Λίγες ακόμα σκόρπιες σκέψεις για τις ευρωεκλογές, το πραγματικό διακύβευμα και τα πραγματικά ζητούμενα

Στο προηγούμενο μου άρθρο που αναρτήθηκε λίγες μέρες πριν «για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών 2014» ειπώθηκαν διάφορα αναφορικά με την άνοδο της ακροδεξιάς, τις δυναμικές της, καθώς και την αύξηση των ποσοστών των αριστερών κομμάτων στις χώρες του νότου, πράγμα που για τα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης – τα οποία συνεχώς εστιάζουν στη νίκη του Φαράτζ (Βρετανία) και της Λεπέν στη Γαλλία αντίστοιχα – αποτελεί ασήμαντη λεπτομέρεια. Φυσικά, στον επίλογο του άρθρου, κατέστησα σαφές ότι το δημοκρατικό έλλειμμα και ο κοινωνικός πόλεμος (εντός του οποίου εντάσσεται και ο ρατσισμός, ο αντισημιτισμός, η ξενοφοβία και κάθε είδους διάκριση) δεν είναι φαινόμενα που μπορούν να εξαλειφθούν μέσα από ολιγαρχικές διαδικασίες, όπως οι εκλογές. Αλλά σε γενικές γραμμές ισχυρίστηκα ότι τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας μόνο κατόπιν ψύχραιμης ανάλυσης και διαύγασης μπορούν να μας οδηγήσουν σε βάσιμα συμπεράσματα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και η υπερπροβολή του «ευρωσκεπτικιστικού σεισμού» από τα Μέσα Ενημέρωσης, ως η μοναδική απειλή που αυτή τη στιγμή καλούνται οι κοινωνίες να αντιμετωπίσουν, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην πτώση των ποσοστών των κομμάτων αυτών, αλλά απεναντίας οξύνει ακόμα περισσότερο τις αντιδράσεις σε μια περίοδο όπου απαιτείται το άκρως αντίθετο· δράση αλλά και περισυλλογή, πράξη αλλά και διαύγαση, συζήτηση και όχι κινδυνολογία, ταμπουϊσμό και στρουθοκαμηλισμό. Εξηγώ λοιπόν για όλα αυτά παρακάτω:

1. Η άνοδος του ακροδεξιού λαϊκισμού και η συνολική εικόνα

Σε πρώτη φάση, ο χαρακτηρισμός των αριστερών και των φιλελεύθερων για τα κόμματα αυτά ως φασιστικά και ναζιστικά είναι όχι μόνο υπερβολικός αλλά τερατώδης. Διότι ούτε ο Φαράτζ ούτε η Λεπέν αμφισβητούν την φιλελεύθερη «δημοκρατία», τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και τις εκλογές. Ελάχιστα από αυτά τα κόμματα – έως κανένα – είναι προσωποπαγή (στην πραγματικότητα ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α είναι πολύ πιο προσωποπαγής από ότι το Κόμμα της Ελευθερίας του Βίλντερς πχ), κανένα μανιφέστο από τέτοιες οργανώσεις δεν μιλά για απόλυτη πίστη σε κάποιον ηγέτη ή επιθυμεί κατάληψη της εξουσίας με εξωκοινοβουλευτικές μεθόδους. Αντίθετα αυτοί που επιθυμούν σιδηρά πυγμή και πίστη στον αρχηγό είναι η Χρυσή Αυγή, το Ουγγρικό Γιόμπικ το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα καθώς και το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα, οι μόνες οργανώσεις με καθαρά ναζιστική/φασιστική χροιά και ιδεολογία. Σε αντίθεση λοιπόν με τους δεύτερους (που δεν διστάζουν να σχηματίσουν εθνοφρουρές και παραστρατιωτικές ομάδες, ή συσσίτια μίσους), οι πρώτοι ελάχιστη παρουσία έχουν στους δρόμους και η κινηματική τους βάση είναι επί της ουσίας ανύπαρκτη. (Άλλωστε μαζικά ναζιστικά κινήματα στη σημερινή Ευρώπη, όπως τη δεκαετία του 30, δεν υφίστανται σε καμία χώρα της υφηλίου, ούτε καν και στην εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης Ουκρανία, όπου ο Δεξιός Τομέας – υπαίτιος για δολοφονίες Εβραίων και αντιφρονούντων κατά τη διάρκεια των βανδαλισμών κατά την περίοδο των διαδηλώσεων της Euromaidan, στις πρόσφατες εκλογές κατέγραψε ποσοστά αμελητέα).

Σε πρώτη φάση θα πρέπει να μιλήσουμε με όρους εκλογικής συμπεριφοράς, κι εδώ δεν θέλει και πολύ να καταλάβουμε γιατί ο Φαράτζ ή η Λεπέν είναι δελεαστικοί για τους ψηφοφόρους. Σε πολλές περιπτώσεις λένε – με τρόπο φυσικά άκομψο, δημαγωγικό και λαϊκιστικό (κάτι που τους καθιστά εμπορεύσιμους και θεαματικούς στο απαθές ευρύ κοινό) – αυτό που θα έπρεπε να έχει ήδη ειπωθεί από τις δυνάμεις του αντικαθεστωτικού χώρου (μέ ή χωρίς εισαγωγικά). Τρεις είναι οι, επί της ουσίας, λόγοι που μας βοηθούν να καταλάβουμε την άνοδο της ακροδεξιάς:

  1. Δεν μπορούμε να παραβλέπουμε ότι μονάχα όσοι έχουν άμεσα συμφέροντα από την νεοφιλελεύθερη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφωνούν με το ότι τα τελευταία επτά χρόνια η πολιτική γραμμή της έχει καταστεί εχθρική για τους λαούς, μέσω των συνεχόμενων μέτρων λιτότητας, αυταρχικοποίησης και χυδαίων εσωτερικών παρεμβάσεων: τί έγινε για παράδειγμα με την αντικατάσταση του Γ.Παπανδρέου από τον Παπαδήμο ή του Μπερλουσκόνι από τον Μόντι έπειτα από εξαγγελίες για «λαϊκή ετυμηγορία» με στόχο την εφαρμογή μέτρων λιτότητας; Τί έγινε με την αρχική απόρριψη της συνθήκης της Λισσαβόνας από τους Ιρλανδούς, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να μπουν σε δεύτερη διαδικασία δημοψηφίσματος με σκοπό να δοθεί θετική απάντηση – απάντηση που φυσικά βολεύει μια χαρά τις Βρυξέλλες; Κάποιοι με βάση τα (πραγματικά) αυτά γεγονότα – και με αφορμή τον φόβο που προκαλούν και την ανασφάλεια που διαχέουν μέσα σε μια κοινωνία που όλα μοιάζουν να καταρρέουν – χτίζουν και προωθούν διαφόρων ειδών θεωρίες συνωμοσίας (οι οποίες, αν μη τι άλλο, τροφοδοτούν και ενισχύουν τα ποσοστά των κομμάτων αυτών). Οι λόγοι είναι ένα σωρό: αδυναμία κοινωνικής διαύγασης, ναρκισσιστική/ταυτιστική ιδεολογικοποίηση και παρωπιδισμός, θεαματική (και υπόρρητη) αναπαραγωγή του μεταμοντέρνου κιτς…  Αυτό φυσικά δεν αναιρεί το γεγονός ότι καμία λαϊκή βούληση πλέον δεν γίνεται σεβαστή αν δεν συμβαδίζει με τα σχέδια των αγορών, με την τυφλή, πεισματική και συνεχόμενη εμμονή της υπάρχουσας ιντελιγκέντσιας στο δόγμα του χυδαίου οικονομισμού που σαν οδοστρωτήρας έχει καταστρέψει κάθε κοινωνική σχέση (ο λεγόμενος κοινωνικός πόλεμος).
  2. Σε ότι αφορά το μεταναστευτικό επίσης (πάνω στο οποίο έχει στηθεί ολόκληρη η προπαγάνδα της ακροδεξιάς) μόνο οι φιλελεύθεροι (και δυστυχώς ένα μεγάλο κομμάτι αριστερών) εξακολουθούν ακόμα να θεωρούν την πολυπολιτισμικότητα ως ιδανικό μοντέλο, αγνοώντας το γεγονός ότι ο πολιτισμικός σχετικισμός που προωθεί υποθάλπει εξίσου ακραίους εθνικισμούς (συνήθως από μετανάστες) όπως για παράδειγμα ο Ισλαμικός φονταμενταλισμός. Στην πραγματικότητα η παρηκμασμένη αριστερά δεν δέχεται απολύτως καμία αντίρρηση στο ζήτημα αυτό, βαφτίζοντας «ρατσιστή» και «φασίστα» οποιονδήποτε τολμά να θίξει τέτοια ερωτήματα, στο βαθμό που άλλα βασικά θέματα κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως η ισότητα των φύλων και η ελευθερία του σεξουαλικού προσανατολισμού (τα οποία αμφισβητούνται από τα πιστεύω και τις ιδέες κάποιων συντηρητικών μεταναστών – φυσικά όχι όλων), περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Απεναντίας, καμία από αυτές τις δύο δυνάμεις δεν προσπαθεί να καταλάβει ότι το πολυπολιτισμικό μοντέλο απέτυχε όχι όμως γιατί δεν είναι εφικτή η συνύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο (όπως εξακολουθούν να λένε οι ρατσιστές – με πρώτο και καλύτερο τον Μπρέιβικ) αλλά γιατί πολύ απλά δεν υφίσταται καμία εξισωτική δύναμη εντός του, καμία τάση με στόχο την εύρεση ενός κοινού τόπου επικοινωνίας μέσα στο στίβο του σκληρού οικονομικού ανταγωνισμού, αναζητώντας νέα προτάγματα (όπως αυτό των διαπολιτισμικών σχέσεων).
  3. Ας μην ξεχνάμε φυσικά ότι ένα μεγάλο ποσοστό αυτών που επέλεξαν τον κύριο Φαράτζ ή τον κύριο Σόινι οφείλεται εξίσου και στην υποτιθέμενη οικονομική αλληλεγγύη προς τις χώρες του νότου. Εδώ και πέντε χρόνια οι μεγάλες σε κυκλοφορία tabloid εφημερίδες του βορρά (όπως η Daily Mail και η Bild) μηρυκάζουν διαρκώς για τον ελληνικό λαό – και τους υπόλοιπους λαούς τους νότου αντίστοιχα – πως είναι όλοι τεμπέληδες, φοροφυγάδες και απατεώνες που επιθυμούν με τα χρήματα των Ευρωπαίων φορολογούμενων (οι οποίοι είναι όλοι τίμιοι) να μπαλώσουν την κρίση (η οποία είναι δημιούργημα της μεσογειακής τους οκνηρίας). Έτσι, η πλειοψηφία των λαών του βορρά – που πιστεύει ότι παίζει το ρόλο του αλόγου στην κούρσα της μεσογειακής σιέστας – επιλέγει τις ευρωσκεπτικιστικές πολιτικές (που στην πραγματικότητα εκφράζονται μέσα από ακροδεξιά λαϊκιστικά σχήματα) με στόχο την άμεση διακοπή της χρηματοδότησης. Άλλωστε όταν οι Βρετανοί διαδήλωναν στους δρόμους του Λονδίνου ενάντια στη λιτότητα (μαζί με εκφυλισμένα συνδικάτα) δεν επιθυμούσαν «ανατροπή» και «κοινωνική πολιτική» (όπως αντίθετα θέλουν να πιστεύουν οι αριστερές σέχτες) αλλά επιστροφή στην παλιά ευμάρεια με το κράτος να παίζει το ρόλο του κοινωνικού προστάτη ή να πάψει η κυβέρνηση κόβει μισθούς και συντάξεις με σκοπό να χρηματοδοτεί την Ευρωπαϊκή Ένωση και τους «τεμπέληδες» του νότου (ένα μεγάλο ποσοστό εξέφρασε τέτοιες απόψεις).

2. Η τριπλή πόλωση που συνθέτει το παζλ

Στις περισσότερες χώρες του βορρά – όπου η αριστερά είναι ανύπαρκτη για πολλούς και διάφορους λόγους – αυτές τις αντιδράσεις προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τα ακροδεξιά κόμματα που, επιπλέον, όχι μόνο δεν εκφράζουν κάποιο επεκτατικό εθνικισμό ή αποικιοκρατικό ρατσισμό – εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον -, αλλά απεναντίας προβάλλουν έναν αντιδραστικό εθνικο-συντηρητισμό καθαρά αμυντικής φύσεως, όπως εναντίωση στην εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, εναντίωση στην εμπλοκή των Δυτικών στον πόλεμο της Συρίας και στη Λιβύη. (Το κατά πόσο από πίσω υποβόσκει το παλιό ρατσιστικό ευρωπαϊκό φαντασιακό είναι δύσκολο να απαντηθεί στη συγκεκριμένη στιγμή). Έτσι λοιπόν κερδίζουν το εκλογικό παιχνίδι βρίσκοντας ευήκοα ώτα. Κι εφόσον οι διαχωριστικές γραμμές αριστεράς – δεξιάς έχουν πλέον αλλοιωθεί, ένας μέσος Γάλλος πολίτης εκφράζει τέτοιου είδους ανησυχίες (απεχθάνεται τον Δυτικό ιμπεριαλισμό και την παγκοσμιοποίηση) δεν θα διστάσει να στηρίξει τη Λεπέν. Έτσι λοιπόν ενώ η αριστερά αποτελεί στο νότο την παλιά συνιστώσα και «δύναμη» για ανατροπή της λιτότητας και επαναφορά σε μια σοσιαλδημοκρατία, στο βορρά ενώ άλλοτε εκπρόσωπευε τις τάξεις που ήταν οι μόνες ικανές για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της ευημερίας, στη σύγχρονη εποχή της κονιορτοποίησης και διάλυσης των αξιών αυτό το υποκείμενο παύει να αποτελεί σημαίνον έχοντας πλήρως απορροφηθεί και καταστεί νωθρό και μαλθακό από την κοινωνία της πληροφορίας και την τεχνολογική επανάσταση. Με άλλα λόγια, η αριστερά στο νότο παίρνει τη μορφή της νέας σοσιαλ-δημοκρατίας (εφόσον οι παλιές κεντροαριστερές δυνάμεις αρχίζουν σιγά σιγά να εξασθενούν – κυρίως λόγω των συμμαχιών τους με την νεοφιλελεύθερη κεντροδεξιά), προτάσσοντας το αυτονόητο που κερδήθηκε τη Χρυσή Τριακονταετία: δημόσια υγεία και πρόνοια, εκπαίδευση για όλους, σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε γενικές γραμμές, το πολιτικο-ιδεολογικό πεδίο χωρίζεται πλέον σε τρία στρατόπεδα: 1) όλες οι δυνάμεις του κέντρου έχουν συγχωνευτεί στη λογική του laissez-faire φιλελευθερισμού, 2) οι ακροδεξιές δυνάμεις παίζουν το ρόλο του εθνικού προστατευτισμού ενάντια στο laissez faire δόγμα και 3) οι αριστερές δυνάμεις (ως επί τω πλείστο στο νότο) προτάσσουν κοινωνικό προστατευτισμό.

Αυτό το τρίπολο φυσικά δεν είναι αυστηρά καθορισμένο. Στο οικονομικό κυρίως πεδίο υπάρχουν συσχετισμοί και αμφιταλαντεύσεις μεταξύ κομμάτων της ακροδεξιάς και της κεντροδεξιάς αλλά καί μεταξύ ακροδεξιάς και αριστεράς (όπως και μεταξύ κεντροαριστεράς και αριστεράς). Για παράδειγμα:

  1. το UKIP του Φαράτζ διαφέρει από το προστατευτικό δόγμα που επικαλείται το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν, που προτείνει παρεμβατισμό με στόχο την προστασία της εθνικής οικονομίας από τις δυνάμεις των παγκοσμιοποιημένων αγορών (π.χ., μιλά για εμπάργκο στη μετανάστευση με στόχο να «προστατευθούν» τα εγχώρια εργατικά χέρια και να «μειωθεί η ανεργία», καμία χορήγηση κρατικών επιδομάτων σε μετανάστες ώστε να περιοριστούν οι δημόσιες δαπάνες με αυτόν τον τρόπο αντί να γίνονται περικοπές από την παιδεία ή την υγεία, δασμοί και φόροι στα ξένα προϊόντα με στόχο να προτιμήσουν οι καταναλωτές τα εγχώρια) ενώ αντίθετα ο Φαράτζ παρότι συμφωνεί με τον αποκλεισμό των μεταναστών από τα κρατικά επιδόματα αντιπροτείνει ταυτόχρονα πλήρη ιδιωτικοποίηση της οικονομίας (αν και στην ουσία το πρόγραμμα του UKIP βρίθει από διγλωσσία και ακαθοριστία, πέρα από τις κορώνες για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση). Αυτό συμβαίνει διότι πολύ απλά, όντας αυτά τα κόμματα βαθιά εθνικιστικά, προσπαθούν με κάθε τρόπο να αναβιώσουν τις εθνικιστικές φαντασιακές σημασίες της κάθε χώρας οι οποίες διαφέρουν. Όντας οι πολιτισμικές παραδόσεις των (προτεσταντών) Άγγλων βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην ιδεολογία του laissez-faire («όποιος δεν δουλεύει δεν τρώει») σε σύγκριση με έναν μέσο Γάλλο. Αυτό εξηγεί γιατί οι Άγγλοι εθνικιστές δεν αντιτάσσονται στις ιδιωτικοποιήσεις, σε αντίθεση με τους Σουηδούς ή τους Φινλανδούς ομόλογούς τους (κάτι ανάλογο είχαμε δει επίσης και στις Η.Π.Α. με το Κίνημα του Τσαγιού, το οποίο εξέφραζε υπερπατριωτικά αλλά και lesaiz-faire αιτήματα ταυτόχρονα, ένα δόγμα βαθιά ριζωμένο στο εθνικιστικό φαντασιακό των Αμερικανών).
  2. Τόσο η αριστερά (βλ. ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και Podemos) όσο και η ακροδεξιά (σύσσωμη) κάνουν λόγο για επανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας (που στη δική τους λογική συμβαδίζει απόλυτα και με ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας). Στην περίπτωση αυτή ο εθνικός προστατευτισμός και ο κοινωνικός επίσης ταυτίζονται απόλυτα, αλλά στην κάθε περίπτωση νομηματοδοτούνται διαφορετικά: ο εθνικισμός της αριστεράς είναι περιεκτικός και ευέλικτος. Εξίσου περιεκτικός φυσικά μπορεί να είναι και ο εθνικισμός της ακροδεξιάς (ουδέποτε ο Φαράτζ ή η Λεπέν απέκλεισαν μειονοτικούς πληθυσμούς είτε από το να γίνουν μέλη του κόμματος ή να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους, αρκεί φυσικά να αποδέχονται τον Ευρωπαϊκό τρόπο ζωής) με τη μέγιστη διαφορά ότι η αριστερά δεν αμφισβητεί τις ελεύθερες μετακινήσεις ούτε θεωρεί τη μετανάστευση απειλεί για την κοινωνική συνοχή η οποία είναι προϊόν κάποιας πολιτισμικής ομογένειας (αν και, επί της ουσίας, αδυνατεί να εκφράσει κάποιο ανθρωπιστικό πρόταγμα τόσο ενάντια στο φθαρμένο πολυπολιτισμικό μοντέλο όσο και στον – κάθε άλλο παρά αθώο – αφομοιωτισμό και πολιτισμικό απομονωτισμό της ακροδεξιάς). Αυτή είναι κατά βάση η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των δύο «αντικαθεστωτικών» ρευμάτων: η αριστερά δίνει έμφαση στα κοινωνικά δικαιώματα χρησιμοποιώντας εργαλειακά το φαντασιακό του έθνους-κράτους, ενώ η ακροδεξιά το υιοθετεί ως αυτοσκοπό.
  3. Τέλος, όσοι ταυτίζουν το Εθνικό Μέτωπο, τους Φινς, το Λαϊκό Κόμμα της Δανίας (και όλα τα υπόλοιπα αντίστοιχα κόμματα) με την Χρυσή Αυγή και το Γιόμπικ ξεχνούν ότι ακραίες ρατσιστικές φωνές έχουν πάρα πολλές φορές εκφραστεί μέσα από κεντροδεξιά σχήματα. Ποιά ήταν η στάση του Σαρκοζύ, για παράδειγμα, απέναντι στους τσιγγάνους της Ρουμανίας; Τί είναι το Δίκτυο 21 του Σαμαρά, ή το Cornerstone Group – Think Tank στο Συντηρητικό Κόμμα της Βρετανίας (η πιο συντηρητική πτέρυγα του κόμματος που επιθυμεί επαναφορά της θανατικής ποινής για τρομοκρατία – στην ποινική νομοθεσία της Αγγλίας, φυσικά, τρομοκρατία θεωρείται ακόμα και ο βανδαλισμός ενός καταστήματος -, εμπάργκο στη μετανάστευση και αναβίωση των εθνικών αξιών); Τί ήταν ο νόμος του Ραχόι για απαγόρευση των διαδηλώσεων μπροστά στο Ισπανικό Κοινοβούλιο και πλήρη απαγόρευση των εκτρώσεων (νόμοι που ευτυχώς βρίσκουν αντίθετη την πλειοψηφία των Ισπανών); Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι για την διαπόμπευση των Οροθετικών (στην Ελλάδα), για το κυνήγι μαγισσών «Ξένιος Ζευς», για τα στρατόπεδα κράτησης στην Αμυγδαλέζα δεν ευθύνεται καμία ακροδεξιά παράταξη (ούτε καν από το ΛΑ.Ο.Σ), όσο οι δυνάμεις του κέντρου (ΠΑ.ΣΟ.Κ και Ν.Δ αντίστοιχα). Και τέλος, να μην μας περνά απαρατήρητος ο χυδαίος αντισημιτισμός της αριστεράς (που πολλές φορές ταυτίζεται απόλυτα με τον αντισημιτισμό των εθνικοσισιαλιστών, κυρίως σε ότι αφορά το Παλαιστινιακό ζήτημα), όπως για παράδειγμα οι εξωφρενικές δηλώσεις Καρυπίδη ή το σιγοντάρισμα στη Χαμάς, τη Χεζμπολά και το καθεστώς του Ιράν από τα διάφορα αριστερά γκρουπούσκουλα.

3. Μερικά πρώιμα συμπεράσματα

Επί της ουσίας, λοιπόν, το βασικό διακύβευμα των ευρωεκλογών είναι ξεκάθαρο. Η διαίρεση της Ευρώπης σε βορρά και περιφέρεια (νότος και Ιρλανδία) είναι εμφανής. Από τη μια βλέπουμε τους πληθυσμούς του βορρά να κλείνονται ερμητικά στον εαυτό τους ενώ ο νότος κουτσά στραβά επιθυμεί μεν απεγκλωβισμό από τις ίδιες συντηρητικές πολιτικές, και αυτό το βλέπουμε από τα αυξημένα ποσοστά της αριστεράς στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία (μια χώρα που για πάνω από 2 χρόνια θεωρούνταν υπόδειγμα από τους ευρωκράτες ενώ για πάνω από μια δεκαετία πόζαρε ως το παράδειγμα επιτυχίας του οικονομικού φιλελευθερισμού) να εμφανίζει στροφή προς τα αριστερά, με το Sinn Fein να αγγίζει το 17% (και μάλιστα με πρωτιά στην πρωτεύουσα). Η Ιταλία αντίστοιχα, κουρασμένη από μια δεκαετία Μπερλουσκονικού συντηρητισμού επιλέγει το κεντροαριστερό κόμμα του Ρέντσι (τρέφοντας αυταπάτες ότι έτσι θα μπει τέλος στις πολιτικές Μέρκελ-Βρυξελλών) ενώ μόλις μέσα σε 2 μήνες ο σχηματισμός Μια Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα κατάφερε να συγκεντρώσει ένα 4%. Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων ωστόσο παραμένει ακόμα μια αδιευκρίνιστης κατεύθυνσης πολιτική δύναμη: ενώ αρχικά κατάφερε να συσπειρώσει άτομα κυρίως σοσιαλφιλελεύθερων και προοδευτικών αντιλήψεων – εξ’ ου και το όνομα Πέντε αστέρων: 1) δημόσιο νερό, 2) βιώσιμες μεταφορές, 3) βιώσιμη ανάπτυξη, 4) ελεύθερο διαδίκτυο και 5) οικολογία – ο βασικός του εμπνευστής, ο κωμικός Πέπε Γκρίλο (γνωστός για τις ευρωσκεπτικιστικές του τάσεις), κατέληξε σε διαβουλεύσεις με τον Φαράτζ (αναζητώντας συμμαχίες στην ευρωβουλή) πράγμα που ωστόσο έχει εξοργίσει πολλούς οπαδούς του (μεταξύ αυτών και του Dario Fo). 

Η ανυπαρξία δεξιόστροφου ευρωσκεπτικισμού και ακροδεξιών παρατάξεων πλατιάς υποστήριξης στις χώρες του νότου-περιφέρειας, καθώς και η αύξηση των ποσοστών της αριστεράς είναι σίγουρα κάτι που από τη μια αναιρεί όλη την υστερία που κάνει λόγο για «φασιστικό τσουνάμι» (και κατά κάποιον τρόπο λειτουργεί ως μέσο προβολής της ακροδεξιάς) και από την άλλη μπορεί να μας γεμίζει ελπίδα ότι οι τάσεις για νέα δημοκρατικά κινήματα είναι ορατές. (Φυσικά η άνοδος της Χρυσής Αυγής θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με τρόπο τέτοιο ώστε να αμφισβητήσει το παραπάνω αξίωμα. Βέβαια, η περίπτωση της Ελλάδας είναι sui generis και μάλλον η εκτόξευση των ποσοστών του ναζιστικού μορφώματος δεν έχει τόσο να κάνει με την κρίση όσο με το ότι η Ελλάδα αποτελεί την κύρια πύλη προσφύγων στην Ευρώπη, και φυσικά θύμα των κανονισμών του Δουβλίνου ΙΙ που μετάτρεψε τη χώρα σε αποθήκη και «κάδο απορριμάτων» μεταναστών για την υπόλοιπη Ευρώπη, πράγμα που οξύνει τις τριβές και τις εντάσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων-μεταναστών, ενώ η συμμαχία του ΛΑ.Ο.Σ. με την κυβέρνηση Παπαδήμου είχε ως αποτέλεσμα την απαξίωση του ακροδεξιού αυτού κόμματος από τους ψηφοφόρους του και την αναζήτηση ενός «καλύτερου Καρατζαφέρη». Αυτός ο «καλύτερος Καρατζαφέρης» λοιπόν δεν θα μπορούσε να είναι άλλος παρά ο Μιχαλολιάκος και η παρέα του. Κάποιος επίσης θα αναρωτιόταν για τη Λίγκα του Βορρά στην Ιταλία, η οποία ωστόσο κυριαρχεί περισσότερο στις περιοχές της Λομβαρδίας και του Βένετο παρά στην κεντρική και νότια Ιταλία – στη δε Τοσκάνη τα ποσοστά της είναι αμελητέα. Έτσι μένει να δούμε ποιά θα είναι η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει το Κ5Α και σε τί ποσοστό οι οπαδοί του θα εγκρίνουν μια πιθανή συμμαχία Γκρίλο-Φαράτζ).

