Για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών 2014

EU parliament election in Belgium

Ανάμεικτα είναι τα συναισθήματα αναφορικά με τα αποτελέσματα των Ευρωπαϊκών εκλογών. Μέχρι στιγμής ο κεντροδεξιός συνασπισμός, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (EPP), έρχεται πρώτος πανευρωπαϊκά σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Συνολικά καταλαμβάνει 213 έδρες, με τους κέντρο-αριστερούς σοσιαλδημοκράτες  (PΕS) να έρχονται δεύτεροι (190 έδρες). Στην τρίτη θέση έρχονται οι φιλελεύθεροι (ALDE) με 64 έδρες και ακολουθεί ο συνασπισμός των Πρασίνων με 53, οι Συντηρητικοί μεταρρυθμιστές (ECR) με 46 (ποσοστό που αναμένεται να αυξηθεί, αν τελικά το αντι-φεντεραλιστικό κόμμα Εναλλακτική Για τη Γερμανία AFD ενταχθεί στο ίδιο γκρουπ), η Ευρωπαϊκή Αριστερά (GUE/NGL) με 42 και ο ακροδεξιός συνασπισμός Ευρώπη Ελευθερίας και Δημοκρατίας (EFD) με 38 έδρες, ενώ 104 βουλευτές συνολικά θα δώσουν μή εγγεγραμμένα κόμματα (πρόκειται είτε για νεοεκλεγέντες που δεν ανήκουν σε πολιτική ομάδα του απερχόμενου Κοινοβουλίου ή απλά βουλευτές που δεν συγγενεύουν με καμία πολιτική ομάδα: από ακροδεξιά και ναζιστικά μορφώματα – όπως η Χρυσή Αυγή, το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και το πρώην Εθνικό Βρετανικό Κόμμα που πλέον εξαφανίστηκε από τον εκλογικό χάρτη – ή αποσχιστικές και συνήθως αριστερίζουσες παρατάξεις, όπως το Κόμμα των Βάσκων, που προηγουμένως άνηκαν στο European Free Alliance γκρούπ, κεντρώες οργανώσεις επίσης, όπως το Ποτάμι, το Ισπανικό αντι-εθνικιστικό και φιλοευρωπαϊκό UPyD, το Τσεχικό φιλελεύθερο ANO, το Ολλανδικό Κόμμα Για Τα Ζώα – PvDD κ.α).

Κάποιοι μιλάνε για ακροδεξιο-ευρωσκεπτικιστικό σεισμό, άλλοι τονίζουν την μεγάλη αποχή (που σε μερικές χώρες όπως η Βρετανία αγγίζει σχεδόν το 60%). Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ – ο οποίος αφήνει πίσω του την Νέα Δημοκρατία – αποτελεί εξίσου αντικείμενο συζητήσεων στο διεθνή τύπο, όπως και ο θρίαμβος του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Λεπέν και του Κόμματος της Ανεξαρτησίας του Φαράτζ (για τους οποίους αν κοιτάξει κανείς τα Βρετανικά Μέσα Ενημέρωσης, με πόση υστερία θριαμβολογούν υπέρ της νίκης τους θα νομίζει ότι πρόκειται για ανερχόμενους πλανητάρχες). Παράλληλα, ακροδεξιές πλειοψηφίες είδαμε και στη Δανία με το Λαϊκό Κόμμα να δίνει 4 ευρωβουλευτές (με ποσοστό 26%) ενώ παρόμοια κόμματα σημείωσαν άνοδο και στη Σουηδία, την Αυστρία, λιγότερο (απ’ ότι αναμένονταν) στην Φινλανδία και το Βέλγιο, ενώ στην Ολλανδία ο Γκιρτ Βίλντερς είδε τα ποσοστά του να καταποντίζονται σε σύγκριση με την αναμέτρηση του 2009 όπου ξεπέρασε το 17% αγγίζοντας τη δεύτερη θέση. Βέβαια, το κόμμα της Λεπέν (όπως ακριβώς και των Σουηδών Δημοκρατών, των Βέλγων εθνικιστών, των Ολλανδών και των Αυστριακών) αναζητά νέα συμμαχία – δεδομένου ότι δεν κατάφερε να έρθει σε κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο του EFD, Nigel Farage – κι έτσι παραμένει και αυτό (όπως και το αντίστοιχο των Σουηδών και των Αυστριακών) μεταξύ των μή εγγεγραμμένων (κάτι που σημαίνει ότι συνολικά ο αριθμός των ακροδεξιών ξεπερνά τις 80 έδρες).

Πολλοί μιλούν για ψήφο αντίδρασης, άλλοι πάλι χρεώνουν την άνοδο των ποσοστών της ακροδεξιάς στη μεγάλη αποχή. Τί ισχύει στην πραγματικότητα; Γνωρίζουμε ότι οι ευρωεκλογές πάντα αποτελούσαν ένα είδος soft vote για πολλούς Ευρωπαίους, μια ευκαιρία για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους σε μια Ευρώπη όπου όλες οι εξουσίες συγκεντρώνονται στις Βρυξέλλες, και οι φωνές των πολιτών συστηματικά αγνοούνται, ιδιαίτερα έπειτα από την χυδαία άρνηση της ευρωηγεσίας να δεχθεί την απόρριψη των Ιρλανδών για την συνθήκη της Λισαβόνας, την εμμονή στα καταστροφικά προγράμματα λιτότητας, και τέλος την απροκάλυπτη επέμβαση του Βερολίνου στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας και της Ιταλίας (όπου και εκλεγμένες κυβερνήσεις έπρεπε να αντικατασταθούν εν μέσω μιας νυκτοίς από έμπειρους τεχνοκράτες οι οποίοι θα εφάρμοζαν στο ακέραιο το δόγμα των περικοπών και στη συνέχεια να διενεργηθούν εκλογές όπου οι λαοί, σαν να πρόκειται για κακομαθημένα παιδιά θα έπρεπε να μην αγνοήσουν τις τρομολαγνικές υποδείξεις των ευρωηγετών, ψηφίζοντας κόμματα που με κάθε μέσο θα συνέχιζαν τις ίδιες πολιτικές). Αναμφισβήτητα όλα αυτά όξυναν τις αντιδράσεις πολλών Ευρωπαίων πολιτών καθώς και την αποστροφή τους για ένα όραμα που στην πραγματικότητα έχει μετατραπεί σε εφιάλτη.

Μπορούμε όμως να πούμε ότι αυτή είναι η μοναδική αιτία ανόδου της ακροδεξιάς; Στην πραγματικότητα η τοποθέτηση αυτή είναι επιφανειακή και επιπόλαιη, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς ότι τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα προέρχονται από χώρες οι οποίες ελάχιστα έχουν πληγεί από τη λιτότητα, σε σύγκριση με τις εξουθενωμένες χώρες του νότου οι οποίες επιμένουν σε φιλοευρωπαϊκές συμμαχίες – με μικρή εξαίρεση την Ιταλία όπου το κατεξοχήν κόμμα διαμαρτυρίας (που συγκαταλέγεται εξίσου στους μή εγγεγραμμένους) του ηθοποιού Πέπε Γκρίλο ήρθε δεύτερο (μια big tent παράταξη που συγκεντρώνει στους κόλπους της αριστερούς, απογοητευμένους σοσιαλδημοκράτες, οπαδούς που μισούν τον πρώην πρωθυπουργό της χώρας – Σίλβιο Μπερλουσκόνι – και χρεώνουν σε αυτόν όλα τα δεινά της ανθρωπότητας, μέχρι και αναρχοκαπιταλιστές, ακροδεξιούς πρώην υποστηρικτές της Λίγκας του Βορρά που είδε τα ποσοστά της να περιορίζονται στο 6%), μια λαϊκιστική δύναμη που φυσικά δεν στηρίζει την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά αντίθετα μιλά για δημοψήφισμα με στόχο την έξοδο μόνο από το ευρώ. Και τέλος, χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία επιμένουν στα παραδοσιακά κόμματα – κεντροδεξιά και κεντροαριστερά – με σημαντική φυσικά άνοδο των ποσοστών της αριστεράς καί στις δύο χώρες, όπως και στην Ισπανία όπου εκτός από τις μέτριες επιδόσεις του αντίστοιχου ΣΥΡΙΖΑ μια νέα αριστερή δύναμη εμφανίζεται – το Podemos -, μια συμμαχία ακαδημαϊκών αριστερών που προέκυψε από πολίτες και οργανωτές του κινήματος 15Μ και όπως όλα δείχνουν θα ενταχθεί στον GUE/NGL συνασπισμό, αυξάνοντας τις θέσεις του από 43 σε 48 (όπως και το Ιταλικό αριστερό Altra Europa con Tsipras αναμένεται να δώσει 3 έδρες που κατά πάσα πιθανότητα θα ενισχύσουν τον συνασπισμό Ευρωπαϊκής Αριστεράς στις 51). Μεγάλη άνοδος της αριστεράς όμως σημειώνεται καί στην Ιρλανδία, όπου το Sin Fein που μιλά για ίσα δικαιώματα σε μετανάστες, για αναγνώριση των γάμων των ομοφυλόφιλων και προτείνει σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις (κόμμα που ωστόσο φημίζεται για την αντισημιτική στάση του, κυρίως σε ότι αφορά το Παλαιστινιακό ζήτημα) έρχεται τρίτο με 17% (δίνοντας 3 έδρες συνολικά), ενώ στην Ιρλανδική πρωτεύουσα (το Δουβλίνο) καταγράφει σημαντική πρωτιά έναντι άλλων συνασπισμών. Όσοι λοιπόν διατείνονται ότι ο ευρωσκεπτικισμός είναι απλά και μόνο μια συνιστώσα αντίδρασης στην ευρωπαϊκή κατρακύλα της λιτότητας παραβλέπουν μάλλον την ανυπαρξία τέτοιων σχηματισμών στις χώρες της περιφέρειας. Μήπως τελικά πίσω από το «ακροδεξιό τσουνάμι» κρύβεται κάτι άλλο;

Προτού φτάσουμε σε κάποιο καίριο συμπέρασμα, καλό θα ήταν να έχουμε κατά νου δύο σημαντικές παραμέτρους: α) το μεγάλο ποσοστό αποχής που αναμφισβήτητα μας δυσκολεύει να καταλάβουμε τις πραγματικές δυναμικές των ευρωπαϊκών κοινωνιών (κατά πόσο δηλαδή η νίκη της Λεπέν αντανακλά κάποια ακροδεξιά κοινωνική τάση μέσα στη Γαλλική κοινωνία, δεδομένου ότι το ποσοστό συμμετοχής στη Γαλλία άγγιξε το 42% – δηλαδή 18.490.000 άτομα προσήλθαν στις κάλπες – εκ των οποίων μόνο το 4.600.000 προτίμησε το Εθνικό Μέτωπο ενώ στις βουλευτικές εκλογές του 2012 το κόμμα είχε λάβει 6.421.000 ψήφους). Σίγουρα ως ένα βαθμό η συντηρητικοποίηση πολλών Ευρωπαϊκών κοινωνιών είναι γεγονός αναμφισβήτητο καθώς τα ποσοστά αυτών των κομμάτων σημειώνουν άνοδο καί στις βουλευτικές εκλογές, ωστόσο η υψηλή αποχή δεν μας επιτρέπει να καταλήξουμε σε κάποιο βασικό συμπέρασμα αναφορικά με το κατά πόσο τα ποσοτικά αυτά δεδομένα αποτελούν μια πραγματική αντανάκλαση του κοινωνικού πράττειν. Έπειτα, β) οι ψηφοφόροι πολλών χωρών – κυρίως του βορρά και πιο πολύ οι Άγγλοι πολίτες – κατά τη διάρκεια των ευρωεκλογών επιλέγουν κόμματα με τελείως διαφορετικά κριτήρια απ’ ότι στις εθνικές εκλογές. Για παράδειγμα: αν και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την άνοδο του ξενοφοβικού κόμματος του Φαράτζ (που υπόσχεται πλήρη έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αυστηρές ποσοστώσεις στον αριθμό μεταναστών από χώρες της Ευρώπης) στις τελευταίες δημοτικές εκλογές (που για πολλούς Βρετανούς αποτελούν εξίσου έκφραση ψήφου διαμαρτυρίας) δεν κατάφερε να κερδίσει απολύτως κανέναν δήμο ενώ στις δημοσκοπήσεις ποντάρει γύρω στο 13-15% – πάντα με βάση τις στατιστικές του Yougov που ως επί τω πλείστο αποτελεί και την πιο έγκυρη δημοσκοπική πηγή – ποσοστό σαφέστατα υψηλότερο σε σύγκριση με δύο χρόνια πριν, αλλά επί της ουσίας απέχει πολύ από την πρωτιά, παρά τη γενικευμένη ξενοφοβία και ευρωφοβία που επικρατεί στην Βρετανία (αν και το ποσοστό των Βρετανών που δηλώνουν υπέρ της παραμονής της χώρας στην Ε.Ε. έχει αυξηθεί κατά πολύ σε σύγκριση με πέρυσι, κάτι που ούτε λίγο ούτε πολύ μας λέει ότι η νίκη του Φαράτζ μόνο αντιπροσωπευτική δεν είναι για το σύνολο του πληθυσμού).

Στην πραγματικότητα, η άνοδος των ποσοστών της ακροδεξιάς οφείλεται λιγότερο στον αυταρχισμό των Βρυξελλών απ’ ότι α) σε μια γενικευμένη έξαρση της ξενοφοβίας στις χώρες του βορρά, που συντριπτικά πλέον οι πληθυσμοί απαιτούν να μπει τέλος στις ελεύθερες μετακινήσεις ανέργων από τις χώρες του νότου που επιζητούν μια θέση εργασίας στα πλουσιότερα κράτη (στην ουσία πρόκειται για μια έκφραση μαζικού ατομικισμού, ιδιωτικοποίησης και απάθειας), κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με έξοδο των χωρών αυτών από την Ε.Ε., ώστε που επιτρέπουν τους Ευρωπαίους πολίτες να εγκαθίστανται σε οποιαδήποτε χώρα της ένωσης επιθυμούν (και ταυτόχρονα να έχουν πρόσβαση σε κρατικά επιδόματα) να πάψει πλέον να ισχύει. Έπειτα, οφείλεται και β) στην μαζική απαίτηση των πολιτών του βορρά να σταματήσει η χρηματοδότηση προς τις χώρες του νότου – και κυρίως την Ελλάδα – των οποίων οι πολίτες, με βάση το βορειοευρωπαϊκό ρατσιστικό στερεότυπο, αντί να επενδύουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια, τα σπαταλούν διατηρώντας το παλιό lifestyle της ανεμελιάς και ανευθυνότητας, όντας ανίκανοι να διαπρέψουν ή να σταθούν από μόνοι τους στα πόδια τους. Τα κόμματα αυτά αναμφισβήτητα στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν μια ορατή απειλή για θεμελιώδη δικαιώματα, όπως – οι ελεύθερες μετακινήσεις – ίσως ο πιο σημαντικός θεσμός για τη συνεργασία των Ευρωπαϊκών λαών για τον περιορισμό των επιθετικών εθνικισμών. Αν και θα ήταν λάθος να τα αποκαλέσουμε φασιστικά ή ναζιστικά (αυτός ο χαρακτηρισμός αρμόζει περισσότερο στο μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, του Ουγγρικού Γιόμπικ, του Εθνικού Κόμματος της Γερμανίας – το οποίο εξίσου κερδίζει μία έδρα) επί της ουσίας πρόκειται για αντιδραστικά, εθνοσυντηρητικά λαϊκιστικά κόμματα που επιθυμούν την άρση μέτρων προστασίας μειονοτήτων, την επαναφορά της θανατικής ποινής (σε πολλές περιπτώσεις) και την κατάργηση των αντι-ρατσιστικών νόμων, κατάργηση επίσης του επιδόματος μητρότητας, της υποχρέωσης ενός εργοδότη να μισθώνει υπαλλήλους ενώ αυτοί/ες βρίσκονται σε διακοπές (holiday pay) ή αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα υγείας και δεν μπορούν να παραστούν στη δουλειά τους. Αυτός είναι, λοιπόν, ένας από τους λόγους που τα κόμματα αυτά και οι οπαδοί τους απεχθάνονται την Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρώντας την ως άντρο κομμουνιστών, λόγω του φανατισμού τους με το δόγμα της ελεύθερης αγοράς (που στη δική τους λογική δεν θα πρέπει να βρίσκει εμπόδιο πουθενά) και της εμμονής τους με την αντιμεταναστευτική ρητορική (που πολλές φορές αγγίζει τα όρια του μίσους) με βάση την οποία η πολιτική των ανοιχτών συνόρων και οι νόμοι που προστατεύουν τους μετανάστες ως ανθρώπους ικανούς να ζουν ισάξια με τους ιθαγενείς «διαλύει την εθνολογική υπόσταση των εθνών κρατών».

Σίγουρα η άνοδος τόσο της λαϊκιστικής ακροδεξιάς όσο και των νεοναζιστικών μορφωμάτων αντικατοπτρίζει από τη μια την ενίσχυση των συντηρητικών προτεσταντικών ηθών των λαών του βορρά (και κυρίως του ατομικιστικού φαντασιακού «όποιος δεν δουλέψει δεν θα φάει» ή «ας μην πληρώνουμε από τους φόρους μας τον τεμπέλη άνεργο») και πάνω απ’ όλα την αποτυχία της αριστεράς μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης απάθειας και αποσύνθεσης να απομακρύνει τους πληθυσμούς από αυτές τις καταστροφικές τάσεις, επενδύοντας στον ξύλινο λόγο και την παθητική της στάση πως «οι λαοί νομοτελειακά μην έχοντας να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους θα επιλέξουν τον αριστερό δρόμο για την ανατροπή των προγραμμάτων λιτότητας» (αυτή τουλάχιστον είναι η στάση των Βρετανών συνδικαλιστών). Από την άλλη δεν μπορούμε να αγνοούμε και τις κοινωνιολογικές και ψυχολογικές προεκτάσεις του προβλήματος: ο φόβος ότι οι ορδές ανέργων του νότου, που όντας εξαθλιωμένοι θα εισβάλλουν μαζικά στις χώρες του βορρά λειτουργεί ως φόβητρο για τις ψευδαισθήσεις του μέσου Ευρωπαίου πολίτη ο οποίος/α αρνείται να πιστέψει ότι οι μέρες της αφθονίας του/της ήταν μετρημένες. Βλέποντας τις στρατιές απεγνωσμένων νέων να συρρέουν συνεχώς στον εξορθολογισμένο του/της παράδεισο, η φαντασίωση ότι βρίσκεται προστατευμένος/η από τα προβλήματα του έξω κόσμου μετατρέπεται σε εύθραυστο βάζο. Συνεπώς, ο απο-πολιτικοποιημένος μαζάνθρωπος της πλαστικής ευημερίας, που με τίποτα δεν θέλει να καταλάβει ότι η εποχή του άκρατου καταναλωτισμού έχει παρέλθει, αντικρίζοντας τη φτώχεια να παρελαύνει στο «σαλόνι» του/της στο πρόσωπο ενός περιφρονημένου άνεργου βλέπει το πιθανό δικό του/της μέλλον. Μπροστά στο φόβο της καταστροφής επιλέγει να κλείσει τα μάτια ώστε να μην βλέπει την εν γένει πραγματικότητα, επιλέγοντας την «έσχατη λύση», την μοναδική σανίδα σωτηρίας στο φόβο του αύριο, τον ακροδεξιό λαϊκισμό που του/της χαϊδεύει τ’ αυτιά σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή.

Κατεστραμένο billboard που προτείνει στο Βρετανικό κοινό να ψηφίσει UKIP με στόχο την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μοναδικό μέσο για τον περιορισμό της μετανάστευσης από χώρες του νότου.
Κατεστραμένο billboard που προτείνει στο Βρετανικό κοινό να ψηφίσει UKIP με στόχο την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μοναδικό μέσο για τον περιορισμό της μετανάστευσης από χώρες του νότου.

Μένει, τέλος, ένα ακόμα σημαντικό ερώτημα να απαντηθεί: τί δύναμη θα έχουν πλέον αυτές οι παρατάξεις μέσα στο νεοσύστατο ευρωκοινοβούλιο; Η αλήθεια είναι ότι μέσα σε ένα χώρο που συνεδριάζει μονάχα δύο φορές το χρόνο ελάχιστα μπορεί να επηρεάσει η αντι-ευρωπαϊκή τους ατζέντα, δεδομένου ότι και πάλι το ευρωκοινοβούλιο θα κυριαρχείται από φιλοευρωπαΐκούς συνδιασμούς – όπως EPP, PSOE και ALDA που τουλάχιστον σε ότι αφορά το ζήτημα των ελεύθερων μετακινήσεων μεταξύ κρατών δεν θέτουν ούτε βέτο ούτε ασκούν διαφωνίες, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσει κανείς και τα ποσοστά των Πρασίνων (που ως προ εκπλήξεως στην Σουηδία ήρθαν δεύτεροι). Ως εκ τούτου με μεγάλη δυσκολία θα καταφέρουν να περάσουν νομοσχέδια που αφαιρούν ευρωπαϊκά δικαιώματα και κεκτημένα. Υπάρχει όμως και ένας άλλος παράγοντας εδώ: η επικράτηση του EPP σηματοδοτεί ταυτόχρονα και τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας και φτωχοποίησης. Αυτές οι δυνάμεις που εμμένουν στο δόγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής και των περικοπών (που οι ίδιες άλλοτε προωθούσαν την Ιρλανδική πειθαρχία ως υπόδειγμα για την «ακαταστασία του νότου» και αντιμετώπιζαν ανοιχτά την Ιρλανδία ως το «αγαπημένο τους παιδί», «τον καλύτερο μαθητή» από το οποίο οι «ανεύθυνοι του νότου έχουν να μάθουν πολλά» – ασχέτως και αν η Ιρλανδία έχει ήδη αρχίσει με αργά και σταθερά βήματα να γυρνά την πλάτη στις πολιτικές αυτές, δίχως όμως να μετατρέπεται σε έδρα ακροδεξιών ευρωσκεπτικιστών), όλοι αυτοί λοιπόν οι νεοφιλελεύθεροι Ταλιμπάν (όπως πολύ χαρακτηριστικά τους είχε αποκαλέσει και ο Κον Μπετίτ) που με βαρύγδουπες δηλώσεις διατείνονται ότι «η ανάπτυξη έχει έρθει» και σύντομα «η λιτότητα θα φέρει ευημερία» στην πραγματικότητα λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς δημαγωγικό τρόπο όπως οι ακροδεξιοί λαϊκιστές δημαγωγοί, ασχέτως και αν οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως οι δυνάμεις της σύνεσης και της σοβαρότητας. Προσπαθούν με κάθε μέσο να διαλύσουν την εικόνα του φόβου της φτώχειας, καλλιεργώντας ένα κλίμα ψεύτικης αισιοδοξίας ότι σύντομα και πάλι οι μέρες της ατέλειωτης ευημερίας, της προσωπικής ευτυχίας και απεριόριστης κατανάλωσης θα έρθουν. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που οι Ισπανοί πολίτες δεν αποδοκίμασαν ριζικά το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα, σε συνδυασμό φυσικά και με το διαρκώς καλλιεργούμενο αίσθημα ενοχής, ότι οι Ισπανοί, οι Έλληνες και οι Πορτογάλοι πληρώνουν τις συνέπειες των δικών τους ευθυνών και συνεπώς δεν θα πρέπει να διαμαρτύρονται και πολύ, διαφορετικά οι «ευεργέτες» του βορρά θα σταματήσουν να είναι «γενναιόδωροι», κάτι που σημαίνει ότι το όνειρο της καταναλωτικής ευημερίας θα λήξει οριστικά. Εδώ, φυσικά, θα μπορούσαν οι ακροδεξιοί να παίξουν καταλυτικό ρόλο, η πλειοψηφία των οποίων επιθυμεί εκμηδένιση των δημόσιων δαπανών και πλήρη ιδιωτικοποίηση της οικονομίας. Τα καλέσματά τους για μηδενική ανοχή και πάταξη της ανομίας θα μπορούσαν άνετα να ενισχύσουν τα κατασταλτικά μέτρα ενάντια σε κινήματα αντι-λιτότητας, ενώ χρησιμοποιώντας πάντα το μεταναστευτικό ως απο-προσανατολιστικό φόβητρο οι ίδιες πολιτικές θα συνεχίζονται δίχως ιδιαίτερα εμπόδια.

Όποια και αν είναι τα συμπεράσματά μας ένα πράγμα είναι σίγουρο: θα πρέπει να αποφύγουμε από τη μια την καταστροφολογία (όπως και την υπεραισιοδοξία βλέποντας τα αποτελέσματα του αμφιλεγόμενου ΣΥΡΙΖΑ που εξίσου αναμφίβολο είναι αν ένα τέτοιο κόμμα για τους πολίτες των χωρών του βορρά αποτελεί ευχάριστη έκπληξη). Σίγουρα η ακροδεξιά – σε οποιαδήποτε μορφή της – φαίνεται ιδιαίτερα ενισχυμένη, όπως φυσικά ενισχυμένοι σε σχέση με το 2009 είναι οι σοσιαλδημοκράτες (τους οποίους πολλοί επέλεξαν ως αντίδοτο στη λιτότητα, ασχέτως και αν οι περισσότεροι ξεχάσαμε ήδη ότι οι ίδιοι υπήρξαν αρχιμάστορες της επιβολής νεοφιλελεύθερων μέτρων), και το ποσοστό των μή εγγεγραμμένων εντός των οποίων υπάρχουν τόσο προοδευτικές πρωτοβουλίες (με κύριο χαρακτηριστικό την Φεμινιστική Πρωτοβουλία των Σουηδών που κερδίζει μια έδρα), όσο και ναζιστικά τέρατα. Αυτό που θα πρέπει να γνωρίζουμε φυσικά είναι ότι η λιτότητα και ο ρατσισμός, η περιστολή δικαιωμάτων που κερδήθηκαν με σκληρούς αγώνες, δεν μπορούν να διαλυθούν μέσα από καμία εκλογική διαδικασία, ούτε μπορούμε να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σε θεσμούς συγκεντρωτικούς, όπως τα κοινοβούλια και κάθε είδους αντιπροσωπευτικούς φορείς, μήτε σε κόμματα που όσο περνά ο καιρός τόσο περισσότερο στρογγυλεύουν και γραφειοκρατικοποιούνται. Μόνο η αυθόρμητη και συνολική κινητοποίηση των πολιτών μπορεί σε μια τέτοια περίπτωση να φέρει καρπούς. Αν πραγματικά στοχεύουμε στο κοινωνικό μετασχηματισμό προς έναν κόσμο ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας (δηλαδή πραγματικής δημοκρατίας), αν πραγματικά μας ενδιαφέρει να ενισχύσουμε χειραφετησιακά προτάγματα αντί να αναζητούμε εφήμερες λύσεις σε τέτοια τερατώδη ζητήματα, τότε οφείλουμε να μην αφήσουμε τις τύχες μας στα χέρια των κομμάτων έτσι απλά, όσο κι αν αυτά μοιάζουν ελπιδοφόρα. Αν όνειρό μας είναι μια Ευρώπη δημοκρατική, μια Ευρώπη αλληλεγγύης και φιλίας τότε δεν έχουμε παρά να την πάρουμε στα χέρια μας. Αν οι κοινωνίες μας σήμερα, επιθυμούν να διεκδικήσουν έστω κάτι καλύτερο, σκοπός τους είναι να διεκδικήσουν δυναμικά τα πάντα. Αν παραχωρήσουμε το ρόλο μας αυτό για ακόμα μια φορά σε κάποιον άλλο, σύντομα θα διαψευστούμε• και δεν θα έχουμε κανένα μέλλον.

http://www.results-elections2014.eu/en/widget-global-2014.html

Ας μελαγχολήσουμε λιγάκι παραπάνω (απάντηση στον Κ. Δουζίνα)

left

Με αφορμή το άρθρο: Αριστερή μελαγχολία και ιστορική αναγκαιότητα (του Κώστα Δουζίνα)

Για να κοιτάμε την πραγματικότητα κατάματα, και όχι με βάση τη δική μας μικρο-κοινωνία…

Εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια, οι συνεχείς απεργιακές κινητοποιήσεις στην Ελλάδα καθώς και η εκτόξευση των ποσοστών του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχουν γίνει αντικείμενο πολύπλευρης συζήτησης στα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης. Η γνώμη που ως επί το πλείστον επικρατεί είναι λίγο πολύ γνωστή: ο Ελληνικός λαός με τον τρόπο ζωής του, δημιούργησε μια κρίση την οποία καλούνται να πληρώσουν οι σκληρά εργαζόμενοι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι. Οι εκλογές του 2012 ώθησαν τις δεξιές εφημερίδες να υιοθετήσουν ακόμη πιο σκληρή στάση απέναντι στον Ελληνικό λαό, μια στάση καθαρά ρατσιστική. Το αποτέλεσμα είναι φυσικά όχι μόνο η έλλειψη αλληλεγγύης – καθώς η προπαγάνδα αυτή έχει καταφέρει να ξυπνήσει τα πιο στυγνά προτεσταντικά συντηρητικά κατάλοιπα του μέσου Ευρωπαίου – αλλά και ο στιγματισμός χιλιάδων Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό. Η στάση της Ελληνικής Νεοφιλελεύθερης δεξιάς είναι λίγο πολύ γνωστή: πίστη στο Ευρωπαϊκό ιδεώδες (ό,τι και αν σημαίνει αυτό), εφαρμογή των μέτρων λιτότητας με κάθε μέσο (όπως διατάζουν οι Βρυξέλλες), κοινώς εδραίωση και ηθικοποίηση της πιο ακραίας εθελοδουλίας. Όσο για τον εθνικιστικό όχλο, λίγο πολύ γνωρίζουμε τις θέσεις του: «για όλα φταίνε οι Εβραίοι», ή τέλος πάντων, (για να αποφύγω τις γενικεύσεις), «στόχος είναι να πληγεί η εθνική υπερηφάνεια των Ελλήνων»… Όλα αυτά είναι αναμενόμενα φυσικά. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο δεν περιμένουμε από τους χώρους αυτούς, όπως εξίσου και από την ιδεολογικά γερασμένη αριστερά η οποία εξακολουθεί να πιστεύει ότι βρίσκεται ένα βήμα πριν την επανάσταση. Κυρίως μετά την κατάρρευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την εν τοις πράγμασι αντικατάστασή του από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., περνά εύκολα στην αντίληψη του αριστερού κοινού ότι η ανατροπή βρίσκεται προ των πυλών. Γράφει λοιπόν ο Κ. Δουζίνας: «Οι επιτυχίες του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργούν τη βάση για μια μεγάλη ανατροπή που θα ανασχέσει την καταστροφή του  κοινωνικού δεσμού, αποτελώντας αφετηρία για μια νέα Ελλάδα. Ο ελληνικός  λαός υιοθέτησε τον ΣΥΡΙΖΑ ως το υποκείμενο της ριζικής αλλαγής φέρνοντας το σύστημα εξουσίας των τελευταίων σαράντα χρονών στο χείλος  του γκρεμού.».

Στην πραγματικότητα τίποτα από αυτά δεν έχει συμβεί. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατάφερε και ενίσχυσε την παρουσία του στη βουλή καθώς μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος (που δεν σημαίνει ότι αντιπροσωπεύει αναγκαστικά το ιδεολογικό προφίλ του Ελληνικού λαού) βρήκε αφορμή να εκφράσει την διαμαρτυρία του στις πολιτικές λιτότητας ή να τιμωρήσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Κανένας «ερωτευμένος επαναστάτης» δεν θέλησε ούτε να καταλάβει τα χειμερινά ανάκτορα ανατρέποντας την μπουρζουαζία, ούτε φυσικά και να εναντιωθεί στον ίδιο τον καπιταλισμό. Η επιλογή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι επίσης και εθνικιστική επιλογή: ο Ελληνικός λαός αισθάνεται ταπεινωμένος, το εθνικό του φρόνημα είναι πεσμένο λόγω των άδικων κατηγοριών που εκτοξεύονται εναντίον του σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Είναι συνεπώς λογικό να επιλέξει εκείνο το κόμμα που με το δικό του τρόπο θα αντικαταστήσει τη φήμη του αντί να οδηγήσει τα πράγματα σε ρήξη με την καπιταλιστική πραγματικότητα.

