ωστόσο, η ρωγμή στο σύστημα υπάρχει και πρέπει να τη μεγαλώσουμε.

Με βάση τα προηγούμενα το λαϊκό κίνημα πρέπει να κινηθεί προς τρεις κυρίως μεγάλους στόχους:

1.Την προσπάθεια οργάνωσης μιας μαζικής στάσης πληρωμών που θα επιτείνει την αποτυχία των εισπρακτικών μέτρων και θα υπονομεύσει την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, επιταχύνοντας την πτώση της, ενώ παράλληλα θα ανακουφίσει τον κόσμο και θα ανεβάσει το ηθικό του.

2.Την οργάνωση μιας γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας με άμεσο στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης. Μια τέτοια απεργία θα έχει πανευρωπαϊκό αντίκτυπο σε εχθρούς και φίλους, θα καταδείξει τις εσωτερικές αντιθέσεις της άρχουσας τάξης σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, θα ενεργοποιήσει ανενεργά τμήματα της εργατικής τάξης, θα αναδείξει ίσως νέες ηγεσίες σε κόμματα και συνδικάτα αποδεικνύοντας την ανεπάρκεια των παλιών ή και νέα σχήματα αυτοοργάνωσης, θα ξεμπροστιάσει τους ναζιστές και θα τους περιθωριοποιήσει δείχνοντας το βαθύτατα συστημικό ρόλο τους. Πάνω απ’ όλα όμως, θα σφυρηλατήσει στην πράξη την ενότητα των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, από τον ελευθεριακό χώρο έως την αριστερά, καθώς οι διάφορες τάσεις και εκφάνσεις τους θα πρέπει εκ των πραγμάτων να συνεργαστούν, αρχικά για τη συγκρότηση ενός μίνιμουμ μεταβατικού προγράμματος και στη συνέχεια για την εφαρμογή του.

3.Τη συγκρότηση ενός δικτύου δομών λαϊκής (αντι)εξουσίας, ή άλλως, θεσμών επιβολής της λαϊκής θέλησης, που θα περικυκλώσουν το αστικό μπλοκ και θα εμποδίσουν την εφαρμογή της πολιτικής του. Δεν αναφερόμαστε σε λύσεις δοσμένες από τα πάνω που αποσκοπούν μόνο στη συγκρότηση αριστερής, ή ακόμα χειρότερα, αντιμνημονιακής κυβέρνησης, δηλαδή για λύσεις τύπου λαϊκού μετώπου, αλλά για δομές φτιαγμένες από τα κάτω, δομές πραγματικής λαϊκής εξουσίας και όχι απλά κινηματικές και διεκδικητικές, έστω μαχητικότερες ή μαζικότερες από τις συνήθεις. Με το δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων, αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό το παραπάνω βήμα για το οποίο μιλούσαμε στο αρχικό κείμενο και το οποίο πρέπει να γίνει τώρα, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε ακόμα πόσο μακριά μπορεί να μας οδηγήσει.

Συγγραφική ομάδα glid2

Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα (αυτοί θα έπρεπε να φοβούνται…)

Λίγους μόλις μήνες από τις τελευταίες εκλογές, η τρικομματική κυβέρνηση έχει ήδη φροντίσει να διαλύσει τις αυταπάτες όσων την εμπιστεύτηκαν. Όλες οι προεκλογικές εξαγγελίες για επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου ή απαγκίστρωση απ’ αυτό ξεχάστηκαν και τη θέση τους πήρε η κλιμάκωση της βάρβαρης πολιτικής της τελευταίας διετίας, με τη λήψη του πιο σκληρού πακέτου μέτρων από την αρχή της κρίσης. Πρόκειται για μέτρα πολλαπλάσια απ’ του Φεβρουαρίου, που ενώ αρχικά ανέρχονταν στο ύψος των 11,5  δισ. ευρώ, έφτασαν τα  13,5 δισ. ευρώ κατά την ψήφισή τους για ν’ αποκαλυφθεί ότι τελικά αγγίζουν τα 18,9 δισ. χωρίς να υπολογίσουμε τις ρήτρες αυτόματης αναπλήρωσης που επέβαλε η τρόϊκα. Με άλλα λόγια πρόκειται για μέτρα που ξεπερνούν το 8,5 % του ΑΕΠ και τα οποία είναι βέβαιο ότι θα βαθύνουν την ύφεση, θα αυξήσουν την ανεργία και θα οδηγήσουν στην εξαθλίωση την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού.

Κύριοι άξονες αυτών των μέτρων που ταιριάζουν περισσότερο σε κατοχική κυβέρνηση, είναι οι οριζόντιες περικοπές μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, η περιστολή κάθε κοινωνικής δαπάνης, η κατεδάφιση της δημόσιας υγείας και της δημόσιας παιδείας, η διάλυση της δημόσιας διοίκησης και του ασφαλιστικού συστήματος και κυρίως οι νέες, πέρα από κάθε λογική αυξήσεις φόρων που κυριολεκτικά εξοντώνουν τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Παράλληλα, στον τομέα των εργασιακών έχει ήδη ανοίξει η συζήτηση για μια σειρά ρυθμίσεων που αν υλοποιηθούν, θα γυρίσουν το εργατικό δίκαιο της χώρας στο 19ο αιώνα.

Όλα αυτά υποτίθεται ότι γίνονται για την εκταμίευση της δόσης των 31,5 δισ. που είναι τάχα απολύτως απαραίτητη για την αποφυγή της χρεοκοπίας και την επιβίωση της χώρας. Σύμφωνα με την επίσημη προπαγάνδα, τα χρήματα αυτά θα βοηθήσουν την επανεκκίνηση της οικονομίας, δίνοντας μια τονωτική ένεση ρευστότητας στην αγορά και λύνοντας το πρόβλημα των ταμειακών διαθεσίμων του κράτους τα οποία σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού εξαντλούνται την 16η Νοεμβρίου. Ωστόσο είναι γνωστό, ότι από τα 31,5 δισ., ούτε ένα ευρώ δε θα πάει σε μισθούς ή συντάξεις, ενώ στην πραγματική οικονομία θα κατευθυνθεί ένα πραγματικά ασήμαντο ποσοστό: τα 25 δισ. θα πάνε για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τα 3,5 δισ. στην εξόφληση ομολόγων που λήγουν και τα υπόλοιπα στην εξόφληση χρεών του δημοσίου προς ιδιώτες. Αν σκεφτούμε ότι απ’ όλες τις προηγούμενες «ενέσεις ρευστότητας» που είτε με τη μορφή μετρητών, είτε με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων, φτάνουν από το 2008 ήδη τα 168 δισ. ευρώ, οι τράπεζες δεν έριξαν δεκάρα στην πραγματική οικονομία, θα καταλάβουμε ότι η αισιοδοξία της Κυβέρνησης ότι αυτή τη φορά θα το κάνουν είναι εντελώς αβάσιμη. Αντίθετα είναι βέβαιο ότι οι τράπεζες θα κρατήσουν και πάλι τα χρήματα, όχι μόνο γιατί μέσα σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης και απόλυτης οικονομικής καθίζησης, κάθε δάνειο που εκταμιεύεται είναι αυτόματα επισφαλές, αλλά και για να αποκτήσουν την κεφαλαιακή επάρκεια που σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανονισμούς τους είναι απαραίτητη για να μπορούν να δανείζονται στη διατραπεζική αγορά. Όσο για την εξόφληση χρεών προς ιδιώτες, είναι βέβαιο ότι αφορά σχεδόν αποκλειστικά τους μεγάλους προμηθευτές και τους μεγαλοεργολάβους και όχι τους χιλιάδες μικρομεσαίους επιχειρηματίες που συναλλάσσονται με το δημόσιο.

Με βάση τα παραπάνω, οι συνεχείς διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού, ότι πρόκειται για τα τελευταία μέτρα ηχούν πραγματικά κωμικές, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από τη ρήτρα που επιβάλλει η τρόικα περί αυτόματης αναπλήρωσης κάθε αστοχίας του προγράμματος, με νέες περικοπές μισθών και συντάξεων στο δημόσιο κυρίως τομέα. Άλλωστε η συζήτηση για νέα μέτρα άρχισε ήδη, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά την ψήφισή τους.

Η συνολική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας

Ας δούμε όμως σε ποιά οικονομία εφαρμόζονται αυτά τα μέτρα. Όπως δείχνουν τα στοιχεία που θα παρατεθούν, είναι δύσκολο, όσο κι αν ψάξει κανείς, να βρει άλλο παράδειγμα τέτοιας γενικής καθίζησης τουλάχιστον στην μεταπολεμική Ευρώπη.

Αρχίζοντας με την ύφεση που συνεχίζεται για Πέμπτη συνεχόμενη χρονιά, προκύπτει ότι έφτασε αθροιστικά φέτος τον Ιούνιο στο 17,4 % του ΑΕΠ, ενώ η επίσημη πρόβλεψη για το τέλος του έτους την ανεβάζει στο 21 %. Μάλιστα, πρόσφατα ο Στουρνάρας δήλωσε ότι θα συνεχιστεί για άλλα δύο χρόνια φτάνοντας στο 25 % το 2014. Φυσικά η αλήθεια είναι πολύ χειρότερη. Το πραγματικό νούμερο θα ξεπεράσει σε κάθε περίπτωση το 28 %, χωρίς ν’ αποκλείεται και μια έκρηξη άνω του 30 % αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις πολλών ειδικών και διεθνών οργανισμών. Ήδη για το 2013 η Moody’s προβλέπει 7 %, η Citigroup 10,7 %, ενώ το ΚΕΠΕ που πριν τρεις μήνες προέβλεπε 9,1 %, πρόσφατα, πιθανώς μετά από πολιτικές παρεμβάσεις, κατέβασε την εκτίμησή του στο 5 %. Το ίδιο ποσοστό του 5 % έβλεπε και η τρόικα στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις της με την Κυβέρνηση για τα νέα μέτρα, με την ελληνική πλευρά να επιμένει βλακωδώς στο απίστευτο 3,8 %, που ακόμα κι αυτό όμως αρκεί για να διαψεύδει την εκτίμηση του Στουρνάρα για 25 % αθροιστική ύφεσης στο τέλος του 2014, αφού το νούμερο αυτό θα είχε ήδη ξεπεραστεί από το 2013. Αυτό που είναι πραγματικά αστείο, είναι ότι τελικά τρόικα και Κυβέρνηση τα βρήκαν κάπου στη μέση συμφωνώντας στο 4,2 %, λες και η ύφεση εξαρτάται από τις εκτιμήσεις τους οι οποίες πέφτουν πάντα έξω. Θυμίζουμε ότι για το 2012 η αρχική εκτίμηση που δινόταν στον προϋπολογισμό που κατατέθηκε το Νοέμβριο του 2011 ήταν 2,8 %. Η εκτίμηση αυτή αναθεωρήθηκε στη διάρκεια της χρονιάς πέντε φορές προς τα πάνω με την πραγματική ύφεση να αγγίζει ή και να ξεπερνάει το 7 % (7,2 % ήταν η ύφεση του 3ου τριμήνου και 6,7 % η ύφεση του 1ου εννιάμηνου όπως ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ στις 14/11/2012).

ΠΟΣΟΣΤΟ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΕΠ (ΥΦΕΣΗ)
2008: -0,2 %
2009: -3,2 %
2010: -4,9 % [1]
2011: -7,1 % (208,5 δισ. €) [1]
2012: -6,6 % (εκτίμηση – 194,7 δισ. €)
2013: -4,2 % (εκτίμηση)

Εκτός από την ύφεση, πραγματικά εφιαλτικά είναι τα μεγέθη της ανεργίας που τον Αύγουστο έφτασε στο 25,4 % (1.267.595), με τη νεανική στο 58 % και τη γυναικεία στο 29 %. Πρόκειται βέβαια για την επίσημη ανεργία και όχι την πραγματική που είναι τουλάχιστον 3 με 4 μονάδες πάνω. Ακόμα κι έτσι όμως, πρόκειται για τη μεγαλύτερη ανεργία σε όλη την Ευρώπη – αφού για πρώτη φορά ξεπέρασε την ισπανική – ενώ η νεανική και η γυναικεία κατείχαν το θλιβερό προνόμιο της πρωτιάς εδώ και πολλούς μήνες.

Με δεδομένο ότι από την αρχή της κρίσης παρατηρείται η σχεδόν ισόποση ετήσια άνοδος ύφεσης και ανεργίας, η πρόβλεψη του Επιστημονικού Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ για 29 % επίσημη ανεργία (δηλαδή περίπου 33 % πραγματική) στο τέλος του 2013, θα αποδειχθεί πιθανότατα σωστή. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι 735.000 άνεργοι δεν παίρνουν καθόλου επίδομα ανεργίας ενώ ;έως τώρα κόβονται και τα ειδικά και εποχικά επιδόματα, καθώς και ότι υπάρχουν 224.000 οικογένειες χωρίς ούτε ένα εργαζόμενο μέλος. Ακόμα πολύ ανησυχητική και ενδεικτική της μηδενικής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, είναι η αύξηση της ανεργίας μέσα στο καλοκαίρι (από 24,4 % τον Ιούνιο σε 25,1 % τον Ιούλιο) – περίοδο που παραδοσιακά η ανεργία στην Ελλάδα μειώνεται λόγω της απασχόλησης μεγάλου αριθμού εργαζομένων στον τουρισμό.

ΑΝΕΡΓΙΑ: ΠΟΣΟΣΤΟ % ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΤΟΜΑ
06/2009 8,9 443
12/2009 10,3 514
06/2010 11,8 594
12/2010 14,2 712
06/2011 16,6 823
12/2011 21,0  1034
06/2012 24,4 1216
08/2012 25,4  1268

 

Πέρα όμως από την ύφεση και την ανεργία, όλοι ανεξαιρέτως οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας απειλούνται με κατάρρευση δίνοντας πραγματικά μια εικόνα απόλυτης ερήμωσης. Πρόσφατα ο Σταϊκούρας (19/9/2012) εκτίμησε στα 49 δισ. € τις θυσίες των Ελλήνων από την αρχή της κρίσης, εκ των οποίων τα 16,2 δισ. αφορούν περικοπές μισθών και συντάξεων. Με τα τωρινά μέτρα τα ποσά φτάνουν τα 67,9 δισ. και 25,8 δισ. αντίστοιχα και έπεται συνέχεια πολύ σύντομα. Αυτή η υπερβολική αφαίμαξη εισοδημάτων φαίνεται καθαρά στην μείωση του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων οι οποίες από 237,5 δισ. € το Δεκέμβριο του 2009 έπεσαν φέτος τον Ιούλιο στα 150,5 δισ. €. Όσο κι αν είναι αλήθεια ότι ένα μέρος της διαφοράς έφυγε από τη χώρα κι ένα άλλο μέρος φυλάσσεται στα σπίτια, είναι σίγουρο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι έχει εξανεμιστεί για ν’ αντισταθμίσει τις συνεχείς περικοπές των εισοδημάτων, ενώ πολλοί είναι και οι άνεργοι που τρώνε τα έτοιμα όπως κι αυτοί που σηκώνουν λεφτά για να πληρώσουν φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, ιατρικές δαπάνες κλπ.

Σύμφωνα με έκθεση της ALPHABANK τον Αύγουστο, η κατάσταση όσον αφορά τις καταθέσεις είχε ως εξής:

Ποσοστό καταθετών: Ύψος καταθέσεων :
81,5 % 0 – 2.000 €
11,3 %   2.000 – 10.000 €
5,9 %   10.000 – 100.000 €

 

Η δραματική μείωση των καταθέσεων οφείλεται στην πτώση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών από τα 20.457 € το 2010, στα 15.729 € το 2011. Αυτή η μείωση κατά 23,1 % ή 25 % αν υπολογιστεί και ο πληθωρισμός, ταυτίζεται απόλυτα με την πτώση κατά 25 % της εγχώριας ζήτησης για το ίδιο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, η πτώση της αγοραστικής δύναμης από την αρχή του 2010, αγγίζει το 45 % κατά μέσο όρο, γυρνώντας μας στα επίπεδα του 1978. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat επεξεργασμένα από το Κέντρο Μελετών και Ερευνών του Εμπορικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου, ο μέσος ελληνικός μισθός έχει κατρακυλήσει στα 10.110,60 € κατ’ έτος.

Ακόμη, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 15,9 % (39 δισ. €) το Δεκέμβρη του 2011, υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν το 20 % (49 δισ. €) στο τέλος του 2012, ενώ έως τον Αύγουστο του 2012 είχαν ρυθμιστεί 224.384 στεγαστικά και 441.038 καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Η λύση που δρομολογούν οι τράπεζες είναι η μετατροπή των δανειακών συμβάσεων σε  μισθώσεις για 49 ή 99 χρόνια σύμφωνα με το ισπανικό ή το αγγλικό μοντέλο, όπου το αντάλλαγμα για τη μείωση της δόσης είναι η παρακράτηση από την τράπεζα της κυριότητας του ακινήτου. Πρόκειται δηλαδή για έμμεση κατάσχεση και μετάθεση του κόστους αποπληρωμής του δανείου, στα εγγόνια ή και τα δισέγγονα του δανειολήπτη. Η χρονική σύμπτωση της δημοσιοποίησης της απαίτησης της τρόικας για άρση της απαγόρευσης κατάσχεσης της πρώτης κατοικίας με τις δηλώσεις του Βορίδη που είπε ακριβώς το ίδιο (την 20.10.2012) δεν μπορεί να είναι τυχαία.

Προβληματική είναι επίσης και η πορεία των φορολογικών εσόδων παρά την καταιγιστική επιβολή ολοένα και επαχθέστερων φόρων σε όλες τις κατηγορίες των φορολογουμένων. Οι βεβαιωμένες οφειλές από 32 δισ. € το Δεκέμβρη του 2009, έφτασαν στα 42 δισ. € το Δεκέμβρη του 2011 και στα 48,8 δισ. € τον Αύγουστο του 2012, ενώ φαίνεται ότι λόγω της συνεχούς και γενικής μείωσης των εισοδημάτων σε συνδυασμό με τα νέα εξοντωτικά φορολογικά μέτρα, στο τέλος του 2013, αυτοί που αντικειμενικά θ’ αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους θα έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα 2 εκ. άτομα. Πρόκειται για μια πραγματική βόμβα στον τομέα των δημοσίων εσόδων, γιατί όταν το πλήθος των οφειλετών είναι τόσο μεγάλο, το κράτος έχει πολύ περιορισμένα νομοθετικά (και διοικητικά) όπλα για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο τον Αύγουστο, οι ανείσπρακτες οφειλές αυξήθηκαν κατά 3 δισ. € παρά το γεγονός ότι φέτος το 70 % των φορολογούμενων επιβαρύνθηκε μεσοσταθμικά κατά 1.550 € σε σχέση με πέρυσι.

Από την άποψη των δημοσίων οικονομικών σημαντική είναι και η τραγική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία είναι φυσικά αδύνατο να ανακάμψουν από το PSI που τους κόστισε 13,5 δισ. €.

Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα τίποτα δεν πάει καλά. Δεν είναι μόνο τα λουκέτα των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων που πολλαπλασιάζονται (25 % στην Αθήνα, 27,5 % στη Θεσσαλονίκη), αλλά όλοι οι τομείς της οικονομικής δραστηριότητας βρίσκονται σε κάθετη πτώση. Ειδικότερα, στο 2ο τρίμηνο του 2012 έχουμε:
Μείωση βιομηχανικής παραγωγής: 8,3 %
Μείωση ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης: 7,2 %
Μείωση δημόσιας καταναλωτικής δαπάνης: 9,1 %
Μείωση επενδύσεων παγίου κεφαλαίου: 19,4 %

Ακόμα και οι εξαγωγές, οι οποίες μετά την υπερβολική συμπίεση του εργατικού κόστους ήταν η μεγάλη ελπίδα των υποστηρικτών του προγράμματος, μετά από μια πρόσκαιρη σημαντική άνοδο έπεσαν κατά 4,1 % με τις εξαγωγές προς χώρες της Ε.Ε. να μειώνονται κατά 20 %.

Πραγματική καταστροφή έχει επέλθει επίσης στον τομέα των ακινήτων. Η πτώση των τιμών  κατοικίας από το 2009 φτάνει το 50 %, η μείωση των αγοραπωλησιών σχεδόν το 75 % ενώ η κατασκευή νέων κατοικιών έχει σχεδόν μηδενιστεί. Αυτά σε συνδυασμό με τη συνεχή άνοδο των αντικειμενικών αξιών και τη βαρύτατη φορολόγηση των ακινήτων, καθιστούν ολοκληρωτική την απαξίωση της λαϊκής περιουσίας, η οποία στην Ελλάδα είχε την ιδιαιτερότητα να συγκεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στην αγορά ακινήτων. Δεν θα ήταν άστοχο λοιπόν να πούμε, ότι κατά κάποιο τρόπο, μέσω της επίθεσης στην ακίνητη περιουσία, η Κυβέρνηση και η τρόϊκα βάζουν χέρι τόσο στα εισοδήματα των προηγούμενων γενεών – υποτιμώντας την αξία των περιουσιακών στοιχείων που αυτές μεταβίβασαν στην σύγχρονη γενιά – όσο και στα εισοδήματα των μελλοντικών γενεών, υποτιμώντας την αξία περιουσιακών στοιχείων που θα μεταβιβαστούν σ’ αυτή. Ακόμα, η νέκρα στην οικοδομή ανεβάζει δυσανάλογα την ανεργία καθώς, μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται στον τομέα των κατασκευών.

Ολοκληρωτική είναι και η απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα που επιτυγχάνεται μέσω της ουσιαστικής κατάργησης του εργατικού δικαίου. Ένας στους τρεις εργαζόμενους δουλεύει ανασφάλιστος, οι ελαστικά απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 42 % μέσα σε ένα μόλις χρόνο, ενώ αυτοί στους οποίους οφείλονται από ένας έως και δέκα μισθοί, ανέρχονται πλέον σε εκατοντάδες χιλιάδες. Η κατάσταση θα χειροτερέψει μάλιστα πολύ περισσότερο αν εφαρμοστούν έστω και τα μισά από τα εργασιακά μέτρα που ζήτησε η τρόικα και δέχτηκε η Κυβέρνηση.

Εδώ είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι η εγκαθίδρυση συνθηκών γαλέρας στον ιδιωτικό τομέα, σε τίποτα δεν εξυπηρετεί τη μείωση του δημοσίου χρέους που αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της χώρας. Αυτές οι ρυθμίσεις υποτίθεται ότι γίνονται για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, η οποία σύμφωνα με τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη συμπίεση του εργατικού κόστους που θεωρείται ο μόνος παραγωγικός συντελεστής που μπορεί και πρέπει να προσαρμοστεί στην κρίση, αφού η κερδοφορία του κεφαλαίου είναι ιερή…

Ωστόσο, παρά την παγκοσμίως πρωτοφανή σκληρότητα των μέτρων που επέφεραν μείωση μισθών κατά 40 % από το 2009 και μέση μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 26 % (έκθεση ALPHABANK – Αυγ. 2012), η ανταγωνιστικότητα της χώρας βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση: Από την 67η θέση της παγκόσμιας κατάταξης το 2008 βρέθηκε στην 90η το 2011 και στην 96η τον Ιούνιο 2012.

Αλλά και το επίπεδο του δημοσίου χρέους δεν παρουσιάζει καμία πρόοδο αν και ο περιορισμός του υποτίθεται ότι αποτελεί το «μεγάλο εθνικό στόχο» για την επίτευξη του οποίου γίνονται όλες οι θυσίες. Σύμφωνα με αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που ανακοινώθηκαν στις 22/10/2012 διορθώνοντας τα στοιχεία του προσχεδίου του προϋπολογισμού που κατατέθηκε την 1/10/2012, η πορεία του χρέους είναι η εξής:

Δημόσιο χρέος σε δισ. €: Δημόσιο χρέος ως ποσοστό % επί του ΑΕΠ:
2009: 299,7 129,4
2010: 329,5   145,0
2011: 355,6 170,6
2012: 340,6 174,8
2013: 346,2 (εκτίμηση) 179,3 (εκτίμηση)

 

Από την ανάγνωση των στοιχείων αυτών προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

α) Το πραγματικό όφελος από το περιβόητο κούρεμα ήταν μόλις 15 δισ. €.

β) Ο στόχος για κατέβασμα του χρέους σε 120 % του ΑΕΠ το 2020 είναι κάτι παραπάνω από ανέφικτος – πράγμα που πια ομολογείται απ’ όλες τις πλευρές. Σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες τωρινές εκτιμήσεις, το χρέος θα συνεχίσει ν’ αυξάνεται ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2015 πριν αρχίσει να αποκλιμακώνεται, με ρυθμούς όμως πολύ πιο αργούς απ’ ότι είχε αρχικά εκτιμηθεί.

γ) Η παρατεινόμενη βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας, ανεβάζει το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, παρά την ελαφριά μείωσή του σε απόλυτα ποσά. Ο παρονομαστής του κλάσματος (ΑΕΠ) μειώνεται δηλαδή πιο γρήγορα από τον αριθμητή (χρέος).

δ) Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν γιατί τα χρήματα που μπαίνουν στην χώρα με τη μορφή δανείου, επιστρέφουν αμέσως στους δανειστές για την αποπληρωμή τόκων, χωρίς να περάσουν από την πραγματική οικονομία συμβάλλοντας στην παραγωγή νέου εισοδήματος. Έτσι η ανάπτυξη παραμένει άπιαστος στόχος.

ε) Αντίθετα με την Ιταλία και στην Ισπανία που κατάφεραν ν’ αποφύγουν κάτι τέτοιο, στο ελληνικό δημόσιο χρέος προσμετρώνται και τα τεράστια ποσά που πάνε για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών…

Σχετικά μ’ αυτό το τελευταίο, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει τις τραγικές επιδόσεις των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά στον τομέα της διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές. Κανένα από τα διαπραγματευτικά ατού της χώρας δε χρησιμοποιήθηκε στο ελάχιστο. Αντ’ αυτού, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδόθηκαν σε μια τακτική πειθαρχικού κρατούμενου στο εξωτερικό, με το επιχείρημα ότι αν δεν ικανοποιήσουμε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών θα μας πετάξουν έξω από την ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο όμως, εκτός από το ότι με βάση τα έως τώρα ισχύοντα είναι  αδύνατο νομικά, θα ήταν και καταστροφικό οικονομικά για τους εταίρους μας. Πρόσφατα η ΕΚΤ εκτίμησε το κόστος για την ευρωζώνη μιας ενδεχόμενης ελληνικής εξόδου στο 1 τρισ. €, ενώ δεν απέκλεισε κάτι τέτοιο να σημάνει και την οριστική διάλυση της νομισματικής ένωσης – πράγμα που θα είχε σοβαρότατες συνέπειες για όλους και ιδιαίτερα για τις πλουσιότερες χώρες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών που αποκάλυψε το Spiegel στις 24 Ιουνίου 2012, μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε για τη Γερμανία ύφεση 10 % και 5 εκατομμύρια νέους ανέργους. Οι ελληνικές κυβερνήσεις λοιπόν, αντί να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να περιορίσουν την καταστροφή, έδωσαν και δίνουν χρόνο στους πιστωτές να θωρακίσουν τις οικονομίες τους και ειδικά τις τράπεζές τους, έτσι ώστε η αναπόφευκτη όπως φαίνεται έξωση της Ελλάδας από την ευρωζώνη, να τους κοστίσει τελικά πολύ λιγότερο απ’ ό,τι θα τους κόστιζε αρχικά.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση προχωρά και στο ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου της χώρας σε τιμές κυριολεκτικά εξευτελιστικές, απαξιώνοντας μάλιστα μόνη της το προϊόν που πουλά, όπως δείχνουν οι πρόσφατες δηλώσεις Ελλήνων αξιωματούχων περί της βιωσιμότητας και των προοπτικών κερδοφορίας του Τ.Τ. και του ΟΠΑΠ, οι οποίες οδήγησαν τις μετοχές τους σε κάθετη πτώση  και έριξαν την αξία των οργανισμών αυτών, οι οποίοι είναι ωστόσο και οι δύο κερδοφόροι. Τα ίδια και χειρότερα έγιναν με την Αγροτική που πουλήθηκε σε τιμή που ισοδυναμεί σχεδόν με την αξία ενός ακινήτου της, με τη Δωδώνη που πουλήθηκε 21 εκ. € σε ιδιώτη που της χρωστούσε ήδη 12 εκ. € τη στιγμή  που παρουσίαζε κέρδη προ φόρων 44 εκ. € το χρόνο κλπ. Αυτή η αποψίλωση του Δημοσίου από κάθε περιουσιακό στοιχείο είναι πραγματικά εγκληματική, αν σκεφτούμε ότι υπονομεύει και οποιαδήποτε μελλοντική προοπτική ανάκαμψης της οικονομίας με οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Στο επικοινωνιακό επίπεδο, όλη αυτή η λεηλασία δικαιολογείται με μια εντατική εκστρατεία ενοχοποίησης του λαού και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, μέσω των απόλυτα χειραγωγούμενων ΜΜΕ. Ωστόσο, παρά τα όσα λένε οι φυλλάδες τους και τα δελτία των 8, το χρέος – για τον περιορισμό του οποίου υποτίθεται ότι γίνονται όλα – δεν οφείλεται στο ότι ζήσαμε για χρόνια «πάνω από τις δυνάμεις μας» ή στο ότι είμαστε τεμπέληδες (εφόσον οι Έλληνες ήταν και προ κρίσης οι πιο κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι της ευρωζώνης με εξαίρεση τους Πορτογάλους και αυτοί που εργάζονταν περισσότερες ώρες το χρόνο), ούτε στο «τεράστιο κράτος» (αφού το ελληνικό δημόσιο τόσο ως κόστος επί του ΑΕΠ, όσο και ως ποσοστό εργαζομένων επί του συνολικού εργατικού δυναμικού ήταν κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης), ούτε βέβαια στη διαφθορά μιας ελάχιστης μειοψηφίας δημοσίων υπαλλήλων ή στις μικροκομπίνες αυτών που εισέπρατταν τη σύνταξη του πεθαμένου τους παππού…

Είναι χρέος που δημιουργήθηκε διαχρονικά και πήρε τερατώδεις διαστάσεις λόγω κυρίως των εξής παραγόντων, οι οποίοι ισχύουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό και για πολλές άλλες χώρες:

1.Των τεράστιων ποσών που πληρώνει το ελληνικό κράτος σε εξοπλιστικά προγράμματα σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Αυτά τα ποσά πήγαιναν κατά ένα σημαντικό μέρος στους Ευρωπαίους εταίρους που τώρα μας τιμωρούν για το υψηλό δημόσιο χρέος, η αύξηση του οποίου καθόλου δεν τους ενοχλούσε όταν πουλούσαν τα όπλα τους.

2.Του ξεπουλήματος κοψοχρονιά της δημόσιας περιουσίας που παρά την προπαγάνδα για «υδροκέφαλο κράτος» είχε αρχίσει ήδη από την εποχή Μητσοτάκη και συνεχίστηκε επί Σημίτη και Καραμανλή, στερώντας τη χώρα από κάθε δυνατότητα αυτόνομης ανάπτυξης.

3.Της διάλυσης του παραγωγικού ιστού της χώρας σταδιακά από το 1979 που εντάχθηκε στην ΕΟΚ, με σκοπό την αύξηση των εισαγωγών των ευρωπαϊκών προϊόντων. Αυτό είχε σαν συνέπεια και την – ήδη προ της κρίσης – καθήλωση του ΑΕΠ σε επίπεδα κατώτερα από τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.

4.Της θέσης της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας που της στερεί ευκαιρίες πλουτισμού όπως αυτές που έχουν οι ισχυρές οικονομικά χώρες. Τα πράγματα χειροτερεύει η άνιση κατανομή των διεθνών επενδύσεων και της παγκόσμιας αποταμίευσης που μετά την κρίση του 1973, συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες οικονομίες, αφήνοντας χρηματοδοτικό κενό στις χώρες της περιφέρειας. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το κράτος δανειζόμενο, γι’ αυτό και έχουμε σήμερα τόσες υπερχρεωμένες χώρες.