4. Η στάση των αυτο-οργανωμένων δημοκρατικών κινημάτων/προταγμάτων

Συνοψίζοντας και υπενθυμίζοντας: όπως είπα και παραπάνω, μπορεί η άνοδος της αριστεράς να γεμίζει ελπίδα σε κάποιους, αλλά ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας είναι μακρύς και δύσβατος. Πρώτα απ’ όλα διότι έχουμε και ένα μεγάλο ποσοστό αποχής (συνήθως παθητικής αποχής), μια τάση απροσδιόριστη, ένα κενό σημαίνον που δύσκολα μπορεί να καταστεί πολιτικό υποκείμενο μέσα σε όλο αυτόν τον βούρκο της απάθειας δίχως να χειραγωγηθεί ή να οδηγηθεί από μόνο του στον γκρεμό. Επιπλέον, οι βαρύγδουπες δηλώσεις για «αλλαγές μέσα από τις κάλπες» δεν είναι τίποτα περισσότερο από παραμύθι για μικρά παιδιά, ακόμα και αν προέρχονται από εμπνευστές-ηγέτες κομμάτων οι οποίοι, υποτίθεται, δεν είναι όπως οι παλιές δυνάμεις αλλά δρουν με τρόπο διαφορετικό και μή συγκεντρωτικό (όπως για παράδειγμα το Ισπανικό Podemos που στην ουσία επικαλείται το κίνημα 15Μ των πλατειών με στόχο να αυξήσει τα ποσοστά του – και αυτό επειδή στην Ισπανία η αριστερά κατά τη διάρκεια των πλατειών απείχε συνειδητά καταδικάζοντας το κίνημα ως «ανίκανο» και «υποκινούμενο» – ένας νέος ΣΥ.ΡΙΖ.Α εφόσον δεν υπήρχε έπρεπε να εφευρεθεί από τα γραφειοκρατικά μυαλά). Μόνο η απαγκίστρωση των μαζών από το φαντασιακό της γραφειοκρατίας (που στην ουσία προτάσσει τις ίδιες κοινωνικές διεργασίες με απλά διαφορετικό τρόπο, λειτουργώντας είτε ως παυσίπονο στα σύγχρονα προβλήματα είτε ως ψευδολύση) μπορεί να δώσει καρπούς. Είτε αυτό (το φαντασιακό) εκφράζεται μέσα από συγκεντρωτικά κόμματα είτε άλλους ιεραρχικούς θεσμούς, η ρήξη μας με αυτό θα πρέπει να είναι ρητή και σαφής – όπως και με την ιδέα της ντετερμινιστικής ηττοπάθειας του «τίποτα καλύτερο δεν θα μπορούσε να υπάρξει»  – με στόχο τη μετατροπή του ομογενοποιημένου πλήθους σε πολίτες με ατομική βούληση και θέληση για επικοινωνία και αλληλεγγύη. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν είναι εύκολο και απαιτεί μεγάλη και συνεχόμενη προσπάθεια.

Ως πρώτος μας στόχος λοιπόν δεν είναι άλλος παρά η κοινή συσπείρωση όλων των δυνάμεων που αντιτάσσονται με την ιεραρχία και η δημιουργία καταστάσεων που θα δώσουν έναυσμα και ερέθισμα για νέες διεκδικήσεις. Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες πρέπει να ξεκινήσουν όσο το δυνατό πιο σύντομα γίνεται, παίρνοντας παράδειγμα είτε τις Ισπανικές κολεκτίβες που οργανώνονται τώρα σε διάφορες περιοχές της χώρας, είτε από αμεσοδημοκρατικά στοιχεία του αρχαιοελληνικού παραδείγματος, ή των αυτο-οργανωμένων παρεμβάσεων του Σπετσάνο Αλμπανέζε, είτε με το να αντλούμε έμπνευση από μεγαλειώδεις ιστορικές στιγμές, όπως η Ισπανική Επανάσταση του 36 ή η Ουγγρική του 56. Αν οι κινηματικές πρωτοβουλίες δεν καταφέρουν να ξεφύγoyn από τις γραφειοκρατικές τουw αγκυλώσεις, και τη ναρκισσιστική τους ιδεολογικοποίηση τότε έχουν ήδη αποκηρύξει τον εαυτό τους μια για πάντα. Θα έχουν την ίδια μοίρα του εργατικού κινήματος που εκφυλίστηκε κάτω από τις συγκεντρωτικές ηγεσίες των Κομμουνιστικών Κομμάτων, καταδικασμένες να μαραζώσουν αλλά και να τους αποδοθούν ιστορικές ευθύνες ως οι κατεξοχήν ανασταλτικοί παράγοντες που εμπόδισαν την ανάδυση της κοινωνικής αυτονομίας, κάτι που ήδη συμβαίνει με τα Κομμουνιστικά Κόμματα, τις κεντροαριστερές γραφειοκρατίες, τα αστικά συνδικάτα που σήμερα κατηγορούνται για τον θάνατο της εργατικής πάλης, με αποτέλεσμα οι κοινωνίες να στρέφονται προς τον κομφορμισμό.

Για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών 2014

EU parliament election in Belgium

Ανάμεικτα είναι τα συναισθήματα αναφορικά με τα αποτελέσματα των Ευρωπαϊκών εκλογών. Μέχρι στιγμής ο κεντροδεξιός συνασπισμός, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (EPP), έρχεται πρώτος πανευρωπαϊκά σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Συνολικά καταλαμβάνει 213 έδρες, με τους κέντρο-αριστερούς σοσιαλδημοκράτες  (PΕS) να έρχονται δεύτεροι (190 έδρες). Στην τρίτη θέση έρχονται οι φιλελεύθεροι (ALDE) με 64 έδρες και ακολουθεί ο συνασπισμός των Πρασίνων με 53, οι Συντηρητικοί μεταρρυθμιστές (ECR) με 46 (ποσοστό που αναμένεται να αυξηθεί, αν τελικά το αντι-φεντεραλιστικό κόμμα Εναλλακτική Για τη Γερμανία AFD ενταχθεί στο ίδιο γκρουπ), η Ευρωπαϊκή Αριστερά (GUE/NGL) με 42 και ο ακροδεξιός συνασπισμός Ευρώπη Ελευθερίας και Δημοκρατίας (EFD) με 38 έδρες, ενώ 104 βουλευτές συνολικά θα δώσουν μή εγγεγραμμένα κόμματα (πρόκειται είτε για νεοεκλεγέντες που δεν ανήκουν σε πολιτική ομάδα του απερχόμενου Κοινοβουλίου ή απλά βουλευτές που δεν συγγενεύουν με καμία πολιτική ομάδα: από ακροδεξιά και ναζιστικά μορφώματα – όπως η Χρυσή Αυγή, το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και το πρώην Εθνικό Βρετανικό Κόμμα που πλέον εξαφανίστηκε από τον εκλογικό χάρτη – ή αποσχιστικές και συνήθως αριστερίζουσες παρατάξεις, όπως το Κόμμα των Βάσκων, που προηγουμένως άνηκαν στο European Free Alliance γκρούπ, κεντρώες οργανώσεις επίσης, όπως το Ποτάμι, το Ισπανικό αντι-εθνικιστικό και φιλοευρωπαϊκό UPyD, το Τσεχικό φιλελεύθερο ANO, το Ολλανδικό Κόμμα Για Τα Ζώα – PvDD κ.α).

Κάποιοι μιλάνε για ακροδεξιο-ευρωσκεπτικιστικό σεισμό, άλλοι τονίζουν την μεγάλη αποχή (που σε μερικές χώρες όπως η Βρετανία αγγίζει σχεδόν το 60%). Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ – ο οποίος αφήνει πίσω του την Νέα Δημοκρατία – αποτελεί εξίσου αντικείμενο συζητήσεων στο διεθνή τύπο, όπως και ο θρίαμβος του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Λεπέν και του Κόμματος της Ανεξαρτησίας του Φαράτζ (για τους οποίους αν κοιτάξει κανείς τα Βρετανικά Μέσα Ενημέρωσης, με πόση υστερία θριαμβολογούν υπέρ της νίκης τους θα νομίζει ότι πρόκειται για ανερχόμενους πλανητάρχες). Παράλληλα, ακροδεξιές πλειοψηφίες είδαμε και στη Δανία με το Λαϊκό Κόμμα να δίνει 4 ευρωβουλευτές (με ποσοστό 26%) ενώ παρόμοια κόμματα σημείωσαν άνοδο και στη Σουηδία, την Αυστρία, λιγότερο (απ’ ότι αναμένονταν) στην Φινλανδία και το Βέλγιο, ενώ στην Ολλανδία ο Γκιρτ Βίλντερς είδε τα ποσοστά του να καταποντίζονται σε σύγκριση με την αναμέτρηση του 2009 όπου ξεπέρασε το 17% αγγίζοντας τη δεύτερη θέση. Βέβαια, το κόμμα της Λεπέν (όπως ακριβώς και των Σουηδών Δημοκρατών, των Βέλγων εθνικιστών, των Ολλανδών και των Αυστριακών) αναζητά νέα συμμαχία – δεδομένου ότι δεν κατάφερε να έρθει σε κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο του EFD, Nigel Farage – κι έτσι παραμένει και αυτό (όπως και το αντίστοιχο των Σουηδών και των Αυστριακών) μεταξύ των μή εγγεγραμμένων (κάτι που σημαίνει ότι συνολικά ο αριθμός των ακροδεξιών ξεπερνά τις 80 έδρες).

Πολλοί μιλούν για ψήφο αντίδρασης, άλλοι πάλι χρεώνουν την άνοδο των ποσοστών της ακροδεξιάς στη μεγάλη αποχή. Τί ισχύει στην πραγματικότητα; Γνωρίζουμε ότι οι ευρωεκλογές πάντα αποτελούσαν ένα είδος soft vote για πολλούς Ευρωπαίους, μια ευκαιρία για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους σε μια Ευρώπη όπου όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονται στις Βρυξέλλες, και οι φωνές των πολιτών συστηματικά αγνοούνται, ιδιαίτερα έπειτα από την χυδαία άρνηση της ευρωηγεσίας να δεχθεί την απόρριψη των Ιρλανδών για την συνθήκη της Λισαβόνας, την εμμονή στα καταστροφικά προγράμματα λιτότητας, και τέλος την απροκάλυπτη επέμβαση του Βερολίνου στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας και της Ιταλίας (όπου και εκλεγμένες κυβερνήσεις έπρεπε να αντικατασταθούν εν μέσω μιας νυκτοίς από έμπειρους τεχνοκράτες οι οποίοι θα εφάρμοζαν στο ακέραιο το δόγμα των περικοπών και στη συνέχεια να διενεργηθούν εκλογές όπου οι λαοί, σαν να πρόκειται για κακομαθημένα παιδιά θα έπρεπε να μην αγνοήσουν τις τρομολαγνικές υποδείξεις των ευρωηγετών, ψηφίζοντας κόμματα που με κάθε μέσο θα συνέχιζαν τις ίδιες πολιτικές). Αναμφισβήτητα όλα αυτά όξυναν τις αντιδράσεις πολλών Ευρωπαίων πολιτών καθώς και την αποστροφή τους για ένα όραμα που στην πραγματικότητα έχει μετατραπεί σε εφιάλτη.

Μπορούμε όμως να πούμε ότι αυτή είναι η μοναδική αιτία ανόδου της ακροδεξιάς; Στην πραγματικότητα η τοποθέτηση αυτή είναι επιφανειακή και επιπόλαιη, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς ότι τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα προέρχονται από χώρες οι οποίες ελάχιστα έχουν πληγεί από τη λιτότητα, σε σύγκριση με τις εξουθενωμένες χώρες του νότου οι οποίες επιμένουν σε φιλοευρωπαϊκές συμμαχίες – με μικρή εξαίρεση την Ιταλία όπου το κατεξοχήν κόμμα διαμαρτυρίας (που συγκαταλέγεται εξίσου στους μή εγγεγραμμένους) του ηθοποιού Πέπε Γκρίλο ήρθε δεύτερο (μια big tent παράταξη που συγκεντρώνει στους κόλπους της αριστερούς, απογοητευμένους σοσιαλδημοκράτες, οπαδούς που μισούν τον πρώην πρωθυπουργό της χώρας – Σίλβιο Μπερλουσκόνι – και χρεώνουν σε αυτόν όλα τα δεινά της ανθρωπότητας, μέχρι και αναρχοκαπιταλιστές, ακροδεξιούς πρώην υποστηρικτές της Λίγκας του Βορρά που είδε τα ποσοστά της να περιορίζονται στο 6%), μια λαϊκιστική δύναμη που φυσικά δεν στηρίζει την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά αντίθετα μιλά για δημοψήφισμα με στόχο την έξοδο μόνο από το ευρώ. Και τέλος, χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία επιμένουν στα παραδοσιακά κόμματα – κεντροδεξιά και κεντροαριστερά – με σημαντική φυσικά άνοδο των ποσοστών της αριστεράς καί στις δύο χώρες, όπως και στην Ισπανία όπου εκτός από τις μέτριες επιδόσεις του αντίστοιχου ΣΥΡΙΖΑ μια νέα αριστερή δύναμη εμφανίζεται – το Podemos -, μια συμμαχία ακαδημαϊκών αριστερών που προέκυψε από πολίτες και οργανωτές του κινήματος 15Μ και όπως όλα δείχνουν θα ενταχθεί στον GUE/NGL συνασπισμό, αυξάνοντας τις θέσεις του από 43 σε 48 (όπως και το Ιταλικό αριστερό Altra Europa con Tsipras αναμένεται να δώσει 3 έδρες που κατά πάσα πιθανότητα θα ενισχύσουν τον συνασπισμό Ευρωπαϊκής Αριστεράς στις 51). Μεγάλη άνοδος της αριστεράς όμως σημειώνεται καί στην Ιρλανδία, όπου το Sin Fein που μιλά για ίσα δικαιώματα σε μετανάστες, για αναγνώριση των γάμων των ομοφυλόφιλων και προτείνει σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις (κόμμα που ωστόσο φημίζεται για την αντισημιτική στάση του, κυρίως σε ότι αφορά το Παλαιστινιακό ζήτημα) έρχεται τρίτο με 17% (δίνοντας 3 έδρες συνολικά), ενώ στην Ιρλανδική πρωτεύουσα (το Δουβλίνο) καταγράφει σημαντική πρωτιά έναντι άλλων συνασπισμών. Όσοι λοιπόν διατείνονται ότι ο ευρωσκεπτικισμός είναι απλά και μόνο μια συνιστώσα αντίδρασης στην ευρωπαϊκή κατρακύλα της λιτότητας παραβλέπουν μάλλον την ανυπαρξία τέτοιων σχηματισμών στις χώρες της περιφέρειας. Μήπως τελικά πίσω από το «ακροδεξιό τσουνάμι» κρύβεται κάτι άλλο;

Προτού φτάσουμε σε κάποιο καίριο συμπέρασμα, καλό θα ήταν να έχουμε κατά νου δύο σημαντικές παραμέτρους: α) το μεγάλο ποσοστό αποχής που αναμφισβήτητα μας δυσκολεύει να καταλάβουμε τις πραγματικές δυναμικές των ευρωπαϊκών κοινωνιών (κατά πόσο δηλαδή η νίκη της Λεπέν αντανακλά κάποια ακροδεξιά κοινωνική τάση μέσα στη Γαλλική κοινωνία, δεδομένου ότι το ποσοστό συμμετοχής στη Γαλλία άγγιξε το 42% – δηλαδή 18.490.000 άτομα προσήλθαν στις κάλπες – εκ των οποίων μόνο το 4.600.000 προτίμησε το Εθνικό Μέτωπο ενώ στις βουλευτικές εκλογές του 2012 το κόμμα είχε λάβει 6.421.000 ψήφους). Σίγουρα ως ένα βαθμό η συντηρητικοποίηση πολλών Ευρωπαϊκών κοινωνιών είναι γεγονός αναμφισβήτητο καθώς τα ποσοστά αυτών των κομμάτων σημειώνουν άνοδο καί στις βουλευτικές εκλογές, ωστόσο η υψηλή αποχή δεν μας επιτρέπει να καταλήξουμε σε κάποιο βασικό συμπέρασμα αναφορικά με το κατά πόσο τα ποσοτικά αυτά δεδομένα αποτελούν μια πραγματική αντανάκλαση του κοινωνικού πράττειν. Έπειτα, β) οι ψηφοφόροι πολλών χωρών – κυρίως του βορρά και πιο πολύ οι Άγγλοι πολίτες – κατά τη διάρκεια των ευρωεκλογών επιλέγουν κόμματα με τελείως διαφορετικά κριτήρια απ’ ότι στις εθνικές εκλογές. Για παράδειγμα: αν και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την άνοδο του ξενοφοβικού κόμματος του Φαράτζ (που υπόσχεται πλήρη έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αυστηρές ποσοστώσεις στον αριθμό μεταναστών από χώρες της Ευρώπης) στις τελευταίες δημοτικές εκλογές (που για πολλούς Βρετανούς αποτελούν εξίσου έκφραση ψήφου διαμαρτυρίας) δεν κατάφερε να κερδίσει απολύτως κανέναν δήμο ενώ στις δημοσκοπήσεις ποντάρει γύρω στο 13-15% – πάντα με βάση τις στατιστικές του Yougov που ως επί τω πλείστο αποτελεί και την πιο έγκυρη δημοσκοπική πηγή – ποσοστό σαφέστατα υψηλότερο σε σύγκριση με δύο χρόνια πριν, αλλά επί της ουσίας απέχει πολύ από την πρωτιά, παρά τη γενικευμένη ξενοφοβία και ευρωφοβία που επικρατεί στην Βρετανία (αν και το ποσοστό των Βρετανών που δηλώνουν υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ε.Ε. έχει αυξηθεί κατά πολύ σε σύγκριση με πέρυσι, κάτι που ούτε λίγο ούτε πολύ μας λέει ότι η νίκη του Φαράτζ μόνο αντιπροσωπευτική δεν είναι για το σύνολο του πληθυσμού).

Στην πραγματικότητα, η άνοδος των ποσοστών της ακροδεξιάς οφείλεται λιγότερο στον αυταρχισμό των Βρυξελλών απ’ ότι α) σε μια γενικευμένη έξαρση της ξενοφοβίας στις χώρες του βορρά, που συντριπτικά πλέον οι πληθυσμοί απαιτούν να μπει τέλος στις ελεύθερες μετακινήσεις ανέργων από τις χώρες του νότου που επιζητούν μια θέση εργασίας στα πλουσιότερα κράτη (στην ουσία πρόκειται για μια έκφραση μαζικού ατομικισμού, ιδιωτικοποίησης και απάθειας), κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με έξοδο των χωρών αυτών από την Ε.Ε., ώστε που επιτρέπουν τους Ευρωπαίους πολίτες να εγκαθίστανται σε οποιαδήποτε χώρα της ένωσης επιθυμούν (και ταυτόχρονα να έχουν πρόσβαση σε κρατικά επιδόματα) να πάψει πλέον να ισχύει. Έπειτα, οφείλεται και β) στην μαζική απαίτηση των πολιτών του βορρά να σταματήσει η χρηματοδότηση προς τις χώρες του νότου – και κυρίως την Ελλάδα – των οποίων οι πολίτες, με βάση το βορειοευρωπαϊκό ρατσιστικό στερεότυπο, αντί να επενδύουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια, τα σπαταλούν διατηρώντας το παλιό lifestyle της ανεμελιάς και ανευθυνότητας, όντας ανίκανοι να διαπρέψουν ή να σταθούν από μόνοι τους στα πόδια τους. Τα κόμματα αυτά αναμφισβήτητα στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν μια ορατή απειλή για θεμελιώδη δικαιώματα, όπως – οι ελεύθερες μετακινήσεις – ίσως ο πιο σημαντικός θεσμός για τη συνεργασία των Ευρωπαϊκών λαών για τον περιορισμό των επιθετικών εθνικισμών. Αν και θα ήταν λάθος να τα αποκαλέσουμε φασιστικά ή ναζιστικά (αυτός ο χαρακτηρισμός αρμόζει περισσότερο στο μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, του Ουγγρικού Γιόμπικ, του Εθνικού Κόμματος της Γερμανίας – το οποίο εξίσου κερδίζει μία έδρα) επί της ουσίας πρόκειται για αντιδραστικά, εθνοσυντηρητικά λαϊκιστικά κόμματα που επιθυμούν την άρση μέτρων προστασίας μειονοτήτων, την επαναφορά της θανατικής ποινής (σε πολλές περιπτώσεις) και την κατάργηση των αντι-ρατσιστικών νόμων, κατάργηση επίσης του επιδόματος μητρότητας, της υποχρέωσης ενός εργοδότη να μισθώνει υπαλλήλους ενώ αυτοί/ες βρίσκονται σε διακοπές (holiday pay) ή αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα υγείας και δεν μπορούν να παραστούν στη δουλειά τους. Αυτός είναι, λοιπόν, ένας από τους λόγους που τα κόμματα αυτά και οι οπαδοί τους απεχθάνονται την Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρώντας την ως άντρο κομμουνιστών, λόγω του φανατισμού τους με το δόγμα της ελεύθερης αγοράς (που στη δική τους λογική δεν θα πρέπει να βρίσκει εμπόδιο πουθενά) και της εμμονής τους με την αντιμεταναστευτική ρητορική (που πολλές φορές αγγίζει τα όρια του μίσους) με βάση την οποία η πολιτική των ανοιχτών συνόρων και οι νόμοι που προστατεύουν τους μετανάστες ως ανθρώπους ικανούς να ζουν ισάξια με τους ιθαγενείς «διαλύει την εθνολογική υπόσταση των εθνών κρατών».

Σίγουρα η άνοδος τόσο της λαϊκιστικής ακροδεξιάς όσο και των νεοναζιστικών μορφωμάτων αντικατοπτρίζει από τη μια την ενίσχυση των συντηρητικών προτεσταντικών ηθών των λαών του βορρά (και κυρίως του ατομικιστικού φαντασιακού «όποιος δεν δουλέψει δεν θα φάει» ή «ας μην πληρώνουμε από τους φόρους μας τον τεμπέλη άνεργο») και πάνω απ’ όλα την αποτυχία της αριστεράς μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης απάθειας και αποσύνθεσης να απομακρύνει τους πληθυσμούς από αυτές τις καταστροφικές τάσεις, επενδύοντας στον ξύλινο λόγο και την παθητική της στάση πως «οι λαοί νομοτελειακά μην έχοντας να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους θα επιλέξουν τον αριστερό δρόμο για την ανατροπή των προγραμμάτων λιτότητας» (αυτή τουλάχιστον είναι η στάση των Βρετανών συνδικαλιστών). Από την άλλη δεν μπορούμε να αγνοούμε και τις κοινωνιολογικές και ψυχολογικές προεκτάσεις του προβλήματος: ο φόβος ότι οι ορδές ανέργων του νότου, που όντας εξαθλιωμένοι θα εισβάλλουν μαζικά στις χώρες του βορρά λειτουργεί ως φόβητρο για τις ψευδαισθήσεις του μέσου Ευρωπαίου πολίτη ο οποίος/α αρνείται να πιστέψει ότι οι μέρες της αφθονίας του/της ήταν μετρημένες. Βλέποντας τις στρατιές απεγνωσμένων νέων να συρρέουν συνεχώς στον εξορθολογισμένο του/της παράδεισο, η φαντασίωση ότι βρίσκεται προστατευμένος/η από τα προβλήματα του έξω κόσμου μετατρέπεται σε εύθραυστο βάζο. Συνεπώς, ο απο-πολιτικοποιημένος μαζάνθρωπος της πλαστικής ευημερίας, που με τίποτα δεν θέλει να καταλάβει ότι η εποχή του άκρατου καταναλωτισμού έχει παρέλθει, αντικρίζοντας τη φτώχεια να παρελαύνει στο «σαλόνι» του/της στο πρόσωπο ενός περιφρονημένου άνεργου βλέπει το πιθανό δικό του/της μέλλον. Μπροστά στο φόβο της καταστροφής επιλέγει να κλείσει τα μάτια ώστε να μην βλέπει την εν γένει πραγματικότητα, επιλέγοντας την «έσχατη λύση», την μοναδική σανίδα σωτηρίας στο φόβο του αύριο, τον ακροδεξιό λαϊκισμό που του/της χαϊδεύει τ’ αυτιά σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή.

Κατεστραμένο billboard που προτείνει στο Βρετανικό κοινό να ψηφίσει UKIP με στόχο την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μοναδικό μέσο για τον περιορισμό της μετανάστευσης από χώρες του νότου.
Κατεστραμένο billboard που προτείνει στο Βρετανικό κοινό να ψηφίσει UKIP με στόχο την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μοναδικό μέσο για τον περιορισμό της μετανάστευσης από χώρες του νότου.

