Η κυβερνητική κρίση και τα πραγματικά ζητούμενα

Βρισκόμαστε κοντά στην πτώση μιας ακόμα ολιγαρχικής κυβέρνησης, και βλέποντας την αξιωματική αντιπολίτευση να αδημονεί για την εξουσία, το μέλλον φαίνεται κάθε άλλο παρά ρόδινο για την ελληνική κοινωνία. Η είδηση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος που ανήγγειλε ο πρωθυπουργός έσκασε σαν βόμβα. Η ίδια η κυβέρνηση λέει ότι είναι καιρός να ζητηθεί η γνώμη της πλειοψηφίας σχετικά με την επικύρωση ή όχι της νέας δανειακής σύμβασης που συμφωνήθηκε πριν την εκταμίευση της 6ης δόσης του Μνημονίου. Για ποιόν λόγο, όμως, αποφάσισε να κρατήσει αυτήν την στάση; Θα ήταν τελείως αφελές αν πιστεύαμε ότι ξαφνικά ενδιαφέρθηκε για τα «δημοκρατικά μας δικαιώματα» μετά από μία διετία κατά την οποία φρόντισε επιμελώς να τα καταπατά. Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που με την αδιάλλακτή της στάση μετέτρεψε την πλατεία Συντάγματος σε ανοιχτό θάλαμο αερίων από τα δακρυγόνα και τα χημικά, που έστειλε στο νοσοκομείο, αιμόφυρτους, δεκάδες άλλους διαδηλωτές, που εκτελεί πιστά τις εντολές της ακροδεξιάς χτίζοντας φράχτες στον Έβρο για να εμποδίσει την είσοδο των μεταναστών, που προσέφυγε στον καταστροφικό μηχανισμό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ε.Κ.Τ., δίχως φυσικά να μπει στη διαδικασία να ζητήσει τη γνώμη της πλειοψηφίας. Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που αντί για πράσινη «ανάπτυξη» (όπως υποσχέθηκε προεκλογικά), συνέβαλε στην υποβάθμιση κάθε χώρου πρασίνου (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Κερατέα, όπου έκλεισε συμφωνία με τους εργολάβους για την κατασκευή παράνομου XYTA, ενώ παράλληλα δεν δίστασε να στείλει τα ΜΑΤ για να καταστείλει, με κάθε μέσο, τις αντιδράσεις των πολιτών). Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που ενώ έλεγε προεκλογικά ότι θα περιορίσει την αστυνομική αυθαιρεσία, αντ’ αυτού προμηθεύτηκε αντλίες νερού και καλεί για νέες προσλήψεις στα σώματα καταστολής. Δεν είναι όμως η Ελληνική Κυβέρνηση η μοναδική περίπτωση αυταρχισμού και καταστολής. Ίσως είναι η πιο «χτυπητή», αλλά παραδείγματα ολιγαρχίας θα βρούμε σε όλη την Ευρωπαϊκή «επικράτεια»!

Αυτή λοιπόν η κυβέρνηση μοιάζει έτοιμη να καταρρεύσει από ώρα σε ώρα. Το τί, ακριβώς, θα γίνει δεν το γνωρίζει κανείς ακόμη. Τα δεδομένα αλλάζουν από στιγμή σε στιγμή. Όσο, όμως, περνάνε οι ώρες, τόσο η απογοήτευση γεννά πάμπολλα ερωτήματα. Ένα από τα βασικότερα είναι το εξής: Υπάρχει διέξοδος από αυτήν την κατάσταση; Για να μπορέσουμε να δώσουμε μια καίρια απάντηση εδώ, θα πρέπει να εξετάσουμε τα δεδομένα, όχι μόνο με βάση αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα αλλά και σε ευρωπαϊκό (και αν γίνεται διεθνές) επίπεδο. Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να σταθούμε στο μηχανισμό της Ε.Ε.

Σημερινή κατάσταση (σε πανελλήνιο και πανευρωπαϊκό επίπεδο)

Στον ενάμιση χρόνο που πέρασε από την υπαγωγή της χώρας στην τριπλή διεθνή επιτήρηση Δ.Ν.Τ. – Ε.Κ.Τ. – Ε.Ε., είχαμε βίαιη φτωχοποίηση του πληθυσμού μέσω πρωτοφανών περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, δραματική μείωση κοινωνικών δαπανών (αλλά και δημόσιων επενδύσεων για τις οποίες κόπτονται οι πάσης φύσεως οπαδοί οικονομιστικών προσεγγίσεων), κατακόρυφη αύξηση ανεργίας, απώλεια εργασιακών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με αγώνες δεκαετιών, και κατάρρευση όλων των οικονομικών δεικτών, με σημαντικότερο στοιχείο τη βαθιά «ύφεση» που έφτασε σε επίπεδα πρωτοφανή για τη μεταπολεμική Ευρώπη.