5.Του θανάσιμου εναγκαλισμού του κράτους από το ιδιωτικό κεφάλαιο που συστηματικά επί δεκαετίες απομυζά το δημόσιο πλούτο. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην ασύλληπτη φοροδιαφυγή του κεφαλαίου ή στη χρήση ευθέως παράνομων μεθόδων όπως το τζογάρισμα στο Χρηματιστήριο των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Ακόμα πιο καταστροφική είναι η απευθείας τροφοδότηση του κεφαλαίου από το κράτος με χαμηλότοκα δάνεια, επιδοτήσεις και προκλητικές φοροαπαλλαγές που υποτίθεται  ότι θα το στρέψουν σε παραγωγικές επενδύσεις. Αυτές όμως, για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω, δεν έρχονται ποτέ αφού το κεφάλαιο συνεχίζεται ν’ αποσύρεται από την παραγωγή, χωρίς μάλιστα να επιστρέψει τα λεφτά που δεν χρησιμοποίησε για το σκοπό που τα πήρε. Αυτά τα λεφτά τοποθετούνται στην εικονική οικονομία φέρνοντας νέα κέρδη, με τελική κατάληξη οι ιδιώτες να δανείζουν με ληστρικά επιτόκια το κράτος που είχε καταχρεωθεί για να τους δανείσει. Στην περίπτωση της Ελλάδας μάλιστα, είναι πραγματικά απορίας άξιο, πώς παρά την «αμέριστη συμπαράσταση» του κράτους, το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο κατάφερε να είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένο.

Τελειώνοντας την εξέταση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο έλλειμμα το οποίο επίσης δεν μπορεί να τιθασευτεί. Ήδη η τελευταία αναθεώρηση των στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ, ανεβάζει το έλλειμμα του 2011 στο 9,4 % αντί του αρχικού 9 % και του 2012 στο 6,9 % αντί του αρχικού 6,6 %. Και εδώ ο στόχος του 3 % μοιάζει ανέφικτος στα χρονικά περιθώρια που έχουν τεθεί.

Γενικά, η ζοφερή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας επιβεβαιώνεται και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2013 που προβλέπει έλλειμμα 4,2 %, ύφεση 3,8 % (τελικά 4,2 % μετά από παζάρι με την τρόϊκα), μείωση της εγχώριας ζήτησης 6,1 %, μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης 5.9 %, μείωση της δημόσιας κατανάλωσης 7,2 %, μείωση των επενδύσεων 3,7 % και αύξηση της ανεργίας στο 24,7 % ως μέσο όρο του έτους. Παρά το γεγονός ότι οι προβλέψεις αυτές είναι εσκεμμένα αισιόδοξες, παραμένουν εφιαλτικές.

Συμπερασματικά, η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική οδηγεί σε γενική ασφυξία το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, κάνει αδύνατη την ανάπτυξη, μεγαλώνει το έλλειμμα, αυξάνει το δημόσιο χρέος, εκτοξεύει την ανεργία και βαθαίνει την ύφεση. Κάθε νέο πακέτο μέτρων γίνεται αιτία για το επόμενο, ούτε ένας από τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής δεν μπορεί να επιτευχθεί και η Ελλάδα για να μείνει στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη, πλησιάζει όλο και περισσότερο την Αφρική. Τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα χειροτερεύει και το γεγονός ότι το χρέος, που καθίσταται κάθε μέρα και λιγότερο βιώσιμο, είναι πια, μετά το PSI, κυρίως χρέος προς κράτη και όχι προς ιδιώτες.

Η κρίση αρθρώνεται πλέον σε εκατομμύρια ατομικές και οικογενειακές τραγωδίες, αφού η επέλαση της φτώχειας και η κατάρρευση κάθε κοινωνικής προστασίας μετατρέπουν την καθημερινότητα της κοινωνίας σε κόλαση. Η οικονομική κρίση μετατρέπεται βαθμιαία σε ανθρωπιστική.

Η διεθνής οικονομική κατάσταση

Η κατάσταση λοιπόν στην Ελλάδα είναι αυτή που περιγράψαμε. Όμως και οι διεθνείς εξελίξεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας, αφού κινούνται παντού προς την ίδια κατεύθυνση.

Όλη η ευρωζώνη μπήκε ήδη σε ύφεση (0,4 % τον Ιούνιο 2012 με τις 10 από τις 17 χώρες να είναι υφεσιακές και τις υπόλοιπες να έχουν ασθενέστατη ανάπτυξη (Γαλλία 0,1 %, Γερμανία 1 % κλπ.). Το ίδιο ασθενής είναι η ανάπτυξη και στις Η.Π.Α. (2 %) παρά το τύπωμα χρήματος από την Fed και την εφαρμογή μιας πολιτικής εντελώς αντίθετης απ’ αυτήν που επιβάλλει στην Ευρώπη η Γερμανία.

Επίσης, η ανεργία στην ευρωζώνη βρίσκεται στο χειρότερο σημείο της από το 1997 με ποσοστό 11,1 % και 17.565.000 ανέργους, ενώ στην Ε.Ε. των 27 οι άνεργοι έφτασαν τα 24.680.000 άτομα (στοιχεία Eurostat, Μάιος 2012). Ταυτόχρονα όλες οι μεγάλες οικονομίες του πλανήτη πλην Κίνας και Γερμανίας έχουν αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (Ιταλία -3,2 %, Η.Π.Α. -3,1 %, Καναδάς -2,8 %, Γαλλία -2,2 %, Βρετανία -1,9 % κλπ.) και πτώση βιομηχανικής παραγωγής.

Στην Ευρώπη ειδικότερα, αν εξαιρέσουμε τη Γερμανία που μέχρι στιγμής κέρδισε 68,5 δισ. €από την κρίση λόγω των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίου δανεισμού, όλοι οι οικονομικοί δείκτες χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα και όχι μόνο στο Νότο. Τα επισφαλή δάνεια στην ευρωζώνη ξεπερνούν το 1 τρισ. € (196 δισ. στη Γερμανία, 136 δισ. στην Ισπανία, 107 δισ. στην Ιταλία), το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι στις περισσότερες χώρες σε επίπεδα χειρότερα από το ελληνικό, ενώ, όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα και το δημόσιο χρέος παρουσιάζει συνεχή επιδείνωση ως ποσοστό επί του συνολικού ΑΕΠ ευρωζώνης και Ε.Ε. αλλά και της κάθε χώρας ξεχωριστά.

 2007   2011
Δημόσιο χρέος Ευρωζώνης των 17 66,2 % 87,2 %
Δημόσιο χρέος Ε.Ε. των 27 59,0 %   82,5 %
Δημόσιο χρέος Γερμανίας 64,9 % 81,2 %
Δημόσιο χρέος Γαλλίας 63,9 % 85,8 %
Δημόσιο χρέος Ιταλίας   106,5 % 120,1 %

 

Ειδικά για την Ιταλία είναι αξιοπρόσεκτο ότι βρίσκεται κι αυτή στριμωγμένη παρόλο που έχει έλλειμμα και ανεργία χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου (3,9 % και 9 % αντίστοιχα) όπως επίσης χαμηλότερο ιδιωτικό χρέος και μικρότερη φούσκα στα στεγαστικά δάνεια από τις χώρες του Βορρά.

Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα στην Ισπανία η οποία από πλεόνασμα 1,9 % το 2007, βρέθηκε με έλλειμμα 11,1 % το 2009, ενώ το χρέος των νοικοκυριών έφτασε το 1,8 τρισ. και η ανεργία στο 25 %. Η πιθανότατη, όπως φαίνεται, ένταξή της στο μηχανισμό στήριξης και σε μνημόνιο ελληνικού τύπου υπό την τρόϊκα, θα είχε κομβική σημασία για την παγκόσμια οικονομία, αφού υπολογίζεται ότι για τη «διάσωσή» της θα χρειαστούν το λιγότερο 480 δισ. € – χρήματα που αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να εξασφαλιστούν ούτε από το ΔΝΤ, ούτε από την ΕΚΤ, ούτε πολύ περισσότερο από τα άλλα κράτη. Εκτός  αυτού, στην Ισπανία η ανεργία είναι ήδη στο 25 % και τρομάζει κανείς ακόμα και να σκεφτεί που θα την φτάσει ένα πρόγραμμα ανάλογο μ’ αυτό που επιβλήθηκε στην Ελλάδα.

Μια κρίση νέου τύπου

Όλα αυτά δείχνουν ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι ελληνική αλλά ευρωπαϊκή και παγκόσμια υπόθεση. Αν και είναι αλήθεια ότι ο καπιταλισμός είναι οι κρίσεις του πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή είναι πρωτοφανής σε ένταση και βάθος και έχει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, διαφορετικά από τις προηγούμενες μεγάλες κρίσεις (όπως αυτές π.χ. του 1929 και του 1973). Πρόκειται για κρίση δομική, διαρθρωτική και συστημική και γι’ αυτό θα πάρει σύντομα παγκόσμιες διαστάσεις, ενώ ακόμα κι αν ξεπεραστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα επανέλθει γρήγορα δριμύτερη. Συνδέεται με την παρούσα φάση ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος και δεν οφείλεται σε θεσμικές δυσλειτουργίες ή σε λάθη και παραλείψεις συγκεκριμένων ατόμων όσο υψηλά ιστάμενα κι αν είναι αυτά.

Κυριότερες αιτίες της είναι οι εξής:

Α. Η συνεχής πτώση του ποσοστού κέρδους ακόμα και των μεγάλων επιχειρήσεων στον εμπορικό και κυρίως στο βιομηχανικό τομέα, που οφείλεται στην υπερπαραγωγή και την υπερπροσφορά προϊόντων, στον αδυσώπητο ανταγωνισμό που ρίχνει τις τιμές και στην ανάγκη για πολύ μεγάλες και συχνές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, αφού η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας επιτάσσει σ’ όποιον θέλει ν’ αντέξει τον ανταγωνισμό να ανανεώνει συνεχώς τον τεχνολογικό του εξοπλισμό.

Β. Η πτώση του ποσοστού κέρδους στην παραγωγή είχε ως συνέπεια την μετατόπιση των επενδύσεων από τη βιομηχανία στα πάσης φύσεως χρηματιστικά «προϊόντα». Έχουμε δηλαδή ανατροπή της ενδοκαπιταλιστικής ισορροπίας υπέρ του παρασιτικού καπιταλισμού και εις βάρος του παραγωγικού ή, με άλλα λόγια, υπέρ του τραπεζικού κεφαλαίου εις βάρος των άλλων μορφών του (βιομηχανικού, εμπορικού, εφοπλιστικού κλπ.). Πρόκειται για μια ιστορικής σημασίας στροφή στο εσωτερικό της αστικής τάξης προς όφελος μερίδων που δε σχετίζονται με την παραγωγική διαδικασία και άρα αδιαφορούν για την πτώση της κατανάλωσης που επιφέρει η γενικευμένη σκληρή λιτότητα. Αυτή η στροφή συνίσταται στην υπερεπέκταση του τραπεζικού τομέα και τη μετακίνηση του κεφαλαίου από την πραγματική στην εικονική οικονομία. Σήμερα, από τον όγκο των χρημάτων που κινούνται παγκοσμίως, μόνο 15 % πάει σε παραγωγικές επενδύσεις και ανταλλαγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών, ενώ το 85 % κατευθύνεται σε χρηματιστικές τοποθετήσεις. Η αλλαγή είναι ιστορικής σημασίας γιατί ανέκαθεν πηγή του καπιταλιστικού κέρδους ήταν η απόσπαση της υπεραξίας που παράγουν οι εργαζόμενοι στην πραγματική οικονομία. Το τέχνασμα του νεοφιλελευθερισμού, πέρα από τη δίχως προηγούμενο αύξηση της αποσπώμενης υπεραξίας μέσω της υπερβολικής συμπίεσης του εργατικού κόστους και της διάλυσης του εργατικού δικαίου, είναι η κατά κάποιο τρόπο δημιουργία της υπεραξίας εκ του μηδενός με τη δημιουργία ενός «νέου είδους» χρήματος. Πρόκειται για χρήμα που παράγει χρήμα χωρίς να περάσει από την παραγωγή. Σπάει δηλαδή ο παλιός κύκλος του καπιταλισμού, όπου η αποσπώμενη υπεραξία επανεπενδυόταν στην παραγωγή για ν’ αποφέρει νέα κέρδη κ.ο.κ. Τώρα τα κέρδη παράγονται από τζογαδόρικες κινήσεις στα χρηματιστήρια, τεράστια ποσά, μαύρα και αφορολόγητα, διακινούνται μ’ ένα τηλεφώνημα, περιουσίες δημιουργούνται και χάνονται σε λίγα λεπτά, στα πλαίσια μιας οικονομίας που λειτουργεί ως καζίνο. Είναι βέβαια αλήθεια ότι σε περιόδους κρίσης το κεφάλαιο αποσύρεται από την παραγωγή γιατί λόγω της μείωσης των εισοδημάτων και της συνακόλουθης πτώσης της κατανάλωσης, έχει μικρότερα περιθώρια κέρδους. Προτιμά λοιπόν να κρύβεται στις τράπεζες και τα χρηματιστήρια περιμένοντας να περάσει η μπόρα. Αυτό έγινε και το 1929. Αυτό όμως που συμβαίνει για πρώτη φορά είναι ότι ο παρασιτισμός δεν ακολουθεί την κρίση, δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμά της, αλλά προηγείται αυτής, είναι δηλαδή αιτία της. Με άλλα λόγια, τα κεφάλαια δεν αποσύρονται από την παραγωγή επειδή υπάρχει κρίση, αλλά αντίθετα, η κρίση υπάρχει επειδή τα κεφάλαια φεύγουν από την παραγωγή. Είναι επίσης σημαντικό να τονίσουμε ότι η σκιώδης τραπεζική αγορά που ευθύνεται πρωτίστως για την κρίση, συνεχίζει να διογκώνεται παρά την καταστροφή που επέφερε. Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε την 19/11/2012 το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB), όργανο του G20, το μέγεθος των hedge funds και άλλων επενδυτικών σχημάτων και δραστηριοτήτων εκτός του επίσημου τραπεζικού τομέα που από 26 τρισ. δολάρια το 2002 βρισκόταν στα 62 τρισ. δολάρια το 2007, έχει ξεπεράσει τα 67 τρισ.  σήμερα δείχνοντας ότι αυτοί που δημιούργησαν την κρίση όχι μόνο δεν έβαλαν μυαλό αλλά συνεχίζουν να κερδίζουν απ’ αυτήν.

Γ. Η πρωτοφανής στην παγκόσμια ιστορία υπερσυγκέντρωση πλούτου σε ελάχιστα χέρια που αφαιρεί ρευστότητα από την παγκόσμια οικονομία δεδομένης της ανελαστικής κατανάλωσης της μεγαλοαστικής τάξης, που παρά τις υπερβολές της, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την υποκατανάλωση τεράστιων μαζών του πληθυσμού. Σήμερα οι 3 πλουσιότεροι άνθρωποι έχουν χρήματα ίσα με το ΑΕΠ των 44 φτωχότερων χωρών, οι 250 πλουσιότεροι του πλανήτη έχουν εισόδημα ίσο μ’ αυτό του μισού πληθυσμού της Γης, το φτωχότερο 50 % των ανθρώπων μοιράζεται το 1 % του παγκόσμιου πλούτου κλπ. Τα πράγματα χειροτερεύει η ανισοκατανομή των διεθνών επενδύσεων οι οποίες τα 20 τελευταία χρόνια συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες οικονομίες.

Δ. Η μείωση του ρόλου του κράτους που μετά την σταδιακή υπερίσχυση του νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία 30 χρόνια, αυτοδιαλύεται ιδιωτικοποιούμενο εκχωρώντας όλο και περισσότερες αρμοδιότητες και εξουσίες στο ιδιωτικό κεφάλαιο και επιτρέποντας την ασύδοτη δράση του. Το κράτος για πρώτη φορά από το 18ο αιώνα, εκχωρεί στο κεφάλαιο την νομισματική, εισοδηματική και φορολογική του πολιτική, αρνείται το ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή, παράγει και καταναλώνει λιγότερο, δίνει δουλειά σε λιγότερο κόσμο, περιορίζει τις δημόσιες επενδύσεις, παύει να ρυθμίζει την αγορά εργασίας, παύει να παρέχει υπηρεσίες υγείας και παιδείας, να ελέγχει τις μεταφορές, την ενέργεια, τα δημόσια έργα, τις υποδομές και να εγγυάται την ασφάλεια. Μόνο καταστέλλει και εισπράττει φόρους προς όφελος του κεφαλαίου. Από κυρίαρχη μορφή κοινωνικής οργάνωσης μετατρέπεται σε απλό μηχανισμό μετακύλισης της κρίσης στους ασθενέστερους, βοηθώντας το κεφάλαιο και ειδικά το τραπεζικό, να ιδιωτικοποιεί τα κέρδη σε περιόδους ανάπτυξης και να κοινωνικοποιεί τις ζημιές σε περιόδους ύφεσης.

Αυτή η μείωση του ρόλου του κράτους, η σμίκρυνση θα λέγαμε της υπόστασής του μας φέρνει μπροστά σε νέα φαινόμενα και πυροδοτεί απρόβλεπτες εξελίξεις. Δεν είναι μόνο η απονομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας στα μάτια ενός όλο και μεγαλύτερου τμήματος του κόσμου που βλέπει τη ζωή του να χειροτερεύει συνεχώς και να φτωχοποιείται βίαια. Είναι και το κενό που αφήνει το κράτος παύοντας να παίζει το ρόλο του κεντρικού διαχειριστή του λαϊκού φαντασιακού που με τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς διαχέει στο κοινωνικό σώμα τα εθνικιστικά στερεότυπα. Αυτό το κενό σπεύδουν να καλύψουν οι φασίστες που αποκτούν ανέλπιστα ένα μεγάλο ακροατήριο στα πιο αμόρφωτα, πολιτικά καθυστερημένα και φοβικά κομμάτια της εργατικής τάξης, όλους αυτούς που βλέπουν τον κόσμο τους να καταρρέει και δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί.

Στον οικονομικό τομέα, η πλήρης χρηματιστικοποίηση της οικονομίας, η ανατροπή της ενδοκαπιταλιστικής ισορροπίας προς όφελος του τραπεζικού κεφαλαίου και η υποχώρηση του ρόλου του κράτους μας οδηγεί επίσης μπροστά σε πρωτοφανή φαινόμενα. Ενώ για παράδειγμα από τις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας τα κράτη ανταγωνίζονται για την απόκτηση μεγαλύτερης οικονομικής  δύναμης και πλούτου, σήμερα μοιάζουν ν’ ανταγωνίζονται για το ποιο θα φτωχύνει περισσότερο φτωχαίνοντας τους πολίτες του, στα πλαίσια μιας οικονομικής πολιτικής που θα μπορούσε να περιγραφεί με τον όρο «ανταγωνιστική ύφεση». Απ’ αυτή την πολιτική που ακολουθείται με στόχο υποτίθεται τη μείωση χρεών και ελλειμμάτων και την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας, μόνη ωφελημένη είναι μια εξαιρετικά ολιγάριθμη υπερεθνική ελίτ τραπεζικών τοκογλύφων και τζογαδόρων του χρηματιστηρίου που κατέχουν και διακινούν ανύπαρκτο ουσιαστικά χρήμα, δηλαδή χρήμα που δεν περνάει από την παραγωγή και δεν αντιστοιχεί σε πραγματικά αγαθά.

Από την άποψη της οικονομικής θεωρίας, έχουμε μια επιστροφή σε ένα σκληρό μονεταρισμό που θυμίζει 18ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που τα κράτη μετρούσαν την οικονομική τους ισχύ με βάση τη σκληρότητα του νομίσματός τους και το βάρος των αποθεμάτων τους σε χρυσό. Είναι πραγματικά παράδοξο πως όλες οι υποτιθέμενες κατακτήσεις της μεταβιομηχανικής εποχής (υπερανάπτυξη πληροφορικής και επικοινωνιών, καταναλωτική κουλτούρα, μετατόπιση από τη γεωργία και τη βιομηχανία στις υπηρεσίες, απελευθέρωση των αγορών, διάλυση του εργατικού κινήματος και αντικατάσταση των ταξικών δεσμών από άλλους που έχουν να κάνουν με το φύλο, την ηλικία, τη θρησκεία, ή την εθνικότητα) αντί να απογειώσουν τον καπιταλισμό όπως πίστευαν οι νεοφιλελεύθεροι φωστήρες τον γυρίζουν πρακτικά και θεωρητικά 250 χρόνια πίσω.

Κάτω από το βάρος της ανελέητης επίθεσης που δέχεται παγκοσμίως ο κόσμος της εργασίας, πολύς κόσμος σκέφτεται ότι είναι αδύνατο τα τζιμάνια της Wall Street και των Βρυξελλών, τα golden boys των τραπεζών, τα γεράκια των διεθνών χρηματιστηρίων και τα μέλη της πολιτικής ελίτ να μην ξέρουν τι κάνουν, να μην έχουν κάποιο σατανικό και καλά μελετημένο σχέδιο που να αποσκοπεί στην αναδιανομή του πλούτου προς όφελός τους. Πρόκειται για αντίληψη μεταφυσική που διαχέει ηττοπάθεια και απογοήτευση στις τάξεις του κινήματος. Μια ψύχραιμη ανάγνωση της πραγματικότητας και μια προσεκτική εξέταση των οικονομικών στοιχείων και των πολιτικών παραμέτρων, δείχνει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Όλα τα μέσα που παραδοσιακά χρησιμοποίησε για να βγει από τις προηγούμενες κρίσεις είναι πια στο έναν ή το άλλο βαθμό ανενεργά:

i) Η ληστεία πρώτων υλών από τον τρίτο κόσμο έχει σχεδόν εξαντλήσει τα όριά της. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις χώρες είναι ήδη ξεζουμισμένες ενώ μια σειρά από αντιδυτικά καθεστώτα κάνει όλο και πιο δύσκολη την υπεξαίρεση του ό,τι έχει απομείνει.

ii) Η εισαγωγή φτηνών εργατικών χεριών από την περιφέρεια επίσης έχει σταματήσει. Λόγω της αποβιομηχάνισης, της υψηλής ανεργίας και του συνακόλουθου ρατσισμού, τώρα όχι μόνο δε φέρνουν μετανάστες αλλά διώχνουν και τους παλιούς.

iii) Το άνοιγμα νέων αγορών επίσης δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ανάσχεση στην κρίση. Η φτώχεια στον πλανήτη είναι πια τόσο ενδημική που το 75 % σχεδόν του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μπορεί να αγοράσει τίποτα από τα προϊόντα των προηγμένων χωρών όσο κι αν πέσουν οι τιμές. Σήμερα, από τα 7 δισ. του παγκόσμιου πληθυσμού τα 3,3 (47 %) ζουν με εισόδημα μικρότερο των δύο δολαρίων την ημέρα. Η είσοδος της γενικευμένης φτώχειας στο κέντρο του καπιταλιστικού συστήματος κάνει τα πράγματα χειρότερα και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί συνειδητή και ορθολογική επιλογή της άρχουσας τάξης. Με αυτή την έννοια, το υποτιθέμενο σχέδιο κινεζοποίησης αρχικά του Νότου και στη συνέχεια ίσως όλης της Ευρώπης – στο οποίο τόσο συχνά αναφέρεται η αριστερά – είναι αδύνατον να προχωρήσει εφόσον παραβλέπει την παράμετρο της κατανάλωσης. Στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος η κατάσταση στις χώρες της περιφέρειας συνδεόταν πάντα διαλεκτικά  με την κατάσταση στις χώρες του κέντρου. Η υπερβολική συμπίεση του εργατικού κόστους στην περιφέρεια και τις χώρες του τρίτου κόσμου αποσκοπούσε πάντα στην αύξηση της κατανάλωσης στις χώρες του κέντρου μέσω της πτώσης της τιμής των προϊόντων. Σε έναν κόσμο που τα ¾ του πληθυσμού κυριολεκτικά πεινάνε, η κινεζοποίηση του ευρωπαίου εργαζόμενου θα έφερνε το κεφάλαιο μπροστά σ’ ένα δισεπίλυτο πρόβλημα, πέρα από το ενδεχόμενο της κοινωνικής έκρηξης: Ποιος τελικά και σε τι τιμές, θα αγόραζε τα προϊόντα των Κινέζων ή των κινεζοποιημένων εργαζομένων;

iv) Η διεξαγωγή παγκόσμιων ή τοπικών πολέμων ως μέσο για την αναθέρμανση της οικονομίας είναι πια κι αυτή δύσκολη όχι μόνο λόγω της τεράστιας ισχύος ακόμη και των συμβατικών όπλων και της σχετικής ισορροπίας δυνάμεων, αλλά κυρίως λόγω της τεράστιας διασποράς του κεφαλαίου που κάνει αδύνατη τη συσπείρωση των εθνικών καπιταλισμών πίσω από τις πολεμικές τους μηχανές. Με το ίδιο άτομο ή επιχειρηματικό όμιλο να κατέχει πλήθος επιχειρήσεων σε διαφορετικούς τομείς της οικονομίας διαφορετικών χωρών, είναι λίγο δύσκολο να φανταστούμε ποιος θα βομβαρδίσει ποιόν.

v) Η εγκαθίδρυση δικτατορικών καθεστώτων στις χώρες της περιφέρειας με σκοπό τη διάλυση των οργανώσεων της εργατικής τάξης και το ξεπούλημα του εθνικού τους πλούτου είναι κι αυτή προβληματική μετά από τόσες δεκαετίες κοινοβουλευτισμού σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου. Δεν είναι μόνο ότι οι κοινωνίες θα δεχτούν πιο δύσκολα απ’ ότι παλιά μια τέτοια επιβολή, αλλά και ότι το ίδιο το σύστημα έχει «ξεσυνηθίσει» να υιοθετεί τέτοιες λύσεις αφού πετύχαινε αλλιώς τους σκοπούς του. Παράλληλα, τέτοιου είδους «λύσεις» ενέχουν μια τεράστια αντίφαση στον πυρήνα τους: η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η αποδυνάμωση των κρατικών οντοτήτων πολύ δύσκολα μπορεί να συνδυαστεί με την τυπική στα δικτατορικά καθεστώτα ενίσχυση των εθνικιστικών αντανακλαστικών.

vi) Η επιλογή του κεφαλαίου να βγει από την κρίση μέσω μιας φυγής προς τα μπρος, με τόνωση των επενδύσεων, των εισοδημάτων και της κατανάλωσης είναι στις σημερινές συνθήκες κυριολεκτικά αδύνατη αφού μια τέτοια πολιτική θα προϋπέθετε ρήξη με τα συμφέροντα του τραπεζικού κεφαλαίου. Μια τέτοια ρήξη είναι αδύνατη από τη στιγμή που το πολιτικό προσωπικό εξυπηρετεί ευθέως τα συμφέροντα των τραπεζών. Πράγματι, μια τυπική καπιταλιστική λογική θα επέβαλε μια πολιτική εντελώς αντίθετη απ’ αυτήν που ακολουθείται τώρα. Όλοι πια αναγνωρίζουν ότι η κρίση δεν οφείλεται στην αφθονία χρήματος αλλά στην άνιση κατανομή του. Δεν οφείλεται στην υπερκατανάλωση αλλά στην υποκατανάλωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που δεν έχει πρόσβαση σε βασικά είδη ή υπηρεσίες ζωτικής σημασίας. Η ύφεση που επιβάλλεται στις υπερχρεωμένες χώρες μεγαλώνει το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ – αφού αυτό πέφτει – αλλά πλήττει και τις εξαγωγικές οικονομίες των χωρών που την επιβάλλουν. Η Γερμανία για παράδειγμα, η οποία αντλεί τα πλεονάσματά της από τα ελλείμματα των άλλων, έκανε το 2010 το 55,5 % των εξαγωγών της στην ευρωζώνη και το 16,6 % στις χώρες του νότου. Επίσης το 91 % του ΑΕΠ της ευρωζώνης καταναλώνεται εντός της, πράγμα που σημαίνει ότι η λιτότητα που επιβάλλεται σε κάποια μέλη της – ολοένα και περισσότερα – θα την πλήξει συνολικά. Ακόμη, όπως είδαμε, το χρέος της ευρωζώνης έφτασε πέρυσι στο 87,2 % και φέτος θα ανέβει κι άλλο, ενώ το χρέος των Η.Π.Α. έχει περάσει το 100 % του ΑΕΠ τους. Αυτά τα χρέη είναι αδύνατο να πληρωθούν όσο υπάρχει ύφεση, γιατί αυτή καθηλώνει ή ρίχνει τις τιμές, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η αξία του χρήματος – που βρίσκεται συγκεντρωμένο σε τράπεζες – και να χρειάζονται έτσι όλο και περισσότερα πραγματικά αγαθά για την αποπληρωμή των χρεών.

Το αδιέξοδο αρχίζουν να το αντιλαμβάνονται σιγά-σιγά οι αστοί πολιτικοί παλαιότερης γενιάς και οι διανοούμενοι της άρχουσας τάξης γι’ αυτό και ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του αστικού κόσμου αρχίζει να ζητά την άσκηση μιας μη υφεσιακής πολιτικής. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική ίσως να είναι πια πραγματικά αδύνατη, στο βαθμό που η ανάπτυξη της τελευταίας 20ετίας ήταν εντελώς αποσυνδεδεμένη από την παραγωγή. Η κρίση δηλαδή, έχει αρχίσει πια να φαίνεται ότι είναι μια παγκοσμίων διαστάσεων προσαρμογή της εικονικής οικονομίας στην πραγματική, η οποία αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Σήμερα το παγκόσμιο ΑΕΠ αντιστοιχεί σε 54 τρισ. δολάρια αλλά τα αποθεματικά των τραπεζών – αν δεν υπάρχουν κρυφά ποσά – σε 630 τρισ. δολάρια. Και μόνο αυτά τα δύο νούμερα δείχνουν ότι οι τράπεζες που έχουν επιβληθεί σα δύναμη κατοχής πάνω στην κοινωνία, δανείζουν ψεύτικο χρήμα, δηλαδή χρήμα που αντλούν  από την εικονική οικονομία, αλλά εξοφλούνται με αληθινό, δηλαδή χρήμα  που αφαιρούν από την πραγματική οικονομία. Μ’ αυτή την έννοια, όταν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις λένε ότι δεν μπορούν να ασκήσουν άλλη πολιτική από την πολιτική σκληρής λιτότητας, λένε αλήθεια αφού οποιαδήποτε άλλη πολιτική θα ήταν αντίθετη στα συμφέροντα των τραπεζών. Με άλλα λόγια, χωρίς να χτυπηθεί η κερδοφορία του τραπεζικού κεφαλαίου, δεν υπάρχει πιθανότητα εξόδου  από την κρίση όσο μέτρα κι αν ληφθούν, όσο σκληρά κι αν είναι αυτά για τους λαούς. Όσο τα κράτη θα εγγυώνται και θα καλύπτουν τα χρέη των τραπεζών, το ρίσκο των ασύδοτων τραπεζικών δραστηριοτήτων θα μεταφέρεται σε κρατικούς προϋπολογισμούς και θα τους βυθίζει.

Με αυτές τις συνθήκες η αναπτυξιακή πολιτική μοιάζει με άπιαστο όνειρο. Ακόμα και οι προτάσεις που πλασάρονται ως ριζοσπαστικές όπως π.χ. η έκδοση ευρωομολόγου, δεν μπορούν αν υλοποιηθούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια ύφεση τύπου Η.Π.Α. ή Βρετανίας, δηλαδή μια ύφεση που δε θα συνοδεύεται από το μόνιμο φόβο κρατικής χρεοκοπίας αφού αυτές οι χώρες που ελέγχουν το νόμισμά τους, όταν δεν μπορούν να πουλήσουν ομόλογα στις αγορές βάζουν τις κεντρικές τους τράπεζες να τα αγοράσουν με χρήμα που μόλις έκοψαν.