Πολλοί αριστεροί διανοούμενοι τείνουν να πιστεύουν ότι η υπόλοιπη κοινωνία σκέφτεται όπως ακριβώς και αυτοί, ότι σύντομα θα έρθει η μέρα που οι λαοί του κόσμου θα κατέβουν στους δρόμους, κάνοντας τον καπιταλισμό να φαντάζει ένα μακρινό ιστορικό φάντασμα. Όπως μάλιστα είχε δηλώσει και ο Α.Τσίπρας πριν από μερικούς μήνες σε συνέντευξή του στο Μουσείο Μπενάκη «εμείς είμαστε αυτοί που κάναμε τους Ευρωπαίους να φωνάζουν «είμαστε όλοι Έλληνες«». Η πραγματικότητα φυσικά απέχει παρασάγγας από τις εντυπώσεις που επιχειρείται να δημιουργηθούν με τέτοιες βαρύγδουπες δηλώσεις:

  1. Καμία επιτυχία της Ελληνικής αριστεράς δεν υπήρξε και ούτε φαίνεται ότι θα υπάρξει ποτέ, με μια μικρή εξαίρεση: τα μέλη και οι γραφειοκρατίες του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατάφεραν να καπελώσουν το κίνημα των πλατειών. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν υιοθετήθηκε από το πλήθος το 2011 επειδή οι ιδέες του βρήκαν απήχηση στα μαχητικά κομμάτια της Ελληνικής κοινωνίας. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατάφερε με Μακιαβελικές λογικές να μονοπωλήσει στις πλατείες (αρχικά υπήρξε ένας ανταγωνισμός ως προς αυτό με την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., την οποία τελικά κατατρόπωσε). Αναμφισβήτητα «οι «πλατείες» ήταν βασικός λόγος της εκλογικής επιτυχίας της Αριστεράς», αλλά ο αρχικός τους σκοπός δεν ήταν η άνοδος των αριστερών κοινοβουλευτικών δυνάμεων, ούτε φυσικά έσκασαν σαν θαύμα μετά από «12 γενικές απεργίες, και πολλές διαδηλώσεις.».
  2. Οι πλατείες είναι ένα μεγάλο θέμα για το οποίο η αριστερά καυχιέται συνεχώς,  αγνοώντας ότι ο αρχικός τους χαρακτήρας ήταν διαφορετικός, ότι οι  αρχικές γνώμες των συνελευσιαζόμενων έκλιναν πιο πολύ προς το πρόταγμα  της άμεσης δημοκρατίας (πριν καπελωθούν από τα διάφορα κομματικά στελέχη όπου και άρχισε να μονοπωλεί ο «αντι-μνημονιακός λόγος») όπως εκφράστηκε από τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τους αναρχικούς της Βαρκελώνης το 1936 (άσχετα αν κάποια κομμάτια του ντόπιου αναρχικού κινήματος προσπάθησαν με κάθε μέσο να «μποϊκοτάρουν» τις συνελεύσεις επειδή νόμιζαν ότι οι απόψεις που ακούγονταν εκεί δεν συμβάδιζαν με τις δικές τους, επιδιδόμενοι έτσι σε έναν άνευ προηγουμένου σεχταριστικό ναρκισσισμό).
  3. Οι πλατείες εμφανίστηκαν έπειτα από το ξέσπασμα του Ισπανικού Μάη (σχεδόν ένα μήνα αργότερα), όπου οι Ισπανοί «αγανακτισμένοι» (indignados) αποφάσισαν να πάρουν στα χέρια τους την κατάσταση, βγαίνοντας στους δρόμους, διώχνοντας τις κομματικές γραφειοκρατίες από κοντά τους, και προσκαλώντας κάθε πολίτη να λάβει μέρος δημόσια και ανοιχτά σε πολιτικές συζητήσεις. Και όλα αυτά, τρεις μήνες μετά τα γεγονότα στην Πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο, μετά την εξέγερση των Τυνήσιων και, τέλος, τρία χρόνια μετά τον Δεκέμβρη του 2008, ο οποίος αποτελεί σημείο έμπνευσης για πολλούς αναρχικούς/ελευθεριακούς και αριστερούς σε όλη την νότια Ευρώπη.
  4. Αν θα πρέπει να μιλήσουμε για επιτυχίες, τότε αυτές οι επιτυχίες οφείλονται αρχικά στη μαχητικότητα μέρους των αναρχικών από το 2008, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στις συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής, δείχνοντας έτσι τον δρόμο της σύγκρουσης με το καθεστώς. Θα πρέπει όμως να μιλήσουμε και για τον ακροδεξιό συρφετό που με τον άκρατό του λαϊκισμό έσπρωξε μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας προς την Χρυσή Αυγή και τους Ανεξάρτητους Έλληνες (που πιστεύουν πως μας ψεκάζουν αεροπλάνα), με τους οποίους (τελευταίους)… επιδιώκει μάλιστα και συνεργασία ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.!
  5. Οι φωνές που έλεγαν «είμαστε όλοι Έλληνες» προέρχονται εξίσου είτε από αριστερίστικους κύκλους (στην πλειοψηφία τους από Έλληνες μετανάστες που ζουν στο εξωτερικό) – είτε από υποστηρικτές της λαϊκής δεξιάς που θυμήθηκαν τις γαλανόλευκες όταν ανακάλυψαν ότι τελειώνουν οι κρατικές επιδοτήσεις και άρχισαν να κατηγορούν για όλα τους Γερμανούς! Οι συγκεκριμένοι Ευρωπαίοι αριστεροί αποτελούν μια πολύ μικρή μειοψηφία, τους οποίους η κοινωνία στην οποία ζουν χαρακτηρίζει ως «τεμπέληδες», ανθρώπους που θέλουν «τα πάντα για τίποτα», κοινώς τα αποβράσματα της κοινωνίας (εκτός και αν ντύσουν το λόγο τους με πιο έντονο κοινοβουλευτικό κουστούμι – πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουν τη φιλελληνική τους στάση. Διαφορετικά, κανείς πέρα από ένα 10% συνήθως πανεπιστημιακών ή ανθρώπων που έχουν δεσμούς με την Ελλάδα, δεν υπάρχει περίπτωση να τους αντιμετωπίσει θετικά). Κοινώς οι αριστεροί έχουν μετατραπεί σε μια κλειστή κάστα ανθρώπων που διεκδικούν ένα συγκεκριμένο status (όπως θα έλεγε και ο Max Weber) και παραμένουν εγκλωβισμένοι μέσα στο δικό τους κοινωνικο-κεντρισμό, προσπαθώντας να πείσουν τον εαυτό τους πως οποιοσδήποτε διαφωνεί μαζί τους είναι μια ασήμαντη μειοψηφία. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι διαδηλώσεις που έγιναν στη Βρετανία αναιρούν τα παραπάνω, καλό θα ήταν κι εδώ να γνωρίζουμε πως μεγάλο κομμάτι διαδηλωτών δεν επιθυμούσε (και δεν μπορούσε καν να διανοηθεί την) ανατροπή του καπιταλισμού. Απλά, δυσανασχετούσε με τις αποφάσεις της Βρετανικής κυβέρνησης να «χρηματοδοτήσει τους τεμπέληδες του Νότου» μειώνοντας τις κρατικές δαπάνες για την κρατική πρόνοια, επιθυμώντας ταυτόχρονα να περιορίσει το δικαίωμα των μεταναστών από άλλες χώρες της Ε.Ε. (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) να χρησιμοποιούν την κρατική πρόνοια.
  6. Τέλος, όταν ο Κ.Δουζίνας λέει πως «η έκκληση του Κεν Λόουτς και άλλων γνωστών προσωπικοτήτων, στην Guardian, για τη δημιουργία ενός νέου αριστερού κόμματος στη Βρετανία, χρησιμοποιεί τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ως μοντέλο για την ευρωπαϊκή Αριστερά» ξεχνά ότι η Guardian δεν είναι η μεγαλύτερη εφημερίδα σε πωλήσεις στη Βρετανία, για να μπορούμε να πούμε ότι η επιτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. εξαπλώνεται διεθνώς. Αντιθέτως το Βρετανικό κοινό επιθυμεί να διαβάζει Telegraph, The Sun και Daily Mail, εφημερίδες που φλερτάρουν ασύστολα με την ακροδεξιά.

«Γιατί λοιπόν περιορίστηκαν οι αντιστάσεις;» αναρωτιέται ο Κ. Δουζίνας. Ανεξάρτητα με το τί έλεγε ο Ζακ Λακάν, οι αντιστάσεις περιορίστηκαν για τον εξής λόγο: η εκλογική επιτυχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να απομακρύνει τους πολίτες από τους δρόμους και τις πλατείες. Έτσι κανείς τώρα δεν επιδιώκει ούτε απεργίες, ούτε συνελεύσεις. Η πλειοψηφία του κινηματικού χώρου αυτό που περιμένει είναι οι επόμενες εκλογές. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., όπως και το αντίστοιχο κίνημα των 5 αστέρων του Γκρίλο στην Ιταλία, πέτυχαν αυτό που χρόνια επεδίωκαν οι δεξιοί και οι Ευρωπαϊκές αντιδραστικές φωνές: να εγκλωβίσουν τους πολίτες στην ιδιωτική τους σφαίρα, να προσπαθούν να βρουν διεξόδους μόνο μέσα από τους θεσμισμένους τρόπους διακυβέρνησης, ξεχνώντας τί πάει να πει αυτο-διαχείρηση, αυτο-οργάνωση και αυτονομία. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., κοινώς, υπήρξε η κινηματική ταφόπλακα, την οποία πρέπει να σπάσουμε. Δεν έχει άραγε αναρωτηθεί κανείς γιατί σχεδόν ένα χρόνο μετά την αυτο-δολοφονία του Δ. Χριστούλα στο Σύνταγμα, δεν βλέπουμε πια σχεδόν καμία διαδήλωση, καμία κινητοποίηση, παρά μόνο από τον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο που προσπαθεί με νύχια και με δόντια ν’ αμυνθεί απέναντι στην κρατική καταστολή;

Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στον περιορισμό των αντιστάσεων (αντιστάσεων με την έννοια της ανατροπής ενός διεφθαρμένου καθεστώτος και εγκαθίδρυσης μιας πραγματικής δημοκρατίας) ή στην ώθησή τους προς λάθος κατεύθυνση είναι η ίδια η εξαθλίωση: Η Hannah Arendt στο βιβλίο της «On Revolution» τοποθετεί την ένδεια κάτω από τη δικτατορία των βιολογικών αναγκών των ανθρώπων, διατυπώνοντας ότι η οικονομική εξαθλίωση σπάνια οδηγεί στην εξερεύνηση της δημιουργικής σκέψης, στη διαύγαση ή στην συλλογική δράση, όταν έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε ο κοινωνικός ιστός να έχει καταρρεύσει. Αντιθέτως, προκαλεί ανεξέλεγκτες παρορμήσεις και κοινωνικές εκρήξεις που ελάχιστες φορές επιφέρουν κοινωνικό μετασχηματισμό. Τις περισσότερες φορές λειτουργούν αυτο-καταστροφικά, καθώς τα δημοκρατικά προτάγματα ευνουχίζονται κάτω από τον ανορθολογικό αυθορμητισμό των πρωτογενών ανθρώπινων αντιδράσεων που συχνά πυροδοτούν ολοκληρωτικά κινήματα (όπως κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου), κινήματα που τα τροφοδοτεί η τυφλή οργή του όχλου, η οποία οργή κατευθύνεται συνήθως προς κάποιον εύκολο στόχο: μετανάστες, Εβραίοι, διανοούμενοι (ιδιαίτερα αν συμπεριλάβουμε και σε αυτό τις τάσεις μιας κοινωνίας να κλείνεται στον εαυτό της σε περιόδους κρίσεων, πράγμα που επιβεβαιώνει τόσο η άνοδος της ΧΑ, όσο και των αντίστοιχων UKIP και Front Nationale σε Βρετανία και Γαλλία την ίδια στιγμή). Κάτω από συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης και κοινωνικής οργής γεννήθηκε η τρομοκρατία κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, οδηγώντας τον Ροβεσπιέρο, τον Μαρά και τους υπόλοιπους επαναστάτες να ξεκινήσουν εκτελέσεις. Αυτού του είδους την τρομοκρατία μιμήθηκε και το καθεστώς των Μπολσεβίκων στη Ρωσία το 1917, οδηγώντας στη δημιουργία των εκτελεστικών αποσπασμάτων της Τσεκά, οι οποίοι κατά το πρότυπο των Γάλλων επαναστατών, είχαν την δυνατότητα να δολοφονούν οποιονδήποτε θεωρούνταν «επικίνδυνος για τα σχέδια της σοσιαλιστικής κυβέρνησης». Πάνω στο φόβο ενός επικείμενου κοινωνικού χάους και στην πιθανή αναρρίχηση φιλοσοβιετικών καθεστώτων στην εξουσία, βάσισαν τη δημαγωγία τους οι Χίτλερ και Μουσολίνι κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, επιβάλλοντας τη δική τους τάξη πραγμάτων και σπρώχνοντας μια ολόκληρη ήπειρο σε έναν αδυσώπητο πόλεμο.

Όλα αυτά φαίνεται να τα αγνοούν οι αριστεροί σήμερα, οι οποίοι μάλιστα επικαλούνται άκρως ντετερμινιστικά επιχειρήματα όπως: «αντίσταση στην εξουσία υπάρχει παντού και πάντα. Γίνεται όμως φανερή όταν η συλλογικότητα λέει  «αρκετά», «ως εδώ και μη παρέκει». Αυτό συνέβη το 2011».  Αυτό το «ως εδώ και μη παρέκει» δεν αποτελεί πάντα μια επαναστατική δύναμη, αλλά, απεναντίας, μπορεί να μετατραπεί και σε φορέα αμείλικτης βίας για χάρη της ίδιας της βίας. Στη φάση που βρίσκεται η Ελληνική κοινωνία, όπου όλες οι γνήσιες επαναστατικές φωνές καθημερινά ευνουχίζονται από τα τηλεοπτικά παράθυρα και τις κομματικές γραφειοκρατίες, ένα «ως εδώ και μη παρέκει» κάλλιστα θα μπορούσε να επαναφέρει έναν Παπαδόπουλο στην εξουσία (άλλωστε, δεν είναι και λίγοι αυτοί που λένε «καλύτερα ήταν τα πράγματα στην Χούντα», ή «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται») ή να οδηγήσει την ήδη υπάρχουσα κυβέρνηση να επιβάλει κατάσταση εξαίρεσης (πράγμα που θα ικανοποιούσε τους Ευρω-ηγέτες αλλά και τους Ευρωπαίους πολίτες που δυσανασχετούν όταν βλέπουν τους Έλληνες στους δρόμους αντί στα γραφεία και τα εργοστάσιά τους). Οι αντιστάσεις δεν αποδομούν πάντοτε το οπλοστάσιο, τους θεσμούς και τα ιδεολογήματα της εξουσίας. Πολλές φορές το χρησιμοποιούν για να οικοδομήσουν καθεστώτα που επιβάλλουν γκούλαγκ ή Μαρκονήσους, πράγμα που φαίνεται ότι μέρα με τη μέρα ξεχνάμε (ή αγνοούμε) όλο και περισσότερο, κλείνοντας τα μάτια μπροστά στο ιστορικό υλικό που έχουμε μπροστά μας, όταν αυτό μας «φωνάζει» να το μελετήσουμε πριν να είναι αργά. Διότι ο πόλεμος όλων εναντίον όλων που έλεγε ο Χομπς, δεν εκφράζει καμία έμφυτη τάση μας, αλλά οι ίδιες οι ιστορικές εν γένει πραγματικότητες μας διδάσκουν ότι η κατάσταση του πολέμου (the state of war) είναι ανθρώπινο δημιούργημα, όπως ακριβώς και η δημοκρατία, η συμμετοχή, ο αλληλοσεβασμός και η αλληλεγγύη.

Αναμφισβήτητα «πρέπει λοιπόν η Αριστερά να διδαχθεί από τις αντιστάσεις που άλλαξαν το πολιτικό σκηνικό», αρκεί να σταματήσει να εγκλωβίζει εντός της θεσμισμένης εξουσίας τη δυναμική, την ενέργεια και την κοινωνική μνήμη των πλατειών που «αποτελούν σοβαρή παρακαταθήκη για το μέλλον. Μπορεί όμως η συντακτική δύναμη που πρωτοεμφανίστηκε εκεί  να γίνει μόνιμη;» Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι αναμφισβήτητα θετική. Υπάρχει όμως μια βασική προϋπόθεση: Να απαρνηθεί τις γραφειοκρατίες, όποιες και αν είναι αυτές. Συνδικαλιστικές, κομματικές, ή θρησκευτικές. Δηλαδή, «για να πετύχει η Αριστερά, πρέπει να αφήσει τη μελαγχολία των προκάτ συνταγών και λύσεων, την ασφάλεια του κομματικού πρωτοκόλλου και επετηρίδας. Είμαστε το μέλλον αλλά δεν έχουμε καμιά εγγύηση γι’ αυτό». Εν ολίγοις, την απάντηση μας την δίνει ευθέως εδώ ο Δουζίνας, αυτο-αναιρώντας όλα όσα είχε γράψει προηγουμένως: η αριστερά θα πρέπει να απαρνηθεί τον εαυτό της, να ξαναβρεί την κινηματική της δράση, τους δρόμους και τις πλατείες, κι εκεί να παραμείνει όχι, όμως, ως ένας φορέας ψευτο-ιδεολογιών που δεν αναπτύσσονται, που είτε φλερτάρουν με την Κεϋνσιανική σοσιαλδημοκρατία είτε τα Σταλινικά εκτρώματα. Να γίνει ένα με το πλήθος που θα ζητά πραγματική δημοκρατία ενώ τα στελέχη της, όπως και κάθε κινηματικός ακτιβιστής, να αρχίσουν σιγά σιγά να δομούν την διαφορετική κοινωνία, αρνούμενοι το βόλεμα και την καρέκλα. Η Ευρώπη και η  ευρωπαϊκή Αριστερά δεν παίζονται στην Ελλάδα (όπως ο Δουζίνας θέλει να πιστεύει). Η Ελλάδα είναι μόνη της και κατά πάσα πιθανότητα έτσι θα παραμείνει. Οι χώρες του Ευρωπαϊκού βορά δύσκολα θα αποβάλουν την προτεσταντική ηθική της εργασίας που ο Max Weber μας έδωσε να καταλάβουμε πόσο βαθιά έχει εισχωρήσει στο Δυτικό φαντασιακό (καθώς κάτι τέτοιο δείχνουν οι δημοσκοπήσεις στη Βρετανία αναφορικά με το ερώτημα: θα πρέπει η κυβέρνηση να περικόψει επιδόματα ανεργίας από αυτούς που αρνούνται να εργαστούν δωρεάν; όπου η απάντηση κατά 55% είναι θετική). Η ετερονομία των Δυτικών κοινωνιών έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η αμφισβήτηση των θεσμών και των κοινωνικών νορμών να θεωρείται «τεμπελιά» και «τρομοκρατία» (αγαπημένες λέξεις των ευρωσυντηρητικών, λέξεις κωδικοποιημένες που χρησιμοποιούνται, πάνω απ’ όλα, για την συνειδησιακή καταστολή). Απεναντίας, οι χώρες του Νότου φαίνεται ότι έχουν τη διάθεση να ακολουθήσουν το Ελληνικό παράδειγμα, αρκεί αυτό να απεγκλωβιστεί από τα κοινοβούλια και τις γραφειοκρατίες. Να ξαναβρεί το κίνημα τον δρόμο του διότι όσο περνά ο καιρός, τόσο περισσότερο θα επελαύνει η φτώχεια, δυσχεραίνοντας όλο και περισσότερο το έργο της κοινωνικής μεταστροφής. Ας ξεσυνηθίσουμε τον θάνατο και ας κάνουμε τώρα τη συνέχεια του καλοκαιριού του 2011… για να μην καταντήσουμε να μελαγχολούμε για πολύ ακόμα…

Λίγο ακόμα για τη Συνωμοσιολογία

Δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους λόγους που οι διαφόρων ειδών θεωρίες συνωμοσίας κατακλύζουν τα Μέσα Ενημέρωσης και το διαδίκτυο. Στην εποχή του ποβερισμού, της ασημαντότητας, της απουσίας πολιτικού στοχασμού και έλλειψης νοήματος, το φαινόμενο εξελίσσεται σε μάστιγα. Όλο και περισσότεροι δημαγωγοί εμφανίζονται μέρα με τη μέρα, κάνοντας λόγο για κάποια «Νέα Τάξη Πραγμάτων» (ΝΤΠ), για τους Ιλλουμινάτι, ή υποστηρίζουν ότι η τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν εσωτερική δουλειά κάποιων συνωμοτών (κυρίως Εβραίων). Ζώντας στην εποχή της μαζικής απάθειας και απο-πολιτικοποίησης, δεν μας εκπλήσσει καθόλου που η εν γένει πραγματικότητα επιχειρείται να προσεγγιστεί μέσω αβάσιμων σεναρίων επιστημονικής φαντασίας. Η έλλειψη πολιτικών προταγμάτων και κινήτρων είναι μάλλον αυτό που ως επί τω πλείστων χαρακτηρίζει τις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες, οι οποίες έχοντας πέσει σε βαθύ λήθαργο για πάνω από δύο δεκαετές (όπου η πλασματική οικονομία ευημερούσε, η εξασφάλιση της επιβίωσης μέσω του βολέματος και της θεσούλας θεωρούνταν δεδομένη για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού), ξαφνικά συνειδητοποιούν ότι αυτό το απατηλό καταναλωτικό όνειρο κρέμεται από μια κλωστή. Βλέπουν τον εαυτό τους ένα βήμα πριν την πτώση στο βάραθρο που οι ίδιες έσκαψαν εδώ και τόσα χρόνια. Το μέλλον τους φαντάζει ζοφερό. Η αυτο-κριτική τις τρομάζει. Έτσι, επιλέγουν να κλείσουν τα μάτια τους και να εφεύρουν ένα ψέμα, να κατασκευάσουν μια εικονική πραγματικότητα που θα δικαιολογεί κάθε τους σφάλμα, νομίζοντας πως έτσι θα καταφέρουν να δραπετεύσουν από τον εφιάλτη που τις κυνηγά, από την Λερναία Ύδρα που ανέστησαν προκειμένου να ικανοποιήσουν την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι εφικτά στο καταναλωτικό Κυνήγι της Ευτυχίας. Εδώ γεννιέται ο νέος Leviathan της εποχής μας, η ανευθυνότητα, η ευκολία, η αδράνεια και η αποκτήνωση, η μονομέρεια, ο homo economicus ανίκανος να μεταστραφεί σε homo politicus εθισμένος στην ευκολία και ακρισία καταντά ένας θλιβερός και ασήμαντος ανθρωπάκος.

Από τον Μπρέιβικ, τους ναζιστές, τη Χρυσή Αυγή και τους ακροδεξιούς που κάνουν λόγο για πολιτισμικό εξισλαμισμό καθοδηγούμενο από ισχυρά κέντρα εξουσίας, μέχρι τους αριστερούς εθνικιστές, όλοι πλέον οι πολιτικοί χώροι εντός των οποίων η συνωμοσιολογία ευδοκιμεί, κάνουν λόγο για μια κρυφή συνωμοσία πανίσχυρων ανθρώπων, που στόχο έχουν να υποδουλώσουν την ανθρωπότητα για δικό τους συμφέρον. Όλοι, σχεδόν μιλούν για μια «Παγκόσμια Κυβέρνηση», για «αεροψεκασμούς», ή στην πιο ακραία τους εκδοχή, για UFO και μυστικά ταξίδια στο διάστημα. Μάλιστα, όπως άλλωστε λέει και ο Josh Lucker, σε άρθρο του στο Marxist.com (2012), η συνωμοσιολογία είναι εξαιρετικά δημοφιλής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, το 80% των Αμερικανών πιστεύουν ότι η κυβέρνηση κρύβει πληροφορίες σχετικά με τα UFO, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 15% απορρίπτει ότι η Αλ-Κάιντα ήταν υπεύθυνη για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Μεγάλο ποσοστό, επίσης, χρηστών του διαδικτύου σερφάρει σε ιστοσελίδες που «αποκαλύπτουν» ποιες διασημότητες είναι μέλη των «Illuminati» ή ελευθεροτέκτονες, ενώ, όπως αναφέρει η Guardian (2012, μέσω tvxs) κατά 250% έχουν αυξηθεί στις Η.Π.Α οι ρατσιστικές και ακροδεξιές ομάδες, που βασίζουν την ιδεολογία τους σε συνωμοσιολογικά σενάρια. Ποιός, άραγε, δεν έχει υπ’ όψιν του τις περίφημες δοξασίες περί «κλωνοποιημένου Hitler», αποικιών στη Σελήνη, ή τις διάφορες «αποκαλύψεις» του Νοστράδαμου, του Παίσιου και άλλων «προφητών» που αναπαράγονται συνεχώς από τα διάφορα κιτς ιστολόγια; Πόσες φορές δεν έχουμε έρθει σε επαφή με ανθρώπους που κάνουν λόγο για «Σιωνιστικές κρυφές ατζέντες που έχουν βαλθεί να αλλοιώσουν τις παραδόσεις μας μέσω της μαζικής μετανάστευσης» ή για την περιβόητη επιστολή φάντασμα του Κίσσιγκερ, για τα σχέδια εξισλαμισμού της Ελλάδας από τους Τούρκους, για «προδότες» και «ανθέλληνες»…;

Τί πραγματικά, όμως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «θεωρία συνωμοσίας»; Ονομάζουμε, λοιπόν, συνωμοσιολογικό κάθε επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο, ένα γεγονός ή μια σειρά από γεγονότα ερμηνεύονται αποκλειστικά και μόνο ως αποτέλεσμα συνωμοτικής, μυστικής, οργανωμένης και υπόγειας δράσης ατόμου ή ομάδας ανθρώπων (π.χ. κυβερνήσεων ή αδελφάτων). Στην ευρύτερη πολιτική γλώσσα, αποκαλούμε «θεωρία συνωμοσίας» οποιοδήποτε (αυθαίρετο) συμπέρασμα προκύπτει μέσω μη διασταυρωμένων πληροφοριών, δίχως να υπάρχουν αποδείξεις και τεκμήρια ή, έστω, λογική ερμηνεία των καταστάσεων και των γεγονότων βάσει μιας σαφούς μεθοδολογίας. Πρόκειται για παραληρητικές και, εν μέρη, κατασκευασμένες ιστορίες που περισσότερο μοιάζουν με σενάριο ταινίας του Hollywood, αλλά πλασάρονται ως «αληθινές» ή «πιθανές» εξαιτίας μιας αληθοφάνειας που τους προσδίδεται. Με άλλα λόγια, οι θεωρίες συνωμοσίας αναφέρονται συχνά σε κάτι που θα μπορούσε να είναι αληθινό ή πιθανό εξαιτίας της αληθοφάνειάς του. Όπως κάθε προπαγανδιστικός λόγος έτσι και ο συνωμοσιολογικός, θα πρέπει πάντοτε να χρησιμοποιεί ένα προσωπείο μιας δήθεν αντικειμενικότητας, να είναι απλός (ή απλουστευτικός), ώστε να υιοθετείται εύκολα από τις απο-πολιτικοποιημένες μάζες. Θα πρέπει να απευθύνεται στη βούληση του γενικού συνόλου (όπως θα έλεγε και ο Jacques Ellul) παρά στο άτομο ως ξεχωριστή και αυτόνομη οντότητα. Έτσι κάθε συνωμοσιολογική θεώρηση κατασκευάζει έναν δικό της μύθο[1] εντός του οποίου εντάσσεται κάθε προσπάθεια προσέγγισης της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής. Τα (συχνά ιδεολογικά χρωματισμένα) σενάρια αυτά λειτουργούν ως αφετηρία σε κάθε προσπάθεια προσέγγισης του «πολιτικού» πράττειν, των δηλώσεων και των πράξεων διαφόρων ηγετών ή πολιτικών προσώπων. Κοντολογίς, κάθε πολιτική κίνηση μπαίνει στο ιδεολογικό κρεβάτι του Προκρούστη και ερμηνεύεται με βάση ένα ήδη έτοιμο δοσμένο συμπέρασμα-απάντηση συνοδευόμενα από έναν δήθεν επιστημονικό βερμπαλισμό – πως για παράδειγμα, οι αποφάσεις κάποιων ηγετών αναγκαστικά εξυπηρετούν ή αντιτάσσονται στα σχέδια της ΝΤΠ – αντί να προσπαθεί κανείς να αναζητήσει απαντήσεις αναφορικά με τους λόγους και τις αιτίες που λαμβάνονται οι εκάστοτε αποφάσεις, έπειτα από στοχασμό και διαύγαση του κεντρικού πυρήνα των αξιών που διέπουν το κοινωνικό υποκείμενο.

Φυσικά, σε μια περίοδο που ο παγκόσμιος καπιταλισμός ταλανίζεται από τις εγγενείς αδυναμίες του, δεν φαίνεται καθόλου παράξενο το γεγονός ότι αντιδραστικές ιδεολογίες (οι οποίες αποτελούν πεμπτουσία της συνωμοσιολογίας) κερδίζουν έδαφος. Μια από τις βασικότερες επιδιώξεις των συνωμοσιολόγων είναι να τονίζουν πως τα τεράστια προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα δεν αποτελούν παράγωγα της φύσης του καπιταλιστικού συστήματος (δηλαδή του ασύστολου κέρδους, της αέναης εξάπλωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων και της αλόγιστης κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση) αλλά αποτελέσματα της πολιτικής διαφθοράς, δηλαδή «των συνωμοσιών που σκαρφίζονται οι πολιτικοί ηγέτες μεταξύ τους και σε συνεργασία μ’ αυτούς που ελέγχουν τις πολυεθνικές – για δικό τους φυσικά όφελος». Ποιές είναι, όμως, οι πιο διαδεδομένες θεωρίες συνωμοσίας; Ας τις πάρουμε μία μία!

Εβραϊκές συνωμοσίες

Σχεδόν οι περισσότεροι συνωμοσιολόγοι θεωρούν τους Εβραίους υπαίτιους για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας με αποκορύφωμα το υπερβολικά διαδεδομένο επιχείρημα ότι «οι Εβραίοι υπάλληλοι στους Δίδυμους Πύργους γνώριζαν για την επίθεση και απουσίαζαν από τα γραφεία τους εκείνη τη μέρα, και για τον λόγο αυτόν κανένας Εβραίος δεν υπήρξε θύμα την ημέρα της επίθεσης». Ακόμα, όμως, και αν, στη χειρότερη των υποθέσεων, όπου, εξαντλώντας κάθε αίσθημα ανθρωπιάς, υιοθετήσουμε το παραπάνω επιχείρημα (που μόνο ορθό δεν είναι, δεδομένου ότι τουλάχιστον 270-400 άτομα Εβραϊκής καταγωγής βρήκαν τραγικό θάνατο μέσα στο World Trade Center, εκ των οποίων οι πέντε ήταν Ισραηλινοί πολίτες) οι απαντήσεις που θα λάβουμε όχι μόνο μισανθρωπικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, αλλά, ταυτόχρονα, και πέρα για πέρα μυωπικές [2].

Μια από τις ευρύτερα διαδεδομένες αντι-σημιτικές θεωρίες συνωμοσίας είναι Τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, (βιβλίο που σήμερα προωθείται συστηματικά από τα αυταρχικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής). Στην πραγματικότητα, τα ΠΣΦ δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά μια πλαστογραφία ίσως ενός ενός αναρχικού μανιφέστο του 1900 που αναφέρονταν στις κινήσεις των πολιτικών αρχηγών και στους τρόπους με τους οποίους οι ίδιοι επιβάλλονται στις μάζες, κείμενο που παραποιήθηκε από την Τσαρική αντί-σημιτική Ρωσική αστυνομία (ή στην πιο απλή εκδοχή του, ένα απλό κατασκεύασμα της Οχράνα με στόχο να δικαιολογηθούν οι αντι-Εβραϊκές Τσαρικές πολιτικές και τα αντί-σημιτικά πογκρόμ στη Ρωσία). Μόλις, δηλαδή, το ανέκδοτο μανιφέστο διέρρευσε και έπεσε στα χέρια του Τσαρικού μηχανισμού προκειμένου να στοχοποιηθεί το εγχώριο εβραϊκό στοιχείο αντικατέστησε τη λέξη εξουσία με τη λέξη Σιωνιστές, ώστε να φαίνεται ότι πίσω από την μελλοντική πολιτική πορεία κρύβεται κάποιος Σιωνιστικός κίνδυνος. Εξέδωσε, στη συνέχεια, το βιβλίο αυτό σε χιλιάδες αντίτυπα, από τα οποία αργότερα όταν κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη έγιναν διάσημα με το όνομα Τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών.

Όπως αναφέρουν οι Back και Solomos (2000), όλα ξεκίνησαν στην Γαλλία, κάπου μεταξύ 1894 και 1899 διαρκούσης της υπόθεσης Dreyfus. Η Γαλλική δεξιά και ο όχλος κατηγορούσαν τον Dreyfus πως υποκινούσε μυστική συνωμοσία με σκοπό την υποδούλωση της ανθρωπότητας από την φυλή των Εβραίων – κατηγορία που υποστήριξε επίσης και η Ρώσικη αστυνομία. Κατά την διάρκεια της εποχής εκείνης, γράφει η Hannah Arendt (1996)[3], ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη η άποψη ότι οι Εβραίοι μαζί με ελευθεροτέκτονες προετοιμάζονταν για τη δημιουργία ενός δικού τους «υπερ-κράτους». Έτσι, τα ΠΣΦ, ήρθαν ακριβώς στην κατάλληλη στιγμή, προσφέροντας αυτό που πραγματικά ο Γαλλικός όχλος επιθυμούσε: ένα ψέμα για να επιβεβαιώσει τη μανία, την αγανάκτηση και την οργή του. Ως αποτέλεσμα όλης αυτής της μαζικής υστερίας μίσους, οι αντί-σημιτικές θεωρίες συνωμοσίας από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα πυροδοτούν αντί-εβραϊκές ταραχές καί στη Γαλλία (καθώς και σε διάφορα άλλα μέρη της Ευρώπης) που τροφοδοτούσαν η αντιδραστική αριστοκρατία και η καθολική εκκλησία και στην συνέχεια, αποτέλεσαν αναπόσπαστο κομμάτι της προπαγάνδας των φασιστικών καθεστώτων που οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα, ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας όπου περισσότεροι από 6.000.000 Εβραίοι θανατώθηκαν (επιπλέον, πάνω από 1.500.000 τσιγγάνοι εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εκτελέστηκαν επί τόπου από τα αποσπάσματα των Ναζί και ντόπιων συνεργατών τους σε ολόκληρη την ήπειρο, καθώς και εκατοντάδες άλλοι, άτομα μειονοτικών πληθυσμών ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο). Αυτός είναι λοιπόν ο απολογισμός της πιο θλιβερής συκοφάντησης και στοχοποίησης μιας ομάδας ανθρώπων εναντίον της οποίας για αιώνες οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί αντιμετώπιζαν με τόση καχυποψία και δυσπιστία (φαινόμενο που εξακολουθεί να υφίσταται μέσα στους χώρους της αριστεράς και της ακροδεξιάς όπου η βρίθει η συνωμοσιολογία).

Περί Νέας Τάξης Πραγμάτων

Ολόκληρη η μπλογκόσφαιρα διαρκώς κάνει λόγο για την εφαρμογή ενός κρυφού σχεδίου που ακούει στο όνομα Νέα Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων. Ο όρος αυτός, στην Ελληνική πολιτική, φυσικά, όταν αναπαράγεται συνεχώς από τους διάφορους δημαγωγούς, συγγραφείς και «ερευνητές» της συμφοράς, πανούργους εμπόρων βιβλίων, εκφωνητές ραδιοφωνικών εκπομπών ή παρουσιαστές τηλεοπτικών παραγωγών, συχνά συνδέεται με τις αντι-εβραϊκές συνωμοσίες (ότι πίσω από όλα κρύβεται μια πανίσχυρη ομάδα Σιωνιστών οι οποίοι ελέγχουν τον παγκόσμιο πλούτο και επιδιώκουν να επιβάλουν μια αυστηρά συγκεντρωτική πολιτική με στόχο να κυριαρχήσουν ολοκληρωτικά σε κάθε γωνιά του πλανήτη). Όλοι τους πάνω απ’ όλα, έμποροι, τις περισσότερες φορές με έντονο εθνικιστικό χαρακτήρα και άλλοτε με μια πιο ελευθεριακή επίφαση, λειτουργούν ως «διαμορφωτές συνειδήσεων», προσπαθώντας ν’ αποκοιμίσουν το κοινό με τον αόριστο, τρομολαγνικό και διφορούμενο λόγο τους, εκστομίζοντας ατεκμηρίωτες ασυναρτησίες, με στόχο να εκμεταλλευτούν τον φόβο που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος μπροστά στο άγνωστο μέλλον.

Βέβαια, η ΝΤΠ λοιπόν χρησιμοποιήθηκε αρχικά από διάφορους νεοσυντηρητικούς θεωρητικούς, όπως ο Πολωνός αντι-κομμουνιστής Zbigniew Brzezinski και ο Αμερικανός Samuel Huntington, ενώ στη συνέχεια υιοθετήθηκε και από διάφορους ακαδημαϊκούς, όπως ο Noamh Chomsky. Για τί πράγμα μιλούν όμως οι αναφορές στα περί νέας τάξης πραγμάτων (και όχι Νέα Τάξη Πραγμάτων) που κάνουν οι παραπάνω σε σύγκριση με αυτά που αναπαράγει η μισή μπλογκόσφαιρα;

  1. Η ΝΤΠ, ως Νεοφιλελεύθερη ιδεολογία υιοθετήθηκε από μια περιθωριακή φράξια κατά το τέλος της δεκαετίας του 90. Πρόκειται για κάποιον ασαφή Μακιαβελικό «οδηγό» άσκησης (οικονομικής κυρίως) πολιτικής – πάντα με βάση τον πιο ακραίο και αγοραίο φιλελευθερισμό – και όχι μια αυστηρά συγκεκριμενοποιημένη στρατηγική επιβολής και κυριαρχίας.
  2. Ο George Herbet Walker Bush κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της 11 Σεπτέμβρη του 1990, δήλωσε τα εξής:

    Μια νέα συνεργασία εθνών ξεκινάει, και σήμερα βρισκόμαστε σε μια μοναδική και εξαιρετική στιγμή. Η κρίση στον Περσικό Κόλπο, παρότι πολύ σοβαρή, μας προσφέρει και μια σπάνια ευκαιρία να προχωρήσουμε προς μια ιστορική περίοδο συνεργασίας. Από αυτή την ταραγμένη εποχή μπορεί να γεννηθεί μια νέα τάξη πραγμάτων: Μια νέα εποχή, πιο ελεύθερη από τον φόβο της τρομοκρατίας, πιο ισχυρή στην επιδίωξη του δικαίου και πιο ασφαλής στην αναζήτηση της ειρήνης. Μια εποχή στην οποία όλα τα έθνη του κόσμου, σε ανατολή και δύση, βορρά και νότο, μπορούν να ευημερούν και να ζουν σε αρμονία». ημέρες ήταν (υποτίθεται) και πάνω από μια νέα παγκόσμια τάξη αναδύθηκε, όπου η ανθρωπότητα θα είναι «απαλλαγμένη από την απειλή της τρομοκρατίας, ισχυρότερη στην επιδίωξη της δικαιοσύνης , και πιο ασφαλείς στην επιδίωξη της ειρήνης. Μια εποχή στην οποία τα έθνη του κόσμου, Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου, θα μπορούν να ευημερούν και να ζουν σε αρμονία.