Όμως η Ελληνική κρίση έχει και διεθνές αντίκτυπο, λόγω της διεθνοποίησης των αγορών. «Το Ευρώ κινδυνεύει εξαιτίας των ανεύθυνων Ελλήνων που αντί να εργάζονται και να παράγουν, τρέχουν στις διαδηλώσεις και δεν πληρώνουν τους φόρους τους», είναι μια στερεότυπη φράση που συχνά ακούμε από διάφορους ηγέτες των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε. και οικονομολόγους, οι οποίοι προσπαθούν να περάσουν το γνωστό μήνυμα «ένοχος λαός, αθώα εξουσία»! Απαντώντας στο ερώτημα του αν και εμείς, ως πολίτες αυτής της χώρας, φέρουμε ευθύνη για την κατάσταση αυτή, αναμφισβήτητα θα λέγαμε ναι. Οποιαδήποτε προσπάθεια αποποίησης ευθυνών θα έμοιαζε με πολιτική στρουθοκαμήλου. Όμως, σε αντίθεση με τους Νεοφιλελεύθερους, που έχοντας ως μοναδικό τους όπλο την ηθική της ενοχής και με βάση αυτό προσπαθούν να μας απομακρύνουν από την πολιτική δράση (δηλαδή, με βάση τη δική τους λογική «εφόσον είμαστε ένοχοι δεν θα πρέπει να διαμαρτυρόμαστε, δεν θα πρέπει να διαδηλώνουμε»), εμείς αντιπροτείνουμε το αντίθετο, λέγοντας ότι το μεγάλο λάθος που διαπράξαμε είναι η απάθεια, «ο μόνος τρομοκράτης» (όπως δικαίως λέει σύνθημα στα Εξάρχεια). Πρόκειται για την απάθεια που είχε ως αποτέλεσμα την ανοχή μας στις διεφθαρμένες κυβερνήσεις που πέρασαν από τη χώρα, κυβερνήσεις που θα έπρεπε να τις είχαμε ξεμπροστιάσει και ανατρέψει χρόνια πριν. Την ίδια ή αντίστοιχη βέβαια απάθεια, έδειξαν κι οι πολίτες όλων των χωρών της Ευρώπης.

Η ιδιαιτερότητα, λοιπόν, της Ελλάδας, κατά την κρίση μας, δεν εντοπίζεται στην «τεράστια φοροδιαφυγή». Το γεγονός ότι η λέξη «Έλληνας» έχει καταστεί βρισιά στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχει να κάνει με την έλλειψη παραγωγικότητας [1]. Το κλειδί της υπόθεσης βρίσκεται στον Δεκέμβρη του 2008, καθώς και στην αντι-καπιταλιστική κουλτούρα που έχει ριζώσει στην Ελληνική κοινωνία. Αυτό, λοιπόν, που κάνει τους ολιγάρχες να τρέμουν, πίσω απ’ όλα, είναι ο ρόλος των αντικαπιταλιστικών κινημάτων που έχουν αναπτυχθεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.

Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο και τονίζουμε ότι ήρθε η στιγμή να τελειώνουμε με την απάθεια, αν πράγματι επιθυμούμε την άμεση αλλαγή της κοινωνίας. Οι υπάρχοντες θεσμοί της συγκεντρωτικής ολιγαρχίας δεν έχουν θέση σε μια κοινωνία αυτόνομη. Είναι, πλέον, ξεπερασμένοι. Την αντιδραστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την γνωρίζαμε από την πρώτη ημέρα της ίδρυσής της. Πιστέψαμε όμως στον μονόδρομο της συμμετοχής μας σε έναν τέτοιον ολιγαρχικό θεσμό, πως αυτή ήταν η μόνη λύση για να κερδίσουμε μια, έστω και πλασματική, ευημερία. Μπορεί, βέβαια, να ήταν και έτσι. Σημασία, όμως τώρα, έχει να κατανοήσουμε ότι αν πραγματικά θέλουμε να λεγόμαστε υπεύθυνοι πολίτες, τότε δεν έχουμε παρά να καταλάβουμε την σημαντικότητα της συμμετοχής μας στα κοινά, την σημαντικότητα του να αποφασίζουμε όλοι μαζί για το μέλλον μας, και όχι μια χούφτα ολιγάρχες!