Όλα αυτά δείχνουν ότι ο αντίπαλος δεν είναι άτρωτος. Όλοι οι δρόμοι εξόδου του καπιταλισμού από τις κρίσεις του μοιάζουν να έχουν κλείσει ή να έχουν στενέψει. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι πολλά και σοβαρά και σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και η μείωση της αποτελεσματικότητας της αστικής προπαγάνδας για τους εξής λόγους:

α) Η αποδυνάμωση του κράτους αποδυναμώνει φυσικά και τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς.

β) Ο καπιταλισμός διεθνώς δεν έχει κανένα άλλοθι για την κρίση που είναι «όλη δική του» αφού τα τελευταία 20 χρόνια παίζει χωρίς αντίπαλο. Ούτε δυνατό συνδικαλιστικό κίνημα υπάρχει όπως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ούτε το αντίπαλο δέος της ΕΣΣΔ που υποτίθεται ότι εξανάγκαζε τις δυτικές χώρες σε αυξημένη ροή κοινωνικών πόρων προς τους εξοπλισμούς.

γ) Η σημερινή κοινωνία παρά το γεγονός ότι έχει σε μεγάλο μέρος της αποσυρθεί τα τελευταία 30 χρόνια από τους κοινωνικούς αγώνες, έχει και υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης και μνήμες ευμάρειας που πάνε δυο και τρεις γενιές πίσω και άρα δε θα θεωρήσει τη φτώχεια δοσμένη από το Θεό… και δε θα τη δεχτεί αμαχητί.

δ) Η σκληρή λιτότητα περιορίζει έως εξαφάνισης τη μεσαία τάξη που πάντα λειτουργούσε, όσο τουλάχιστον είχε ένα μίνιμουμ αξιοπρεπούς διαβίωσης, ως δεκανίκι σε όλες της συντηρητικές επιλογές του κεφαλαίου.

Όπως φαίνεται απ’ όλα τα παραπάνω, οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος είναι πια τόσο οξυμένες, ώστε η λύση του οικονομικού δράματος δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Αυτό ισχύει βέβαια και για την περίπτωση της Ελλάδας.

Ελληνικός καπιταλισμός: ένας πολύ φτωχός συγγενής

Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι αδύνατη με τα μνημόνια ακόμα κι αν πετύχουμε κάποιες επουσιώδεις ελαφρύνσεις όπως η επιμήκυνση, η πτώση των επιτοκίων ή ένα νέο κούρεμα του χρέους. Το πρόγραμμα έτσι κι αλλιώς δεν βγαίνει όσες επιμέρους βελτιώσεις και να γίνουν. Παρά την προπαγάνδα τρόικας, Κυβέρνησης και ΜΜΕ, χρεοκοπημένο δεν είναι το ελληνικό κράτος αλλά ο ελληνικός καπιταλισμός που πασχίζει με τα μνημόνια να φορτώσει τη χρεοκοπία του στην κοινωνία.

Πράγματι, ο ελληνικός καπιταλισμός, πάντα αντιπαραγωγικός, παρασιτικός και κρατικοδίαιτος, πάντα έκνομος ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια νομιμότητας, με μόνιμη έλλειψη επενδυτικής νοοτροπίας ακόμα και στις καλές εποχές, είναι σήμερα πιο καχεκτικός από ποτέ. Εξαιρετικά αποδυναμωμένος οικονομικά, αλλά μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και γεωπολιτικά, παίζει έναν ουσιαστικά ασήμαντο διεθνή ρόλο. Από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1979 και ιδιαίτερα μετά το Μάαστριχτ (1992) και την ΟΝΕ (2002), όχι μόνο έχασε το παλιό δασμολογικό δίχτυ προστασίας του αλλά βρέθηκε και με ένα νόμισμα πολύ σκληρό «για τα κυβικά του» ενώ είναι και εκτεθειμένος σ’ έναν ανταγωνισμό που δεν μπορεί να αντέξει. Επίσης, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εγχώρια αγορά, αφού λόγω κυρίως του σκληρού νομίσματος, το οποίο μάλιστα δεν ελέγχει, ούτε είναι εξαγωγικός, ούτε έχει τις υποδομές να γίνει.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η πολιτική σκληρής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που επιβάλλουν οι δανειστές και δουλικά αποδέχεται η ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, τελικά θα πλήξει και την ίδια. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα ακόμα και οι τράπεζες είναι χρεοκοπημένες, πληρώνοντας τη λανθασμένη επιλογή τους να βασίσουν τα τελευταία 20 χρόνια την κερδοφορία τους σχεδόν αποκλειστικά στην ψαλίδα των επιτοκίων καταθέσεων-χορηγήσεων και στη φάμπρικα των κάθε είδους δανείων. Ακόμα λοιπόν κι αν ολόκληρη η χώρα μετατραπεί σε ειδική οικονομική ζώνη, τα οφέλη θα είναι σίγουρα μεγαλύτερα για το ξένο κεφάλαιο απ’ ότι για το ελληνικό.

Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, ο ελληνικός καπιταλισμός αφήνοντας κατά μέρος τις ανοησίες περί «ισχυρής Ελλάδας», «αειφόρου ανάπτυξης», «διείσδυσης στα Βαλκάνια» κλπ., ξεχνώντας την ευφορία της εποχής του χρηματιστηρίου (μόνο το 1,5 % των κωδικών του 1999 παραμένουν ενεργοί) και τους μεγαλοϊδεατισμούς της εποχής των ολυμπιακών αγώνων, κάνει αλλεπάλληλες σπασμωδικές κινήσεις πανικού: Δίνει γη και ύδωρ για να μείνει στην ευρωζώνη ακολουθώντας μια πολιτική που κάνει σίγουρη την έξοδό του απ’ αυτή, συμπιέζει απίστευτα το εργατικό κόστος δηλαδή το μόνο παραγωγικό συντελεστή που δεν αποτελεί πρόβλημα, δίνει υποσχέσεις που θα διαψευστούν σε λίγες μόνο ημέρες (όπως, π.χ. ότι τα μέτρα αυτά είναι τα τελευταία), θέτει στόχους που δεν μπορεί καν να πλησιάσει (ανάπτυξη από το 2013, χρέος στο 120 % του ΑΕΠ το 2020 κλπ.), καίει τη μία μετά την άλλη τις πολιτικές του εφεδρείες (ΛΑ.Ο.Σ., ΔΗΜ.ΑΡ.) ανασύροντας ακόμα και την Χρυσή Αυγή από τον υπόνομο του πολιτικού συστήματος. Μοιάζει να έχει χάσει κάθε ένστικτο αυτοσυντήρησης, να βιάζεται να ακολουθήσει την κοινωνία στο βυθό που την έσπρωξε, την ίδια στιγμή που οι Ευρωπαίοι «εταίροι» του ετοιμάζονται να τον πετάξουν κλωτσηδόν απ’ τα σαλόνια τους, σαν τον παρείσακτο επαρχιώτη που μπήκε λαθραία στη γιορτή. [2]

Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο η ελληνική άρχουσα τάξη βρίσκεται σε δύσκολη θέση,  προσπαθώντας με την πιο αδύναμη κυβέρνηση [3] της σύγχρονης ιστορίας της χώρας να περάσει αλλεπάλληλα πακέτα σκληρών μέτρων. Σ’ αυτή την αδυναμία που θα εντείνεται όσο οι δανειστές απαιτούν νέα μέτρα, οφείλεται και η πρωτοφανής ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής, που δεν περιορίζεται βέβαια στην αστυνομική κτηνωδία ή στη συνεργασία του κράτους με το φασιστικό παρακράτος της Χρυσής Αυγής, αλλά πάει πολύ παραπέρα: Η δημοκρατία ακυρώνεται ακόμα και στην αντιπροσωπευτική της, κοινοβουλευτική, έκφανση, το Σύνταγμα κουρελιάζεται καθημερινά, καταστρατηγούμενο με κάθε τρόπο και από κάθε φορέα νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, η χώρα κυβερνάται συνεχώς υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, τα ΜΜΕ ελέγχονται ασφυκτικά σα να βρισκόμαστε σε δικτατορία.

Ακόμα και το υπουργικό συμβούλιο αντικαθίσταται από τη σύσκεψη των τριών αρχηγών όταν δεν αποφασίζει μόνος του ο Σαμαράς. Κορυφαίο όμως δείγμα του συνεχούς ακρωτηριασμού της όποιας δημοκρατίας υπήρχε στη χώρα, αποτελεί το γεγονός ότι η κυβέρνηση όχι μόνο έσπευσε να περάσει ολόκληρο το τρίτο μνημόνιο σ’ ένα μόλις άρθρο, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και εφαρμόζοντας σκληρή κομματική πειθαρχία, αλλά και ότι 10 μόλις μέρες μετά πέρασε με τη μορφή πράξεων νομοθετικού περιεχομένου όσα μέτρα δεν τόλμησε να φέρει στη Βουλή. Τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν επουσιώδεις συμπληρώσεις ή τεχνικές λεπτομέρειες όπως ισχυρίζεται η επίσημη προπαγάνδα αλλά σχεδόν αποτελούν ένα τέταρτο επαχθές μνημόνιο, επιφέροντας νέα χτυπήματα στον κόσμο της εργασίας και σε όλη την κοινωνία.

Όμως είναι σίγουρο ότι όση μαύρη προπαγάνδα κι αν γίνει περί της δήθεν αναπόδραστης αναγκαιότητας των νέων μέτρων, η μάχη θα κριθεί στην πραγματική ζωή και την πραγματική οικονομία και όχι στις ασκήσεις επί χάρτου της τρόικας και της Κυβέρνησης. Τα νέα μέτρα μπορεί να πέρασαν αλλά δε θα εφαρμοστούν –τουλάχιστον στο εισπρακτικό τους μέρος – γιατί πολύ απλά ο κόσμος δεν έχει πια τα λεφτά που θέλουν να του πάρουν. Σημασία δεν έχει ποιούς στόχους βάζεις αλλά ποιούς επιτυγχάνεις, δεν μετράει δηλαδή πόσους φόρους επιβάλλεις αλλά πόσους εισπράττεις. Η πρωτοφανής αναντιστοιχία των επιβαλλόμενων φόρων με τη φοροδοτική ικανότητα του γενικού πληθυσμού που θυμίζει καθεστώτα ανατολικής δεσποτείας, δε δείχνει μόνο κοινωνική αναλγησία. Δείχνει κυρίως πανικό και έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα. Οι νέες μειώσεις μισθών, συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων και οι νέες αυξήσεις φόρων θα μεγαλώσουν κι άλλο την ύφεση και την ανεργία χωρίς να μειώσουν το χρέος. Ένα νέο πακέτο μέτρων αρχίζει κιόλας να σχηματοποιείται για το Γενάρη ή το αργότερο για την άνοιξη, ακριβώς εξαιτίας της αποτυχίας του τωρινού. Η κάθοδος στον Άδη θα συνεχιστεί. Εκτός αν τη σταματήσει η οργανωμένη κοινωνική αντίδραση.

Και τώρα τί κάνουμε…;

Πρώτο και άμεσο καθήκον του κινήματος είναι η όσο το δυνατό συντομότερη ανατροπή και αυτής της μνημονιακής κυβέρνησης. Έχει σημασία να τη ρίξουμε πριν πέσει μόνη της ή υπό την πίεση των δανειστών, ώστε να καταλάβουν όλοι ότι οι κυβερνήσεις που παίρνουν τέτοια μέτρα δεν μπορούν να σταθούν. Παράλληλα, είναι απαραίτητος ο συντονισμός όλων των συλλογικοτήτων και των κοινωνικών κινημάτων με στόχο την οικοδόμηση δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης που θα αποτρέψουν την καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας.

Δίνουμε λοιπόν τη μάχη για την παροχή τροφής, στέγης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όλους, για τη διοργάνωση συσσιτίων και κοινωνικών ιατρείων όπου είναι απαραίτητο, για να μην κλείσει κανένα νοσοκομείο και κανέναν σχολείο, για να μην γίνουν απολύσεις στο δημόσιο και να μην περάσουν στην πράξη τα βάρβαρα εργασιακά μέτρα στον ιδιωτικό τομέα, για να μην χάσει κανείς δανειολήπτης το σπίτι του, για να υπάρξει δίκτυο νομικής υποστήριξης απολυμένων ή απλήρωτων εργαζόμενων, για να συγκροτηθεί μια οργανωμένη και μαζική άρνηση πληρωμής των ληστρικών και αντισυνταγματικών χαρατσιών και για να τσακιστούν οι φασιστικές συμμορίες που δρουν ως το μακρύ χέρι του κράτους και του κεφαλαίου με στόχο τη διάλυση του εργατικού κινήματος.

Ακόμα οι απεργίες μας πρέπει να οργανωθούν καλύτερα με παράκαμψη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που τις σαμποτάρει συστηματικά, απεργιακά ταμεία, επιτροπές αγώνα, πυρήνες σε μικρότερες εργασιακές μονάδες, περιφρούρηση ενάντια στους απεργοσπάστες, διακλαδικό συντονισμό, συμπόρευση με ανέργους, φοιτητές, μετανάστες και λαϊκές συνελεύσεις οι οποίες πρέπει να ενισχυθούν και να οργανωθούν καλύτερα.

Επίσης είναι απαραίτητη η οργάνωση άμυνας στην αστυνομική καταστολή, ιδιαίτερα στις μεγάλες διαδηλώσεις και πορείες. Είναι βέβαια αλήθεια ότι για να τους νικήσουμε στο δρόμο πρέπει πρώτα να τους έχουμε νικήσει πολιτικά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αμυνθούμε στην καταστολή που έχει πια πάρει διαστάσεις ωμής βίας. Η ίδια η λογική των διαδηλώσεων πρέπει ίσως να αλλάξει. Μια πορεία που κατευθύνεται στο Σύνταγμα, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας. Όσοι συμμετέχουν τα τελευταία χρόνια σε τέτοιες διαδηλώσεις έχουν πλέον καταλάβει πολύ καλά ότι η πλατεία Συντάγματος αποτελεί πια για τους διαδηλωτές κυριολεκτικά άβατο. Είναι πολύ εύκολο για την αστυνομία να την κρατήσει συγκεντρώνοντας εκεί τις δυνάμεις της, ρίχνοντας βροχή δακρυγόνων και χειροβομβίδων κρότου-λάμψης, χρησιμοποιώντας αν υπάρξει ανάγκη και τα νέα της αποκτήματα όπως οι αντλίες νερού, οι πλαστικές σφαίρες ή ό,τι άλλο χρειαστεί. Αν πραγματικά θέλουμε μια δυναμική αντίδραση που θα σηκώσει το ηθικό του κόσμου και θα φοβίσει την αστυνομία δείχνοντάς της ότι δεν παίζει χωρίς αντίπαλο, χρειάζεται μια αλλαγή του «γενικού σχεδίου» των διαδηλώσεων, αν υποθέσουμε ότι μέχρι τώρα υπήρχε τέτοιο: Προσυγκεντρώσεις σε διάφορα σημεία της πόλης, μικρότερα και ταυτόχρονα συλλαλητήρια σε κεντρικά σημεία πολλών γειτονιών, αποκλεισμοί δρόμων, καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, κόσμος εφοδιασμένος τουλάχιστον με αντιασφυξιογόνες μάσκες και κράνη μοτοσικλετιστή, είναι μερικά μόνο βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί μια κατάσταση όπου δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατευθύνονται στο Σύνταγμα σαν πρόβατα επί σφαγή, για να δεχτούν πριν καλά-καλά φτάσουν εκεί (αν δεν προσαχθούν προληπτικά από ασφαλίτες) την ωμή επίθεση των ΜΑΤ και των ομάδων ΔΕΛΤΑ που συμπεριφέρονται πλέον εντελώς απροσχημάτιστα σαν εγκληματική συμμορία όπως άλλωστε και οι χρυσαυγίτες ομοϊδεάτες τους.

Εννοείται ότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς κάποιου είδους κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς δηλαδή τη συμβολή των κομμάτων και των οργανώσεων της αριστεράς τα οποία έχουν τις οργανωτικές δομές, τους οικονομικούς πόρους και τη μαζική συμμετοχή που απαιτείται. Δυστυχώς κάτι τέτοιο μοιάζει αυτή τη στιγμή πολύ μακρινό, δεδομένου ότι οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής Αριστεράς είναι απόλυτα συστημικές και ρεφορμιστικές. Ο μόνος τρόπος τα κομματικά επιτελεία να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, είναι να συρθούν από την πίεση της βάσης και γι’ αυτό άλλωστε είναι κεφαλαιώδους σημασίας το ζήτημα της συνειδητοποίησης του κόσμου της Αριστεράς και της συνεργασίας του, έστω σε επίπεδο πράξης, με τον α/α χώρο,  κάθε είδους κινηματική δομή (π.χ. λαϊκές συνελεύσεις), μετανάστες κλπ.

Απώτερος μεγάλος στόχος όλων των παραπάνω, πρέπει να είναι η διοργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας, αν είναι δυνατό και σε συντονισμό με εργαζομένους άλλων χωρών που πλήττονται από την κρίση. Αυτή η διεθνιστική διάσταση είναι σήμερα πιο απαραίτητη από ποτέ, εφόσον το πρόβλημα δεν είναι εγχώριο αλλά διεθνές, ενώ και ο αντίπαλος είναι οργανωμένος σε διεθνές επίπεδο. Μια επιτυχημένη γενική πολιτική απεργία θα είχε παγκόσμιο αντίκτυπο, θα όπλιζε τον κόσμο με εμπιστοσύνη στον εαυτό του και πιθανόν θα ανέτρεπε τις ξεπουλημένες ηγεσίες των συνδικάτων – πράγμα απαραίτητο για το ξεπέρασμα του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού. Με άλλα λόγια θα ανέβαζε το γενικό επίπεδο του κινήματος και θα δρομολογούσε ίσως νέες εξελίξεις, ενώ είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα ανέτρεπε την κυβέρνηση Σαμαρά.

Τέλος, το κίνημα πρέπει να κατεβάσει πιο προωθημένα αιτήματα, να θέσει πιο φιλόδοξους στόχους που να πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από τη μερική ανάκτηση όσων χάθηκαν τα τελευταία χρόνια. Έξοδος της χώρας από την Ε.Ε. και την ευρωζώνη, ολοκληρωτική διαγραφή του χρέους, διαγραφή των χρεών όλων των χωρών προς τις τράπεζες, κοινωνικοποίηση των τραπεζών, άμεση κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, εργατικός έλεγχος παντού και ειδικά στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που κλείνουν με πέρασμά τους στα χέρια των εργαζομένων, βαρύτατη φορολόγηση της Εκκλησίας (αν όχι απόλυτη κοινωνικοποίηση της περιουσίας της), δήμευση των περιουσιών όσων έβγαλαν αφορολόγητα κεφάλαια στο εξωτερικό, διάλυση των ΜΑΤ και των ομάδων ΔΕΛΤΑ, ανασυγκρότηση της χώρας με ανασύσταση του παραγωγικού ιστού της και αλλαγή του γενικού οικονομικού μοντέλου προς την κατεύθυνση του περάσματος των μέσων παραγωγής στα χέρια των εργαζομένων, των πραγματικών δηλαδή παραγωγών του πλούτου.

Πολύ σημαντικό είναι να μπορέσει να υπάρξει μια συμφωνία των δυνάμεων της αριστεράς και του ελευθεριακού χώρου πάνω σε ένα μίνιμουμ μεταβατικό πρόγραμμα ανόρθωσης της χώρας και ανακούφισης της κοινωνίας και ιδιαίτερα των πιο αδύναμων στρωμάτων της, η οποία δέχεται την πιο σκληρή επίθεση της μεταπολεμικής περιόδου. Δεν αναφερόμαστε σε μια ανέφικτη και ίσως αχρείαστη ιδεολογική ενότητα, αλλά σε μια ενότητα στη δράση που είναι και εφικτή και απαραίτητη. Αυτή η ενότητα στη δράση μπορεί να επιτευχθεί πάνω στη βάση της αυτό-οργάνωσης του κόσμου με στόχο την ικανοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων (π.χ. άρνησης πληρωμής φόρων, ματαίωση του κλεισίματος νοσοκομείων ή των συγχωνεύσεων των σχολείων κλπ.).

Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται η επικοινωνιακή αντεπίθεση του κινήματος μέσω μιας εντατικής εκστρατείας ενημέρωσης του κόσμου η οποία πρέπει να γίνει με επιστημονικό τρόπο και να επικεντρωθεί κυρίως στα εξής θέματα:

α) Πώς φτάσαμε ως εδώ. Πώς και από ποιούς δημιουργήθηκε το χρέος.

β) Γιατί τα προγράμματα που επιβάλλει η τρόικα οδηγούν τη χώρα σε αδιέξοδο.

γ) Ποιός είναι ο ρόλος της ελληνικής αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού.

δ) Ποιές είναι οι αδυναμίες του αντιπάλου. Σε ποιό βαθμό έχουν οξυνθεί οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος και ποιές προοπτικές υπάρχουν για την ανατροπή του μέσω της όξυνσης της ταξικής πάλης.

ε) Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την άνοδο του φασισμού και ποιός είναι ο πραγματικός του ρόλος.

στ) Ποιοί πρέπει να είναι οι κύριοι άξονες ενός προγράμματος άμεσης ανόρθωσης της οικονομίας της χώρας και σε ποιά σημεία μπορεί να επιτευχθεί μια σύγκλιση όλων των προοδευτικών, αριστερών, αντιφασιστικών και αναρχικών/αντιεξουσιαστικών δυνάμεων.

Μια τέτοια εκστρατεία ενημέρωσης θα έχει ως αποτέλεσμα την ανύψωση του ηθικού του κόσμου και την εδραίωση της πεποίθησής του ότι μπορεί να τα καταφέρει, ενώ παράλληλα θα εξόπλιζε το κίνημα με μια ανώτερου επιπέδου τακτική και στρατηγική, που με δεδομένοι ότι σήμερα η πολιτική και οικονομική ελίτ άρχει χωρίς όμως πια να ηγεμονεύει, θα το βοηθούσε να αναλάβει την κοινωνική ηγεμονία με την γκραμσιανή έννοια.

Είναι γνωστή η άποψη του Λένιν πως οι κυριότερες προϋποθέσεις για την δημιουργία μιας επαναστατικής κατάστασης είναι: α) οι εκμεταλλευόμενοι να μην αντέχουν πια να κυβερνώνται όπως πριν και β) οι εκμεταλλευτές να μην μπορούν πια να κυβερνούν όπως πριν. Κι αν το πρώτο είναι κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά στην ιστορία και δεν είναι αντικειμενικά μετρήσιμο, το δεύτερο συμβαίνει πολύ σπάνια και μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια. Μπροστά σε μία τέτοια κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα. Η πορεία του καπιταλισμού τα τελευταία 30 χρόνια έχει οξύνει τόσο πολύ τις αντιφάσεις του που τα προβλήματά του δείχνουν πραγματικά άλυτα. Όλο το σύστημα είναι μπλοκαρισμένο, κανένα από τα προγράμματα ανάκαμψης δεν είναι υλοποιήσιμο. Η αντίφαση των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων είναι τόσο έντονη όσο λίγες φορές στην ανθρώπινη ιστορία. Ο αντίπαλος λοιπόν δεν είναι άτρωτος και παντοδύναμος. Ο καπιταλισμός είναι πλέον ένα σύστημα ξεπερασμένο που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Οι υλικές προϋποθέσεις για την ανατροπή του ωριμάζουν ταχύτατα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πέσει από μόνος του ή ότι το έργο της ανατροπής του θα είναι εύκολο. Σημαίνει απλά ότι θα πρέπει να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε και να συζητάμε σαν κάτι που αφορά την παρούσα ιστορική φάση και όχι ένα απροσδιόριστο μέλλον. Σημαίνει ότι δεν πρέπει να τους υπερτιμάμε και να τους φοβόμαστε παραπάνω απ’ όσο τους πρέπει και ότι αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε να πάμε ένα βήμα παραπέρα έστω κι αν δεν ξέρουμε ακόμα πόσο μακριά μπορεί να μας οδηγήσει αυτό το βήμα. [4]

Σημειώσεις:

1.Αναθεωρημένα στοιχεία που η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε την 6/10/2012 αναθεωρώντας τα αρχικά 3,5 % και 6,9 % αντίστοιχα.

2.Αυτό αποδεικνύεται από τα καψόνια που κάνει η τρόικα στην κυβέρνηση για την εκταμίευση της δόσης που καθυστερεί από τον Ιούνιο, επιβεβαιώνοντας τόσο την αδυναμία της Ευρώπης να χρηματοδοτήσει το ίδιο της το πρόγραμμα όσο και την ασήμαντη θέση του ελληνικού καπιταλισμού και του πολιτικού του προσωπικού σε διεθνές επίπεδο.

3. Ήδη οι 179 βουλευτές έγιναν 153 κατά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, ενώ το κόμμα που πραγματικά κυβερνά, πολύ συχνά ούτε καν ενημερώνοντας τους 2 κολαούζους του, έχει το 29,65 % των ψήφων του 62,49 % που ψήφισε. Πρόκειται για νούμερα πρωτοφανή χωρίς να υπολογίσουμε τη ραγδαία φθορά της κυβέρνησης που αποτυπώνουν όλες οι μετεκλογικές δημοσκοπήσεις.

4. Επικαιροποίηση του άρθρου – Απρίλιος 2013

Συγγραφική ομάδα glid2

Shortlink: http://eagainst.com/?p=44445

 

Η εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων

http://www.igraphics.gr/en/multimedia/2012/06/elections2012b

Με την συντριπτική επικράτηση των αντι-μνημονιακών κομμάτων αλλά και προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας ολοκληρώθηκαν οι χτεσινές εκλογές στην Ελλάδα. Με βάση τα τελικά αποτελέσματα, το 18,35 % του συνόλου του εκλογικού σώματος ψήφισε τη Ν.Δ., το 16,63 % τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (ο οποίος σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του 2009 επταπλασίασε τα ποσοστά του), το 7,60 % το ΠΑ.ΣΟ.Κ (πρόκειται για την χειρότερη επίδοση της «κεντρο-αριστερής» παράταξης από την ημέρα της ίδρυσή της), το 4,65 % τους Ανεξάρτητους Έλληνες και το 4,28 % τη νεο-φασιστική Χρυσή Αυγή – που, κατά κάποιον τρόπο, αντικαθιστά την ακροδεξιά παράταξη του Γ. Καρατζαφέρη, ΛΑ.Ο.Σ, η οποία υπέστη βαριά ήττα (ποσοστό: 1,58 %) και δεν κατόρθωσε να μπει στην Βουλή λόγω του ότι απαιτούμενου ελάχιστου ορίου του 3% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων. Περαιτέρω, το 3,87 % (του συνόλου του εκλογικού σώματος πάντα) προτίμησε την ΔΗΜ.ΑΡ., το 2,78 % το Κ.Κ.Ε. (σε ιστορικό χαμηλό) και το 3,70 % μικρότερα κόμματα που δεν κατάφεραν ν’ αγγίξουν το όριο του 3% επί των εγκύρων. Το 0,36 % των ψήφων θεωρήθηκαν άκυρες, το 0,25 % ψήφισε λευκό, ενώ η αποχή ανέρχεται στο 37,53 %. (Τα επίσημα τελικά αποτελέσματα – ψήφοι, ποσοστά επί των εγκύρων και έδρες που διαμορφώθηκαν βάσει ενός ληστρικού εκλογικού νόμου – μπορεί να τα δει κανείς στον παραπάνω πίνακα). Το δε ποσοστό της αποχής, αυξήθηκε κατά 2,43 % του εκλογικού σώματος μέσα σε μόλις 40 ημέρες, αν και αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: εκλογική απεργία, διάχυτη – μη πολιτικοποιημένη δυσαρέσκεια, αδιαφορία, αδυναμία μετακίνησης ετεροδημοτών λόγω οικονομικής δυσπραγίας κλπ.

Από χθες το βράδυ έχουμε βομβαρδιστεί από πολιτικές και εκλογικές αναλύσεις εκ μέρους πολιτικών, δημοσιογράφων και δημοσκόπων – αναλύσεις οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν από πολιτικάντηκες και διαστρεβλωτικές έως απλώς ανόητες. Συνεπώς, θα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τόσο το εκλογικό αποτέλεσμα όσο και τα πολιτικά μηνύματα που αναδεικνύονται από αυτό, άμεσα ή έμμεσα, από μια άλλη οπτική γωνία. Κι αυτό γιατί στις περισσότερες αναλύσεις, τόσο τις τηλεοπτικές όσο και αυτές που παρουσιάζουν τα υπόλοιπα καθεστωτικά Μέσα Επικοινωνίας (τύπος και ραδιόφωνο), προσπάθησαν να μας πείσουν ότι πρόκειται για μια «νίκη του Ευρώ», πως «ο λαός διάλεξε παραμονή στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη», «ο λαός επέλεξε τα Μνημόνια και επιθυμεί απλώς μια επαναδιαπραγμάτευση προκειμένου οι πολιτικές λιτότητας να είναι ηπιότερες», «ο λαός διάλεξε Κυβέρνηση Συνεργασίας»• αλλά ειπώθηκαν και άλλα, ακόμα χειρότερα και προκλητικά, όπως ότι «όποιος λίγες ώρες μετά το κλείσιμο της κάλπης κάνει λόγο για αποδοκιμασία των πολιτικών λιτότητας των Μνημονίων» (και της αυταρχικής επιβολής της σε μια κοινωνία που ασφυκτιά και ψυχορραγεί, συμπληρώνουμε εμείς – κάτι που φυσικά αποσιωπήθηκε από τους, κατά τα λοιπά, αμερόληπτους και ψύχραιμους τηλεμαϊντανούς κάθε είδους) «δεν σέβεται την νωπή λαϊκή ετυμηγορία»!!!

Σίγουρα οι τεχνοκράτες, οι ευρωκράτες και όλες οι συντηρητικές δυνάμεις των Βρυξελών και των ξεπουλημένων μέσων ενημέρωσης όπως η Γερμανική Bild, το Focus, το Spiegel και η Financial Times, το Βρετανικό Chanel 4 και όλοι οι σαλτιμπάγκοι Νεοφιλελεύθεροι στρουθοκαμηλιστές θα μπορούν να καυχιούνται ότι η ωμή επέμβασή τους στα εσωτερικά θέματα της χώρας έπιασε τόπο, πως η προπαγάνδα του τρόμου λειτούργησε και ο «απείθαρχος αυτός λαός» (αγαπημένη φράση των ευρωσυντηρητικών) «κατάφερε να καταστεί πειθήνιος στις εντολές των μεγαλοκαρχαριών». Μια λίγο πιο προσεκτική, όμως, ανάλυση βασισμένη στην αναγωγή των εγκύρων ψηφοδελτίων στο σύνολο του εκλογικού σώματος, μάς οδηγεί σε πολιτικά συμπεράσματα εντελώς διαφορετικά από τα προαναφερόμενα, στα οποία κατέληξαν χθες το βράδυ τα στελέχη κυρίως της Ν.Δ., του ΠΑ.ΣΟ.Κ και της ΔΗΜ.ΑΡ., αλλά και των φίλα προσκείμενων στα κόμματα αυτά δημοσιογράφων και δημοσκόπων. Έτσι, παρά τους βλακώδεις πανηγυρισμούς της μεγάλης κεντρο-ακρο-δεξιάς (πλέον) παράταξης, των Γερμανικών πολιτικών ελίτ και των απανταχού Νεοφιλελεύθερων παπαγάλων που με αίσθημα ανακούφισης καλωσόρισαν τα εκλογικά αποτελέσματα, καλό θα ήταν να γνωρίζουν πως η ΝΔ (με εξαίρεση τις εντελώς ιδιόρρυθμες εκλογές του Μαΐου 2012), κατάφερε να πάρει τα χαμηλότερα ποσοστά στην κοινοβουλευτική της διαδρομή. Το αναμφισβήτητο πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει, είναι ότι η κοινωνία δεν αντέχει και δεν θέλει πια να πειθαρχήσει στις Νεοφιλελεύθερες (μονεταριστικής εμμονής) πολιτικές λιτότητας που επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ε.Κ.Τ. και το ΔΝΤ. Είναι ξεκάθαρο πως οι πολιτικές αυτές αποδοκιμάστηκαν πλήρως: αρκεί να αθροιστούν τα ποσοστά των αντι-μνημονιακών δυνάμεων του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, Κ.Κ.Ε, ΑΝ.ΕΛ, ΔΗΜ.ΑΡ. και Χ.Α. (συνολικό ποσοστό με βάση τα επίσημα αποτελέσματα: 52,08%) ενώ τα μνημονιακά κόμματα (ΝΔ, ΠΑ.ΣΟ.Κ) αγγίζουν μόλις το 41,94 (πάντα επί των εγκύρων). Βέβαια το κατά πόσο η ΔΗΜ.ΑΡ. είναι τελικά ένα κόμμα που πραγματικά αντιτίθεται στα Μνημόνια και τις επακόλουθες πολιτικές ακραίας λιτότητας, θα κριθεί και από τη στάση της τις επόμενες ώρες, ενώ, όσον αφορά τη νεοναζιστική Χ.Α., είναι χιλιοειπωμένο πως η «αντιμνημονιακή» της κατεύθυνση δεν την καθιστά ουσιαστικά αντισυστημικό κόμμα, αλλά πρόκειται για το κακοφορμισμένο μέλος του ολιγαρχικού κοινοβουλευτικού μας σώματος.