    Εδώ ο όρος ΝΤΠ χρησιμοποιείται με σκοπό κατανοηθούν κάποιες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο παγκόσμιο (γεω)πολιτικό τοπίο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, του διπολισμού ΕΣΣΔ έναντι ΗΠΑ και τον τερματισμό των εχθροπραξιών στον Περσικό Κόλπο. Αν και τα γεγονότα αυτά αναμφίβολα υποδηλώνουν το τέλος μιας περιόδου και το ξεκίνημα μιας άλλης (γι’ αυτό άλλωστε και γίνεται λόγος και για νέα παγκόσμια τάξη, εφόσον η παλιά έχει ριζικά τελειώσει), ωστόσο η ερμηνεία που αποδίδεται εδώ όχι μόνο δεν αφορά μυστικές αδελφότητες Σιωνιστών που συνεδριάζουν σε μυστικά υπόγεια αρχηγεία, αλλά, απεναντίας, βλέπουμε ότι σχεδόν όλες οι ίντριγκες γίνονται στα φανερά παρά εντός σκοτεινών δωματίων. Άλλωστε, στον αιώνα της τεχνολογίας, τα καταπιεστικά καθεστώτα δεν χρειάζονται υπόγειες συναθροίσεις για να επιβληθούν, καθώς και αυτά καταφέρνουν να πετύχουν τους σκοπούς τους καθώς – αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα των Ελληνικών εκλογών του 2012 – πολύ εύκολα καταφέρνουν να κατευνάσουν τις αντιδράσεις και την αγανάκτηση των μαζών.

  3. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα παραπάνω, οι διάφοροι ακροδεξιοί και απανταχού εθνικιστές προσδίδουν μια μεταφυσική χροιά και ένα είδος αρνητικής προφητείας, θα λέγαμε, στην έννοια της ΝΤΠ. Εν κατακλείδι, τους χωρίζει μια άβυσσος από τους πολιτικούς, θεωρητικούς, ακαδημαϊκούς ή οικονομολόγους οι οποίοι δεν αναφέρονται στην ΝΤΠ σαν να πρόκειται για έναν αυστηρά ιδεολογικοποιημένο όρο, αλλά σαν μια απλή έκφραση που περιγράφει συγκεκριμένες στιγμιαίες καταστάσεις, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα προϊόν κάποιας κρυφο-σχεδιασμένης ατζέντας.

Η Παγκόσμια Διακυβέρνηση

Συχνά συγχέεται με την ΝΤΠ. Πολλοί εσφαλμένα την κατανοούν ως παγκόσμια κυβέρνηση. Ιδιαίτερα μετά τις δηλώσεις του Γ.Α.Παπανδρέου, «We need global governance» (και όχι global government), εκατοντάδες αναρτήσεις πλημμύρισαν το διαδίκτυο, για το πώς ο Γ.Α.Π είναι πράκτορας των Σιωνιστών, πώς εξυπηρετεί σκοτεινά «ανθελληνικά» συμφέροντα και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί το μυαλό ενός ανθρώπου[4].

Μέρος της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης (ΠΔ) θα μπορούσε να ονομαστεί η λειτουργία οποιουδήποτε διακρατικού θεσμού: από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Μαφία, την Καθολική Εκκλησία, τα Χρηματιστήρια, την Monsanto, την Google (της οποίας την πλατφόρμα Blogspot χρησιμοποιούν οι διάφοροι πολέμιοι της ΠΔ!!!), μέχρι και την Διεθνής Αμνηστία, τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, τον ΟΗΕ, το Human Rights Watch και το internet. Συνεπώς, η ΠΔ δεν είναι κάτι απαραίτητα αρνητικό, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε τις δυναμικές του διαδικτύου στην διάδοση πληροφοριών από διάφορα μέρη του πλανήτη που τα επίσημα ΜΜΕ αποκρύπτουν. (Αναζητήστε περισσότερα σχετικά τόσο με την δική μου στάση, όσο και των υπόλοιπων μελών της ιστοσελίδας, απέναντι στην Παγκοσμιοποίηση σε αυτόν τον σύνδεσμο).

Οι «Ιλλουμινάτι»:

Ίσως η διασημότερη θεωρία συνωμοσίας στις μέρες μας. Το τάγμα των «Πεφωτισμένων» (όπως ακριβώς μεταφράζεται) αντιμετωπίστηκε από τους συντηρητικούς Χριστιανούς με υπερβολική εχθρότητα. Ακόμα και σήμερα διάφοροι συνωμοσιολόγοι ισχυρίζονται πως το τάγμα αυτό δρα μυστικά με στόχο να πλήξει τις παραδόσεις και τα έθιμα ενός λαού. Αγνοούν, βέβαια, πως η διάρκεια ζωής του τάγματος των «Πεφωτισμένων» δεν ξεπέρασε τα δέκα χρόνια (1776–1785)….

Συνωμοσιολογία vs μυωπικός φιλελευθερισμός vs αυτονομία

Ωστόσο, και προς αποφυγή οποιασδήποτε αναπόφευκτης παρεξήγησης, ο πόλεμος αυτός ενάντια στους διάφορους τσαρλατάνους συνωμοσιολάγνους, δεν αναιρεί και ούτε πρόκειται να αναιρέσει το γεγονός ότι το πολιτικό μας σύστημα έχει στηθεί πάνω σε σκευωρίες και προβοκάτσιες, ή ότι οι ολιγαρχίες έχουν την δύναμη ν’ ασκούν εξουσία μέσα στην κοινωνία (άλλωστε ο Μακιαβέλλι, που για πολλούς θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας, στον Ηγεμόνα μιλά συνεχώς για συνωμοσίες και ίντριγκες μεταξύ εξουσιαστών, δίνοντας σαφή οδηγίες στους Μέδικους της Φλωρεντίας για το πώς θα επιβληθούν στον λαό με κάθε μέσο). Η λέσχη Μπίλντερμπεργκ, για παράδειγμα, δεν αποτελεί μύθο όπως κι άλλες ανάλογες λέσχες. Οι ολιγαρχίες ή συγκεκριμένες μερίδες τους, και άλλα λόμπι, έχουν την ικανότητα να καθορίζουν υπουργούς ή ακόμα και πρωθυπουργούς. Ωστόσο, το οργανωτικό και διοικητικό χάος δε συνεπάγεται απαραίτητα ότι δεν υπάρχει μια βούληση ελέγχου του όλου πράγματος. Η αντίληψη, βέβαια, των συνωμοσιολόγων ότι ο κόσμος είναι ένα καλοκουρδισμένο ρολόι στα χέρια μιας μειοψηφίας, κατά βάθος, ευνουχίζει κάθε κινηματική δυναμική καθώς:

  1. δεν είναι μόνο οι ίντριγκες που χαρακτηρίζουν την διεθνής πολιτική σκακιέρα. Δεν είναι μόνο η χειραγώγηση μέσω της προπαγάνδας, ο κύριος λόγος που το σύστημα καταφέρνει κι επιβιώνει εδώ και τόσα χρόνια. Ο Δυτικός καπιταλισμός, έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές από τις πρώτες μέρες της απόλυτης κυριαρχίας του. Λόγω των εργατικών αγώνων και της σύγκρουσης των αδύναμων με τα οικονομικά συμφέροντα των ολιγαρχιών, των κοινωνικών κινημάτων των γυναικών, ομοφυλόφιλων, μεταναστών και μειονοτήτων μπορεί πλέον και εξασφαλίζει μια θέση εργασίας, έναν μισθό και μια καταναλωτική ζωή σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, του οποίου την εμπιστοσύνη κερδίζει, προσφέροντας μια Α ποιότητα ζωής, εκμεταλλευόμενος την φυσική ροπή του ανθρώπου προς την αδράνεια, τον ατομικισμό και το «βόλεμα». Δεν χρειάζονται, συνεπώς, κρυφά σχέδια και οργανώσεις (που αν υπάρχουν πρόκειται για μικρότερης κλίμακας κλειστές ομάδες, σε αντίθεση με την προπαγάνδα των συνωμοσιολόγων) για να διατηρηθεί το υπάρχον σύστημα. Υπάρχει το κέρδος, (για τις ολιγαρχίες) και η «θρησκεία» της κατανάλωση για τον μέσο άνθρωπο που εξαγοράζει κάθε νόημα ύπαρξης, με αποτέλεσμα ο καπιταλισμός ως σύστημα αξιών να ριζώνει βαθιά στο είναι και στο φαίνομαι του μέσου ανθρώπου.
  2. Οι θεωρίες συνωμοσίας παροτρύνουν τον πληθυσμό μιας χώρας να αποδοκιμάσει τους τραπεζίτες, τους πολιτικούς και τους δικαστές. Όμως, οι ίδιοι (οι συνωμοσιολόγοι) παρασυρόμενοι από το κλίμα εσωστρέφειας που κάθε κοινωνία εν ώρα κρίσης καλλιεργεί από μόνη της γίνονται φορείς ολοκληρωτικών ιδεών. Εν ολίγοις, από ένα σημείο και μετά, το επίκεντρο της συζήτησης παύει πλέον να εστιάζεται στο αν όσα λέγονται με βάση τους αεροψεκασμούς είναι αλήθειες ή ψέμματα. Η εξαθλίωση, ο φόβος, η αβεβαιότητα και ο πανικός δεν επιτρέπουν βαθιές πολιτικές και ανθρωπολογικές αναλύσεις. Απεναντίας, καταρρακώνουν κάθε αίσθημα ευσυνειδησίας, ενώ παράλληλα, το ατομικό ένστικτο της αυτοπροστασίας εντός μιας κοινωνίας που καταρρέει, δίνει ώθηση σε κάθε είδους καχυποψία να καπελώσει το πολιτικό πράττειν. Όλη αυτή η καχυποψία πως πίσω απ’ το κάθετί κρύβεται μια συνωμοσία είναι σχεδόν παρόμοια με ίδια τακτική που χρησιμοποιούν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, (χαφιεδισμός και παρακολουθήσεις «υπόπτων» που θα μπορούσαν να είναι πράκτορες του εχθρού).

Βρισκόμαστε όμως εδώ σε ένα εξαιρετικά λεπτό σημείο, όπου και καλούμαστε να απορρίψουμε εξίσου και την πίσω όψη της συνωμοσιολογίας: τον χυδαίο και επιτηδευμένα ρηχό θετικιστικό φιλελευθερισμό του δήθεν «κοινού νου», ο οποίος, προκειμένου να χλευάσει τους συνωμοσιολόγους, καταλήγει να αρνείται ότι υπάρχει οποιοδήποτε «δεύτερο» επίπεδο της πραγματικότητας πίσω από το φαινομενικό και αυτονόητο. Είναι η πεμπτουσία των διαφόρων «ρεαλιστών», της κάθε Νεοφιλελεύθερης ιντελιγκέντσιας, των τεχνοκρατών και του κάθε ειδήμονα που βαφτίζουν οποιονδήποτε έρχεται σε ρήξη με την καπιταλιστική βαρβαρότητα, ως «λαϊκιστή» ή ουτοπιστή, δεδομένου ότι γι’ αυτούς κάθε προσπάθεια να εξηγήσουμε τις κοινωνικές συμπεριφορές των από κάτω και τις πολιτικές αποφάσεις των από πάνω μέσω της επίκλησης και άλλων παραγόντων πέραν της απλής «επιλογής» τους, ταυτίζεται απαραίτητα με την κατάφωρη συνωμοσιολογία.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, συγκαλύπτεται η σημαντικότητα μιας ανάλυσης με όρους φαντασιακών σημασιών, που προσπαθεί να διαυγάσει τους κυρίαρχους θεσμούς κάθε κοινωνίας, να δει πώς δρα και αντιδρά το άτομο μέσα σε αυτήν την κοινωνική θέσμιση. Οι μεν συνωμοσιολόγοι αποφεύγουν να μιλούν γι’ αυτά, καθώς πιστεύουν πως αυτού του είδους οι προσεγγίσεις είναι κατευθυνόμενες και στοχεύουν να συγκαλύψουν τις ενέργειες των ολιγαρχιών, εφόσον θεωρούμε ότι υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες διαμόρφωσης της πραγματικότητας εκτός από τις πολιτικές και τις ραδιουργίες των ελίτ. Οι δε φιλελεύθεροι επειδή πιστεύουν ότι αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε γιατί ο κόσμος, σε μια δεδομένη περίοδο, ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάνοντας αναφορά στις κυρίαρχες αξίες με βάση τις οποίες διαμορφώνεται, συγκαλύπτουμε το γεγονός ότι τελικά όλα έχουν να κάνουν με «συνειδητές επιλογές» των ατόμων, τα οποία εκλαμβάνονται ως όντα αυτοφυή και όχι διαμορφωμένα κοινωνικά. Αυτό το θετικιστικό φαντασιακό αντανακλά έναν συγκεκαλυμμένο Χομπσιανό ντετερμινισμό, χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης θεώρησης των πραγμάτων: ότι ο άνθρωπος ελάχιστα επηρεάζεται από το γύρω του περιβάλλον. Ότι υπάρχει μια σταθερή και αμετάβλητη αρχή που διέπει τον άνθρωπο, μια τετελεσμένη φύση, κάτι που συνεπάγεται ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από μια αντανάκλαση των φυσικών αδυναμιών αλλά και επιτευγμάτων μας.

Επίλογος

Η φύση των θεωριών συνωμοσίας παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με δομή της σκέψης ενός παραληρητικού που πιστεύει ότι τον απατά η σύζυγός του ενώ αυτή όλη τη μέρα σφουγγαρίζει πατώματα ή σφραγίζει επιταγές. Θα μπορούσε, βέβαια, να τον απατά! Πόσο συχνά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο; Στα πλαίσια της συζήτησης αυτής, όμως, δεν μας ενδιαφέρει τόσο αν η σύζυγος είναι άπιστη ή όχι, αν οι όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται κεκλεισμένων των θυρών, αλλά ο τρόπος που διαχέονται οι διαφόρων ειδών θεωρίες συνωμοσίας σε μια κοινωνία, καθώς και τον αντικειμενικό ρόλο που αυτές παίζουν, επισημαίνοντας την αδυναμία της σύγχρονης Δυτικής κοινωνίας να ελέγξει τον εαυτό της, ώστε ν’ αποκομίσει, κατά το δυνατόν, αξιοπρεπή και λογικά συμπέρασμα (τα οποίο βέβαια, μπορούμε ν’ αναθεωρήσουμε κατόπιν καλύτερης και πιο διεισδυτικής σκέψης και διαύγασης των γεγονότων).

[1] Με βάση τον Jacques Ellul (1965 : 11), ο κάθε προπαγανδιστικός μύθος, «αποκτά τέτοια δύναμη, που εισβάλλει σε κάθε περιοχή της συνείδησης, μην αφήνοντας καμία ικανότητα ή κίνητρο ανέπαφο. […] Ο μύθος έχει μια τέτοια κινητήρια δύναμη που, μετά την αποδοχή, ελέγχει το σύνολο του ατόμου, στο βαθμό που καθίσταται απρόσβλητο σε οποιαδήποτε άλλη επιρροή»

[2] Κατηγορώντας σύσσωμη μια κοινωνική ομάδα για ένα αποτρόπαιο έγκλημα, κλείνουμε τα μάτια μας στις σχέσεις εκμετάλλευσης που υπάρχουν εντός της ίδιας. Όταν, δηλαδή, οι νεοσυντηρητικοί κρετίνοι στοχοποιούν όλους τους μουσουλμάνους του πλανήτη ως εν δυνάμει τρομοκράτες και αιμοδιψή όντα που κάνουν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να υποτάξουν κάθε ελεύθερο άνθρωπο στον θρησκευτικό τους σκοταδισμό, αυτόματα, όλη αυτή η χονδροειδής γενίκευση δεν μας επιτρέπει ούτε και στο ελάχιστο να διακρίνουμε τις σχέσεις εκμετάλλευσης εντός των μουσουλμανικών κοινοτήτων, και, πάνω απ’ όλα, αγνοούνται πλήρως οι φωνές των σεκουλαριστών, μεταρρυθμιστών ή και αγνωστικιστών που ζουν σε Ισλαμικές χώρες. Ως, εκ τούτου, κρίνουμε ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να τελειώνουμε με όλες αυτές τις γενικεύσεις, απορρίπτοντας την ιδέα ότι μια εθνική ομάδα αποτελεί μια συμπαγής και ομογενοποιημένη οντότητα και όχι ένα σύνολο ξεχωριστών ανθρώπων, που ο καθένας τους θα μπορούσε να έχει τη δική του βούληση η οποία δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τις κοινές αξίες της ομάδας αυτής.

[3] βλ. Η γέννεση του Ολοκληρωτισμού, κεφάλαιο «Αντισημιτισμός: μια εκτροπή της κοινής λογικής».

[4] Στην πραγματικότητα, ο Γ.Α.Π. δεν αποτελεί τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο, από έναν ακόμη παπατζή πολιτικάντη πρωθυπουργό, που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από τους προηγούμενους ομόλογούς του.

Πηγές
Arendt H., 1996. The Origins of Totalitarianism, 3d ed, London.
Back L., Solomos J., 2000. Theories of race and racism: a reader, New York: Routledge
Elul, J., 1965. Propaganda: the formation of men’s attitudes. New York: Vintage Books.
Lucker J., 2012. Class Struggle or Conspiracy? In Defence of Marxism. Διαθέσιμο: http://www.marxist.com/class-struggle-or-conspiracy.htm [Ημερομηνία πρόσβασης 8 Δεκεμβρίου 2012]

Δεν μας φοβίζουν τα νέα μέτρα (αυτοί θα έπρεπε να φοβούνται…)

Λίγους μόλις μήνες από τις τελευταίες εκλογές, η τρικομματική κυβέρνηση έχει ήδη φροντίσει να διαλύσει τις αυταπάτες όσων την εμπιστεύτηκαν. Όλες οι προεκλογικές εξαγγελίες για επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου ή απαγκίστρωση απ’ αυτό ξεχάστηκαν και τη θέση τους πήρε η κλιμάκωση της βάρβαρης πολιτικής της τελευταίας διετίας, με τη λήψη του πιο σκληρού πακέτου μέτρων από την αρχή της κρίσης. Πρόκειται για μέτρα πολλαπλάσια απ’ του Φεβρουαρίου, που ενώ αρχικά ανέρχονταν στο ύψος των 11,5  δισ. ευρώ, έφτασαν τα  13,5 δισ. ευρώ κατά την ψήφισή τους για ν’ αποκαλυφθεί ότι τελικά αγγίζουν τα 18,9 δισ. χωρίς να υπολογίσουμε τις ρήτρες αυτόματης αναπλήρωσης που επέβαλε η τρόϊκα. Με άλλα λόγια πρόκειται για μέτρα που ξεπερνούν το 8,5 % του ΑΕΠ και τα οποία είναι βέβαιο ότι θα βαθύνουν την ύφεση, θα αυξήσουν την ανεργία και θα οδηγήσουν στην εξαθλίωση την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού.

Κύριοι άξονες αυτών των μέτρων που ταιριάζουν περισσότερο σε κατοχική κυβέρνηση, είναι οι οριζόντιες περικοπές μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, η περιστολή κάθε κοινωνικής δαπάνης, η κατεδάφιση της δημόσιας υγείας και της δημόσιας παιδείας, η διάλυση της δημόσιας διοίκησης και του ασφαλιστικού συστήματος και κυρίως οι νέες, πέρα από κάθε λογική αυξήσεις φόρων που κυριολεκτικά εξοντώνουν τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Παράλληλα, στον τομέα των εργασιακών έχει ήδη ανοίξει η συζήτηση για μια σειρά ρυθμίσεων που αν υλοποιηθούν, θα γυρίσουν το εργατικό δίκαιο της χώρας στο 19ο αιώνα.

Όλα αυτά υποτίθεται ότι γίνονται για την εκταμίευση της δόσης των 31,5 δισ. που είναι τάχα απολύτως απαραίτητη για την αποφυγή της χρεοκοπίας και την επιβίωση της χώρας. Σύμφωνα με την επίσημη προπαγάνδα, τα χρήματα αυτά θα βοηθήσουν την επανεκκίνηση της οικονομίας, δίνοντας μια τονωτική ένεση ρευστότητας στην αγορά και λύνοντας το πρόβλημα των ταμειακών διαθεσίμων του κράτους τα οποία σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού εξαντλούνται την 16η Νοεμβρίου. Ωστόσο είναι γνωστό, ότι από τα 31,5 δισ., ούτε ένα ευρώ δε θα πάει σε μισθούς ή συντάξεις, ενώ στην πραγματική οικονομία θα κατευθυνθεί ένα πραγματικά ασήμαντο ποσοστό: τα 25 δισ. θα πάνε για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τα 3,5 δισ. στην εξόφληση ομολόγων που λήγουν και τα υπόλοιπα στην εξόφληση χρεών του δημοσίου προς ιδιώτες. Αν σκεφτούμε ότι απ’ όλες τις προηγούμενες «ενέσεις ρευστότητας» που είτε με τη μορφή μετρητών, είτε με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων, φτάνουν από το 2008 ήδη τα 168 δισ. ευρώ, οι τράπεζες δεν έριξαν δεκάρα στην πραγματική οικονομία, θα καταλάβουμε ότι η αισιοδοξία της Κυβέρνησης ότι αυτή τη φορά θα το κάνουν είναι εντελώς αβάσιμη. Αντίθετα είναι βέβαιο ότι οι τράπεζες θα κρατήσουν και πάλι τα χρήματα, όχι μόνο γιατί μέσα σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης και απόλυτης οικονομικής καθίζησης, κάθε δάνειο που εκταμιεύεται είναι αυτόματα επισφαλές, αλλά και για να αποκτήσουν την κεφαλαιακή επάρκεια που σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανονισμούς τους είναι απαραίτητη για να μπορούν να δανείζονται στη διατραπεζική αγορά. Όσο για την εξόφληση χρεών προς ιδιώτες, είναι βέβαιο ότι αφορά σχεδόν αποκλειστικά τους μεγάλους προμηθευτές και τους μεγαλοεργολάβους και όχι τους χιλιάδες μικρομεσαίους επιχειρηματίες που συναλλάσσονται με το δημόσιο.

Με βάση τα παραπάνω, οι συνεχείς διαβεβαιώσεις του Πρωθυπουργού, ότι πρόκειται για τα τελευταία μέτρα ηχούν πραγματικά κωμικές, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από τη ρήτρα που επιβάλλει η τρόικα περί αυτόματης αναπλήρωσης κάθε αστοχίας του προγράμματος, με νέες περικοπές μισθών και συντάξεων στο δημόσιο κυρίως τομέα. Άλλωστε η συζήτηση για νέα μέτρα άρχισε ήδη, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα μετά την ψήφισή τους.

Η συνολική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας

Ας δούμε όμως σε ποιά οικονομία εφαρμόζονται αυτά τα μέτρα. Όπως δείχνουν τα στοιχεία που θα παρατεθούν, είναι δύσκολο, όσο κι αν ψάξει κανείς, να βρει άλλο παράδειγμα τέτοιας γενικής καθίζησης τουλάχιστον στην μεταπολεμική Ευρώπη.

Αρχίζοντας με την ύφεση που συνεχίζεται για Πέμπτη συνεχόμενη χρονιά, προκύπτει ότι έφτασε αθροιστικά φέτος τον Ιούνιο στο 17,4 % του ΑΕΠ, ενώ η επίσημη πρόβλεψη για το τέλος του έτους την ανεβάζει στο 21 %. Μάλιστα, πρόσφατα ο Στουρνάρας δήλωσε ότι θα συνεχιστεί για άλλα δύο χρόνια φτάνοντας στο 25 % το 2014. Φυσικά η αλήθεια είναι πολύ χειρότερη. Το πραγματικό νούμερο θα ξεπεράσει σε κάθε περίπτωση το 28 %, χωρίς ν’ αποκλείεται και μια έκρηξη άνω του 30 % αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις πολλών ειδικών και διεθνών οργανισμών. Ήδη για το 2013 η Moody’s προβλέπει 7 %, η Citigroup 10,7 %, ενώ το ΚΕΠΕ που πριν τρεις μήνες προέβλεπε 9,1 %, πρόσφατα, πιθανώς μετά από πολιτικές παρεμβάσεις, κατέβασε την εκτίμησή του στο 5 %. Το ίδιο ποσοστό του 5 % έβλεπε και η τρόικα στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις της με την Κυβέρνηση για τα νέα μέτρα, με την ελληνική πλευρά να επιμένει βλακωδώς στο απίστευτο 3,8 %, που ακόμα κι αυτό όμως αρκεί για να διαψεύδει την εκτίμηση του Στουρνάρα για 25 % αθροιστική ύφεσης στο τέλος του 2014, αφού το νούμερο αυτό θα είχε ήδη ξεπεραστεί από το 2013. Αυτό που είναι πραγματικά αστείο, είναι ότι τελικά τρόικα και Κυβέρνηση τα βρήκαν κάπου στη μέση συμφωνώντας στο 4,2 %, λες και η ύφεση εξαρτάται από τις εκτιμήσεις τους οι οποίες πέφτουν πάντα έξω. Θυμίζουμε ότι για το 2012 η αρχική εκτίμηση που δινόταν στον προϋπολογισμό που κατατέθηκε το Νοέμβριο του 2011 ήταν 2,8 %. Η εκτίμηση αυτή αναθεωρήθηκε στη διάρκεια της χρονιάς πέντε φορές προς τα πάνω με την πραγματική ύφεση να αγγίζει ή και να ξεπερνάει το 7 % (7,2 % ήταν η ύφεση του 3ου τριμήνου και 6,7 % η ύφεση του 1ου εννιάμηνου όπως ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ στις 14/11/2012).

ΠΟΣΟΣΤΟ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΕΠ (ΥΦΕΣΗ)
2008: -0,2 %
2009: -3,2 %
2010: -4,9 % [1]
2011: -7,1 % (208,5 δισ. €) [1]
2012: -6,6 % (εκτίμηση – 194,7 δισ. €)
2013: -4,2 % (εκτίμηση)

Εκτός από την ύφεση, πραγματικά εφιαλτικά είναι τα μεγέθη της ανεργίας που τον Αύγουστο έφτασε στο 25,4 % (1.267.595), με τη νεανική στο 58 % και τη γυναικεία στο 29 %. Πρόκειται βέβαια για την επίσημη ανεργία και όχι την πραγματική που είναι τουλάχιστον 3 με 4 μονάδες πάνω. Ακόμα κι έτσι όμως, πρόκειται για τη μεγαλύτερη ανεργία σε όλη την Ευρώπη – αφού για πρώτη φορά ξεπέρασε την ισπανική – ενώ η νεανική και η γυναικεία κατείχαν το θλιβερό προνόμιο της πρωτιάς εδώ και πολλούς μήνες.

Με δεδομένο ότι από την αρχή της κρίσης παρατηρείται η σχεδόν ισόποση ετήσια άνοδος ύφεσης και ανεργίας, η πρόβλεψη του Επιστημονικού Ινστιτούτου της ΓΣΕΕ για 29 % επίσημη ανεργία (δηλαδή περίπου 33 % πραγματική) στο τέλος του 2013, θα αποδειχθεί πιθανότατα σωστή. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι 735.000 άνεργοι δεν παίρνουν καθόλου επίδομα ανεργίας ενώ ;έως τώρα κόβονται και τα ειδικά και εποχικά επιδόματα, καθώς και ότι υπάρχουν 224.000 οικογένειες χωρίς ούτε ένα εργαζόμενο μέλος. Ακόμα πολύ ανησυχητική και ενδεικτική της μηδενικής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας, είναι η αύξηση της ανεργίας μέσα στο καλοκαίρι (από 24,4 % τον Ιούνιο σε 25,1 % τον Ιούλιο) – περίοδο που παραδοσιακά η ανεργία στην Ελλάδα μειώνεται λόγω της απασχόλησης μεγάλου αριθμού εργαζομένων στον τουρισμό.

ΑΝΕΡΓΙΑ: ΠΟΣΟΣΤΟ % ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΑΤΟΜΑ
06/2009 8,9 443
12/2009 10,3 514
06/2010 11,8 594
12/2010 14,2 712
06/2011 16,6 823
12/2011 21,0  1034
06/2012 24,4 1216
08/2012 25,4  1268

 

Πέρα όμως από την ύφεση και την ανεργία, όλοι ανεξαιρέτως οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας απειλούνται με κατάρρευση δίνοντας πραγματικά μια εικόνα απόλυτης ερήμωσης. Πρόσφατα ο Σταϊκούρας (19/9/2012) εκτίμησε στα 49 δισ. € τις θυσίες των Ελλήνων από την αρχή της κρίσης, εκ των οποίων τα 16,2 δισ. αφορούν περικοπές μισθών και συντάξεων. Με τα τωρινά μέτρα τα ποσά φτάνουν τα 67,9 δισ. και 25,8 δισ. αντίστοιχα και έπεται συνέχεια πολύ σύντομα. Αυτή η υπερβολική αφαίμαξη εισοδημάτων φαίνεται καθαρά στην μείωση του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων οι οποίες από 237,5 δισ. € το Δεκέμβριο του 2009 έπεσαν φέτος τον Ιούλιο στα 150,5 δισ. €. Όσο κι αν είναι αλήθεια ότι ένα μέρος της διαφοράς έφυγε από τη χώρα κι ένα άλλο μέρος φυλάσσεται στα σπίτια, είναι σίγουρο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι έχει εξανεμιστεί για ν’ αντισταθμίσει τις συνεχείς περικοπές των εισοδημάτων, ενώ πολλοί είναι και οι άνεργοι που τρώνε τα έτοιμα όπως κι αυτοί που σηκώνουν λεφτά για να πληρώσουν φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, ιατρικές δαπάνες κλπ.

Σύμφωνα με έκθεση της ALPHABANK τον Αύγουστο, η κατάσταση όσον αφορά τις καταθέσεις είχε ως εξής:

Ποσοστό καταθετών: Ύψος καταθέσεων :
81,5 % 0 – 2.000 €
11,3 %   2.000 – 10.000 €
5,9 %   10.000 – 100.000 €

 

Η δραματική μείωση των καταθέσεων οφείλεται στην πτώση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών από τα 20.457 € το 2010, στα 15.729 € το 2011. Αυτή η μείωση κατά 23,1 % ή 25 % αν υπολογιστεί και ο πληθωρισμός, ταυτίζεται απόλυτα με την πτώση κατά 25 % της εγχώριας ζήτησης για το ίδιο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, η πτώση της αγοραστικής δύναμης από την αρχή του 2010, αγγίζει το 45 % κατά μέσο όρο, γυρνώντας μας στα επίπεδα του 1978. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat επεξεργασμένα από το Κέντρο Μελετών και Ερευνών του Εμπορικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου, ο μέσος ελληνικός μισθός έχει κατρακυλήσει στα 10.110,60 € κατ’ έτος.

Ακόμη, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 15,9 % (39 δισ. €) το Δεκέμβρη του 2011, υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσουν το 20 % (49 δισ. €) στο τέλος του 2012, ενώ έως τον Αύγουστο του 2012 είχαν ρυθμιστεί 224.384 στεγαστικά και 441.038 καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Η λύση που δρομολογούν οι τράπεζες είναι η μετατροπή των δανειακών συμβάσεων σε  μισθώσεις για 49 ή 99 χρόνια σύμφωνα με το ισπανικό ή το αγγλικό μοντέλο, όπου το αντάλλαγμα για τη μείωση της δόσης είναι η παρακράτηση από την τράπεζα της κυριότητας του ακινήτου. Πρόκειται δηλαδή για έμμεση κατάσχεση και μετάθεση του κόστους αποπληρωμής του δανείου, στα εγγόνια ή και τα δισέγγονα του δανειολήπτη. Η χρονική σύμπτωση της δημοσιοποίησης της απαίτησης της τρόικας για άρση της απαγόρευσης κατάσχεσης της πρώτης κατοικίας με τις δηλώσεις του Βορίδη που είπε ακριβώς το ίδιο (την 20.10.2012) δεν μπορεί να είναι τυχαία.

Προβληματική είναι επίσης και η πορεία των φορολογικών εσόδων παρά την καταιγιστική επιβολή ολοένα και επαχθέστερων φόρων σε όλες τις κατηγορίες των φορολογουμένων. Οι βεβαιωμένες οφειλές από 32 δισ. € το Δεκέμβρη του 2009, έφτασαν στα 42 δισ. € το Δεκέμβρη του 2011 και στα 48,8 δισ. € τον Αύγουστο του 2012, ενώ φαίνεται ότι λόγω της συνεχούς και γενικής μείωσης των εισοδημάτων σε συνδυασμό με τα νέα εξοντωτικά φορολογικά μέτρα, στο τέλος του 2013, αυτοί που αντικειμενικά θ’ αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους θα έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα 2 εκ. άτομα. Πρόκειται για μια πραγματική βόμβα στον τομέα των δημοσίων εσόδων, γιατί όταν το πλήθος των οφειλετών είναι τόσο μεγάλο, το κράτος έχει πολύ περιορισμένα νομοθετικά (και διοικητικά) όπλα για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο τον Αύγουστο, οι ανείσπρακτες οφειλές αυξήθηκαν κατά 3 δισ. € παρά το γεγονός ότι φέτος το 70 % των φορολογούμενων επιβαρύνθηκε μεσοσταθμικά κατά 1.550 € σε σχέση με πέρυσι.

Από την άποψη των δημοσίων οικονομικών σημαντική είναι και η τραγική κατάσταση των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία είναι φυσικά αδύνατο να ανακάμψουν από το PSI που τους κόστισε 13,5 δισ. €.

Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα τίποτα δεν πάει καλά. Δεν είναι μόνο τα λουκέτα των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων που πολλαπλασιάζονται (25 % στην Αθήνα, 27,5 % στη Θεσσαλονίκη), αλλά όλοι οι τομείς της οικονομικής δραστηριότητας βρίσκονται σε κάθετη πτώση. Ειδικότερα, στο 2ο τρίμηνο του 2012 έχουμε:
Μείωση βιομηχανικής παραγωγής: 8,3 %
Μείωση ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης: 7,2 %
Μείωση δημόσιας καταναλωτικής δαπάνης: 9,1 %
Μείωση επενδύσεων παγίου κεφαλαίου: 19,4 %

Ακόμα και οι εξαγωγές, οι οποίες μετά την υπερβολική συμπίεση του εργατικού κόστους ήταν η μεγάλη ελπίδα των υποστηρικτών του προγράμματος, μετά από μια πρόσκαιρη σημαντική άνοδο έπεσαν κατά 4,1 % με τις εξαγωγές προς χώρες της Ε.Ε. να μειώνονται κατά 20 %.

Πραγματική καταστροφή έχει επέλθει επίσης στον τομέα των ακινήτων. Η πτώση των τιμών  κατοικίας από το 2009 φτάνει το 50 %, η μείωση των αγοραπωλησιών σχεδόν το 75 % ενώ η κατασκευή νέων κατοικιών έχει σχεδόν μηδενιστεί. Αυτά σε συνδυασμό με τη συνεχή άνοδο των αντικειμενικών αξιών και τη βαρύτατη φορολόγηση των ακινήτων, καθιστούν ολοκληρωτική την απαξίωση της λαϊκής περιουσίας, η οποία στην Ελλάδα είχε την ιδιαιτερότητα να συγκεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στην αγορά ακινήτων. Δεν θα ήταν άστοχο λοιπόν να πούμε, ότι κατά κάποιο τρόπο, μέσω της επίθεσης στην ακίνητη περιουσία, η Κυβέρνηση και η τρόϊκα βάζουν χέρι τόσο στα εισοδήματα των προηγούμενων γενεών – υποτιμώντας την αξία των περιουσιακών στοιχείων που αυτές μεταβίβασαν στην σύγχρονη γενιά – όσο και στα εισοδήματα των μελλοντικών γενεών, υποτιμώντας την αξία περιουσιακών στοιχείων που θα μεταβιβαστούν σ’ αυτή. Ακόμα, η νέκρα στην οικοδομή ανεβάζει δυσανάλογα την ανεργία καθώς, μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας απασχολείται στον τομέα των κατασκευών.