Μένει, τέλος, ένα ακόμα σημαντικό ερώτημα να απαντηθεί: τί δύναμη θα έχουν πλέον αυτές οι παρατάξεις μέσα στο νεοσύστατο ευρωκοινοβούλιο; Η αλήθεια είναι ότι μέσα σε ένα χώρο που συνεδριάζει μονάχα δύο φορές το χρόνο ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει η αντι-ευρωπαϊκή τους ατζέντα, δεδομένου ότι και πάλι το ευρωκοινοβούλιο θα κυριαρχείται από φιλοευρωπαΐκούς συνδιασμούς – όπως EPP, PSOE και ALDA που τουλάχιστον σε ότι αφορά το ζήτημα των ελεύθερων μετακινήσεων μεταξύ κρατών δεν θέτουν ούτε βέτο ούτε ασκούν διαφωνίες, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς και τα ποσοστά των Πρασίνων (που ως προ εκπλήξεως στην Σουηδία ήρθαν δεύτεροι). Ως εκ τούτου με μεγάλη δυσκολία θα καταφέρουν να περάσουν νομοσχέδια που αφαιρούν ευρωπαϊκά δικαιώματα και κεκτημένα. Υπάρχει όμως και ένας άλλος παράγοντας εδώ: η επικράτηση του EPP σηματοδοτεί ταυτόχρονα και τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας και φτωχοποίησης. Αυτές οι δυνάμεις που εμμένουν στο δόγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής και των περικοπών (που οι ίδιες άλλοτε προωθούσαν την Ιρλανδική πειθαρχία ως υπόδειγμα για την «ακαταστασία του νότου» και αντιμετώπιζαν ανοιχτά την Ιρλανδία ως το «αγαπημένο τους παιδί», «τον καλύτερο μαθητή» από το οποίο οι «ανεύθυνοι του νότου έχουν να μάθουν πολλά» – ασχέτως και αν η Ιρλανδία έχει ήδη αρχίσει με αργά και σταθερά βήματα να γυρνά την πλάτη στις πολιτικές αυτές, δίχως όμως να μετατρέπεται σε έδρα ακροδεξιών ευρωσκεπτικιστών), όλοι αυτοί λοιπόν οι νεοφιλελεύθεροι Ταλιμπάν (όπως πολύ χαρακτηριστικά τους είχε αποκαλέσει και ο Κον Μπετίτ) που με βαρύγδουπες δηλώσεις διατείνονται ότι «η ανάπτυξη έχει έρθει» και σύντομα «η λιτότητα θα φέρει ευημερία» στην πραγματικότητα λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς δημαγωγικό τρόπο όπως οι ακροδεξιοί λαϊκιστές δημαγωγοί, ασχέτως και αν οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως οι δυνάμεις της σύνεσης και της σοβαρότητας. Προσπαθούν με κάθε μέσο να διαλύσουν την εικόνα του φόβου της φτώχειας, καλλιεργώντας ένα κλίμα ψεύτικης αισιοδοξίας ότι σύντομα και πάλι οι μέρες της ατέλειωτης ευημερίας, της προσωπικής ευτυχίας και απεριόριστης κατανάλωσης θα έρθουν. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που οι Ισπανοί πολίτες δεν αποδοκίμασαν ριζικά το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα, σε συνδυασμό φυσικά και με το διαρκώς καλλιεργούμενο αίσθημα ενοχής, ότι οι Ισπανοί, οι Έλληνες και οι Πορτογάλοι πληρώνουν τις συνέπειες των δικών τους ευθυνών και συνεπώς δεν θα πρέπει να διαμαρτύρονται και πολύ, διαφορετικά οι «ευεργέτες» του βορρά θα σταματήσουν να είναι «γενναιόδωροι», κάτι που σημαίνει ότι το όνειρο της καταναλωτικής ευημερίας θα λήξει οριστικά. Εδώ, φυσικά, θα μπορούσαν οι ακροδεξιοί να παίξουν καταλυτικό ρόλο, η πλειοψηφία των οποίων επιθυμεί εκμηδένιση των δημόσιων δαπανών και πλήρη ιδιωτικοποίηση της οικονομίας. Τα καλέσματά τους για μηδενική ανοχή και πάταξη της ανομίας θα μπορούσαν άνετα να ενισχύσουν τα κατασταλτικά μέτρα ενάντια σε κινήματα αντι-λιτότητας, ενώ χρησιμοποιώντας πάντα το μεταναστευτικό ως απο-προσανατολιστικό φόβητρο οι ίδιες πολιτικές θα συνεχίζονται δίχως ιδιαίτερα εμπόδια.

Όποια και αν είναι τα συμπεράσματά μας ένα πράγμα είναι σίγουρο: θα πρέπει να αποφύγουμε από τη μια την καταστροφολογία (όπως και την υπεραισιοδοξία βλέποντας τα αποτελέσματα του αμφιλεγόμενου ΣΥΡΙΖΑ που εξίσου αναμφίβολο είναι αν ένα τέτοιο κόμμα για τους πολίτες των χωρών του βορρά αποτελεί ευχάριστη έκπληξη). Σίγουρα η ακροδεξιά – σε οποιαδήποτε μορφή της – φαίνεται ιδιαίτερα ενισχυμένη, όπως φυσικά ενισχυμένοι σε σχέση με το 2009 είναι οι σοσιαλδημοκράτες (τους οποίους πολλοί επέλεξαν ως αντίδοτο στη λιτότητα, ασχέτως και αν οι περισσότεροι ξεχάσαμε ήδη ότι οι ίδιοι υπήρξαν αρχιμάστορες της επιβολής νεοφιλελεύθερων μέτρων), και το ποσοστό των μή εγγεγραμμένων εντός των οποίων υπάρχουν τόσο προοδευτικές πρωτοβουλίες (με κύριο χαρακτηριστικό την Φεμινιστική Πρωτοβουλία των Σουηδών που κερδίζει μια έδρα), όσο και ναζιστικά τέρατα. Αυτό που θα πρέπει να γνωρίζουμε φυσικά είναι ότι η λιτότητα και ο ρατσισμός, η περιστολή δικαιωμάτων που κερδήθηκαν με σκληρούς αγώνες, δεν μπορούν να διαλυθούν μέσα από καμία εκλογική διαδικασία, ούτε μπορούμε να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σε θεσμούς συγκεντρωτικούς, όπως τα κοινοβούλια και κάθε είδους αντιπροσωπευτικούς φορείς, μήτε σε κόμματα που όσο περνά ο καιρός τόσο περισσότερο στρογγυλεύουν και γραφειοκρατικοποιούνται. Μόνο η αυθόρμητη και συνολική κινητοποίηση των πολιτών μπορεί σε μια τέτοια περίπτωση να φέρει καρπούς. Αν πραγματικά στοχεύουμε στο κοινωνικό μετασχηματισμό προς έναν κόσμο ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας (δηλαδή πραγματικής δημοκρατίας), αν πραγματικά μας ενδιαφέρει να ενισχύσουμε χειραφετησιακά προτάγματα αντί να αναζητούμε εφήμερες λύσεις σε τέτοια τερατώδη ζητήματα, τότε οφείλουμε να μην αφήσουμε τις τύχες μας στα χέρια των κομμάτων έτσι απλά, όσο κι αν αυτά μοιάζουν ελπιδοφόρα. Αν όνειρό μας είναι μια Ευρώπη δημοκρατική, μια Ευρώπη αλληλεγγύης και φιλίας τότε δεν έχουμε παρά να την πάρουμε στα χέρια μας. Αν οι κοινωνίες μας σήμερα, επιθυμούν να διεκδικήσουν έστω κάτι καλύτερο, σκοπός τους είναι να διεκδικήσουν δυναμικά τα πάντα. Αν παραχωρήσουμε το ρόλο μας αυτό για ακόμα μια φορά σε κάποιον άλλο, σύντομα θα διαψευστούμε• και δεν θα έχουμε κανένα μέλλον.

http://www.results-elections2014.eu/en/widget-global-2014.html

Να μην συνηθίσουμε στην ύβρη

hub

Σε αντίθεση με την έννοια που η νεότερη και μετα-αρχαϊκή ανθρωπότητα αποδίδει στην λέξη ύβρη, ως ασέβεια προς οτιδήποτε πρεσβεύει κάποια κοινή αξία ή ταύτιση με κάθε είδους ενέργεια που θίγει την τιμή, το αξίωμα και την αξιοπρέπεια κάποιου, για τον αρχαιοελληνικό κόσμο η ὕβρις έχει αυστηρά πολιτικό χαρακτήρα. Η ὕβρις αποτελεί συστατικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος των Αθηνών και η σημασία της μεταφέρεται μέσα από έναν εξίσου πολιτικό θεσμό, την Τραγωδία. (Δεν  είναι τυχαίο άλλωστε ότι με την πτώση του δημοκρατικού πολιτεύματος το 401 π.Χ. αμέσως μετά δηλαδή το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, επήλθε και ο θάνατος της τραγωδίας, αλλά και της φιλοσοφίας. Έκτοτε οι πολιτικές ‘ύβρεις’ που διεπράχθησαν από τα Μακεδονικά βασίλεια και τις διάφορες πολιτικές ελίτ συνεχίζουν μέχρι σήμερα μέσω των φιλελεύθερων ολιγαρχιών να συμβάλλουν στην κοινωνική υποδούλωση και στον σφετερισμό κάθε προσπάθειας της ανθρώπινης χειραφέτησης). Η ὕβρις αναφέρεται στην λυσσαλέα επιθυμία της παράβασης (Καστοριάδης 2006, σ.177) αλλά πάνω απ’ όλα στην υπερβολή του δήμου και την παραφροσύνη (Καστοριάδης 2008, σ.111), στην παραβίαση των ορίων (Καστοριάδης 2008, σ.210) και στην αδυναμία του να αυτοπεριορίζεται, βασική προϋπόθεση για να επιτευχθεί η δημοκρατία, ως πολίτευμα και καθεστώς αυτονομίας. Συνεπώς, για τον Καστοριάδη (2008, σ.193) η δημοκρατία είναι συνεχώς εκτεθειμένη σε θεωρητικούς κινδύνους, ένα καθεστώς που μπορεί να οδηγήσει σε θανάσιμα λάθη. Η πτώση της Αθήνας είναι ταυτόχρονα το αποτέλεσμα και η αιτία της ύβρεως που κυρίευσε τον δῇμον – λόγω της αδυναμίας του αθηναϊκού λαού να αυτοπεριοριστεί – οδηγώντας την δημοκρατία στην καταστροφή της. Ο ίδιος (1999, σ.22-23) γράφει χαρακτηριστικά: «το χάος το έχουμε και μέσα μας με τη μορφή της ύβρεως, δηλαδή της άγνοιας ή της αδυναμίας αναγνωρίσεως των ορίων των πράξεων μας. Διότι αν τα όρια ήταν σαφή και αναγνωρίσιμα εκ των προτέρων, δεν θα υπήρχε ύβρις, θα υπήρχε απλώς παράβαση ή αμάρτημα, έννοιες χωρίς κανένα βάθος».

Η ὕβρις δεν είναι η παράβαση ενός νόμου, αλλά ούτε συνιστά κάποιου είδους αμαρτία (Καστοριάδης 2006, σ.433). Στις θρησκείες για παράδειγμα, η παραβίαση των ηθικών κανόνων συνιστά παραβίαση του Θεϊκού δικαίου και επομένως ο πιστός διαπράττει αμάρτημα που θα επιφέρει την ανάλογη τιμωρία, συνήθως ηθικής τάξεως, σε κάποιον μεταφυσικό κόσμο. Τα όρια εδώ είναι καθορισμένα. Αντίθετα η αρχαιοελληνική ὕβρις συνίσταται ακριβώς στην απουσία του πολιτικού αυτοπεριορισμό (όπως είπαμε και παραπάνω), μια έννοια που έχει βαθειά φιλοσοφική βάση γιατί συνδέεται απευθείας με την ευθύνη, η βαρύτητα της οποίας μέσα στα πλαίσια της πόλεως πέφτει στις πλάτες του κάθε πολίτη ξεχωριστά που καλείται μέσα από τις δημοκρατικές διαδικασίες (στις δημόσιες συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου) να αποφασίσει για τον μέλλον της κοινωνίας που ζει. Οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν σχεδόν τα πάντα, από την διεξαγωγή πολέμου μέχρι τα έσχατα φιλοσοφικά ερωτήματα για το τί είναι δίκαιο και τί νόμιμο. Με βάση ποιά κριτήρια όμως καθορίζεται το όριο; Σε ότι αφορά το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο μόνο η ίδια η παράβαση θα καταστήσει εφικτό τον προσδιορισμό του μέτρου. Έτσι «ο Ευριπίδης στις Τρωάδες δείχνει την ὕβριν των  Ελλήνων, οι οποίοι μετά τη πτώση της Τροίας επιδίδονται σε ένα όργιο ωμότητας και κτηνωδίας, σκοτώνοντας, βιάζοντας πάνω στους βωμούς των θεών, κατακρημνίζοντας τα παιδιά από τα τείχη. Λέει στους Έλληνες και ιδιαίτερα στους Αθηναίους: «ιδού τα τέρατα που είστε, που είμαστε» (Καστοριάδης 2008, σ.211). Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν, ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία βρίθει από περιστατικά ύβρεως, δεδομένου ότι πάμπολλες φορές τα ανθρώπινα όντα είτε παρασυρόμενα από διάφορους δημαγωγούς και λαοπλάνους οδηγήθηκαν σε όργια μακαβριότητας, σαν αυτά του Άουσβιτς, των γκούλαγκ, των φασιστικών καθεστώτων του Φράνκο, του Βιντέλα ή των Ερυθρών Χμερ. Τόσο μεγάλη σπουδαιότητα είχε λοιπόν στην διαμόρφωση του δημοκρατικού πολίτη ο θεσμός της Τραγωδίας και της κεντρικής φαντασιακής σημασίας της, της ύβρεως.

Η ὕβρις όμως αναπαράγεται εντός κοινωνιών που απουσιάζει κάθε μέτρο, και συνεπώς κάθε αυτοπεριορισμός, κάτι που δεν αφορά μόνο τα ολοκληρωτικά καθεστώτα: οι δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες θέτουν ως βασικό τους στόχο την αλόγιστη συσσώρευση ανανεώσιμου πλούτου και την αέναη εξάπλωση των παραγωγικών δυνατοτήτων μέσα από ορθολογικές κινήσεις (Finley 1973; Weber 1992, σ.17). Συνεπώς απουσιάζει από αυτές η έννοια του αυτο-περιορισμού και η ύπαρξη εσωτερικών ορίων, εφόσον η παραγωγική διαδικασία και η οικονομική ανάπτυξη όχι μόνο δεν γνωρίζουν σταθερές, αλλά απεναντίας κάθε ενέργεια που παρακωλύει τις διαδικασίες αυτές εκλαμβάνεται ως παρασιτισμός. Τόσο στην περίπτωση των ολοκληρωτικών καθεστώτων/κινημάτων όσο και στις καπιταλιστικές κοινωνίες έρχεται κανείς άμεσα σ’ επαφή με την ετερονομία που διέπει τις Δυτικές παραδόσεις, μια κατάσταση που ενδυναμώνεται καθώς εξαφανίζονται και υποχωρούν τα σπέρματα αυτονομίας. Στην δεύτερη περίπτωση ειδικά, η αλόγιστη συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια μιας ολιγαρχίας οδηγεί στην φτώχεια και την εξαθλίωση, η οποία με τη σειρά της καλλιεργεί την εσωστρέφεια, διαλύοντας κάθε είδος κοινωνικής συνοχής, κάθε δεσμό φιλίας και αλληλεγγύης. Έτσι, ο εθνικισμός, η υπερβολική προσκόλληση στις παραδόσεις και τα έθιμα για τα οποία δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση, ενισχύεται ακριβώς όταν η κοινωνική απελπισία αναζητά μια αιτιολόγηση και οι πολίτες μια ταχεία διέξοδο. Στο σημείο αυτό ο ρόλος των δημαγωγών είναι καταλυτικός: οι ίδιοι (που άλλοτε χρησιμοποιώντας σοσιαλιστικές ρητορείες και άλλοτε εθνικιστικές) λειτουργούν ως «διαμορφωτές συνειδήσεων» μέσω του τον αόριστου, τρομολαγνικού και διφορούμενου λόγου τους, εκστομίζοντας ατεκμηρίωτες ασυναρτησίες, με στόχο είτε να κατευθύνουν τις μάζες προς τα δικά τους ιδιωτικά συμφέροντα παρουσιάζοντάς τα ως κοινωφελή όπως λέει ο Finley (1985, σ.41) παίρνοντας ως παράδειγμα την παρακμή της Αθηναϊκής δημοκρατίας και την παράδοσή της στα χέρια διαφόρων λαοπλάνων, είτε καθοδηγούμενοι από μια ιδεολογική φαντασίωση που ταιριάζει σε έναν ιδεατό κόσμο (όπως το φυλετικό κράτος στην περίπτωση του Χίτλερ ή της ελληνικής καθαρότητας που επικαλούνται οι δολοφόνοι της Χρυσής Αυγής) παρουσιάζοντάς την ως τη μοναδική απάντηση στα αδιέξοδα του φιλελευθερισμού. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, εξηγεί και την ραγδαία άνοδο της Χρυσής Αυγής καθώς και των διαφόρων ακροδεξιών ή λαϊκιστικών μορφωμάτων σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, όπως για παράδειγμα του United Kingdom Independence στη Βρετανία, των Σουηδών Δημοκρατών ή του Γιόμπικ στην Ουγγαρία, ενώ σε άλλες κοινωνίες (είτε σε άλλες εποχές) παρόμοιου τύπου δημαγωγοί εγκαθίδρυσαν τυραννικά πολιτεύματα (όπως αυτό του Άσσαντ ή του Χίτλερ και του Στάλιν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου). Έτσι γράφονται οι μαύρες σελίδες στην ιστορία της ανθρωπότητας, όπου η σύνεση και η διαλεκτική αποσύρονται, με την ύβρη να αποτελεί τον μοναδικό νόμο.

Άλλωστε ο εθνικισμός από μόνος του αποτελεί μια από τις πιο έντονες μορφές ύβρεως καθώς με τον τρόπο που επιβάλλεται στα κοινωνικά άτομα ευνουχίζει κάθε τάση αυτο-περιορισμού: η φυλετική ή εθνική υπερηφάνεια (που λόγω της έντασής της εκλαμβάνεται ως ανωτερότητα) ενός ανθρώπου υιοθετείται ως ύψιστο ιδανικό προσδιορίζοντας κύρος και αναγνωρισιμότητα στο ίδιο το άτομο την ίδια στιγμή που ο κόσμος γύρω του καταρρέει και οι παλιές αξίες, που για χρόνια εξαγόραζαν την θνητότητά του προτάσσοντας κατανάλωση και καριερισμό σβήνουν ολοσχερώς, αναπληρώνουν έτσι το κενό. Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε εργαλείο ικανό να να σκοτώσει και να σκοτωθεί για ένα καλύτερο χθες, όπως λέει και ο Δεσποινιάδης (2008). Πρόκειται για έναν ταυτιστικό παραλογισμό που απαντά σε υπαρξιακής μορφής ερωτήματα: αν αμφισβητηθεί το έθνος και η φυλή ως έννοιες και αξίες κοινωνικές, τότε το ίδιο το άτομο νοιώθει ότι αμφισβητείται και η ύπαρξή του αλλά και οι ικανότητές τους. Κάτι τέτοιο δεν φανερώνει μονάχα κλειστότητα του εθνικιστικού φαντασιακού η οποία λειτουργεί ως κινητοποιός δύναμη κατά τη συνάντηση της κοινωνίας αυτής με άλλες, οδηγώντας στο εξής συμπέρασμα: οι θεσμοί [της άλλης] είναι υποδεέστεροι και όχι ίσοι. Ιδιαίτερα όταν όλες οι ανθρώπινες σχέσεις διέπονται από ανταγωνισμό (οικονομικό και κατ’ επέκταση γεωπολιτικό), ο εθνικισμός και η δημαγωγία παίζουν καταλυτικό ρόλο στον όχλο που έχει χάσει την πολιτική του σύσταση, παρασύρεται από τη μονομέρεια της ιδεολογικής τύφλωσης σε μια κατάσταση γενικευμένου μίσους και τέλος στην ύβρη. Οι αναφορές του Ευριπίδη στις φρικαλεότητες του Τρωικού πολέμου τονίζουν υπόρρητα την ετερονομία αυτής της ταυτιστικής λογικής και την προτροπή στην αυθάδεια η οποία προβάλλεται ως υπερηφάνεια, υποδεικνύοντας τις καταστροφικές συνέπειες της αδυναμίας των ανθρώπων να θέτουν εσωτερικά όρια. Με άλλα λόγια, η μη κατανόηση του διαφορετικού ως ίσο (ή έστω ως εν δυνάμει ίσο) αποτελεί ύψιστο δείγμα έκφρασης της αυθάδειας που γεννά η κλειστότητα του εθνικισμού η οποία ωθεί κάθε κοινωνία να παραγνωρίσει τον εαυτό της, έχοντας αποτύχει να αυτοπεριοριστεί αλλά και να οικουμενικοποιηθεί, πράγμα που ούτε λίγο ούτε πολύ συναντά κανείς στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες οι οποίες έχοντας παραλύσει πολιτικά αδυνατούν να εκφράσουν κάποιο νέο πρόταγμα ως απάντηση στην φιλελεύθερη πολυπολιτισμικότητα, και όντας ανίκανες να αυτοπεριοριστούν αγκαλιάζουν τον κοινωνικό συντηρητισμό και σταδιακά οδηγούνται στο ρατσισμό. Αυτού του είδους την ετερονομία προσέγγιζαν οι τραγωδίες, υπενθυμίζοντας τον δήμο κάθε λεπτό για τις συνέπειες της ύβρεως, όπως και στην περίπτωση του Ευριπίδη ο οποίος χρησιμοποιεί την περίπτωση του Τρωικού πολέμου για να υπενθυμίσει στους Αθηναίους πολίτες την περίπτωση της σφαγής των Μιλησίων (Καστοριάδης 2008, σ.197)[1]

Και επειδή σήμερα τραγωδίες πλέον δεν παίζονται στα θέατρα ως μέσον διαπαιδαγώγησης των πολιτών, αλλά στα αθηναϊκά πεζοδρόμια από ανεγκέφαλους και αποκτηνωμένους σαλτιμπάγκους’, που ως άβουλες μαριονέτες και χωρίς να έχουν καν το δικαίωμα να επικαλεστούν το «εν βρασμώ ψυχής» χύνουν με μια απλή κίνηση του στιλέτου, το αίμα κάθε καλλιτέχνη που ανοιχτά τολμά και καταδικάζει την αισχρότητα και την χυδαιότητα του λουμπενισμού τους, εμφανίζονται οι λεγόμενες δυνάμεις του «συνταγματικού τόξου», που με αφορμή τον θάνατο του Παύλου Φύσσα επικαλούνται τις αρχές της «νομιμότητας» και της «αποφυγής των άκρων» κάνοντας ακριβώς την ίδια δουλειά με τους δημαγωγούς και τους λαϊκιστές. Αντί να χαϊδεύουν τα αυτιά του δήμου, αντί να εκφράζονται με βάση που αυτά ο ίδιος θέλει ν’ ακούσει λένε δήθεν ότι επικαλούνται αυτό που πρέπει να ακουστεί, ακόμη και αν δεν αρέσει σε πολλούς. Όπως οι εμφανείς λαϊκιστές δημαγωγοί έτσι και οι εκπρόσωποι της «υπευθυνότητας» παίζουν ποντάροντας πάνω στον ίδιο παράγοντα, τα συναισθήματα, τον φόβο, την ελπίδα για ταχεία διέξοδο (από την ολική ταπείνωση και εξαθλίωση), την βαθύτερη ουσία της ανθρώπινης υπόστασης, αυτό που ο Freud ονόμαζε ψυχή (μια ψυχή που όντας εκ φύσεως βάρβαρη ποτέ κανείς δεν σκέφτηκε να την εκπολιτίσει), πράγμα που τους κατατάσσει στην ίδια κατηγορία με τους πρώτους.

Οι δημαγωγοί προβάλλοντας αληθοφανείς και μονομερείς διατυπώσεις και αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους που συνήθως είναι οι μετανάστες, που με βάση τη δική τους λογική συμπιέζουν τις θέσεις εργασίας αφήνοντας απ’ έξω τους Έλληνες να πεινάνε, είτε οι Εβραίοι και οι μασόνοι που βάλλονται κατά του έθνους, ή στη λιγότερο ακραία εκδοχή, οι Γερμανοί που επειδή μισούν τους Έλληνες τιμωρούν έναν ολόκληρο λαό. Οι λαϊκιστές με προσωπείο υπευθυνότητας επικαλούμενοι τη γνώση και την αυθεντία επιβάλλονται μέσω του φόβου: αν δεν μας ψηφίσετε πείνα, κατάρες και καταστροφές θα σας βρουν, είτε, εσείς δεν ξέρετε τι θα πει διαχείριση της εξουσίας και γι’ αυτό ψηφίστε εμάς τους γνώστες και άριστους στην τέχνη της πολιτικής να ρυθμίσουν την κατάσταση με όποιο κόστος. Και ποιά είναι η απάντησή τους στη ρατσιστική βία; Οι ίδιοι μας λένε ότι για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο Χρυσή Αυγή, θα πρέπει να τεθεί το μόρφωμα αυτό εκτός νόμου. Ξεχνάνε όμως ότι η ὕβρις του φόνου, που υπήρξε απλά η κορυφή του παγόβουνου ενός γενικευμένου κυνισμού που καλλιεργούνταν τόσα χρόνια, δεν αντιμετωπίζεται με διατάγματα και νομοθετικές ρυθμίσεις. Ξεχνάνε επίσης ότι το ίδιο το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης που ακόμα υπηρετούν, εκπαίδευε στους κόλπους του τον μανιχαϊσμό, τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε ‘άριους’ κι υπανάπτυκτους, σε ιδιωτικούς και δημόσιους, σε trendy και ‘κλασσικούς’. Και όλα αυτά με την παράλληλη απουσία κάθε δημοκρατικής παιδείας, καθώς αντί για τα διδάγματα του αρχαίου θεάτρου, οι σύγχρονοι αστοί δημοκράτες προσέφεραν την «παιδεία» της ευτυχίας, της επιτυχίας, των χόμπυς, την ολοκλήρωση μέσο του άκρατου καταναλωτισμού, την ‘αλήθεια’ μέσο της παθητικής και άκριτης ενημέρωσης από τα ΜΜΕ, την επαγγελματική αποκατάσταση μέσο του προσανατολισμού της παιδείας σε ‘πρακτικού’ τύπου γνώσεις με αποτέλεσμα να αποδυναμώνονται τα κοινωνικά και πολιτικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων. Ξεχνάνε ότι ο σπόρος της ολοκληρωτικής απανθρωπιάς έχει ήδη ριζώσει στην Ελληνική κοινωνία και αυτό δεν μπορεί να λυθεί μέσα από γραφειοκρατικές διαδικασίες. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται άλλωστε και ιστορικά: πού ήταν η «νομιμότητα» να σταματήσει την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία την περίοδο του μεσοπολέμου; Ποιοί νόμοι ήταν ικανοί να σταματήσουν την γενοκτονία των Εβραίων και συνάμα την εξόντωση άλλων 50 εκατομμυρίων ανθρώπων; Αν πραγματικά η ανθρωπότητα θελήσει να αυτοκτονήσει τότε κανείς δεν θα μπορέσει να την σταματήσει, παρά μόνο η ίδια και αυτό μπορεί να το πετύχει μονάχα μέσω της δημοκρατίας[2], την μόνη απάντηση στην ύβρη (Καστοριάδης 2006, σ.457)

Τέλος, όπως λέει κι ο χορός των πολιτών στις Ευμενίδες του Αισχύλου: «Των Συμφορών η διχόνοια, εγώ εύχομαι να μην ξεσπάσει στη πόλη. Μήτε εμφύλιο αίμα οργής η γη να πιει, και να ζητά για το χυμένο αίμα άλλο αίμα. Τη χαρά να ανταποδίδουν αδελφωμένοι οι πολίτες και από κοινού να αποφασίζουν. Η συμφωνία σώζει το κακό από τους ανθρώπους» (στ. 1009-1016).