Το «αριστερό» χέρι της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, το ΠΑ.ΣΟ.Κ., φαίνεται πως κόπηκε οριστικά, με ελάχιστες ελπίδες πολιτικής επανάκαμψης, ενώ και το άλλο, το δεξιό, αυτό του μαύρου μετώπου που επιχειρήθηκε να χτιστεί με βάση τη Ν.Δ. είναι ολοφάνερα αποδυναμωμένο. Κι αυτό γιατί παρά την τεράστια συσπείρωση των συντηρητικών δυνάμεων – γεγονός που προκύπτει από τις προσχωρήσεις του τελευταίου μήνα, αφού ένα ποσοστό της τάξης του 2-3% από το συνολικό ποσοστό της Ν.Δ. οφείλεται στην συνεργασία της Δημοκρατικής Συμμαχίας της Ντόρας Μπακογιάννη, που στις εκλογές της 6ης Μαΐου άγγιξε το 2,56 % αλλά και στις διαρροές βουλευτών από το ΛΑ.Ο.Σ. το οποίο από το 2,90 % (της αναμέτρησης του προηγούμενου μήνα) έπεσε στο 1,58% (πράγμα που σημαίνει πως ένα επιπλέον ποσοστό γύρω στο 1% μετακινήθηκε επίσης προς την ΝΔ). Μάλιστα, η Νεοφιλελεύθερη συμμαχία της «Δημιουργίας Ξανά!» της «Δράσης» και της «Φιλελευθέρης Συμμαχίας» που αρχικά φαινόταν πως είχε μια δυναμική, εξαφανίστηκε προς όφελος της Ν.Δ. Η δε τελευταία εφεδρεία της κυρίαρχης τάξης, που βάσιμα εικάζουμε αυτές τις ώρες πως είναι η Δημοκρατική Αριστερά – η οποία είναι πολύ πιθανό να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με την Ν.Δ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. (όπως προκύπτει από τις πρώτες δηλώσεις του αρχηγού της, Φώτη Κουβέλη) – θα «καεί» πολιτικά αν στηρίξει μια κυβέρνηση που θα εφαρμόσει τα σκληρότατα – και εν τοις πράγμασι ανεφάρμοστα – μέτρα για τα οποία έχουν ήδη δεσμευτεί εγγράφως οι Σαμαράς και Βενιζέλος. Ακόμη, όμως, και αν η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν λάβει μέρος σε κυβέρνηση συνασπισμού με Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ., οι πιθανότητες να επιβιώσει πολιτικά είναι λίγες, καθώς μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων της μελλοντικά θα μπορούσε να κατευθυνθεί προς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, δεδομένου ότι: α) όσο η κρίση βαθαίνει, τόσο οι πολιτικές του «κέντρου» και της «μετριοπάθειας» αποδυναμώνονται ενώ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ριζοσπαστικοποιείται και, β) ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελεί μια ισχυρή φωνή μέσα στην Ελληνική κοινωνία καθώς έχει κινηματική βάση, κάτι που σημαίνει ότι θεωρητικά τουλάχιστον, μπορεί σε κάποιο βαθμό να θέσει κάποια πρώτα θεμέλια για μια κοινωνική ανατροπή, σε σύγκριση με τη ΔΗΜ.ΑΡ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. που αποτελούν τηλεοπτικές εικόνες και έχουν από μηδενική έως αμελητέα κινηματική ισχύ.

Στο σημείο αυτό και πριν περάσουμε στην τοποθέτησή μας ως προς την κινηματική δυναμική που φαίνεται πως διαμορφώνεται στην κοινωνία, έστω και κάπως στρεβλά, αξίζει να αναφερθούμε πολύ συνοπτικά και στα υπόλοιπα κόμματα.

Οι νεοναζί της Χ.Α. φαίνεται πως όσο κρατά η οικονομική, πολιτική, κοινωνική και αξιακή κρίση, καταφέρνουν να έχουν μια διόλου αμελητέα απήχηση στην ελληνική κοινωνία. Και, ναι μεν, δεν είναι όλοι οι ψηφοφόροι της Χ.Α. νεοναζί, είναι όμως ολοφάνερα θύματα (ή θύτες ;…) μιας βαθιάς αποπολιτικοποίησης, μιας αφασικής τάσης της κοινωνίας που εν μέρει εκφασίζεται, αδυνατώντας να ερμηνεύσει ορθολογικά τα πολιτικά αδιέξοδα στα οποία οδηγούν οι Νεοφιλελεύθερες επιλογές. Πως έφτασε, λοιπόν, η Χ.Α στο 6,9 %; Κατά την τελευταία τριετία (από το 2009 μέχρι και σήμερα) κατάφερε να «καταλάβει» σε κάποιες υποβαθμισμένες γειτονιές, πλατείες, δρόμους και οικοδομικά τετράγωνα, να στρατολογήσει κατοίκους που δυσανασχετούν από την παρουσία μεταναστών, μετατρέποντάς τους σε μέλη ή ενεργούς υποστηρικτές και να δημιουργήσει, έτσι, κινηματική βάση που με μαζικά πογκρόμ και επιθέσεις σε μετανάστες εξασφάλιζε τάχα την «τάξη» και την «ασφάλεια» (θυμίζοντας την αντίστοιχη τακτική της Χαμάς). Αντίθετα, το ΛΑ.Ο.Σ. ουδέποτε κατάφερε ν’ αποκτήσει κινηματική δράση, καθώς περιοριζόταν σ’ έναν μετριοπαθέστερο λαϊκιστικό εθνικιστικό λόγο, με μοναδική του παρουσία στα πάνελ των δελτίων ειδήσεων και σε διάφορες κίτρινες τηλεοπτικές εκπομπές, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σ’ ένα χείριστης ποιότητας τηλεκόμμα που προσπαθούσε από τη μια να επενδύσει στην ξενοφοβία και από την άλλη να τα έχει καλά με όλους (και με τα μνημόνια και τις αγορές, αλλά και με τον λαϊκοπατριωτισμό). Έτσι, ηττήθηκε οριστικά, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί πλήρως από την πολιτική σκηνή και να μετατραπεί σ’ ένα ασήμαντο κόμμα του περιθωρίου παραχωρώντας την θέση του στην Χ.Α.

Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, αυτός ο δεξιός συνωμοσιολογικός αχταρμάς, αν και συμπιέστηκε, πριμοδοτώντας τη Ν.Δ. (τέσσερεις βουλευτές του μετακινήθηκαν στην ΝΔ), διατήρησε ένα σημαντικό ποσοστό των δυνάμεών του, απευθυνόμενο σε μια μερίδα του πληθυσμού που ξυπνά και κοιμάται με το φόβο της Νέας Τάξης Πραγμάτων, των Ιλλουμινάτι και που πιστεύει πως πίσω από τα φαινόμενα βρίσκεται μια μυστική (ανθελληνική) συνωμοσία ή πως μας ψεκάζουν αεροπλάνα…. Απομένει να δούμε αν οι ΑΝ.ΕΛ θα διατηρήσουν τις δυνάμεις τους στο μέλλον ή κατά πόσο η «αντιμνημονιακή» τους κατεύθυνση θα αποδειχθεί ένας ευκαιριακός δεξιός εθνικιστικός φόβος/θυμός της στιγμής.

Η ελεύθερη πτώση του Κ.Κ.Ε. δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν, αφού: α) έχει μια ανεξήγητη, στα όρια της μεταφυσικής, εμμονή σε σταλινικά μοντέλα (που πλέον για κανέναν δεν αποτελούν λύση στα προβλήματά μας, μιας και πρόκειται για καθεστώτα φρίκης και στυγνής καταπίεσης που η ιστορία τα ξέβρασε και τα κατέταξε στις μαύρες της σελίδες) και, β) παρά την αρκετά ισχυρή του κινηματική βάση (δυναμικά συνδικάτα στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα) ο δρόμος της απομόνωσης που διάλεξε (ξεχωριστές πορείες και άρνηση συνεργασίας με άλλες αντι-καπιταλιστικές δυνάμεις σε συνδυασμό και με τον αφορισμό του κινήματος των αγανακτισμένων όπου οι δυνάμεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχαν έντονη παρουσία) το οδήγησε στην αυτοκαταστροφή. Η διασπαστική και βαθέως αντικινηματική πολιτική του έστρεψαν σχεδόν τους μισούς ψηφοφόρους του σε άλλες επιλογές (κατά την συντριπτική τους πλειοψηφία μετακινήθηκαν προς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ο οποίος, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, έκανε λόγο, έστω και μπλοφάροντας εν μέρει, για «Κυβέρνηση της Αριστεράς»). Το Κ.Κ.Ε. μπορεί ν’ αυτοαποκαλείται «Κομμουνιστικό» αλλά σίγουρα δεν είναι καν προοδευτικό, μιας και η ιδεολογική του πλατφόρμα είναι καθαρά συντηρητική, όπως προκύπτει και από τις επίσημες θέσεις του σε σειρά κοινωνικών (μη οικονομικών ή στενά πολιτικών) ζητημάτων.

Άλλα κόμματα που θέλουν να διατηρήσουν ζωντανή (για τον εαυτό τους και για τους ψηφοφόρους) μια επίφαση «προοδευτικής κατεύθυνσης» ή επαναστατικότητας, αποφεύγοντας να συνεργαστούν με συγγενικές κοινοβουλευτικές δυνάμεις σε συνθήκες ακραίας πόλωσης, καταποντίστηκαν, πληρώνοντας τις επιλογές τους αυτές (Οικολόγοι-Πράσινοι, ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., Δεν Πληρώνω, Πειρατές).

Το εκλογικό σώμα, όσο και η βάση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελούνται από άτομα προοδευτικών αντιλήψεων στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Σε αντίθεση με άλλα αριστερά κόμματα και οργανώσεις (συμπεριλαμβανόμενου και του Κ.Κ.Ε.) αποτελούν μια, σε κάποιο βαθμό, πιο ευέλικτη και ευμετάβλητη δύναμη καθώς απαρτίζονται από συνιστώσες τόσο ρεφορμιστών και σοσιαλδημοκρατών μέχρι και light τροτσκιστών, αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου που τον στηρίζει εκλογικά. Το γεγονός αυτό καθιστά ένα μέρος της πολιτικής του βάσης μια μετασχηματίσιμη δύναμη – κάτι που οφείλουμε να εκμεταλλευτούμε: Ο ρόλος του κοινωνικού κινήματος που διαμορφώνεται, έστω δειλά δειλά, από τα κάτω εδώ και λίγα χρόνια, πρέπει αφ’ ενός να συμβάλει στην ριζοσπαστικοποίηση και της υπόλοιπης κοινωνίας στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και αφ’ ετέρου, να ανεξαρτητοποιηθεί από την ιδέα πως μόνο μέσω μιας κεντρικής ηγεσίας (που υποτίθεται αντιπροσωπεύει ένα κίνημα) θα μπορούσε να οδηγήσει στην κοινωνική χειραφέτηση. Η ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της κεντρικής ηγεσίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. πάνω στο κίνημα δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση να μετατραπεί σε μοχλό δημιουργίας μιας επαναστατικής δύναμης, καθώς ο εγκλωβισμός του στις κοινοβουλευτικές αξίες δεν αποτελεί μια δύναμη ικανή να τον αναβαπτίσει από κόμμα με αστικοδημοκρατικές αρχές και τάσεις, σε πραγματικά επαναστατικό κίνημα. Έτσι, όλες οι ελευθεριακές δυνάμεις της κοινωνίας πρέπει να πάρουν το παιχνίδι στα χέρια τους και όχι να εναποθέσουν τις ελπίδες τους σε ένα κόμμα που όσο περισσότερο γίνεται «κόμμα εξουσίας» τόσο περισσότερο θα κινδυνεύει να γραφειοκρατικοποιείται και να υπαναχωρεί από τις πιο καινοτόμες και ριζοσπαστικές του τάσεις.

Ίσως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να στάθηκε, κατά κάποιο τρόπο, τυχερός, αφού δεν θα κληθεί να πληρώσει άμεσα τις εγκληματικές πολιτικές άλλων οι οποίες οδήγησαν στη σημερινή τραγική κατάσταση ολόκληρη την κοινωνία. Οι πιέσεις από εξωτερικούς παράγοντες (διεθνές τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, Νεοφιλελεύθερες πολιτικές ηγεσίες) αλλά και από τον ίδιο τον ξέπνοο λαό που έχει φτάσει στα όριά του, θα ήταν ασφυκτικές. Τόσο ασφυκτικές που ακόμα και μια σχετική αποτυχία του θα ήταν ικανή να στρέψει πάλι την κοινωνία προς μια νέα, ακόμα μεγαλύτερη, συντηρητικοποίηση. Τώρα έχει την ευκαιρία να αντιπολιτευτεί μια Κυβέρνηση που θα ξεπεράσει κάθε όριο αντιλαϊκής πολιτικής και αντικοινωνικής διακυβέρνησης.

Ένα παλιό ρητό λέει πως οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν. Έτσι, με βάση το σκεπτικό αυτό, ένας λαός ανεύθυνος και κακοήθης που κυβερνάται από κλέφτες και απατεώνες σύντομα και δίκαια θα υποφέρει από αυτούς και την αλαζονική τους εξουσία. Οι υπεύθυνοι, όμως, και ώριμοι λαοί έχουν αντίστοιχα και χαρισματικούς, σοφούς και δίκαιους ηγέτες. Εμείς όμως λέμε πως οι υπεύθυνοι λαοί, (αν φυσικά μπορούμε να δεχτούμε αυτήν την τόσο απλουστευτική και μακιαβελική θεώρηση πως υπάρχουν καλοί και κακοί λαοί), δεν έχουν ηγέτες και αφεντάδες. Είναι οι ίδιοι αφέντες του εαυτού τους, είναι οι ίδιοι ικανοί να αυτο-κυβερνώνται. Έτσι, αν θέλουμε να μιλάμε για μια πραγματική γέννηση ενός κοινωνικού μετώπου από τα κάτω, πραγματικά δημοκρατικού, με οριζόντιες δομές και ελευθεριακά προτάγματα, ικανό να θέσει βάσεις για μια κοινωνία ισότητας, ισοπολιτείας και ελευθερίας, οφείλουμε να μην αφεθούμε στιγμή στα χέρια ενός κόμματος έτσι απλά, όσο κι αν αυτό, συγκρινόμενο με τα λοιπά κοινοβουλευτικά τερατουργήματα, μοιάζει ελπιδοφόρο. Αν η κοινωνία σήμερα, άρχισε να επιθυμεί και να διεκδικεί έστω κάτι καλύτερο, σκοπός μας πρέπει να είναι να διεκδικήσει δυναμικά τα πάντα. Εμείς θα δημιουργήσουμε το μέλλον μας. Αν παραχωρήσουμε το ρόλο μας αυτό για ακόμα μια φορά σε κάποιον άλλο, σύντομα θα διαψευστούμε• και δεν θα έχουμε κανένα μέλλον.

Συγγραφή: Michael Th, Ian Delta

 

Κανείς δεν θα έπρεπε να τους φοβάται πια

Μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, γινόμαστε μάρτυρες μιας, πρωτοφανούς σε ένταση, εκστρατείας κατατρομοκράτησης του εκλογικού σώματος από τη μεριά του ελληνικού και διεθνούς μεγάλου κεφαλαίου, που χρησιμοποιώντας τον πολιτικό του βραχίονα, δηλαδή τα «μνημονιακά» κόμματα και τα ΜΜΕ, επιχειρεί την ουσιαστική ακύρωση της βούλησης της κοινωνίας, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από κοινωνικούς αγώνες από τον Μάιο του 2010 μέχρι σήμερα, αλλά ακόμα και μέσα από τις τελευταίες εκλογές.

Κατά την περίοδο των διερευνητικών εντολών, πρόσχημα της εκστρατείας αυτής υπήρξε ο υποτιθέμενος κίνδυνος της ακυβερνησίας, ενώ μετά την προκήρυξη των νέων εκλογών ένα νέο φάντασμα μας απειλεί: η άτακτη χρεοκοπία, η έξοδος από την Ευρωζώνη και η επιστροφή στη λίθινη εποχή…

Και στις δύο περιπτώσεις βέβαια, ο πραγματικός λόγος εξαπόλυσης αυτής της εκστρατείας είναι η επείγουσα ανάγκη του κεφαλαίου, των τραπεζών και των Νεοφιλελεύθερων πολιτικών ελίτ, για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης που θα περάσει και θα εφαρμόσει τα εφιαλτικά 77 μέτρα για τα οποία έχουν ήδη δεσμευτεί προεκλογικά με τις υπογραφές τους οι Βενιζέλος και Σαμαράς. Το πόσο επείγουσα είναι αυτή η ανάγκη φαίνεται από το μπαράζ τρομοκρατικών δηλώσεων εγχώριων και ξένων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, όπως επίσης και από την καταιγίδα που μαίνεται στα έντυπα αλλά και ηλεκτρονικά ΜΜΕ.

Τελευταία τους ανακάλυψη προς αυτή την κατεύθυνση, ήταν η δημοσιοποίηση προβλέψεων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, από διεθνή οικονομικά ινστιτούτα και (διεθνή και ελληνικά) χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με κορυφαίο παράδειγμα την πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας: 65% υποτίμηση της δραχμής, 22% ύφεση, 34% ανεργία, 32% πληθωρισμός, 12% έλλειμμα, 373% χρέος. Το μόνο που λείπει από το εφιαλτικό τοπίο που φιλοτέχνησε ο κ. Ράπανος είναι οι εξωγήινοι, τα ζόμπι και ο Βελζεβούλης (εφόσον ο Καιάδας είναι ήδη εδώ…!).

Το πώς βγαίνουν αυτά τα νούμερα μικρή σημασία έχει. Η ανυπαρξία επιστημονικής τεκμηρίωσης των πορισμάτων του πονήματος επίσης. Γιατί π.χ. 32% πληθωρισμός και όχι 31% ή 33%; Άλλωστε η CITYGROUP δίνει άλλα νούμερα (60% υποτίμηση, 10% ύφεση, 20% πληθωρισμός, 400% χρέος κλπ.), όπως και η ALPHABANK, η BNP Paribas κ.ο.κ….

Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των προβλέψεων που είναι όλες το ίδιο ατεκμηρίωτες και μπακαλίστικες είναι η εμπέδωση στο εκλογικό σώμα και στην κοινωνία, της αντίληψης ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων που η χώρα έχει αναλάβει μέσω των μνημονίων, θα την οδηγήσει σε άτακτη χρεοκοπία, την έξοδο από την Ευρωζώνη και το χάος. Αυτό που δεν μας λένε είναι που οδήγησαν τη χώρα τα μνημόνια. Ας δούμε λοιπόν μερικά στοιχεία (στα οποία έχει γίνει λεπτομερής αναφορά σε προηγούμενη ανάρτησή μας):

α) Η ανεργία που παρελήφθη από το 8,9% έφτασε ήδη στο 22,6 % (1.120.097) με τη γυναικεία να βρίσκεται στο 25,7% και τη νεανική στο 52,7 %. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε τα στοιχεία έγκυρα _ πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο αφού οι κατηγορίες ανέργων που δεν προσμετρώνται θα ανέβαζαν το ποσοστό 2 – 2,5 εκατοστιαίες μονάδες – πρόκειται για την δεύτερη μεγαλύτερη γενική ανεργία σε όλη την Ευρώπη μετά την Ισπανία, ενώ η νεανική και η γυναικεία κατέχουν πλέον το θλιβερό προνόμιο της πρωτιάς.

β) Η ύφεση που συνεχίζεται για 5η συνεχόμενη χρονιά έφτασε αθροιστικά περίπου στο 13,7% ενώ για το 2012 η Τρόικα προβλέπει 4,7%. Πρόκειται για την Τρίτη προς τα πάνω αναθεώρηση της πρόβλεψης μέσα σε 6 μόλις μήνες (αρχίζοντας από το 2,8% που προέβλεπε το Νοέμβριο 2011 ο προϋπολογισμός) και ενώ ήδη ανακοινώθηκε ύφεση 6,5% για το πρώτο τρίμηνο. Είναι βέβαιο ότι τα μέτρα του Ιουνίου θα εκτοξεύσουν την ύφεση σε νέα ύψη, ανεβάζοντας τη συνολική της πενταετίας  στο τέλος του έτους, σε επίπεδο άνω του 20% – ύφεση πρωτοφανή για τη μεταπολεμική Ευρώπη. Συνεπώς, τα όσα λέγονται τάχα για «Ανάπτυξη» και υγιή αναπτυξιακό καπιταλισμό (εκτός από αηδιαστικά) είναι και εντελώς αβάσιμα.

γ) Το δημόσιο χρέος που παρελήφθη στο 127% του ΑΕΠ έχει φτάσει ήδη στο 165% και «αν όλα πάνε καλά» θα ανέβει στο 198% στο τέλος του 2013. Κι αυτό ενώ υποτίθεται ότι όλα γίνονται για τον περιορισμό του…

Μόνο αυτά τα τρία στοιχεία αρκούν για να αποδείξουν ότι τι πρόγραμμα που επιβλήθηκε στη χώρα, εκτός από ακραία ταξικό (οι ολιγαρχίες απέναντι στους εργαζόμενους) και κοινωνικά βάρβαρο, είναι και αναποτελεσματικό ως προς τους στόχους που υποτίθεται ότι επιδιώκει. Η Ελλάδα δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει αν βγει από το ευρώ για τον απλούστατο λόγο ότι είναι ήδη χρεοκοπημένη.

Το πρόγραμμα καταλήστευσης της κοινωνίας, που κατ’ ευφημισμό ονομάζεται «πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής» δεν είναι υλοποιήσιμο, αφού για να πετύχει τους στόχους του θα πρέπει να οδηγήσει μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές παροχές κάθε είδους, σε μηδενικά επίπεδα για τουλάχιστον μια δεκαετία. Με άλλα λόγια, τα μέτρα λιτότητας πρέπει στην πραγματικότητα να μετατραπούν σε μέτρα κατάσχεσης του λαϊκού εισοδήματος και μάλιστα τρέχοντος, προηγούμενου και μελλοντικού. Κάτι τέτοιο όμως – που ήδη άρχισε να συμβαίνει – οδηγεί σε εκμηδενισμό των φορολογικών εσόδων, κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και ασύλληπτη εμβάθυνση της ύφεσης. Μ’ αυτή την έννοια, η πορεία της χώρας προς τον οικονομικό θάνατο που επιβάλλουν τα μνημόνια, είναι τελικά ο ασφαλέστερος δρόμος για ην έξοδό της από την Ευρωζώνη…

Απ’ την άλλη πλευρά, το επιχείρημα των μνημονιακών δυνάμεων ότι η διακοπή χρηματοδότησης από τους δανειστές θα οδηγούσε σε αδυναμία καταβολής μισθών και συντάξεων, είναι επίσης εντελώς αβάσιμο, εφόσον τα δάνεια αυτή τη στιγμή χρησιμοποιούνται σε ποσοστό 91,5% για την αποπληρωμή του χρέους, με στόχο μάλιστα το 100% από τις αρχές του 2013. Ούτε ευρώ δεν πάει στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία, για την οποία μένουν μόνο οι τόκοι, η αποπληρωμή των οποίων θα ταλαιπωρήσει τουλάχιστον τις δύο επόμενες γενιές.

Πέρα όμως απ’ αυτά, πρέπει να τονιστεί πως είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι τυχόν έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα συνέφερε τους πιστωτές μας. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έθετε σε κίνδυνο μια σειρά από άλλες οικονομίες (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Βέλγιο κλπ.) υπονομεύοντας έτσι συνολικά το εγχείρημα της νομισματικής ενοποίησης. Παράλληλα, θα αποσταθεροποιούσε σε απρόβλεπτο βαθμό την παγκόσμια οικονομία, βάζοντας σε κίνδυνο την ούτως ή άλλως πολύ επισφαλή και ασθενική «ανάπτυξη» των Η.Π.Α., πλήττοντας τις κινέζικες εξαγωγές, ρίχνοντας τις τιμές του ρώσικου πετρελαίου και φυσικού αερίου κλπ. Αν σκεφτούμε ότι η κρίση άρχισε με την χρεοκοπία της 31ης σε μέγεθος τράπεζας των Η.Π.Α., αν δούμε τις παρενέργειες που έχει στην Ισπανία η πιθανότητα χρεοκοπίας της 4ης σε μέγεθος τράπεζας της χώρας (ΒΑΝΚΙΑ), καταλαβαίνουμε τον αντίκτυπο μιας χρεοκοπίας Κράτους που βρίσκεται στην ευρωζώνη. Τη σταδιακή συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας, αποδεικνύουν οι όλο και περισσότερες τις τελευταίες εβδομάδες, δηλώσεις αξιωματούχων και αναλυτών σε Αμερική και Ευρώπη, που προειδοποιούν για τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης ή την αποκλείουν εντελώς (σημ.: ήδη το κόστος μιας ελληνικής εξόδου από τη Ευρωζώνη αποτιμάται από πολλούς στο ύψος του ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ).

Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό και παγκόσμιο: Ο μέσος όρος του δημοσίου χρέους των 17 της Ευρωζώνης αγγίζει το 95% του ΑΕΠ τους, η ανεργία βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της 20ετίας (10,9% με τη νεανική στο 22%) και η ύφεση απειλεί πάνω από τα 2/3 των χωρών της. Η Κομισιόν προβλέπει ύφεση 0,5% για το 2012 και είναι βέβαιο ότι μέσα στο καλοκαίρι θα έχουμε αναθεώρηση της πρόβλεψης προς τα πάνω.

Βέβαια, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι μια αναγκαστική έξοδος της χώρας από το ευρώ μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, ούτε ότι αν και εφόσον συμβεί θα είναι ανώδυνη. Σε μια τέτοια περίπτωση οι διεθνείς πιέσεις θα είναι αφόρητες και δεν αποκλείεται να πάρουν ακόμη και τη μορφή εμπάργκο στην εισαγωγή πρώτων υλών και βασικών καταναλωτικών αγαθών. Παράλληλα, θα υπάρξουν σίγουρα έντονες πληθωριστικές πιέσεις που θα θέσουν σε κίνδυνο τα ήδη μειωμένα εισοδήματα των εργαζόμενων, ενώ, αν δεν έχει προηγηθεί ένα καλά μελετημένο πρόγραμμα άμεσης κοινωνικοποίησης των τραπεζών, είναι πιθανό να υπάρξει πρόβλημα και με τις καταθέσεις (όσων έχουν ακόμα…). Το ότι τα προβλήματα αυτά είναι πολύ μικρότερα απ’ αυτά που θα δημιουργήσει η συνέχιση της ίδιας Νεοφιλελεύθερης πολιτικής, δεν σημαίνει ότι είναι αμελητέα.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια κατάσταση εξ ορισμού δύσκολη. Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία, οι εκλογές της 17ης Ιουνίου, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, όχι τόσο από την άποψη του εκλογικού αποτελέσματος όσο από αυτήν της ανάγκης συγκρότησης ενός ισχυρού μαζικού κοινωνικού κινήματος που να μπορέσει να εξελιχθεί σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων μετεκλογικά.

Σε περίπτωση που η προσπάθεια της Ν.Δ. για τη συγκρότηση ενός μαύρου Νεοφιλελεύθερου μνημονιακού μετώπου ευοδωθεί και βοηθούντος του καλπονοθευτικού εκλογικού νόμου τη φέρει στην εξουσία, είναι απολύτως απαραίτητη η δημιουργία, η αυτό-οργάνωση μιας ενιαίας κοινωνικής συμμαχίας ενάντια στη φτώχεια και την επέλαση των (ήδη συμφωνηθέντων) νέων μέτρων, μέσω της οικοδόμησης ενός δικτύου θεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης:
-συσσίτια σε όσους έχουν ανάγκη,
-οργανωμένη άρνηση πληρωμής των χαρατσιών και των νέων κεφαλικών και ληστρικών φόρων
-αποφυγή κατασχέσεων για όσους αδυνατούν να πληρώσουν τα δάνεια
-μάχη για να μην κλείσει κανένα Νοσοκομείο και κανένα σχολείο
-οικοδόμηση δικτύου νομικής υποστήριξης όσων πλήττονται από τη νέα αντεργατική νομοθεσία και τις αντίστοιχες πρακτικές των εργοδοτών που βασίζονται σ’ αυτή.
-μποϊκοτάζ όπου είναι δυνατόν, των επιχειρήσεων που συνάπτουν ατομικές συμβάσεις,
-ενίσχυση των λαϊκών συνελεύσεων στις γειτονιές
-άμυνα στη βαρβαρότητα που υφίστανται οι μετανάστες και στη δράση των φασιστικών/νεοναζιστικών συμμοριών
-διοργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας με προβολή των κοινωνικών πολιτικών προταγμάτων
-αίτημα για συντακτική συνέλευση με σκοπό μια άλλη οικονομική, κοινωνική και πολιτική οργάνωση.

Όλα αυτά θα πρέπει να αποσκοπούν στην όσο το δυνατόν συντομότερη πτώση της νέας κυβέρνησης που θα δείξει για τρίτη φορά μέσα σ’ ένα χρόνο σε όλη την Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο ότι κυβερνήσεις που παίρνουν τέτοια μέτρα δεν μπορούν (και δεν πρέπει) να σταθούν.

Σταθεροί και αδιαπραγμάτευτοι στόχοι του κινήματος πρέπει να είναι η μονομερής διαγραφή ολόκληρου του χρέους, η κατάργηση των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και των εφαρμοστικών τους νόμων, η έξοδος της χώρας από την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, η κοινωνικοποίηση των τραπεζών και άλλων βασικών τομέων της οικονομίας υπό τον έλεγχο των εργαζομένων σ’ αυτούς με μοντέλα αυτοδιαχείρισης (εκλεγμένα και άμεσα ανακλητά όργανα) και η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας βασισμένη σε ένα τελείως διαφορετικό οικονομικό μοντέλο από αυτό του καπιταλισμού (ή του κρατικού καπιταλισμού).

Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι τέτοια μέτρα είναι αδύνατο να περάσουν χωρίς μια άνευ προηγουμένου ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής, ειδικά μάλιστα αφού μια νέα μνημονιακή κυβέρνηση θα επείγεται να τα εφαρμόσει καθώς θα ξέρει ότι η θητεία της θα είναι βραχύβια, ενώ έχει ήδη χαθεί χρόνος με τις δύο προεκλογικές περιόδους. Επίσης, η κατάσταση που υπάρχει αυτή την στιγμή στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ισπανία, κάνει ακόμη πιο επείγουσα την ανάγκη των πιστωτών να τελειώνουν με την Ελλάδα. Το αν αυτή η αναμενόμενη ένταση του αυταρχισμού και ης καταστολής θα σημαίνει απλώς περισσότερες ωμότητες και θηριωδίες από τα ΜΑΤ ή θα πάρει τη μορφή ακόμη μεγαλύτερης συντηρητικοποίησης του νομικού πλαισίου με στόχο η χώρα να κυβερνάται συνεχώς υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, ή ακόμα αν θα φτάσει σε κάποιου είδους εκτροπή, είναι κάτι που δεν το ξέρουμε τώρα. Υποχρέωση όμως του κινήματος είναι να είναι έτοιμο για όλα.

Από την άλλη, σε περίπτωση που από τις εκλογές προκύψει μια αριστερή (εντός ή εκτός εισαγωγικών) κυβέρνηση – σε οποιαδήποτε αναλογία – είναι το ίδιο απαραίτητη και οργανωμένη η παρουσία ενός ισχυρού μαζικού κοινωνικού κινήματος. Όχι μόνο για να προασπίσει όσα θετικά βήματα τυχόν πραγματοποιηθούν από όσα εξαγγέλθηκαν, προστατεύοντάς τα (είναι βέβαιο πως αν μια τέτοια κυβέρνηση προχωρήσει σε πλήρη καταγγελία του μνημονίου θα δεχτεί «επίθεση» από τον διεθνή καπιταλισμό), αλλά κυρίως για να την ελέγχει, να την ωθήσει προς τη μεγαλύτερη δυνατή ριζοσπαστικοποίηση και το βάθεμα των κοινωνικών κατακτήσεων, να ακυρώσει τον κίνδυνο γραφειοκρατικοποίησής της που θα την απονεύρωνε και θα την απέκοβε από την κοινωνία, να εμποδίσει τυχόν υπαναχωρήσεις, παλινωδίες και στρογγυλέματα, μια δηλαδή συνεχή διολίσθηση προς τα δεξιά που θα απογοήτευε τον κόσμο, ωθώντας για άλλη μια φορά προς συντηρητικές επιλογές.

Τέλος, είναι απολύτως απαραίτητη η προσπάθεια συντονισμού με τους εργαζόμενους και τα κινήματα όλων των χωρών που πλήττονται από τις πολιτικές λιτότητας των Νεοφιλελεύθερων. Αυτή η διεθνιστική διάσταση είναι πολύ σημαντική αφού είναι βέβαιο ότι τους επόμενους μήνες η κρίση θα ενταθεί σε όλη την Ευρώπη τουλάχιστον.

Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου είναι λοιπόν ένα μόνο επεισόδιο στον πόλεμο που ο καπιταλισμός και οι ολιγαρχίες έχουν κηρύξει στην κοινωνία. Αν από αυτές προκύψει μια όσο το δυνατόν πιο προοδευτική κυβέρνηση γίνεται στα πλαίσια του αντιπροσωπευτικού συστήματος, τόσο το καλύτερο. Αλλά ό,τι κι αν συμβεί, το κίνημα πρέπει να συνεχίσει να οργανώνεται για τη μετωπική σύγκρουση με τις ελίτ που θα ακολουθήσει τους επόμενους μήνες. Μια μνημονιακή κυβέρνηση υπό τον Σαμαρά ή οποιονδήποτε άλλο, είναι βέβαιο ότι κάτω από την πίεση των πιστωτών θα περάσει πολύ γρήγορα μέτρα που θα κάνουν και τον πιο δύσπιστο να συνειδητοποιήσει ότι η πολιτική που επιβάλλει η Τρόικα είναι απόλυτα καταστροφική και βάρβαρη. Μεγάλες μάζες θα αλλάξουν στρατόπεδο κάτω από την πίεση της γενικής εξαθλίωσης. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τις υποδεχτούμε και να αγωνιστούμε μαζί τους στους κοινωνικούς αγώνες που θα χρειαστεί να δώσουμε πάρα πολύ σύντομα.


Shortlink: http://wp.me/pyR3u-aNT

Για τις επερχόμενες εκλογές, τη δανειακή σύμβαση και τους ωμούς εκβιασμούς των ελίτ

Σημείωση: τα οικονομικά στοιχεία στα οποία γίνεται αναφορά ήταν αυτά κατά το χρόνο σύνταξης του άρθρου. Ήδη ως προς την ανεργία, την ύφεση και το χρέος, ανακοινώθηκαν νεότερα στοιχεία τα οποία αναφέρονται συνοπτικά εδώ.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης σε συνέντευξή του το 1993 είχε πει:

Παρακολουθούμε τον θρίαμβο ενός φαντασιακού, του καπιταλιστικού φαντασιακού – «φιλελεύθερου» – και τη σχεδόν εξαφάνιση της άλλης μεγάλης φαντασιακής σημασίας της σύγχρονης εποχής, του προτάγματος της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Επιφανειακά αυτό μεταφράζεται, από την αρχή της δεκαετίας του ’80, στη νίκη της λεγόμενης «νεο-φιλελεύθερης» αντεπίθεσης – υλοποιημένης από τις πολιτικές Θάτσερ-Ρέηγκαν – αντεπίθεση η οποία επέβαλλε πράγματα που προηγουμένως φαίνονταν αδιανόητα. Καθαρή και απλή περικοπή των πραγματικών μισθών και καμιά φορά ακόμη και των ονομαστικών, για παράδειγμα· ή ακόμη τα επίπεδα ανεργίας, για τα οποία εγώ ο ίδιος είχα σκεφθεί και γράψει το 1960, ότι είχαν γίνει αδύνατα διότι θα προκαλούσαν μια κοινωνική έκρηξη.

Το παραπάνω απόσπασμα που είναι μέχρι σήμερα επίκαιρο, μας δίνει την ευκαιρία – δεδομένης και της ελληνικής πολιτικής επικαιρότητας – να μιλήσουμε πλέον για τον εντελώς ανορθολογικό χαρακτήρα των δανειακών συμβάσεων και των Μνημονίων και κυρίως της δεύτερης δανειακής σύμβασης.

Αφού το δίλημμα που τίθεται εκβιαστικά εν όψει και των επερχόμενων εκλογών από το ευρωπαϊκό και εγχώριο νεοφιλελεύθερο μπλοκ είναι «τήρηση των συμπεφωνημένων ή έξοδος από την ευρωζώνη και την Ε.Ε.» κι εμείς θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι το δίλημμα αυτό είναι μια τεραστίου μεγέθους πολιτική απάτη.

Η εκ μέρους μας απόρριψη του Οικονομισμού, ο οποίος κυριαρχεί στις σύγχρονες κοινωνίες, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε με οικονομικούς όρους! Το αντίθετο: η απόρριψη αυτή εδράζεται κυρίως στην κατανόηση της ανορθολογικότητας του σύγχρονου καπιταλισμού. Κατανοώντας το νεοφιλελεύθερο δόγμα, δικαιούμαστε να απορρίπτουμε τον Οικονομισμό και να επιμένουμε πως η λύση πρέπει ν’ αναζητηθεί εκτός της οικονομικής σφαίρας• να επιμένουμε πως η λύση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική.

Πριν περάσουμε στην συγκεκριμένη ανάλυση, αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι δεν πιστεύουμε ούτε στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και τον κοινοβουλευτισμό, ούτε θεωρούμε ότι μπορεί να δοθεί πραγματική λύση μέσω των εκλογών – απόψεις που έχουμε εκφράσει σε πρόσφατη ανάρτησή μας . Για τους λόγους αυτούς άλλωστε, θεωρούμε πως πρέπει να εξηγήσουμε γιατί το προαναφερόμενο δίλημμα που τίθεται από τις πολιτικές δυνάμεις (κυρίως από αυτές που χαρακτηρίζονται ως «μνημονιακές») στις επερχόμενες εκλογές του Ιουνίου είναι ψεύτικο. Το δίλημμα δεν είναι αν θα επικρατήσει στις εκλογές ένα φιλοευρωπαϊκό μέτωπο ή το αντίθετο. Το πραγματικό δίλημμα είναι εάν με τα σημερινά δεδομένα έχουμε ελπίδες επιβίωσης ή όχι• αν ο δρόμος που ακολουθούμε έχει μια πιθανή διέξοδο ή αν οδηγεί απευθείας στο νεκροταφείο.

Σχετικά με τη νέα δανειακή σύμβαση 

Η νέα δανειακή σύμβαση αποτελεί τον τελευταίο κρίκο – μέχρι σήμερα τουλάχιστον – μιας αλυσίδας που άρχισε τον Μάιο του 2010 με την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου και συνεχίστηκε τον Ιούλιο 2010 με την αλλαγή του ασφαλιστικού, τον Αύγουστο 2010 με την 1η επικαιροποίηση, το Νοέμβριο 2010 με την 2η επικαιροποίηση και τον Φεβρουάριο 2011 με την 3η επικαιροποίηση του Μνημονίου, με τις περικοπές των μισθών και συντάξεων που συντελέστηκαν τον Μάρτιο 2011, με την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου και των εφαρμοστικών του νόμων τον Ιούνιο 2011 (παρά τη γενικευμένη λαϊκή οργή και αντίσταση), με την επιβολή της εισφοράς αλληλεγγύης και του ενιαίου μισθολογίου στο Δημόσιο τον Αύγουστο του 2011 και με την συμφωνία για το «κούρεμα» του χρέους, τις ιδιωτικοποιήσεις, την δραματική μείωση του αφορολόγητου ορίου και το χαράτσι που επιβλήθηκε στα ακίνητα μέσω των λογαριασμών της Δ.Ε.Η. τον Οκτώβριο του 2011.

Τα νέα μέτρα που εξαγγέλθηκαν τον Φεβρουάριο 2012 – μέτρα που πρέπει να ληφθούν τον επόμενο μήνα (Ιούνιο 2012) και που ανέρχονται στο ύψος των 11 και πλέον δισεκατομμυρίων ευρώ, είναι τόσο δυσβάσταχτα και εξοντωτικά ώστε να μπορεί να ειπωθεί πως η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του πρώτης και της δεύτερης δανειακής σύμβασης και των αντίστοιχων Μνημονίων δεν είναι μόνο ποιοτική αλλά καθίσταται πια ποιοτική (εξαιρουμένης της υπαγωγής των διαφορών στο αγγλικό δίκαιο που ίσχυε εξ αρχής).

Τα κυριότερα σημεία της νέας δανειακής σύμβασης είναι τα εξής:

1.Κλείσιμο φορέων και απολύσεις στο Δημόσιο (15.000 εντός του 2012 και 150.000 έως το τέλος του 2015) – στόχος που αν επιτευχθεί θα καταστήσει το ελληνικό δημόσιο το μικρότερο της Ε.Ε. των 27 και ένα από τα μικρότερα παγκοσμίως. Ήδη προς κρίσης και παρά το μπαράζ παραπληροφόρησης από τα ΜΜΕ, οι δημόσιοι υπάλληλοι αντιστοιχούσαν στο 15 % του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης ήταν στο16,5 %, ενώ το κόστος του ελληνικού κράτους έφτανε στο 17,3  % του ΑΕΠ με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στο 21,8 %. Μάλιστα, μετά το κύμα συνταξιοδοτήσεων και το πάγωμα των προσλήψεων, οι 768.000 δημόσιοι υπάλληλοι του Ιουλίου 2010 μειώθηκαν σε 650.000.

Ας σημειωθεί εδώ ότι με την απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων, συνυπολογίστηκαν ως τέτοιοι και όσοι μισθοδοτούνται ευκαιριακά από το δημόσιο, αφού συνδέονται με αυτό με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου (π.χ. ετήσιες συμβάσεις μίσθωσης έργου σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οποίες βέβαια, κατά κανόνα, δεν πρόκειται να ανανεωθούν). Μάλιστα η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων παραχωρήθηκε, επ’ αμοιβή, σε Γάλλους ειδικούς – γεγονός που καταδεικνύει και τις αποικιακές διαστάσεις που χαρακτηρίζουν τα νέα μέτρα.

2.Μείωση κατά 22 % του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα και 32 % στους νέους κάτω των 25 ετών. Δηλαδή ο κατώτατος μισθός έφτασε σήμερα τα 586 € μικτά (494 καθαρά) και τα 480 € μικτά (430 καθαρά) αντίστοιχα.

Οι μειώσεις αυτές συμπαρασύρουν όλα τα κλιμάκια της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όπως επίσης συμπαρασύρουν και διάφορα επιδόματα όπως το οικογενειακό, το επίδομα λοχείας και το επίδομα ανεργίας που έφτασε τα 323 € καθαρά.

Η αντίθετη επιχειρηματολογία, ότι με τη λήψη των προαναφερόμενων μέτρων τάχα σώθηκε ο 13ος και ο 14ος μισθός απευθύνεται σε ανόητους. Αρκεί να γίνει αντιληπτό ότι οι προαναφερόμενες περικοπές αντιστοιχούν σε 2,8 μισθούς, οι οποίοι, αν προστεθούν στους 2 που είχαν ήδη κοπεί, φτάνουν στους 4,8 μισθούς – χωρίς μάλιστα να υπολογιστούν τα χαράτσια και ο πληθωρισμός που το 2011 έκλεισε στο 3,1 %…. Η συνολική απώλεια ξεπερνά το 40 % του συνολικού εισοδήματος των εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας οι οποίοι, στην Ελλάδα, ήταν ήδη, προ κρίσης, οι φτωχότεροι της Ευρωζώνης με μοναδική εξαίρεση τους Πορτογάλους.

Το επιχείρημα ότι, ακόμη κι έτσι οι ελληνικοί μισθοί παραμένουν υψηλότεροι των πορτογαλικών και των βαλκανικών χωρών είναι επίσης σαθρό αφού ο ελληνικός πληθωρισμός και το επίπεδο τιμών στην Ελλάδα δεν συγκρίνεται με τα αντίστοιχα των χωρών αυτών. Όσοι δε, περιμένουν να πέσουν οι τιμές, θα περιμένουν πολύ αφού σχεδόν το 70 % των καταναλωτικών αγαθών είναι εισαγόμενα, όπως εισαγόμενο είναι και πολύ μεγάλο μέρος των πρώτων υλών των εδώ παραγόμενων προϊόντων.

3.Ειδικά μισθολόγια μειωμένα κατά 20 % που αφορούν τους ένστολους και τις ΔΕΚΟ. Το γεγονός ότι πάνω στην απελπισία τους, οι ελίτ χτυπούν ακόμα και την εργατική αριστοκρατία και τις δυνάμεις καταστολής που τόσες φορές τις έβγαλαν ασπροπρόσωπες, ασκώντας ωμή βία κατά της κοινωνίας, είναι πραγματικά ενδιαφέρον…!

4.Ενιαίο ταμείο για τις επικουρικές συντάξεις με μείωση 10 % έως τα 250 €, 15 % έως τα 300 € και 20 % άνω των 300 €. Επίσης, μείωση 12 % σε όλες τις κύριες συντάξεις άνω των 1.300 €, 7 % στις συντάξεις του ΝΑΤ και 20 % στις συντάξεις των «ευγενών» ταμείων.

5.Συμπληρωματικός προϋπολογισμός που προβλέπει αύξηση των εσόδων κατά 2 δισ. € (52,2 από 50,2) και μείωση εξόδων κατά 2,3 δισ. € (69,5 από 72,8) με περικοπή φαρμακευτικής δαπάνης (1,1 δισ.), συντάξεων (400 εκ.), δημοσίων επενδύσεων (400 εκ.),  λειτουργικών δαπανών οργανισμών (200 εκ.), πολυτεκνικού επιδόματος (40 εκ.), γεωργικών επιδοτήσεων κλπ.

6.Μείωση μισθών, απολύσεις και κατάργηση μονιμότητας σε ΔΕΚΟ και τράπεζες που ελέγχονται από το Δημόσιο, ενώ έρχεται και η γενικευμένη άρση μονιμότητας με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2013 που έχει ήδη εξαγγελθεί.

7.Μείωση εργοδοτικών εισφορών κατά 5 %. Πρόκειται για το λεγόμενο μη μισθολογικό κόστος το οποίο η ΓΣΕΕ δέχτηκε να συζητήσει…. Η μείωση αυτή βυθίζει ακόμα περισσότερο τα ήδη βυθισμένα ασφαλιστικά ταμεία και κάνει βέβαιο το άνοιγμα ενός νέου, ακόμα πιο επαχθούς, ασφαλιστικού τον Ιούνιο, αφού τα ταμεία χάνουν 6,5 δισ. € από την εκτόξευση της ανεργίας, 8 δισ. € από την εισφοροδιαφυγή, 2,2 δισ. € από τη μείωση του κατώτατου μισθού και 17,5 δισ. € από το κούρεμα, δηλαδή σύνολο 34,2 δισ. €.

8.Πλήρης απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων με 20 από αυτά σε πρώτη φάση. Οι συνέπειες του εν λόγω μέτρου είναι η προλεταριοποίηση μιας σειράς ελεύθερων επαγγελματιών (κυρίως επιστημόνων αλλά και άλλων) οι οποίοι πλέον θα πρέπει να αναζητήσουν εργασία ως «συνεργάτες» (δηλαδή χωρίς καν σχέση εξαρτημένης εργασίας) σε όσους κεφαλαιούχους και εταιρείες λυμαίνονται τους αντίστοιχους χώρους.

9.Διάλυση του εργατικού δικαίου με κατάργηση κλαδικών συμβάσεων, μείωση της μετενέργειας από 6 σε 3 μήνες, κατάργηση του δικαιώματος των εργαζομένων να προσφεύγουν μονομερώς στην διαιτησία – θεσμός που αποτελούσε ένα στοιχειώδες δίχτυ ασφαλείας γι’ αυτούς. Επίσης, η διαιτησία περιορίζεται σε διαφορές που αφορούν μόνο τον κύριο μισθό και όχι επιδόματα ή εργασιακά.

10.Αύξηση 25 % των αντικειμενικών αξιών τον Ιούνιο 2012, η οποία αύξηση θα επιφέρει ανάλογη αύξηση των χαρατσιών, καθιστώντας κατ’ αυτό τον τρόπο την ακίνητη περιουσία ως τη βαρύτερη φορολογούμενη στην Ευρώπη καθώς είναι ήδη ιδιαίτερα επιβαρημένη  με πληθώρα φόρων και τελών. Ταυτόχρονα θα συμπαρασύρει και τα μισθώματα (ενοίκια) την στιγμή μάλιστα που η νομοθεσία για τις εξώσεις απλοποιήθηκε: ας μην εκπλαγεί κανείς αν τους επόμενους μήνες οι άστεγοι πολλαπλασιαστούν απότομα.

11.Ιδιωτικοποιήσεις ύψους 19 δισ. € (από 50 που ήταν ο αρχικός στόχος). Η μείωση αυτή δεν σημαίνει τόσο ότι θα ξεπουληθεί λιγότερη δημόσια (στην πραγματικότητα: κοινωνική) περιουσία αλλά απλώς ότι θα ξεπουληθεί φθηνότερα.

12.Εντατική προσπάθεια είσπραξης όλων των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο – μέτρο που δεν θα πλήξει τόσο τους φοροφυγάδες όσος το πλήθος των οφειλετών που πραγματικά βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμής φόρων και εισφορών αφού έχουν γονατίσει από την ύφεση και την ανεργία, καθώς επίσης και από την τακτική του Δημοσίου που προχωρεί σε συμψηφισμό χρεών του προς ιδιώτες με χρέη ιδιωτών προς το κράτος, μόνο στην περίπτωση που ο συμψηφισμός δεν το ζημιώνει.

13.Υπαγωγή της δανειακής σύμβασης στο αγγλικό δίκαιο. Η νομική αυτή ρήτρα ουσιαστικά σημαίνει παραίτηση της χώρας από την ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας (αρχή που καθιερώνεται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο), ενώ ανοίγει το δρόμο για την κατάσχεση ακόμη και ακατάσχετων στοιχείων του κοινωνικού πλούτου, η οποία διαδικασία (κατάσχεσης) υπάγεται πλέον στην αρμοδιότητα των διεθνών και όχι των ελληνικών δικαστηρίων. Ταυτόχρονα, δεσμεύονται τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας και τα αποθέματα χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ δεν προβλέπεται η δυνατότητα συμψηφισμού του ελληνικού χρέους με τυχόν ελληνικές ανταπαιτήσεις (όπως π.χ. γερμανικές, πολεμικές αποζημιώσεις).

Σύμφωνα μάλιστα με το αγγλικό δίκαιο – το οποίο είναι δίκαιο αποικιακού τύπου αφού διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο τον 19ο αιώνα – καθιερώνεται ακόμα και το δικαίωμα σύλληψης αξιωματούχων του ελληνικού κράτους σε περίπτωση που επισκεφτούν πιστώτρια χώρα στην περίπτωση που το ελληνικό χρέος δεν αποπληρώνεται κατά τα συμφωνηθέντα.

14.Δημιουργία ειδικού λογαριασμού στον οποίο θα δεσμεύονται όλα τα χρήματα του δανείου προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα – αν όχι κατ’ αποκλειστικότητα – για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων. Συνεπώς οι ισχυρισμοί πως δήθεν «θα πέσει χρήμα στην πραγματική οικονομία» είναι εντελώς ανυπόστατοι, όπως εντελώς ψεύτικος αποδεικνύεται και ο ισχυρισμός ότι «αν δεν παίρναμε το δάνειο το κράτος δεν θα μπορούσε να πληρώσει μισθούς και συντάξεις» δεδομένου ότι τα χρήματα αυτά, έτσι κι αλλιώς, δεν προορίζονται για καταβολή μισθών και συντάξεων. Συγκεκριμένα το 91,5 % των ποσών αυτών προορίζεται για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων και το 8,5 % για λειτουργικά έξοδα του ελληνικού κράτους (όχι μισθούς και συντάξεις) – ποσοστό που από το β’ εξάμηνο του 2012 ή από το 2013 θα εκμηδενιστεί ώστε το 100 % να εξυπηρετεί την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων).

15.Τέλος, είναι υπό συζήτηση : α) η μείωση του εφάπαξ κατά 30 % (σχεδόν βέβαιο) ενώ το 70 % που απομένει, θα καταβάλλεται κατά 40 % προκαταβολικά και το υπόλοιπο σε 5-10 δόσεις εντός πενταετίας και β) η επιβολή ενιαίου ΦΠΑ μεταξύ 19-21 %. Αν αυτό συμβεί θα σημειωθεί εκρηκτική άνοδος του πληθωρισμού αφού όλα τα βασικά είδη διαβίωσης θα αυξηθούν από 13 % που είναι σήμερα, στο νέο ενιαίο μεγαλύτερο συντελεστή, ενώ τα είδη και οι υπηρεσίες που θα πέσουν από τον σημερινό υψηλό συντελεστή του 23 % είναι και πολύ λιγότερα και όχι ζωτικής σημασίας.

Αναφορικά με τον πληθωρισμό αξίζει να αναφερθεί ότι είναι η μόνη συνισταμένη του Μνημονίου που δεν γίνεται σεβαστή… ενώ αποδεικνύεται και τεράστιο ψέμα η υπόσχεση ότι «η πτώση μισθών θα επιφέρει τιθάσευση του πληθωρισμού». Μόνο στον ιδιωτικό τομέα το μισθολογικό κόστος έπεσε πέρσι κατά 9,2 % αλλά ο πληθωρισμός βρίσκεται σταθερά άνω του 3 %!

Γιατί έγινε η νέα δανειακή σύμβαση (ή γιατί λένε ότι έγινε)

Α. Υποτίθεται ότι η νέα δανειακή σύμβαση έγινε για να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία. Όμως η άτακτη χρεοκοπία είναι αδύνατο να αποφευχθεί – αντίθετα μάλιστα θα έρθει πολύ σύντομα. Ήδη υπάρχει ελεγχόμενη χρεοκοπία η οποία συνίσταται στην εσωτερική υποτίμηση και την ουσιαστική στάση πληρωμών του Ελληνικού Δημοσίου στο εσωτερικό της χώρας, καθώς ούτε φόροι επιστρέφονται, ούτε προμηθευτές πληρώνονται, ούτε καν εκτελούνται τελεσίδικες αποφάσεις που επιδικάζουν σε πολίτες χρηματικά ποσά σε βάρος του Δημοσίου.

Η απόλυτη χρεοκοπία θα έρθει όταν οι γαλλογερμανικές τράπεζες που κρατούν το 40 % του ελληνικού χρέους ξεφορτωθούν τα τοξικά ελληνικά ομόλογα. Ήδη υπολογίζεται ότι έχουν απαλλαγεί από περισσότερα των 45 δισ. €. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που η ενδοτικότητα των κυβερνήσεων ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Λ. Παπαδήμου μπορεί να χαρακτηριστεί «εγκληματική», αφού σύντομα, μια ελληνική χρεοκοπία θα έχει πολύ μικρότερες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία από ό,τι πριν την συμφωνία του Οκτωβρίου 2011, το Μεσοπρόθεσμο και βέβαια την υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο.

Β. Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι η νέα δανειακή σύμβαση έγινε για να καλύψει τις αστοχίες του 1ου Μνημονίου – αυτές που οι πάντες προέβλεπαν λόγω της υφεσιακής μορφής όλων των μέτρων του. Τα νέα όμως μέτρα είναι ακόμα πιο υφεσιακά, ακόμα πιο αναποτελεσματικά, ανεδαφικά και ανορθολογικά ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους από τα προηγούμενα, αφού είναι βέβαιο ότι θα φέρουν αύξηση της ανεργίας και της ύφεσης σε παγκοσμίως πρωτοφανή επίπεδα.

Γ. Τρίτο επιχείρημα είναι ότι η νέα δανειακή σύμβαση έγινε για να «αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας». Αυτό βέβαια είναι ανέφικτο όσο υπάρχει ένα τόσο σκληρό νόμισμα όπως το ευρώ (ίσο με 1,3 του δολαρίου), το οποίο κυριολεκτικά διαλύει τις εξαγωγές της Ελλάδας και κάνει βαριά ελλειμματικό το ισοζύγιο του εξωτερικού εμπορίου. Μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί: Μέσα στο ευρώ δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της χώρας, όποια μέτρα κι αν ληφθούν.

Γενικά και παρά τον καταιγισμό της προπαγάνδας των ελίτ και των κυρίαρχων στρωμάτων, η ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. δεν ενίσχυσε την οικονομική της θέση, ειδικά μετά το Μάαστριχτ (1992) και την ΟΝΕ (2002). Για παράδειγμα, το 1973, οι εξαγωγές ισοδυναμούσαν με το 38,4 % των εισαγωγών. Ακολούθησε μια συνεχής βελτίωση που κορυφώθηκε το 1987 με το ποσοστό να φτάνει το 52,9 %, για ν’ αρχίσουν να πέφτουν μετά, φτάνοντας το 2008 στο ιστορικό χαμηλό του 30,2%.

Ίδια εικόνα συνεχούς επιδείνωσης παρουσιάζει και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που από ελαφρώς ελλειμματικό το 1994 (4,3 % του ΑΕΠ), έφτασε το 2008 στα όρια της κατάρρευσης (13 % του ΑΕΠ). Αυτή ακριβώς η επιδείνωση είναι που οδήγησε στην εκτόξευση του δανεισμού, ο οποίος μόνο την περίοδο 1999-2008 αυξήθηκε κατά 144,3 δισ. €.

Επίσης, επειδή πολλοί λένε ότι η Ε.Ε. μας βοήθησε με τα πακέτα στήριξης, αξίζει να ειπωθεί ότι στην περίοδο 1999-2008 αυτά ανήλθαν στα 40,4 δισ. € ενώ οι εισαγωγές κοινοτικών προϊόντων στην χώρα στα 239,3 δισ. €, ήταν δηλαδή εξαπλάσιες. Οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις λοιπόν, στην πραγματικότητα επιδότησαν κατά ένα μέρος τις αγορές ευρωπαϊκών προϊόντων από τους Έλληνες καταναλωτές.

Δ. Για να γίνει το «κούρεμα του χρέους» με την ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων (το λεγόμενο PSI που οι πάσης φύσεως οικονομικοί αναλυτές πρόφεραν με ανείπωτη λαγνεία…), από το οποίο υποτίθεται ότι θα γλιτώναμε 107 δισ. € και να πάρουμε το νέο δάνειο των 130 δισ. €.

Όμως τα πράγματα με το «κούρεμα του χρέους» δεν είναι όπως τα λένε: Πρέπει να γίνει σαφές ότι από το συνολικό χρέος των 360 δισ. € (χρέος πριν το κούρεμα – σήμερα, σύμφωνα με πολύ πρόσφατες εκτιμήσεις, ανέρχεται σε 395 δισ. €…) , εξαιρέθηκαν του κουρέματος τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ, ύψους 60 δισ. €, τα είδη εκταμιευμένα δάνεια της τρόϊκας (84,5 δισ. €), τα ομόλογα που λήγουν μετά το 2020 (45 δισ. €), τα βραχύβια έντοκα γραμμάτια του δημοσίου (15 δισ. €) και παλαιά δάνεια ιδιωτών (20 δισ. €). Σύνολο 224,5 δισ. €. Από τα 135,5 που απομένουν (ήδη 170,5) τα 55 βρίσκονται στα χέρια ελληνικών τραπεζών και τα 25 σε ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία (σύνολο 80 δισ. €). Αυτά «κουρεύτηκαν» τελικά σε ποσοστό 53,5 % της ονομαστικής τους αξίας ή 70 % της καθαρής παρούσας αξίας τους (38,5 δισ. € οι τράπεζες και 17,5 δισ. € τα ταμεία). Δηλαδή η ελληνική συμμετοχή στο κούρεμα είναι περίπου 56 δισ. € και συνεπώς η ξένη 107 – 56 – 6,5 (ομόλογα που δεν υπήχθησαν στο κούρεμα) = 49,5 δισ. € που σημαίνει περίπου ποσοστό 13,75% του συνολικού χρέους.

Αυτό είναι το πραγματικό κέρδος της χώρας από το «κούρεμα» αφού τα υπόλοιπα μπορεί να τα γλιτώνει το κράτος αλλά αφαιρούνται από την ελληνική οικονομία και ειδικά αυτά που αφορούν τα ασφαλιστικά ταμεία. Αλλά και τα ποσά που χάνουν οι ξένοι πιστωτές θα τα πάρουν σχεδόν όλα πίσω με την πτώση των τιμών στην πώληση κρατικών επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιούνται και οι οποίες θα καταλήξουν στα χέρια τους. Αν μάλιστα τα χρήματα του δανείου δεσμευτούν τελικά σε ειδικό λογαριασμό, το κέρδος για τον λαό είναι μηδαμινό και σε καμία περίπτωση δεν αξίζει τόσες θυσίες.

Συνεπώς το «κούρεμα του χρέους» ήταν μια κολοσσιαία απάτη. Υποτίθεται ότι έγινε για την βιωσιμότητα του χρέους το οποίο «αν όλα πάνε καλά» θα βρίσκεται το 2020 στο 120 % του ΑΕΠ, όσο δηλαδή ήταν το 2009 (μάλιστα, εκ των υστέρων, ο Σόϊμπλε μίλησε για ποσοστό 129 %, η ΕΚΤ για 136 % και το ΔΝΤ για 160 % αν δεν υπάρξει ανάσχεση της ύφεσης, που φυσικά και δεν θα υπάρξει), ενώ ο λαός θα έχει υποστεί μια πραγματική κοινωνική γενοκτονία για πάνω από 10 χρόνια.

Στην Αργεντινή το κούρεμα του χρέους αφορούσε 30 % τους ντόπιους κατόχους ομολόγων, 50 % τους ξένους πιστωτές και 70 % τα κερδοσκοπικά κεφάλαια. Η ελληνική κυβέρνηση κούρεψε την ελληνική οικονομία απεμπολώντας κυριαρχικά της δικαιώματα και εξαθλιώνοντας ολόκληρη την κοινωνία μόνο και μόνο για να μην χάσουν οι ξένοι τοκογλύφοι.