Ολοκληρωτική είναι και η απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα που επιτυγχάνεται μέσω της ουσιαστικής κατάργησης του εργατικού δικαίου. Ένας στους τρεις εργαζόμενους δουλεύει ανασφάλιστος, οι ελαστικά απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 42 % μέσα σε ένα μόλις χρόνο, ενώ αυτοί στους οποίους οφείλονται από ένας έως και δέκα μισθοί, ανέρχονται πλέον σε εκατοντάδες χιλιάδες. Η κατάσταση θα χειροτερέψει μάλιστα πολύ περισσότερο αν εφαρμοστούν έστω και τα μισά από τα εργασιακά μέτρα που ζήτησε η τρόικα και δέχτηκε η Κυβέρνηση.

Εδώ είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι η εγκαθίδρυση συνθηκών γαλέρας στον ιδιωτικό τομέα, σε τίποτα δεν εξυπηρετεί τη μείωση του δημοσίου χρέους που αποτελεί το μεγάλο πρόβλημα της χώρας. Αυτές οι ρυθμίσεις υποτίθεται ότι γίνονται για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, η οποία σύμφωνα με τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τη συμπίεση του εργατικού κόστους που θεωρείται ο μόνος παραγωγικός συντελεστής που μπορεί και πρέπει να προσαρμοστεί στην κρίση, αφού η κερδοφορία του κεφαλαίου είναι ιερή…

Ωστόσο, παρά την παγκοσμίως πρωτοφανή σκληρότητα των μέτρων που επέφεραν μείωση μισθών κατά 40 % από το 2009 και μέση μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 26 % (έκθεση ALPHABANK – Αυγ. 2012), η ανταγωνιστικότητα της χώρας βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση: Από την 67η θέση της παγκόσμιας κατάταξης το 2008 βρέθηκε στην 90η το 2011 και στην 96η τον Ιούνιο 2012.

Αλλά και το επίπεδο του δημοσίου χρέους δεν παρουσιάζει καμία πρόοδο αν και ο περιορισμός του υποτίθεται ότι αποτελεί το «μεγάλο εθνικό στόχο» για την επίτευξη του οποίου γίνονται όλες οι θυσίες. Σύμφωνα με αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που ανακοινώθηκαν στις 22/10/2012 διορθώνοντας τα στοιχεία του προσχεδίου του προϋπολογισμού που κατατέθηκε την 1/10/2012, η πορεία του χρέους είναι η εξής:

Δημόσιο χρέος σε δισ. €: Δημόσιο χρέος ως ποσοστό % επί του ΑΕΠ:
2009: 299,7 129,4
2010: 329,5   145,0
2011: 355,6 170,6
2012: 340,6 174,8
2013: 346,2 (εκτίμηση) 179,3 (εκτίμηση)

 

Από την ανάγνωση των στοιχείων αυτών προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

α) Το πραγματικό όφελος από το περιβόητο κούρεμα ήταν μόλις 15 δισ. €.

β) Ο στόχος για κατέβασμα του χρέους σε 120 % του ΑΕΠ το 2020 είναι κάτι παραπάνω από ανέφικτος – πράγμα που πια ομολογείται απ’ όλες τις πλευρές. Σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες τωρινές εκτιμήσεις, το χρέος θα συνεχίσει ν’ αυξάνεται ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2015 πριν αρχίσει να αποκλιμακώνεται, με ρυθμούς όμως πολύ πιο αργούς απ’ ότι είχε αρχικά εκτιμηθεί.

γ) Η παρατεινόμενη βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας, ανεβάζει το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, παρά την ελαφριά μείωσή του σε απόλυτα ποσά. Ο παρονομαστής του κλάσματος (ΑΕΠ) μειώνεται δηλαδή πιο γρήγορα από τον αριθμητή (χρέος).

δ) Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν γιατί τα χρήματα που μπαίνουν στην χώρα με τη μορφή δανείου, επιστρέφουν αμέσως στους δανειστές για την αποπληρωμή τόκων, χωρίς να περάσουν από την πραγματική οικονομία συμβάλλοντας στην παραγωγή νέου εισοδήματος. Έτσι η ανάπτυξη παραμένει άπιαστος στόχος.

ε) Αντίθετα με την Ιταλία και στην Ισπανία που κατάφεραν ν’ αποφύγουν κάτι τέτοιο, στο ελληνικό δημόσιο χρέος προσμετρώνται και τα τεράστια ποσά που πάνε για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών…

Σχετικά μ’ αυτό το τελευταίο, δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει τις τραγικές επιδόσεις των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά στον τομέα της διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές. Κανένα από τα διαπραγματευτικά ατού της χώρας δε χρησιμοποιήθηκε στο ελάχιστο. Αντ’ αυτού, οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδόθηκαν σε μια τακτική πειθαρχικού κρατούμενου στο εξωτερικό, με το επιχείρημα ότι αν δεν ικανοποιήσουμε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών θα μας πετάξουν έξω από την ευρωζώνη. Κάτι τέτοιο όμως, εκτός από το ότι με βάση τα έως τώρα ισχύοντα είναι  αδύνατο νομικά, θα ήταν και καταστροφικό οικονομικά για τους εταίρους μας. Πρόσφατα η ΕΚΤ εκτίμησε το κόστος για την ευρωζώνη μιας ενδεχόμενης ελληνικής εξόδου στο 1 τρισ. €, ενώ δεν απέκλεισε κάτι τέτοιο να σημάνει και την οριστική διάλυση της νομισματικής ένωσης – πράγμα που θα είχε σοβαρότατες συνέπειες για όλους και ιδιαίτερα για τις πλουσιότερες χώρες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών που αποκάλυψε το Spiegel στις 24 Ιουνίου 2012, μια τέτοια εξέλιξη θα σήμαινε για τη Γερμανία ύφεση 10 % και 5 εκατομμύρια νέους ανέργους. Οι ελληνικές κυβερνήσεις λοιπόν, αντί να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να περιορίσουν την καταστροφή, έδωσαν και δίνουν χρόνο στους πιστωτές να θωρακίσουν τις οικονομίες τους και ειδικά τις τράπεζές τους, έτσι ώστε η αναπόφευκτη όπως φαίνεται έξωση της Ελλάδας από την ευρωζώνη, να τους κοστίσει τελικά πολύ λιγότερο απ’ ό,τι θα τους κόστιζε αρχικά.

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση προχωρά και στο ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου της χώρας σε τιμές κυριολεκτικά εξευτελιστικές, απαξιώνοντας μάλιστα μόνη της το προϊόν που πουλά, όπως δείχνουν οι πρόσφατες δηλώσεις Ελλήνων αξιωματούχων περί της βιωσιμότητας και των προοπτικών κερδοφορίας του Τ.Τ. και του ΟΠΑΠ, οι οποίες οδήγησαν τις μετοχές τους σε κάθετη πτώση  και έριξαν την αξία των οργανισμών αυτών, οι οποίοι είναι ωστόσο και οι δύο κερδοφόροι. Τα ίδια και χειρότερα έγιναν με την Αγροτική που πουλήθηκε σε τιμή που ισοδυναμεί σχεδόν με την αξία ενός ακινήτου της, με τη Δωδώνη που πουλήθηκε 21 εκ. € σε ιδιώτη που της χρωστούσε ήδη 12 εκ. € τη στιγμή  που παρουσίαζε κέρδη προ φόρων 44 εκ. € το χρόνο κλπ. Αυτή η αποψίλωση του Δημοσίου από κάθε περιουσιακό στοιχείο είναι πραγματικά εγκληματική, αν σκεφτούμε ότι υπονομεύει και οποιαδήποτε μελλοντική προοπτική ανάκαμψης της οικονομίας με οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Στο επικοινωνιακό επίπεδο, όλη αυτή η λεηλασία δικαιολογείται με μια εντατική εκστρατεία ενοχοποίησης του λαού και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, μέσω των απόλυτα χειραγωγούμενων ΜΜΕ. Ωστόσο, παρά τα όσα λένε οι φυλλάδες τους και τα δελτία των 8, το χρέος – για τον περιορισμό του οποίου υποτίθεται ότι γίνονται όλα – δεν οφείλεται στο ότι ζήσαμε για χρόνια «πάνω από τις δυνάμεις μας» ή στο ότι είμαστε τεμπέληδες (εφόσον οι Έλληνες ήταν και προ κρίσης οι πιο κακοπληρωμένοι εργαζόμενοι της ευρωζώνης με εξαίρεση τους Πορτογάλους και αυτοί που εργάζονταν περισσότερες ώρες το χρόνο), ούτε στο «τεράστιο κράτος» (αφού το ελληνικό δημόσιο τόσο ως κόστος επί του ΑΕΠ, όσο και ως ποσοστό εργαζομένων επί του συνολικού εργατικού δυναμικού ήταν κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης), ούτε βέβαια στη διαφθορά μιας ελάχιστης μειοψηφίας δημοσίων υπαλλήλων ή στις μικροκομπίνες αυτών που εισέπρατταν τη σύνταξη του πεθαμένου τους παππού…

Είναι χρέος που δημιουργήθηκε διαχρονικά και πήρε τερατώδεις διαστάσεις λόγω κυρίως των εξής παραγόντων, οι οποίοι ισχύουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό και για πολλές άλλες χώρες:

1.Των τεράστιων ποσών που πληρώνει το ελληνικό κράτος σε εξοπλιστικά προγράμματα σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Αυτά τα ποσά πήγαιναν κατά ένα σημαντικό μέρος στους Ευρωπαίους εταίρους που τώρα μας τιμωρούν για το υψηλό δημόσιο χρέος, η αύξηση του οποίου καθόλου δεν τους ενοχλούσε όταν πουλούσαν τα όπλα τους.

2.Του ξεπουλήματος κοψοχρονιά της δημόσιας περιουσίας που παρά την προπαγάνδα για «υδροκέφαλο κράτος» είχε αρχίσει ήδη από την εποχή Μητσοτάκη και συνεχίστηκε επί Σημίτη και Καραμανλή, στερώντας τη χώρα από κάθε δυνατότητα αυτόνομης ανάπτυξης.

3.Της διάλυσης του παραγωγικού ιστού της χώρας σταδιακά από το 1979 που εντάχθηκε στην ΕΟΚ, με σκοπό την αύξηση των εισαγωγών των ευρωπαϊκών προϊόντων. Αυτό είχε σαν συνέπεια και την – ήδη προ της κρίσης – καθήλωση του ΑΕΠ σε επίπεδα κατώτερα από τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.

4.Της θέσης της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας που της στερεί ευκαιρίες πλουτισμού όπως αυτές που έχουν οι ισχυρές οικονομικά χώρες. Τα πράγματα χειροτερεύει η άνιση κατανομή των διεθνών επενδύσεων και της παγκόσμιας αποταμίευσης που μετά την κρίση του 1973, συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες οικονομίες, αφήνοντας χρηματοδοτικό κενό στις χώρες της περιφέρειας. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το κράτος δανειζόμενο, γι’ αυτό και έχουμε σήμερα τόσες υπερχρεωμένες χώρες.

5.Του θανάσιμου εναγκαλισμού του κράτους από το ιδιωτικό κεφάλαιο που συστηματικά επί δεκαετίες απομυζά το δημόσιο πλούτο. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην ασύλληπτη φοροδιαφυγή του κεφαλαίου ή στη χρήση ευθέως παράνομων μεθόδων όπως το τζογάρισμα στο Χρηματιστήριο των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων. Ακόμα πιο καταστροφική είναι η απευθείας τροφοδότηση του κεφαλαίου από το κράτος με χαμηλότοκα δάνεια, επιδοτήσεις και προκλητικές φοροαπαλλαγές που υποτίθεται  ότι θα το στρέψουν σε παραγωγικές επενδύσεις. Αυτές όμως, για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω, δεν έρχονται ποτέ αφού το κεφάλαιο συνεχίζεται ν’ αποσύρεται από την παραγωγή, χωρίς μάλιστα να επιστρέψει τα λεφτά που δεν χρησιμοποίησε για το σκοπό που τα πήρε. Αυτά τα λεφτά τοποθετούνται στην εικονική οικονομία φέρνοντας νέα κέρδη, με τελική κατάληξη οι ιδιώτες να δανείζουν με ληστρικά επιτόκια το κράτος που είχε καταχρεωθεί για να τους δανείσει. Στην περίπτωση της Ελλάδας μάλιστα, είναι πραγματικά απορίας άξιο, πώς παρά την «αμέριστη συμπαράσταση» του κράτους, το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο κατάφερε να είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένο.

Τελειώνοντας την εξέταση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο έλλειμμα το οποίο επίσης δεν μπορεί να τιθασευτεί. Ήδη η τελευταία αναθεώρηση των στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ, ανεβάζει το έλλειμμα του 2011 στο 9,4 % αντί του αρχικού 9 % και του 2012 στο 6,9 % αντί του αρχικού 6,6 %. Και εδώ ο στόχος του 3 % μοιάζει ανέφικτος στα χρονικά περιθώρια που έχουν τεθεί.

Γενικά, η ζοφερή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας επιβεβαιώνεται και στο προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2013 που προβλέπει έλλειμμα 4,2 %, ύφεση 3,8 % (τελικά 4,2 % μετά από παζάρι με την τρόϊκα), μείωση της εγχώριας ζήτησης 6,1 %, μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης 5.9 %, μείωση της δημόσιας κατανάλωσης 7,2 %, μείωση των επενδύσεων 3,7 % και αύξηση της ανεργίας στο 24,7 % ως μέσο όρο του έτους. Παρά το γεγονός ότι οι προβλέψεις αυτές είναι εσκεμμένα αισιόδοξες, παραμένουν εφιαλτικές.

Συμπερασματικά, η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική οδηγεί σε γενική ασφυξία το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, κάνει αδύνατη την ανάπτυξη, μεγαλώνει το έλλειμμα, αυξάνει το δημόσιο χρέος, εκτοξεύει την ανεργία και βαθαίνει την ύφεση. Κάθε νέο πακέτο μέτρων γίνεται αιτία για το επόμενο, ούτε ένας από τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής δεν μπορεί να επιτευχθεί και η Ελλάδα για να μείνει στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη, πλησιάζει όλο και περισσότερο την Αφρική. Τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα χειροτερεύει και το γεγονός ότι το χρέος, που καθίσταται κάθε μέρα και λιγότερο βιώσιμο, είναι πια, μετά το PSI, κυρίως χρέος προς κράτη και όχι προς ιδιώτες.

Η κρίση αρθρώνεται πλέον σε εκατομμύρια ατομικές και οικογενειακές τραγωδίες, αφού η επέλαση της φτώχειας και η κατάρρευση κάθε κοινωνικής προστασίας μετατρέπουν την καθημερινότητα της κοινωνίας σε κόλαση. Η οικονομική κρίση μετατρέπεται βαθμιαία σε ανθρωπιστική.

Η διεθνής οικονομική κατάσταση

Η κατάσταση λοιπόν στην Ελλάδα είναι αυτή που περιγράψαμε. Όμως και οι διεθνείς εξελίξεις δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας, αφού κινούνται παντού προς την ίδια κατεύθυνση.

Όλη η ευρωζώνη μπήκε ήδη σε ύφεση (0,4 % τον Ιούνιο 2012 με τις 10 από τις 17 χώρες να είναι υφεσιακές και τις υπόλοιπες να έχουν ασθενέστατη ανάπτυξη (Γαλλία 0,1 %, Γερμανία 1 % κλπ.). Το ίδιο ασθενής είναι η ανάπτυξη και στις Η.Π.Α. (2 %) παρά το τύπωμα χρήματος από την Fed και την εφαρμογή μιας πολιτικής εντελώς αντίθετης απ’ αυτήν που επιβάλλει στην Ευρώπη η Γερμανία.

Επίσης, η ανεργία στην ευρωζώνη βρίσκεται στο χειρότερο σημείο της από το 1997 με ποσοστό 11,1 % και 17.565.000 ανέργους, ενώ στην Ε.Ε. των 27 οι άνεργοι έφτασαν τα 24.680.000 άτομα (στοιχεία Eurostat, Μάιος 2012). Ταυτόχρονα όλες οι μεγάλες οικονομίες του πλανήτη πλην Κίνας και Γερμανίας έχουν αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (Ιταλία -3,2 %, Η.Π.Α. -3,1 %, Καναδάς -2,8 %, Γαλλία -2,2 %, Βρετανία -1,9 % κλπ.) και πτώση βιομηχανικής παραγωγής.

Στην Ευρώπη ειδικότερα, αν εξαιρέσουμε τη Γερμανία που μέχρι στιγμής κέρδισε 68,5 δισ. €από την κρίση λόγω των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίου δανεισμού, όλοι οι οικονομικοί δείκτες χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα και όχι μόνο στο Νότο. Τα επισφαλή δάνεια στην ευρωζώνη ξεπερνούν το 1 τρισ. € (196 δισ. στη Γερμανία, 136 δισ. στην Ισπανία, 107 δισ. στην Ιταλία), το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι στις περισσότερες χώρες σε επίπεδα χειρότερα από το ελληνικό, ενώ, όπως φαίνεται και από τον παρακάτω πίνακα και το δημόσιο χρέος παρουσιάζει συνεχή επιδείνωση ως ποσοστό επί του συνολικού ΑΕΠ ευρωζώνης και Ε.Ε. αλλά και της κάθε χώρας ξεχωριστά.

 2007   2011
Δημόσιο χρέος Ευρωζώνης των 17 66,2 % 87,2 %
Δημόσιο χρέος Ε.Ε. των 27 59,0 %   82,5 %
Δημόσιο χρέος Γερμανίας 64,9 % 81,2 %
Δημόσιο χρέος Γαλλίας 63,9 % 85,8 %
Δημόσιο χρέος Ιταλίας   106,5 % 120,1 %

 

Ειδικά για την Ιταλία είναι αξιοπρόσεκτο ότι βρίσκεται κι αυτή στριμωγμένη παρόλο που έχει έλλειμμα και ανεργία χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου (3,9 % και 9 % αντίστοιχα) όπως επίσης χαμηλότερο ιδιωτικό χρέος και μικρότερη φούσκα στα στεγαστικά δάνεια από τις χώρες του Βορρά.

Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα στην Ισπανία η οποία από πλεόνασμα 1,9 % το 2007, βρέθηκε με έλλειμμα 11,1 % το 2009, ενώ το χρέος των νοικοκυριών έφτασε το 1,8 τρισ. και η ανεργία στο 25 %. Η πιθανότατη, όπως φαίνεται, ένταξή της στο μηχανισμό στήριξης και σε μνημόνιο ελληνικού τύπου υπό την τρόϊκα, θα είχε κομβική σημασία για την παγκόσμια οικονομία, αφού υπολογίζεται ότι για τη «διάσωσή» της θα χρειαστούν το λιγότερο 480 δισ. € – χρήματα που αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να εξασφαλιστούν ούτε από το ΔΝΤ, ούτε από την ΕΚΤ, ούτε πολύ περισσότερο από τα άλλα κράτη. Εκτός  αυτού, στην Ισπανία η ανεργία είναι ήδη στο 25 % και τρομάζει κανείς ακόμα και να σκεφτεί που θα την φτάσει ένα πρόγραμμα ανάλογο μ’ αυτό που επιβλήθηκε στην Ελλάδα.

Μια κρίση νέου τύπου

Όλα αυτά δείχνουν ότι η κρίση που ζούμε δεν είναι ελληνική αλλά ευρωπαϊκή και παγκόσμια υπόθεση. Αν και είναι αλήθεια ότι ο καπιταλισμός είναι οι κρίσεις του πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτή είναι πρωτοφανής σε ένταση και βάθος και έχει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, διαφορετικά από τις προηγούμενες μεγάλες κρίσεις (όπως αυτές π.χ. του 1929 και του 1973). Πρόκειται για κρίση δομική, διαρθρωτική και συστημική και γι’ αυτό θα πάρει σύντομα παγκόσμιες διαστάσεις, ενώ ακόμα κι αν ξεπεραστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα επανέλθει γρήγορα δριμύτερη. Συνδέεται με την παρούσα φάση ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος και δεν οφείλεται σε θεσμικές δυσλειτουργίες ή σε λάθη και παραλείψεις συγκεκριμένων ατόμων όσο υψηλά ιστάμενα κι αν είναι αυτά.

Κυριότερες αιτίες της είναι οι εξής:

Α. Η συνεχής πτώση του ποσοστού κέρδους ακόμα και των μεγάλων επιχειρήσεων στον εμπορικό και κυρίως στο βιομηχανικό τομέα, που οφείλεται στην υπερπαραγωγή και την υπερπροσφορά προϊόντων, στον αδυσώπητο ανταγωνισμό που ρίχνει τις τιμές και στην ανάγκη για πολύ μεγάλες και συχνές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, αφού η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας επιτάσσει σ’ όποιον θέλει ν’ αντέξει τον ανταγωνισμό να ανανεώνει συνεχώς τον τεχνολογικό του εξοπλισμό.

Β. Η πτώση του ποσοστού κέρδους στην παραγωγή είχε ως συνέπεια την μετατόπιση των επενδύσεων από τη βιομηχανία στα πάσης φύσεως χρηματιστικά «προϊόντα». Έχουμε δηλαδή ανατροπή της ενδοκαπιταλιστικής ισορροπίας υπέρ του παρασιτικού καπιταλισμού και εις βάρος του παραγωγικού ή, με άλλα λόγια, υπέρ του τραπεζικού κεφαλαίου εις βάρος των άλλων μορφών του (βιομηχανικού, εμπορικού, εφοπλιστικού κλπ.). Πρόκειται για μια ιστορικής σημασίας στροφή στο εσωτερικό της αστικής τάξης προς όφελος μερίδων που δε σχετίζονται με την παραγωγική διαδικασία και άρα αδιαφορούν για την πτώση της κατανάλωσης που επιφέρει η γενικευμένη σκληρή λιτότητα. Αυτή η στροφή συνίσταται στην υπερεπέκταση του τραπεζικού τομέα και τη μετακίνηση του κεφαλαίου από την πραγματική στην εικονική οικονομία. Σήμερα, από τον όγκο των χρημάτων που κινούνται παγκοσμίως, μόνο 15 % πάει σε παραγωγικές επενδύσεις και ανταλλαγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών, ενώ το 85 % κατευθύνεται σε χρηματιστικές τοποθετήσεις. Η αλλαγή είναι ιστορικής σημασίας γιατί ανέκαθεν πηγή του καπιταλιστικού κέρδους ήταν η απόσπαση της υπεραξίας που παράγουν οι εργαζόμενοι στην πραγματική οικονομία. Το τέχνασμα του νεοφιλελευθερισμού, πέρα από τη δίχως προηγούμενο αύξηση της αποσπώμενης υπεραξίας μέσω της υπερβολικής συμπίεσης του εργατικού κόστους και της διάλυσης του εργατικού δικαίου, είναι η κατά κάποιο τρόπο δημιουργία της υπεραξίας εκ του μηδενός με τη δημιουργία ενός «νέου είδους» χρήματος. Πρόκειται για χρήμα που παράγει χρήμα χωρίς να περάσει από την παραγωγή. Σπάει δηλαδή ο παλιός κύκλος του καπιταλισμού, όπου η αποσπώμενη υπεραξία επανεπενδυόταν στην παραγωγή για ν’ αποφέρει νέα κέρδη κ.ο.κ. Τώρα τα κέρδη παράγονται από τζογαδόρικες κινήσεις στα χρηματιστήρια, τεράστια ποσά, μαύρα και αφορολόγητα, διακινούνται μ’ ένα τηλεφώνημα, περιουσίες δημιουργούνται και χάνονται σε λίγα λεπτά, στα πλαίσια μιας οικονομίας που λειτουργεί ως καζίνο. Είναι βέβαια αλήθεια ότι σε περιόδους κρίσης το κεφάλαιο αποσύρεται από την παραγωγή γιατί λόγω της μείωσης των εισοδημάτων και της συνακόλουθης πτώσης της κατανάλωσης, έχει μικρότερα περιθώρια κέρδους. Προτιμά λοιπόν να κρύβεται στις τράπεζες και τα χρηματιστήρια περιμένοντας να περάσει η μπόρα. Αυτό έγινε και το 1929. Αυτό όμως που συμβαίνει για πρώτη φορά είναι ότι ο παρασιτισμός δεν ακολουθεί την κρίση, δεν είναι δηλαδή αποτέλεσμά της, αλλά προηγείται αυτής, είναι δηλαδή αιτία της. Με άλλα λόγια, τα κεφάλαια δεν αποσύρονται από την παραγωγή επειδή υπάρχει κρίση, αλλά αντίθετα, η κρίση υπάρχει επειδή τα κεφάλαια φεύγουν από την παραγωγή. Είναι επίσης σημαντικό να τονίσουμε ότι η σκιώδης τραπεζική αγορά που ευθύνεται πρωτίστως για την κρίση, συνεχίζει να διογκώνεται παρά την καταστροφή που επέφερε. Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε την 19/11/2012 το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB), όργανο του G20, το μέγεθος των hedge funds και άλλων επενδυτικών σχημάτων και δραστηριοτήτων εκτός του επίσημου τραπεζικού τομέα που από 26 τρισ. δολάρια το 2002 βρισκόταν στα 62 τρισ. δολάρια το 2007, έχει ξεπεράσει τα 67 τρισ.  σήμερα δείχνοντας ότι αυτοί που δημιούργησαν την κρίση όχι μόνο δεν έβαλαν μυαλό αλλά συνεχίζουν να κερδίζουν απ’ αυτήν.

Γ. Η πρωτοφανής στην παγκόσμια ιστορία υπερσυγκέντρωση πλούτου σε ελάχιστα χέρια που αφαιρεί ρευστότητα από την παγκόσμια οικονομία δεδομένης της ανελαστικής κατανάλωσης της μεγαλοαστικής τάξης, που παρά τις υπερβολές της, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την υποκατανάλωση τεράστιων μαζών του πληθυσμού. Σήμερα οι 3 πλουσιότεροι άνθρωποι έχουν χρήματα ίσα με το ΑΕΠ των 44 φτωχότερων χωρών, οι 250 πλουσιότεροι του πλανήτη έχουν εισόδημα ίσο μ’ αυτό του μισού πληθυσμού της Γης, το φτωχότερο 50 % των ανθρώπων μοιράζεται το 1 % του παγκόσμιου πλούτου κλπ. Τα πράγματα χειροτερεύει η ανισοκατανομή των διεθνών επενδύσεων οι οποίες τα 20 τελευταία χρόνια συγκεντρώνονται στις μεγαλύτερες οικονομίες.

Δ. Η μείωση του ρόλου του κράτους που μετά την σταδιακή υπερίσχυση του νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία 30 χρόνια, αυτοδιαλύεται ιδιωτικοποιούμενο εκχωρώντας όλο και περισσότερες αρμοδιότητες και εξουσίες στο ιδιωτικό κεφάλαιο και επιτρέποντας την ασύδοτη δράση του. Το κράτος για πρώτη φορά από το 18ο αιώνα, εκχωρεί στο κεφάλαιο την νομισματική, εισοδηματική και φορολογική του πολιτική, αρνείται το ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή, παράγει και καταναλώνει λιγότερο, δίνει δουλειά σε λιγότερο κόσμο, περιορίζει τις δημόσιες επενδύσεις, παύει να ρυθμίζει την αγορά εργασίας, παύει να παρέχει υπηρεσίες υγείας και παιδείας, να ελέγχει τις μεταφορές, την ενέργεια, τα δημόσια έργα, τις υποδομές και να εγγυάται την ασφάλεια. Μόνο καταστέλλει και εισπράττει φόρους προς όφελος του κεφαλαίου. Από κυρίαρχη μορφή κοινωνικής οργάνωσης μετατρέπεται σε απλό μηχανισμό μετακύλισης της κρίσης στους ασθενέστερους, βοηθώντας το κεφάλαιο και ειδικά το τραπεζικό, να ιδιωτικοποιεί τα κέρδη σε περιόδους ανάπτυξης και να κοινωνικοποιεί τις ζημιές σε περιόδους ύφεσης.

Αυτή η μείωση του ρόλου του κράτους, η σμίκρυνση θα λέγαμε της υπόστασής του μας φέρνει μπροστά σε νέα φαινόμενα και πυροδοτεί απρόβλεπτες εξελίξεις. Δεν είναι μόνο η απονομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας στα μάτια ενός όλο και μεγαλύτερου τμήματος του κόσμου που βλέπει τη ζωή του να χειροτερεύει συνεχώς και να φτωχοποιείται βίαια. Είναι και το κενό που αφήνει το κράτος παύοντας να παίζει το ρόλο του κεντρικού διαχειριστή του λαϊκού φαντασιακού που με τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς διαχέει στο κοινωνικό σώμα τα εθνικιστικά στερεότυπα. Αυτό το κενό σπεύδουν να καλύψουν οι φασίστες που αποκτούν ανέλπιστα ένα μεγάλο ακροατήριο στα πιο αμόρφωτα, πολιτικά καθυστερημένα και φοβικά κομμάτια της εργατικής τάξης, όλους αυτούς που βλέπουν τον κόσμο τους να καταρρέει και δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί.

Στον οικονομικό τομέα, η πλήρης χρηματιστικοποίηση της οικονομίας, η ανατροπή της ενδοκαπιταλιστικής ισορροπίας προς όφελος του τραπεζικού κεφαλαίου και η υποχώρηση του ρόλου του κράτους μας οδηγεί επίσης μπροστά σε πρωτοφανή φαινόμενα. Ενώ για παράδειγμα από τις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας τα κράτη ανταγωνίζονται για την απόκτηση μεγαλύτερης οικονομικής  δύναμης και πλούτου, σήμερα μοιάζουν ν’ ανταγωνίζονται για το ποιο θα φτωχύνει περισσότερο φτωχαίνοντας τους πολίτες του, στα πλαίσια μιας οικονομικής πολιτικής που θα μπορούσε να περιγραφεί με τον όρο «ανταγωνιστική ύφεση». Απ’ αυτή την πολιτική που ακολουθείται με στόχο υποτίθεται τη μείωση χρεών και ελλειμμάτων και την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας, μόνη ωφελημένη είναι μια εξαιρετικά ολιγάριθμη υπερεθνική ελίτ τραπεζικών τοκογλύφων και τζογαδόρων του χρηματιστηρίου που κατέχουν και διακινούν ανύπαρκτο ουσιαστικά χρήμα, δηλαδή χρήμα που δεν περνάει από την παραγωγή και δεν αντιστοιχεί σε πραγματικά αγαθά.

Από την άποψη της οικονομικής θεωρίας, έχουμε μια επιστροφή σε ένα σκληρό μονεταρισμό που θυμίζει 18ο αιώνα, την εποχή δηλαδή που τα κράτη μετρούσαν την οικονομική τους ισχύ με βάση τη σκληρότητα του νομίσματός τους και το βάρος των αποθεμάτων τους σε χρυσό. Είναι πραγματικά παράδοξο πως όλες οι υποτιθέμενες κατακτήσεις της μεταβιομηχανικής εποχής (υπερανάπτυξη πληροφορικής και επικοινωνιών, καταναλωτική κουλτούρα, μετατόπιση από τη γεωργία και τη βιομηχανία στις υπηρεσίες, απελευθέρωση των αγορών, διάλυση του εργατικού κινήματος και αντικατάσταση των ταξικών δεσμών από άλλους που έχουν να κάνουν με το φύλο, την ηλικία, τη θρησκεία, ή την εθνικότητα) αντί να απογειώσουν τον καπιταλισμό όπως πίστευαν οι νεοφιλελεύθεροι φωστήρες τον γυρίζουν πρακτικά και θεωρητικά 250 χρόνια πίσω.

Κάτω από το βάρος της ανελέητης επίθεσης που δέχεται παγκοσμίως ο κόσμος της εργασίας, πολύς κόσμος σκέφτεται ότι είναι αδύνατο τα τζιμάνια της Wall Street και των Βρυξελλών, τα golden boys των τραπεζών, τα γεράκια των διεθνών χρηματιστηρίων και τα μέλη της πολιτικής ελίτ να μην ξέρουν τι κάνουν, να μην έχουν κάποιο σατανικό και καλά μελετημένο σχέδιο που να αποσκοπεί στην αναδιανομή του πλούτου προς όφελός τους. Πρόκειται για αντίληψη μεταφυσική που διαχέει ηττοπάθεια και απογοήτευση στις τάξεις του κινήματος. Μια ψύχραιμη ανάγνωση της πραγματικότητας και μια προσεκτική εξέταση των οικονομικών στοιχείων και των πολιτικών παραμέτρων, δείχνει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Όλα τα μέσα που παραδοσιακά χρησιμοποίησε για να βγει από τις προηγούμενες κρίσεις είναι πια στο έναν ή το άλλο βαθμό ανενεργά:

i) Η ληστεία πρώτων υλών από τον τρίτο κόσμο έχει σχεδόν εξαντλήσει τα όριά της. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις χώρες είναι ήδη ξεζουμισμένες ενώ μια σειρά από αντιδυτικά καθεστώτα κάνει όλο και πιο δύσκολη την υπεξαίρεση του ό,τι έχει απομείνει.

ii) Η εισαγωγή φτηνών εργατικών χεριών από την περιφέρεια επίσης έχει σταματήσει. Λόγω της αποβιομηχάνισης, της υψηλής ανεργίας και του συνακόλουθου ρατσισμού, τώρα όχι μόνο δε φέρνουν μετανάστες αλλά διώχνουν και τους παλιούς.

iii) Το άνοιγμα νέων αγορών επίσης δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ανάσχεση στην κρίση. Η φτώχεια στον πλανήτη είναι πια τόσο ενδημική που το 75 % σχεδόν του παγκόσμιου πληθυσμού δεν μπορεί να αγοράσει τίποτα από τα προϊόντα των προηγμένων χωρών όσο κι αν πέσουν οι τιμές. Σήμερα, από τα 7 δισ. του παγκόσμιου πληθυσμού τα 3,3 (47 %) ζουν με εισόδημα μικρότερο των δύο δολαρίων την ημέρα. Η είσοδος της γενικευμένης φτώχειας στο κέντρο του καπιταλιστικού συστήματος κάνει τα πράγματα χειρότερα και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί συνειδητή και ορθολογική επιλογή της άρχουσας τάξης. Με αυτή την έννοια, το υποτιθέμενο σχέδιο κινεζοποίησης αρχικά του Νότου και στη συνέχεια ίσως όλης της Ευρώπης – στο οποίο τόσο συχνά αναφέρεται η αριστερά – είναι αδύνατον να προχωρήσει εφόσον παραβλέπει την παράμετρο της κατανάλωσης. Στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος η κατάσταση στις χώρες της περιφέρειας συνδεόταν πάντα διαλεκτικά  με την κατάσταση στις χώρες του κέντρου. Η υπερβολική συμπίεση του εργατικού κόστους στην περιφέρεια και τις χώρες του τρίτου κόσμου αποσκοπούσε πάντα στην αύξηση της κατανάλωσης στις χώρες του κέντρου μέσω της πτώσης της τιμής των προϊόντων. Σε έναν κόσμο που τα ¾ του πληθυσμού κυριολεκτικά πεινάνε, η κινεζοποίηση του ευρωπαίου εργαζόμενου θα έφερνε το κεφάλαιο μπροστά σ’ ένα δισεπίλυτο πρόβλημα, πέρα από το ενδεχόμενο της κοινωνικής έκρηξης: Ποιος τελικά και σε τι τιμές, θα αγόραζε τα προϊόντα των Κινέζων ή των κινεζοποιημένων εργαζομένων;

iv) Η διεξαγωγή παγκόσμιων ή τοπικών πολέμων ως μέσο για την αναθέρμανση της οικονομίας είναι πια κι αυτή δύσκολη όχι μόνο λόγω της τεράστιας ισχύος ακόμη και των συμβατικών όπλων και της σχετικής ισορροπίας δυνάμεων, αλλά κυρίως λόγω της τεράστιας διασποράς του κεφαλαίου που κάνει αδύνατη τη συσπείρωση των εθνικών καπιταλισμών πίσω από τις πολεμικές τους μηχανές. Με το ίδιο άτομο ή επιχειρηματικό όμιλο να κατέχει πλήθος επιχειρήσεων σε διαφορετικούς τομείς της οικονομίας διαφορετικών χωρών, είναι λίγο δύσκολο να φανταστούμε ποιος θα βομβαρδίσει ποιόν.

v) Η εγκαθίδρυση δικτατορικών καθεστώτων στις χώρες της περιφέρειας με σκοπό τη διάλυση των οργανώσεων της εργατικής τάξης και το ξεπούλημα του εθνικού τους πλούτου είναι κι αυτή προβληματική μετά από τόσες δεκαετίες κοινοβουλευτισμού σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου. Δεν είναι μόνο ότι οι κοινωνίες θα δεχτούν πιο δύσκολα απ’ ότι παλιά μια τέτοια επιβολή, αλλά και ότι το ίδιο το σύστημα έχει «ξεσυνηθίσει» να υιοθετεί τέτοιες λύσεις αφού πετύχαινε αλλιώς τους σκοπούς του. Παράλληλα, τέτοιου είδους «λύσεις» ενέχουν μια τεράστια αντίφαση στον πυρήνα τους: η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η αποδυνάμωση των κρατικών οντοτήτων πολύ δύσκολα μπορεί να συνδυαστεί με την τυπική στα δικτατορικά καθεστώτα ενίσχυση των εθνικιστικών αντανακλαστικών.

vi) Η επιλογή του κεφαλαίου να βγει από την κρίση μέσω μιας φυγής προς τα μπρος, με τόνωση των επενδύσεων, των εισοδημάτων και της κατανάλωσης είναι στις σημερινές συνθήκες κυριολεκτικά αδύνατη αφού μια τέτοια πολιτική θα προϋπέθετε ρήξη με τα συμφέροντα του τραπεζικού κεφαλαίου. Μια τέτοια ρήξη είναι αδύνατη από τη στιγμή που το πολιτικό προσωπικό εξυπηρετεί ευθέως τα συμφέροντα των τραπεζών. Πράγματι, μια τυπική καπιταλιστική λογική θα επέβαλε μια πολιτική εντελώς αντίθετη απ’ αυτήν που ακολουθείται τώρα. Όλοι πια αναγνωρίζουν ότι η κρίση δεν οφείλεται στην αφθονία χρήματος αλλά στην άνιση κατανομή του. Δεν οφείλεται στην υπερκατανάλωση αλλά στην υποκατανάλωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού που δεν έχει πρόσβαση σε βασικά είδη ή υπηρεσίες ζωτικής σημασίας. Η ύφεση που επιβάλλεται στις υπερχρεωμένες χώρες μεγαλώνει το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ – αφού αυτό πέφτει – αλλά πλήττει και τις εξαγωγικές οικονομίες των χωρών που την επιβάλλουν. Η Γερμανία για παράδειγμα, η οποία αντλεί τα πλεονάσματά της από τα ελλείμματα των άλλων, έκανε το 2010 το 55,5 % των εξαγωγών της στην ευρωζώνη και το 16,6 % στις χώρες του νότου. Επίσης το 91 % του ΑΕΠ της ευρωζώνης καταναλώνεται εντός της, πράγμα που σημαίνει ότι η λιτότητα που επιβάλλεται σε κάποια μέλη της – ολοένα και περισσότερα – θα την πλήξει συνολικά. Ακόμη, όπως είδαμε, το χρέος της ευρωζώνης έφτασε πέρυσι στο 87,2 % και φέτος θα ανέβει κι άλλο, ενώ το χρέος των Η.Π.Α. έχει περάσει το 100 % του ΑΕΠ τους. Αυτά τα χρέη είναι αδύνατο να πληρωθούν όσο υπάρχει ύφεση, γιατί αυτή καθηλώνει ή ρίχνει τις τιμές, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η αξία του χρήματος – που βρίσκεται συγκεντρωμένο σε τράπεζες – και να χρειάζονται έτσι όλο και περισσότερα πραγματικά αγαθά για την αποπληρωμή των χρεών.