[1] Επίσης με βάση τον V.Naquet (2010), ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Πέρσαι», που έγραψε αμέσως μετά την ναυμαχία  της Σαλαμίνας, για να τονίσει την σημασία της ύβρεως έγραψε την τραγωδία από την σκοπιά του ηττημένου, δλδ των Περσών, παρόλο που ο ίδιος είχε  πολεμήσει στην Σαλαμίνα σαν νικητής με το πλευρό των Αθηναίων, που θα είχε κάθε λόγο να πανηγυρίζει, θέλοντας  έτσι να δείξει ότι δεν μετράει η στρατιωτική νίκη των Αθηναίων, ή αντίστοιχα η νίκη ενός έθνους θα λέγαμε σήμερα, αλλά η ύβρις ή αλλιώς εκείνη η παράλογη δύναμη της ψυχής που οδηγεί κάποιον στην καταστροφή, ακόμα και ένα ολόκληρο λαό. Θα μπορούσε  κάλλιστα να γράψει ενα κείμενο που να τονίζει την Νίκη της Πόλης του. Αυτό ήταν το αντι-εθνικιστικό μύνημα του Αισχύλου, όσο και της ετερότητας του Ελληνικού πολιτισμού με βάση τον Γάλλο συγγραφέα.

Επιπλέον, η Hannah Arendt (1998, σ.176) επίσης λέει ότι η Ετερότητα ως αμεροληψία και αποδοχή του άλλου ξεκίνησε στη Αρχαία Ελλάδα. Συνεπώς, όχι μόνο κάθε έννοια εθνικισμού και κλειστότητας κοινωνιών κατά την περίοδο αυτήν ήταν απούσα αλλά, ταυτόχρονα, η χρήση των αρχαίων Ελληνικών κειμένων με σκοπό την ανάδειξη ενός εθνικιστικού φαντασιακού αποτελεί μέγιστη ημιμάθεια και ασέβεια ως προς το πραγματικό αρχαιοελληνικό πνεύμα, την γέννηση της δημοκρατίας, της ισότητας, της ισηγορίας και της ελευθερίας.

[2] Η πραγματική (ή αλλιώς η άμεση) δημοκρατία με τίποτα δεν θα πρέπει να συνδέεται με την νεοτερική έκβαση της φιλελεύθερης ολιγαρχίας/αριστοκρατίας, που θέτει ως βασίζεται πάνω στην αρχή της αντιπροσώπευσης και του κοινοβουλευτικού θεσμού: «Η ιδέα των αντιπροσώπων είναι νεότερη. Προέρχεται από τη φεουδαρχία, το άδικο και παράλογο σύστημα διακυβέρνησης που υποβιβάζει το ανθρώπινο όν και εξευτελίζει το όνομά του. Στις αρχαίες πολιτείες, ακόμα και στις μοναρχίες, ουδέποτε ο λαός είχε αντιπροσώπους. Η λέξη αυτή ήταν άγνωστη» (Rousseau 2003, σ.114)

Στη μνήμη του Παύλου Φύσσα…

Βιβλιογραφία
Αισχύλος, 1992. Ευμενίδες – Ορέστεια. Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος.
Δεσποινιάδης, Κ., 2008. Πόλεμος και Ασφάλεια, Θεσσαλονίκη: Πανόπτικον.
Καστοριάδης, Κ., 1999. Η Αρχαία Ελληνική δημοκρατία και η Σημασία της για μας Σήμερα. Αθήνα: Υψιλον βιβλία.
Καστοριάδης, Κ., 2006. Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα. Αθήνα: Κριτική.
Καστοριάδης, Κ., 2008. Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα. Αθήνα: Κριτική.
Arendt, H., and Canovan, M., 1998. The Human Condition. 2Nd ed. Chicago: The University of Chicago Press.
Naquet, V., 2010. Aeschylean Tragedy. London: Bloomsbury Academic.
Finley, M. I. 1973. The ancient economy. London: Chatto & Windus.
Finley, M. I. 1985. Democracy ancient and modern. 2Nd ed. London: Hogarth.
Rousseau, J., J., and Gourevith, V., 2003. Rousseau: ‘The Social Contract’ and Other Later Political Writings. 2Nd ed. Cambridge: Cambridge University Press.
Weber, M., 1992. The Protestant Ethic and the Spirit of Capitalism. 2Nd ed. London: Routledge.

Συγγραφή: Μιχάλης Θεοδοσιάδης και Μίλτος.

Βοήθεια! Εστίες «ανομίας»!

Τα Σίριαλ της Χολιγουντιανής ΕΛ.ΑΣ συνεχίζονται:
Μετά την πολυβραβευμένη σειρά επιστημονικής φαντασίας «Βίλλα Αμαλίας», έρχεται η ΑΣΟΕΕ και οι Ημέρες Αντι-ραδιοφώνου

ANOMIA

Σε μία ακόμη επίδειξη των κατασταλτικών της ικανοτήτων, η Ελληνική Αστυνομία, κατόπιν πολιτικών εντολών, εισέβαλε χθες στα στέκια αντιεξουσιαστών και αριστερών, στο κτίριο της ΑΣΟΕΕ. Λίγες μόνο μέρες μετά τις τυμπανοκρουσίες των ΜΜΕ για την κατάληψη της Βίλλας Αμαλίας από το Κράτος, το τηλεοπτικό υπερθέαμα που μετατρέπει το μπουκάλι μπύρας, σε φονική μηχανή, την αντιασφυξιογόνα μάσκα σε εξοπλισμό πυρηνικού πολέμου και τις μαυρο-κόκκινες σημαίες, σε σύμβολα του υπέρτατου κακού (για ποιούς άραγε;), συνεχίζεται. Αυτή τη φορά, η πρόφαση ήταν το «κέντρο ανομίας» των μικροπωλητών στο πεζοδρόμιο μπροστά από την ΑΣΟΕΕ. Με αφορμή τα τσαντάκια και τις ομπρέλες που πουλάν οι μετανάστες, ώστε να επιβιώσουν, το ελληνικό κράτος εξυπηρέτησε για άλλη μια φορά τα αντικοινωνικά του συμφέροντα επιτιθέμενο σε ό,τι αντιστέκεται ουσιαστικά στην απροκάλυπτη επέλαση του βάρβαρου Νεοφιλελευθερισμού, σε ένα πραγματικά ελεύθερο και αντιεμπορευματικό ραδιοφωνικό σταθμό.

Αφού κατάργησαν νομοθετικά και στην πράξη το άσυλο, με τη δικαιολογία πως «η ελεύθερη διακίνηση ιδεών είναι εξασφαλισμένη» (αρκεί αυτές οι ιδέες να μην γίνονται πράξη;), αφού ευτέλισαν το δημόσιο χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσα από την εγκατάσταση της κομματικής γραφειοκρατίας στις διοικήσεις των πανεπιστημίων και στις φοιτητικές συνελεύσεις, αφού άνοιξαν, προς όφελος των επιχειρηματιών, την κερδοφόρα αγορά της εκπαίδευσης, τώρα επιδιώκουν την σιωπή των φωνών της συνειδητοποιημένης ρήξης με το πολιτικό καθεστώς. Είναι όμως τυχαία όλα τα παραπάνω; Είναι άραγε τυχαίες οι συνεχείς επιθέσεις των ΜΑΤ εναντίον των μεταναστών μικροπωλητών; Ήταν, λοιπόν, τυχαία η ομαδική επίθεση Χρυσαυγιτών νεοναζί και κρανοφόρων των ΜΑΤ στην ΑΣΟΕΕ την Τετάρτη 9 Μαΐου του 2012; Και ποιά ήταν τελικά τα αποτελέσματα της ΕΔΕ που διετάχθη από την Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, μετά τις έντονες αντιδράσεις που προκάλεσαν οι φωτογραφίες φασιστών να πετάνε πέτρες προς την ΑΣΟΕΕ καλυπτόμενοι από τους αστυνομικούς; Ποιός έδωσε έστω λίγη σημασία στην καταγγελία μετανάστη που συνελήφθη έξω από το πανεπιστημιακό ίδρυμα, ο οποίος ισχυρίζεται ότι έπεσε θύμα ληστείας από τους αστυνομικούς και εξευτελισμού της αξιοπρέπειας του; Ποιό από τα Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης που σήμερα θριαμβολογεί για την καταπάτηση του πανεπιστημιακού χώρου προέβαλλε τις πολιτικές παρεμβάσεις των μεταναστών μικροπωλητών (όπως αυτή που μπορείτε να δείτε εδώ);

Είναι, επίσης, τυχαία η εισβολή στο στούντιο του 98FΜ; Όπως επισημαίνει η ανακοίνωση του ραδιοσταθμού, «τι ακούγεται στους 98FM; Τώρα που ο Δένδιας ξήλωσε το στούντιο στην ΑΣΟΕΕ και την κεραία, ακούγονται παράσιτα; Όχι. Μήπως κάποιος «νόμιμος» σταθμός; Μα όχι. Ακούγεται πεντακάθαρα, χωρίς άδεια και από το άβατο κρατικό πάρκο κεραιών του Υμηττού ο Free FM! Ο σταθμός που πριν 7 χρόνια στήθηκε με τις ευλογίες κάποιων πολιτικών, ιδεολόγων του ολοκληρωτισμού, για να «πατήσει» την συχνότητα στην οποία εκπέμπαμε από το 2002». Φυσικά, δεν ενοχλεί κανένα η λειτουργία κερδοσκοπικών τηλεοπτικών σταθμών-εταιριών χωρίς άδειες, δεν τρομάζει κανέναν η lifestyle νομιμοποίηση του νεοναζισμού από διαπλεκόμενες φυλλάδες, δεν διαταράσσει τη ζωή κανενός ο έλεγχος των ΜΜΕ από μία κλειστή σέχτα εφοπλιστών και κατασκευαστών. Αυτό που τους τρομάζει, είναι η διάδοση των κοινωνικών αγώνων, είναι η ενασχόληση με ζητήματα που δεν πρέπει να τίθενται σε δημόσιο διάλογο, είναι η αμφισβήτηση της μονοπωλιακής διαχείρισης της πληροφορίας από το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας και τους παρατρεχάμενούς του.

Ο άνομος κυβερνητικός βίος

Εδώ και πάνω από μια δεκαετία, τόσο στην Ελλάδα όσο και περισσότερο στον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο, έχει καταστεί κυρίαρχη αντίληψη η συνολική καταδίκη κάθε πράξης που δε συνάδει με τους ποινικό (κυρίως) κώδικα, στο πλαίσιο των «ίσων αποστάσεων», της αποφυγής των άκρων, στο όνομα του θεμιτού για το δημόσιο συμφέρον και, συνεπώς, κοινώς αποδεκτού, φιλελεύθερου κέντρου. Οι διάφοροι προπαγανδιστές αυτής της κακόπιστης και χυδαία επιτηδευμένης ρηχής άποψης της μηδενικής ανοχής απέναντι στην βία «απ’ όπου και αν προέρχεται», του δήθεν «κοινού νου», όντας οι ίδιοι θύματα της μαζικής απο-πολιτικοποίησης και διανοητικής ένδειας που μαστίζει την εποχή μας, αδυνατούν ν’ αντιληφθούν ότι υπάρχει και «δεύτερο» επίπεδο της πραγματικότητας πίσω από το φαινομενικό και δήθεν αυτονόητο, από την πλασματική κοινωνική ευημέρια που μας παρέχουν οι φιλελεύθεροι θεσμοί. Έτσι, βλέπουν τις καταλήψεις με μια ιδιαίτερα κυνική αποστροφή, καταδικάζοντας τις ως πράξεις ανομίας, αγνοώντας ότι πίσω από την βιτρίνα του αστικού δικαίου υπάρχει ένας άλλος κόσμος, αυτός που τολμά και αμφισβητεί όλη αυτήν την ανθρωπολογική κατάπτωση του καταναλωτισμού. Η ιδέα και μόνο, όμως, ότι οι φιλελεύθεροι θεσμοί είναι ικανοί να προστατεύουν την κοινωνική ομαλότητα και το δημόσιο συμφέρον (δίχως, ωστόσο, να μας εξηγούν, τί πραγματικά θεωρούν δημόσιο συμφέρον), είναι πέρα για πέρα μυωπική. Μέσω μιας μεταφυσικού τύπου επίκλησης στην ανωτερότητα της αστικής νομιμότητας, κλείνουν τα μάτια τους μπροστά σε κάθε κοινωνική αδικία την οποία αποδίδουν σε εξωκοινωνικές αιτίες, όπως π.χ την ανθρώπινη φύση, δικαιολογώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο τον φετιχισμό τους με τους φιλελεύθερους κανόνες του ποινικού δικαίου. Γι’ αυτούς, το γεγονός ότι οι αγώνες των εργατών, των γυναικών και των μειονοτήτων κατάφεραν και άλλαξαν σε σημαντικό βαθμό τις κοινωνίες του Δυτικού κόσμου κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, περνά απαρατήρητο. Έτσι, γίνονται απολογητές μιας από τις χειρότερες μορφές ετερονομίας, του κοινωνικού Δαρβινισμού. Εξοβελίζοντας κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα από το κοινωνικο-ιστορικό γίγνεσθαι, αδυνατούν να κατανοήσουν την δυναμική της αμφισβήτησης των νόμων έστω και από μια μικρή μειοψηφία, πράγμα που αντιφάσκει με το αστικό δόγμα, καθώς οι πρώτοι αστοί, αυτούς που ο Μαρξ ονόμαζε φυγάδες δουλοπάροικους από τα φέουδα, έκαναν αυτό που οι σημερινοί «παράφρονες» και «άνομοι καταληψίες» κάνουν, να έρθουν σε σύγκρουση με την κυρίαρχη σιδερένια τάξη πραγμάτων, προτάσσοντας μια άλλη κοινωνία, μη ανταγωνιστική, πιο ανθρώπινη και δίκαιη.

Η αγιοποίηση του φιλελεύθερου κέντρου, του αντίστροφου λαϊκισμού που δεν κατηγορεί τους «κακούς Εβραίους», τους ξένους και τους κεφαλαιοκράτες αλλά σύσσωμη την κοινωνία που της αξίζει μια άνευ προηγουμένου συλλογική τιμωρία (προκειμένου να μάθει να υπακούει), δηλαδή του λαϊκισμού που απλά φορά ένα προσωπείο υπευθυνότητας και αντί να εκφράζει συνολικά το κοινωνικό μίσος προς κάποιον τρίτο στόχο, τον κατευθύνει αποκλειστικά και μόνο προς τους ίδιους τους πολίτες, μετατρέπεται σ’ ένα ντελίριο αυτομαστιγώματος και αυτοθυματοποίησης, που, στην πραγματικότητα, αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος: απέχθεια όχι προς την ίδια την υπάρχουσα κοινωνική θέσμιση, αλλά προς την ίδια την κοινωνία καθ’ αυτήν και τα δημιουργήματά της. Καθώς τα «έκνομα άκρα» μετατρέπονται σε «καταφύγια εγκληματικών ενεργειών», περνά η εντύπωση ότι τα μπουκάλια μπύρας που βρέθηκαν εντός της Βίλλας Αμαλίας (που, με βάση τα πορίσματα των μεγαλοδημοσιογράφων, θα χρησιμοποιηθούν ως αυτοσχέδιες βόμβες μολότοφ στις πορείες) είναι το ίδιο με τις χειροβομβίδες και τα μαχαίρια των Χρυσαυγιτών, με τις μεθόδους βασανισμού στα αστυνομικά κελιά. Κάθε μορφή κοινωνικής ανυπακοής βαφτίζεται ως ανομία. Η εξέγερση των κατοίκων της Κερατέας ταυτίζεται με τα ναζιστικά πογκρόμ εναντίον μεταναστών, ενώ τα ευτράπελα του Παπακωνσταντίνου με την λίστα Λαγκάρντ, τα σκάνδαλα του Βατοπεδίου, οι αυθαιρεσίες της πολιτικής εξουσίας, η παράνομη φυγή κεφαλαίων σε Ελβετικές τράπεζες (γεγονότα που δεν συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες «σοβαρές» χώρες του Δυτικού κόσμου, όπου κολοσσοί μεγάλων επιχειρήσεων ΝΟΜΙΜΑ φοροδιαφεύγουν), φανερώνουν την σαπίλα του πολιτικού συστήματος, την αδυναμία των θεσμών του να προστατεύσει την έστω και κατ’ επίφαση κοινωνική «ομαλότητα», καθώς κραυγαλέες αξιόποινες πράξεις μένουν ατιμώρητες, την ίδια στιγμή που η αμφισβήτηση του ίδιου του πολιτικού συστήματος που γεννά και διαιωνίζει αυτά τα προβλήματα, βαφτίζεται ως «τρομοκρατία» [ιδιαίτερα σε κάποιες «πολιτισμένες» αναπτυγμένες χώρες, σε αντίθεση με την «τριτοκοσμική Ελλάδα, όπου οι νόμοι δεν τηρούνται από κανέναν» (γνωστή ατάκα των φιλελεύθερων φονταμενταλιστών), ειρηνικές διαμαρτυρίες κατατάσσονται στη γνωστή λίστα με τις τρομοκρατικές κινήσεις εναντίον πολιτών] Έτσι, κεκτημένα δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες, αυτονόητα, δηλαδή, πράγματα, περιορίζονται στο όνομα του «καλού κέντρου», ενώ, την ίδια στιγμή, «νόμιμες» μέχρι χθες διαμαρτυρίες χαρακτηρίζονται ως «αντικοινωνικές» και εν τέλει «τρομοκρατικές», αρκεί να δούμε τι συνέβη με την περίπτωση της Υπατίας.

Βλέπουμε, λοιπόν πως όλος αυτός ο φετιχισμός με την νομιμότητα όχι μόνο δεν διαιωνίζει την κοινωνική αδικία, αποκρύπτοντας τα πραγματικά εγκλήματα, αλλά ισοπεδώνει κάθε έννοια λογικής. Όπως, άλλωστε, αναφέρει και ο Κ. Αθανασιάδης (Lifo, 12/7/2012). «Για μένα δεν υπάρχει κατηγοριοποίηση της βίας, η μούντζα είναι σφαίρα επειδή γεννά τη σφαίρα, όπως η μυική πίεση στη σκανδάλη του περιστρόφου — να φοβόμαστε τα γιαούρτια απ’ όπου κι αν προέρχονται». Συνεπώς, θα μπορούσε να ειπωθεί, ότι μια μικρο-διαφωνία με κάποιον γείτονα, ο οποίος έχει το κακό συνήθειο να πετά τα σκουπίδια του στην μέση του δρόμου, είναι προάγγελος μιας μελλοντικής στυγερής δολοφονίας, νομοτελειακά!!!

Είναι σίγουρο πως καμιά κοινωνία δεν μπορεί να λειτουργήσει δίχως ένα πλαίσιο minimum κανόνων οι οποίοι, όμως, δεν είναι ούτε θέσφατα, ούτε αναντίρρητοι κανόνες. Θα πρέπει, όμως να είμαστε ικανοί ν’ αναρωτηθούμε ποιοι είναι αυτοί που ορίζουν τί είναι νόμιμο και τί όχι, και για ποιόν σκοπό; Ποιοί επιδιώκουν να επιβάλλουν αυτούς τους νόμους; Η τυφλή συμμόρφωσή μας με κανόνες που διέπουν την κοινωνική συμπεριφορά μας καθρεφτίζει, ταυτόχρονα, την δική μας αδυναμία να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι αναγκαίο, πολλές φορές αν όχι πάντα, να αμφισβητούμε τις δοσμένες και θεσμισμένες αξίες που διέπουν την κοινωνία στην οποία ζούμε, για την επιβολή των οποίων, ελάχιστα συμβάλουμε και αποφασίζουμε. Έτσι, με το να κατακρίνουμε συλλήβδην αυτόνομες δράσεις, όπως π.χ της ΑΣΟΕΕ, της Βίλλας Αμαλίας, που, ως επί τω πλείστον επιδιώκουν στην δημιουργία αντι-δομών, όπου εμείς θα αποφασίζουμε για εμάς και όχι μια χούφτα τεχνοκράτες, ειδήμονες παντογνώστες, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να υπερασπιζόμαστε τη μη συμμετοχή μας, την ολιγαρχία και, τέλος, την κοινωνική αδικία.

Εν κατακλείδι…

Οι συνεχείς αυτές επιθέσεις, δεν αποκρούονται μόνο με την τεράστια αλληλεγγύη που γνώρισε άμεσα η κατάληψη της Βίλλα Αμαλίας. Δεν αρκεί η επιβεβαίωση των εξαιρετικών αντανακλαστικών του κοινωνικού κινήματος. Η αυτοπαγίδευση μας στην προσπάθεια να επανακτήσουμε ό,τι χάνουμε από το κατασταλτικό σχέδιο του Κράτους είναι πιθανό να περιορίσει τις δράσεις μας σε ένα κλειστό χώρο, που θα μας καταστήσει αδρανείς και ανέτοιμους να αντισταθούμε στην συνολική επίθεση που δέχεται η κοινωνία. Παράλληλα, λοιπόν, με τον αγώνα μας για επανάκτηση και διατήρηση των αυτοοργανωμένων χώρων-νησίδων ελευθερίας, να περάσουμε στην αντεπίθεση, δημιουργώντας νέους χώρους πολιτικής έκφρασης, αναζητώντας νέους τρόπους προώθησης της πληροφορίας, νέες δράσεις αλληλεγγύης, καθημερινές αντεπιθέσεις στην κυρίαρχη κουλτούρα, συνεχείς παρεμβολές στην κανονικότητα. Χρειάζεται να καταλάβουμε ότι το κοινωνικό και πολιτικό αδιέξοδο που διαιωνίζεται συνεχώς μέσω της επιβαλλόμενης ιδεολογίας των άκρων είναι τόσο καταστροφικό, όσο και οι φιλοναζιστικές ή φιλοσταλινικές τάσεις που καλλιεργούνται εντός της ίδιας μας της κοινωνίας. Είναι καιρός να τελειώνουμε με κάθε είδους ξεπερασμένο μανιχαϊστικό δίπολο, όπως Σταλινισμός και Λενινισμός ή ακραίος συντηρητισμός έναντι αστικής δημοκρατίας. Η πολιτική δεν αποτελεί αναγκαστικά μια πάλη ιδεών μεταξύ δύο αντίπαλων στρατοπέδων. Είναι μια βαθύτερη ανθρώπινη δράση, που περνά μέσα από την διαύγαση του κοινωνικού γίγνεσθαι, και καταλήγει σε προτάσεις που δεν θα εγκλωβίζονται από διάφορους ιδεολογικούς φετιχισμούς, είτε νοηματικές κλειστότητες, όπως ο εθνικισμός και ο κάθε είδους σωβινισμός. Είναι κάτι που μπορεί και υπερβαίνει τόσο τις καθιερωμένες αντιλήψεις, όσο και την αναζήτηση μιας θεσούλας, ενός ατομικιστικού βολέματος σε μια ζουγκλοποιημένη κοινωνία. Πως λοιπόν θα υπερβούμε αυτήν την μιζέρια; Μόνο μέσα από την πολιτική δράση, η οποία, ταυτόχρονα, προϋποθέτει και σύγκρουση με τις σάπιες ιδέες που μας πνίγουν σαν βραχνάς κάθε μέρα όλο και περισσότερο.

Συγγραφή: Μιχάλης Θ, Efor

Κάλλιο πεινασμένος και μαζί, παρά χορτάτος και ναζί

tumblr_m3x6rzPto51r2y9suo1_500

Άλλη μια μέρα με βρίσκει να ψάχνω στις τσέπες παλιών τζιν για ξεχασμένα νομίσματα. Άλλη μια μέρα που ζητάω χάρη απ’ τον περιπτερά να μ’ αφήσει να ρίξω μια ματιά στην εφημερίδα των αγγελιών, χωρίς να την πληρώσω. Άλλο ένα πρωϊνό που τη βγάζω με ψωμί, αλειμένο με μαργαρίνη και πασπαλισμένη ζάχαρη. Άλλα δέκα λεπτά στο σουπερμάρκετ προσπαθώ ν’ αυτοσχεδιάσω βρίσκοντας κάτι φθηνό να προσθέσει μια νέα γεύση στα μακαρόνια, λίγη νοστιμάδα στις φακές, μια νότα απόλαυσης στο ρύζι. Μπορώ, βέβαια, να πω πως φέτος γνώρισα για πρώτη φορά την πόλη μου, μοιράζοντας βιογραφικά. Φέτος αντιλήφθηκα πως η χυλόπιτα του εργοδότη μπορεί να γίνει κάποιες φορές πιο απογοητευτική και πιο πικρή απ’ αυτή της γυναίκας. Πολέμησα πολύ για να μην εγκαταλέιψω τον εαυτό μου στη μιζέρια του, να μην μετατραπεί το σπιτικό μου σε σαρκοφάγος. Πολεμώ ώστε να παραμείνω άνθρωπος, να μην αφήσω το μίσος να με πνίξει μέσα στο ίδιο μου το αίμα. Και συνεχίζω…

Θυμάμαι, λίγες μέρες μόνο θα χουνε περάσει, έναν γείτονα να με φωνάζει απ’ το παρκάκι βιαστικά. «Έλα, έλα Αντώνη, μοιράζουνε φαϊ δυο στενά πιο κάτω», μου πε μόλις πλησίασα, με συνωμοτικό ύφος. Ο γείτονας, ο κυρ Πέτρος, ένας κοιλαράς μεσήλικας εισοδηματίας, που τώρα τελευταία συνεχώς γκρινιάζει, αφού πέταξε στο δρόμο με έξωση όλους τους κακοπληρωτές ενοικιαστές του. Δεν συνηθίζω να πιάνω κουβέντες μαζί του, πέρα από ένα γεια, γιατί είναι συνεχώς στη μίρλα. Αφού μοιράζανε φαί, όμως, τα πόδια μου αυτόματα κουνήσαν να ακολουθήσουν τα καφετιά σκαρπίνια του κυρ Πέτρου που ξεκινούσαν προς τα κει.