Ακόμα και με βάση τα καπιταλιστικά συναλλακτικά ήθη της ελεύθερης αγοράς, όποιος αναλαμβάνει τεράστια ρίσκα χρηματοδοτώντας διεφθαρμένες και ανίκανες κυβερνήσεις, πρέπει, αν το ρίσκο δεν «του βγει» να χάσει τα λεφτά του. Όμως τώρα οι τράπεζες, οι οποίες τον καιρό της ανάπτυξης έβγαλαν τεράστια κέρδη, σώζονται με κρατικό χρήμα. Ειδικά όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες η κοροϊδία είναι απροκάλυπτη, αφού από το κούρεμα έχασαν περί τα 8,5 δισ. €  αλλά παίρνουν για ανακεφαλαιοποίηση 30 – 50 δισ. €, ενώ μάλιστα είχαν ήδη πάρει από την αρχή του 2009 (κυβέρνηση Κ. Καραμανλή) 40 δισ. €  σε ρευστό και 80 δισ. €  σε εγγυήσεις του Δημοσίου, χωρίς να ρίξουν δεκάρα τσακιστή στην πραγματική οικονομία και μάλιστα παραχωρώντας στο Δημόσιο κοινές μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί και το εξής: με το κούρεμα του ελληνικού χρέους, πιστωτές της Ελλάδας κατέστησαν πια τα υπόλοιπα κράτη που δάνεισαν και δεν είναι πλέον πιστωτές της οι πάσης φύσεως ιδιώτες κερδοσκόποι, οι τράπεζες, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κλπ. Άμεση συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι ότι το οικονομικό βάρος μετακυλύεται στους φορολογούμενους των χωρών αυτών προς όφελος βέβαια των Τραπεζών τους που συνεχίζουν να κερδοσκοπούν, ενώ η διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας αποδυναμώνεται αφού απέναντί της έχει πια δανειστές-κράτη και όχι τυχάρπαστους ιδιώτες.

Συνέπειες της νέας δανειακής σύμβασης

α) Ύφεση. Για 5η συνεχόμενη χρονιά ή χώρα θα βυθιστεί στην ύφεση (2008: 0,2 %, 2009: 3,2 %, 2010: 3,5 %, 2011: 6,8 %) η οποία για το 2012 υπολογιζόταν στο 4,4% όταν βάσει του Προϋπολογισμού είχε εκτιμηθεί στο 2,8 %, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2012 ανήλθε τελικά σε 6,2 %… Συνεπώς, αθροιστικά η ύφεση θα ξεπεράσει, σε κάθε περίπτωση, το 17 % προσεγγίζοντας ίσως ακόμα και το 19 % (13,5 % έως το 2011). Πρόκειται για την μεγαλύτερη ύφεση στην μεταπολεμική Ευρώπη με εξαίρεση το 44 % της Ρωσίας την περίοδο 1991-2002, η οποία όμως δημιουργήθηκε σε 12 και όχι σε 5 χρόνια ενώ ούτε πραγματική ήταν λόγω της απίστευτης ανάπτυξης της παραοικονομίας που υπήρχε εκεί και η οποία δεν μπορεί να συνυπολογιστεί από τις στατιστικές.

β) Ανεργία. Η επίσημη ανεργία είναι σήμερα στο 21, 7 % (1.070.724), ενώ η πραγματική πρέπει να αγγίζει το 23,5 % (1.200.000 περίπου). Αν υπολογιστεί ότι διεθνώς θεωρείται ότι κάθε άνεργος κουβαλάει 1,8 άτομα, έχουμε περί τα 3,3 εκατομμύρια άτομα κάτω από το όριο της φτώχειας. Υπενθυμίζεται ότι το ρεκόρ ανεργίας της χώρας είναι το 25,9 % της άνοιξης του 1961, όταν και άρχισε το τεράστιο μεταναστευτικό κύμα που οδήγησε 1.250.000 Έλληνες πολίτες στο εξωτερικό.

Με τα δεδομένα αυτά, η εξέλιξη της ανεργίας μπορεί να  γίνει ανεξέλεγκτη, παύοντας να έχει γραμμική αλλά σταθερή αύξηση και κάνοντας ένα άλμα προς τα πάνω. Αυτό μπορεί να συμβεί από την στιγμή που το μικροεμπόριο, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικρές επιχειρήσεις που φυτοζωούν, κλείσουν γονατίζοντας από την πτώση των εσόδων και τους φόρους. Το όριο μιας τέτοιας κατάστασης τοποθετείται κάπου ανάμεσα στο 15 – 17 % του συνολικού πληθυσμού (όχι του ενεργού), δηλαδή, στην περίπτωσή μας κάπου στο 1,7 εκ. Η ελληνική οικονομία ως οικονομία σχετικά μικρής κλίμακας είναι αδύνατο να αντέξει την πρωτοφανή επέλαση της φτώχειας που θα συμπαρασύρει την κατανάλωση, τα φορολογικά έσοδα, τα ασφαλιστικά ταμεία και, τέλος, και το ίδιο το τραπεζικό σύστημα. Το τελευταίο μάλιστα, ήδη άρχισε να κλυδωνίζεται παρά την τεράστια κρατική βοήθεια. Είναι π.χ. ενδεικτικό ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 10,8 % τον Δεκέμβριο του 2008, έφτασαν το 13,3 % τον Σεπτέμβριο του 2011 και το 14,5 % τον Ιανουάριο του 2012.

γ) Διάλυση του εργατικού δικαίου και των εργατικών κατακτήσεων 6 δεκαετιών.

δ) Μαρτυρική καθημερινότητα που θα εκφραστεί σε εκατομμύρια μικρές ατομικές και οικογενειακές τραγωδίες, ραγδαία αυξανόμενες με το πέρασμα του χρόνου και το βάθεμα της κρίσης.

ε) Τελική διόγκωση του χρέους για τη αποφυγή της οποίας υποτίθεται ότι γίνονται όλες οι θυσίες. Ο υφεσιακός χαρακτήρας οδηγεί σε κατάρρευση της συνολικής οικονομίας. Η συνεχής μείωση μισθών και συντάξεων, κοινωνικών δαπανών και δημοσίων επενδύσεων και η επιβολή ολοένα και βαρύτερων φόρων πλήττει τα εισοδήματα της τεράστιας πλειοψηφίας του κόσμου, καταβαραθρώνοντας την κατανάλωση, μειώνοντας τα φορολογικά έσοδα από άμεσους και έμμεσους φόρους, με αποτέλεσμα την νέα μείωση μισθών και συντάξεων και κοινωνικών δαπανών, την επιβολή ακόμη βαρύτερων φόρων κ.ο.κ., βάζοντας την οικονομία σε έναν υφεσιακό φαύλο κύκλο.

Συμπέρασμα

Στην βαθιά ανορθολογικότητα του Νεοφιλελευθερισμού έχουμε αναφερθεί κατ’ επανάληψη, όπως και στο ότι, κατά την άποψή μας ο σύγχρονος καπιταλισμός τύπου καζίνο, ούτε να σωθεί μπορεί με επιστροφή σε αναπτυξιακά μοντέλα κεινσιανικού τύπου, ούτε  λειτουργεί βάσει ενός γενικού μακροπρόθεσμου σχεδίου με καθορισμένους στόχους, αλλά αντίθετα, χαρακτηρίζεται από μια τακτική του «βλέποντας και κάνοντας» και μια λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Επίσης έχουμε κατ’ επανάληψη τοποθετηθεί όσον αφορά τις θεωρίες συνωμοσίας που στις μέρες μας έχουν την τιμητική τους και δεν σκοπεύουμε να επεκταθούμε περαιτέρω.

Η ανάρτηση αυτή σκοπό είχε να καταδείξει τον ψεύτικο δίλημμα που τίθεται εν όψει των εκλογών: «εντός ευρωζώνης και Ε.Ε. τηρώντας τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την δανειακή σύμβαση ή καταστροφή και αφανισμός ;». Το δίλημμα αυτό είναι πέρα για πέρα πλαστό για να μην πούμε κωμικό. Η ολοκληρωτική καταστροφή της ελληνικής κοινωνίας έχει σχεδόν συντελεστεί και θα ολοκληρωθεί σύντομα αν συνεχιστούν οι πολιτικές αυτές που περιγράψαμε παραπάνω.

Η μόνη ελπίδα για την κοινωνία είναι η αλλαγή πλεύσης, μέσα από την ενεργό και διαρκή αντίσταση, την αυτο-οργάνωση, την ανάδειξη νέων προταγμάτων και την πολιτική δράση που θα δημιουργήσει τις συνθήκες για διαρκή κοινωνική επανάσταση.

Υπάρχει ένα μαύρο μπλοκ ανθρώπων που φορούν γραβάτες και ακριβά κοστούμια, (ΠΑ.ΣΟ.Κ., Ν.Δ., Μπακογιάννη, Μάνος, Τζίμερος) πίσω από το οποίο στοιχίζεται όλος ο παγκόσμιος καπιταλισμός, οι ελίτ και τα κυρίαρχα στρώματα. Αυτό το μπλοκ προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία, δίνει έναν λυσσαλέο αγώνα, κινδυνολογώντας και προπαγανδίζοντας μέσω των δικών του ΜΜΕ, χωρίς να διστάζει ούτε να απειλεί, ούτε να προσπαθεί να πανικοβάλει τον κόσμο• χωρίς καν να ντρέπεται να υποστηρίζει ανόητες οικονομίστικες θεωρίες που στην πράξη έχουν αποδειχτεί απόλυτα καταστροφικές.

Υπάρχει και ένα κομμάτι ακροδεξιών συνωμοσιολόγων ή νεοναζί που είναι γέννημα της αδιέξοδης πολιτικής τους και της πλήρους επικράτησης ενός φαντασιακού που πια όχι μόνο δεν φουσκώνει τα μυαλά με πλαστές επιθυμίες αλλά δεν γεμίζει ούτε το στομάχι.

Όλοι αυτοί, πρέπει να εμποδιστούν από την κοινωνία την ίδια, αν φυσικά υποθέσουμε ότι έχει αποκτήσει συναίσθηση του κινδύνου και αν έχει έστω το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Από την άλλη πλευρά, αν κάποιοι πιστεύουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν μέσω της κοινοβουλευτικής οδού, δεν έχουν παρά να το αποδείξουν.

Εμείς, από την πλευρά μας, και ενόψει των δεύτερων εκλογών, θα επιμείνουμε στα λόγια του Buenaventura Durruti: «Όποιος  ψηφίσει και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση είναι για εμάς  βλαβερός, αλλά το ίδιο βλαβερός είναι και όποιος απόσχει από τις εκλογές  και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση», έχοντας την πεποίθηση πως ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί πρέπει να βάλουμε τέλος σ’ αυτό τον εφιάλτη, προσπαθώντας για την δημιουργία μιας όσο το δυνατόν πιο ελευθεριακής κοινωνίας.

Η λιτότητα, η φτώχεια και η εξαθλίωση, η πολιτική απάθεια ή η (δια)στροφή της πολιτικής σε ολοκληρωτικά ιδεολογήματα μπορούν και πρέπει να εμποδιστούν από όλους εμάς, από την ίδια την κοινωνία. Φαίνεται πως είμαστε μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία να αναδείξουμε το πρόταγμα της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι παρόμοια προβλήματα με τα δικά μας αντιμετωπίζουν οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Πορτογάλοι, οι Ιρλανδοί και προσεχώς και πάρα πολλοί άλλοι λαοί.

Τμήμα του κειμένου στα ισπανικά, μέρος πρώτο, μέρος δεύτερο, μέρος τρίτο, μέρος τέταρτο.


Shortlink: http://wp.me/pyR3u-aHy

Νομίζει κανείς πως ξεχάσαμε…

Τη στάση των ΜΜΕ υπέρ του Μνημονίου;

Σήμερα, καθώς τα αποτελέσματα της Νεοφιλελεύθερης πολιτικής σαρώνουν όλο και μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας, μέρος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, χάριν της τηλεθέασης φυσικά -που φέρνει διαφημίσεις και έσοδα- παρουσιάζονται υποκριτικά στο πλευρό της αγκομαχούσας κοινωνίας, συνεχίζοντας βέβαια να προβάλλουν (έμμεσα ή και άμεσα) το μονόδρομο της πολιτικής αυτής. Νομίζει κανείς πως ξεχάσαμε τους δημοσιογράφους των τηλεοπτικών καναλιών (όπως κάποιους από αυτούς του Mega ή του Σκάι), ή εφημερίδων (όπως κάποιων από Τα Νέα ή την Καθημερινή) οι οποίοι πριν από ένα περίπου χρόνο διατυμπάνιζαν την αναγκαιότητα των μέτρων εξαθλίωσης, τον μονόδρομο του Μνημονίου, χλεύαζαν τα συνδικάτα, απέκρυπταν τους κοινωνικούς αγώνες ή στρέφονταν ευθέως εναντίον τους, προέβαλλαν (και συνεχίζουν να το κάνουν) συνεχώς τις απόψεις ακροδεξιών στοιχείων του ΛΑ.Ο.Σ. και επιτίθονταν ευθέως σε όποιον τολμούσε να εκφράσει ένα διαφορετικό λόγο; Νομίζει κανείς πως δεν αντιλαμβανόμαστε τη συνέχιση του αντικοινωνικού τους αγώνα, με όποια οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα διακυβεύονται γύρω από αυτόν; Νομίζουν πως λυτρώνονται στα μάτια του κόσμου όταν προβάλλουν την εξαθλίωση των οικογενειών ενώ παράλληλα βάζουν σε μια στημένη ζυγαριά ψευδοδιλλήματα όπως υποταγή ή χρεοκοπία, νέο μνημόνιο ή εξαθλίωση, Νεοφιλελευθερισμός ή χάος;

Πιστεύουν αλήθεια ότι η «κατανόηση» που δείχνουν, η «στενοχώρια» και ο προβληματισμός που τελευταία μας (επι)δεικνύουν, θα τους καθαγιάσει; Ίσως κάποιος θα μπορούσε να θαυμάζει τον τρόπο που κάποιοι χαμαιλέοντες – τηλεπερσόνες – δημοσιογράφοι ξέρουν να ελίσσονται, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία, αλλά ακόμα κι αυτό είναι σχεδόν αδύνατο στις μέρες μας.

Τα μέσα ενημέρωσης που εισέβαλαν στα σπίτια μας με τη δική μας ανοχή, θα μπορούσαν σύντομα, μαζί με το πολιτικό σύστημα, να πεταχτούν στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Η πολυχρωμία και πολυμορφία της διαδικτυακής ενημέρωσης, δείχνει πως έχει δυναμικές να πραγματοποιήσει την μετάβασή της από τη δημοσιογραφία των επαγγελματιών στη δημοσιογραφία των πολιτών.

Τη στάση της αστυνομίας ενάντια στους πολίτες;

Η ελληνική αστυνομία (και πιο συγκεκριμένα τα ΜΑΤ)[1] έχει πλέον ξεκαθαρίσει τις επιλογές της: σε περίπτωση που οι κοινωνικές αντιδράσεις γίνουν επικίνδυνες για την καθεστηκυία τάξη, δεν θα διστάσουν να προβούν σε οποιουδήποτε είδους καταστολή. Δυστυχώς, παρότι οι αστυνομικοί δεν αποτελούν στην ουσία μέρος κάποιας ελίτ, αλλά πλήττονται και οι ίδιοι από τις πολιτικές που εφαρμόζονται, δέχονται να στραφούν ενάντια στους γείτονες, αδέρφια, συνανθρώπους τους ώστε «να μη χάσουν τη δουλειά τους», ξεχνώντας φυσικά ποιός πληρώνει τη «δουλειά τους». Η απρόκλητη επίθεση εκ μέρους της Αστυνομίας σε πάρα πολλές διαδηλώσεις, αλλά και η πρόσφατη στάση των δυνάμεων καταστολής σε άλλες περιπτώσεις ανά την υφήλιο, όπως στις Η.Π.Α., στην Ισπανία, στη Βρετανία, στην Αίγυπτο κ.α., μας δίνουν μια εικόνα περί του τι πρόκειται να αντιμετωπίσουμε όταν πραγματικά απειλήσουμε τη δικτατορία της σιωπής. Αν, λοιπόν, κάποιος ελπίζει σε μια ουσιαστική ανατροπή, δίχως ν’ αντιλαμβάνεται την ανάγκη ύπαρξης ενός σχεδίου διαχείρισης των κατασταλτικών μηχανισμών, είτε δεν αντιμετωπίζει την σημερινή κατάσταση ρεαλιστικά είτε εύχεται να έρθει η ανατροπή αλλά χωρίς τη δική του βοήθεια…

Τη στάση της πολιτικής ηγεσίας;

Νομίζει κανείς ότι ξεχάσαμε τη στάση της πολιτικής ηγεσίας καθ’ όλη την διάρκεια της τελευταίας αυτής διετίας, όπου η εξαθλίωση κάθε μέρα όλο και βαθαίνει περισσότερο; Νομίζουν πως θα ξεχάσουμε πως όταν την ίδια ώρα οι αντιπρόσωποι της φιλελεύθερης ολιγαρχίας συνεδρίαζαν με τους ευρωκράτες, συκοφαντούσαν και λοιδορούσαν έναν ολόκληρο λαό, στρουθοκαμηλίζοντας πως το πρόβλημα δεν είναι το ίδιο το σάπιο κατεστημένο στο οποίο επένδυσαν χρόνια τώρα ή οι κομπίνες που συστηματικά σκάρωναν προκειμένου να εντάξουν την χώρα ολόκληρη στο Ευρωπαϊκό μαντρί και πως δεν φταίνε οι ίδιοι αλλά ένας «ολόκληρος λαός, τεμπέλης και ανεύθυνος»;

Βέβαια, δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε και τα δικά μας λάθη. Η ανοχή που δείξαμε στο καθεστώς των πελατειακών σχέσεων και της διαφθοράς και η συνεχόμενή του διαιώνιση και συντήρησή του τόσο με την επανεκλογή των ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ. κάθε μια οκταετία/τετραετία όσο και με βάση τη δική μας νοοτροπία, με σκοπό και μόνο το προσωπικό μας συμφέρον (ενώ παράλληλα γνωρίζαμε πως κρατούμε μια ανέντιμη, κοινωνικά, στάση) αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματά μας. Και φυσικά, η αυτοκριτική αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει κανείς μπροστά. Όμως σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να καταστεί αυτομαστίγωμα. Έτσι και πάλι, οι τάσεις ατομικισμού που καλλιεργήθηκαν και εδραιώθηκαν εντός της Ελληνικής κοινωνίας θα πρέπει να εξηγηθούν με βάση τον κυρίαρχο αξιακό της κώδικα. [2]

Τη στάση των πολιτικών στις ψηφοφορίες;

Βλέπουμε τους πολιτικούς να βασίζονται στην αποδεδειγμένα κακή μνήμη των ψηφοφόρων και να αυτοπροσδιορίζονται κάθε φορά ως νέοι «σωτήρες», ως «αντιρρησίες» ή και «αντιεξουσιαστές»…, ως «υπερασπιστές του λαού», προσποιούμενοι τάχα πως μάχονται κατά της κατάλυσης της «εθνικής κυριαρχίας» (φράση που τελευταία ακούγεται από όσους πιστεύουν πως η αναφορά στην εθνική ενότητα ίσως καταστείλει προσωρινά τη συσσωρευμένη κοινωνική οργή). Θεωρούν, μάλλον, πως ξεχάσαμε για μια ακόμη φορά… Θεωρούν πως ξεχάσαμε τον τρόπο λειτουργίας της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας» • θεωρούν πως η γελοία προπαγάνδα που έγινε μέσω των ΜΜΕ και η οποία στόχευε στην ανάληψη συλλογικής ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση, έγινε ευρέως αποδεκτή από την κοινωνία και πως, όσα εγκληματικά νομοθετήματα ψήφισαν μέχρι σήμερα, δεν έχουν καταγραφεί στη συλλογική μνήμη. Με λίγα λόγια, προφανώς οι επαγγελματίες πολιτικοί, μας θεωρούν… μαλάκες. Βλέπουν τον λαό ως εχθρό τους και τον υποτιμούν, πιστεύοντας πως αν κατάφεραν να τον εξαπατήσουν μερικές φορές, θα μπορούν να τον εξαπατούν για πάντα. Είναι τόσο αποκομμένοι από την κοινωνία, τόσο υπερόπτες και τόσο νάρκισσοι που φαίνεται πως έχουν την πεποίθηση ότι μπορούν να τα κάνουν όλα και είναι ικανοποιημένοι από τον εαυτό τους. Εμείς ρωτάμε: αυτόν που ικανοποιείται μόνος του, πώς τον λέει ο λαός;

Τη στάση που κράτησε η αριστερά την 20η Οκτωβρίου 2011;

Η αντιδραστική στάση του ΠΑΜΕ (περιφρούρηση της Βουλής) στην μεγαλειώδη πορεία της 20ης Οκτώβρη ήταν κατά κάποιον τρόπο αναμενόμενη. Το ΚΚΕ, πιστό στο Σταλινικό του προσανατολισμό και δογματικό όπως πάντα, πόνταρε σε πολιτικά οφέλη επιχειρώντας να δημιουργήσει με την στάση του μία κατάσταση τέτοια που θα του έδινε το δικαίωνα να έρθει εκ των υστέρων και να μιλήσει για «προβοκάτσια» των «γνωστών-αγνώστων» προκειμένου να αναβαπτισθεί (με τις ευλογίες και των καθεστωτικών ΜΜΕ) σε περιφρουρητή των «φιλήσυχων πολιτών», σε εγγυητή της ομαλότητας και, κατ’ ακολουθίαν, να αποδείξει ότι πρόκειται για μια δύναμη άξια εμπιστοσύνης στο εκλογικό παιχνίδι: και επαναστάτες και νομοταγείς. Ένας σωστός πολιτικός σχηματισμός που μάχεται για τον σοσιαλισμό και μάλιστα, όχι μόνο σεβόμενος τον Κοινοβουλευτισμό και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», αλλά και προστατεύοντας τους θεσμούς που με μένος καταγγέλλει και υποτίθεται πως θέλει να αντικαταστήσει με άλλους, «σοσιαλιστικούς». Έτσι θα αποτίνασε και τη ρετσινιά που η κοινωνία είχε αρχίσει να του αποδίδει πως δρα διασπαστικά με τον ακατανόητο απομονωτισμό του. Το πραγματικό πρόσωπο και ο ρόλος του ΚΚΕ όμως αποκαλύφθηκαν. Τα συνθήματα στην πλατεία Συντάγματος «ΚΚΕ, το κόμμα σου χαφιέ» δεν τα φώναζαν μόνο αναρχικοί. Τί θα μπορούσε να συμβεί άραγε, αν όλοι αυτοί οι κρανοφόροι, είχαν στα χέρια τους όπλα και χημικά, όπως ακριβώς και τα ΜΑΤ και το ΚΚΕ βρίσκονταν στην εξουσία; Προφανώς θα ζούσαμε άλλη μια κτηνώδη καταστολή, σαν αυτήν που επιχείρησε το καθεστώς Τσαουσέσκου στην Ρουμανία, σαν την επέμβαση του Σοβιετικού Στρατού στην Ουγγαρία που συνέτριψε την επανάσταση, σαν την καταστολή στην Ανατολική Γερμανία το 1956 που βάφτηκε στο αίμα. Νομίζουν πως ξεχάσαμε ότι τα Λενινιστικά μορφώματα όπου αναρριχήθηκαν στην εξουσία οδήγησαν σε γενοκτονίες και λιμούς;

Απογοητευτική για ακόμα μια φορά ήταν όμως και η στάση των υπόλοιπων κομμάτων της Σταλινικής και μή Αριστεράς – κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής. Μέσω της διακριτικής άρνησής της να ασκήσει κριτική στη στάση του ΠΑΜΕ και των μπάτσων του και στην προσπάθειά της να μην αφήσει κανέναν στεναχωρημένο, δεν πήρε (δημόσια τουλάχιστον) σαφή θέση, αναπαράγοντας έτσι έμμεσα την συνωμοσιολογική μόδα και τον ελληνικό ανορθολογισμό περί «παρακρατικών», «κουκουλοφόρων» και «πρακτόρων της υπερεθνικής ελίτ», ευθυγραμιζόμμενη πλήρως με την άκρα δεξιά.

Τη στάση των εργοδοτών απέναντι στους εργαζομένους;

Αν η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο είναι μια πανάρχαιη ιστορία, αν η μισθωτή σκλαβιά ταυτίζεται με την επικράτηση του καπιταλισμού, αν η ιστορία της εργασίας μπορεί να συμπυκνωθεί στη φράση «ποιός έκανε τ’ αφεντικά τόσο χοντρά;», τότε σίγουρα αυτό που θα μείνει στην ιστορία από την εποχή του Νεοφιλελευθερισμού είναι η πλήρης απαξίωση της εργασίας. Η «εξαρτημένη εργασία» μετατρέπεται σε σύμβαση έργου, ο μισθωτός σε συνεργάτη, ο μισθός σε αμοιβή, το μεροκάματο αποκαλείται πια υπηρεσία… Ο καταναγκασμός σε περισσότερη εργασία που χαρακτήριζε το παρελθόν, αντιστράφηκε σε απειλή μόνιμης ανεργίας.

Οι εργοδότες που πάντα πλούτιζαν στις πλάτες των εργαζομένων, τώρα μεταφέρουν τη δική τους κρίση και πάλι στις ίδιες πλάτες. Οι εργαζόμενοι (εργάτες, αγρότες, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, αυτοαπασχολούμενοι κάθε είδους κλπ.) δουλεύοντας χρεώνονται περισσότερο και μη δουλεύοντας λιμοκτονούν. Η εργοδοσία που κάποτε έκλεβε ένσημα και υπερωρίες, σήμερα, επικαλούμενη την κρίση, προβαίνει σε εκβιαστικές μειώσεις αποδοχών και απολύσεις χωρίς αποζημιώσεις. Και το κράτος ζητά όλο και μεγαλύτερες εισφορές για ένα ασφαλιστικό σύστημα που το ίδιο κατέλυσε εντελώς.

Οι εργοδότες, νόμιμοι ή παράνομοι εκμεταλλευτές του σώματος και του πνεύματος όσων εξαναγκάζονται να πουλήσουν ολόκληρη την ύπαρξή τους για να ζήσουν, δεν θ’ αλλάξουν ποτέ. Είναι το ίδιο άπληστοι όπως πάντα. Έτοιμοι να βιάσουν, μεταφορικά και κυριολεκτικά, όλους όσους θεωρούν ότι γεννήθηκαν για να τους εξυπηρετούν. Έχουν πια την ψευδαίσθηση πως το χρήμα γεννάει χρήμα και ξεχνούν ή παριστάνουν πως ξεχνούν ότι τον πλούτο τον δημιούργησαν οι σύγχρονοι σκλάβοι-βιοποριστές.

Πώς είναι δυνατό να ξεχάσουμε αυτούς που μας αντιμετωπίζουν σαν αναλώσιμα όντα; Αυτούς που μετέτρεψαν όλη την κοινωνία σε μία Κούνεβα; Και πως είναι δυνατό να πιστεύουν ότι θα μας πείσουν ότι πρέπει να δουλέψουμε σκληρά (εμείς) για να βγουν (αυτοί) από την κρίση; Καλύτερα να μην δουλεύει πια κανείς. Αν η δουλειά ήταν έως σήμερα ντροπή, από εδώ και στο εξής είναι και ηλιθιότητα. Ο εργάτης, αν έως τώρα όφειλε να πάψει να θέλει να είναι εργάτης και να χειραφετηθεί, από εδώ και στο εξής πρέπει να απαιτήσει να είναι τεμπέλης. Αν είναι να πεθάνεις από την πείνα, καλύτερα να πεθάνεις ξεκούραστος. Η εργοδοσία, αφού δεν έχει πλέον ανάγκη από σκλάβους, σίγουρα θα βρει τον τρόπο να επιβιώσει με τη δική της σκληρή δουλειά… Εύκολο να κοπανάς αέρα όλη την ημέρα. Δύσκολο όμως να ζήσεις τρώγοντας κοπανιστό αέρα.

Τη στάση των φασιστών απέναντι σε μετανάστες και αγανακτισμένους;

Το να είσαι εξαθλιωμένος δεν είναι ντροπή. Το να ψάχνεις για κάποιον που θεωρείς πιο αδύναμο για να ξεσπάσεις επάνω του, διοχετεύοντας εκεί όλη την οργή σου είναι όμως αποκρουστικό και ασυγχώρητο. Ασυγχώρητο είναι επίσης να υπονομεύεις και αυτούς που αγωνιζόμενοι στο δρόμο χωρίς να προσδοκούν κανένα προσωπικό όφελος, διεκδικούν κάτι καλύτερο για όλους τους εξαθλιωμένους. Πόσο τραγικό είναι να εχθρεύεται κανείς τον αδελφό του και να υιοθετεί ένα όνειρο που δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει καν δικό του όνειρο! Το μίσος για τους μετανάστες και τους ντόπιους κοινωνικούς αγωνιστές, όσο περισσότερο αλλόκοτο φαίνεται τόσο πιο δύσκολα μπορεί να περάσει απαρατήρητο.

Τους «ανθρώπους» που ζουν στα υπόγεια των μεγαλουπόλεων ή σε επαρχιακά χαμόσπιτα, χωρίς μέλλον και χωρίς ελπίδα, χωρίς διάθεση για ζωή και χωρίς θέληση για σκέψη, αυτούς που εκτονώνονται μαχαιρώνοντας, λυντσάροντας, βιάζοντας ή σέρνοντας με μοτοσικλέτες κάποιους άλλους ανθρώπους που βρέθηκαν εδώ μέσα στην απελπισία τους, πιστεύοντας πως τουλάχιστον θα κατάφερναν να επιβιώσουν, δεν θα τους ξεχάσουμε στιγμή. Ανόητοι ή καθάρματα ή και τα δύο μαζί, μας είναι αδιάφορο. Μπορούμε να βοηθάμε όποιον είναι σε ανάγκη, έλληνα ή μετανάστη και αυτό θα κάνουμε.

Την οργή μας κατά των φασιστών θα την κοντρολάρουμε έτσι ώστε να μην γίνουμε σαν κι αυτούς. Δεν θα τους κρεμάσουμε, αλλά θα αμυνθούμε όπου κι αν τους βρούμε και θα υπερασπίσουμε οποιονδήποτε απειλείται από ανθρώπους αυτού του φυράματος. Τώρα, που χάνουν ακόμα και τα λίγα που είχαν, έχοντας απομείνει ολόγυμνοι απέναντι στο παράλογο μίσος τους, εμείς θα τους ευχηθούμε καλή τύχη στις νέες τους πατρίδες, εκεί που θα πάνε κι αυτοί με τη σειρά τους για ένα κομμάτι ψωμί, εκεί που θα προσπαθήσουν να ζήσουν πουλώντας τον Παρθενώνα σε μπρελόκ, καθαρίζοντας τουαλέτες, μαζεύοντας τροπικούς καρπούς ή εκδιδόμενοι σε εξωτικά μπουρδέλα. Και όσοι δεν ξενιτευτούν, ας θυμούνται καθημερινά πως δεν πρόκειται να τους ξεχάσουμε ούτε μισή στιγμή.
_____________________________________
[1] Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε το εξής: Σε καμία περίπτωση δεν επιδιώκουμε την φυσική εξόντωση των «μπάτσων» ή των αφεντικών τους που οι ίδιοι φυλάνε. Επιδιώκουμε τον μετασχηματισμό τόσο αυτών, όσο και της ίδιας κοινωνίας και των θεσμών της που ακόμα βασίζονται σε αξίες απόλυτης ετερονομίας και εξάρτησης από την σιδερένια πειθαρχία της ποινικής καταστολής, προς μια κατεύθυνση αυτονομίας. Μια αυτόνομη κοινωνία θα μπορεί ν’ αμφισβητεί τους υπάρχοντες θεσμούς και τις κυρίαρχες της αξίες, θα είναι ικανή ν’ αντιμετωπίζει το κάθε μέλος της ισόνομα μεταξύ των άλλων, αλλά και ως ξεχωριστή προσωπικότητα, και, ταυτόχρονα, θα προβάλλει την ισότητα, την ισοπολιτεία και την ανθρώπινη δημιουργία, αποβάλλοντας, τέλος, κάθε ταμπού και τοτέμ.