Το αδιέξοδο αρχίζουν να το αντιλαμβάνονται σιγά-σιγά οι αστοί πολιτικοί παλαιότερης γενιάς και οι διανοούμενοι της άρχουσας τάξης γι’ αυτό και ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του αστικού κόσμου αρχίζει να ζητά την άσκηση μιας μη υφεσιακής πολιτικής. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική ίσως να είναι πια πραγματικά αδύνατη, στο βαθμό που η ανάπτυξη της τελευταίας 20ετίας ήταν εντελώς αποσυνδεδεμένη από την παραγωγή. Η κρίση δηλαδή, έχει αρχίσει πια να φαίνεται ότι είναι μια παγκοσμίων διαστάσεων προσαρμογή της εικονικής οικονομίας στην πραγματική, η οποία αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Σήμερα το παγκόσμιο ΑΕΠ αντιστοιχεί σε 54 τρισ. δολάρια αλλά τα αποθεματικά των τραπεζών – αν δεν υπάρχουν κρυφά ποσά – σε 630 τρισ. δολάρια. Και μόνο αυτά τα δύο νούμερα δείχνουν ότι οι τράπεζες που έχουν επιβληθεί σα δύναμη κατοχής πάνω στην κοινωνία, δανείζουν ψεύτικο χρήμα, δηλαδή χρήμα που αντλούν  από την εικονική οικονομία, αλλά εξοφλούνται με αληθινό, δηλαδή χρήμα  που αφαιρούν από την πραγματική οικονομία. Μ’ αυτή την έννοια, όταν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις λένε ότι δεν μπορούν να ασκήσουν άλλη πολιτική από την πολιτική σκληρής λιτότητας, λένε αλήθεια αφού οποιαδήποτε άλλη πολιτική θα ήταν αντίθετη στα συμφέροντα των τραπεζών. Με άλλα λόγια, χωρίς να χτυπηθεί η κερδοφορία του τραπεζικού κεφαλαίου, δεν υπάρχει πιθανότητα εξόδου  από την κρίση όσο μέτρα κι αν ληφθούν, όσο σκληρά κι αν είναι αυτά για τους λαούς. Όσο τα κράτη θα εγγυώνται και θα καλύπτουν τα χρέη των τραπεζών, το ρίσκο των ασύδοτων τραπεζικών δραστηριοτήτων θα μεταφέρεται σε κρατικούς προϋπολογισμούς και θα τους βυθίζει.

Με αυτές τις συνθήκες η αναπτυξιακή πολιτική μοιάζει με άπιαστο όνειρο. Ακόμα και οι προτάσεις που πλασάρονται ως ριζοσπαστικές όπως π.χ. η έκδοση ευρωομολόγου, δεν μπορούν αν υλοποιηθούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια ύφεση τύπου Η.Π.Α. ή Βρετανίας, δηλαδή μια ύφεση που δε θα συνοδεύεται από το μόνιμο φόβο κρατικής χρεοκοπίας αφού αυτές οι χώρες που ελέγχουν το νόμισμά τους, όταν δεν μπορούν να πουλήσουν ομόλογα στις αγορές βάζουν τις κεντρικές τους τράπεζες να τα αγοράσουν με χρήμα που μόλις έκοψαν.

Όλα αυτά δείχνουν ότι ο αντίπαλος δεν είναι άτρωτος. Όλοι οι δρόμοι εξόδου του καπιταλισμού από τις κρίσεις του μοιάζουν να έχουν κλείσει ή να έχουν στενέψει. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι πολλά και σοβαρά και σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και η μείωση της αποτελεσματικότητας της αστικής προπαγάνδας για τους εξής λόγους:

α) Η αποδυνάμωση του κράτους αποδυναμώνει φυσικά και τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς.

β) Ο καπιταλισμός διεθνώς δεν έχει κανένα άλλοθι για την κρίση που είναι «όλη δική του» αφού τα τελευταία 20 χρόνια παίζει χωρίς αντίπαλο. Ούτε δυνατό συνδικαλιστικό κίνημα υπάρχει όπως στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, ούτε το αντίπαλο δέος της ΕΣΣΔ που υποτίθεται ότι εξανάγκαζε τις δυτικές χώρες σε αυξημένη ροή κοινωνικών πόρων προς τους εξοπλισμούς.

γ) Η σημερινή κοινωνία παρά το γεγονός ότι έχει σε μεγάλο μέρος της αποσυρθεί τα τελευταία 30 χρόνια από τους κοινωνικούς αγώνες, έχει και υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης και μνήμες ευμάρειας που πάνε δυο και τρεις γενιές πίσω και άρα δε θα θεωρήσει τη φτώχεια δοσμένη από το Θεό… και δε θα τη δεχτεί αμαχητί.

δ) Η σκληρή λιτότητα περιορίζει έως εξαφάνισης τη μεσαία τάξη που πάντα λειτουργούσε, όσο τουλάχιστον είχε ένα μίνιμουμ αξιοπρεπούς διαβίωσης, ως δεκανίκι σε όλες της συντηρητικές επιλογές του κεφαλαίου.

Όπως φαίνεται απ’ όλα τα παραπάνω, οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος είναι πια τόσο οξυμένες, ώστε η λύση του οικονομικού δράματος δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Αυτό ισχύει βέβαια και για την περίπτωση της Ελλάδας.

Ελληνικός καπιταλισμός: ένας πολύ φτωχός συγγενής

Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι αδύνατη με τα μνημόνια ακόμα κι αν πετύχουμε κάποιες επουσιώδεις ελαφρύνσεις όπως η επιμήκυνση, η πτώση των επιτοκίων ή ένα νέο κούρεμα του χρέους. Το πρόγραμμα έτσι κι αλλιώς δεν βγαίνει όσες επιμέρους βελτιώσεις και να γίνουν. Παρά την προπαγάνδα τρόικας, Κυβέρνησης και ΜΜΕ, χρεοκοπημένο δεν είναι το ελληνικό κράτος αλλά ο ελληνικός καπιταλισμός που πασχίζει με τα μνημόνια να φορτώσει τη χρεοκοπία του στην κοινωνία.

Πράγματι, ο ελληνικός καπιταλισμός, πάντα αντιπαραγωγικός, παρασιτικός και κρατικοδίαιτος, πάντα έκνομος ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια νομιμότητας, με μόνιμη έλλειψη επενδυτικής νοοτροπίας ακόμα και στις καλές εποχές, είναι σήμερα πιο καχεκτικός από ποτέ. Εξαιρετικά αποδυναμωμένος οικονομικά, αλλά μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και γεωπολιτικά, παίζει έναν ουσιαστικά ασήμαντο διεθνή ρόλο. Από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1979 και ιδιαίτερα μετά το Μάαστριχτ (1992) και την ΟΝΕ (2002), όχι μόνο έχασε το παλιό δασμολογικό δίχτυ προστασίας του αλλά βρέθηκε και με ένα νόμισμα πολύ σκληρό «για τα κυβικά του» ενώ είναι και εκτεθειμένος σ’ έναν ανταγωνισμό που δεν μπορεί να αντέξει. Επίσης, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εγχώρια αγορά, αφού λόγω κυρίως του σκληρού νομίσματος, το οποίο μάλιστα δεν ελέγχει, ούτε είναι εξαγωγικός, ούτε έχει τις υποδομές να γίνει.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η πολιτική σκληρής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που επιβάλλουν οι δανειστές και δουλικά αποδέχεται η ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, τελικά θα πλήξει και την ίδια. Είναι ενδεικτικό ότι σήμερα ακόμα και οι τράπεζες είναι χρεοκοπημένες, πληρώνοντας τη λανθασμένη επιλογή τους να βασίσουν τα τελευταία 20 χρόνια την κερδοφορία τους σχεδόν αποκλειστικά στην ψαλίδα των επιτοκίων καταθέσεων-χορηγήσεων και στη φάμπρικα των κάθε είδους δανείων. Ακόμα λοιπόν κι αν ολόκληρη η χώρα μετατραπεί σε ειδική οικονομική ζώνη, τα οφέλη θα είναι σίγουρα μεγαλύτερα για το ξένο κεφάλαιο απ’ ότι για το ελληνικό.

Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, ο ελληνικός καπιταλισμός αφήνοντας κατά μέρος τις ανοησίες περί «ισχυρής Ελλάδας», «αειφόρου ανάπτυξης», «διείσδυσης στα Βαλκάνια» κλπ., ξεχνώντας την ευφορία της εποχής του χρηματιστηρίου (μόνο το 1,5 % των κωδικών του 1999 παραμένουν ενεργοί) και τους μεγαλοϊδεατισμούς της εποχής των ολυμπιακών αγώνων, κάνει αλλεπάλληλες σπασμωδικές κινήσεις πανικού: Δίνει γη και ύδωρ για να μείνει στην ευρωζώνη ακολουθώντας μια πολιτική που κάνει σίγουρη την έξοδό του απ’ αυτή, συμπιέζει απίστευτα το εργατικό κόστος δηλαδή το μόνο παραγωγικό συντελεστή που δεν αποτελεί πρόβλημα, δίνει υποσχέσεις που θα διαψευστούν σε λίγες μόνο ημέρες (όπως, π.χ. ότι τα μέτρα αυτά είναι τα τελευταία), θέτει στόχους που δεν μπορεί καν να πλησιάσει (ανάπτυξη από το 2013, χρέος στο 120 % του ΑΕΠ το 2020 κλπ.), καίει τη μία μετά την άλλη τις πολιτικές του εφεδρείες (ΛΑ.Ο.Σ., ΔΗΜ.ΑΡ.) ανασύροντας ακόμα και την Χρυσή Αυγή από τον υπόνομο του πολιτικού συστήματος. Μοιάζει να έχει χάσει κάθε ένστικτο αυτοσυντήρησης, να βιάζεται να ακολουθήσει την κοινωνία στο βυθό που την έσπρωξε, την ίδια στιγμή που οι Ευρωπαίοι «εταίροι» του ετοιμάζονται να τον πετάξουν κλωτσηδόν απ’ τα σαλόνια τους, σαν τον παρείσακτο επαρχιώτη που μπήκε λαθραία στη γιορτή. [2]

Αλλά και στο πολιτικό επίπεδο η ελληνική άρχουσα τάξη βρίσκεται σε δύσκολη θέση,  προσπαθώντας με την πιο αδύναμη κυβέρνηση [3] της σύγχρονης ιστορίας της χώρας να περάσει αλλεπάλληλα πακέτα σκληρών μέτρων. Σ’ αυτή την αδυναμία που θα εντείνεται όσο οι δανειστές απαιτούν νέα μέτρα, οφείλεται και η πρωτοφανής ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής, που δεν περιορίζεται βέβαια στην αστυνομική κτηνωδία ή στη συνεργασία του κράτους με το φασιστικό παρακράτος της Χρυσής Αυγής, αλλά πάει πολύ παραπέρα: Η δημοκρατία ακυρώνεται ακόμα και στην αντιπροσωπευτική της, κοινοβουλευτική, έκφανση, το Σύνταγμα κουρελιάζεται καθημερινά, καταστρατηγούμενο με κάθε τρόπο και από κάθε φορέα νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, η χώρα κυβερνάται συνεχώς υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, τα ΜΜΕ ελέγχονται ασφυκτικά σα να βρισκόμαστε σε δικτατορία.

Ακόμα και το υπουργικό συμβούλιο αντικαθίσταται από τη σύσκεψη των τριών αρχηγών όταν δεν αποφασίζει μόνος του ο Σαμαράς. Κορυφαίο όμως δείγμα του συνεχούς ακρωτηριασμού της όποιας δημοκρατίας υπήρχε στη χώρα, αποτελεί το γεγονός ότι η κυβέρνηση όχι μόνο έσπευσε να περάσει ολόκληρο το τρίτο μνημόνιο σ’ ένα μόλις άρθρο, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και εφαρμόζοντας σκληρή κομματική πειθαρχία, αλλά και ότι 10 μόλις μέρες μετά πέρασε με τη μορφή πράξεων νομοθετικού περιεχομένου όσα μέτρα δεν τόλμησε να φέρει στη Βουλή. Τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν επουσιώδεις συμπληρώσεις ή τεχνικές λεπτομέρειες όπως ισχυρίζεται η επίσημη προπαγάνδα αλλά σχεδόν αποτελούν ένα τέταρτο επαχθές μνημόνιο, επιφέροντας νέα χτυπήματα στον κόσμο της εργασίας και σε όλη την κοινωνία.

Όμως είναι σίγουρο ότι όση μαύρη προπαγάνδα κι αν γίνει περί της δήθεν αναπόδραστης αναγκαιότητας των νέων μέτρων, η μάχη θα κριθεί στην πραγματική ζωή και την πραγματική οικονομία και όχι στις ασκήσεις επί χάρτου της τρόικας και της Κυβέρνησης. Τα νέα μέτρα μπορεί να πέρασαν αλλά δε θα εφαρμοστούν –τουλάχιστον στο εισπρακτικό τους μέρος – γιατί πολύ απλά ο κόσμος δεν έχει πια τα λεφτά που θέλουν να του πάρουν. Σημασία δεν έχει ποιούς στόχους βάζεις αλλά ποιούς επιτυγχάνεις, δεν μετράει δηλαδή πόσους φόρους επιβάλλεις αλλά πόσους εισπράττεις. Η πρωτοφανής αναντιστοιχία των επιβαλλόμενων φόρων με τη φοροδοτική ικανότητα του γενικού πληθυσμού που θυμίζει καθεστώτα ανατολικής δεσποτείας, δε δείχνει μόνο κοινωνική αναλγησία. Δείχνει κυρίως πανικό και έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα. Οι νέες μειώσεις μισθών, συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων και οι νέες αυξήσεις φόρων θα μεγαλώσουν κι άλλο την ύφεση και την ανεργία χωρίς να μειώσουν το χρέος. Ένα νέο πακέτο μέτρων αρχίζει κιόλας να σχηματοποιείται για το Γενάρη ή το αργότερο για την άνοιξη, ακριβώς εξαιτίας της αποτυχίας του τωρινού. Η κάθοδος στον Άδη θα συνεχιστεί. Εκτός αν τη σταματήσει η οργανωμένη κοινωνική αντίδραση.

Και τώρα τί κάνουμε…;

Πρώτο και άμεσο καθήκον του κινήματος είναι η όσο το δυνατό συντομότερη ανατροπή και αυτής της μνημονιακής κυβέρνησης. Έχει σημασία να τη ρίξουμε πριν πέσει μόνη της ή υπό την πίεση των δανειστών, ώστε να καταλάβουν όλοι ότι οι κυβερνήσεις που παίρνουν τέτοια μέτρα δεν μπορούν να σταθούν. Παράλληλα, είναι απαραίτητος ο συντονισμός όλων των συλλογικοτήτων και των κοινωνικών κινημάτων με στόχο την οικοδόμηση δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης που θα αποτρέψουν την καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας.

Δίνουμε λοιπόν τη μάχη για την παροχή τροφής, στέγης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης σε όλους, για τη διοργάνωση συσσιτίων και κοινωνικών ιατρείων όπου είναι απαραίτητο, για να μην κλείσει κανένα νοσοκομείο και κανέναν σχολείο, για να μην γίνουν απολύσεις στο δημόσιο και να μην περάσουν στην πράξη τα βάρβαρα εργασιακά μέτρα στον ιδιωτικό τομέα, για να μην χάσει κανείς δανειολήπτης το σπίτι του, για να υπάρξει δίκτυο νομικής υποστήριξης απολυμένων ή απλήρωτων εργαζόμενων, για να συγκροτηθεί μια οργανωμένη και μαζική άρνηση πληρωμής των ληστρικών και αντισυνταγματικών χαρατσιών και για να τσακιστούν οι φασιστικές συμμορίες που δρουν ως το μακρύ χέρι του κράτους και του κεφαλαίου με στόχο τη διάλυση του εργατικού κινήματος.

Ακόμα οι απεργίες μας πρέπει να οργανωθούν καλύτερα με παράκαμψη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που τις σαμποτάρει συστηματικά, απεργιακά ταμεία, επιτροπές αγώνα, πυρήνες σε μικρότερες εργασιακές μονάδες, περιφρούρηση ενάντια στους απεργοσπάστες, διακλαδικό συντονισμό, συμπόρευση με ανέργους, φοιτητές, μετανάστες και λαϊκές συνελεύσεις οι οποίες πρέπει να ενισχυθούν και να οργανωθούν καλύτερα.

Επίσης είναι απαραίτητη η οργάνωση άμυνας στην αστυνομική καταστολή, ιδιαίτερα στις μεγάλες διαδηλώσεις και πορείες. Είναι βέβαια αλήθεια ότι για να τους νικήσουμε στο δρόμο πρέπει πρώτα να τους έχουμε νικήσει πολιτικά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αμυνθούμε στην καταστολή που έχει πια πάρει διαστάσεις ωμής βίας. Η ίδια η λογική των διαδηλώσεων πρέπει ίσως να αλλάξει. Μια πορεία που κατευθύνεται στο Σύνταγμα, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας. Όσοι συμμετέχουν τα τελευταία χρόνια σε τέτοιες διαδηλώσεις έχουν πλέον καταλάβει πολύ καλά ότι η πλατεία Συντάγματος αποτελεί πια για τους διαδηλωτές κυριολεκτικά άβατο. Είναι πολύ εύκολο για την αστυνομία να την κρατήσει συγκεντρώνοντας εκεί τις δυνάμεις της, ρίχνοντας βροχή δακρυγόνων και χειροβομβίδων κρότου-λάμψης, χρησιμοποιώντας αν υπάρξει ανάγκη και τα νέα της αποκτήματα όπως οι αντλίες νερού, οι πλαστικές σφαίρες ή ό,τι άλλο χρειαστεί. Αν πραγματικά θέλουμε μια δυναμική αντίδραση που θα σηκώσει το ηθικό του κόσμου και θα φοβίσει την αστυνομία δείχνοντάς της ότι δεν παίζει χωρίς αντίπαλο, χρειάζεται μια αλλαγή του «γενικού σχεδίου» των διαδηλώσεων, αν υποθέσουμε ότι μέχρι τώρα υπήρχε τέτοιο: Προσυγκεντρώσεις σε διάφορα σημεία της πόλης, μικρότερα και ταυτόχρονα συλλαλητήρια σε κεντρικά σημεία πολλών γειτονιών, αποκλεισμοί δρόμων, καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, κόσμος εφοδιασμένος τουλάχιστον με αντιασφυξιογόνες μάσκες και κράνη μοτοσικλετιστή, είναι μερικά μόνο βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί μια κατάσταση όπου δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κατευθύνονται στο Σύνταγμα σαν πρόβατα επί σφαγή, για να δεχτούν πριν καλά-καλά φτάσουν εκεί (αν δεν προσαχθούν προληπτικά από ασφαλίτες) την ωμή επίθεση των ΜΑΤ και των ομάδων ΔΕΛΤΑ που συμπεριφέρονται πλέον εντελώς απροσχημάτιστα σαν εγκληματική συμμορία όπως άλλωστε και οι χρυσαυγίτες ομοϊδεάτες τους.

Εννοείται ότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς κάποιου είδους κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς δηλαδή τη συμβολή των κομμάτων και των οργανώσεων της αριστεράς τα οποία έχουν τις οργανωτικές δομές, τους οικονομικούς πόρους και τη μαζική συμμετοχή που απαιτείται. Δυστυχώς κάτι τέτοιο μοιάζει αυτή τη στιγμή πολύ μακρινό, δεδομένου ότι οι ηγεσίες της κοινοβουλευτικής Αριστεράς είναι απόλυτα συστημικές και ρεφορμιστικές. Ο μόνος τρόπος τα κομματικά επιτελεία να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, είναι να συρθούν από την πίεση της βάσης και γι’ αυτό άλλωστε είναι κεφαλαιώδους σημασίας το ζήτημα της συνειδητοποίησης του κόσμου της Αριστεράς και της συνεργασίας του, έστω σε επίπεδο πράξης, με τον α/α χώρο,  κάθε είδους κινηματική δομή (π.χ. λαϊκές συνελεύσεις), μετανάστες κλπ.

Απώτερος μεγάλος στόχος όλων των παραπάνω, πρέπει να είναι η διοργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας, αν είναι δυνατό και σε συντονισμό με εργαζομένους άλλων χωρών που πλήττονται από την κρίση. Αυτή η διεθνιστική διάσταση είναι σήμερα πιο απαραίτητη από ποτέ, εφόσον το πρόβλημα δεν είναι εγχώριο αλλά διεθνές, ενώ και ο αντίπαλος είναι οργανωμένος σε διεθνές επίπεδο. Μια επιτυχημένη γενική πολιτική απεργία θα είχε παγκόσμιο αντίκτυπο, θα όπλιζε τον κόσμο με εμπιστοσύνη στον εαυτό του και πιθανόν θα ανέτρεπε τις ξεπουλημένες ηγεσίες των συνδικάτων – πράγμα απαραίτητο για το ξεπέρασμα του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού. Με άλλα λόγια θα ανέβαζε το γενικό επίπεδο του κινήματος και θα δρομολογούσε ίσως νέες εξελίξεις, ενώ είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα ανέτρεπε την κυβέρνηση Σαμαρά.

Τέλος, το κίνημα πρέπει να κατεβάσει πιο προωθημένα αιτήματα, να θέσει πιο φιλόδοξους στόχους που να πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από τη μερική ανάκτηση όσων χάθηκαν τα τελευταία χρόνια. Έξοδος της χώρας από την Ε.Ε. και την ευρωζώνη, ολοκληρωτική διαγραφή του χρέους, διαγραφή των χρεών όλων των χωρών προς τις τράπεζες, κοινωνικοποίηση των τραπεζών, άμεση κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, εργατικός έλεγχος παντού και ειδικά στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα που κλείνουν με πέρασμά τους στα χέρια των εργαζομένων, βαρύτατη φορολόγηση της Εκκλησίας (αν όχι απόλυτη κοινωνικοποίηση της περιουσίας της), δήμευση των περιουσιών όσων έβγαλαν αφορολόγητα κεφάλαια στο εξωτερικό, διάλυση των ΜΑΤ και των ομάδων ΔΕΛΤΑ, ανασυγκρότηση της χώρας με ανασύσταση του παραγωγικού ιστού της και αλλαγή του γενικού οικονομικού μοντέλου προς την κατεύθυνση του περάσματος των μέσων παραγωγής στα χέρια των εργαζομένων, των πραγματικών δηλαδή παραγωγών του πλούτου.

Πολύ σημαντικό είναι να μπορέσει να υπάρξει μια συμφωνία των δυνάμεων της αριστεράς και του ελευθεριακού χώρου πάνω σε ένα μίνιμουμ μεταβατικό πρόγραμμα ανόρθωσης της χώρας και ανακούφισης της κοινωνίας και ιδιαίτερα των πιο αδύναμων στρωμάτων της, η οποία δέχεται την πιο σκληρή επίθεση της μεταπολεμικής περιόδου. Δεν αναφερόμαστε σε μια ανέφικτη και ίσως αχρείαστη ιδεολογική ενότητα, αλλά σε μια ενότητα στη δράση που είναι και εφικτή και απαραίτητη. Αυτή η ενότητα στη δράση μπορεί να επιτευχθεί πάνω στη βάση της αυτό-οργάνωσης του κόσμου με στόχο την ικανοποίηση συγκεκριμένων αιτημάτων (π.χ. άρνησης πληρωμής φόρων, ματαίωση του κλεισίματος νοσοκομείων ή των συγχωνεύσεων των σχολείων κλπ.).

Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται η επικοινωνιακή αντεπίθεση του κινήματος μέσω μιας εντατικής εκστρατείας ενημέρωσης του κόσμου η οποία πρέπει να γίνει με επιστημονικό τρόπο και να επικεντρωθεί κυρίως στα εξής θέματα:

α) Πώς φτάσαμε ως εδώ. Πώς και από ποιούς δημιουργήθηκε το χρέος.

β) Γιατί τα προγράμματα που επιβάλλει η τρόικα οδηγούν τη χώρα σε αδιέξοδο.

γ) Ποιός είναι ο ρόλος της ελληνικής αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού.

δ) Ποιές είναι οι αδυναμίες του αντιπάλου. Σε ποιό βαθμό έχουν οξυνθεί οι αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος και ποιές προοπτικές υπάρχουν για την ανατροπή του μέσω της όξυνσης της ταξικής πάλης.

ε) Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την άνοδο του φασισμού και ποιός είναι ο πραγματικός του ρόλος.

στ) Ποιοί πρέπει να είναι οι κύριοι άξονες ενός προγράμματος άμεσης ανόρθωσης της οικονομίας της χώρας και σε ποιά σημεία μπορεί να επιτευχθεί μια σύγκλιση όλων των προοδευτικών, αριστερών, αντιφασιστικών και αναρχικών/αντιεξουσιαστικών δυνάμεων.

Μια τέτοια εκστρατεία ενημέρωσης θα έχει ως αποτέλεσμα την ανύψωση του ηθικού του κόσμου και την εδραίωση της πεποίθησής του ότι μπορεί να τα καταφέρει, ενώ παράλληλα θα εξόπλιζε το κίνημα με μια ανώτερου επιπέδου τακτική και στρατηγική, που με δεδομένοι ότι σήμερα η πολιτική και οικονομική ελίτ άρχει χωρίς όμως πια να ηγεμονεύει, θα το βοηθούσε να αναλάβει την κοινωνική ηγεμονία με την γκραμσιανή έννοια.

Είναι γνωστή η άποψη του Λένιν πως οι κυριότερες προϋποθέσεις για την δημιουργία μιας επαναστατικής κατάστασης είναι: α) οι εκμεταλλευόμενοι να μην αντέχουν πια να κυβερνώνται όπως πριν και β) οι εκμεταλλευτές να μην μπορούν πια να κυβερνούν όπως πριν. Κι αν το πρώτο είναι κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά στην ιστορία και δεν είναι αντικειμενικά μετρήσιμο, το δεύτερο συμβαίνει πολύ σπάνια και μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια. Μπροστά σε μία τέτοια κατάσταση βρισκόμαστε σήμερα. Η πορεία του καπιταλισμού τα τελευταία 30 χρόνια έχει οξύνει τόσο πολύ τις αντιφάσεις του που τα προβλήματά του δείχνουν πραγματικά άλυτα. Όλο το σύστημα είναι μπλοκαρισμένο, κανένα από τα προγράμματα ανάκαμψης δεν είναι υλοποιήσιμο. Η αντίφαση των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων είναι τόσο έντονη όσο λίγες φορές στην ανθρώπινη ιστορία. Ο αντίπαλος λοιπόν δεν είναι άτρωτος και παντοδύναμος. Ο καπιταλισμός είναι πλέον ένα σύστημα ξεπερασμένο που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Οι υλικές προϋποθέσεις για την ανατροπή του ωριμάζουν ταχύτατα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι θα πέσει από μόνος του ή ότι το έργο της ανατροπής του θα είναι εύκολο. Σημαίνει απλά ότι θα πρέπει να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε και να συζητάμε σαν κάτι που αφορά την παρούσα ιστορική φάση και όχι ένα απροσδιόριστο μέλλον. Σημαίνει ότι δεν πρέπει να τους υπερτιμάμε και να τους φοβόμαστε παραπάνω απ’ όσο τους πρέπει και ότι αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε να πάμε ένα βήμα παραπέρα έστω κι αν δεν ξέρουμε ακόμα πόσο μακριά μπορεί να μας οδηγήσει αυτό το βήμα. [4]

Σημειώσεις:

1.Αναθεωρημένα στοιχεία που η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε την 6/10/2012 αναθεωρώντας τα αρχικά 3,5 % και 6,9 % αντίστοιχα.

2.Αυτό αποδεικνύεται από τα καψόνια που κάνει η τρόικα στην κυβέρνηση για την εκταμίευση της δόσης που καθυστερεί από τον Ιούνιο, επιβεβαιώνοντας τόσο την αδυναμία της Ευρώπης να χρηματοδοτήσει το ίδιο της το πρόγραμμα όσο και την ασήμαντη θέση του ελληνικού καπιταλισμού και του πολιτικού του προσωπικού σε διεθνές επίπεδο.

3. Ήδη οι 179 βουλευτές έγιναν 153 κατά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, ενώ το κόμμα που πραγματικά κυβερνά, πολύ συχνά ούτε καν ενημερώνοντας τους 2 κολαούζους του, έχει το 29,65 % των ψήφων του 62,49 % που ψήφισε. Πρόκειται για νούμερα πρωτοφανή χωρίς να υπολογίσουμε τη ραγδαία φθορά της κυβέρνησης που αποτυπώνουν όλες οι μετεκλογικές δημοσκοπήσεις.

4. Επικαιροποίηση του άρθρου – Απρίλιος 2013

Συγγραφική ομάδα glid2

Shortlink: http://eagainst.com/?p=44445

 

Εσύ που ήσουν «περήφανε» Ελληναρά;

«Περήφανε» Ελληναρά, αυτό το κείμενο απευθύνεται σ’ εσένα. Εσένα που ξαφνικά πιστεύεις πως…ξύπνησες!

Εσένα που θεωρείς πως ξύπνησες τοποθετώντας την ελληνική σημαία στο μπαλκόνι του σπιτιού σου και σαν avatar στο facebook. Εσένα που ξαφνικά αντιλήφθηκες πως… σε πούλησαν οι «αλήτες – προδότες – πολιτικοί», αλλά φυσικά ξαναπήγες να τους ψηφίσεις ώστε να αποκρούσεις τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και να προστατεύσεις τις καταθέσεις που δεν έχεις από τον «κίνδυνο της εξόδου της Πατρίδας από το ευρώ και την άτακτη χρεοκοπία». Εσένα που πιστεύεις πως πίσω απ’ το κάθε τί κρύβεται μια μυστική συνωμοσία Εβραίων και μασόνων, που κοιτάς τον ουρανό κάθε τρεις και λίγο για να δεις αν «μας ψεκάζουν ή όχι», που επικροτείς την βία κατά των μεταναστών που «σου παίρνουν τις δουλειές»…

Εσένα ρατσιστή που επιδιώκεις να συνδέσεις το όνομα του τόπου στον οποίο γεννήθηκε η Δημοκρατία και πρωτοδοκιμάστηκε η αυτοκυβέρνηση, με τον μιλιταρισμό, και την ξενοφοβία. Εσένα που αφού μάσησες απλωμένος στην ξαπλώστρα τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, θυμήθηκες πως πρέπει «να επιστρέψουν τα κλεμμένα». Εσένα που ξαφνικά θέλεις να «ξεβρωμίσει ο τόπος», να δίνεται φαγητό «μόνο σε Έλληνες», να γίνονται μεταγγίσεις αίματος «μόνο σε Έλληνες», αφού βέβαια ξεζούμισες πρώτα μετανάστες στα χωράφια, στα εργοστάσια, στα δημόσια έργα, αλλά και μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, να ξεσκατίζουν την ανήμπορη μάνα σου και να αισθάνεσαι οσιομάρτυρας που παραχωρούσες μια τρίωρη έξοδο την Κυριακή… Εσένα που αντιμετωπίζεις ως εχθρούς τους αριστερούς και τους αναρχικούς, αλλά ποτέ δεν κάθισες να διαβάσεις τι στο διάολο μπορεί να λέει αυτός ο Μαλατέστα, ή εκείνος ο Μαρξ, ή η άλλη, η Έμμα Γκόλντμαν, αλλά αρκέστηκες να αναμασάς από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου τις χιλιοειπωμένες παπαριές της ακροδεξιάς για «ανθέλληνες», «άπλυτους» κτλ. Αλήθεια…ποιός μισεί τη χώρα στην οποία γεννήθηκε; Αυτός που χρόνια τώρα αγωνιζόταν στους δρόμους για ανθρώπινα δικαιώματα, ελευθερίες, ισότητα, ισονομία, δικαιοσύνη ή αυτός που σχημάτιζε λακκούβες στους καναπέδες παρακολουθώντας reality και τσόντες;

Σ’ ακούω να γελάς ειρωνικά… «περήφανε» Ελληναρά του πληκτρολογίου! Σε βλέπω να σερφάρεις στο διαδίκτυο από το πρωί μέχρι το βράδυ, να σχολιάζεις σε κάθε ανάρτηση και όποτε σε πιάνουν τα υπαρξιακά σου, να μιλάς για την «Πόλη» που «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δική σου θα ‘ναι»! Να κάνεις λόγο για τις «προφητείες του Γέροντα Παίσιου», να μιλάς για Ορθόδοξα και Βυζαντινά μεγαλεία και ταυτόχρονα να εκθειάζεις τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη – τι τρομερός συνδυασμός! Αρχαία Ελλάδα και Βυζάντιο… (από τη μια η δημοκρατία και από την άλλη ο θεοκρατικός σκοταδισμός… ή μάλλον σκοταδισμός και στις δύο περιπτώσεις, μιας και δεν είσαι σε θέση ν’ αντιληφθείς ούτε καν την φιλοσοφική δημοκρατική σκέψη των αρχαίων Αθηναίων, και απεναντίας, φετιχίζεσαι είτε με εικόνες του Λεωνίδα είτε με έναν από τους μεγαλύτερους σφαγείς της αρχαιότητας, τον Μέγα Αλέξανδρο)!