Από μακριά άκουγα φωνές, κι υπέθεσα πως θα γίνεται πανζουρλισμός μπροστά στους σάκους με τα τρόφιμα. Περνώνας το πρώτο στενό πρόσεξα διμοιρίες μπάτσων να χουνε κυκλώσει το τετράγωνο, κι οι φωνές να δυναμώνουν. Σταμάτησα μια στιγμή, και πρόσεξα πως οι φωνές ακούγονταν μέσα από μια κλούβα της αστυνομίας. Κοκκάλωσα. Να τους μάζεψαν επειδή πήγαν να κλέψουν τα σακιά; Να τους συνέλαβαν επειδή τσακώθηκαν πάνω στη μοιρασιά, επειδή ποδοπάτησαν κανένα; «Πάμε, πάμε, θα τελειώσουν τα φαγια ρε Αντωνάκη», μου πε ο κοιλαράς και με σκούντηξε να περπατήσω πάλι. «Τους κακοφαίνεται τους αληταράδες που μοιράζουν τρόφιμα», είπε σχεδόν ψιθυριστά κι μούρη του γέμισε μ’ απέχθεια. Μα σε ποιόν άνθρωπο θα κακοφαινόταν η διανομή τροφίμων;

Φτάνοντας στην πλατεία…

Φτάνοντας στην πλατεία αντίκρυσα ένα τσούρμο μαυροντυμένων, να στέκεται μπροστά από πάγκους και δυο τρεις καραφλούς φωτογράφους να στήνουν τον κόσμο πέρα δώθε. Ένας χοντρός φαφλατάς στην άκρη είχε πιάσει κουβέντα με τους μπάτσους, και τους έδινε οδηγίες στο πώς να προστατέψουν την πλατεία. Κάποιοι κακόμοιροι, σαν και του λόγου μου, έφευγαν με σκυμμένο το κεφάλι κι ενα σακί πατάτες στον ώμο. Κάποιοι άλλοι έδιναν το χέρι στο φαφλατά, που αυτάρεσκα κόμπαζε για τους τόνους τροφής που μοίραζαν στον κόσμο, το πόσο μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες είναι, και πόσο ανάξιο για ένα πιάτο φαί είναι το εφτάχρονο μαυράκι που κρυφοκοιτούσε λαίμαργα απ’ το μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας.

«Έλα, έλα Αντώνη, το κόμμα φροντίζει για τζάμπα φαϊ», φώναζε γεμάτος χαρά ο γείτονας. Μου ‘ρθε εμετός και αναγούλα. Αυτοί που χρόνια τώρα φιλούσαν κατουρημένες ποδιές για μια σκατοθεσούλα στο δημόσιο, τώρα έγλυφαν τα πόδια των μαφιόζων για δυο σακουλάκια ρύζι. Αυτοί που θα ‘πρεπε να ‘ναι στους δρόμους, εξεγερμένοι, κουβαλούσαν τα παλτά των ασήμαντων μπράβων της νύχτας. Αυτοί που πεινούσαν, αντί να σηκώσουν το ανάστημα και να σχηματίσουν δομές αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, έσκυβαν ακόμη πιο χαμηλά ζητώντας ελεημοσύνη από μια συμμορία.

Έφτυσα στ’ οδόστρωμα το σάλιο αηδίας και γύρισα προς τα πίσω. Οι φωνές μέσα απ’ την κλούβα τώρα ήταν ξεκάθαρες: «το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά». Ήταν αντιφασίστες κι αντιφασίστριες, οι ίδιοι άνθρωποι που ‘χουν οργανώσει συλλογικές κουζίνες σε κάθε γειτονιά της πόλης. Ήταν αντιεξουσιαστές κι αντιεξουσιάστριες, οι ίδιοι άνθρωποι που δημιουργούν πόλη προς πόλη και μια αγροκολλεκτίβα, που χουν ξεκινήσει παντού αυτοοργανωμένα μαθήματα, για καθετί που μπορεί να φανεί δημιουργικό στον καθένα. Ήταν αυτοί που αποκαλούνται «άκρο», την ίδια στιγμή που θα περάσουν την πρωτοχρονιά τους όχι στα μπουζούκια, όχι στα χλιδάτα ρεβεγιόν, αλλά έξω απ’ τις φυλακές όλης της χώρας, τραγουδώντας γι’ αυτούς που η κοινωνία θέλει να ξεχάσει πως υπάρχουν, τους έγκλειστους συνανθρώπους μας.

Περπάτησα δυο βήματα, αργά, ξοδεύοντας την τελευταία θερμίδα που είχα πάρει. Μέσα στο μυαλό μου στριφογύριζε η σκέψη να μπω κι εγώ μαζί μέσα στην κλούβα. Κάλλιο πεινασμένος και μαζί, παρά χορτάτος και ναζί…


Σύντομο URL: http://tinyurl.com/d6kujlm

A For Alexis, Graphic Novel (gr)

http://www.scribd.com/embeds/114899395/content?start_page=1&view_mode=scroll&access_key=key-1gfyt5oduyovkj5jhwe

Το A for Alexis είναι μία απόπειρα απόδοσης του πασίγνωστου κόμικ V for Vendetta στα ελληνικά. Λέγοντας απόδοση δεν εννοούμε την ακριβή μετάφραση των κειμένων από τα αγγλικά στα ελληνικά, αλλά την μεταφορά της ιστορίας σ’ ένα δυστοπικό 2022, με την δράση να εξελίσσεται στην Αθήνα.

Όταν γράφηκε το V for Vendetta, το 1981, απ’ τον Alan Moore, η βρετανική κοινωνία δεχόταν την Νεοφιλελεύθερη επίθεση από την ολιγαρχία που εκπροσωπούσε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Η ένταση της καταστολής, η κρατική τρομοκρατία, η ανυπαρξία πολιτικού λόγου, η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, η μετατροπή του Πολίτη σε υπήκοο, η οικολογική καταστροφή, η προπαγάνδα των ΜΜΕ, η εξύψωση της ηθικής της εργασίας ήταν μερικά από τα στοιχεία εκείνα που οδήγησαν στη δημιουργία αυτού του κόμικ. Οι ίδιοι, επίσης, λόγοι οδήγησαν εμάς στη μετάφραση και επικαιροποίηση του έργου αυτού, 31 χρόνια μετά. Το ρόλο της Θάτσερ στην Ελλάδα έχουν πρόθυμα αναλάβει επαγγελματίες πολιτικοί και τεχνοκράτες, σχηματίζοντας ένα ισχυρό αντικοινωνικό μέτωπο.Δημοσιογράφοι σε ρόλο δικαστή των κοινωνικών αγώνων,μεσάζοντες του φόβου και της καταστροφολογίας.

Οπλισμένοι φασίστες σε ρόλο συστημικού μαστιγίου, πλαισιώνουν τις ορδές των κρανοφόρων με τα χακί, διαπράττοντας καθημερινά, και ατιμώρητα, τερατώδη εγκλήματα και σπέρνοντας το μόνο τους πιστεύω, το μίσος. Εργοδότες, που ανέπτυξαν τις επιχειρήσεις τους με κρατικές επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές, συνεχίζουν να καρπώνονται την υπεραξία της εργασίας μας, είτε συσσωρεύοντας τα υπερκέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους, είτε τζογάροντας πάνω σε χρηματιστικά «προϊόντα»

Η ελληνική κοινωνία σήμερα, δεν έχει ανάγκη από έναν V. Έχει ανάγκη από εκατοντάδες χιλιάδες V, με ή χωρίς μάσκες, με ή χωρίς κουκούλες, βίαιους ή μη βίαιους, που θ΄απαντήσουν στην ερώτηση που τέθηκε το Δεκέμβρη του 2008. Τότε που οι ολιγαρχίες τρομοκρατήθηκαν, τότε που τα αφεντικά τρόμαξαν, τότε που εκατομμύρια αλληλέγγυοι πολίτες σε όλο τον πλανήτη φώναξαν πως “δεν ζητάμε τίποτα, τα θέλουμε όλα”! Σήμερα, δεν ψάχνουμε αφορμή σε άλλη μια κρατική δολοφονία. Σήμερα οι αφορμές είναι καθημερινές. Η αφορμή είναι γραμμένη πάνω στην κάρτα ανεργίας, είναι στον τίτλο των ειδήσεων των οκτώ, είναι χαραγμένη στην καταθλιπτική καθημερινότητα, είναι μέσα στο άδειο ψυγείο, είναι στον απλήρωτο λογαριασμό της ΔΕΗ, είναι στο χώμα που σκεπάζει τον αυτόχειρα της ημέρας. Η αφορμή είναι μπροστά μας. Η προοπτική της κοινωνικής επανάστασης επίσης…Ας δώσουμε στην οργή μας τρόπο.

Το V for Vendetta είναι έργο των Alan Moore και David Lloyd.

Επίσης στη δημιουργία του συνετέλεσαν οι Siobhan Dodd, Jenny O’Connor, Steve Craddock

Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα (αυτοί θα έπρεπε να φοβούνται…)

Λίγους μόλις μήνες από τις τελευταίες εκλογές, η τρικομματική κυβέρνηση έχει ήδη φροντίσει να διαλύσει τις αυταπάτες όσων την εμπιστεύτηκαν. Όλες οι προεκλογικές εξαγγελίες για επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου ή απαγκίστρωση απ’ αυτό ξεχάστηκαν και τη θέση τους πήρε η κλιμάκωση της βάρβαρης πολιτικής της τελευταίας διετίας, με τη λήψη του πιο σκληρού πακέτου μέτρων από την αρχή της κρίσης. Πρόκειται για μέτρα πολλαπλάσια απ’ του Φεβρουαρίου, που ενώ αρχικά ανέρχονταν στο ύψος των 11,5  δισ. ευρώ, έφτασαν τα  13,5 δισ. ευρώ κατά την ψήφισή τους για ν’ αποκαλυφθεί ότι τελικά αγγίζουν τα 18,9 δισ. χωρίς να υπολογίσουμε τις ρήτρες αυτόματης αναπλήρωσης που επέβαλε η τρόϊκα. Με άλλα λόγια πρόκειται για μέτρα που ξεπερνούν το 8,5 % του ΑΕΠ και τα οποία είναι βέβαιο ότι θα βαθύνουν την ύφεση, θα αυξήσουν την ανεργία και θα οδηγήσουν στην εξαθλίωση την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού.

Κύριοι άξονες αυτών των μέτρων που ταιριάζουν περισσότερο σε κατοχική κυβέρνηση, είναι οι οριζόντιες περικοπές μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, η περιστολή κάθε κοινωνικής δαπάνης, η κατεδάφιση της δημόσιας υγείας και της δημόσιας παιδείας, η διάλυση της δημόσιας διοίκησης και του ασφαλιστικού συστήματος και κυρίως οι νέες, πέρα από κάθε λογική αυξήσεις φόρων που κυριολεκτικά εξοντώνουν τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Παράλληλα, στον τομέα των εργασιακών έχει ήδη ανοίξει η συζήτηση για μια σειρά ρυθμίσεων που αν υλοποιηθούν, θα γυρίσουν το εργατικό δίκαιο της χώρας στο 19ο αιώνα.

Όλα αυτά υποτίθεται ότι γίνονται για την εκταμίευση της δόσης των 31,5 δισ. που είναι τάχα απολύτως απαραίτητη για την αποφυγή της χρεοκοπίας και την επιβίωση της χώρας. Σύμφωνα με την επίσημη προπαγάνδα, τα χρήματα αυτά θα βοηθήσουν την επανεκκίνηση της οικονομίας, δίνοντας μια τονωτική ένεση ρευστότητας στην αγορά και λύνοντας το πρόβλημα των ταμειακών διαθεσίμων του κράτους τα οποία σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού εξαντλούνται την 16η Νοεμβρίου. Ωστόσο είναι γνωστό, ότι από τα 31,5 δισ., ούτε ένα ευρώ δε θα πάει σε μισθούς ή συντάξεις, ενώ στην πραγματική οικονομία θα κατευθυνθεί ένα πραγματικά ασήμαντο ποσοστό: τα 25 δισ. θα πάνε για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τα 3,5 δισ. στην εξόφληση ομολόγων που λήγουν και τα υπόλοιπα στην εξόφληση χρεών του δημοσίου προς ιδιώτες. Αν σκεφτούμε ότι απ’ όλες τις προηγούμενες «ενέσεις ρευστότητας» που είτε με τη μορφή μετρητών, είτε με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων, φτάνουν από το 2008 ήδη τα 168 δισ. ευρώ, οι τράπεζες δεν έριξαν δεκάρα στην πραγματική οικονομία, θα καταλάβουμε ότι η αισιοδοξία της Κυβέρνησης ότι αυτή τη φορά θα το κάνουν είναι εντελώς αβάσιμη. Αντίθετα είναι βέβαιο ότι οι τράπεζες θα κρατήσουν και πάλι τα χρήματα, όχι μόνο γιατί μέσα σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης και απόλυτης οικονομικής καθίζησης, κάθε δάνειο που εκταμιεύεται είναι αυτόματα επισφαλές, αλλά και για να αποκτήσουν την κεφαλαιακή επάρκεια που σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανονισμούς τους είναι απαραίτητη για να μπορούν να δανείζονται στη διατραπεζική αγορά. Όσο για την εξόφληση χρεών προς ιδιώτες, είναι βέβαιο ότι αφορά σχεδόν αποκλειστικά τους μεγάλους προμηθευτές και τους μεγαλοεργολάβους και όχι τους χιλιάδες μικρομεσαίους επιχειρηματίες που συναλλάσσονται με το δημόσιο.

Με βάση τα παραπάνω, οι συνεχείς διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού, ότι πρόκειται για τα τελευταία μέτρα ηχούν πραγματικά κωμικές, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από τη ρήτρα που επιβάλλει η τρόικα περί αυτόματης αναπλήρωσης κάθε αστοχίας του προγράμματος, με νέες περικοπές μισθών και συντάξεων στο δημόσιο κυρίως τομέα. Άλλωστε η συζήτηση για νέα μέτρα άρχισε ήδη, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά την ψήφισή τους.

Η συνολική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας

Ας δούμε όμως σε ποιά οικονομία εφαρμόζονται αυτά τα μέτρα. Όπως δείχνουν τα στοιχεία που θα παρατεθούν, είναι δύσκολο, όσο κι αν ψάξει κανείς, να βρει άλλο παράδειγμα τέτοιας γενικής καθίζησης τουλάχιστον στην μεταπολεμική Ευρώπη.

Αρχίζοντας με την ύφεση που συνεχίζεται για Πέμπτη συνεχόμενη χρονιά, προκύπτει ότι έφτασε αθροιστικά φέτος τον Ιούνιο στο 17,4 % του ΑΕΠ, ενώ η επίσημη πρόβλεψη για το τέλος του έτους την ανεβάζει στο 21 %. Μάλιστα, πρόσφατα ο Στουρνάρας δήλωσε ότι θα συνεχιστεί για άλλα δύο χρόνια φτάνοντας στο 25 % το 2014. Φυσικά η αλήθεια είναι πολύ χειρότερη. Το πραγματικό νούμερο θα ξεπεράσει σε κάθε περίπτωση το 28 %, χωρίς ν’ αποκλείεται και μια έκρηξη άνω του 30 % αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις πολλών ειδικών και διεθνών οργανισμών. Ήδη για το 2013 η Moody’s προβλέπει 7 %, η Citigroup 10,7 %, ενώ το ΚΕΠΕ που πριν τρεις μήνες προέβλεπε 9,1 %, πρόσφατα, πιθανώς μετά από πολιτικές παρεμβάσεις, κατέβασε την εκτίμησή του στο 5 %. Το ίδιο ποσοστό του 5 % έβλεπε και η τρόικα στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις της με την Κυβέρνηση για τα νέα μέτρα, με την ελληνική πλευρά να επιμένει βλακωδώς στο απίστευτο 3,8 %, που ακόμα κι αυτό όμως αρκεί για να διαψεύδει την εκτίμηση του Στουρνάρα για 25 % αθροιστική ύφεσης στο τέλος του 2014, αφού το νούμερο αυτό θα είχε ήδη ξεπεραστεί από το 2013. Αυτό που είναι πραγματικά αστείο, είναι ότι τελικά τρόικα και Κυβέρνηση τα βρήκαν κάπου στη μέση συμφωνώντας στο 4,2 %, λες και η ύφεση εξαρτάται από τις εκτιμήσεις τους οι οποίες πέφτουν πάντα έξω. Θυμίζουμε ότι για το 2012 η αρχική εκτίμηση που δινόταν στον προϋπολογισμό που κατατέθηκε το Νοέμβριο του 2011 ήταν 2,8 %. Η εκτίμηση αυτή αναθεωρήθηκε στη διάρκεια της χρονιάς πέντε φορές προς τα πάνω με την πραγματική ύφεση να αγγίζει ή και να ξεπερνάει το 7 % (7,2 % ήταν η ύφεση του 3ου τριμήνου και 6,7 % η ύφεση του 1ου εννιάμηνου όπως ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ στις 14/11/2012).

ΠΟΣΟΣΤΟ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΕΠ (ΥΦΕΣΗ)
2008: -0,2 %
2009: -3,2 %
2010: -4,9 % [1]
2011: -7,1 % (208,5 δισ. €) [1]
2012: -6,6 % (εκτίμηση – 194,7 δισ. €)
2013: -4,2 % (εκτίμηση)

Εκτός από την ύφεση, πραγματικά εφιαλτικά είναι τα μεγέθη της ανεργίας που τον Αύγουστο έφτασε στο 25,4 % (1.267.595), με τη νεανική στο 58 % και τη γυναικεία στο 29 %. Πρόκειται βέβαια για την επίσημη ανεργία και όχι την πραγματική που είναι τουλάχιστον 3 με 4 μονάδες πάνω. Ακόμα κι έτσι όμως, πρόκειται για τη μεγαλύτερη ανεργία σε όλη την Ευρώπη – αφού για πρώτη φορά ξεπέρασε την ισπανική – ενώ η νεανική και η γυναικεία κατείχαν το θλιβερό προνόμιο της πρωτιάς εδώ και πολλούς μήνες.

Με δεδομένο ότι από την αρχή της κρίσης παρατηρείται η σχεδόν ισόποση ετήσια άνοδος ύφεσης και ανεργίας, η πρόβλεψη του Επιστημονικού Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ για 29 % επίσημη ανεργία (δηλαδή περίπου 33 % πραγματική) στο τέλος του 2013, θα αποδειχθεί πιθανότατα σωστή. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι 735.000 άνεργοι δεν παίρνουν καθόλου επίδομα ανεργίας ενώ ;έως τώρα κόβονται και τα ειδικά και εποχικά επιδόματα, καθώς και ότι υπάρχουν 224.000 οικογένειες χωρίς ούτε ένα εργαζόμενο μέλος. Ακόμα πολύ ανησυχητική και ενδεικτική της μηδενικής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, είναι η αύξηση της ανεργίας μέσα στο καλοκαίρι (από 24,4 % τον Ιούνιο σε 25,1 % τον Ιούλιο) – περίοδο που παραδοσιακά η ανεργία στην Ελλάδα μειώνεται λόγω της απασχόλησης μεγάλου αριθμού εργαζομένων στον τουρισμό.

ΑΝΕΡΓΙΑ: ΠΟΣΟΣΤΟ % ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΤΟΜΑ
06/2009 8,9 443
12/2009 10,3 514
06/2010 11,8 594
12/2010 14,2 712
06/2011 16,6 823
12/2011 21,0  1034
06/2012 24,4 1216
08/2012 25,4  1268

 

Πέρα όμως από την ύφεση και την ανεργία, όλοι ανεξαιρέτως οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας απειλούνται με κατάρρευση δίνοντας πραγματικά μια εικόνα απόλυτης ερήμωσης. Πρόσφατα ο Σταϊκούρας (19/9/2012) εκτίμησε στα 49 δισ. € τις θυσίες των Ελλήνων από την αρχή της κρίσης, εκ των οποίων τα 16,2 δισ. αφορούν περικοπές μισθών και συντάξεων. Με τα τωρινά μέτρα τα ποσά φτάνουν τα 67,9 δισ. και 25,8 δισ. αντίστοιχα και έπεται συνέχεια πολύ σύντομα. Αυτή η υπερβολική αφαίμαξη εισοδημάτων φαίνεται καθαρά στην μείωση του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων οι οποίες από 237,5 δισ. € το Δεκέμβριο του 2009 έπεσαν φέτος τον Ιούλιο στα 150,5 δισ. €. Όσο κι αν είναι αλήθεια ότι ένα μέρος της διαφοράς έφυγε από τη χώρα κι ένα άλλο μέρος φυλάσσεται στα σπίτια, είναι σίγουρο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι έχει εξανεμιστεί για ν’ αντισταθμίσει τις συνεχείς περικοπές των εισοδημάτων, ενώ πολλοί είναι και οι άνεργοι που τρώνε τα έτοιμα όπως κι αυτοί που σηκώνουν λεφτά για να πληρώσουν φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, ιατρικές δαπάνες κλπ.

Σύμφωνα με έκθεση της ALPHABANK τον Αύγουστο, η κατάσταση όσον αφορά τις καταθέσεις είχε ως εξής:

Ποσοστό καταθετών: Ύψος καταθέσεων :
81,5 % 0 – 2.000 €
11,3 %   2.000 – 10.000 €
5,9 %   10.000 – 100.000 €

 

Η δραματική μείωση των καταθέσεων οφείλεται στην πτώση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών από τα 20.457 € το 2010, στα 15.729 € το 2011. Αυτή η μείωση κατά 23,1 % ή 25 % αν υπολογιστεί και ο πληθωρισμός, ταυτίζεται απόλυτα με την πτώση κατά 25 % της εγχώριας ζήτησης για το ίδιο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, η πτώση της αγοραστικής δύναμης από την αρχή του 2010, αγγίζει το 45 % κατά μέσο όρο, γυρνώντας μας στα επίπεδα του 1978. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat επεξεργασμένα από το Κέντρο Μελετών και Ερευνών του Εμπορικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου, ο μέσος ελληνικός μισθός έχει κατρακυλήσει στα 10.110,60 € κατ’ έτος.

Ακόμη, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 15,9 % (39 δισ. €) το Δεκέμβρη του 2011, υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν το 20 % (49 δισ. €) στο τέλος του 2012, ενώ έως τον Αύγουστο του 2012 είχαν ρυθμιστεί 224.384 στεγαστικά και 441.038 καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Η λύση που δρομολογούν οι τράπεζες είναι η μετατροπή των δανειακών συμβάσεων σε  μισθώσεις για 49 ή 99 χρόνια σύμφωνα με το ισπανικό ή το αγγλικό μοντέλο, όπου το αντάλλαγμα για τη μείωση της δόσης είναι η παρακράτηση από την τράπεζα της κυριότητας του ακινήτου. Πρόκειται δηλαδή για έμμεση κατάσχεση και μετάθεση του κόστους αποπληρωμής του δανείου, στα εγγόνια ή και τα δισέγγονα του δανειολήπτη. Η χρονική σύμπτωση της δημοσιοποίησης της απαίτησης της τρόικας για άρση της απαγόρευσης κατάσχεσης της πρώτης κατοικίας με τις δηλώσεις του Βορίδη που είπε ακριβώς το ίδιο (την 20.10.2012) δεν μπορεί να είναι τυχαία.

Προβληματική είναι επίσης και η πορεία των φορολογικών εσόδων παρά την καταιγιστική επιβολή ολοένα και επαχθέστερων φόρων σε όλες τις κατηγορίες των φορολογουμένων. Οι βεβαιωμένες οφειλές από 32 δισ. € το Δεκέμβρη του 2009, έφτασαν στα 42 δισ. € το Δεκέμβρη του 2011 και στα 48,8 δισ. € τον Αύγουστο του 2012, ενώ φαίνεται ότι λόγω της συνεχούς και γενικής μείωσης των εισοδημάτων σε συνδυασμό με τα νέα εξοντωτικά φορολογικά μέτρα, στο τέλος του 2013, αυτοί που αντικειμενικά θ’ αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους θα έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα 2 εκ. άτομα. Πρόκειται για μια πραγματική βόμβα στον τομέα των δημοσίων εσόδων, γιατί όταν το πλήθος των οφειλετών είναι τόσο μεγάλο, το κράτος έχει πολύ περιορισμένα νομοθετικά (και διοικητικά) όπλα για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο τον Αύγουστο, οι ανείσπρακτες οφειλές αυξήθηκαν κατά 3 δισ. € παρά το γεγονός ότι φέτος το 70 % των φορολογούμενων επιβαρύνθηκε μεσοσταθμικά κατά 1.550 € σε σχέση με πέρυσι.

Από την άποψη των δημοσίων οικονομικών σημαντική είναι και η τραγική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία είναι φυσικά αδύνατο να ανακάμψουν από το PSI που τους κόστισε 13,5 δισ. €.

Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα τίποτα δεν πάει καλά. Δεν είναι μόνο τα λουκέτα των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων που πολλαπλασιάζονται (25 % στην Αθήνα, 27,5 % στη Θεσσαλονίκη), αλλά όλοι οι τομείς της οικονομικής δραστηριότητας βρίσκονται σε κάθετη πτώση. Ειδικότερα, στο 2ο τρίμηνο του 2012 έχουμε:
Μείωση βιομηχανικής παραγωγής: 8,3 %
Μείωση ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης: 7,2 %
Μείωση δημόσιας καταναλωτικής δαπάνης: 9,1 %
Μείωση επενδύσεων παγίου κεφαλαίου: 19,4 %

Ακόμα και οι εξαγωγές, οι οποίες μετά την υπερβολική συμπίεση του εργατικού κόστους ήταν η μεγάλη ελπίδα των υποστηρικτών του προγράμματος, μετά από μια πρόσκαιρη σημαντική άνοδο έπεσαν κατά 4,1 % με τις εξαγωγές προς χώρες της Ε.Ε. να μειώνονται κατά 20 %.