[2] Εντός, λοιπόν, της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας (συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής) ο εγκλεισμός του ατόμου στην ιδιωτική του σφαίρα και ο απομονωτισμός, σε συνδυασμό με την έλλειψη νοήματος, οδηγούν ταυτολογικά το άτομο στην υπερκατανάλωση: «Ο σημερινός δυτικός άνθρωπος», με βάση τον Κορνήλιο Καστοριάδη (σ.13-14)*, είναι ένα άτομο περιορισμένο στην ιδιωτική του σφαίρα που «προσπαθεί με τα διάφορα καταναλωτικά “αγαθά” να συγκαλύψει την έλλειψη κάθε νοήματος αναφορικά με τη ζωή και τη θνητότητά του καταναλώνοντας». Έτσι, ο υπερκαταναλωτισμός και η τεράστια σπατάλη δεν ισχύει μόνο για την Ελληνική περίπτωση αλλά επίσης (και κυρίως) για τις Η.Π.Α., από όπου ξεκίνησε η οικονομική κρίση (το 2008). Σίγουρα, η Ελληνική κοινωνία διέπεται από έναν κατάφωρο ανορθολογισμό μιας και, στην ουσία, αποτελεί χώρα που δεν έχει καμία σχέση πολιτισμικά με αυτές της υπόλοιπης Ευρωπαϊκής παράδοσης. Όμως, το καπιταλιστικό φαντασιακό κυριαρχεί παντού. Και το σύστημα αυτό δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται μόνο ως οικονομικό, αλλά και κυρίως ως σύστημα αξιών, που οδήγησαν στο χάος αυτό που βιώνουμε σήμερα.

Υπάρχει επίσης ένα άλλο, όμως, θέμα εδώ: οι αντικειμενικές αντιθέσεις του καπιταλισμού. Ακόμη και κάτω από το πιο ιδανικό α-ιστορικό και α-κοινωνικό σενάριο, όπου ο καθένας θα ενεργεί κατά 100% ως ορθολογικός παραγωγός/καταναλωτής, μια παρόμοια οικονομική κρίση δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί μιας και η αρχική συσσώρευση του κεφαλαίου δεν ήταν το αποτέλεσμα ορθολογικών κινήσεων, αλλά, κυρίως, εκβιασμών, κυριαρχίας και πολιτικής ανισότητας. Αυτήν την κατάσταση είναι στο χέρι μας να την αλλάξουμε. Η ιστορία γράφεται από εμάς τους ίδιους και μόνο εμάς!

* Κορνήλιος Καστοριάδης, Είμαστε Υπεύθυνοι για την Ιστορία μας, Πόλις, Αθήνα 2001.

Συγγραφή: Efor, Michael Th, Ian Delta


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-9WV

Η κυβερνητική κρίση και τα πραγματικά ζητούμενα

Βρισκόμαστε κοντά στην πτώση μιας ακόμα ολιγαρχικής κυβέρνησης, και βλέποντας την αξιωματική αντιπολίτευση να αδημονεί για την εξουσία, το μέλλον φαίνεται κάθε άλλο παρά ρόδινο για την ελληνική κοινωνία. Η είδηση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος που ανήγγειλε ο πρωθυπουργός έσκασε σαν βόμβα. Η ίδια η κυβέρνηση λέει ότι είναι καιρός να ζητηθεί η γνώμη της πλειοψηφίας σχετικά με την επικύρωση ή όχι της νέας δανειακής σύμβασης που συμφωνήθηκε πριν την εκταμίευση της 6ης δόσης του Μνημονίου. Για ποιόν λόγο, όμως, αποφάσισε να κρατήσει αυτήν την στάση; Θα ήταν τελείως αφελές αν πιστεύαμε ότι ξαφνικά ενδιαφέρθηκε για τα «δημοκρατικά μας δικαιώματα» μετά από μία διετία κατά την οποία φρόντισε επιμελώς να τα καταπατά. Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που με την αδιάλλακτή της στάση μετέτρεψε την πλατεία Συντάγματος σε ανοιχτό θάλαμο αερίων από τα δακρυγόνα και τα χημικά, που έστειλε στο νοσοκομείο, αιμόφυρτους, δεκάδες άλλους διαδηλωτές, που εκτελεί πιστά τις εντολές της ακροδεξιάς χτίζοντας φράχτες στον Έβρο για να εμποδίσει την είσοδο των μεταναστών, που προσέφυγε στον καταστροφικό μηχανισμό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ε.Κ.Τ., δίχως φυσικά να μπει στη διαδικασία να ζητήσει τη γνώμη της πλειοψηφίας. Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που αντί για πράσινη «ανάπτυξη» (όπως υποσχέθηκε προεκλογικά), συνέβαλε στην υποβάθμιση κάθε χώρου πρασίνου (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Κερατέα, όπου έκλεισε συμφωνία με τους εργολάβους για την κατασκευή παράνομου XYTA, ενώ παράλληλα δεν δίστασε να στείλει τα ΜΑΤ για να καταστείλει, με κάθε μέσο, τις αντιδράσεις των πολιτών). Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που ενώ έλεγε προεκλογικά ότι θα περιορίσει την αστυνομική αυθαιρεσία, αντ’ αυτού προμηθεύτηκε αντλίες νερού και καλεί για νέες προσλήψεις στα σώματα καταστολής. Δεν είναι όμως η Ελληνική Κυβέρνηση η μοναδική περίπτωση αυταρχισμού και καταστολής. Ίσως είναι η πιο «χτυπητή», αλλά παραδείγματα ολιγαρχίας θα βρούμε σε όλη την Ευρωπαϊκή «επικράτεια»!

Αυτή λοιπόν η κυβέρνηση μοιάζει έτοιμη να καταρρεύσει από ώρα σε ώρα. Το τί, ακριβώς, θα γίνει δεν το γνωρίζει κανείς ακόμη. Τα δεδομένα αλλάζουν από στιγμή σε στιγμή. Όσο, όμως, περνάνε οι ώρες, τόσο η απογοήτευση γεννά πάμπολλα ερωτήματα. Ένα από τα βασικότερα είναι το εξής: Υπάρχει διέξοδος από αυτήν την κατάσταση; Για να μπορέσουμε να δώσουμε μια καίρια απάντηση εδώ, θα πρέπει να εξετάσουμε τα δεδομένα, όχι μόνο με βάση αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα αλλά και σε ευρωπαϊκό (και αν γίνεται διεθνές) επίπεδο. Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να σταθούμε στο μηχανισμό της Ε.Ε.

Σημερινή κατάσταση (σε πανελλήνιο και πανευρωπαϊκό επίπεδο)

Στον ενάμιση χρόνο που πέρασε από την υπαγωγή της χώρας στην τριπλή διεθνή επιτήρηση Δ.Ν.Τ. – Ε.Κ.Τ. – Ε.Ε., είχαμε βίαιη φτωχοποίηση του πληθυσμού μέσω πρωτοφανών περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, δραματική μείωση κοινωνικών δαπανών (αλλά και δημόσιων επενδύσεων για τις οποίες κόπτονται οι πάσης φύσεως οπαδοί οικονομιστικών προσεγγίσεων), κατακόρυφη αύξηση ανεργίας, απώλεια εργασιακών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με αγώνες δεκαετιών, και κατάρρευση όλων των οικονομικών δεικτών, με σημαντικότερο στοιχείο τη βαθιά «ύφεση» που έφτασε σε επίπεδα πρωτοφανή για τη μεταπολεμική Ευρώπη.

Όμως η Ελληνική κρίση έχει και διεθνές αντίκτυπο, λόγω της διεθνοποίησης των αγορών. «Το Ευρώ κινδυνεύει εξαιτίας των ανεύθυνων Ελλήνων που αντί να εργάζονται και να παράγουν, τρέχουν στις διαδηλώσεις και δεν πληρώνουν τους φόρους τους», είναι μια στερεότυπη φράση που συχνά ακούμε από διάφορους ηγέτες των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε. και οικονομολόγους, οι οποίοι προσπαθούν να περάσουν το γνωστό μήνυμα «ένοχος λαός, αθώα εξουσία»! Απαντώντας στο ερώτημα του αν και εμείς, ως πολίτες αυτής της χώρας, φέρουμε ευθύνη για την κατάσταση αυτή, αναμφισβήτητα θα λέγαμε ναι. Οποιαδήποτε προσπάθεια αποποίησης ευθυνών θα έμοιαζε με πολιτική στρουθοκαμήλου. Όμως, σε αντίθεση με τους Νεοφιλελεύθερους, που έχοντας ως μοναδικό τους όπλο την ηθική της ενοχής και με βάση αυτό προσπαθούν να μας απομακρύνουν από την πολιτική δράση (δηλαδή, με βάση τη δική τους λογική «εφόσον είμαστε ένοχοι δεν θα πρέπει να διαμαρτυρόμαστε, δεν θα πρέπει να διαδηλώνουμε»), εμείς αντιπροτείνουμε το αντίθετο, λέγοντας ότι το μεγάλο λάθος που διαπράξαμε είναι η απάθεια, «ο μόνος τρομοκράτης» (όπως δικαίως λέει σύνθημα στα Εξάρχεια). Πρόκειται για την απάθεια που είχε ως αποτέλεσμα την ανοχή μας στις διεφθαρμένες κυβερνήσεις που πέρασαν από τη χώρα, κυβερνήσεις που θα έπρεπε να τις είχαμε ξεμπροστιάσει και ανατρέψει χρόνια πριν. Την ίδια ή αντίστοιχη βέβαια απάθεια, έδειξαν κι οι πολίτες όλων των χωρών της Ευρώπης.

Η ιδιαιτερότητα, λοιπόν, της Ελλάδας, κατά την κρίση μας, δεν εντοπίζεται στην «τεράστια φοροδιαφυγή». Το γεγονός ότι η λέξη «Έλληνας» έχει καταστεί βρισιά στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχει να κάνει με την έλλειψη παραγωγικότητας [1]. Το κλειδί της υπόθεσης βρίσκεται στον Δεκέμβρη του 2008, καθώς και στην αντι-καπιταλιστική κουλτούρα που έχει ριζώσει στην Ελληνική κοινωνία. Αυτό, λοιπόν, που κάνει τους ολιγάρχες να τρέμουν, πίσω απ’ όλα, είναι ο ρόλος των αντικαπιταλιστικών κινημάτων που έχουν αναπτυχθεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.

Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο και τονίζουμε ότι ήρθε η στιγμή να τελειώνουμε με την απάθεια, αν πράγματι επιθυμούμε την άμεση αλλαγή της κοινωνίας. Οι υπάρχοντες θεσμοί της συγκεντρωτικής ολιγαρχίας δεν έχουν θέση σε μια κοινωνία αυτόνομη. Είναι, πλέον, ξεπερασμένοι. Την αντιδραστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την γνωρίζαμε από την πρώτη ημέρα της ίδρυσής της. Πιστέψαμε όμως στον μονόδρομο της συμμετοχής μας σε έναν τέτοιον ολιγαρχικό θεσμό, πως αυτή ήταν η μόνη λύση για να κερδίσουμε μια, έστω και πλασματική, ευημερία. Μπορεί, βέβαια, να ήταν και έτσι. Σημασία, όμως τώρα, έχει να κατανοήσουμε ότι αν πραγματικά θέλουμε να λεγόμαστε υπεύθυνοι πολίτες, τότε δεν έχουμε παρά να καταλάβουμε την σημαντικότητα της συμμετοχής μας στα κοινά, την σημαντικότητα του να αποφασίζουμε όλοι μαζί για το μέλλον μας, και όχι μια χούφτα ολιγάρχες!

Ο μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στηρίζεται σε μια κεντρική εξουσία που ελάχιστα λαμβάνει υπόψη της την γνώμη των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης χώρας. Τα αποφασιστικά όργανα της ΕΕ (Συμβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) δεν τυγχάνουν καν εκλογικής νομιμοποίησης από κάποιο εκλογικό σώμα ως τέτοια (το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποτελείται από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών – μελών και τον πρόεδρο της Επιτροπής – ενώ οι Επίτροποι διορίζονται από τις κυβερνήσεις), αλλά τουναντίον οι γραφειοκράτες που τα πλαισιώνουν (γνωστοί και ως ευρωκράτες και περήφανοι γι’αυτόν τον αυτοπροσδιορισμό) δεν είναι άμεσα αιρετοί. Το δε Ευρωκοινοβούλιο έχει απλώς γνωμοδοτικό – συμβουλευτικό χαρακτήρα. Η υποβάθμιση της λαϊκής κυριαρχίας είναι γεγονός και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σχεδόν σε όλες τις χώρες των 25. Ένα παράδειγμα καταπάτησης της λαϊκής φωνής είναι η Ιρλανδία, η οποία μετά την καταψήφιση της συνθήκης της Λισαβόνας αναγκάστηκε να επαναπροσέλθει στις κάλπες για να δώσει την τελική απάντηση του «Ναι», μια απάντηση που φυσικά βόλευε τις Βρυξέλλες, όπως και στην περίοδο του 2001, όταν είχε να κληθεί για να ψηφίσει υπέρ ή κατά της συνθήκης της Νίκαιας (συνθήκη που απέβλεπε στη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Τα δημοψηφίσματα διενεργούνται στην Ιρλανδία λόγω της σχετικής συνταγματικής πρόβλεψης που απαιτεί την προσφυγή στο σύνολο του εκλογικού σώματος για τέτοια ζητήματα.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της Ε.Ε. είναι η δημιουργία της EUROGENDFOR (Ευρωπαϊκή δύναμη καταστολής διαδηλώσεων), η οποία έχει ως έργο την επέμβαση σε έδαφος οποιουδήποτε κράτους-μέλους και μέρος της οποίας, σύμφωνα με σενάρια, βρίσκεται σήμερα σε Ελληνικό έδαφος, έτοιμη ν’ αναλάβει «δράση» αν προκύψει κίνδυνος γενικευμένης εξέγερσης.

Προοπτικές που αναδύονται και επιπτώσεις

Διάφοροι οικονομολόγοι προτάσσουν την έξοδο της χώρας από το νόμισμα του Ευρώ και επιστροφή της στη δραχμή, λέγοντας ότι «οι μνημονιακές πολιτικές θα υποβαθμίσουν οριστικά το βιοτικό επίπεδο της χώρας», πως «η πτώχευση είναι αναπόφευκτη, και συνεπώς θα ήταν καλύτερο να συμβεί τώρα παρά όταν η κατάσταση θα έχει επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο». Από την άλλη, το αντίπαλο στρατόπεδο υποστηρίζει την παραμονή της Ελλάδας στην  Ευρωζώνη, τονίζοντας «τις καταστροφικές συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν οι ευρωσκεπτικιστές επιλογές μας για την οικονομία της χώρας». Όλα αυτά τα σενάρια όμως, βασίζονται αποκλειστικά και μόνο σε αναλύσεις επιστημονίστικου χαρακτήρα, που γίνονται ελάχιστα κατανοητές στα αυτιά του μέσου πολίτη. Μιλούν με μαθηματικούς τύπους και με ακατάληπτους χρηματοπιστωτικούς όρους, που φυσικά σχεδόν κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει ή να χρησιμοποιήσει είτε στην καθημερινή του ζωή είτε στην επιχείρηση, είτε στην κοινωνία!

Τα ευρωσκεπτικιστικά σενάρια, παρά το γεγονός ότι εκφράζουν μια αλήθεια, εσωκλείουν έναν τεράστιο κίνδυνο: την καλλιέργεια ενός κατάλληλου εδάφους για τον πολιτισμικό απομονωτισμό και την άνοδο του εθνικισμού. Οι χυδαίοι ακροδεξιοί συνεχώς προπαγανδίζουν υπέρ της επιστροφής στις παλιές δομές των εθνών-κρατών, προβάλλοντας συχνά αξίες εθνοσυντηρητισμού. Η άποψη αυτή, βέβαια, καλλιεργείται και από πολλές αριστερές τάσεις που κάνουν λόγο για επιστροφή στην λαϊκή κυριαρχία αλλά ταυτόχρονα, μιλούν και για εθνική ανεξαρτησία. Σαφέστατα λαϊκή κυριαρχία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν μια χώρα δεν καταστεί ανεξάρτητη από την κεντρική εξουσία των Βρυξελλών, όμως κάτι τέτοιο δεν σηματοδοτεί απαραίτητα και την εκδημοκράτισή της! Απεναντίας, θα μπορούσε πολύ εύκολα να αναρριχηθεί στην εξουσία κάποιο δικτατορικό καθεστώς, πράγμα που η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκλείει. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ακροδεξιού ευρωσκεπτικισμού είναι ο Βρετανός Nigel Farrange, ηγέτης του United Kingdom Independece που μιλά συνεχώς για έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, μόνο και μόνο για να μην δέχεται πιέσεις η χώρα του από τα δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην προσπάθεια των αρμόδιων να περιορίσουν την μετανάστευση. Τί θα συνέβαινε σε περίπτωση που το UKIP κέρδιζε τις εκλογές στην Βρετανία; Προφανώς θα βλέπαμε την ενσάρκωση ενός νέου κράτους τύπου Μέτερνιχ, άβατο για κάθε μετανάστη. Παράλληλα, ο αριστερός ευρωσκεπτικισμός καλλιεργεί παρόμοιες τάσεις εθνοκεντρισμού όταν κάνει λόγο για εθνική ανεξαρτησία, μιας και θέτει την μεταφυσική οντότητα του έθνους ως κεντρική ιδέα για τη διαμόρφωση «ιδανικών» πολιτικών εξελίξεων.

Με βάση τα παραπάνω (και με όσα μας έχουν μάθει να πιστεύουμε), καλούμαστε να λάβουμε θέση εντός ενός διπόλου. Η κρίση του καθενός και οι αντιλήψεις του θα τον οδηγήσουν είτε στο πρώτο στρατόπεδο είτε στο δεύτερο. Όμως, στην πραγματικότητα, υπάρχουν παραπάνω επιλογές από ένα Ναι ή Όχι. Κοινώς, αυτό που θα πρέπει να  μας απασχολεί στην πραγματικότητα, δεν είναι η παραμονή μας ή όχι στην Ε.Ε. ή στην ευρωζώνη, αλλά το Ναι ή  Όχι στη δημοκρατία. Θα πρέπει δηλαδή, να δούμε τα πράγματα από μια σκοπιά καθαρά πολιτική και όχι καπιταλιστική, διότι και οι δύο τάσεις – παρά του ότι η έξοδος από την Ε.Ε. εκφράζεται κυρίως από τον αντικαπιταλιστικό χώρο – παραμένουν δέσμιες του φαντασιακού: «ορθολογική» κυριαρχία – συσσώρευση κεφαλαίων – ιδιοκτησία. Στην περίπτωση των αριστερών Ευρωσκεπτικιστών, η έννοια του έθνους-κράτους χρησιμοποιείται ως ιδιοκτησία (μια χώρα είναι και παραγωγικός μηχανισμός ταυτόχρονα). Συνεπώς το δίλημμα δεν είναι «Ανεξαρτητοποιημένη Ελλάδα ή Ευρωπαϊκή Ένωση», αλλά «δημοκρατία ή καπιταλισμός», ή, καλύτερα, «αυτονομία ή βαρβαρότητα». Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, ο μηχανισμός της ΕΕ απέχει μίλια από αυτό που ονομάζουμε εμείς δημοκρατία. Κατά την άποψή μας η πραγματική δημοκρατία χαρακτηρίζεται από την ίση συμμετοχή  όλων των πολιτών στην εξουσία και όχι από την εκπροσώπηση της κοινωνίας από μια ολιγαρχία. Έτσι λοιπόν, παρότι αμφισβητούμε την Ε.Ε. σαν θεσμό, δεν αντιπαλεύουμε την ένωση των λαών. Θα πρέπει να δούμε ξεχωριστά τους δεσμούς εξουσίας μεταξύ των αρχηγών των 25 και τους  δεσμούς αλληλεγγύης που θα μπορούσαν να αναπτύξουν μεταξύ τους οι λαοί. Θα μπορούσαμε να δούμε, λοιπόν, το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας ως μια νέα μορφή προοπτικής…

Επιστροφή στις συνελεύσεις

Τα πολιτικά κόμματα, χωρίς καμία εξαίρεση, αποδεικνύονται κατώτερα των περιστάσεων (βέβαια, δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό, καθώς αυτό το οποίο προσδοκούν στ’ αλήθεια είναι η συγκέντρωση όλο και περισσότερων εξουσιών και, σε  κάθε τους κίνηση, στοχεύουν όχι στο καλύτερο για την κοινωνία, αλλά στο επικοινωνιακό). Οφείλουμε να αποδεσμευτούμε από το σκεπτικό αυτό, αν πραγματικά θέλουμε να λεγόμαστε πολίτες. Οφείλουμε να αναλογιστούμε αν θα πρέπει κάθε φορά, απλώς να περιμένουμε τις εκλογές ώστε να ασκήσουμε το ανά τετραετία «δημοκρατικό» μας δικαίωμα, ρίχνοντας μια ψήφο διαμαρτυρίας με τη λογική του «το μή χεῖρον βέλτιστον» ή αν είναι προτιμότερο να δράσουμε άμεσα, ώστε, βασιζόμενοι στον κοινωνικό εαυτό, να θεσμίσουμε εμείς την κοινωνία, ξεπερνώντας τη σκουριασμένη «μεταπολίτευση».

Τη στιγμή που πρωτοφανή κινήματα για την ιστορία της «Δύσης» (ή του μητροπολίτικου καπιταλισμού), όπως το Occupy Wall Street και η μετά από πολλά χρόνια γενική απεργία στο Όκλαντ των Η.Π.Α, το Occupy LSX στο Λονδίνο, σπέρνουν το σπόρο της αντικαπιταλιστικής δράσης σε όλο τον πλανήτη, εμείς δεν έχουμε το ηθικό δικαίωμα να μείνουμε απαθείς, πηγαίνοντας εκεί που η πολιτική και οικονομική άρχουσα τάξη μας καθοδηγεί. Όπως έλεγε και ο Dante στην Divina Commedia πιο ποιητικά, «τα πιο φλογερά μέρη στην κόλαση υπάρχουν γι’ αυτούς που σε περιόδους ηθικής κρίσης, προτίμησαν να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους». Αυτό που επείγει αυτήν την στιγμή, είναι να κατανοήσουμε τους λόγους που είναι σημαντική η άμεση πολιτική δράση, προτάσσοντας την άμεση δημοκρατία ως μια πολιτειακή μορφή στο πλαίσιο του «προτάγματος της αυτονομίας» και, παράλληλα, ως βασικό άξονα γύρω από τον οποίο θα κινηθεί η κοινωνική οργάνωση, η οικονομία, η ζωή σε κάθε της πτυχή.

Όπως τόσο καιρό μας διατυμπανίζουν πώς οι «Αγορές» έχουν την τάση να αυτορυθμίζονται, έτσι κι εμείς μπορούμε να ισχυριστούμε πως αυτή την τάση την έχουν και οι ίδιες οι κοινωνίες. Μια κοινωνία, στο καθαρά λειτουργικό της πλαίσιο, έχει την τάση να παράγεται και να αναπαράγεται, είτε βρίσκεται σε μια παραγκούπολη στο Καράκας είτε στο Μανχάτταν. Το κεντρικό ερώτημα λοιπόν, δεν πρέπει να είναι το «αν υπάρχει εναλλακτική λύση» (μονοπώλιο της σκέψης και της πράξης), αλλά, μέσα από αυτή την απροσδιοριστία των κινήσεων που υπάρχουν και δύνανται να υπάρξουν, το «τί διαλέγουμε εμείς». Θέλουμε πράγματι μια ζωή αντίστοιχη του Μανχάτταν όπου θα μπορούμε χωρίς όρια να καταναλώνουμε; Θέλουμε να ζούμε σε μια παραγκούπολη και εις βάρος μας να καταναλώνουν στο Μανχάτταν; Ή εν τέλει δεν θέλουμε «ούτε Μανχάτταν, ούτε παραγκουπόλεις»; Ήρθε η ώρα να σκεφτούμε το άλλο, να φανταστούμε ότι η ζωή μας δεν είναι ζήτημα ψευδο-διλημμάτων και πως η ευημερία μας δεν σχετίζεται με οικονομικούς δείκτες σε καμία περίπτωση. Αυτό ισχύει μόνο για τις κοινωνίες που έχουν ως κεντρικό στοιχείο στον αξιακό τους κώδικα τους οικονομικούς δείκτες, δηλαδή τις καπιταλιστικές/οικονομιστικές. Αλλά οι αξίες μπορούν να αλλάξουν αν φανταστούμε άλλες αξίες που θεωρούμε ότι είναι καλύτερες, πιο λογικές και πιο ανθρώπινες. Και μέσα από αυτή την έκρηξη της φαντασίας μας, θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις μιας άλλης ζωής που να συμβαδίζει με το άλλο της σκέψης μας. Και φυσικά για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται και ένας χώρος. Ένας χώρος ο οποίος θα είναι δημόσιος. Και αυτός ο χώρος δεν είναι άλλος από τις δημοκρατικές συνελεύσεις, όπου εκεί τα άτομα κάνουν την εμφάνιση τους και μετατρέπονται σε πολίτες, δίνοντας τη δυνατότητα να καλλιεργηθεί ένα πραγματικό και ουσιαστικό πλέγμα ισότητας που να διαμορφώνει και θα διαμορφώνεται από τις κοινωνικές σχέσεις. Εκεί η δράση ξαναβρίσκει το νόημά της καθώς το υποκείμενο λογίζεται ως κοινωνικό ον: επιλέγει να αποφασίζει και δεν επιλέγει απλώς ποιοί θα αποφασίζουν γι’αυτό, όπως κάνουν οι ιδιώτες.

Λένε πως ο πεινασμένος δεν έχει τίποτε να φοβηθεί… Τι περιμένουμε λοιπόν, ώστε να οργανώσουμε τις ζωές μας έξω από το καπιταλιστικό πρότυπο της βαρβαρότητας; Αμφισβητώντας ο,τιδήποτε αυτοπρεσβεύεται ως «ορθολογικό», γίνεται φανερό ότι ακόμη και η πτώχευση δεν μπορεί να υφίσταται παρά μόνο εντός του καπιταλιστικού συστήματος και της λογικής του Νεοφιλελευθερισμού. Μπορούμε να δημιουργήσουμε, τώρα, αλληλέγγυα διατροφικά δίκτυα, να καταλάβουμε τα ακατοίκητα σπίτια, να στήσουμε σχολεία που θα προσφέρουν εκπαίδευση για τη ζωή και όχι για την υποταγή. Αρκεί να το αποφασίσουμε και να περάσουμε στην πράξη…

[1] Ο παγκόσμιος διασυρμός της Ελλάδας έχει ως επίκεντρό του τη λέξη «παραγωγικότητα». Η χαμηλή παραγωγή έχει κατατάξει τη χώρα στη μαύρη λίστα των αγορών, δημιουργώντας ταυτόχρονα διαφόρων ειδών ρατσιστικά στερεότυπα, «κατάγεσαι από την Ελλάδα, συνεπώς είσαι τεμπέλης», ασχέτως και αν έχουν μπερδέψει την τεμπελιά με την δυσλειτουργικότητα των Ελληνικών μονάδων παραγωγής* (αυτό γίνεται για ευνόητους λόγους!). Αυτό στην ουσία είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των Νεοφιλελεύθερων. Η ηθική της εργασίας και της ενοχής που ακολουθεί η «ορθολογική» μαεστρία τους, καταρρακώνει κάθε έννοια ανθρώπινης δημιουργίας και έκφρασης. Ο άνθρωπος έχει πλέον μετατραπεί σε animal laboran όπως λέει και η Hannah Arendt: H πραγματική έννοια της εργασίας (ως έννοια δημιουργίας) έχει πλέον χαθεί, μιας και έχει ταυτιστεί με την παραγωγή αγαθών που χρησιμεύουν μόνο για κατανάλωση. Ακόμη και η κατασκευή ενός σπιτιού, για την ίδια, αποτελεί στοιχείο δουλειάς (labor) και όχι εργασίας (work). Ως εκ τούτου, το να προσπαθούμε να μπούμε στη λογική του «θα πρέπει να καταστούμε μια χώρα παραγωγική» (επειδή έτσι θέλουν οι τεχνοκράτες και ο απαθής όχλος) είναι μάλλον μια ιδέα καταστροφική. Αν όλες οι χώρες παρήγαγαν και κατανάλωναν όπως η Μ.Βρετανία ή η Γαλλία (για παράδειγμα), ο πλανήτης δεν θα άντεχε για πολλά χρόνια ακόμα…

* Από έρευνα του Μαΐου 2011 προκύπτει ότι ο Έλληνας εργαζόμενος δουλεύει κατά μέσο όρο 2119 ώρες ετησίως, έναντι 1390 ωρών του Γερμανού, 1554 του Γάλλου, 1654 του Ισπανού, 1719 του Πορτογάλου, και 1773 του Ιταλού. Το ίδιο αβάσιμη είναι η αντίληψη ότι οι Έλληνες βγαίνουν νωρίς στη σύνταξη. Μέσος όρος συνταξιοδότησης είναι τα 61,5 έτη, δηλαδή πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και πάνω από τα 60 των Γάλλων και Ιταλών.

Συγγραφή: Ian Delta, Julien Febvre, Efor, Άρης Ελευθερούδας


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-96R

Νεοφιλελευθερισμός: Πίσω από τη θεωρία!

1. Ο Νεοφιλελευθερισμός

Ο Νεοφιλελευθερισμός υπήρξε ένα από τα πιο περιθωριακά οικονομικά δόγματα (ακόμα και στους καπιταλιστικούς κύκλους), το οποίο, μετά την άνοδο στην εξουσία των Ronald Reagan στις ΗΠΑ και της Margaret Thatcher στην Μεγάλη Βρετανία, άρχισε να παρουσιάζεται ως η τελευταία λέξη της οικονομικής επιστήμης. Επισήμως, έχει συνδεθεί με το «The Washington consensus» και σε μεγάλο βαθμό έχει επηρεαστεί από την Αυστριακή Σχολή των Οικονομολόγων (βλ. Ludwig von Mises, οικονομικός λιμπεραλισμός και λιμπερταριανισμός). Σε αντίθεση με τον φιλελευθερισμό, που ιστορικά αποτελεί την κύρια ιδεολογία της νεογέννητης αστικής τάξης κατά την εποχή του Διαφωτισμού (βασικοί εκφραστές του: Alexis de Tocqueville, Jean-Jacques Rousseau, Montesquieu…) και προτάσσει την αποδέσμευση της εκκλησίας από το κράτος, το τέλος της μοναρχίας, το αίτημα για δημοκρατία και ελευθερία του ατόμου, ο Νεοφιλελευθερισμός σήμερα θέτει ως κεντρική του επιδίωξη την οικονομική «ανάπτυξη» και «αποδοτικότητα», βάση της «ορθολογικής» κυριαρχίας επί των πάντων, μια ορθολογικότητα όμως καθαρά εργαλειακή και μηχανιστική (θα αναφερθούμε εκτενέστερα σ’ αυτό, παρακάτω).