Που ήσουν λοιπόν τιμητή της αριστεράς και της αντιεξουσίας; Ενδεικτικά και μόνο ερωτώ τα παρακάτω:

Πού ήσουν όταν ψηφίστηκε ο νόμος [1] περί κηρύξεως μιας απεργίας παράνομης και καταχρηστικής και πότε συνειδητοποίησες ότι σ’ αυτή την χώρα, εδώ και 30 χρόνια, δεν υπήρξε ούτε μία σημαντική ή δυναμική απεργία που να μην κηρύχθηκε παράνομη ή/και καταχρηστική [2] από κάποιο ελληνικό δικαστήριο; Γιατί τώρα παραπονιέσαι που είσαι άνεργος, που σε θεωρούν «συνεργάτη» και δεν έχεις άδειες, επιδόματα, αποζημίωση απόλυσης κλπ.; Πότε αγωνίστηκες στον χώρο της δουλειάς σου; Πότε προσπάθησες να συνδικαλιστείς αυτο-οργανωνόμενος, μακριά από πουλημένες ή ανίκανες συνδικαλιστικές ηγεσίες ή εργατοπατέρες; Πού ήσουν όταν εργάτες απολύονταν στην προσπάθεια τους να ιδρύσουν σωματείο στα εργοστάσια και τις εταιρίες; Και ποιό ρόλο είχες, αλήθεια, στις απεργίες; Του απεργού, ή μήπως του απεργοσπάστη;

Πού ήσουν το Φλεβάρη του 1991, όταν οι εργαζόμενοι της ΕΑΣ (νυν ΕΘΕΛ) ξεκίνησαν απεργία διαρκείας ενάντια στα μέτρα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που ήταν βγαλμένα απευθείας απ’ τις σημειώσεις της Θάτσερ και του Ρήγκαν; Όταν στις 21 Μάρτη του ’91 τα ΜΑΤ γνώρισαν τι θα πει εργατική αντίσταση από πρώτο χέρι ή όταν τον επόμενο χρόνο οι ίδιοι εργαζόμενοι κατέλαβαν κάθε αμαξοστάσιο, περιφρούρησαν την απεργία σε κάθε αφετηρία και στάση και πέτυχαν να μην κυκλοφορήσει κανένα λεωφορείο, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της ΕΑΣ, τις απολύσεις και τις μειώσεις μισθών; Ήσουν κάποιος από τους φουρνάρηδες που τους έδιναν δωρεάν ψωμί, ή κάποιος από τους αδιόριστους εκπαιδευτικούς που προσέφεραν δωρεάν μαθήματα στα παιδιά τους ή έστω κάποιος από τους 40.000 που στήριξαν τους απεργούς σε συναυλία αλληλεγγύης στο στάδιο της ΑΕΚ;

Πού ήσουν όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη άρχισε τις ιδιωτικοποιήσεις το 1992, ξεπουλώντας την ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ, αρχίζοντας μια τακτική που τότε επικροτούσες επειδή το Δημόσιο σου φαινόταν «υδροκέφαλο» και για όλα έφταιγαν πάντα και μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ τώρα, που ξεπουλιούνται τα πάντα, από ενεργειακές πηγές και υπηρεσίες μέχρι νοσοκομεία, φωνάζεις επειδή η κόρη σου είναι κατά 99% μέσα στους 150.000 δημοσίους υπαλλήλους που θ’ απολυθούν ως περιττοί σε μία χώρα που έχει το μικρότερο δημόσιο τομέα και τους πιο κακοπληρωμένους δημοσίους υπαλλήλους από όλες όσες την κατηγορούν για «υπέρογκο Δημόσιο Τομέα»;

Ξέρω! Ναι για τότε ξέρω! Ήσουν στα συλλαλητήρια του «Η Μακεδονία είναι Ελληνική», ανεμίζοντας ένα ριγέ γαλανόλευκο πανί με ένα σταυρουδάκι. Καταλαβαίνεις πόσο μακριά νυχτωμένος ήσουν όταν είχαν αρχίσει ήδη να σου κλέβουν τη ζωή κι εσύ φορούσες μια περικεφαλαία ενώ ήσουν έτοιμος να πάθεις εγκεφαλικό σκεφτόμενος ότι κάποιοι «γυφτοσκοπιανοί» (γειά σου ρε Άριε Έλληνα…!) τόλμησαν ν’ αμφισβητήσουν την ελληνικότητα του Βουκεφάλα και του αναβάτη του;

Αλήθεια, τί έκανες όταν το 1992 οι ασφαλιστικές εισφορές εκτοξεύτηκαν ενώ, με τον πρώτο ασφαλιστικό νόμο, οι ασφαλισμένοι χωρίστηκαν στους «πριν την 1.1.1993» και στους «μετά την 1.1.1993», με τους τελευταίους να είναι γνωστό ήδη από τότε, πριν από 19 χρόνια, ότι αν ποτέ έφταναν να συνταξιοδοτηθούν θα έπρεπε να ζήσουν με χρήματα που δεν φτάνουν ούτε για φαγητό 10 ημερών; Τώρα που μειώθηκε στο ήμισυ η σύνταξη του γέρου σου, μήπως αναρωτιέσαι αν είσαι και εσύ συνυπεύθυνος που αντί να αντισταθείς τότε, προτίμησες να ρεφάρεις με τζογαρίσματα σε αεριτζίδικες επιχειρήσεις και σε χρηματιστήρια;

Και όταν οι πολιτικοί που ψήφισες με υπερηφάνεια (και μυαλό) παγωνιού, επικύρωναν την Συνθήκη του Μάαστριχτ, γιατί δεν μπήκες καν στον κόπο να μάθεις τί αφορούσε και πώς θα επηρεαζόταν η ζωή σου και η ζωή στην χώρα που ζεις; Δεν σου πέρασε από το μυαλό ότι ο Νεοφιλελευθερισμός δεν έχει χώρο στην βάρκα του παρά μόνο για ελάχιστους; Πώς σου ήρθε ότι εσύ θα ήσουν μέσα σ’ αυτούς; Επειδή ήσουν το καλό παιδί και ψήφιζες καμαρωτά; Επειδή δεν απεργούσες ή επειδή ανέμιζες όλο χαρά την γαλάζια και πράσινη σημαία; Επειδή δεν ήξερες τι σημαίνει πορεία διαμαρτυρίας, πίστεψες ότι θα σε λυπηθούν εσένα και την οικογένειά σου… ;

Όταν ο Σημίτης και οι φίλοι του σε έβαλαν να παίξεις στο χρηματιστήριο γιατί ήσουν τόσο αδικαιολόγητα αμόρφωτος ή αφελής ώστε να πιστέψεις ότι «όλοι μπορούν να πλουτίσουν έτσι»; Υποτίθεται ότι σπούδασες, ναι; Πώς δεν κατάλαβες κάτι που ακόμα και ένα παιδί του δημοτικού θα υποπτευόταν; Υπήρξες κυρίως ηλίθιος, κυρίως κάθαρμα ή και τα δύο μαζί;

Μπορείς να μου εξηγήσεις με δικά σου λόγια, γιατί το 1998 πανηγύριζες σε κατάσταση ιερής μανίας επειδή ανατέθηκαν στην χώρα οι Ολυμπιακοί αγώνες του 2004, λες και ήταν δύσκολο να φανταστείς, ότι με την μίζα και την γνωστή μαφία που εκμεταλλεύεται τέτοιου είδους παγκόσμια happenings…, θα πλούτιζε μια μικρή ντόπια και μη, μειοψηφία, ενώ έμπαιναν οι βάσεις για την πιο βαθιά εξαθλίωση του λαού σε μια χώρα που σπαταλούσε σαν νεόπλουτος μικροαστός; Από που σκέφτηκες ότι θα βγουν αυτά τα λεφτά; Από το μαγικό καπέλο του Σημίτη ή της Αγγελοπούλου ή από την δική σου τσέπη και πάνω στα πτώματα των μεταναστών εργατών που τότε, για χάρη της Ολυμπιάδας ήταν εργάτες, ενώ μετά μεταμορφώθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη σε «λαθρομετανάστες»;

Πού ήσουν τον Ιούνη του 2003, όταν στη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Πόρτο Καρράς της Χαλκιδικής 25.000 άνθρωποι διαδήλωσαν ενάντια στις ολιγαρχίες αυτού του πλανήτη; Όταν αναρχικοί συγκρούονταν με τα ΜΑΤ, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το κτίριο της συνεδρίασης, προσπαθώντας να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό;

Που ήσουν από το Μάη 2006 ως τον Απρίλη 2007, όταν δεκάδες χιλιάδες φοιτητές κατέλαβαν τα πανεπιστήμια όλης της χώρας, ρισκάροντας ή και χάνοντας εξάμηνα από τις σπουδές τους, ώστε να αποτρέψουν την ψήφιση του νόμου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που πρότεινε η Γιαννάκου ; Όταν οι φοιτητές κατέβαιναν καθημερινά στους δρόμους, αντιμετωπίζοντας την κρατική καταστολή, μέσα από ποιά φωνή εκφραζόσουν τότε ενάντια στους φοιτητές και τις διεκδικήσεις τους, αν όχι από τη ΔΑΠάρα της Μυκόνου;

Όταν οι δάσκαλοι απεργούσαν επί 35 ημέρες διεκδικώντας ένα καλύτερο δημόσιο σχολείο και τους χτυπούσαν τα ΜΑΤ σε καθημερινή βάση, γιατί χαιρόσουν; Επειδή πίστευες ότι το δημόσιο σχολείο ήταν για φούντο έτσι κι αλλιώς αφού είχε γεμίσει με παιδάκια μεταναστών; Τώρα γιατί γκρινιάζεις που το παιδί σου θα μπει σε μία τάξη 25 τ.μ. μαζί με άλλα 40 παιδιά;

Πού ήσουν όταν βγήκε στη φόρα το σκάνδαλο του Bατοπαιδίου, της Siemens, του παραδικαστικού κυκλώματος, των υποκλοπών, των βασανιστηρίων κατά των Αφγανών και των απαγωγών των Πακιστανών ; Χαίρεσαι ακόμα που οι μπάτσοι αθωώθηκαν λόγω αμφιβολιών; Σου λέει κάτι ότι από την εποχή του Μελίστα [3], οι μόνοι ποινικοί που έχουν πλήρη ασυλία σ’ αυτήν την χώρα που αποκαλείς ακόμα Πατρίδα, είναι οι μπασκίνες (και, εσχάτως, και οι νεοναζιστές);

Πού ήσουν όταν το Κράτος έβαφε τα χέρια του με αίμα; Όταν δολοφονούσε τον Μιχάλη Καλτεζά, πυροβολώντας τον πισώπλατα. Όταν ο πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ, της νεολαίας της σημερινής κυβερνητικής παράταξης, δολοφόνησε χτυπώντας με λοστό στο κεφάλι το Νίκο Τεμπονέρα, κατά τη διάρκεια κατάληψης ενάντια στο νομοσχέδιο του τότε Υπουργού Παιδείας, Βασίλειου Κοντογιαννόπουλου. Όταν σκότωνε εν ψυχρώ τον 15χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο. Όταν όλοι εμείς ήμασταν στο δρόμο, ενάντια στο Κράτος της Καταστολής και της Τρομοκρατίας, εσύ που ακριβώς βρισκόσουν;

Πού ήσουν πέρσι όταν ο κόσμος προσπαθούσε να συνδιαμορφώσει προτάσεις μέσα από λαϊκές συνελεύσεις; Μούντζωνες τη Βουλή φορώντας μια γαλανόλευκη σαν μπέρτα και έτρωγες καλαμποκάκι; Όταν στα τέλη του περσινού Ιούνη χιλιάδες διαδηλωτών δέχτηκαν τη βίαιη καταστολή της Αστυνομίας, εσύ βοηθούσες πρόθυμα σαν παρακρατικός ακροδεξιός ή έβριζες για την καταστροφή των μαρμάρων του κέντρου απ’ αυτούς που θες ν’ αποκαλείς κουκουλοφόρους; Τον Φλεβάρη του ’12, θρηνούσες για την πυρκαγιά στο Αττικόν ή σήκωνες την πέτρα ενάντια στα χακί τάγματα ασφαλείας; Αλήθεια, πότε επιτέλους θα σταματήσεις να μασάς την καραμέλα της Μαρφίν, αποδίδοντας σε χιλιάδες ανθρώπους το εσκεμμένο ή όχι έγκλημα ενός-δύο-τριών ανθρώπων;

Και κάτι ακόμα: Τώρα πού είσαι; Τώρα που κατηγορείς για τα πάντα τους πάντες και τα πάντα, από τον Σόρος έως τους εξωγήινους, αλλά κυρίως βέβαια τους «κουκουλοφόρους, ανθέλληνες, προδότες, αναρχικούς των Εξαρχείων» και τους «ξένους – που – ήρθαν – και – σου – πήραν – την – χώρα». Είσαι έστω και τώρα ελάχιστα συγκεντρωμένος ώστε να καταλάβεις ποιός είναι ο εχθρός και ποιός ο φίλος και ο σύμμαχος; Τι ρωτάω; Εσύ είσαι έτοιμος, στο όνομα της Πατρίδας… να ψηφίσεις ακόμα και τα παιδιά του Αδόλφου…

Δεν σου γράφω για να σε αφορίσω – δεν είμαι παπάς εξάλλου. Ούτε για να αποδείξω αυτάρεσκα πως εγώ είμαι ο αγωνιστής που δεν ευθύνεται για τίποτα κι εσύ αυτός που αξίζει να κοιμηθεί όπως έστρωσε. Σου γράφω για να διαλύσω, όσο μπορώ, αυτό το τοπίο της ανορθολογικής ομίχλης που έχεις δημιουργήσει στον ορίζοντα σου. Προσπαθώ, αναλαμβάνοντας κι εγώ τις δικές μου ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση, να κόψω το δέντρο, που μας κρύβει το δάσος. Κατάλαβε το, κι εμπέδωσε το, πως είτε το θέλουμε είτε όχι μαζί θα συνεχίσουμε στο δρόμο της εξαθλίωσης ή μαζί θα αγωνιστούμε για ν’ αλλάξουμε ριζικά ό,τι στρεβλό δημιουργήσαμε ή αφήσαμε να δημιουργηθεί όλα αυτά τα χρόνια. Αν επιλέξεις να συγκρουστείς μαζί μου, γυρίζοντας την πλάτη στα πραγματικά σου προβλήματα, να ξέρεις πως έχω κι εγώ την ψυχή να συγκρουστώ, ενάντια σε κρατικούς και παρακρατικούς μηχανισμούς εξουσίας και καταπίεσης. Άλλωστε δεν θα ‘ναι η πρώτη φορά για μένα. Και θα το κάνω. Γιατί απαιτώ να ζήσω ελεύθερος και ως ίσος μεταξύ ίσων. Αλλά, προτεραιότητα μου είναι να είσαι δίπλα μου, κι εγώ σ’ εσένα.

Σημειώσεις

1.  Ν.1264/1982 ο οποίος τροποποιήθηκε κυρίως με τον Ν.1915/1990.
2. Μια απεργία θεωρείται παράνομη όταν κηρύχθηκε χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων κήρυξης που προβλέπονται στο νόμο, ενώ καταχρηστική όταν, παρόλο που κηρύχθηκε σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις, θεωρείται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσφυγή σε απεργία υπερβαίνει προφανώς τον κοινωνικό ή και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος των εργαζομένων να επιδιώξουν με αυτή την ικανοποίηση κάποιου αιτήματός τους. Η κρίση περί παρανομίας και καταχρηστικότητας υπάγεται στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων τα οποία σχεδόν ποτέ δεν έκριναν απεργία νόμιμη ή μη καταχρηστική…
3. Ο αστυνομικός που πυροβόλησε εν ψυχρώ τον Μιχάλη Καλτεζά την 17.11.1985

Συνδιαμόρφωση κειμένου από Ian Delta, Efor


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-b5Z

Κανείς δεν θα έπρεπε να τους φοβάται πια

Μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, γινόμαστε μάρτυρες μιας, πρωτοφανούς σε ένταση, εκστρατείας κατατρομοκράτησης του εκλογικού σώματος από τη μεριά του ελληνικού και διεθνούς μεγάλου κεφαλαίου, που χρησιμοποιώντας τον πολιτικό του βραχίονα, δηλαδή τα «μνημονιακά» κόμματα και τα ΜΜΕ, επιχειρεί την ουσιαστική ακύρωση της βούλησης της κοινωνίας, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από κοινωνικούς αγώνες από τον Μάιο του 2010 μέχρι σήμερα, αλλά ακόμα και μέσα από τις τελευταίες εκλογές.

Κατά την περίοδο των διερευνητικών εντολών, πρόσχημα της εκστρατείας αυτής υπήρξε ο υποτιθέμενος κίνδυνος της ακυβερνησίας, ενώ μετά την προκήρυξη των νέων εκλογών ένα νέο φάντασμα μας απειλεί: η άτακτη χρεοκοπία, η έξοδος από την Ευρωζώνη και η επιστροφή στη λίθινη εποχή…

Και στις δύο περιπτώσεις βέβαια, ο πραγματικός λόγος εξαπόλυσης αυτής της εκστρατείας είναι η επείγουσα ανάγκη του κεφαλαίου, των τραπεζών και των Νεοφιλελεύθερων πολιτικών ελίτ, για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης που θα περάσει και θα εφαρμόσει τα εφιαλτικά 77 μέτρα για τα οποία έχουν ήδη δεσμευτεί προεκλογικά με τις υπογραφές τους οι Βενιζέλος και Σαμαράς. Το πόσο επείγουσα είναι αυτή η ανάγκη φαίνεται από το μπαράζ τρομοκρατικών δηλώσεων εγχώριων και ξένων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, όπως επίσης και από την καταιγίδα που μαίνεται στα έντυπα αλλά και ηλεκτρονικά ΜΜΕ.

Τελευταία τους ανακάλυψη προς αυτή την κατεύθυνση, ήταν η δημοσιοποίηση προβλέψεων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, από διεθνή οικονομικά ινστιτούτα και (διεθνή και ελληνικά) χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με κορυφαίο παράδειγμα την πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας: 65% υποτίμηση της δραχμής, 22% ύφεση, 34% ανεργία, 32% πληθωρισμός, 12% έλλειμμα, 373% χρέος. Το μόνο που λείπει από το εφιαλτικό τοπίο που φιλοτέχνησε ο κ. Ράπανος είναι οι εξωγήινοι, τα ζόμπι και ο Βελζεβούλης (εφόσον ο Καιάδας είναι ήδη εδώ…!).

Το πώς βγαίνουν αυτά τα νούμερα μικρή σημασία έχει. Η ανυπαρξία επιστημονικής τεκμηρίωσης των πορισμάτων του πονήματος επίσης. Γιατί π.χ. 32% πληθωρισμός και όχι 31% ή 33%; Άλλωστε η CITYGROUP δίνει άλλα νούμερα (60% υποτίμηση, 10% ύφεση, 20% πληθωρισμός, 400% χρέος κλπ.), όπως και η ALPHABANK, η BNP Paribas κ.ο.κ….

Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των προβλέψεων που είναι όλες το ίδιο ατεκμηρίωτες και μπακαλίστικες είναι η εμπέδωση στο εκλογικό σώμα και στην κοινωνία, της αντίληψης ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων που η χώρα έχει αναλάβει μέσω των μνημονίων, θα την οδηγήσει σε άτακτη χρεοκοπία, την έξοδο από την Ευρωζώνη και το χάος. Αυτό που δεν μας λένε είναι που οδήγησαν τη χώρα τα μνημόνια. Ας δούμε λοιπόν μερικά στοιχεία (στα οποία έχει γίνει λεπτομερής αναφορά σε προηγούμενη ανάρτησή μας):

α) Η ανεργία που παρελήφθη από το 8,9% έφτασε ήδη στο 22,6 % (1.120.097) με τη γυναικεία να βρίσκεται στο 25,7% και τη νεανική στο 52,7 %. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε τα στοιχεία έγκυρα _ πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο αφού οι κατηγορίες ανέργων που δεν προσμετρώνται θα ανέβαζαν το ποσοστό 2 – 2,5 εκατοστιαίες μονάδες – πρόκειται για την δεύτερη μεγαλύτερη γενική ανεργία σε όλη την Ευρώπη μετά την Ισπανία, ενώ η νεανική και η γυναικεία κατέχουν πλέον το θλιβερό προνόμιο της πρωτιάς.

β) Η ύφεση που συνεχίζεται για 5η συνεχόμενη χρονιά έφτασε αθροιστικά περίπου στο 13,7% ενώ για το 2012 η Τρόικα προβλέπει 4,7%. Πρόκειται για την Τρίτη προς τα πάνω αναθεώρηση της πρόβλεψης μέσα σε 6 μόλις μήνες (αρχίζοντας από το 2,8% που προέβλεπε το Νοέμβριο 2011 ο προϋπολογισμός) και ενώ ήδη ανακοινώθηκε ύφεση 6,5% για το πρώτο τρίμηνο. Είναι βέβαιο ότι τα μέτρα του Ιουνίου θα εκτοξεύσουν την ύφεση σε νέα ύψη, ανεβάζοντας τη συνολική της πενταετίας  στο τέλος του έτους, σε επίπεδο άνω του 20% – ύφεση πρωτοφανή για τη μεταπολεμική Ευρώπη. Συνεπώς, τα όσα λέγονται τάχα για «Ανάπτυξη» και υγιή αναπτυξιακό καπιταλισμό (εκτός από αηδιαστικά) είναι και εντελώς αβάσιμα.

γ) Το δημόσιο χρέος που παρελήφθη στο 127% του ΑΕΠ έχει φτάσει ήδη στο 165% και «αν όλα πάνε καλά» θα ανέβει στο 198% στο τέλος του 2013. Κι αυτό ενώ υποτίθεται ότι όλα γίνονται για τον περιορισμό του…

Μόνο αυτά τα τρία στοιχεία αρκούν για να αποδείξουν ότι τι πρόγραμμα που επιβλήθηκε στη χώρα, εκτός από ακραία ταξικό (οι ολιγαρχίες απέναντι στους εργαζόμενους) και κοινωνικά βάρβαρο, είναι και αναποτελεσματικό ως προς τους στόχους που υποτίθεται ότι επιδιώκει. Η Ελλάδα δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει αν βγει από το ευρώ για τον απλούστατο λόγο ότι είναι ήδη χρεοκοπημένη.

Το πρόγραμμα καταλήστευσης της κοινωνίας, που κατ’ ευφημισμό ονομάζεται «πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής» δεν είναι υλοποιήσιμο, αφού για να πετύχει τους στόχους του θα πρέπει να οδηγήσει μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές παροχές κάθε είδους, σε μηδενικά επίπεδα για τουλάχιστον μια δεκαετία. Με άλλα λόγια, τα μέτρα λιτότητας πρέπει στην πραγματικότητα να μετατραπούν σε μέτρα κατάσχεσης του λαϊκού εισοδήματος και μάλιστα τρέχοντος, προηγούμενου και μελλοντικού. Κάτι τέτοιο όμως – που ήδη άρχισε να συμβαίνει – οδηγεί σε εκμηδενισμό των φορολογικών εσόδων, κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και ασύλληπτη εμβάθυνση της ύφεσης. Μ’ αυτή την έννοια, η πορεία της χώρας προς τον οικονομικό θάνατο που επιβάλλουν τα μνημόνια, είναι τελικά ο ασφαλέστερος δρόμος για ην έξοδό της από την Ευρωζώνη…

Απ’ την άλλη πλευρά, το επιχείρημα των μνημονιακών δυνάμεων ότι η διακοπή χρηματοδότησης από τους δανειστές θα οδηγούσε σε αδυναμία καταβολής μισθών και συντάξεων, είναι επίσης εντελώς αβάσιμο, εφόσον τα δάνεια αυτή τη στιγμή χρησιμοποιούνται σε ποσοστό 91,5% για την αποπληρωμή του χρέους, με στόχο μάλιστα το 100% από τις αρχές του 2013. Ούτε ευρώ δεν πάει στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία, για την οποία μένουν μόνο οι τόκοι, η αποπληρωμή των οποίων θα ταλαιπωρήσει τουλάχιστον τις δύο επόμενες γενιές.

Πέρα όμως απ’ αυτά, πρέπει να τονιστεί πως είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι τυχόν έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα συνέφερε τους πιστωτές μας. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έθετε σε κίνδυνο μια σειρά από άλλες οικονομίες (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Βέλγιο κλπ.) υπονομεύοντας έτσι συνολικά το εγχείρημα της νομισματικής ενοποίησης. Παράλληλα, θα αποσταθεροποιούσε σε απρόβλεπτο βαθμό την παγκόσμια οικονομία, βάζοντας σε κίνδυνο την ούτως ή άλλως πολύ επισφαλή και ασθενική «ανάπτυξη» των Η.Π.Α., πλήττοντας τις κινέζικες εξαγωγές, ρίχνοντας τις τιμές του ρώσικου πετρελαίου και φυσικού αερίου κλπ. Αν σκεφτούμε ότι η κρίση άρχισε με την χρεοκοπία της 31ης σε μέγεθος τράπεζας των Η.Π.Α., αν δούμε τις παρενέργειες που έχει στην Ισπανία η πιθανότητα χρεοκοπίας της 4ης σε μέγεθος τράπεζας της χώρας (ΒΑΝΚΙΑ), καταλαβαίνουμε τον αντίκτυπο μιας χρεοκοπίας Κράτους που βρίσκεται στην ευρωζώνη. Τη σταδιακή συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας, αποδεικνύουν οι όλο και περισσότερες τις τελευταίες εβδομάδες, δηλώσεις αξιωματούχων και αναλυτών σε Αμερική και Ευρώπη, που προειδοποιούν για τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης ή την αποκλείουν εντελώς (σημ.: ήδη το κόστος μιας ελληνικής εξόδου από τη Ευρωζώνη αποτιμάται από πολλούς στο ύψος του ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ).

Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό και παγκόσμιο: Ο μέσος όρος του δημοσίου χρέους των 17 της Ευρωζώνης αγγίζει το 95% του ΑΕΠ τους, η ανεργία βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της 20ετίας (10,9% με τη νεανική στο 22%) και η ύφεση απειλεί πάνω από τα 2/3 των χωρών της. Η Κομισιόν προβλέπει ύφεση 0,5% για το 2012 και είναι βέβαιο ότι μέσα στο καλοκαίρι θα έχουμε αναθεώρηση της πρόβλεψης προς τα πάνω.

Βέβαια, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι μια αναγκαστική έξοδος της χώρας από το ευρώ μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, ούτε ότι αν και εφόσον συμβεί θα είναι ανώδυνη. Σε μια τέτοια περίπτωση οι διεθνείς πιέσεις θα είναι αφόρητες και δεν αποκλείεται να πάρουν ακόμη και τη μορφή εμπάργκο στην εισαγωγή πρώτων υλών και βασικών καταναλωτικών αγαθών. Παράλληλα, θα υπάρξουν σίγουρα έντονες πληθωριστικές πιέσεις που θα θέσουν σε κίνδυνο τα ήδη μειωμένα εισοδήματα των εργαζόμενων, ενώ, αν δεν έχει προηγηθεί ένα καλά μελετημένο πρόγραμμα άμεσης κοινωνικοποίησης των τραπεζών, είναι πιθανό να υπάρξει πρόβλημα και με τις καταθέσεις (όσων έχουν ακόμα…). Το ότι τα προβλήματα αυτά είναι πολύ μικρότερα απ’ αυτά που θα δημιουργήσει η συνέχιση της ίδιας Νεοφιλελεύθερης πολιτικής, δεν σημαίνει ότι είναι αμελητέα.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια κατάσταση εξ ορισμού δύσκολη. Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία, οι εκλογές της 17ης Ιουνίου, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, όχι τόσο από την άποψη του εκλογικού αποτελέσματος όσο από αυτήν της ανάγκης συγκρότησης ενός ισχυρού μαζικού κοινωνικού κινήματος που να μπορέσει να εξελιχθεί σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων μετεκλογικά.

Σε περίπτωση που η προσπάθεια της Ν.Δ. για τη συγκρότηση ενός μαύρου Νεοφιλελεύθερου μνημονιακού μετώπου ευοδωθεί και βοηθούντος του καλπονοθευτικού εκλογικού νόμου τη φέρει στην εξουσία, είναι απολύτως απαραίτητη η δημιουργία, η αυτό-οργάνωση μιας ενιαίας κοινωνικής συμμαχίας ενάντια στη φτώχεια και την επέλαση των (ήδη συμφωνηθέντων) νέων μέτρων, μέσω της οικοδόμησης ενός δικτύου θεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης:
-συσσίτια σε όσους έχουν ανάγκη,
-οργανωμένη άρνηση πληρωμής των χαρατσιών και των νέων κεφαλικών και ληστρικών φόρων
-αποφυγή κατασχέσεων για όσους αδυνατούν να πληρώσουν τα δάνεια
-μάχη για να μην κλείσει κανένα Νοσοκομείο και κανένα σχολείο
-οικοδόμηση δικτύου νομικής υποστήριξης όσων πλήττονται από τη νέα αντεργατική νομοθεσία και τις αντίστοιχες πρακτικές των εργοδοτών που βασίζονται σ’ αυτή.
-μποϊκοτάζ όπου είναι δυνατόν, των επιχειρήσεων που συνάπτουν ατομικές συμβάσεις,
-ενίσχυση των λαϊκών συνελεύσεων στις γειτονιές
-άμυνα στη βαρβαρότητα που υφίστανται οι μετανάστες και στη δράση των φασιστικών/νεοναζιστικών συμμοριών
-διοργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας με προβολή των κοινωνικών πολιτικών προταγμάτων
-αίτημα για συντακτική συνέλευση με σκοπό μια άλλη οικονομική, κοινωνική και πολιτική οργάνωση.

Όλα αυτά θα πρέπει να αποσκοπούν στην όσο το δυνατόν συντομότερη πτώση της νέας κυβέρνησης που θα δείξει για τρίτη φορά μέσα σ’ ένα χρόνο σε όλη την Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο ότι κυβερνήσεις που παίρνουν τέτοια μέτρα δεν μπορούν (και δεν πρέπει) να σταθούν.

Σταθεροί και αδιαπραγμάτευτοι στόχοι του κινήματος πρέπει να είναι η μονομερής διαγραφή ολόκληρου του χρέους, η κατάργηση των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και των εφαρμοστικών τους νόμων, η έξοδος της χώρας από την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, η κοινωνικοποίηση των τραπεζών και άλλων βασικών τομέων της οικονομίας υπό τον έλεγχο των εργαζομένων σ’ αυτούς με μοντέλα αυτοδιαχείρισης (εκλεγμένα και άμεσα ανακλητά όργανα) και η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας βασισμένη σε ένα τελείως διαφορετικό οικονομικό μοντέλο από αυτό του καπιταλισμού (ή του κρατικού καπιταλισμού).

Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι τέτοια μέτρα είναι αδύνατο να περάσουν χωρίς μια άνευ προηγουμένου ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής, ειδικά μάλιστα αφού μια νέα μνημονιακή κυβέρνηση θα επείγεται να τα εφαρμόσει καθώς θα ξέρει ότι η θητεία της θα είναι βραχύβια, ενώ έχει ήδη χαθεί χρόνος με τις δύο προεκλογικές περιόδους. Επίσης, η κατάσταση που υπάρχει αυτή την στιγμή στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ισπανία, κάνει ακόμη πιο επείγουσα την ανάγκη των πιστωτών να τελειώνουν με την Ελλάδα. Το αν αυτή η αναμενόμενη ένταση του αυταρχισμού και ης καταστολής θα σημαίνει απλώς περισσότερες ωμότητες και θηριωδίες από τα ΜΑΤ ή θα πάρει τη μορφή ακόμη μεγαλύτερης συντηρητικοποίησης του νομικού πλαισίου με στόχο η χώρα να κυβερνάται συνεχώς υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, ή ακόμα αν θα φτάσει σε κάποιου είδους εκτροπή, είναι κάτι που δεν το ξέρουμε τώρα. Υποχρέωση όμως του κινήματος είναι να είναι έτοιμο για όλα.

Από την άλλη, σε περίπτωση που από τις εκλογές προκύψει μια αριστερή (εντός ή εκτός εισαγωγικών) κυβέρνηση – σε οποιαδήποτε αναλογία – είναι το ίδιο απαραίτητη και οργανωμένη η παρουσία ενός ισχυρού μαζικού κοινωνικού κινήματος. Όχι μόνο για να προασπίσει όσα θετικά βήματα τυχόν πραγματοποιηθούν από όσα εξαγγέλθηκαν, προστατεύοντάς τα (είναι βέβαιο πως αν μια τέτοια κυβέρνηση προχωρήσει σε πλήρη καταγγελία του μνημονίου θα δεχτεί «επίθεση» από τον διεθνή καπιταλισμό), αλλά κυρίως για να την ελέγχει, να την ωθήσει προς τη μεγαλύτερη δυνατή ριζοσπαστικοποίηση και το βάθεμα των κοινωνικών κατακτήσεων, να ακυρώσει τον κίνδυνο γραφειοκρατικοποίησής της που θα την απονεύρωνε και θα την απέκοβε από την κοινωνία, να εμποδίσει τυχόν υπαναχωρήσεις, παλινωδίες και στρογγυλέματα, μια δηλαδή συνεχή διολίσθηση προς τα δεξιά που θα απογοήτευε τον κόσμο, ωθώντας για άλλη μια φορά προς συντηρητικές επιλογές.

Τέλος, είναι απολύτως απαραίτητη η προσπάθεια συντονισμού με τους εργαζόμενους και τα κινήματα όλων των χωρών που πλήττονται από τις πολιτικές λιτότητας των Νεοφιλελεύθερων. Αυτή η διεθνιστική διάσταση είναι πολύ σημαντική αφού είναι βέβαιο ότι τους επόμενους μήνες η κρίση θα ενταθεί σε όλη την Ευρώπη τουλάχιστον.

Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου είναι λοιπόν ένα μόνο επεισόδιο στον πόλεμο που ο καπιταλισμός και οι ολιγαρχίες έχουν κηρύξει στην κοινωνία. Αν από αυτές προκύψει μια όσο το δυνατόν πιο προοδευτική κυβέρνηση γίνεται στα πλαίσια του αντιπροσωπευτικού συστήματος, τόσο το καλύτερο. Αλλά ό,τι κι αν συμβεί, το κίνημα πρέπει να συνεχίσει να οργανώνεται για τη μετωπική σύγκρουση με τις ελίτ που θα ακολουθήσει τους επόμενους μήνες. Μια μνημονιακή κυβέρνηση υπό τον Σαμαρά ή οποιονδήποτε άλλο, είναι βέβαιο ότι κάτω από την πίεση των πιστωτών θα περάσει πολύ γρήγορα μέτρα που θα κάνουν και τον πιο δύσπιστο να συνειδητοποιήσει ότι η πολιτική που επιβάλλει η Τρόικα είναι απόλυτα καταστροφική και βάρβαρη. Μεγάλες μάζες θα αλλάξουν στρατόπεδο κάτω από την πίεση της γενικής εξαθλίωσης. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τις υποδεχτούμε και να αγωνιστούμε μαζί τους στους κοινωνικούς αγώνες που θα χρειαστεί να δώσουμε πάρα πολύ σύντομα.