Πραγματική καταστροφή έχει επέλθει επίσης στον τομέα των ακινήτων. Η πτώση των τιμών  κατοικίας από το 2009 φτάνει το 50 %, η μείωση των αγοραπωλησιών σχεδόν το 75 % ενώ η κατασκευή νέων κατοικιών έχει σχεδόν μηδενιστεί. Αυτά σε συνδυασμό με τη συνεχή άνοδο των αντικειμενικών αξιών και τη βαρύτατη φορολόγηση των ακινήτων, καθιστούν ολοκληρωτική την απαξίωση της λαϊκής περιουσίας, η οποία στην Ελλάδα είχε την ιδιαιτερότητα να συγκεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στην αγορά ακινήτων. Δεν θα ήταν άστοχο λοιπόν να πούμε, ότι κατά κάποιο τρόπο, μέσω της επίθεσης στην ακίνητη περιουσία, η Κυβέρνηση και η τρόϊκα βάζουν χέρι τόσο στα εισοδήματα των προηγούμενων γενεών – υποτιμώντας την αξία των περιουσιακών στοιχείων που αυτές μεταβίβασαν στην σύγχρονη γενιά – όσο και στα εισοδήματα των μελλοντικών γενεών, υποτιμώντας την αξία περιουσιακών στοιχείων που θα μεταβιβαστούν σ’ αυτή. Ακόμα, η νέκρα στην οικοδομή ανεβάζει δυσανάλογα την ανεργία καθώς, μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται στον τομέα των κατασκευών.

Ολοκληρωτική είναι και η απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα που επιτυγχάνεται μέσω της ουσιαστικής κατάργησης του εργατικού δικαίου. Ένας στους τρεις εργαζόμενους δουλεύει ανασφάλιστος, οι ελαστικά απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 42 % μέσα σε ένα μόλις χρόνο, ενώ αυτοί στους οποίους οφείλονται από ένας έως και δέκα μισθοί, ανέρχονται πλέον σε εκατοντάδες χιλιάδες. Η κατάσταση θα χειροτερέψει μάλιστα πολύ περισσότερο αν εφαρμοστούν έστω και τα μισά από τα εργασιακά μέτρα που ζήτησε η τρόικα και δέχτηκε η Κυβέρνηση.

Εδώ είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι η εγκαθίδρυση συνθηκών γαλέρας στον ιδιωτικό τομέα, σε τίποτα δεν εξυπηρετεί τη μείωση του δημοσίου χρέους που αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της χώρας. Αυτές οι ρυθμίσεις υποτίθεται ότι γίνονται για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, η οποία σύμφωνα με τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη συμπίεση του εργατικού κόστους που θεωρείται ο μόνος παραγωγικός συντελεστής που μπορεί και πρέπει να προσαρμοστεί στην κρίση, αφού η κερδοφορία του κεφαλαίου είναι ιερή…

Ωστόσο, παρά την παγκοσμίως πρωτοφανή σκληρότητα των μέτρων που επέφεραν μείωση μισθών κατά 40 % από το 2009 και μέση μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 26 % (έκθεση ALPHABANK – Αυγ. 2012), η ανταγωνιστικότητα της χώρας βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση: Από την 67η θέση της παγκόσμιας κατάταξης το 2008 βρέθηκε στην 90η το 2011 και στην 96η τον Ιούνιο 2012.

Αλλά και το επίπεδο του δημοσίου χρέους δεν παρουσιάζει καμία πρόοδο αν και ο περιορισμός του υποτίθεται ότι αποτελεί το «μεγάλο εθνικό στόχο» για την επίτευξη του οποίου γίνονται όλες οι θυσίες. Σύμφωνα με αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που ανακοινώθηκαν στις 22/10/2012 διορθώνοντας τα στοιχεία του προσχεδίου του προϋπολογισμού που κατατέθηκε την 1/10/2012, η πορεία του χρέους είναι η εξής:

Δημόσιο χρέος σε δισ. €: Δημόσιο χρέος ως ποσοστό % επί του ΑΕΠ:
2009: 299,7 129,4
2010: 329,5   145,0
2011: 355,6 170,6
2012: 340,6 174,8
2013: 346,2 (εκτίμηση) 179,3 (εκτίμηση)

 

Από την ανάγνωση των στοιχείων αυτών προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

α) Το πραγματικό όφελος από το περιβόητο κούρεμα ήταν μόλις 15 δισ. €.

β) Ο στόχος για κατέβασμα του χρέους σε 120 % του ΑΕΠ το 2020 είναι κάτι παραπάνω από ανέφικτος – πράγμα που πια ομολογείται απ’ όλες τις πλευρές. Σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες τωρινές εκτιμήσεις, το χρέος θα συνεχίσει ν’ αυξάνεται ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2015 πριν αρχίσει να αποκλιμακώνεται, με ρυθμούς όμως πολύ πιο αργούς απ’ ότι είχε αρχικά εκτιμηθεί.

γ) Η παρατεινόμενη βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας, ανεβάζει το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, παρά την ελαφριά μείωσή του σε απόλυτα ποσά. Ο παρονομαστής του κλάσματος (ΑΕΠ) μειώνεται δηλαδή πιο γρήγορα από τον αριθμητή (χρέος).

δ) Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν γιατί τα χρήματα που μπαίνουν στην χώρα με τη μορφή δανείου, επιστρέφουν αμέσως στους δανειστές για την αποπληρωμή τόκων, χωρίς να περάσουν από την πραγματική οικονομία συμβάλλοντας στην παραγωγή νέου εισοδήματος. Έτσι η ανάπτυξη παραμένει άπιαστος στόχος.

ε) Αντίθετα με την Ιταλία και στην Ισπανία που κατάφεραν ν’ αποφύγουν κάτι τέτοιο, στο ελληνικό δημόσιο χρέος προσμετρώνται και τα τεράστια ποσά που πάνε για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών…

Σχετικά μ’ αυτό το τελευταίο, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει τις τραγικές επιδόσεις των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά στον τομέα της διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές. Κανένα από τα διαπραγματευτικά ατού της χώρας δε χρησιμοποιήθηκε στο ελάχιστο. Αντ’ αυτού, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδόθηκαν σε μια τακτική πειθαρχικού κρατούμενου στο εξωτερικό, με το επιχείρημα ότι αν δεν ικανοποιήσουμε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών θα μας πετάξουν έξω από την ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο όμως, εκτός από το ότι με βάση τα έως τώρα ισχύοντα είναι  αδύνατο νομικά, θα ήταν και καταστροφικό οικονομικά για τους εταίρους μας. Πρόσφατα η ΕΚΤ εκτίμησε το κόστος για την ευρωζώνη μιας ενδεχόμενης ελληνικής εξόδου στο 1 τρισ. €, ενώ δεν απέκλεισε κάτι τέτοιο να σημάνει και την οριστική διάλυση της νομισματικής ένωσης – πράγμα που θα είχε σοβαρότατες συνέπειες για όλους και ιδιαίτερα για τις πλουσιότερες χώρες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών που αποκάλυψε το Spiegel στις 24 Ιουνίου 2012, μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε για τη Γερμανία ύφεση 10 % και 5 εκατομμύρια νέους ανέργους. Οι ελληνικές κυβερνήσεις λοιπόν, αντί να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να περιορίσουν την καταστροφή, έδωσαν και δίνουν χρόνο στους πιστωτές να θωρακίσουν τις οικονομίες τους και ειδικά τις τράπεζές τους, έτσι ώστε η αναπόφευκτη όπως φαίνεται έξωση της Ελλάδας από την ευρωζώνη, να τους κοστίσει τελικά πολύ λιγότερο απ’ ό,τι θα τους κόστιζε αρχικά.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση προχωρά και στο ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου της χώρας σε τιμές κυριολεκτικά εξευτελιστικές, απαξιώνοντας μάλιστα μόνη της το προϊόν που πουλά, όπως δείχνουν οι πρόσφατες δηλώσεις Ελλήνων αξιωματούχων περί της βιωσιμότητας και των προοπτικών κερδοφορίας του Τ.Τ. και του ΟΠΑΠ, οι οποίες οδήγησαν τις μετοχές τους σε κάθετη πτώση  και έριξαν την αξία των οργανισμών αυτών, οι οποίοι είναι ωστόσο και οι δύο κερδοφόροι. Τα ίδια και χειρότερα έγιναν με την Αγροτική που πουλήθηκε σε τιμή που ισοδυναμεί σχεδόν με την αξία ενός ακινήτου της, με τη Δωδώνη που πουλήθηκε 21 εκ. € σε ιδιώτη που της χρωστούσε ήδη 12 εκ. € τη στιγμή  που παρουσίαζε κέρδη προ φόρων 44 εκ. € το χρόνο κλπ. Αυτή η αποψίλωση του Δημοσίου από κάθε περιουσιακό στοιχείο είναι πραγματικά εγκληματική, αν σκεφτούμε ότι υπονομεύει και οποιαδήποτε μελλοντική προοπτική ανάκαμψης της οικονομίας με οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Στο επικοινωνιακό επίπεδο, όλη αυτή η λεηλασία δικαιολογείται με μια εντατική εκστρατεία ενοχοποίησης του λαού και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, μέσω των απόλυτα χειραγωγούμενων ΜΜΕ. Ωστόσο, παρά τα όσα λένε οι φυλλάδες τους και τα δελτία των 8, το χρέος – για τον περιορισμό του οποίου υποτίθεται ότι γίνονται όλα – δεν οφείλεται στο ότι ζήσαμε για χρόνια «πάνω από τις δυνάμεις μας» ή στο ότι είμαστε τεμπέληδες (εφόσον οι Έλληνες ήταν και προ κρίσης οι πιο κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι της ευρωζώνης με εξαίρεση τους Πορτογάλους και αυτοί που εργάζονταν περισσότερες ώρες το χρόνο), ούτε στο «τεράστιο κράτος» (αφού το ελληνικό δημόσιο τόσο ως κόστος επί του ΑΕΠ, όσο και ως ποσοστό εργαζομένων επί του συνολικού εργατικού δυναμικού ήταν κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης), ούτε βέβαια στη διαφθορά μιας ελάχιστης μειοψηφίας δημοσίων υπαλλήλων ή στις μικροκομπίνες αυτών που εισέπρατταν τη σύνταξη του πεθαμένου τους παππού…

Είναι χρέος που δημιουργήθηκε διαχρονικά και πήρε τερατώδεις διαστάσεις λόγω κυρίως των εξής παραγόντων, οι οποίοι ισχύουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό και για πολλές άλλες χώρες:

1.Των τεράστιων ποσών που πληρώνει το ελληνικό κράτος σε εξοπλιστικά προγράμματα σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Αυτά τα ποσά πήγαιναν κατά ένα σημαντικό μέρος στους Ευρωπαίους εταίρους που τώρα μας τιμωρούν για το υψηλό δημόσιο χρέος, η αύξηση του οποίου καθόλου δεν τους ενοχλούσε όταν πουλούσαν τα όπλα τους.

2.Του ξεπουλήματος κοψοχρονιά της δημόσιας περιουσίας που παρά την προπαγάνδα για «υδροκέφαλο κράτος» είχε αρχίσει ήδη από την εποχή Μητσοτάκη και συνεχίστηκε επί Σημίτη και Καραμανλή, στερώντας τη χώρα από κάθε δυνατότητα αυτόνομης ανάπτυξης.

3.Της διάλυσης του παραγωγικού ιστού της χώρας σταδιακά από το 1979 που εντάχθηκε στην ΕΟΚ, με σκοπό την αύξηση των εισαγωγών των ευρωπαϊκών προϊόντων. Αυτό είχε σαν συνέπεια και την – ήδη προ της κρίσης – καθήλωση του ΑΕΠ σε επίπεδα κατώτερα από τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.

4.Της θέσης της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας που της στερεί ευκαιρίες πλουτισμού όπως αυτές που έχουν οι ισχυρές οικονομικά χώρες. Τα πράγματα χειροτερεύει η άνιση κατανομή των διεθνών επενδύσεων και της παγκόσμιας αποταμίευσης που μετά την κρίση του 1973, συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες οικονομίες, αφήνοντας χρηματοδοτικό κενό στις χώρες της περιφέρειας. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το κράτος δανειζόμενο, γι’ αυτό και έχουμε σήμερα τόσες υπερχρεωμένες χώρες.

5.Του θανάσιμου εναγκαλισμού του κράτους από το ιδιωτικό κεφάλαιο που συστηματικά επί δεκαετίες απομυζά το δημόσιο πλούτο. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην ασύλληπτη φοροδιαφυγή του κεφαλαίου ή στη χρήση ευθέως παράνομων μεθόδων όπως το τζογάρισμα στο Χρηματιστήριο των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Ακόμα πιο καταστροφική είναι η απευθείας τροφοδότηση του κεφαλαίου από το κράτος με χαμηλότοκα δάνεια, επιδοτήσεις και προκλητικές φοροαπαλλαγές που υποτίθεται  ότι θα το στρέψουν σε παραγωγικές επενδύσεις. Αυτές όμως, για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω, δεν έρχονται ποτέ αφού το κεφάλαιο συνεχίζεται ν’ αποσύρεται από την παραγωγή, χωρίς μάλιστα να επιστρέψει τα λεφτά που δεν χρησιμοποίησε για το σκοπό που τα πήρε. Αυτά τα λεφτά τοποθετούνται στην εικονική οικονομία φέρνοντας νέα κέρδη, με τελική κατάληξη οι ιδιώτες να δανείζουν με ληστρικά επιτόκια το κράτος που είχε καταχρεωθεί για να τους δανείσει. Στην περίπτωση της Ελλάδας μάλιστα, είναι πραγματικά απορίας άξιο, πώς παρά την «αμέριστη συμπαράσταση» του κράτους, το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο κατάφερε να είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένο.

Τελειώνοντας την εξέταση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο έλλειμμα το οποίο επίσης δεν μπορεί να τιθασευτεί. Ήδη η τελευταία αναθεώρηση των στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ, ανεβάζει το έλλειμμα του 2011 στο 9,4 % αντί του αρχικού 9 % και του 2012 στο 6,9 % αντί του αρχικού 6,6 %. Και εδώ ο στόχος του 3 % μοιάζει ανέφικτος στα χρονικά περιθώρια που έχουν τεθεί.

Γενικά, η ζοφερή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας επιβεβαιώνεται και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2013 που προβλέπει έλλειμμα 4,2 %, ύφεση 3,8 % (τελικά 4,2 % μετά από παζάρι με την τρόϊκα), μείωση της εγχώριας ζήτησης 6,1 %, μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης 5.9 %, μείωση της δημόσιας κατανάλωσης 7,2 %, μείωση των επενδύσεων 3,7 % και αύξηση της ανεργίας στο 24,7 % ως μέσο όρο του έτους. Παρά το γεγονός ότι οι προβλέψεις αυτές είναι εσκεμμένα αισιόδοξες, παραμένουν εφιαλτικές.

Συμπερασματικά, η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική οδηγεί σε γενική ασφυξία το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, κάνει αδύνατη την ανάπτυξη, μεγαλώνει το έλλειμμα, αυξάνει το δημόσιο χρέος, εκτοξεύει την ανεργία και βαθαίνει την ύφεση. Κάθε νέο πακέτο μέτρων γίνεται αιτία για το επόμενο, ούτε ένας από τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής δεν μπορεί να επιτευχθεί και η Ελλάδα για να μείνει στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη, πλησιάζει όλο και περισσότερο την Αφρική. Τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα χειροτερεύει και το γεγονός ότι το χρέος, που καθίσταται κάθε μέρα και λιγότερο βιώσιμο, είναι πια, μετά το PSI, κυρίως χρέος προς κράτη και όχι προς ιδιώτες.

Η κρίση αρθρώνεται πλέον σε εκατομμύρια ατομικές και οικογενειακές τραγωδίες, αφού η επέλαση της φτώχειας και η κατάρρευση κάθε κοινωνικής προστασίας μετατρέπουν την καθημερινότητα της κοινωνίας σε κόλαση. Η οικονομική κρίση μετατρέπεται βαθμιαία σε ανθρωπιστική.

Η διεθνής οικονομική κατάσταση

Η κατάσταση λοιπόν στην Ελλάδα είναι αυτή που περιγράψαμε. Όμως και οι διεθνείς εξελίξεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας, αφού κινούνται παντού προς την ίδια κατεύθυνση.

Όλη η ευρωζώνη μπήκε ήδη σε ύφεση (0,4 % τον Ιούνιο 2012 με τις 10 από τις 17 χώρες να είναι υφεσιακές και τις υπόλοιπες να έχουν ασθενέστατη ανάπτυξη (Γαλλία 0,1 %, Γερμανία 1 % κλπ.). Το ίδιο ασθενής είναι η ανάπτυξη και στις Η.Π.Α. (2 %) παρά το τύπωμα χρήματος από την Fed και την εφαρμογή μιας πολιτικής εντελώς αντίθετης απ’ αυτήν που επιβάλλει στην Ευρώπη η Γερμανία.

Επίσης, η ανεργία στην ευρωζώνη βρίσκεται στο χειρότερο σημείο της από το 1997 με ποσοστό 11,1 % και 17.565.000 ανέργους, ενώ στην Ε.Ε. των 27 οι άνεργοι έφτασαν τα 24.680.000 άτομα (στοιχεία Eurostat, Μάιος 2012). Ταυτόχρονα όλες οι μεγάλες οικονομίες του πλανήτη πλην Κίνας και Γερμανίας έχουν αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (Ιταλία -3,2 %, Η.Π.Α. -3,1 %, Καναδάς -2,8 %, Γαλλία -2,2 %, Βρετανία -1,9 % κλπ.) και πτώση βιομηχανικής παραγωγής.

Στην Ευρώπη ειδικότερα, αν εξαιρέσουμε τη Γερμανία που μέχρι στιγμής κέρδισε 68,5 δισ. €από την κρίση λόγω των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίου δανεισμού, όλοι οι οικονομικοί δείκτες χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα και όχι μόνο στο Νότο. Τα επισφαλή δάνεια στην ευρωζώνη ξεπερνούν το 1 τρισ. € (196 δισ. στη Γερμανία, 136 δισ. στην Ισπανία, 107 δισ. στην Ιταλία), το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι στις περισσότερες χώρες σε επίπεδα χειρότερα από το ελληνικό, ενώ, όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα και το δημόσιο χρέος παρουσιάζει συνεχή επιδείνωση ως ποσοστό επί του συνολικού ΑΕΠ ευρωζώνης και Ε.Ε. αλλά και της κάθε χώρας ξεχωριστά.

 2007   2011
Δημόσιο χρέος Ευρωζώνης των 17 66,2 % 87,2 %
Δημόσιο χρέος Ε.Ε. των 27 59,0 %   82,5 %
Δημόσιο χρέος Γερμανίας 64,9 % 81,2 %
Δημόσιο χρέος Γαλλίας 63,9 % 85,8 %
Δημόσιο χρέος Ιταλίας   106,5 % 120,1 %

 

Ειδικά για την Ιταλία είναι αξιοπρόσεκτο ότι βρίσκεται κι αυτή στριμωγμένη παρόλο που έχει έλλειμμα και ανεργία χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου (3,9 % και 9 % αντίστοιχα) όπως επίσης χαμηλότερο ιδιωτικό χρέος και μικρότερη φούσκα στα στεγαστικά δάνεια από τις χώρες του Βορρά.

Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα στην Ισπανία η οποία από πλεόνασμα 1,9 % το 2007, βρέθηκε με έλλειμμα 11,1 % το 2009, ενώ το χρέος των νοικοκυριών έφτασε το 1,8 τρισ. και η ανεργία στο 25 %. Η πιθανότατη, όπως φαίνεται, ένταξή της στο μηχανισμό στήριξης και σε μνημόνιο ελληνικού τύπου υπό την τρόϊκα, θα είχε κομβική σημασία για την παγκόσμια οικονομία, αφού υπολογίζεται ότι για τη «διάσωσή» της θα χρειαστούν το λιγότερο 480 δισ. € – χρήματα που αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να εξασφαλιστούν ούτε από το ΔΝΤ, ούτε από την ΕΚΤ, ούτε πολύ περισσότερο από τα άλλα κράτη. Εκτός  αυτού, στην Ισπανία η ανεργία είναι ήδη στο 25 % και τρομάζει κανείς ακόμα και να σκεφτεί που θα την φτάσει ένα πρόγραμμα ανάλογο μ’ αυτό που επιβλήθηκε στην Ελλάδα.

Μια κρίση νέου τύπου

Όλα αυτά δείχνουν ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι ελληνική αλλά ευρωπαϊκή και παγκόσμια υπόθεση. Αν και είναι αλήθεια ότι ο καπιταλισμός είναι οι κρίσεις του πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή είναι πρωτοφανής σε ένταση και βάθος και έχει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, διαφορετικά από τις προηγούμενες μεγάλες κρίσεις (όπως αυτές π.χ. του 1929 και του 1973). Πρόκειται για κρίση δομική, διαρθρωτική και συστημική και γι’ αυτό θα πάρει σύντομα παγκόσμιες διαστάσεις, ενώ ακόμα κι αν ξεπεραστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα επανέλθει γρήγορα δριμύτερη. Συνδέεται με την παρούσα φάση ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος και δεν οφείλεται σε θεσμικές δυσλειτουργίες ή σε λάθη και παραλείψεις συγκεκριμένων ατόμων όσο υψηλά ιστάμενα κι αν είναι αυτά.

Κυριότερες αιτίες της είναι οι εξής:

Α. Η συνεχής πτώση του ποσοστού κέρδους ακόμα και των μεγάλων επιχειρήσεων στον εμπορικό και κυρίως στο βιομηχανικό τομέα, που οφείλεται στην υπερπαραγωγή και την υπερπροσφορά προϊόντων, στον αδυσώπητο ανταγωνισμό που ρίχνει τις τιμές και στην ανάγκη για πολύ μεγάλες και συχνές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, αφού η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας επιτάσσει σ’ όποιον θέλει ν’ αντέξει τον ανταγωνισμό να ανανεώνει συνεχώς τον τεχνολογικό του εξοπλισμό.

Β. Η πτώση του ποσοστού κέρδους στην παραγωγή είχε ως συνέπεια την μετατόπιση των επενδύσεων από τη βιομηχανία στα πάσης φύσεως χρηματιστικά «προϊόντα». Έχουμε δηλαδή ανατροπή της ενδοκαπιταλιστικής ισορροπίας υπέρ του παρασιτικού καπιταλισμού και εις βάρος του παραγωγικού ή, με άλλα λόγια, υπέρ του τραπεζικού κεφαλαίου εις βάρος των άλλων μορφών του (βιομηχανικού, εμπορικού, εφοπλιστικού κλπ.). Πρόκειται για μια ιστορικής σημασίας στροφή στο εσωτερικό της αστικής τάξης προς όφελος μερίδων που δε σχετίζονται με την παραγωγική διαδικασία και άρα αδιαφορούν για την πτώση της κατανάλωσης που επιφέρει η γενικευμένη σκληρή λιτότητα. Αυτή η στροφή συνίσταται στην υπερεπέκταση του τραπεζικού τομέα και τη μετακίνηση του κεφαλαίου από την πραγματική στην εικονική οικονομία. Σήμερα, από τον όγκο των χρημάτων που κινούνται παγκοσμίως, μόνο 15 % πάει σε παραγωγικές επενδύσεις και ανταλλαγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών, ενώ το 85 % κατευθύνεται σε χρηματιστικές τοποθετήσεις. Η αλλαγή είναι ιστορικής σημασίας γιατί ανέκαθεν πηγή του καπιταλιστικού κέρδους ήταν η απόσπαση της υπεραξίας που παράγουν οι εργαζόμενοι στην πραγματική οικονομία. Το τέχνασμα του νεοφιλελευθερισμού, πέρα από τη δίχως προηγούμενο αύξηση της αποσπώμενης υπεραξίας μέσω της υπερβολικής συμπίεσης του εργατικού κόστους και της διάλυσης του εργατικού δικαίου, είναι η κατά κάποιο τρόπο δημιουργία της υπεραξίας εκ του μηδενός με τη δημιουργία ενός «νέου είδους» χρήματος. Πρόκειται για χρήμα που παράγει χρήμα χωρίς να περάσει από την παραγωγή. Σπάει δηλαδή ο παλιός κύκλος του καπιταλισμού, όπου η αποσπώμενη υπεραξία επανεπενδυόταν στην παραγωγή για ν’ αποφέρει νέα κέρδη κ.ο.κ. Τώρα τα κέρδη παράγονται από τζογαδόρικες κινήσεις στα χρηματιστήρια, τεράστια ποσά, μαύρα και αφορολόγητα, διακινούνται μ’ ένα τηλεφώνημα, περιουσίες δημιουργούνται και χάνονται σε λίγα λεπτά, στα πλαίσια μιας οικονομίας που λειτουργεί ως καζίνο. Είναι βέβαια αλήθεια ότι σε περιόδους κρίσης το κεφάλαιο αποσύρεται από την παραγωγή γιατί λόγω της μείωσης των εισοδημάτων και της συνακόλουθης πτώσης της κατανάλωσης, έχει μικρότερα περιθώρια κέρδους. Προτιμά λοιπόν να κρύβεται στις τράπεζες και τα χρηματιστήρια περιμένοντας να περάσει η μπόρα. Αυτό έγινε και το 1929. Αυτό όμως που συμβαίνει για πρώτη φορά είναι ότι ο παρασιτισμός δεν ακολουθεί την κρίση, δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμά της, αλλά προηγείται αυτής, είναι δηλαδή αιτία της. Με άλλα λόγια, τα κεφάλαια δεν αποσύρονται από την παραγωγή επειδή υπάρχει κρίση, αλλά αντίθετα, η κρίση υπάρχει επειδή τα κεφάλαια φεύγουν από την παραγωγή. Είναι επίσης σημαντικό να τονίσουμε ότι η σκιώδης τραπεζική αγορά που ευθύνεται πρωτίστως για την κρίση, συνεχίζει να διογκώνεται παρά την καταστροφή που επέφερε. Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε την 19/11/2012 το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB), όργανο του G20, το μέγεθος των hedge funds και άλλων επενδυτικών σχημάτων και δραστηριοτήτων εκτός του επίσημου τραπεζικού τομέα που από 26 τρισ. δολάρια το 2002 βρισκόταν στα 62 τρισ. δολάρια το 2007, έχει ξεπεράσει τα 67 τρισ.  σήμερα δείχνοντας ότι αυτοί που δημιούργησαν την κρίση όχι μόνο δεν έβαλαν μυαλό αλλά συνεχίζουν να κερδίζουν απ’ αυτήν.