Η στροφή στο Νεοφιλελευθερισμό οφείλεται κυρίως: α) στην υποχώρηση του παγκόσμιου εργατικού κινήματος μετά το Μάη του 1968 στην Γαλλία (τελευταία δυναμική εμφάνισή του με κήρυξη μαζικής πολυήμερης πολιτικής απεργίας) και το κλίμα απάθειας, ιδιώτευσης και κομφορμισμού που άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά στις περισσότερες Δυτικές χώρες μετά, β) στην πολιτισμική και κοινωνική οπισθοδρόμηση που ακολούθησε από τις αρχές του 21ου αιώνα και έπειτα, έχοντας ως αποτέλεσμα τη σταδιακή στροφή της κοινωνίας σε όλο και πιο συντηρητικές αξίες (η ηθική της εργασίας και ο παραγωγισμός: αξίες που προωθούνται, επίσης, και από τη Νεοφιλελεύθερη ατζέντα), γ) στην αδυναμία του κεϊνσιανισμού και της σοσιαλδημοκρατίας ν’ αμβλύνουν τις κοινωνικές ανισότητες και δ) κυρίως στον πανικό του διεθνούς κεφαλαίου μπροστά στη σταθερή πτώση του ποσοστού κέρδους του, που οφείλεται στην ανάγκη να αγοράζει ολοένα και πιο προηγμένη τεχνολογία,  με την υπερπροσφορά προϊόντων και τον ανταγωνισμό. Η άνοδος του Νεοφιλελευθερισμού υποβοηθήθηκε, επίσης: α) όπως διαπιστώνουν οι Verity Burgman και Andrew Ure [1α], στο ότι, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, μεγάλο κομμάτι του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις αντι-Νεοφιλελεύθερες θέσεις του [δεδομένου ότι το μοντέλο αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την παγκοσμιοποίηση (ως οικονομικός όρος)] με σκυρόδεμα την προετοιμασία καμπάνιας για τον τερματισμού του «Πολέμου Ενάντια στην Τρομοκρατία», πρώτα στο Αφγανιστάν και μετά στο Ιράκ και β) όπως περιγράφουν οι Clara Algranati, Jose Seoane και Emilio Taddei [1β], στο ότι, μετά νίκη των κινημάτων ενάντια στις δεξιές κυβερνήσεις στην Αργεντινή την Βολιβία και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής που είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση των σοσιαλδημοκρατικών κεντροαριστερών συνασπισμών, οι νέες αυτές κυβερνήσεις απέτυχαν εξίσου να δώσουν λύσεις στα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ντόπιος πληθυσμός, εξαφανίζοντας έτσι το «αντίπαλο δέος» στην επέλαση των Νεοφιλελεύθερων.

Βασικός στόχος ενός Νεοφιλελεύθερου προγράμματος, είναι η μείωση του οικονομικού ρόλου του κράτους, η οποία προτείνεται να γίνει με τους εξής τρόπους:
• με αποσύνδεση από το κράτος, τομέων της οικονομίας που παραδοσιακά ανήκαν σ’ αυτό, όπως η παιδεία, η υγεία, οι μεταφορές, τα δημόσια έργα, οι υποδομές, η ενέργεια, η στρατιωτική βιομηχανία κλπ. Σύμφωνα με τον κύριο εκφραστή του Νεοφιλελευθερισμού, Milton Friedman, μόνο οι δυνάμεις καταστολής πρέπει να παραμείνουν στην άμεση σφαίρα επιρροής του κράτους,
• με χαμηλότερη φορολογία του κεφαλαίου ως κίνητρο για επενδύσεις και απελευθέρωση των επιτοκίων
• με την άρση κάθε νομικού περιορισμού στην ασύδοτη δράση του κεφαλαίου,
• με εκτεταμένες αποκρατικοποιήσεις/ιδιωτικοποιήσεις και εκποίηση του δημοσίου πλούτου
• με ανταγωνιστικές ισοτιμίες
• με αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και ακύρωση των κοινωνικών κατακτήσεων (πρόγραμμα που επισήμως ονομάζεται: αναδιάταξη των δημοσίων προτεραιοτήτων των κρατικών δαπανών),
• με δημοσιονομική πειθαρχία,
• με απορρύθμιση
• με την ενίσχυση του ρόλου της ατομικής ιδιοκτησίας ως θεσμικά κατοχυρωμένου δικαιώματος.
[για περισσότερα, βλ. Williamson, J. (2004) «A short History of the Washington Consensus», Institute for International Economics]

Μια ματιά στην επική… ομιλία της 10ης Σεπτεμβρίου 2011 του Πρωθυπουργού στην 76η ΔΕΘ και κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο μετα-μνημονιακό νομοθετικό έργο της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης (αλλά και των κυβερνήσεων K. Σημίτη και K. Καραμανλή), είναι αρκετή για να φανεί η πλήρης υιοθέτηση από τα κυρίαρχα «κόμματα της εξουσίας» της χώρας, αλλά και από τα «συγκοινωνούντα τους δοχεία» (ΛΑ.Ο.Σ., ΔΗ.ΣΥ., ΔΗΜ.ΑΡ.), όλων των κύριων επιλογών του Νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όπως προαναφέρθηκαν:

Αναδιάρθρωση όλου του ασφαλιστικού συστήματος (αρχής γενομένης το 1992) με αποτέλεσμα την απίστευτη μείωση των συντάξεων και την αύξηση των ετών εργασίας, κατάργηση όλων των προστατευτικών (για τους εργαζόμενους) διατάξεων του εργατικού δικαίου σε βαθμό που να μιλάμε για ουσιαστική αντικατάστασή του από ένα «δίκαιο αμοιβών», διάλυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας με ιδιωτικοποιήσεις και συγχωνεύσεις νοσοκομείων και εν τοις πράγμασι ιδιωτικοποίηση της πρωτοβάθμιας Υγείας (δημιουργία ΕΟΠΥΥ), έμμεση κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας και της σχετικής δυνατότητας αυτοδιοίκησης που είχαν τα Πανεπιστήμια, παραχώρηση δημοσίων έργων σε ιδιώτες, εξαγγελία εκποίησης (ή «αξιοποίησης») δημόσιας περιουσίας, εξαγγελία πλήρους και άνευ όρων ιδιωτικοποίησης όλων των υπηρεσιών που γνωρίζαμε ως υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ρεύμα, νερό, επικοινωνίες κλπ.).

Διαρκείς αλλαγές στο φορολογικό σύστημα με σταδιακή μείωση του συντελεστή φορολόγησης των εταιρειών και ταυτόχρονη επιβολή πάσης φύσεως φόρων στην συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού και μάλιστα, σε μία χώρα που ήδη είχε την υψηλότερη έμμεση φορολογία σε ολόκληρη την Ευρώπη (και από τις υψηλότερες παγκοσμίως).

Θα μπορούσαμε να γράψουμε τόμους σχετικά με το πόσες επιλογές των τελευταίων κυβερνήσεων (και ειδικά της απάνθρωπης, σημερινής κυβέρνησης), τηρούν με ευλάβεια τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού, αλλά είναι πλέον γνωστές (και καθημερινά αισθητές) σε όλους.

2. Η απάτη της «ανάπτυξης» (ή πώς ο Νεοφιλελευθερισμός είναι απόλυτα παράλογος ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους)

Ο Πρωθυπουργός, στη ΔΕΘ, είπε μεταξύ άλλων:

         Η συζήτηση για την ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι αφηρημένη, δεν είναι απλώς ένα σύνθημα. Η ανάπτυξη δεν διατάσσεται, έχει προϋποθέσεις. Και πρώτη προϋπόθεση, όπως είπαμε, είναι η δημοσιονομική εξυγίανση και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Ποιος θα χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη, εάν δεν έχουμε διασφαλίσει πρόσβαση των τραπεζών σε διεθνή κεφάλαια; Εάν δεν έχουν επιστρέψει οι καταθέσεις -που σήμερα πράγματι επιστρέφουν. Αν η επένδυση στην Ελλάδα δεν είναι μια σίγουρη επένδυση; Προϋπόθεση, λοιπόν, η δημοσιονομική εξυγίανση.

Στη συνέχεια, προσπάθησε να τεκμηριώσει την άποψή του για το πώς επιτυγχάνεται η ανάπτυξη, θέτοντας ως κύριες προϋποθέσεις:
• τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος
• τη μείωση των δημοσίων δαπανών τάχα χωρίς αύξηση της φορολογίας (κάτι που όπως διαπιστώνουμε είναι απόλυτα ψευδές), η οποία μείωση θα επιτευχθεί με μείωση των εξόδων του κράτους (με τεράστιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, απολύσεις και εργασιακή εφεδρεία που είναι αποτέλεσμα συγχωνεύσεων και ιδιωτικοποιήσεων).
• την αύξηση των εξαγωγών (χωρίς βέβαια να εξηγήσει τί μπορεί να εξάγει μία ολοκληρωτικά αποβιομηχανοποιημένη χώρα όπως η Ελλάδα, ποιό θα είναι αυτό το «ανταγωνιστικό» προϊόν που θα ανατρέψει το ελλειμματικό ισοζύγιο – δύσκολο π.χ. να εξάγει μια χώρα ντομάτες και να εισάγει αυτοκίνητα και να προσδοκά ότι θα επιτύχει μια κρίσιμη αύξηση εξαγωγών).
• τις ιδιωτικοποιήσεις
• το άνοιγμα νέων αγορών (Ρωσία, Ισραήλ, Τουρκία, Σερβία, Κίνα, Ινδία) στους Έλληνες επιχειρηματίες (χωρίς να λέει ότι αυτό σημαίνει απώλεια θέσεων εργασίας και απώλεια εσόδων από την πενιχρή έστω φορολόγηση των επιχειρηματιών αυτών).

Συμπερασματικά προκύπτει ότι η επίσημη θέση της Κυβέρνησης είναι πως η Ελλάδα, θ’ ακολουθήσει τη συνταγή του Νεοφιλελευθερισμού και του μονεταρισμού «προκειμένου να βγει από την κρίση και να οδηγηθεί στην Ανάπτυξη». Συμπυκνώνοντας σε μία φράση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πραγματικός στόχος των Νεοφιλελεύθερων δεν είναι το Κράτος καθεαυτό, αλλά ο αναδιανεμητικός του ρόλος. Παρακάτω, μια σύντομη ματιά στα επίσημα στατιστικά στοιχεία που απεικονίζουν την παγκόσμια οικονομική κατάσταση η οποία είναι αποτέλεσμα της Νεοφιλελεύθερης έκδοσης του καπιταλισμού που κυριαρχεί τις τρεις τελευταίες δεκαετίες στον πλανήτη, αρκεί να μας πείσει ότι, πρακτικά, στο εμπειρικό πεδίο, η λειτουργία της καπιταλιστικής (γενικότερα) οικονομίας, ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματική ευημερία που προτάσσει η θεωρία της. Δηλαδή, στο άρθρο αυτό, θα κάνουμε μια κριτική στον Νεοφιλελευθερισμό με βάση τα δικά του κριτήρια, θα μιλήσουμε, εν ολίγοις, εκ των έσω και θα χρησιμοποιήσουμε τη δική του γλώσσα, όπως ήδη κάνουμε από την πρώτη παράγραφο:

Σύμφωνα με στοιχεία του Ο.Η.Ε, λοιπόν, για το 2008 (στην αρχή δηλαδή της τελευταίας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης), οι άνεργοι ήταν παγκοσμίως 1,4 δισεκατομμύρια, οι υποσιτιζόμενοι 800 εκατομμύρια, ενώ 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν, ήδη τότε, με ημερήσιο εισόδημα μικρότερο των 2 δολαρίων την ημέρα. Σε 100 χώρες, το 80% των εργαζόμενων ήταν ελαστικά ή προσωρινά απασχολούμενο, σε 85 χώρες υπήρχε πτώση του κατά κεφαλήν εισοδήματος και σε 34 πτώση του προσδόκιμου ζωής. Την περίοδο 1990-2008, καταγράφηκαν 13 εκατομμύρια θάνατοι παιδιών ετησίως από πείνα και ιάσιμες ασθένειες  κατά μέσο όρο. Το 2010 μάλιστα, 7,6 εκατομμύρια θάνατοι από τις αιτίες αυτές αφορούσαν παιδιά μικρότερα των 5 ετών. Το πρόβλημα της πείνας αυξήθηκε σε τεράστιο βαθμό μετά το 2007 εξαιτίας της αύξησης της τιμής των σιτηρών κατά 130% και του ρυζιού κατά 74% (δηλαδή των 2 πιο βασικών προϊόντων διατροφής). Σήμερα υπάρχουν 90 χώρες στις οποίες το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ τους. Τέλος, σημειώθηκε δραματική πτώση των πάσης φύσεως αμοιβών των εργαζόμενων παγκοσμίως με παράλληλη αύξηση του χρόνου εργασίας, ενώ η παράνομη παιδική εργασία εκτοξεύτηκε σε ιλιγγιώδη επίπεδα (το 2009 εργάζονταν υπό άθλιες συνθήκες περί τα 200 εκατομμύρια παιδιά).

Η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, Από τότε παρατηρείται πτώση των παγκόσμιων ρυθμών ανάπτυξης στην παραγωγή, τις επενδύσεις, την κεφαλαιακή συσσώρευση, την απασχόληση και το εμπόριο κατά 50% σε σχέση με τους αντίστοιχους των δεκαετιών του ‘50 και του ‘60. Με αυτόν τον τρόπο, βλέπουμε ότι ο Νεοφιλελευθερισμός (αν όχι ολόκληρος ο καπιταλισμός ως προς την οικονομική του φύση), όχι μόνο αδυνατεί να εκπληρώσει αυτά που «υπόσχεται», αλλά, αποτυγχάνει να θέσει σε ισχύ ακόμα και τα δικά του μέσα προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του (αύξηση της παραγωγής με σκοπό την «ανάπτυξη»).

Αυτό που θα έλεγαν εδώ οι θιασώτες του Νεοφιλελευθερισμού, σαν απάντηση, είναι ότι δεν μπορούμε συγκρίνουμε δυο ανόμοια πράγματα, δηλαδή την περίπτωση της Νότιας Ευρώπης (μέσα στην οποία βρίσκεται και η Ελλάδα) με τον «τρίτο κόσμο.» Το επιχείρημα αυτό, βέβαια, κάθε άλλο παρά εσφαλμένο θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς. Θα ήταν τερατώδες σφάλμα η σύγκριση όχι μόνο μιας χώρας όπως η Ελλάδα με τον Ισημερινό (η πρώτη είναι χώρα που συμμετέχει στην Ευρωζώνη, η δεύτερη απολαμβάνει μια εξαιρετική πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία), αλλά ακόμη και οποιαδήποτε ταύτιση δυο χωρών εντός της Ευρωπαϊκής οικονομικής περιφέρειας (όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία). Η γεωγραφική περιοχή, η θέση της κάθε χώρας στο διεθνές πολιτικό σκηνικό, η κυριαρχία που ασκεί σε άλλες ή οι πιέσεις που δέχεται, ακόμα περισσότερο, η ιδιοσυγκρασία των κατοίκων και οι σχέσεις πολιτείας/κράτους και πολιτών διαφέρουν ριζικά από χώρα σε χώρα, πράγμα που καθιστά οποιαδήποτε σύγκριση παιδιάστικη αφέλεια. Το πρόβλημα όμως εδώ δεν είναι η διαφορετικότητα των χωρών/κρατών τόσο, αλλά η φύση του καπιταλισμού/Νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή, η μηχανιστική του «ορθολογικότητα», μια «ορθολογικότητα» που, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν λογαριάζει ούτε τρόπο ζωής, ούτε συνήθειες, ούτε παραδόσεις:

Σε πρώτη φάση, ο καπιταλισμός, ήταν το πρώτο, στην ανθρώπινη ιστορία, καθεστώς που ονομάστηκε «ορθολογικό». Όλα τα προηγούμενα καθεστώτα βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο σε θρησκευτικούς μύθους. Δηλαδή, για έναν Χριστιανό της περιόδου του μεσαίωνα, η απάντηση στο ερώτημα «τι πρέπει να κάνω στην ζωή μου και γιατί ζω» ήταν η εξής: «να υπακούς στους νόμους του θεού και να προσεύχεσαι όσο περισσότερο μπορείς προκειμένου να κερδίσεις την εύνοιά του». Με την κυριαρχία του καπιταλισμού και κυρίως μετά την επικράτηση της Βιομηχανικής Επανάστασης το κυρίαρχο αυτό φαντασιακό αλλάζει. Η απάντηση στα υπαρξιακά προβλήματα ενός ανθρώπου, πλέον, είναι η εξής: «δουλειά, παραγωγή και συσσώρευση κεφαλαίων» (homo oeconomicus). Αυτό που βλέπουμε εδώ, είναι η μετουσίωση των φαντασιακών μύθων των παλαιότερων εποχών εντός της επιστημονίστικης και δαρβινιστικής καπιταλιστικής μηχανιστικής πραγματικότητας που κάποιοι ονόμασαν ορθολογικότητα. (Με τον όρο ορθολογισμό, εννοούμε το φιλοσοφικό ρεύμα που αποδέχεται ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσης τη λογική σκέψη και μόνο, και συνδέεται με την εισαγωγή των μαθηματικών στη φιλοσοφία, βλ. Ντεκάρτ και Σπινόζα.) Γιατί όμως ονομάσαμε την «ορθολογικότητα» αυτή εργαλειακή; Διότι πολύ απλά, είναι μια ορθολογικότητα κατευθυνόμενη μόνο ως προς τους σκοπούς, ενώ, ταυτόχρονα, απουσιάζει παντελώς στις σχέσεις μεταξύ των σκοπών αυτών και των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν προκειμένου αυτοί να επιτευχθούν. Για παράδειγμα, τί θα μπορούσε να εμποδίσει την κυβέρνηση των Η.Π.Α να εκτοξεύσει μια υδρογονοβόμβα στους κατοίκους μιας Χ χώρας, θανατώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και ισοπεδώνοντας τις αντιστάσεις της οριστικά, προκειμένου να καταληστεύσει τις εδαφικές της πηγές, χρήσιμες για την ανάπτυξη της παραγωγής; Κάποιοι θα έλεγαν, «το διεθνές δίκαιο»… Αυτό το δίκαιο, όμως, δεν δημιουργήθηκε ελέω καπιταλισμού! Δημιουργήθηκε από αγώνες που έλαβαν μέρος ενάντια στον καπιταλισμό, από τα πρώτα κινήματα για δημοκρατία και πολιτικές ελευθερίες (βλ. Γαλλική, Αγγλική και Αμερικανική επανάσταση) που με τη σειρά τους κληροδότησαν το εργατικό επαναστατικό κίνημα με τους τεράστιους κοινωνικούς αγώνες που έλαβαν χώρα κατά τον προηγούμενο αιώνα. Ακόμα περισσότερο όμως, τί θα μπορούσε να εμποδίσει έναν επιχειρηματια, από το να μειώσει το ανθρώπινο προσωπικό του αντικαθιστώντας πολλούς εργάτες με μηχανές (μέσον), προκειμένου να πετύχει την μεγιστοποίηση του κέρδους του που επιθυμεί (σκοπός); Ποιές είναι, επίσης, οι επιπτώσεις της παραγωγικής ανάπτυξης στο φυσικό περιβάλλον; Και στις τρεις περιπτώσεις, η ορθολογικότητα του σκοπού υπερέχει αυτήν του μέσου. Έτσι, στο εμπειρικό πεδίο, η ευημερία είναι πλασματική. Ως εκ τούτου, λοιπόν, έχουμε τη φτώχεια να καλπάζει όχι μόνο στις χώρες του «τρίτου κόσμου», αλλά και στην ίδια τη γηραιά μας Ήπειρο, και οι χαώδεις κοινωνικές ανισότητες ν’ αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ολοένα και μεγαλύτερη συρρίκνωση της κοινωνικής πρόνοιας με σκοπό την αποφυγή «άσκοπων» δαπανών (άσκοπων με βάση τους διάφορους «ειδικούς» οικονομολόγους που στη δική τους λογική, τα νούμερα και οι εξισώσεις απαιτούν περικοπές και μέτρα λιτότητας προκειμένου να μην καταρρεύσουν οι τράπεζες, οι βάσεις δηλαδή του καπιταλισμού).

Έκτοτε, λοιπόν, από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα, έχουμε δει 4 μικρότερης εμβέλειας από τη σημερινή, κρίσεις: α) 1973-75, β) 1981-82, γ) 1988-89, δ) 2001-03 και 2 χρηματιστηριακά κραχ: στη Wall Street το 1987 και στη Ν.Α. Ασίας το 1997. Παράλληλα, παρατηρείται μια μόνιμη νομισματική αστάθεια που εκδηλώνεται με συνεχείς διακυμάνσεις του δολαρίου, με τον κλυδωνισμό του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος που οδήγησε στη Συνθήκη του Μάαστριχ και κατ’ επέκταση στην ΟΝΕ και με αλλεπάλληλες καταρρεύσεις εθνικών νομισμάτων σε διάφορες χώρες (Ταϊλάνδη, Βραζιλία, Μεξικό, Πορτογαλία, Ρωσία κ.α.).

Αναφορικά με την Ελλάδα: Η ακολουθούμενη πολιτική όπως αποτυπώνεται στο Μνημόνιο, τις επικαιροποιήσεις του και το Μεσοπρόθεσμο, εκτός από εξόφθαλμα άδικη και ελιτίστικη, ταυτόχρονα είναι και απόλυτα αναποτελεσματική και παράλογη ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους! Ο επίσημα διακηρυγμένος στόχος της Κυβέρνησης για περιορισμό του χρέους στο 60% του ΑΕΠ και του ελλείμματος στο 3% από το 15,5%, είναι κάτι παραπάνω από ανέφικτος. Αρκεί να σημειωθεί ότι σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της Τρόικα, μόνο οι πληρωμές τόκων θ’ απορροφούν τα επόμενα χρόνια περισσότερα από την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ. Συνεπώς, αυτοί που μιλούν, όπως προαναφέρθηκε για «Ανάπτυξη», το μόνο που καταφέρνουν, είναι να δημιουργούν «Ύφεση». Η μείωση μισθών, συντάξεων, κοινωνικών δαπανών και δημοσίων επενδύσεων σε συνδυασμό με την διαρκή επιβολή όλο και βαρύτερων φόρων, οδηγεί σε κατάρρευση της κατανάλωσης και άρα σε μείωση των φορολογικών εσόδων τόσο από τους άμεσους όσο και από τους έμμεσους φόρους. Αυτή η υστέρηση εσόδων οδηγεί σε νέα μείωση μισθών και συντάξεων και νέα επιβολή φόρων κ.ο.κ., πράγμα που βάζει την οικονομία σε υφεσιακό φαύλο κύκλο.

Η κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, που σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το β΄ τρίμηνο του 2011 είχε ανέλθει σε ποσοστό 16,3% (έναντι 15,9% του πρώτου τριμήνου 2011 και 11,8% του αντίστοιχου, δεύτερου, τριμήνου του 2010), η οποία μεταφράζεται σε 811.000 άνεργους, είναι ίσως η πιο δραματική συνέπεια της ακολουθούμενης πολιτικής. Μάλιστα, δεδομένου ότι η πραγματική ανεργία πρέπει να βρίσκεται λίγο παραπάνω από 19% (περίπου 950.000 άνεργοι) και ότι σύμφωνα με την επίσημη πρόβλεψη για το τέλος τους έτους εκτιμάται ότι θα υπάρχουν περί 1.100.000 άνεργοι (άρα, στην πραγματικότητα, ίσως και 1.300.000), σημαίνει ότι μέχρι την άνοιξη του 2012, περίπου 3 με 3,5 εκατομμύρια θα ζουν στην Ελλάδα στο όριο της φτώχειας και κάτω από αυτό (αφού κάθε άνεργος συμπαρασύρει π.χ. μια οικογένεια ή άλλα άτομα που στηρίζονταν σ’ αυτό κλπ.). Σ’ αυτούς τους νεόπτωχους μάλιστα, δεν συνυπολογίζονται όσοι συνεχίζουν να εργάζονται με εξευτελιστικές και συνεχώς μειούμενες αμοιβές/μισθούς/μεροκάματα. Τέλος, όλοι ανεξαιρέτως οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας, απεικονίζουν αυτή την ύφεση (π.χ. το πρώτο τρίμηνο του 2010, σημειώθηκε 5% μείωση των τραπεζικών καταθέσεων προς το συνολικό τραπεζικό σύστημα, το Δεκέμβριο του 2009 το 7,7% των δανείων δεν αποπληρώνονταν – ποσοστό που τον Μάρτιο του 2010 είχε ανέβει στο 8,5%, τον Μάιο 2010 στο 9,2%, ενώ σήμερα ανέρχεται πια αλματωδώς).

Είναι λοιπόν προφανές ότι η ελληνική οικονομία, ως οικονομία μικρής κλίμακας, είναι αδύνατο ν’ αντέξει μία τόσο σφοδρή επέλαση φτώχειας – η οποία, ούτως ή άλλως, είναι πρωτοφανής. Η επερχόμενη φτώχεια αναπόφευκτα θα συμπαρασύρει ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες και κάθε κλάδο «αιχμής» της, έτσι κι αλλιώς, προβληματικής ελληνικής οικονομίας.

3. Η λύση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική.

Από όλα τα παραπάνω, προκύπτει ότι είναι αδύνατο να υπάρξει λύση των σημερινών οικονομικών προβλημάτων εντός του οικονομικού κύκλου. Η λύση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική: με αυτή την έννοια, η είσοδος στο προσκήνιο της κοινωνίας, του συμμετοχικού παράγοντα, με τη συγκρότηση ενός μαζικού κινήματος με διεθνιστικά χαρακτήρα, έχει κεφαλαιώδη και ιστορική σημασία.

Κύριος στόχος είναι η επαναφορά της πολιτικής στο προσκήνιο και η επικράτησή της. Με τον όρο πολιτική, δεν εννοούμε βεβαίως την ψηφοθηρία, ούτε τα ανούσια τηλε-debates μεταξύ των δύο κυρίαρχων κομμάτων και των ακολούθων τους. Στην πραγματικότητα, η πραγματική πολιτική βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το τσίρκο των ιδιοτελών συμφερόντων που ελέγχουν και κατευθύνουν αυτό το πολίτευμα της κομματοκρατίας και της φιλελεύθερης ολιγαρχίας (που ειρωνικά και μόνο θα μπορούσε ν’ αποκαλείται δημοκρατία). Η κοινωνία πρέπει να καθορίζει την οικονομική πολιτική και όχι τα ανεξέλεγκτα και ιδιοτελή ιδιωτικά συμφέροντα (ειδικά στην Ελλάδα, το κίνημα βρίσκεται μπροστά σε ιστορικές ευκαιρίες πρώτου μεγέθους). Η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια των λίγων (ολιγαρχία) παράγει ανισότητα, εφόσον παρέχει προνόμια σε συγκεκριμένους ανθρώπους.

Η γενικευμένη φτώχεια που, κατά πάσα πιθανότητα, θα κορυφωθεί τους επόμενους μήνες, αναπόφευκτα θα επιφέρει κοινωνικές εκρήξεις και αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό. Η κυρίαρχη ελίτ που πίσω από αυτήν και τους πολιτικούς της εκπροσώπους στοιχίζεται αυτή τη στιγμή όλος ο παγκόσμιος καπιταλισμός, θα επιχειρήσει να σωθεί με κάθε τρόπο, προωθώντας πολυκομματικές κυβερνήσεις οι οποίες υποτίθεται ότι θα υλοποιήσουν πιο εύκολα το πρόγραμμα του Μνημονίου υπό το προσωπείο της «εθνικής συναίνεσης» και υπό το πρόσχημα του μονόδρομου. Όμως, όπως είδαμε, το πρόγραμμα αυτό δεν προχωράει με τίποτα, είναι θνησιγενές και καταδικασμένο σε αποτυχία. Παράλληλα, όμως, αν η ίδια η κυρίαρχη ελίτ παίξει το χαρτί της συναίνεσης, εκτοπίζοντάς την όχι στην κοινωνική βάση – όπου είναι αδύνατον να υπάρξει συναίνεση με το πρόγραμμα κοινωνικής βαρβαρότητας και εκποίησης του δημοσίου πλούτου – αλλά στη συνεργασία των δύο κομμάτων εξουσίας και των δορυφόρων τους, θα προκαλέσει σεισμικές αντιδράσεις στο ήδη αηδιασμένο από τη θύελλα των σκανδάλων κοινωνικό σώμα, αναλαμβάνοντας το ρίσκο να το ωθήσει σε γενική ριζοσπαστικοποίηση. Επίσης, η διαφαινόμενη είσοδος στην διεθνή επιτήρηση και άλλων χωρών, από τη μια πλευρά θα μεγαλώσει τα αδιέξοδα του καπιταλισμού, ενώ, από την άλλη θα προσδώσει στο κίνημα μαζικότητα και διεθνή διάσταση, εμπλουτίζοντάς το με νέες ιδέες και πρακτικές.

Οι αγώνες που βρίσκονται μπροστά μας το αμέσως επόμενο διάστημα, είναι σημαντικοί για όλη την Ευρώπη. Αν κερδηθούν, η νίκη θα έχει μεγάλη σημασία για πολλούς λαούς. Κυριότερη προϋπόθεση γι’ αυτή τη νίκη, είναι η μαζικότητα του κινήματος, η οποία, για να επιτευχθεί είναι απαραίτητο το άνοιγμά του στη βάση και η υπέρβαση των κομματικών και συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών, με διαδικασίες αυτοοργάνωσης στις γειτονιές, τους χώρους εργασίας, τα πανεπιστήμια, τη νεολαία κλπ. Εκτός, όμως, από τη μαζικότητα, άλλη προϋπόθεση επιτυχίας είναι ο ενωτικός χαρακτήρας του κινήματος. Μ’ αυτή την έννοια, τα αιτήματα πρέπει να είναι σαφή και με όσο το δυνατόν πιο καθολική απήχηση. Δεν είναι ώρα για στενά κλαδικά αιτήματα, τα οποία αναπόφευκτα θα χαθούν μέσα στον γενικό ορυμαγδό και θα κάνουν ευκολότερη την ενεργοποίηση των αντανακλαστικών του κοινωνικού αυτοματισμού που σίγουρα θα υποδαυλίσουν οι κυβερνώντες και τα ΜΜΕ που τους υπηρετούν.

Κεντρικό σύνθημα των λαϊκών – κοινωνικών διεκδικήσεων θα πρέπει να είναι αρχικά η προσπάθεια διοργάνωσης γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας, η οποία, αν πετύχει, ίσως να έχει πανευρωπαϊκό αντίκτυπο, και στόχος η άμεση δημοκρατία και πολιτική συμμετοχή. Τέλος, θα πρέπει να προετοιμαστεί η άμυνα της κοινωνίας απέναντι στην επερχόμενη φτώχεια, με ενέργειες που θ’ αποσκοπούν στην προστασία των ασθενέστερων και, στη συνέχεια όλων των εργαζόμενων (π.χ. διοργάνωση συσσιτίων, παράνομη ηλεκτροδότηση νοικοκυριών που μένουν χωρίς ρεύμα, οργανωμένη άρνηση πληρωμής των ολοένα επαχθέστερων χαρατσιών, αντίσταση στο κλείσιμο νοσοκομείων και τις συγχωνεύσεις σχολείων, προσπάθεια για εγκαθίδρυση μιας (προσωρινής ; ) ανταλλακτικής οικονομίας ή για ίδρυση τράπεζας λαϊκής βάσης. Εν ολίγοις, κοινωνική ανυπακοή και γόνιμες αντιπροτάσεις, βάση πραγματικά δημοκρατικών προταγμάτων.

Όλα αυτά θα είχαν ως συνέπεια την άνοδο του ηθικού του λαού, τη συνειδητοποίησή του και την εκπαίδευσή του στο να αγωνίζεται. Ακόμα κι αν δεν στεφθούν τα πάντα με επιτυχία, σε κάθε περίπτωση θ’ αποτελέσουν μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το κίνημα και τους αγώνες που θ’ ακολουθήσουν. Άλλωστε, στο σημείο που έχουμε φτάσει, δεν έχουμε απολύτως τίποτα να χάσουμε πια και αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό απ’ όλους.

Συγγραφή: Ian Delta και Michael Th

[1α] Από: Globalizing Resistance (2004), The State of Struggle, Pluto Press, London, Κεφάλαιο 5 «Resistance to Neoliberalism in Australia and Oceania»
[1β] Από το ίδιο βιβλίο, κεφάλαιο 10, «Neoliberalism and Social Conflict: The Popular Movements in Latin America»


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-8PC