Shortlink: http://wp.me/pyR3u-aNT

Το Προεκλογικό Μούδιασμα

Έχοντας ήδη προσπεράσει μια εκλογική διαδικασία, κατά την οποία δεν αναδείχθηκε κάποια κυβέρνηση, βρισκόμαστε και πάλι στις τελευταίες δύο εβδομάδες ενός εκλογικού παζαριού, κατά τις οποίες τα ΜΜΕ δείχνουν ανίσχυρα να προωθήσουν τα πολιτικά κόμματα που ξεκάθαρα λειτουργούν ως φερέφωνα των αγορών και των τραπεζών. Τα κόμματα αυτά αδυνατούν να καταθέσουν έστω και μία πρόταση που ν’ αποτελεί ειλικρινή και λογική συνέχεια του πρότερου κοινοβουλευτικού τους βίου και το ολοένα και πιο διάσημο σχήμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μοιάζει ν’ αποτελεί από τη μία όχημα ελπίδας για μεγάλο μέρος του κόσμου, μια κοινωνική απάντηση στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική τρομοκρατία, και από την άλλη, πιθανότατα, ένα κατ’ όνομα φιλολαϊκό κόμμα που θα καταφέρει να εφαρμόσει χωρίς πολλές αντιδράσεις σκληρά μέτρα, χάριν της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλει η Νεοφιλελεύθερη πολιτική και η διάσωση του καπιταλιστικού καζίνο.

Στην πραγματικότητα, ανεξαρτήτως του αν όσα προγραμματικά λέει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι ορθά ή θα εφαρμοστούν, η εναντίωση του στο μνημόνιο, ένα διεθνές σύμφωνο στο οποίο συλλογικά έχουμε αποδώσει κάθε ευθύνη για τα δεινά στα οποία έχει περιέλθει η χώρα, τον καθιστά αυτομάτως εκφραστή όλου εκείνου του κομματιού της κοινωνίας που έχει πληγεί σε ανυπολόγιστο βαθμό από τα μέτρα λιτότητας και προβλέπει ότι με την εφαρμογή της νέας συμφωνίας θα πληγεί ακόμη περισσότερο. Φυσικά, με την τρομολαγνία που έχει κυριεύσει τα -κράτος εν κράτει- εγχώρια και κυρίως ξένα ΜΜΕ, κάθε από μέρους τους κριτική στο πρόγραμμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ακυρώνεται αυτομάτως, ακόμη κι αν είναι επί μέρους βάσιμη ή εύλογη, αφού όλες οι τηλεπερσόνες-δημοσιογράφοι κατάφεραν να απωλέσουν την αξιοπιστία τους, εδώ και αρκετά χρόνια, εκτελώντας αδιαμαρτύρητα και ενάντια σε κάθε δεοντολογία και ηθική τις εντολές των διαπλεκόμενων εργοδοτών-χρηματοδοτών τους. Μήπως δεν ήταν οι απαξιωτικές δηλώσεις της Λαγκάρντ που έδωσαν δύο με τρεις επιπλέον μονάδες στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, ή τα επικριτικά και εντελώς αβάσιμα άρθρα διαφόρων Νεοφιλελεύθερων κρετίνων στο Spiegel και την Bild που προξενούν αντιδράσεις και δυσαρέσκεια στους Έλληνες πολίτες – δυσαρέσκεια που θα εκφραστεί (κυρίως) μέσω της αριστερής ψήφου;

Οι ίδιοι οι καθεστωτικοί σαλτιμπάγκοι δημοσιογράφοι κατάφεραν το εξής: καθετί το οποίο υπερασπίζονται να είναι στα μάτια μεγάλου μέρους της κοινωνίας συστημικό και διαπλεκόμενο και καθετί το οποίο πολεμούν να μοιάζει αντισυστημικό, άρα και θετικό. Το φαινόμενο αυτό, όμως, έχει και αρνητικές συνέπειες, καθώς δεν συμβάλει πάντα στο να εκδηλωθεί αυτού του είδους η «αντισυστημικότητα» μέσα από κάποια αντικαπιταλιστική δράση. Έτσι, ο χωρίς όρια εθνικιστής και λαϊκιστής Σ.Χίος, φαντάζει για ένα μέρος του κόσμου έγκυρος δημοσιογράφος, ο νεοναζί τραμπούκος Κασιδιάρης μοιάζει μάγκας επειδή «την είπε», παίζοντας το βλακώδες επικοινωνιακό παιχνίδι του, στον γνωστό παπαγάλο του Mega, και η Κανέλλη φαίνεται σαν αγνή κομουνίστρια επαναστάτρια «που λέει πάντα την αλήθεια» (χωρίς φυσικά να θέλουμε να συνδέσουμε σε καμία περίπτωση τα τρία αυτά πρόσωπα). Αποτέλεσμα αυτής της κωμικοτραγικής κατάστασης είναι να επικρατεί ένα επικοινωνιακό κομφούζιο έτσι ώστε καθένας να μπορεί να πιστεύει όποια εκδοχή της είδησης ταιριάζει στις στερεοτυπικές του ιδέες, και όπου η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται σε επίπεδο συκοφαντίας και αισχρής ψευδολογίας (όπως οι δύο συνεχόμενες πλαστές «αποκαλύψεις» του Άδωνι). Μιλούν όλοι μαζί αλλά παράλληλα (μερικές φορές και παραληρητικά) χωρίς κανείς ποτέ να λέει κάτι.

Η 7η Μαΐου και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α

Την 7η του Μάη, μόλις λίγες ώρες αφότου έκλεισαν οι κάλπες ο πρόεδρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, Αλέξης Τσίπρας, δήλωσε πως η εκτόξευση των ποσοστών του κόμματός του ήταν μια ειρηνική επανάσταση, όπου οι δυνάμεις του μνημονίου ηττήθηκαν αφού οι ψηφοφόροι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς τ’ αριστερά και γενικά προς τα αντι-μνημονιακά κόμματα. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α όμως κάθε άλλο παρά επαναστατικό κόμμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Εμφανίζεται σαν μια πολλά υποσχόμενη δύναμη στον χώρο της Ελληνικής πολιτικής σκηνής που, κατά βάση, αναδεικνύει ένα καθαρά σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα το οποίο, παρά το ότι δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση πολιτική ριζικής ανατροπής, έχει ωστόσο αρκετά θετικά στοιχεία που οφείλουμε να χαιρετήσουμε (π.χ. η εξαγγελία κατάργησης των ΜΑΤ-ΥΜΕΤ, ο αφοπλισμός της αστυνομίας κατά την διάρκεια διαδηλώσεων και η απαγόρευση χημικών αποτελούν σοβαρές ενδείξεις μιας πρόθεσης εκδημοκρατισμού του κράτους, παρά τις όποιες ατέλειες όπως π.χ. η μη κατάργηση των ομάδων ΔΙΑΣ και ΔΕΛΤΑ που είναι από τις πιο κατασταλτικές και εχθρικές στην κοινωνία, η μη εκδίωξη της Frontex και η μή κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας).

Αναμφισβήτητα η 7η Μαΐου αποτελεί ορόσημο στην μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, καθώς ανετράπη ως ένα βαθμό το κατεστημένο του παλαιού δικομματισμού. Έτσι, εδώ τίθεται το εξής ερώτημα: Μπορούν οι εκλογές να εκφράσουν μια εξέγερση; Η απάντηση είναι πως οι εκλογές μπορούν να εκφράσουν μια αγανάκτηση ή ν’ αντανακλούν μια τάση πόλωσης και ένα πνεύμα εξέγερσης που υπάρχει στην κοινωνία και υποβόσκει τα θεμέλια του σάπιου κατεστημένου. Ακόμα, όμως, και αν ισχυριστεί κανείς ότι οι εκλογές δεν είναι ικανές να οδηγήσουν σε ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό (πράγμα που κατά την άποψή μας αναμφισβήτητα ισχύει), στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό που αποτυπώθηκε την ημέρα εκείνη ήταν η αποτυχία του καθεστώτος μέσα από τους γνωστούς εκβιασμούς: «είναι ή μνημόνιο ή καταστροφή» (γνωστή φράση του τραγουδιστή Γ.Νταλάρα) να κατευθύνει την κοινωνία να επιλέξει πολιτικά κόμματα που θα υπερασπίζονται τις Νεοφιλελεύθερες πολιτικές άγριας λιτότητας του ΔΝΤ και της Ε.Ε.. Βέβαια, ο σκοπός μιας εξέγερσης που θα οδηγήσει σε επανάσταση είναι η ριζική απελευθέρωσή μας από κάθε είδους καταπιεστική εξουσία, αλλά με στόχο όχι απλά και μόνο την βελτίωση της οικονομικής μας κατάστασης. Πρόκειται για μια μορφή πάλης που αποσκοπεί στην εκ νέου θέσμιση της κοινωνίας πάνω σε πολιτικές βάσεις: στην δημιουργία, δηλαδή, πολιτικών σωμάτων, όπου όλοι οι πολίτες θα μπορούν να συνέρχονται και να συναποφασίζουν μέσα από ανοιχτές συνελεύσεις. Εν ολίγοις, μια επανάσταση θα πρέπει να συμβάλει και στην πολιτικοποίηση των μελών μιας κοινωνίας (πολιτικοποίηση όχι με την κοινοβουλευτική μορφή αλλά κάτω από το πρίσμα της άμεσης δημοκρατίας και της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας) και η μαζική απόρριψη του φαντασιακού της απάθειας και του οικονομισμού.

Τη στιγμή που μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού έχει εναποθέσει της ελπίδες του στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αγνοείται το γεγονός ότι αριστερά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα – είτε πρόκειται για ριζοσπαστικά όπως το Partido Socialista της Χιλής (με την τεράστια κληρονομιά του ιστορικού ηγέτη Salvador Allende) και τους Sandistas της Νικαράγουα, είτε για πιο μετριοπαθή όπως το Γερμανικό Sozialdemokratische Partei – στάθηκαν ανίκανα να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους, και ακολούθησαν περισσότερο ή λιγότερο τις επιταγές της Νεοφιλελεύθερης πολιτικής. (Ας αναφέρουμε ενδεικτικά, πως στην Βρετανία, το Εργατικό Κόμμα ήταν αυτό που επέβαλε πρώτο δίδακτρα στα πανεπιστήμια, αρχικά γύρω στις 900 λίρες το χρόνο και μετέπειτα 3700 £ και όχι το κόμμα των Συντηρητικών). Έτσι, με βάση τα δεδομένα αυτά, ποια θα είναι η πραγματική σταδιοδρομία της «αριστερής» κυβέρνησης που προωθεί ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.; Αν κρίνουμε από το γεγονός πως δεν προτείνει έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μιλά για ανάπτυξη, κατά το πρότυπο της Γαλλικής αριστεράς του Μελανσόν, τότε μάλλον πρόκειται για καπιταλιστικό (μεταρρυθμιστικό) κόμμα, (η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί πεμπτουσία του καπιταλισμού). Κάτω από τις παρούσες συνθήκες, όπου οι πολίτες είναι εξαθλιωμένοι από τις περικοπές αλλά και απομακρυσμένοι εδώ και 4 δεκαετίες από κάθε τάση για κοινωνικούς αγώνες, ίσως αυτά που προτείνει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ν’ αποτελούν για την πλειοψηφία της κοινωνίας μια καλή λύση προκειμένου να σταματήσει η πορεία της ολοένα και αυξανόμενης εξαθλίωσης (αποφεύγοντας ταυτόχρονα να έρθει σε ρήξη με το ίδιο της το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο «έχουμε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία που μπορεί να λειτουργήσει και να ζούμε ανεκτά»), αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν μονόδρομο ή λύση σε όλα μας τα προβλήματα. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι τομές που θα χρειαστεί να γίνουν, προκειμένου να επιδιώξουμε τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, πρέπει να στοχεύουν, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, στην δημιουργία πολιτικής και πραγματικά δημοκρατικής συνείδησης. Εκεί που οφείλουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας και να δράσουμε με υπευθυνότητα δεν είναι το ψευτο-δίλημμα «μνημόνιο ή αντιμνημόνιο» αλλά η έξοδος από την κρίση (που δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά, ταυτόχρονα, και πολιτισμική/αξιακή) μέσω της δημιουργίας αντι-δομών στα πλαίσια της πολιτικής αυτονομίας.

Ο μύθος της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης

Πολλοί αριστεροί, μαζί και αρκετοί ψηφοφόροι ή στελέχη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, αγνοούν, ή δεν θέλουν να κατανοήσουν, τις πολιτισμικές συγκρούσεις που ταλανίζουν την Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Μιλούν για Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη προς την Ελλάδα (μάλιστα στην χθεσινή συγκέντρωση στο Μουσείο Μπενάκη ο Αλέξης Τσίπρας μαζί με τον Κώστα Δουζίνα δήλωσαν πως είναι απολύτως αναγκαίο να υπάρξουν πανευρωπαϊκές κινητοποιήσεις αλληλεγγύης προς την Ελλάδα και κυρίως την Ελληνική αριστερά). Κάτι τέτοιο φαντάζει το λιγότερο δύσκολο καθώς στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού έχει άκρως αρνητική εικόνα για την Ελλάδα (και δεν μιλάμε μόνο για τις χώρες-ατμομηχανές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, αλλά και για την περιφέρεια των P.I.I.G.S [1] ) Από τη μια, στις περισσότερες χώρες της Βόρειας Ευρώπης ο Νεοφιλελευθερισμός έχει καταστεί κοινή λογική, το αυτονόητο, και είναι πραγματικά δύσκολο γι’ αυτούς τους ανθρώπους που καθημερινά βομβαρδίζονται από κατευθυνόμενα δελτία ενημέρωσης να αφουγκραστούν και να κατανοήσουν την ελληνική Οδύσσεια. (Nα θυμίσουμε μήπως στους Ευρωπαϊστές συντρόφους που ονειρεύονται την δημοκρατική Ευρώπη των λαών ότι οι παρακάτω χώρες: Ισπανία, Ανδόρα, Λίχτενσταϊν, Βέλγιο, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία και Σουηδία έχουν ακόμη βασιλιάδες και βασίλισσες;)

Δεν είναι, όμως, τόσο η προπαγάνδα που καθηλώνει τις μάζες, όσο το γεγονός ότι ο καπιταλισμός «ευημερούσε» σε αυτές τις χώρες για χρόνια, έτσι ο μέσος Γερμανός, Φιλανδός ή Ολλανδός πολίτης μπορούσε να εξασφαλίσει δίχως δυσκολία μια άνετη καταναλωτική ζωή. Από την άλλη, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η κρίση που βιώνουμε είναι ταυτόχρονα και πολιτισμική. Διότι η περιφρόνηση του Νότου και κυρίως της Ελλάδας δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την οικονομία, αλλά και με το γεγονός ότι οι Βορειοευρωπαίοι πάντοτε έβλεπαν με καχυποψία και υπεροψία τους λαούς της Νότιας Ευρώπης (και όσο πιο Ανατολική είναι μια χώρα, όσο πιο κοντά στην Ασία, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς). Η οικονομική κρίση ήταν απλά η αφορμή για να εκφραστεί αυτή η ιδεοληψία των Βορειοευρωπαίων που θεωρούν τους Έλληνες κατώτερο λαό, μια ιδεοληψία που για όσο καιρό η οικονομία ανθούσε δεν εκδηλωνόταν, καθώς κυριαρχούσαν οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης και η κερδοφορία. Το ξέσπασμα της κρίσης, όμως, έγινε αφορμή ώστε το φαντασιακό του κυρίαρχου λευκού του βορρά να βγει στην επιφάνεια. Η απέχθεια των Βόρειων για τους Έλληνες μεγεθύνεται στην θέα των καμμένων αυτοκινήτων και των επεισοδίων κατά την διάρκεια των συγκρούσεων με τις δυνάμεις καταστολής. Κάτι τέτοιο, αποτελεί, σίγουρα, αποτρόπαιο θέαμα για τους σκληροτράχηλους προτεστάντες του «δούλευε και μην ερεύνα». Έτσι λοιπόν, η Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, πάνω στην οποία ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α προσπαθεί να επενδύσει είναι ανύπαρκτη, με μοναδική εξαίρεση μια μικρή μειοψηφία διανοούμενων και άλλων αριστερών που ελάχιστοι Ευρωπαίοι πολίτες τους παίρνουν στα σοβαρά.

Συνεπώς, αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καλύτερη επιλογή, είναι η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση πράγμα που ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α θεωρεί καταστροφή, αλλά αγνοεί το γεγονός πως η Ε.Ε είναι ένα καθαρά αντιδημοκρατικό μόρφωμα, με Νεοφιλελεύθερες βάσεις, αγνοεί και το ενδεχόμενο ότι αν η κυβέρνηση της αριστεράς επιδιώξει διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και την Γερμανική κυβέρνηση, η Ελλάδα θα είναι πραγματικά μόνη της, μιας και η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού των χωρών του κέντρου θεωρεί τους Έλληνες υπαίτιους για την κρίση, αναπαράγοντας τα διάφορα ρατσιστικά στερεότυπα των Μέσων Ενημέρωσης, ενώ όταν τα εναλλακτικά δίκτυα διαδίδουν εικόνες φρίκης π.χ. από την καταστολή ή αναφέρονται στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων πολιτών, θα νιώθει πως πραγματικά αποδίδεται δικαιοσύνη και πως «οι τεμπέληδες Έλληνες λαμβάνουν αυτό που τους αξίζει». Ως εκ τούτου, προκειμένου να υλοποιηθεί μια πραγματική δημοκρατία στην Ελλάδα, η έξοδος από την Ε.Ε. κρίνεται απαραίτητη. Άλλωστε, δεν υπάρχει και κανένα πολιτισμικό κοινό μεταξύ Ελλάδας και Δύσης. Διαφορετικά, θα πρέπει να υπολογίζουμε σε ντόμινο εξεγέρσεων, αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ακόμα στον ορίζοντα, κυρίως σε ότι αφορά τις χώρες του προτεσταντικού Βορρά (πράγμα που, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατο να υπάρξουν αλυσιδωτές μαζικές διαμαρτυρίες και σε αυτές τις χώρες, δεδομένου ότι στον Καναδά οι φοιτητές για πάνω από ένα μήνα βρίσκονται στους δρόμους, ή ότι δεν θα πρέπει να το επιδιώξουμε. Προκειμένου, όμως, να μην καταλήξουν οι κινήσεις μας για κοινωνική αλλαγή σε πανωλεθρία, θα είναι προτιμότερο να ποντάρουμε στα σίγουρα, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί η χώρα από τις δεσμεύσεις της προς την Ε.Ε., και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν γίνει καταγγελία των συμφωνιών που θέτουν την Ελλάδα μέλος του Ευρωπαϊκού καζίνου).

Η αυτονομία στην Ελλάδα

Επιστρέφοντας στην Ελληνική πραγματικότητα, θα πρέπει ν΄ αναγνωρίσουμε και μια θεμελιώδη δυσκολία σε ό,τι αφορά τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό προς την κατεύθυνση της αυτονομίας: στην Ελλάδα, η διαλεκτική επανάσταση/παλαιό καθεστώς έχει εθνικιστικές ρίζες (είτε μιλάμε για την κεντροδεξιά πολυκατοικία είτε για την σταλινική ή ρεφορμιστική αριστερά),  λόγω της ιστορικής αλλά και πολιτικής κληρονομιάς μας αφού: α) Η Ελλάδα ήταν πάντα χώρα υποτελής και ποτέ ανεξάρτητη, με αποτέλεσμα να είναι βαθιά ριζωμένος ο πόθος για εθνική ανεξαρτησία – γεγονός που (δι)έστρεφε προς ενός είδους περισσότερο ή λιγότερο ιδιόρρυθμο εθνικισμό σχεδόν κάθε πολιτική παράταξη ή τάση. Ανεξαρτησία όχι για χάρη της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας, αλλά χάριν των χαρακτηριστικών του έθνους καθαυτού. β) Η θέσμιση του νεοελληνικού κράτους δεν βασίστηκε πάνω σε φιλελεύθερες βάσεις, αλλά στις Μεγάλες Ιδέες και στον αλυτρωτισμό. Γι’ αυτόν τον λόγο και όλα τα κόμματα επενδύουν πάνω στην πατριωτική ιδεοληψία «πώς να σώσουμε την πατρίδα», συμπεριλαμβανομένου και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (ο οποίος πάντως, παρά το γεγονός ότι δεν ξεφεύγει από αυτήν την σοσιαλδημοκρατική πατριωτική τάση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. της δεκαετίας του ’80, είναι το μόνο κόμμα που τόνισε πως το πρόβλημα δεν είναι Ελληνικό, αλλά Ευρωπαϊκό αν όχι παγκόσμιο).

Συνεπώς, θα πρέπει να δημιουργήσουμε μια νέα «τάση» εντός του κοινωνικού κινήματος, μια τάση προς την αυτονομία, παρά να συσσωρεύουμε ερμηνείες επί ερμηνειών για τα εκλογικά αποτελέσματα, να περιμένουμε τον σωστό καπετάνιο που θα οδηγήσει το πλοίο στον προορισμό του είτε να αναπαράγουμε εθνικιστικές ντετερμινιστικές φαντασιώσεις. Αυτό που, ωστόσο, αξίζει να κρατήσουμε από την όλη αυτή ιστορία της 7ης Μαΐου είναι η τάση διεξόδου από την μίζερη πραγματικότητα. Μια έξοδος που, βέβαια, πραγματοποιείται εντός της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α στο ρόλο του καπιταλιστικού (σοσιαλδημοκρατικού) ναυαγοσώστη. Η διάψευση, όμως, των σοσιαλδημοκρατικών και φιλελεύθερων υποσχέσεων, θα μπορούσε να προκαλέσει μια έκρηξη δημιουργίας νέων ιδεών, λειτουργίας οικονομικών αλληλέγγυων δικτύων και στην ουσία ξεπέρασμα της πλαστικής ευημερίας. Στην πραγματικότητα παρατηρείται μια ξηρασία νέων ιδεών και αδυναμία αναθεώρησης των προταγμάτων στα πλαίσια των υπαρκτών αντικειμενικών συνθηκών

Τέλος εποχής;

Η ελληνική κοινωνία όντας παγιδευμένη ανάμεσα σε εκβιαστικά ψευτο-διλήμματα όπως αρχικά το «Μνημόνιο ή (άτακτη) χρεωκοπία» (που έθεταν ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ.), αργότερα «οικουμενική κυβέρνηση ή χάος» (που έθεταν και πάλι οι ίδιοι), «ευρώ ή καταστροφή» (που συνεχίζουν να θέτουν οι ίδιοι) και πλέον «Μνημόνιο ή ΣΥ.ΡΙΖ.Α.» (που θέτει στοχεύοντας σε αυτοδύναμη κυβέρνηση ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) έχει περιέλθει σε μια κατάσταση μουδιάσματος, ή αλλιώς αναμονής των εξελίξεων. Οι περισσότεροι προφανώς σκεφτόμαστε «τί να διεκδικήσεις από μια υπηρεσιακή κυβέρνηση, σε ποιόν να εναντιωθεί μια γενική απεργία;». Σαν οι κοινωνικές επαναστατικές δράσεις να είναι ένα αλισβερίσι  ανάμεσα σε εξουσιαστές κι εξουσιαζόμενους. Σαν να απαιτείται πάντα ένας άλλος πόλος, σαν η μόνη μορφή κοινωνικού αγώνα να είναι η αντιπαράθεση  σε κάποια εφαρμοζόμενη πολιτική. Όμως, βρισκόμαστε στην ιστορική στιγμή που κρίνονται επαρκείς οι διεκδικήσεις  από το κράτος; Μακριά από κάθε είδους πρινσιπαλισμό, αν κερδίζαμε την ακύρωση της μείωσης μισθών που υπεγράφη τον Φλεβάρη ή αν απλά ακυρωνόταν ένας άλλος άδικος νόμος θα ήμαστε αναμφίβολα ικανοποιημένοι. Αλλά σε ποιό βαθμό; Με άλλα λόγια, συνεχίζουμε να είμαστε στη φάση της άρνησης και του στείρου «όχι στο τάδε» ή είμαστε έτοιμοι, αποφασισμένοι και συνειδητοποιημένοι πως δεν υπάρχει τίποτε να (επανα)διεκδικήσουμε, παρά μόνο να δημιουργήσουμε;

Ακόμη  κι αν κατεβάζαμε τον πήχη, και δεν μιλούσαμε άμεσα για την επιδίωξη μιας κοινωνικής επανάστασης, που θα αναθέσμιζε ουσιαστικά κάθε πτυχή της  ατομικής και συλλογικής μας ζωής, η πιθανότητα κατάρρευσης του πολιτικού και οικονομικού μας συστήματος σαν χάρτινου πύργου δεν φαίνεται πια καθόλου απίθανη. Αν ο κοινοβουλευτισμός απορριφθεί στο φαντασιακό των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνιών, με αύξηση της αποχής παντού, όχι τόσο από αδιαφορία, αλλά κυρίως από αποστροφή, ενώ η Ε.Έ έχει εξελιχθεί σε έναν αυταρχικό μηχανισμό που εξυπηρετεί αποκλειστικά τα εταιρικά συμφέροντα και την στιγμή που ολοένα και περισσότερο αναδύονται αντιεξουσιαστικά προτάγματα από κινήματα (ακόμη κι αν υγιώς αποκηρύσσουν την ιδεολογική «καθαρότητα»), φαίνεται πώς έρχεται η στιγμή που θα χρειαστεί, προεχόντως, να αυτοοργανωθούμε συλλογικά, να δημιουργήσουμε τις δομές αυτές που θα  εξασφαλίσουν το ίδιο μερίδιο εξουσίας σε όλους, την ίδια πρόσβαση στα  βασικά αγαθά σε όλους, την όσο δυνατόν μικρότερη σε κόστος μόχθου, ενέργειας και χρόνου, παραγωγή, χωρίς να ρίξουμε το βάρος απαραίτητα σε άμεσα και απροκάλυπτα συγκρουσιακές πρακτικές – τις οποίες ούτως ή άλλως, λίγο – πολύ, ξέρουμε  σε ποιό βαθμό μπορούμε να τις διαχειριστούμε και τι μπορούμε να περιμένουμε απ’ αυτές.

Έχουμε αυτή τη στιγμή πειραματικές, έστω, αντιδομές που θα λειτουργήσουν σαν θεμέλιο σε μια τέτοια περίπτωση ή δειλιάζουμε μπροστά στην πιθανότητα κάποιας αποτυχίας; Έχουμε ανοίξει κοινωνικό διάλογο σχετικά με το τι θέλουμε, πώς μπορούμε να το εφαρμόσουμε ή μιλάμε εμείς για εμάς; Έχουμε εντάξει στα προτάγματα μας τον παράγοντα της αξιοποίησης  της τεχνολογίας προς όφελος του συνόλου των πολιτών; Έχουμε δημιουργήσει δίκτυα παράλληλης δράσης και επικοινωνίας με κινήματα στην  Ευρώπη και τον κόσμο ή νομίζουμε πως είναι προτιμότερο και με μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας να δράσουμε μόνο σε τοπικό επίπεδο; Μεγάλο κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου παραμένει εγκλωβισμένο μέσα στη δική του αδυναμία να έρθει  σ’ επικοινωνία με τον μέσο πολίτη, και μοναδικό του διακύβευμα είναι η παλαιοαριστερίστικη αντίληψη ότι κάποια στιγμή, η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, νομοτελειακά θα οδηγήσει στην επανάσταση.  Απάντηση, όμως, στα προβλήματα που ταλανίζουν την Ελληνική κοινωνία δεν ζητείται φυσικά μόνο από τους συνειδητοποιημένους  αναρχικούς. Ζητείται από όλους. Και όλοι, έχουμε την  ευθύνη να περάσουμε από την αυτοκριτική, από την αναγνώριση του σημείου  στο οποίο  βρισκόμαστε, στην δράση και την πράξη. Μετά το προεκλογικό μούδιασμα, ένα είναι βέβαιο, πως θα επανέλθει ο πόνος. Ίσως μικρότερος, ίσως μεγαλύτερος. Θα περιοριστούμε, όμως, και πάλι στα παυσίπονα;

[1] Θα έπρεπε να γίνει δημοψήφισμα στην Ελλάδα, δήλωσε ο Ιρλανδός υπουργός Οικονομικών, Μάικλ Νούναν, προκειμένου οι πολίτες να αποφασίσουν για την έξοδο ή μη από την ευρωζώνη. «Ίσως αυτό είναι που χρειάζεται η Ελλάδα», πρόσθεσε. Ωστόσο, ο κ. Νούναν σημειώνει ότι δεν ασκείται πίεση στην Ελλάδα να αποχωρήσει από το ευρώ, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το εξής: Γιατί οι Ιρλανδοί πολιτικοί κάνουν τέτοιου είδους δηλώσεις; Ξεχνούν πως το χρέος της Ιρλανδίας είναι τρεις φορές μεγαλύτερο από αυτό της Ελλάδας; Προφανώς και δεν το ξεχνούν. Όμως η Ιρλανδία είναι χώρα της Βόρειας Ευρώπης. Έτσι τα στερεότυπα περί «οκνηρής περιφέρειας» δεν αγγίζουν τους Ιρλανδούς, ενώ, σε αντίθεση με την περίπτωση της Ελλάδας, τυγχάνουν την συμπάθεια των Γερμανικών Μέσων Ενημέρωσης που τους κατατάσσουν στους αναξιοπαθούντες. Μπορούν, έτσι, και αναπαράγουν τον Νεοφιλελεύθερο στρουθοκαμηλισμό. Έπειτα, η Ιρλανδία δεν αντιστάθηκε απέναντι στα μέτρα λιτότητας; Απεναντίας, στο πρόσφατο δημοψήφισμα το 60,3% τάχθηκε υπέρ των περικοπών. Και γιατί η Ευρώπη δεν μιλά με σκληρή γλώσσα απέναντι στους Ιρλανδούς που καταψήφισαν την συνθήκη της Λισσαβώνας και αναγκάστηκαν έπειτα να ξαναψηφίσουν προκειμένου να υπερισχύσει το «ΝΑΙ»; Για τον πάρα πολύ απλό λόγο πως η Ιρλανδία ανήκει στον Βορρά, κάτι που για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνει ότι η κρίση είναι και πολιτισμική.

Συγγραφή: Efor, Michael Th, Ian Delta


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-aNs

Ψήφος και αποχή: μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των πραγματικών διλημμάτων

Καθώς βρισκόµαστε στην έναρξη µιας ακόμα προεκλογικής περιόδου, µεγάλο µέρος της κοινωνίας αντιµετωπίζει τις εκλογές σαν ένα µέσο µε το οποίο µπορεί να εκφραστεί, είτε για να δείξει την αντίθεσή του στην πολιτική που ακολουθείται, είτε για ν’ αναδείξει µε την ψήφο του ένα φαινοµενικά καινούριο καθεστώς. Η αναφορά σ’ αυτό το δίπολο «ψήφος δυσαρέσκειας/ψήφος ανοχής», δεν γίνεται τυχαία, αφού στην ελληνική τουλάχιστον κοινοβουλευτική παράδοση και πολιτική ζωή, φαίνεται ν’ αποτελεί τον κανόνα. Άλλωστε, το σύστηµα της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για µια ουσιαστική συµµετοχή στην διαµόρφωση της πολιτικής ζωής, αφού ο µόνος τρόπος «έκφρασης» της λαϊκής βούλησης είναι εξ ορισµού περιορισµένος σε ένα κλειστό σύστηµα ερωτήσεων και απαντήσεων που θυµίζει τις «πολλαπλές επιλογές» (multiple choice) των σύγχρονων, µεταµοντέρνων εκπαιδευτικών συστηµάτων. Πολλαπλές µεν, αλλά δοτές εκ των προτέρων. Συνεπώς, ούτε καν πολλαπλές µε την ουσιαστική και βαθιά έννοια του όρου.

Κοιτάζοντας την Ιστορία των ελληνικών εκλογών από την ίδρυση του νεο-ελληνικού Κράτους, θα δούµε εκλογικά συστήµατα που ήταν ευθέως προσανατολισµένα ακριβώς σε τέτοιου είδους δίπολα: π.χ. παλιότερα, κάθε κάλπη ήταν χωρισµένη σε 2 τµήµατα. Το αριστερό ήταν µαύρο και το δεξιό λευκό. Σε κάθε εκλογικό τµήµα υπήρχαν τόσες κάλπες όσες και οι υποψήφιοι και ο κάθε ψηφοφόρος µε την ψήφο του (µαύρη ή λευκή) αποδοκίµαζε ή το αντίθετο, συγκεκριµένο υποψήφιο. Αυτές και άλλες παρόµοιου πνεύµατος εκλογικές τακτικές ή συνήθειες, εξελίχθηκαν στη συνείδηση του λαού σε εκλογικά έθιµα που φαίνεται πως είναι βαθιά ριζωµένα. Στις µέρες µας, ελάχιστοι είναι οι ψηφοφόροι που πιστεύουν ότι ασκώντας το εκλογικό τους δικαίωµα θα διαµορφώσουν µία καινούργια, πολύχρωµη και ουσιαστικά πολυφωνική πολιτική πραγµατικότητα. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων χρησιµοποιεί την ψήφο του είτε τιµωρητικά, είτε θέλοντας να δείξει επιδοκιµασία ή ανοχή στους κυβερνώντες. Η επιλογή του κόµµατος γίνεται µε φανατισµό και οπαδικά κριτήρια και, επί της ουσίας, ο ψηφοφόρος εµφορείται από την επιθυµία του να δηλώσει την δυσαρέσκειά του ή το αντίθετο – γεγονός που φαντάζει µάλλον «φυσιολογικό» από τη στιγµή που κάθε πολιτικό κόµµα πάσχει από παντελή ή ουσιαστική έλλειψη εσωκοµµατικής δηµοκρατίας, δεδοµένου ότι τα προγράµµατα, οι µέθοδοι ουσιαστικής λειτουργίας αλλά ακόµα και τα καταστατικά τους είναι αποτέλεσµα ενός επίσης αντιπροσωπευτικού συστήµατος και όχι προϊόν ελεύθερου και ισότιµου διαλόγου εκ µέρους των µελών. Το αντιπροσωπευτικό σύστηµα είναι το καλύτερο πεδίο για την επικράτηση του ισχυρότερου (οικονοµικά, κοινωνικά, προσωπικά) και δεν αφήνει περιθώρια για µια ουσιαστική, πραγµατική σύνθεση απόψεων κατόπιν συνδιαµόρφωσης πάνω σε βάσεις πολιτικής ισότητας.

Από την άλλη πλευρά, η οικονοµική και πολιτική ελίτ ευελπιστεί πως οι εκλογές θα κατευνάσουν την ολοένα και πιο έντονη λαϊκή οργή, ότι θα λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας και κατά κάποιον τρόπο θα νοµιµοποιήσουν τις πρόσφατες πολιτικές επιλογές (που σηµειωτέον, προκάλεσαν τεράστιες συγκεντρώσεις, απεργίες οι οποίες όµως τελικά δεν κατάφεραν να ιδρώσουν το αυτί των εξουσιαστών, αλλά και άλλες, νέες, µορφές πολιτικής έκφρασης και συµµετοχής, όπως είναι οι λαϊκές συνελεύσεις οι οποίες ως «θεσµοί» και µόνον, αµφισβήτησαν το Αντιπροσωπευτικό σύστηµα στην ουσία του). Συνεπώς, η πολιτική ελίτ θα προσπαθήσει να εκµεταλλευτεί τις επόµενες εθνικές εκλογές προεχόντως ως ένα µέσο κατευνασµού της γενικευµένης δυσαρέσκειας µε το εξής σκεπτικό: «Όλοι όσοι φωνάζετε πως η Δηµοκρατία µας καταλύθηκε, πάρτε τώρα ελεύθερες εκλογές, αισθανθείτε ο “Κυρίαρχος Λαός” και σωπάστε»). Φυσικά, το γεγονός ότι τόσο η Κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ. από την υπογραφή του πρώτου Μνηµονίου και µετά, όσο και η, ακόµα και µε κοινοβουλευτικούς όρους, νόθα και ανοµιµοποίητη (συν)Κυβέρνηση Παπαδήµου, έχουν λάβει αποφάσεις που έχουν προκαθορίσει την πορεία της χώρας για τις επόµενες δεκαετίες (πορεία που δεν µπορεί ν’ αλλάξει παρά µόνο αν η κοινωνία η ίδια φέρει τα πάνω – κάτω, κινούµενη εκτός των δοτών κανόνων του πολιτικού παιχνιδιού), θα αποσιωπηθεί. ‘Η µάλλον, θα ξεπεραστεί σαν ένα επουσιώδες και άνευ µεγάλης σηµασίας, πολιτικό δεδοµένο.