Γ. Η πρωτοφανής στην παγκόσμια ιστορία υπερσυγκέντρωση πλούτου σε ελάχιστα χέρια που αφαιρεί ρευστότητα από την παγκόσμια οικονομία δεδομένης της ανελαστικής κατανάλωσης της μεγαλοαστικής τάξης, που παρά τις υπερβολές της, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την υποκατανάλωση τεράστιων μαζών του πληθυσμού. Σήμερα οι 3 πλουσιότεροι άνθρωποι έχουν χρήματα ίσα με το ΑΕΠ των 44 φτωχότερων χωρών, οι 250 πλουσιότεροι του πλανήτη έχουν εισόδημα ίσο μ’ αυτό του μισού πληθυσμού της Γης, το φτωχότερο 50 % των ανθρώπων μοιράζεται το 1 % του παγκόσμιου πλούτου κλπ. Τα πράγματα χειροτερεύει η ανισοκατανομή των διεθνών επενδύσεων οι οποίες τα 20 τελευταία χρόνια συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες οικονομίες.

Δ. Η μείωση του ρόλου του κράτους που μετά την σταδιακή υπερίσχυση του νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία 30 χρόνια, αυτοδιαλύεται ιδιωτικοποιούμενο εκχωρώντας όλο και περισσότερες αρμοδιότητες και εξουσίες στο ιδιωτικό κεφάλαιο και επιτρέποντας την ασύδοτη δράση του. Το κράτος για πρώτη φορά από το 18ο αιώνα, εκχωρεί στο κεφάλαιο την νομισματική, εισοδηματική και φορολογική του πολιτική, αρνείται το ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή, παράγει και καταναλώνει λιγότερο, δίνει δουλειά σε λιγότερο κόσμο, περιορίζει τις δημόσιες επενδύσεις, παύει να ρυθμίζει την αγορά εργασίας, παύει να παρέχει υπηρεσίες υγείας και παιδείας, να ελέγχει τις μεταφορές, την ενέργεια, τα δημόσια έργα, τις υποδομές και να εγγυάται την ασφάλεια. Μόνο καταστέλλει και εισπράττει φόρους προς όφελος του κεφαλαίου. Από κυρίαρχη μορφή κοινωνικής οργάνωσης μετατρέπεται σε απλό μηχανισμό μετακύλισης της κρίσης στους ασθενέστερους, βοηθώντας το κεφάλαιο και ειδικά το τραπεζικό, να ιδιωτικοποιεί τα κέρδη σε περιόδους ανάπτυξης και να κοινωνικοποιεί τις ζημιές σε περιόδους ύφεσης.

Αυτή η μείωση του ρόλου του κράτους, η σμίκρυνση θα λέγαμε της υπόστασής του μας φέρνει μπροστά σε νέα φαινόμενα και πυροδοτεί απρόβλεπτες εξελίξεις. Δεν είναι μόνο η απονομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας στα μάτια ενός όλο και μεγαλύτερου τμήματος του κόσμου που βλέπει τη ζωή του να χειροτερεύει συνεχώς και να φτωχοποιείται βίαια. Είναι και το κενό που αφήνει το κράτος παύοντας να παίζει το ρόλο του κεντρικού διαχειριστή του λαϊκού φαντασιακού που με τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς διαχέει στο κοινωνικό σώμα τα εθνικιστικά στερεότυπα. Αυτό το κενό σπεύδουν να καλύψουν οι φασίστες που αποκτούν ανέλπιστα ένα μεγάλο ακροατήριο στα πιο αμόρφωτα, πολιτικά καθυστερημένα και φοβικά κομμάτια της εργατικής τάξης, όλους αυτούς που βλέπουν τον κόσμο τους να καταρρέει και δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί.

Στον οικονομικό τομέα, η πλήρης χρηματιστικοποίηση της οικονομίας, η ανατροπή της ενδοκαπιταλιστικής ισορροπίας προς όφελος του τραπεζικού κεφαλαίου και η υποχώρηση του ρόλου του κράτους μας οδηγεί επίσης μπροστά σε πρωτοφανή φαινόμενα. Ενώ για παράδειγμα από τις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας τα κράτη ανταγωνίζονται για την απόκτηση μεγαλύτερης οικονομικής  δύναμης και πλούτου, σήμερα μοιάζουν ν’ ανταγωνίζονται για το ποιο θα φτωχύνει περισσότερο φτωχαίνοντας τους πολίτες του, στα πλαίσια μιας οικονομικής πολιτικής που θα μπορούσε να περιγραφεί με τον όρο «ανταγωνιστική ύφεση». Απ’ αυτή την πολιτική που ακολουθείται με στόχο υποτίθεται τη μείωση χρεών και ελλειμμάτων και την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας, μόνη ωφελημένη είναι μια εξαιρετικά ολιγάριθμη υπερεθνική ελίτ τραπεζικών τοκογλύφων και τζογαδόρων του χρηματιστηρίου που κατέχουν και διακινούν ανύπαρκτο ουσιαστικά χρήμα, δηλαδή χρήμα που δεν περνάει από την παραγωγή και δεν αντιστοιχεί σε πραγματικά αγαθά.

Από την άποψη της οικονομικής θεωρίας, έχουμε μια επιστροφή σε ένα σκληρό μονεταρισμό που θυμίζει 18ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που τα κράτη μετρούσαν την οικονομική τους ισχύ με βάση τη σκληρότητα του νομίσματός τους και το βάρος των αποθεμάτων τους σε χρυσό. Είναι πραγματικά παράδοξο πως όλες οι υποτιθέμενες κατακτήσεις της μεταβιομηχανικής εποχής (υπερανάπτυξη πληροφορικής και επικοινωνιών, καταναλωτική κουλτούρα, μετατόπιση από τη γεωργία και τη βιομηχανία στις υπηρεσίες, απελευθέρωση των αγορών, διάλυση του εργατικού κινήματος και αντικατάσταση των ταξικών δεσμών από άλλους που έχουν να κάνουν με το φύλο, την ηλικία, τη θρησκεία, ή την εθνικότητα) αντί να απογειώσουν τον καπιταλισμό όπως πίστευαν οι νεοφιλελεύθεροι φωστήρες τον γυρίζουν πρακτικά και θεωρητικά 250 χρόνια πίσω.

Κάτω από το βάρος της ανελέητης επίθεσης που δέχεται παγκοσμίως ο κόσμος της εργασίας, πολύς κόσμος σκέφτεται ότι είναι αδύνατο τα τζιμάνια της Wall Street και των Βρυξελλών, τα golden boys των τραπεζών, τα γεράκια των διεθνών χρηματιστηρίων και τα μέλη της πολιτικής ελίτ να μην ξέρουν τι κάνουν, να μην έχουν κάποιο σατανικό και καλά μελετημένο σχέδιο που να αποσκοπεί στην αναδιανομή του πλούτου προς όφελός τους. Πρόκειται για αντίληψη μεταφυσική που διαχέει ηττοπάθεια και απογοήτευση στις τάξεις του κινήματος. Μια ψύχραιμη ανάγνωση της πραγματικότητας και μια προσεκτική εξέταση των οικονομικών στοιχείων και των πολιτικών παραμέτρων, δείχνει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Όλα τα μέσα που παραδοσιακά χρησιμοποίησε για να βγει από τις προηγούμενες κρίσεις είναι πια στο έναν ή το άλλο βαθμό ανενεργά:

i) Η ληστεία πρώτων υλών από τον τρίτο κόσμο έχει σχεδόν εξαντλήσει τα όριά της. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις χώρες είναι ήδη ξεζουμισμένες ενώ μια σειρά από αντιδυτικά καθεστώτα κάνει όλο και πιο δύσκολη την υπεξαίρεση του ό,τι έχει απομείνει.

ii) Η εισαγωγή φτηνών εργατικών χεριών από την περιφέρεια επίσης έχει σταματήσει. Λόγω της αποβιομηχάνισης, της υψηλής ανεργίας και του συνακόλουθου ρατσισμού, τώρα όχι μόνο δε φέρνουν μετανάστες αλλά διώχνουν και τους παλιούς.

iii) Το άνοιγμα νέων αγορών επίσης δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ανάσχεση στην κρίση. Η φτώχεια στον πλανήτη είναι πια τόσο ενδημική που το 75 % σχεδόν του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μπορεί να αγοράσει τίποτα από τα προϊόντα των προηγμένων χωρών όσο κι αν πέσουν οι τιμές. Σήμερα, από τα 7 δισ. του παγκόσμιου πληθυσμού τα 3,3 (47 %) ζουν με εισόδημα μικρότερο των δύο δολαρίων την ημέρα. Η είσοδος της γενικευμένης φτώχειας στο κέντρο του καπιταλιστικού συστήματος κάνει τα πράγματα χειρότερα και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί συνειδητή και ορθολογική επιλογή της άρχουσας τάξης. Με αυτή την έννοια, το υποτιθέμενο σχέδιο κινεζοποίησης αρχικά του Νότου και στη συνέχεια ίσως όλης της Ευρώπης – στο οποίο τόσο συχνά αναφέρεται η αριστερά – είναι αδύνατον να προχωρήσει εφόσον παραβλέπει την παράμετρο της κατανάλωσης. Στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος η κατάσταση στις χώρες της περιφέρειας συνδεόταν πάντα διαλεκτικά  με την κατάσταση στις χώρες του κέντρου. Η υπερβολική συμπίεση του εργατικού κόστους στην περιφέρεια και τις χώρες του τρίτου κόσμου αποσκοπούσε πάντα στην αύξηση της κατανάλωσης στις χώρες του κέντρου μέσω της πτώσης της τιμής των προϊόντων. Σε έναν κόσμο που τα ¾ του πληθυσμού κυριολεκτικά πεινάνε, η κινεζοποίηση του ευρωπαίου εργαζόμενου θα έφερνε το κεφάλαιο μπροστά σ’ ένα δισεπίλυτο πρόβλημα, πέρα από το ενδεχόμενο της κοινωνικής έκρηξης: Ποιος τελικά και σε τι τιμές, θα αγόραζε τα προϊόντα των Κινέζων ή των κινεζοποιημένων εργαζομένων;

iv) Η διεξαγωγή παγκόσμιων ή τοπικών πολέμων ως μέσο για την αναθέρμανση της οικονομίας είναι πια κι αυτή δύσκολη όχι μόνο λόγω της τεράστιας ισχύος ακόμη και των συμβατικών όπλων και της σχετικής ισορροπίας δυνάμεων, αλλά κυρίως λόγω της τεράστιας διασποράς του κεφαλαίου που κάνει αδύνατη τη συσπείρωση των εθνικών καπιταλισμών πίσω από τις πολεμικές τους μηχανές. Με το ίδιο άτομο ή επιχειρηματικό όμιλο να κατέχει πλήθος επιχειρήσεων σε διαφορετικούς τομείς της οικονομίας διαφορετικών χωρών, είναι λίγο δύσκολο να φανταστούμε ποιος θα βομβαρδίσει ποιόν.

v) Η εγκαθίδρυση δικτατορικών καθεστώτων στις χώρες της περιφέρειας με σκοπό τη διάλυση των οργανώσεων της εργατικής τάξης και το ξεπούλημα του εθνικού τους πλούτου είναι κι αυτή προβληματική μετά από τόσες δεκαετίες κοινοβουλευτισμού σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου. Δεν είναι μόνο ότι οι κοινωνίες θα δεχτούν πιο δύσκολα απ’ ότι παλιά μια τέτοια επιβολή, αλλά και ότι το ίδιο το σύστημα έχει «ξεσυνηθίσει» να υιοθετεί τέτοιες λύσεις αφού πετύχαινε αλλιώς τους σκοπούς του. Παράλληλα, τέτοιου είδους «λύσεις» ενέχουν μια τεράστια αντίφαση στον πυρήνα τους: η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η αποδυνάμωση των κρατικών οντοτήτων πολύ δύσκολα μπορεί να συνδυαστεί με την τυπική στα δικτατορικά καθεστώτα ενίσχυση των εθνικιστικών αντανακλαστικών.

vi) Η επιλογή του κεφαλαίου να βγει από την κρίση μέσω μιας φυγής προς τα μπρος, με τόνωση των επενδύσεων, των εισοδημάτων και της κατανάλωσης είναι στις σημερινές συνθήκες κυριολεκτικά αδύνατη αφού μια τέτοια πολιτική θα προϋπέθετε ρήξη με τα συμφέροντα του τραπεζικού κεφαλαίου. Μια τέτοια ρήξη είναι αδύνατη από τη στιγμή που το πολιτικό προσωπικό εξυπηρετεί ευθέως τα συμφέροντα των τραπεζών. Πράγματι, μια τυπική καπιταλιστική λογική θα επέβαλε μια πολιτική εντελώς αντίθετη απ’ αυτήν που ακολουθείται τώρα. Όλοι πια αναγνωρίζουν ότι η κρίση δεν οφείλεται στην αφθονία χρήματος αλλά στην άνιση κατανομή του. Δεν οφείλεται στην υπερκατανάλωση αλλά στην υποκατανάλωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που δεν έχει πρόσβαση σε βασικά είδη ή υπηρεσίες ζωτικής σημασίας. Η ύφεση που επιβάλλεται στις υπερχρεωμένες χώρες μεγαλώνει το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ – αφού αυτό πέφτει – αλλά πλήττει και τις εξαγωγικές οικονομίες των χωρών που την επιβάλλουν. Η Γερμανία για παράδειγμα, η οποία αντλεί τα πλεονάσματά της από τα ελλείμματα των άλλων, έκανε το 2010 το 55,5 % των εξαγωγών της στην ευρωζώνη και το 16,6 % στις χώρες του νότου. Επίσης το 91 % του ΑΕΠ της ευρωζώνης καταναλώνεται εντός της, πράγμα που σημαίνει ότι η λιτότητα που επιβάλλεται σε κάποια μέλη της – ολοένα και περισσότερα – θα την πλήξει συνολικά. Ακόμη, όπως είδαμε, το χρέος της ευρωζώνης έφτασε πέρυσι στο 87,2 % και φέτος θα ανέβει κι άλλο, ενώ το χρέος των Η.Π.Α. έχει περάσει το 100 % του ΑΕΠ τους. Αυτά τα χρέη είναι αδύνατο να πληρωθούν όσο υπάρχει ύφεση, γιατί αυτή καθηλώνει ή ρίχνει τις τιμές, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η αξία του χρήματος – που βρίσκεται συγκεντρωμένο σε τράπεζες – και να χρειάζονται έτσι όλο και περισσότερα πραγματικά αγαθά για την αποπληρωμή των χρεών.

Το αδιέξοδο αρχίζουν να το αντιλαμβάνονται σιγά-σιγά οι αστοί πολιτικοί παλαιότερης γενιάς και οι διανοούμενοι της άρχουσας τάξης γι’ αυτό και ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του αστικού κόσμου αρχίζει να ζητά την άσκηση μιας μη υφεσιακής πολιτικής. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική ίσως να είναι πια πραγματικά αδύνατη, στο βαθμό που η ανάπτυξη της τελευταίας 20ετίας ήταν εντελώς αποσυνδεδεμένη από την παραγωγή. Η κρίση δηλαδή, έχει αρχίσει πια να φαίνεται ότι είναι μια παγκοσμίων διαστάσεων προσαρμογή της εικονικής οικονομίας στην πραγματική, η οποία αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Σήμερα το παγκόσμιο ΑΕΠ αντιστοιχεί σε 54 τρισ. δολάρια αλλά τα αποθεματικά των τραπεζών – αν δεν υπάρχουν κρυφά ποσά – σε 630 τρισ. δολάρια. Και μόνο αυτά τα δύο νούμερα δείχνουν ότι οι τράπεζες που έχουν επιβληθεί σα δύναμη κατοχής πάνω στην κοινωνία, δανείζουν ψεύτικο χρήμα, δηλαδή χρήμα που αντλούν  από την εικονική οικονομία, αλλά εξοφλούνται με αληθινό, δηλαδή χρήμα  που αφαιρούν από την πραγματική οικονομία. Μ’ αυτή την έννοια, όταν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις λένε ότι δεν μπορούν να ασκήσουν άλλη πολιτική από την πολιτική σκληρής λιτότητας, λένε αλήθεια αφού οποιαδήποτε άλλη πολιτική θα ήταν αντίθετη στα συμφέροντα των τραπεζών. Με άλλα λόγια, χωρίς να χτυπηθεί η κερδοφορία του τραπεζικού κεφαλαίου, δεν υπάρχει πιθανότητα εξόδου  από την κρίση όσο μέτρα κι αν ληφθούν, όσο σκληρά κι αν είναι αυτά για τους λαούς. Όσο τα κράτη θα εγγυώνται και θα καλύπτουν τα χρέη των τραπεζών, το ρίσκο των ασύδοτων τραπεζικών δραστηριοτήτων θα μεταφέρεται σε κρατικούς προϋπολογισμούς και θα τους βυθίζει.

Με αυτές τις συνθήκες η αναπτυξιακή πολιτική μοιάζει με άπιαστο όνειρο. Ακόμα και οι προτάσεις που πλασάρονται ως ριζοσπαστικές όπως π.χ. η έκδοση ευρωομολόγου, δεν μπορούν αν υλοποιηθούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια ύφεση τύπου Η.Π.Α. ή Βρετανίας, δηλαδή μια ύφεση που δε θα συνοδεύεται από το μόνιμο φόβο κρατικής χρεοκοπίας αφού αυτές οι χώρες που ελέγχουν το νόμισμά τους, όταν δεν μπορούν να πουλήσουν ομόλογα στις αγορές βάζουν τις κεντρικές τους τράπεζες να τα αγοράσουν με χρήμα που μόλις έκοψαν.

Όλα αυτά δείχνουν ότι ο αντίπαλος δεν είναι άτρωτος. Όλοι οι δρόμοι εξόδου του καπιταλισμού από τις κρίσεις του μοιάζουν να έχουν κλείσει ή να έχουν στενέψει. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι πολλά και σοβαρά και σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και η μείωση της αποτελεσματικότητας της αστικής προπαγάνδας για τους εξής λόγους:

α) Η αποδυνάμωση του κράτους αποδυναμώνει φυσικά και τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς.

β) Ο καπιταλισμός διεθνώς δεν έχει κανένα άλλοθι για την κρίση που είναι «όλη δική του» αφού τα τελευταία 20 χρόνια παίζει χωρίς αντίπαλο. Ούτε δυνατό συνδικαλιστικό κίνημα υπάρχει όπως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ούτε το αντίπαλο δέος της ΕΣΣΔ που υποτίθεται ότι εξανάγκαζε τις δυτικές χώρες σε αυξημένη ροή κοινωνικών πόρων προς τους εξοπλισμούς.

γ) Η σημερινή κοινωνία παρά το γεγονός ότι έχει σε μεγάλο μέρος της αποσυρθεί τα τελευταία 30 χρόνια από τους κοινωνικούς αγώνες, έχει και υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης και μνήμες ευμάρειας που πάνε δυο και τρεις γενιές πίσω και άρα δε θα θεωρήσει τη φτώχεια δοσμένη από το Θεό… και δε θα τη δεχτεί αμαχητί.

δ) Η σκληρή λιτότητα περιορίζει έως εξαφάνισης τη μεσαία τάξη που πάντα λειτουργούσε, όσο τουλάχιστον είχε ένα μίνιμουμ αξιοπρεπούς διαβίωσης, ως δεκανίκι σε όλες της συντηρητικές επιλογές του κεφαλαίου.

Όπως φαίνεται απ’ όλα τα παραπάνω, οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος είναι πια τόσο οξυμένες, ώστε η λύση του οικονομικού δράματος δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Αυτό ισχύει βέβαια και για την περίπτωση της Ελλάδας.

Ελληνικός καπιταλισμός: ένας πολύ φτωχός συγγενής

Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι αδύνατη με τα μνημόνια ακόμα κι αν πετύχουμε κάποιες επουσιώδεις ελαφρύνσεις όπως η επιμήκυνση, η πτώση των επιτοκίων ή ένα νέο κούρεμα του χρέους. Το πρόγραμμα έτσι κι αλλιώς δεν βγαίνει όσες επιμέρους βελτιώσεις και να γίνουν. Παρά την προπαγάνδα τρόικας, Κυβέρνησης και ΜΜΕ, χρεοκοπημένο δεν είναι το ελληνικό κράτος αλλά ο ελληνικός καπιταλισμός που πασχίζει με τα μνημόνια να φορτώσει τη χρεοκοπία του στην κοινωνία.

Πράγματι, ο ελληνικός καπιταλισμός, πάντα αντιπαραγωγικός, παρασιτικός και κρατικοδίαιτος, πάντα έκνομος ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια νομιμότητας, με μόνιμη έλλειψη επενδυτικής νοοτροπίας ακόμα και στις καλές εποχές, είναι σήμερα πιο καχεκτικός από ποτέ. Εξαιρετικά αποδυναμωμένος οικονομικά, αλλά μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και γεωπολιτικά, παίζει έναν ουσιαστικά ασήμαντο διεθνή ρόλο. Από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1979 και ιδιαίτερα μετά το Μάαστριχτ (1992) και την ΟΝΕ (2002), όχι μόνο έχασε το παλιό δασμολογικό δίχτυ προστασίας του αλλά βρέθηκε και με ένα νόμισμα πολύ σκληρό «για τα κυβικά του» ενώ είναι και εκτεθειμένος σ’ έναν ανταγωνισμό που δεν μπορεί να αντέξει. Επίσης, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εγχώρια αγορά, αφού λόγω κυρίως του σκληρού νομίσματος, το οποίο μάλιστα δεν ελέγχει, ούτε είναι εξαγωγικός, ούτε έχει τις υποδομές να γίνει.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η πολιτική σκληρής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που επιβάλλουν οι δανειστές και δουλικά αποδέχεται η ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, τελικά θα πλήξει και την ίδια. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα ακόμα και οι τράπεζες είναι χρεοκοπημένες, πληρώνοντας τη λανθασμένη επιλογή τους να βασίσουν τα τελευταία 20 χρόνια την κερδοφορία τους σχεδόν αποκλειστικά στην ψαλίδα των επιτοκίων καταθέσεων-χορηγήσεων και στη φάμπρικα των κάθε είδους δανείων. Ακόμα λοιπόν κι αν ολόκληρη η χώρα μετατραπεί σε ειδική οικονομική ζώνη, τα οφέλη θα είναι σίγουρα μεγαλύτερα για το ξένο κεφάλαιο απ’ ότι για το ελληνικό.

Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, ο ελληνικός καπιταλισμός αφήνοντας κατά μέρος τις ανοησίες περί «ισχυρής Ελλάδας», «αειφόρου ανάπτυξης», «διείσδυσης στα Βαλκάνια» κλπ., ξεχνώντας την ευφορία της εποχής του χρηματιστηρίου (μόνο το 1,5 % των κωδικών του 1999 παραμένουν ενεργοί) και τους μεγαλοϊδεατισμούς της εποχής των ολυμπιακών αγώνων, κάνει αλλεπάλληλες σπασμωδικές κινήσεις πανικού: Δίνει γη και ύδωρ για να μείνει στην ευρωζώνη ακολουθώντας μια πολιτική που κάνει σίγουρη την έξοδό του απ’ αυτή, συμπιέζει απίστευτα το εργατικό κόστος δηλαδή το μόνο παραγωγικό συντελεστή που δεν αποτελεί πρόβλημα, δίνει υποσχέσεις που θα διαψευστούν σε λίγες μόνο ημέρες (όπως, π.χ. ότι τα μέτρα αυτά είναι τα τελευταία), θέτει στόχους που δεν μπορεί καν να πλησιάσει (ανάπτυξη από το 2013, χρέος στο 120 % του ΑΕΠ το 2020 κλπ.), καίει τη μία μετά την άλλη τις πολιτικές του εφεδρείες (ΛΑ.Ο.Σ., ΔΗΜ.ΑΡ.) ανασύροντας ακόμα και την Χρυσή Αυγή από τον υπόνομο του πολιτικού συστήματος. Μοιάζει να έχει χάσει κάθε ένστικτο αυτοσυντήρησης, να βιάζεται να ακολουθήσει την κοινωνία στο βυθό που την έσπρωξε, την ίδια στιγμή που οι Ευρωπαίοι «εταίροι» του ετοιμάζονται να τον πετάξουν κλωτσηδόν απ’ τα σαλόνια τους, σαν τον παρείσακτο επαρχιώτη που μπήκε λαθραία στη γιορτή. [2]

Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο η ελληνική άρχουσα τάξη βρίσκεται σε δύσκολη θέση,  προσπαθώντας με την πιο αδύναμη κυβέρνηση [3] της σύγχρονης ιστορίας της χώρας να περάσει αλλεπάλληλα πακέτα σκληρών μέτρων. Σ’ αυτή την αδυναμία που θα εντείνεται όσο οι δανειστές απαιτούν νέα μέτρα, οφείλεται και η πρωτοφανής ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής, που δεν περιορίζεται βέβαια στην αστυνομική κτηνωδία ή στη συνεργασία του κράτους με το φασιστικό παρακράτος της Χρυσής Αυγής, αλλά πάει πολύ παραπέρα: Η δημοκρατία ακυρώνεται ακόμα και στην αντιπροσωπευτική της, κοινοβουλευτική, έκφανση, το Σύνταγμα κουρελιάζεται καθημερινά, καταστρατηγούμενο με κάθε τρόπο και από κάθε φορέα νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, η χώρα κυβερνάται συνεχώς υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, τα ΜΜΕ ελέγχονται ασφυκτικά σα να βρισκόμαστε σε δικτατορία.