Έτσι, ο πολίτης, για πρώτη φορά στην ιστορία της εν Ελλάδι κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, θα έχει τυπικά την δυνατότητα να διαλέξει από µια πληθώρα κοµµάτων και το δικαίωµα να «σταυρώσει» όποιους επιθυµεί από τους εκατοντάδες επίδοξους αντιπροσώπους του (σ’ αυτή την χώρα, ίσως η πιο συχνή ευχή να είναι : «Στης Βουλής τα έδρανα – αχ κι εγώ να έκλανα»). Στην πραγµατικότητα, το µόνο που θα καταφέρει το εκλογικό σώµα, είναι να στείλει ένα ασαφές µήνυµα (σε ποιους αλήθεια;) που θα σχετίζεται µόνο µε µια γνωστή πολιτική θέση: αυτή που εφαρµόζεται αυτή τη στιγµή από τα κόµµατα εξουσίας, είτε συµµαχώντας µε αυτά ή απλώς, αποδοκιµάζοντάς τα στα τυφλά.

Θεωρητικά, σε µια οµαλώς λειτουργούσα κοινοβουλευτική δηµοκρατία, θα έπρεπε όλα τα κόµµατα να καταθέσουν το πλάνο τους για διακυβέρνηση, τις βασικές τους αρχές και το προγραµµατικό τους πλαίσιο. Στην κοινοβουλευτική δηµοκρατία µας όµως, αντιµετωπίζουµε το εξής παράδοξο: Οι πολιτικοί αντίπαλοι είναι ένα Νεοφιλελεύθερο κόµµα που αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλιστικό, ένα συγκεντρωτικό κόµµα που αυτοαποκαλείται Κοµµουνιστικό, ένας θίασος που θυµίζει παράσταση του Κατηχητικού µε θέµα «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια και Ανάπτυξη….» που τιτλοφορείται Νέα Δηµοκρατία, ένα συνοθύλευµα ιδεών χωρίς συνοχή και διάθεση για εύρεση µιας ελάχιστης αλλά σαφούς κοινής συνισταµένης που ονοµάζεται Αριστερά και κάποιες συµµορίες ή µεµονωµένα πρόσωπα µε ιδέες µεγαλείου, που θέλουν να λέγονται πολιτικοί. Ακόµη λοιπόν κι αν συµφωνούσαµε µε το θεσµό της αντιπροσώπευσης, η σηµερινή φάρσα ανύπαρκτων πολιτικών θέσεων που εκφράζονται από ένα τραγικά «φτηνό» πολιτικό προσωπικό, δεν µπορεί να σταθεί ούτε ως αντιπροσωπευτική δηµοκρατία.

Άρνηση συµµετοχής, ρήξη µε τον κοινοβουλευτισµό και προώθηση άµεσης δηµοκρατίας

Πολλοί είναι αυτοί που ορίζουν ένα πολίτευµα ως δηµοκρατικό, µόνο και µόνο από το γεγονός ότι παρέχει στους πολίτες του το δικαίωµα να ψηφίζουν/εκλέγουν κυβερνήσεις οι ίδιοι, και ταυτόχρονα µπορεί να εγγυηθεί κατά κάποιον τρόπο µια στοιχειώδη ελευθερία του λόγου, του τύπου και της συνάθροισης. Στην πραγµατικότητα όµως, η δηµοκρατία είναι κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Το γεγονός και µόνο ότι έχουµε το δικαίωµα να εκλέγουµε κάποιον που θ’ αποφασίζει για εµάς, δεν νοµιµοποιεί ταυτόχρονα και τον χαρακτηρισµό του σηµερινού καζίνου ως δηµοκρατία. Κάποτε ο Ρουσσώ (στο Κοινωνικό Συμβόλαιο) έλεγε ότι οι Άγγλοι γίνονται πολίτες µόνο µια φορά στα τέσσερα χρόνια, όταν καλούνται να ψηφίσουν, να εκλέξουν έναν ηγέτη που τους αντιπροσωπεύει. Αυτή η ηµέρα των εκλογών είναι και η µόνη που οι φωνές τους ακούγονται. Μετά το τέλος όµως της διεξαγωγής των εκλογών, η δουλεία επιστρέφει, κι επιστρέφει διότι κανένας τους δεν µπορεί να παρέµβει ούτε στις αποφάσεις έχουν ληφθεί δημοκρατικά, αλλά ούτε και σ’ αυτές που θα λάβει η κοινοβουλευτική ολιγαρχία. Μένουν, λοιπόν, έρµαια των πολιτικών επιλογών των ολίγων που οι ίδιοι εξέλεξαν, δίχως τη δυνατότητα (αυτο)αναίρεσης και περαιτέρω συμμετοχής. Ωστόσο, βέβαια, και κυρίως µε βάση τα σηµερινά δεδοµένα, ούτε καν αυτή η µέρα των εκλογών δεν µπορεί να χαρακτηριστεί ως µια µέρα πραγµατικής ελευθερίας. Και αυτό διότι οι περισσότερες αποφάσεις κρίνονται µε βάση τις µαθηµατικές/οικονομικές εξισώσεις των αγορών. Ούτε καν από την κοινοβουλευτική ολιγαρχία! Εποµένως, ακόµα και η έννοια της φιλελεύθερης δηµοκρατίας ακούγεται άκυρη και μή αντιπροσωπευτική. Η πραγµατική ονοµασία του σηµερινού µας πολιτεύµατος θα έπρεπε να ονοµάζεται φιλελεύθερη ολιγαρχία, όπως πολύ εύστοχα την αποκαλούσε ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

Εν ολίγοις, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: για ποιόν λόγο να συμμετάσχει κανείς στην εκλογική διαδικασία από την στιγµή που τα πράγµατα δεν καθορίζονται µόνο από τους βουλευτές που εµείς νόµιµα έχουµε εκλέξει αλλά κυρίως από διάφορους µηχανιστικούς µαθηµατικούς/οικονοµικούς διεθνείς παράγοντες που ρυθµίζουν την παγκόσµια οικονοµία; Δεν έχουµε, λοιπόν, ν’ αντιµετωπίσουµε απλά και µόνο µια εκλεγµένη ολιγαρχία, αλλά µια οικονοµική δικτατορία εντός ενός καθεστώτος που για εντελώς τυπικούς και µόνο λόγους, χρησιµοποιεί κάποιες δηµοκρατικές έννοιες, όπως οι εκλογές.

Πολλοί από εµάς σκοπεύουν να ψηφίσουν έτσι ώστε «να µην πάει η ψήφος χαµένη». Ή µε το σκεπτικό πως «από το να βγει κυβέρνηση από µια µικρή µειοψηφία, είναι καλύτερα να ρίξω ψήφο διαµαρτυρίας – να στηρίξω το κόµµα που είναι το λιγότερο κακό ή αυτό που, αν και δεν µε εκφράζει, είναι πάντως “πιο κοντά” σε µένα». Όλες αυτές οι αντιλήψεις αποδεικνύουν περίτρανα τον θλιβερό εγκλωβισµό του  ψηφοφόρου (και ολόκληρου του Κυρίαρχου Λαού…) εντός µιας φυλακής όπου ο  καθένας µπορεί να πει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι αλλά έως την εβδόµη βραδινή – ώρα κατά την οποία το πανηγύρι ελευθερίας και η αυταπάτη περί λαϊκής κυριαρχίας  τελειώνει και ο κόσµος, από προαυλιζόµενος στα εκλογικά κέντρα των υποψηφίων και τα εκλογικά τµήµατα, επαναµετατρέπεται σε έγλειστος και τηλεοπτικο-αυνανιζόµενος. Ποιά δυνατότητα έκφρασης δίνει η σηµερινή (κατ’ επίφαση) δηµοκρατία σ’ αυτόν που διαφωνεί µε το ίδιο το πολιτικό σύστηµα ή ακόµη και µε την αντιπροσωπευτική δηµοκρατία καθαυτή; Ποιά δυνατότητα συµµετοχής στη λήψη αποφάσεων (που ρυθµίζουν την ίδια του τη ζωή) έχει ο πολίτης, πέρα από τη συµβολική ρίψη ενός κωλόχαρτου σε ένα κουτί, κάθε τέσσερα (ή όσα βολεύει το σύστηµα) χρόνια; Οι  εκλογές δεν αποτελούν τίποτε παραπάνω από την ψευδαίσθηση της συµµετοχής, παράλληλα µε την καλλιέργεια της ηθικής της συλλογικής  ευθύνης. «Αφού πρώτο κόµµα ήταν το τάδε, δεν µπορείτε να µιλάτε για σύγχρονη µορφή χούντας, καθώς ο λαός µίλησε».  Ο λαός, λοιπόν, σύµφωνα µε τους υφιστάµενους εξουσιαστικούς θεσµούς, είναι ένα χειραγωγήσιµο αντικείµενο (ούτε καν υποκείµενο) το οποίο, είτε µε την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων, είτε µε την αναγκαστική έκθεσή του σε εκβιαστικά διληµµάτα, έχει τη δυνατότητα να κινηθεί «ελεύθερα» µεν αλλά περιοριζόµενος σε δύο διαστάσεις σαν καρικατούρα ενός ξένου προς αυτόν σχεδιαστή. Ή θα ακολουθήσει τον Χ που θα ακολουθήσει την Α πολιτική, ή θα κρίνει ως καλύτερο τον Ψ που θα ακολουθήσει και αυτός την Α πολιτική.

Υπάρχει,  βέβαια, και µια τρίτη περίπτωση: να συσπειρωθεί κάπου αλλού, π.χ. στην αριστερά, η ίδια όµως κάνει ό,τι µπορεί ώστε να αποφύγει τέτοιες φουρτούνες.  Άλλωστε, η πολιτική της προσωπικότητα δεν είναι αυτόνοµη, αυθύπαρκτη, αλλά ετεροκαθοριζόµενη µε σηµείο αναφοράς το τι δεν θέλει και το πού  διαφωνεί. Ποτέ όµως δεν αυτονοµείται µε βάση το τι επιδιώκει η ίδια και  πώς ακριβώς θα το διεκδικήσει µέχρι να το καταφέρει. Συνεπώς: στον σύγχρονο κοινοβουλευτισµό υπάρχει µία πολιτική µε περισσότερα κόµµατα που την εκφράζουν θετικά και ακόµη κάποια άλλα κόµµατα που την εκφράζουν (αφορίζουν 😉 αρνητικά, κινούµενα όµως πάντα εντός του ίδιου πλαισίου. Οι χορευτές, καλοί ή χειρότεροι, φιγουρατζήδες ή στιλιζαρισµένοι, όλοι πάντως χορεύουν ενσυνείδητα τον ίδιο κύκλιο χορό, κοιτάζοντας βέβαια πάντα προς τα  µέσα και όχι προς την κοινωνία που καλείται να παρακολουθεί χειροκροτώντας ή σιωπηλά.

«Απ’  την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά, αυτό  που  προέχει είναι η αναζήτηση  πελατείας, είναι η εξουσία, το ψέµα, η απάτη και τα φούµαρα. Είναι η  περιφρόνηση του φουκαρά που ρίχνει στα χαµένα την εµπιστοσύνη του στην κάλπη   χωρίς να σκέφτεται τη χολέρα της απογοήτευσης που, καθώς τον οδηγεί εξαγριωµένο στην τυφλή λύσσα, τον προετοιµάζει για τη βαρβαρότητα  του «ο καθένας για πάρτη του» και του «όλοι εναντίον όλων» (Ραούλ Βάνεγκεµ)

Αποχή και άνοδος της ακροδεξιάς ή µή πλειοψηφικών κυβερνήσεων

Ένα από τα βασικότερα ζητήµατα που αφορούν την αποχή, και κάτι που προβληµατίζει αρκετούς, είναι το τί θα µπορούσε ν’ ακολουθήσει αν η πλειοψηφία των απογοητευµένων πολιτών αποφάσιζαν ν’ απέχουν; Κάτι τέτοιο θα έδινε κοινοβουλευτικό αβαντάζ στην ακροδεξιά (αν βέβαια γίνει δεκτό ότι όσοι απέχουν ανήκουν συνήθως σε «προοδευτικούς» πολιτικούς χώρους). Ας φέρουµε εδώ µερικά παραδείγµατα. Στην Βρετανία, το αποτέλεσµα των ευρωεκλογών έδωσε απόλυτο προβάδισµα στο Νεοφιλελεύθερο Δεξιό κόµµα των Tories, ενώ δεύτεροι ήρθαν οι ακροδεξιοί/νεοσυντηρητικοί του Nigel Farrange. Στην τρίτη θέση βρέθηκαν οι κεντρώοι του Labour Party ενώ την έκπληξη έκανε το British National Party, γνωστό για τις νεοφασιστικές του θέσεις (π.χ. δεν δέχεται έγχρωµους στους κύκλους του) που κέρδισε 2 έδρες. Η αποχή όµως ξεπέρασε το 50%. Παροµοίως στην Ισπανία, κερδισµένο στις τελευταίες εκλογές βγήκε το Συντηρητικό/Νεοφιλελεύθερο κόµµα του Ραχόι, µε ποσοστό 39.94% έναντι 28.73% της κεντροαριστεράς παράταξης. Η συγκεκριµένη, όµως, κυβέρνηση πλειοψήφησε στο ποσοστό του 71,69% του εκλογικού σώµατος που συµµετείχε (το 28,31% απείχε της εκλογικής διαδικασίας). Κάτι που σηµαίνει ότι ακόµα και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, ακόµα, δηλαδή, και αν µιλήσουµε µε τη γλώσσα της αρχής της πλειοψηφίας και της αντιπροσώπευσης, έχουµε να κάνουµε µε µια κυβέρνηση που τη νοµιµοποιεί µόλις το 28,6% του πληθυσµού της χώρας (αναγωγή ψήφων 1ου κόµµατος στο σύνολο του εκλογικού σώµατος), κοινώς πρόκειται για µια κυβέρνηση µειοψηφική που όµως κυβερνά. Θα επιτρέψουµε όµως εµείς τη άνοδο της ακροδεξιάς ή θα δώσουµε σε µια κυβέρνηση µειοψηφική τη δυνατότητα να µας εξουσιάζει;

Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήµατα είναι η εξής: 1) Ακόµα και αν η ακροδεξιά κατορθώσει και μπει στη Βουλή, θα είναι αναγκασµένη να πετάξει το προσωπείο του ακραίου και να συµβιβαστεί µε την εκάστοτε νοµοθεσία που διέπει τους κοινοβουλευτικούς θεσµούς. Θα πρέπει δηλαδή να πάψει να είναι ακραία και να µετατραπεί σε ένα ακόµα «αστικοδηµοκρατικό κόµµα». Ας θυµηθούµε το λόγο του Καρατζαφέρη εκτός Βουλής, περί κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης και δηλώσεις ανοιχτής υποστήριξης προς τη χούντα των Συνταγµαταρχών. Η είσοδός του στην Βουλή σήµανε και τη στροφή από την άκρα δεξιά προς µια πιο πολιτικά ορθή νεοσυντηρητική κατεύθυνση. Προφανώς, κάτι παρόµοιο θα µπορούσε να συµβεί και µε άλλα ακροδεξιά κόµµατα. Ή µήπως ακραίες εθνικιστικές φωνές δεν υπάρχουν εντός των µεγάλων κοµµάτων; 2) Οι διαφορές µεταξύ µιας σοσιαλδηµοκρατικής κυβέρνησης και µιας συντηρητικής Νεοφιλελεύθερης είναι, στην πραγµατικότητα, ελάχιστες. Κάτι τέτοιο δεν παρατηρούµε µόνο στην Ελλάδα, όπου οι διαφορές µεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ υπήρξαν µηδαµινές αλλά, πλέον, και οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του Σοσιαλδηµοκρατικού κόµµατος της Γερµανίας, Μάρτιν Σουλτζ, επιβεβαιώνουν το ότι οι εντολές που εκτελούν οι «δηµοκρατικά εκλεγµένες κυβερνήσεις» δεν µπορεί ν’ αποκλείνουν από αυτά που προστάζουν οι στατιστικές της διεθνούς οικονοµίας: «Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου είναι αυτός που ως Έλληνας Πρωθυπουργός ξεκίνησε τις αναγκαίες και επώδυνες µεταρρυθµίσεις. Προς όφελος της χώρας έβαλε σε δεύτερη µοίρα το συµφέρον του κόµµατος. Ελπίζω ότι θα µπορέσουν να επικρατήσουν οι συνετές δυνάµεις στη χώρα, διότι η ριζοσπαστικοποίηση δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν» [1]. Αν αυτές οι δηλώσεις προέρχονται από έναν σοσιαλδηµοκράτη πολιτικό, τότε ας µην περιµένουµε τίποτα καλύτερο από τη δική του παράταξη όταν (και αν) θ’ αναλάβει την εξουσία. Ακόµα και αν υποθέσουµε ότι η κοινή γνώµη επιθυµεί µια επιστροφή στη σοσιαλδηµοκρατία και αποφασίζει να εκλέξει µια κεντοραριστερή παράταξη, κατά πόσο η νέα αυτή κυβέρνηση θα εφαρµόσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις αρνούµενη να συµβιβαστεί µε τις διαταγές των αγορών; Συνεπώς, κάθε κυβέρνηση που εκλέγουµε, είναι κατά κάποιον τρόπο µειοψηφική, και η αποχή δεν σηµαίνει ότι νοµιµοποιούµε µειοψηφικές κυβερνήσεις από τη στιγµή που, σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν καθορίζονται αυστηρά από διεθνής οικονοµικούς παράγοντες.

Τα παραδείγματα πολιτικών πρώην (και νυν) που εκ΄του ασφαλούς κατακρίνουν τις Νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν σταματούν εδώ. Από τον Γιώργο Παπανδρέου που σε συνέντευξή του στο Democracy Now κατέκρινε την Goldman Sachs και τις πολυεθνικές για τις πολιτικές που εφαρμόζουν στην Ελλάδα, μέχρι και τον Μπερλουσκόνι ο οποίος μόλις λίγες μέρες πριν δήλωσε τα εξής: «Τη γνωρίζουμε τη θεραπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ιταλία. Προκάλεσε την καταστροφή της Ελλάδας και τώρα αρχίζει να καταστρέφει την Ισπανία». Καί οι δύο πολιτικοί, όσο βρίσκονταν στην εξουσία εφάρμοζαν ακριβώς τα ίδια μέτρα. Η μεν κυβέρνηση Παπανδρέου τσεκούρωσε επιδόματα και συντάξεις, διέλυσε ό,τι είχε απομείνει από το κοινωνικό κράτος και δεν είχαν καταφέρει να διαλύσουν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις μαζί. Ο δε Μπερλουσκόνι, κατά τη διάρκεια της θητείας του επέβαλε τα πιο σκληρά Νεοφιλελεύθερα μέτρα για τα Ιταλικά δεδομένα, συνυπέγραφε στις απαγορεύσεις διαδηλώσεων, ενώ τώρα ξαναρχίζει τους φαμφαρονισμούς προσποιούμενος ότι παίρνει το μέρος ενός λαού που δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί όσο βρίσκονταν στην εξουσία. Μήπως δεν ήταν η «κεντροαριστερά» πολιτική παράταξη των Labours στην Βρετανία η πρώτη που επέβαλε τον τριπλασιασμό των πανεπιστημιακών διδάκτρων από 1.000 λίρες το χρόνο σε 3.000 και τώρα ασκεί κριτική εξ αριστερών στις περικοπές που εφαρμόζουν οι Tories; Μήπως δεν ήταν οι Tories που κατέκριναν το σύστημα κοινωνικού ελέγχου και ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων μέσω CCTV που συναντά πλέον κανείς στο Λονδίνο, ενώ τώρα που έχουν σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με το Liberal Party (Φιλελεύθερο Κόμμα) επιβάλλουν από τα πιο σκληρά μέτρα κρατικής καταστολής; Μήπως δεν ήταν οι Φιλελεύθεροι που δήλωσαν προ-εκλογικά πως δεν θα υποστηρίξουν τις περικοπές στην παιδεία, ενώ εδώ και ενάμιση χρόνο προσπαθούν να πείσουν τους φοιτητές ότι ο τριπλασιασμός των διδάκτρων από 3.000 τον χρόνο σε 9.000 είναι αναγκαίος; Ή ο δήμαρχος του Λονδίνου, John Boris, που κατά τη διάρκεια των επεισοδίων του Αυγούστου μιλούσε ανοιχτά υπέρ της καταστολής και της χρήσης κανονιών νερού και της εμπλοκής του στρατού, παρόλ’ αυτά, στην προεκλογική του εκστρατεία παραδέχεται ότι οι ταραχές οφείλονται στον κοινωνικό αποκλεισμό που βιώνει μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού στην Βρετανία και κυρίως το Λονδίνο;

Στην ελληνική πραγµατικότητα: Στην πράξη, η αποχή δεν υπονοµεύει, άµεσα τουλάχιστον, το κοινοβουλευτικό σύστηµα. Σύµφωνα µε τον εκλογικό νόµο, οι έδρες διανέµονται µε βάση τα έγκυρα ψηφοδέλτια, στα οποία, εκτός των άκυρων, δεν συµπεριλαµβάνονται ούτε τα λευκά (παρά την αντίθετη απόφαση 12/2005 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, σύµφωνα µε την οποία η µη προσµέτρηση των λευκών ψηφοδελτίων κατά την εύρεση του εκλογικού µέτρου, αντίκειται στο Σύνταγµα αφού θίγει τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και της ισότητας της ψήφου). Άρα, ακόµα και στο θεωρητικό ενδεχόµενο κατά το οποίο θα απείχε της εκλογικής διαδικασίας η πλειοψηφία του εκλογικού σώµατος, και, ταυτόχρονα, η πλειοψηφία των πολιτών που θα προσέρχονταν στις κάλπες θα επέλεγε να ψηφίσει λευκό ή να «ρίξει» άκυρο ψηφοδέλτιο, και πάλι θα προέκυπτε νέα Βουλή. Ο ισχύων στην Ελλάδα εκλογικός νόµος, αλλά, κατά κανόνα, και οι εκλογικοί νόµοι στις υπόλοιπες δυτικές κοινοβουλευτικές δηµοκρατίες, δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοιου είδους εκλογικά αστεία… Συγκεκριµένα: α) Για να εισέλθει ένα συνδυασµός (κόµµα, συνασπισµός κοµµάτων ή µεµονωµένος υποψήφιος) στη Βουλή, πρέπει να συγκεντρώσει το 3% των εγκύρων ψηφοδελτίων του συνόλου σε όλη την Επικράτεια. β) Στις επόµενες βουλευτικές εκλογές, οι 250 έδρες θα διανεµηθούν µε βάση το ποσοστό των κοµµάτων και οι υπόλοιπες 50 θα πριµοδοτήσουν το πρώτο κόµµα, γ) Το θεωρητικά µέγιστο ποσοστό προκειµένου να πετύχει κάποιο κόµµα βέβαιη αυτοδυναµία, ανέρχεται στο 40,4% των έγκυρων ψήφων (Σηµείωση: δεν θα επεκταθούµε εδώ σε λεπτοµερείς αναφορές για τον τρόπο κατανοµής των εδρών ανά εκλογική περιφέρεια – αρκούν οι προαναφερόµενοι βασικοί άξονες γα την κατανόηση του πυρήνα της λογικής του εκλογικού συστήµατος).

Συµπερασµατικά, το τι σηµαίνει ως προς το εκλογικό αποτέλεσµα η εκλογική απεργία ή το άκυρο ή το λευκό ψηφοδέλτιο, δεν µπορεί να ειπωθεί µε βεβαιότητα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα διευκολύνει την δηµιουργία αυτοδύναµης κυβέρνησης από το συνδυασµό που πλειοψήφησε (αν δεχτούµε ότι οι απέχοντες εκφράζουν κυρίως αντικοινοβουλευτικές θέσεις – κάτι που δεν είναι αυτονόητο αφού απροσδιόριστο ποσοστό όσων δεν προσέρχονται στις κάλπες απλώς είναι απαθές και η αποχή δεν αποτελεί συνειδητή πολιτική στάση), αν και εφ΄όσον συγκεντρώσει βέβαια τα προαναφερόµενα ποσοστά. Από την άλλη πλευρά, η προς αποφυγή αυτού του ενδεχόµενου συµµετοχή στις εκλογές, επίσης δεν αποτελεί «έξυπνη κίνηση», αφού, όπως είδαµε, σε κάθε περίπτωση θα υπάρξει Κυβέρνηση (έστω και µε συµµαχία των παρατάξεων της κυρίαρχης ελίτ), η οποία τυπικά-νοµικά θα είναι νόµιµη, η οποία, ταυτόχρονα, στην πράξη και στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας του λαού θα είναι ανοµιµοποίητη (ως Κυβέρνηση µειοψηφίας σε σχέση µε το σύνολο της κοινωνίας/εκλογικού σώµατος) και η οποία, σε κάθε περίπτωση δεν θα αποτελεί έναν ανεξάρτητο πολιτικό παίκτη στη διεθνή πολιτική σκηνή, αλλά ένα νέο πολιτικό προσωπικό που θα έχει ως σκοπό να εξυπηρετήσει τα συµφέροντα των κυρίαρχων στρωµάτων, ντόπιων ή/και ξένων. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν στις Κοινοβουλευτικές «Δηµοκρατίες» και αυτό θα ισχύει όσο το σύστηµα της αντιπροσώπευσης παραµένει στο προσκήνιο της πολιτικής πραγµατικότητας.

Ναί στην αποχή, αλλά υπό ποιες προϋποθέσεις;

Μετά από όσα προειπώθηκαν, είναι φανερό πως η συµµετοχή των πολιτών στις εθνικές (βουλευτικές) εκλογές είναι συµµετοχή σε ένα στηµένο πολιτικό παιχνίδι, που δεν έχει σχέση όχι µόνο µε την πραγµατική δηµοκρατία αλλά απέχει πολύ ακόµα και από την ιδεατή αντιπροσωπευτική δηµοκρατία. Κατ’ αρχήν λοιπόν, η θέση πως η συµµετοχή στις εκλογές σηµαίνει νοµιµοποίηση µιας πολιτικής αποπολιτικοποίησης των πολιτών, ή συµµαχία µε τα κυρίαρχα στρώµατα που θέτουν τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, φαίνεται σωστή. Αν η θέση µας είναι ότι επιθυµούµε την εγκαθίδρυση µια αυτόνοµης κοινωνίας µέσω αµεσοδηµοκρατικών διαδικασιών, τότε η νοµιµοποίηση της κοινοβουλευτικής υφαρπαγής της κοινωνικής συναίνεσης, αποτελεί πολιτική αυτοκτονία – άποψη που δεν διατυπώνεται µόνο από ηθική σκοπιά αλλά, αντίθετα, µέσα από τη ρεαλιστική και ψυχρή εξέταση των δεδοµένων. Κατ’ ακολουθίαν, ο επόµενος συλλογισµός δεν µπορεί παρά να είναι ότι, για να αποτελέσει η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες (ή η επιλογή του άκυρου), µία ενεργητική, θετική, συνειδητοποιηµένη πολιτική θέση, οφείλει να συνδυαστεί µε την µεθοδευµένη προσπάθεια για την δηµιουργία θεσµών που θα µπορέσουν αφ’ ενός να παρακάµψουν την ετερονοµία του αντιπροσωπευτικού συστήµατος και, ταυτόχρονα, να προωθήσουν το πρόταγµα της αυτο-κυβέρνησης, της αυτοθέσµισης, της αυτονοµίας. Διαφορετικά, η αποχή, στο βαθµό που δεν αποτελεί το έναυσµα για την δηµιουργία µιας άλλης, νέας, αυτόνοµης θέασης της πολιτικής, δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από µια στείρα άρνηση η οποία, όσο κι αν είναι ηθικά δικαιωµένη (απ’ όσους την επιλέγουν συνειδητά και όχι λόγω πολιτικής αφασίας), δεν πρόκειται να προσφέρει καµία πολιτική λύση, αλλά µάλλον θα είναι µια στάση καταδικασµένη σε αποτυχία αφού θ’ αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου, κάλπικου νοµίσµατος.Η αντιπροσωπευτική δηµοκρατία και ο κοινοβουλευτισµός εµπεριέχουν από τη φύση τους µια λογική περιθωριοποίησης των πολιτικών πρακτικών που αντιτίθενται στον πυρήνα τους. Έτσι, η αποχή (ή το άκυρο) αν δεν συνδυαστεί µε πρακτικές που επιδιώκουν την διαρκή κοινωνική επανάσταση, περιορίζεται σε µια δικαιολογηµένη αλλά συναισθηµατική και όχι πολιτική στάση.

Αυτή είναι λοιπόν η ευθύνη µας: Να νοηµατοδοτήσουµε την αποχή και την άρνηση της απάτης των εκλογών µε τρόπο που θα ανοίξει το δρόµο για την χειραφέτηση και την αυτονόµηση της κοινωνίας, αποδεσµεύοντάς την από τον σκέτο ροµαντισµό και διαφοροποιώντας την, στα µάτια όλης της κοινωνίας, από την απλή απάθεια, την αδιαφορία ή τον απροσδιόριστο µηδενισµό. Απέχω από τις εκλογές σηµαίνει συµµετέχω µε όλες µου τις δυνάµεις στην προσπάθεια άσκησης πραγµατικής πολιτικής, µέσα από  κάθε είδους επαναστατικές και ριζοσπαστικές πρακτικές, μέσα από συνελεύσεις πολιτών και διάφορες άλλες ανοιχτές διαδικασίες. Διαφορετικά δεν σηµαίνει τίποτα και δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την µη-αποχή σε ένα σικέ παιχνίδι.

Έτσι λοιπόν, όταν αρχίσουν πάλι οι πολιτικές διαφημίσεις να σπέρνουν προπαγάνδα περί «σωτηρίας της χώρας», να μιλούν για το κατόρθωμα μιας κυβέρνησης, ας θυμηθούμε εμείς τις αυτοκτονίες των συνανθρώπων μας λόγω των αβάσταχτων χρεών, ας θυμηθούμε τους άστεγους, όλους αυτούς που η ζωή τους υποβαθμίστηκε, όλους αυτούς που υπέφεραν από την αστυνομική καταστολή και την βία, τους πολίτες αυτής της χώρας που λοιδωρήθηκαν στο εξωτερικό ως «τεμπέληδες και ανεύθυνοι» εξαιτίας ορισμένων πολιτικών (βλ. Θ.Πάγκαλος στο Παρίσι ή τις δηλώσεις του Γ.Α.Παπανδρέου στο Βερολίνο: «κυβερνώ μια χώρα διεφθαρμένων»). Ας κοιτάξουμε τη δυστυχία μας κι ας θυμηθούμε όλον αυτόν τον διασυρμό. Πριν αναζητήσουμε λύσεις στην φασίζουσα αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας, ας μην ξεχάσουμε το Βατοπέδι, τη Siemens, τις υποκλοπές, το παραδικαστικό κύκλωμα, τα τόσα άλλα σκάνδαλα αξίας εκατομμυρίων ευρώ και αυτά που χαρακτήρισαν εκείνη την κυβέρνηση ως μια από τις πιο διεφθαρμένες και γελοίες της νεότερης ιστορίας – σκάνδαλα για τα οποία κανείς δεν δικάστηκε ενώ αντιθέτως εμείς καλούμαστε να πληρώσουμε και πληρώνουμε τώρα. Πριν δούμε τους ακροδεξιούς να μιλούν για «καθαρή Ελλάδα μόνο με Έλληνες» ας θυμηθούμε ξανά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων, τις ρατσιστικές δολοφονίες (και αν το τελευταίο δεν μας ενδιαφέρει γιατί «αυτοί είναι ξένοι και παράνομοι», ας φέρουμε στο νου μας τον ρατσισμό που βίωσαν στο παρελθόν και βιώνουν και σήμερα οι Έλληνες του εξωτερικού και το πως αντιμετωπίζονται από τους εκεί ακροδεξιούς). Πριν ακούσουμε τις ασυναρτησίες των αριστερών και την ξύλινή τους γλώσσα για εργατική εξουσία, ας φέρουμε στο νου μας τα γκούλακ και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που διαμόρφωσαν τα καθεστώτα που οι ίδιοι έχουν σήμερα ως πρότυπο (όχι πως υπάρχει περίπτωση αν κάποιο από αυτά βγει νικητής στις αναμετρήσεις να εφαρμόσει τα δικά του προτάγματα μόλις αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, για τους λόγους που αναφέραμε και παραπάνω). «Όποιος  ψηφίσει και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση είναι για εμάς  βλαβερός, αλλά το ίδιο βλαβερός είναι και όποιος απόσχει από τις εκλογές  και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση» έλεγε κάποτε ο Ισπανός αναρχικός μαχητής Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι. Βέβαια, αν κάποιος αποφασίσει να συμμετάσχει στις εκλογές, ρίχνοντας μια ψήφο σε κάποιο αριστερό κόμμα μόνο και μόνο επειδή αισθάνεται καθήκον να πράξει έστω και κάτι, προκειμένου να σαμποτάρει την αύξηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής ή νιώθει ότι εξ αιτίας των θρασύδειλων αυτών Νεοναζί απειλούνται ακόμα και τα ελάχιστα δημοκρατικά του δικαιώματα, σίγουρα η πράξη του δεν θα καταλογιστεί ως άνευ όρων συμβιβασμός με αυτόν τον χρεοκοπημένο θεσμό που ονομάζεται κοινοβουλευτική «δημοκρατία». Αλλά θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο στόχος είναι άλλος και όχι εκλογές. Ότι η πραγματική πολιτική γράφεται στους δρόμους και τις πλατείες. Ότι πολίτης ελεύθερος είναι αυτός που μπορεί πάντοτε να συναποφασίζει, όχι μόνο για να λύσει τα προβλήματά του, αλλά για να ακούσει και ν’ ακουστεί, να δοκιμαστεί και τέλος, να γίνει καλύτερος άνθρωπος!

Σηµειώσεις
[1]Το συγκεκριµένο απόσπασµα της συνέντευξής του θα έπρεπε να µας απασχολεί, αρκετά περισσότερα από τους χονδροειδής λασπολογίες της Μέρκελ περί «τεµπέληδων Ελλήνων» και «σκληρά εργαζόµενων βορειοευρωπαίων». Το να αποδεχόµαστε ότι η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας αποτελεί πρόβληµα, είναι κάτι που αποκαλύπτει τα εξωφρενικά επίπεδα κοµφορµισµού που µαστίζουν τις Δυτικές κοινωνίες.

________________________________
Στο παρακάτω βίντεο που παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ, ο Αμερικανός κωμικός George Carlin, σατιρίζει τις εκλογές και, την ίδια ώρα, μας ωθεί σε αυτοκριτική. Το μόνο που μένει να κάνουμε βλέποντας τον να μιλά στο κοινό του, είναι ν’ αντικαταστήσουμε τις λέξεις, Αμερική, Αμερικάνος, Αμερικανικός με Ελλάδα, Έλληνας και Ελληνικός…

Συγγραφή: Efor, Ian Delta, Michael Th


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-avf