Ακόμα και το υπουργικό συμβούλιο αντικαθίσταται από τη σύσκεψη των τριών αρχηγών όταν δεν αποφασίζει μόνος του ο Σαμαράς. Κορυφαίο όμως δείγμα του συνεχούς ακρωτηριασμού της όποιας δημοκρατίας υπήρχε στη χώρα, αποτελεί το γεγονός ότι η κυβέρνηση όχι μόνο έσπευσε να περάσει ολόκληρο το τρίτο μνημόνιο σ’ ένα μόλις άρθρο, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και εφαρμόζοντας σκληρή κομματική πειθαρχία, αλλά και ότι 10 μόλις μέρες μετά πέρασε με τη μορφή πράξεων νομοθετικού περιεχομένου όσα μέτρα δεν τόλμησε να φέρει στη Βουλή. Τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν επουσιώδεις συμπληρώσεις ή τεχνικές λεπτομέρειες όπως ισχυρίζεται η επίσημη προπαγάνδα αλλά σχεδόν αποτελούν ένα τέταρτο επαχθές μνημόνιο, επιφέροντας νέα χτυπήματα στον κόσμο της εργασίας και σε όλη την κοινωνία.

Όμως είναι σίγουρο ότι όση μαύρη προπαγάνδα κι αν γίνει περί της δήθεν αναπόδραστης αναγκαιότητας των νέων μέτρων, η μάχη θα κριθεί στην πραγματική ζωή και την πραγματική οικονομία και όχι στις ασκήσεις επί χάρτου της τρόικας και της Κυβέρνησης. Τα νέα μέτρα μπορεί να πέρασαν αλλά δε θα εφαρμοστούν –τουλάχιστον στο εισπρακτικό τους μέρος – γιατί πολύ απλά ο κόσμος δεν έχει πια τα λεφτά που θέλουν να του πάρουν. Σημασία δεν έχει ποιούς στόχους βάζεις αλλά ποιούς επιτυγχάνεις, δεν μετράει δηλαδή πόσους φόρους επιβάλλεις αλλά πόσους εισπράττεις. Η πρωτοφανής αναντιστοιχία των επιβαλλόμενων φόρων με τη φοροδοτική ικανότητα του γενικού πληθυσμού που θυμίζει καθεστώτα ανατολικής δεσποτείας, δε δείχνει μόνο κοινωνική αναλγησία. Δείχνει κυρίως πανικό και έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα. Οι νέες μειώσεις μισθών, συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων και οι νέες αυξήσεις φόρων θα μεγαλώσουν κι άλλο την ύφεση και την ανεργία χωρίς να μειώσουν το χρέος. Ένα νέο πακέτο μέτρων αρχίζει κιόλας να σχηματοποιείται για το Γενάρη ή το αργότερο για την άνοιξη, ακριβώς εξαιτίας της αποτυχίας του τωρινού. Η κάθοδος στον Άδη θα συνεχιστεί. Εκτός αν τη σταματήσει η οργανωμένη κοινωνική αντίδραση.

Και τώρα τί κάνουμε…;

Πρώτο και άμεσο καθήκον του κινήματος είναι η όσο το δυνατό συντομότερη ανατροπή και αυτής της μνημονιακής κυβέρνησης. Έχει σημασία να τη ρίξουμε πριν πέσει μόνη της ή υπό την πίεση των δανειστών, ώστε να καταλάβουν όλοι ότι οι κυβερνήσεις που παίρνουν τέτοια μέτρα δεν μπορούν να σταθούν. Παράλληλα, είναι απαραίτητος ο συντονισμός όλων των συλλογικοτήτων και των κοινωνικών κινημάτων με στόχο την οικοδόμηση δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης που θα αποτρέψουν την καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας.

Δίνουμε λοιπόν τη μάχη για την παροχή τροφής, στέγης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όλους, για τη διοργάνωση συσσιτίων και κοινωνικών ιατρείων όπου είναι απαραίτητο, για να μην κλείσει κανένα νοσοκομείο και κανέναν σχολείο, για να μην γίνουν απολύσεις στο δημόσιο και να μην περάσουν στην πράξη τα βάρβαρα εργασιακά μέτρα στον ιδιωτικό τομέα, για να μην χάσει κανείς δανειολήπτης το σπίτι του, για να υπάρξει δίκτυο νομικής υποστήριξης απολυμένων ή απλήρωτων εργαζόμενων, για να συγκροτηθεί μια οργανωμένη και μαζική άρνηση πληρωμής των ληστρικών και αντισυνταγματικών χαρατσιών και για να τσακιστούν οι φασιστικές συμμορίες που δρουν ως το μακρύ χέρι του κράτους και του κεφαλαίου με στόχο τη διάλυση του εργατικού κινήματος.

Ακόμα οι απεργίες μας πρέπει να οργανωθούν καλύτερα με παράκαμψη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που τις σαμποτάρει συστηματικά, απεργιακά ταμεία, επιτροπές αγώνα, πυρήνες σε μικρότερες εργασιακές μονάδες, περιφρούρηση ενάντια στους απεργοσπάστες, διακλαδικό συντονισμό, συμπόρευση με ανέργους, φοιτητές, μετανάστες και λαϊκές συνελεύσεις οι οποίες πρέπει να ενισχυθούν και να οργανωθούν καλύτερα.

Επίσης είναι απαραίτητη η οργάνωση άμυνας στην αστυνομική καταστολή, ιδιαίτερα στις μεγάλες διαδηλώσεις και πορείες. Είναι βέβαια αλήθεια ότι για να τους νικήσουμε στο δρόμο πρέπει πρώτα να τους έχουμε νικήσει πολιτικά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αμυνθούμε στην καταστολή που έχει πια πάρει διαστάσεις ωμής βίας. Η ίδια η λογική των διαδηλώσεων πρέπει ίσως να αλλάξει. Μια πορεία που κατευθύνεται στο Σύνταγμα, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας. Όσοι συμμετέχουν τα τελευταία χρόνια σε τέτοιες διαδηλώσεις έχουν πλέον καταλάβει πολύ καλά ότι η πλατεία Συντάγματος αποτελεί πια για τους διαδηλωτές κυριολεκτικά άβατο. Είναι πολύ εύκολο για την αστυνομία να την κρατήσει συγκεντρώνοντας εκεί τις δυνάμεις της, ρίχνοντας βροχή δακρυγόνων και χειροβομβίδων κρότου-λάμψης, χρησιμοποιώντας αν υπάρξει ανάγκη και τα νέα της αποκτήματα όπως οι αντλίες νερού, οι πλαστικές σφαίρες ή ό,τι άλλο χρειαστεί. Αν πραγματικά θέλουμε μια δυναμική αντίδραση που θα σηκώσει το ηθικό του κόσμου και θα φοβίσει την αστυνομία δείχνοντάς της ότι δεν παίζει χωρίς αντίπαλο, χρειάζεται μια αλλαγή του «γενικού σχεδίου» των διαδηλώσεων, αν υποθέσουμε ότι μέχρι τώρα υπήρχε τέτοιο: Προσυγκεντρώσεις σε διάφορα σημεία της πόλης, μικρότερα και ταυτόχρονα συλλαλητήρια σε κεντρικά σημεία πολλών γειτονιών, αποκλεισμοί δρόμων, καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, κόσμος εφοδιασμένος τουλάχιστον με αντιασφυξιογόνες μάσκες και κράνη μοτοσικλετιστή, είναι μερικά μόνο βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί μια κατάσταση όπου δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατευθύνονται στο Σύνταγμα σαν πρόβατα επί σφαγή, για να δεχτούν πριν καλά-καλά φτάσουν εκεί (αν δεν προσαχθούν προληπτικά από ασφαλίτες) την ωμή επίθεση των ΜΑΤ και των ομάδων ΔΕΛΤΑ που συμπεριφέρονται πλέον εντελώς απροσχημάτιστα σαν εγκληματική συμμορία όπως άλλωστε και οι χρυσαυγίτες ομοϊδεάτες τους.

Εννοείται ότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς κάποιου είδους κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς δηλαδή τη συμβολή των κομμάτων και των οργανώσεων της αριστεράς τα οποία έχουν τις οργανωτικές δομές, τους οικονομικούς πόρους και τη μαζική συμμετοχή που απαιτείται. Δυστυχώς κάτι τέτοιο μοιάζει αυτή τη στιγμή πολύ μακρινό, δεδομένου ότι οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής Αριστεράς είναι απόλυτα συστημικές και ρεφορμιστικές. Ο μόνος τρόπος τα κομματικά επιτελεία να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, είναι να συρθούν από την πίεση της βάσης και γι’ αυτό άλλωστε είναι κεφαλαιώδους σημασίας το ζήτημα της συνειδητοποίησης του κόσμου της Αριστεράς και της συνεργασίας του, έστω σε επίπεδο πράξης, με τον α/α χώρο,  κάθε είδους κινηματική δομή (π.χ. λαϊκές συνελεύσεις), μετανάστες κλπ.

Απώτερος μεγάλος στόχος όλων των παραπάνω, πρέπει να είναι η διοργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας, αν είναι δυνατό και σε συντονισμό με εργαζομένους άλλων χωρών που πλήττονται από την κρίση. Αυτή η διεθνιστική διάσταση είναι σήμερα πιο απαραίτητη από ποτέ, εφόσον το πρόβλημα δεν είναι εγχώριο αλλά διεθνές, ενώ και ο αντίπαλος είναι οργανωμένος σε διεθνές επίπεδο. Μια επιτυχημένη γενική πολιτική απεργία θα είχε παγκόσμιο αντίκτυπο, θα όπλιζε τον κόσμο με εμπιστοσύνη στον εαυτό του και πιθανόν θα ανέτρεπε τις ξεπουλημένες ηγεσίες των συνδικάτων – πράγμα απαραίτητο για το ξεπέρασμα του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού. Με άλλα λόγια θα ανέβαζε το γενικό επίπεδο του κινήματος και θα δρομολογούσε ίσως νέες εξελίξεις, ενώ είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα ανέτρεπε την κυβέρνηση Σαμαρά.

Τέλος, το κίνημα πρέπει να κατεβάσει πιο προωθημένα αιτήματα, να θέσει πιο φιλόδοξους στόχους που να πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από τη μερική ανάκτηση όσων χάθηκαν τα τελευταία χρόνια. Έξοδος της χώρας από την Ε.Ε. και την ευρωζώνη, ολοκληρωτική διαγραφή του χρέους, διαγραφή των χρεών όλων των χωρών προς τις τράπεζες, κοινωνικοποίηση των τραπεζών, άμεση κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, εργατικός έλεγχος παντού και ειδικά στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που κλείνουν με πέρασμά τους στα χέρια των εργαζομένων, βαρύτατη φορολόγηση της Εκκλησίας (αν όχι απόλυτη κοινωνικοποίηση της περιουσίας της), δήμευση των περιουσιών όσων έβγαλαν αφορολόγητα κεφάλαια στο εξωτερικό, διάλυση των ΜΑΤ και των ομάδων ΔΕΛΤΑ, ανασυγκρότηση της χώρας με ανασύσταση του παραγωγικού ιστού της και αλλαγή του γενικού οικονομικού μοντέλου προς την κατεύθυνση του περάσματος των μέσων παραγωγής στα χέρια των εργαζομένων, των πραγματικών δηλαδή παραγωγών του πλούτου.

Πολύ σημαντικό είναι να μπορέσει να υπάρξει μια συμφωνία των δυνάμεων της αριστεράς και του ελευθεριακού χώρου πάνω σε ένα μίνιμουμ μεταβατικό πρόγραμμα ανόρθωσης της χώρας και ανακούφισης της κοινωνίας και ιδιαίτερα των πιο αδύναμων στρωμάτων της, η οποία δέχεται την πιο σκληρή επίθεση της μεταπολεμικής περιόδου. Δεν αναφερόμαστε σε μια ανέφικτη και ίσως αχρείαστη ιδεολογική ενότητα, αλλά σε μια ενότητα στη δράση που είναι και εφικτή και απαραίτητη. Αυτή η ενότητα στη δράση μπορεί να επιτευχθεί πάνω στη βάση της αυτό-οργάνωσης του κόσμου με στόχο την ικανοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων (π.χ. άρνησης πληρωμής φόρων, ματαίωση του κλεισίματος νοσοκομείων ή των συγχωνεύσεων των σχολείων κλπ.).

Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται η επικοινωνιακή αντεπίθεση του κινήματος μέσω μιας εντατικής εκστρατείας ενημέρωσης του κόσμου η οποία πρέπει να γίνει με επιστημονικό τρόπο και να επικεντρωθεί κυρίως στα εξής θέματα:

α) Πώς φτάσαμε ως εδώ. Πώς και από ποιούς δημιουργήθηκε το χρέος.

β) Γιατί τα προγράμματα που επιβάλλει η τρόικα οδηγούν τη χώρα σε αδιέξοδο.

γ) Ποιός είναι ο ρόλος της ελληνικής αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού.

δ) Ποιές είναι οι αδυναμίες του αντιπάλου. Σε ποιό βαθμό έχουν οξυνθεί οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος και ποιές προοπτικές υπάρχουν για την ανατροπή του μέσω της όξυνσης της ταξικής πάλης.

ε) Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την άνοδο του φασισμού και ποιός είναι ο πραγματικός του ρόλος.

στ) Ποιοί πρέπει να είναι οι κύριοι άξονες ενός προγράμματος άμεσης ανόρθωσης της οικονομίας της χώρας και σε ποιά σημεία μπορεί να επιτευχθεί μια σύγκλιση όλων των προοδευτικών, αριστερών, αντιφασιστικών και αναρχικών/αντιεξουσιαστικών δυνάμεων.

Μια τέτοια εκστρατεία ενημέρωσης θα έχει ως αποτέλεσμα την ανύψωση του ηθικού του κόσμου και την εδραίωση της πεποίθησής του ότι μπορεί να τα καταφέρει, ενώ παράλληλα θα εξόπλιζε το κίνημα με μια ανώτερου επιπέδου τακτική και στρατηγική, που με δεδομένοι ότι σήμερα η πολιτική και οικονομική ελίτ άρχει χωρίς όμως πια να ηγεμονεύει, θα το βοηθούσε να αναλάβει την κοινωνική ηγεμονία με την γκραμσιανή έννοια.

Είναι γνωστή η άποψη του Λένιν πως οι κυριότερες προϋποθέσεις για την δημιουργία μιας επαναστατικής κατάστασης είναι: α) οι εκμεταλλευόμενοι να μην αντέχουν πια να κυβερνώνται όπως πριν και β) οι εκμεταλλευτές να μην μπορούν πια να κυβερνούν όπως πριν. Κι αν το πρώτο είναι κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά στην ιστορία και δεν είναι αντικειμενικά μετρήσιμο, το δεύτερο συμβαίνει πολύ σπάνια και μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια. Μπροστά σε μία τέτοια κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα. Η πορεία του καπιταλισμού τα τελευταία 30 χρόνια έχει οξύνει τόσο πολύ τις αντιφάσεις του που τα προβλήματά του δείχνουν πραγματικά άλυτα. Όλο το σύστημα είναι μπλοκαρισμένο, κανένα από τα προγράμματα ανάκαμψης δεν είναι υλοποιήσιμο. Η αντίφαση των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων είναι τόσο έντονη όσο λίγες φορές στην ανθρώπινη ιστορία. Ο αντίπαλος λοιπόν δεν είναι άτρωτος και παντοδύναμος. Ο καπιταλισμός είναι πλέον ένα σύστημα ξεπερασμένο που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Οι υλικές προϋποθέσεις για την ανατροπή του ωριμάζουν ταχύτατα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πέσει από μόνος του ή ότι το έργο της ανατροπής του θα είναι εύκολο. Σημαίνει απλά ότι θα πρέπει να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε και να συζητάμε σαν κάτι που αφορά την παρούσα ιστορική φάση και όχι ένα απροσδιόριστο μέλλον. Σημαίνει ότι δεν πρέπει να τους υπερτιμάμε και να τους φοβόμαστε παραπάνω απ’ όσο τους πρέπει και ότι αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε να πάμε ένα βήμα παραπέρα έστω κι αν δεν ξέρουμε ακόμα πόσο μακριά μπορεί να μας οδηγήσει αυτό το βήμα. [4]

Σημειώσεις:

1.Αναθεωρημένα στοιχεία που η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε την 6/10/2012 αναθεωρώντας τα αρχικά 3,5 % και 6,9 % αντίστοιχα.

2.Αυτό αποδεικνύεται από τα καψόνια που κάνει η τρόικα στην κυβέρνηση για την εκταμίευση της δόσης που καθυστερεί από τον Ιούνιο, επιβεβαιώνοντας τόσο την αδυναμία της Ευρώπης να χρηματοδοτήσει το ίδιο της το πρόγραμμα όσο και την ασήμαντη θέση του ελληνικού καπιταλισμού και του πολιτικού του προσωπικού σε διεθνές επίπεδο.

3. Ήδη οι 179 βουλευτές έγιναν 153 κατά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, ενώ το κόμμα που πραγματικά κυβερνά, πολύ συχνά ούτε καν ενημερώνοντας τους 2 κολαούζους του, έχει το 29,65 % των ψήφων του 62,49 % που ψήφισε. Πρόκειται για νούμερα πρωτοφανή χωρίς να υπολογίσουμε τη ραγδαία φθορά της κυβέρνησης που αποτυπώνουν όλες οι μετεκλογικές δημοσκοπήσεις.

4. Επικαιροποίηση του άρθρου – Απρίλιος 2013

Συγγραφική ομάδα glid2

Shortlink: http://eagainst.com/?p=44445

 

Ελλάς, η Πεντάμορφη και το Τέρας

Καλώς ορίσατε στο μπάσταρδο τέκνο της συνουσίας Δύσης κι Ανατολής. Στη μίξη γαλάζιου και λευκού, πράσινου και γκρίζου, στον τόπο αυτό που αποχώρησε απ’ την ηγεμονία της οθωμανικής αυτοκρατορίας λιγότερο από δυο αιώνες πριν, και δέθηκε σα βαρκούλα στο τάνκερ της Δύσης απ΄την πρώτη στιγμή που ονομάστηκε Ελλάδα. Κι από τότε προχωρά με δυο προφίλ, τόσο συνδεδεμένα μα τόσο διαφορετικά. Στη μια της όψη η Πεντάμορφη, στην άλλη της το Τέρας.

Περπατώντας την Πεντάμορφη, χίλια καλά θα συναντήσεις. Νότες του Χατζιδάκι να συντροφεύουν το τιτίβισμα αηδονιών στα καταπράσινα δάση του Ολύμπου. Στίχους του Ελύτη ν’ απαγγέλλονται από γλάρους που ξαποσταίνουν πάνω σε στύλους ιωνικού ρυθμού, πλάι στο καταγάλανο λιμανάκι. Τον Σιδηρόπουλο να γράφει ροκ εντ ρολ για το Ζορμπά, αραχτός σε μπαλοντίβανο βεράντας στο Ζαγόρι. Λίγο πιο μακριά έντονους διαλόγους απ΄ τη λαϊκή συνέλευση που στήσανε πρόχειρα στις στάχτες βασιλικών ανακτόρων ο Αριστοτέλης κι ο Ροΐδης, ο Περικλής και ο Καστοριάδης, ο Πλάτωνας κι ο Διογένης. Και κάτω από μια γέρικη ελιά στην Άμφισσα, να κάνουν έρωτα ο Άσιμος με τον Τζίμη τον Πανούση, ενώ τους παίρνουν μάτι γυμνές οι μούσες. Θα δεις παππούδες να σου προσφέρουν βαρύ γλυκό και λουκουμάκι, μουστακαλήδες να σου δίνουν στο χέρι τη ρακή και μυταράδες να σε πιάνουν για πυρρίχιο γύρω από αναμμένη φλόγα. Κορίτσια δροσερά να σε προσκαλούν ν’ αλατίσεις αγκαλιά τους το κορμί σου, στο ναυάγιο του Ιονίου ή στον υγρό τάφο του Κολοσσού. Γιαγιάδες να σου βάζουν με το ζόρι γλυκό του κουταλιού στο πιατάκι, μετανάστες οικοδόμους απ’ τα Βαλκάνια να σε κερνάνε μια μπύρα κάτω απ’ τον πλάτανο και δίπλα στην βρυσούλα. Σ’ Ικαριώτικους χορούς θα μπλέξεις και κάτω απ’ τον Παρθενώνα θα ξαπλώσεις να διαβάσεις Καζαντζάκη, ν’ απαγγείλεις Καββαδία, να τραγουδήσεις Λοϊζο, να οργιάσεις παρέα με τον Διόνυσο, να φιλοσοφήσεις με τον Επίκουρο.

Είναι ωραία η Πεντάμορφη, κι οι ανθρώποι της ωραίοι. Μην κρίνεις μόνο απ’ αυτό που βλέπεις στα σήμερα. Να ξερες πόσοι απ’ αυτούς που βλέπεις να περπατάνε αδιάφοροι έχουνε προπάππου που σκοτώθηκε πολεμώντας τους Ναζί, που έμπλεξε στην κατάρα του εμφυλίου και φόνευσε το γείτονα του, που φυλακίστηκε από δικτάτορες και στάλθηκε εξορίες, που πέθανε στο πεζοδρόμιο σε κάποια απεργία, που έφυγε μονάχος στην ευρωπαϊκή φάμπρικα για να ταΐσει τα παιδιά του, που δούλεψε μέχρι τα βαθιά γεράματα κι όμως πέθανε χωρίς να χαμογελάσει. Να ξέρες πόσες απ’ αυτές που σήμερα στέκονται σαν σεξουαλικά αντικείμενα στα κλαμπ έχουν προγιαγιάδες που σήκωσαν όπλο απέναντι στο φασισμό, έραψαν πληγές από σκάγια, μπάλωσαν κάλτσες γδαρμένες από βράχια, εργάστηκαν σαν σκλάβες χαρίζοντας την υπεραξία του ιδρώτα τους σε καλοφαγωμένα αφεντικά και πέθαναν με τον χωρίς ανταπόδοση μόχθο να χει χαράξει τα πρόσωπα τους. Γι’ αυτό μην τον κρίνεις κακοπροαίρετα όποιον σου πει πως του έτυχε να μεγαλώσει εδώ. Ίσως και να ναι αδιάφορος, ίσως φτηνή χολιγουντιανή εικόνα…Ίσως όμως και να χει κομμάτια της Πεντάμορφης ακόμα στην ψυχή του.

Κι άμα γυρίσει το κεφάλι αυτός ο τόπος, μην τρομάξεις…είναι το Τέρας. Είναι η Τζούλια που σήμερα κάνει στριπτίζ στης Τατιάνας, προς χάριν των υψηλά ιστάμενων καλεσμένων της. Είναι η Σώτη που γράφει στο φορητό pc της απ’ τη σουίτα στη Μύκονο, αγναντεύοντας το φαντασμένο τίποτα με το σαμπανιζέ κρασί στο χέρι. Είναι ο Πρετεντέρης που τρώει αστακομακαρονάδα, φορώντας τη σαλιάρα και κουνά το δάχτυλο αυστηρά στο σερβιτόρο. Είναι ο Κασιδιάρης, που τρώει λαίμαργα τη σάρκα των δούλων που πέταξαν στην αρένα, προς χάριν του αιμοδιψούς κοινού του. Είναι ο παπάς που κλείνει ένα θέατρο κι ανοίγει μια Offshore στη θέση του, επικαλούμενος χρυσόβουλα. Είναι ο μπάτσος που γυρίζει ανάποδα το γκλοπ, για να χτυπήσει στα μούτρα ένα κοριτσάκι που τολμάει να φτύσει την στολή της εξουσίας. Είναι κι ο γαλανόλευκος παπάρας, που αφού αυνανιστεί μπροστά στην Παναγιά του, αφού φορέσει το χακί του σωβρακάκι, θα ξεσπάσει την μοναξιά του, την νοητική του τεμπελιά, την καταπίεση του αφεντικού του, πάνω στον αδύναμο,στον διαφορετικό, στον κατά προτίμηση Πακιστανό. Είναι ο εργοδότης που αφού συσσώρευσε ό,τι εσύ παρήγαγες σε φορολογικούς παραδείσους, τώρα φορά τη λυπημένη μάσκα παίζοντας την τραγωδία της κρίσης, και στέλνοντας σε στον ταξιθέτη του ΟΑΕΔ. Είναι αυτός που πνίγει μια μάνα σφίγγοντας το λαιμό της με τριχιά, για να της αποσπάσει το πορτοφόλι, ή πυροβολά κατά ρυπάς για ν΄αρπάξει βραχιολάκια και ρολόγια. Είναι ο σκυλοπόπ έμπορος φτηνού θεάματος Κουρκούλης που κάνει πως τραγουδάει, είναι ο σαχλαμάρας Σεφερλής που κάνει πως υποδύεται, είναι ο λαϊκιστής πολιτικός Ψωμιάδης που κάνει πώς ασχολείται με την πολιτική, είναι η ξεπουλημένη δημοσιογραφίσκος Τρέμη που κάνει πώς δημοσιογραφεί, είμαι εγώ που αντί να σηκωθώ όρθιος συνεχίζω να κάθομαι περιμένοντας όσο γίνεται περισσότερους να σηκωθούν μαζί μου.

Ξέρω, η αρρώστια μας μοιάζει αθεράπευτη. Η κατάσταση μας μοιάζει απελπιστική. Τι είναι όμως πιο άρρωστο, τι είναι πιο απελπιστικό απ’ το να σταματήσουμε να ελπίζουμε; Τι είναι πιο νοσηρό απ’ το ν’ αφήσουμε ελεύθερο τον πολιτικό χώρο στο τερατόμορφο συνονθύλευμα λαϊκιστών, σκληρών νεοφιλελεύθερων και νεοναζί; Τι είναι πιο εγωιστικό απ’ το ν’ ασχολείσαι αποκλειστικά με το πώς θα βγάλεις τη μέρα; Τώρα που βλέπεις μόνο το Τέρας, σκέψου πως η Πεντάμορφη είναι κάπου εκεί έξω κρυμμένη. Δεν είναι εθνική, δεν είναι τοπική, δεν είναι θρησκευόμενη. Φτύνει τις σημαίες, φτύνει το Χριστό και τον Μωάμεθ. Είναι η Πεντάμορφη που παίρνει τη μορφή που η κάθε κοινωνία επιλέγει, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για το σχήμα του προσώπου της, τις καμπύλες του κορμιού της. Ας σχηματίσουμε την Πεντάμορφη, πάνω στο καμένο δέρμα του Τέρατος λοιπόν. Ιστορία μην λοξοκοιτάς, ερχόμαστε να σπάσουμε τον κύκλο σου.


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-bqK