Ο μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στηρίζεται σε μια κεντρική εξουσία που ελάχιστα λαμβάνει υπόψη της την γνώμη των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης χώρας. Τα αποφασιστικά όργανα της ΕΕ (Συμβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) δεν τυγχάνουν καν εκλογικής νομιμοποίησης από κάποιο εκλογικό σώμα ως τέτοια (το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποτελείται από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών – μελών και τον πρόεδρο της Επιτροπής – ενώ οι Επίτροποι διορίζονται από τις κυβερνήσεις), αλλά τουναντίον οι γραφειοκράτες που τα πλαισιώνουν (γνωστοί και ως ευρωκράτες και περήφανοι γι’αυτόν τον αυτοπροσδιορισμό) δεν είναι άμεσα αιρετοί. Το δε Ευρωκοινοβούλιο έχει απλώς γνωμοδοτικό – συμβουλευτικό χαρακτήρα. Η υποβάθμιση της λαϊκής κυριαρχίας είναι γεγονός και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σχεδόν σε όλες τις χώρες των 25. Ένα παράδειγμα καταπάτησης της λαϊκής φωνής είναι η Ιρλανδία, η οποία μετά την καταψήφιση της συνθήκης της Λισαβόνας αναγκάστηκε να επαναπροσέλθει στις κάλπες για να δώσει την τελική απάντηση του «Ναι», μια απάντηση που φυσικά βόλευε τις Βρυξέλλες, όπως και στην περίοδο του 2001, όταν είχε να κληθεί για να ψηφίσει υπέρ ή κατά της συνθήκης της Νίκαιας (συνθήκη που απέβλεπε στη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Τα δημοψηφίσματα διενεργούνται στην Ιρλανδία λόγω της σχετικής συνταγματικής πρόβλεψης που απαιτεί την προσφυγή στο σύνολο του εκλογικού σώματος για τέτοια ζητήματα.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της Ε.Ε. είναι η δημιουργία της EUROGENDFOR (Ευρωπαϊκή δύναμη καταστολής διαδηλώσεων), η οποία έχει ως έργο την επέμβαση σε έδαφος οποιουδήποτε κράτους-μέλους και μέρος της οποίας, σύμφωνα με σενάρια, βρίσκεται σήμερα σε Ελληνικό έδαφος, έτοιμη ν’ αναλάβει «δράση» αν προκύψει κίνδυνος γενικευμένης εξέγερσης.

Προοπτικές που αναδύονται και επιπτώσεις

Διάφοροι οικονομολόγοι προτάσσουν την έξοδο της χώρας από το νόμισμα του Ευρώ και επιστροφή της στη δραχμή, λέγοντας ότι «οι μνημονιακές πολιτικές θα υποβαθμίσουν οριστικά το βιοτικό επίπεδο της χώρας», πως «η πτώχευση είναι αναπόφευκτη, και συνεπώς θα ήταν καλύτερο να συμβεί τώρα παρά όταν η κατάσταση θα έχει επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο». Από την άλλη, το αντίπαλο στρατόπεδο υποστηρίζει την παραμονή της Ελλάδας στην  Ευρωζώνη, τονίζοντας «τις καταστροφικές συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν οι ευρωσκεπτικιστές επιλογές μας για την οικονομία της χώρας». Όλα αυτά τα σενάρια όμως, βασίζονται αποκλειστικά και μόνο σε αναλύσεις επιστημονίστικου χαρακτήρα, που γίνονται ελάχιστα κατανοητές στα αυτιά του μέσου πολίτη. Μιλούν με μαθηματικούς τύπους και με ακατάληπτους χρηματοπιστωτικούς όρους, που φυσικά σχεδόν κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει ή να χρησιμοποιήσει είτε στην καθημερινή του ζωή είτε στην επιχείρηση, είτε στην κοινωνία!

Τα ευρωσκεπτικιστικά σενάρια, παρά το γεγονός ότι εκφράζουν μια αλήθεια, εσωκλείουν έναν τεράστιο κίνδυνο: την καλλιέργεια ενός κατάλληλου εδάφους για τον πολιτισμικό απομονωτισμό και την άνοδο του εθνικισμού. Οι χυδαίοι ακροδεξιοί συνεχώς προπαγανδίζουν υπέρ της επιστροφής στις παλιές δομές των εθνών-κρατών, προβάλλοντας συχνά αξίες εθνοσυντηρητισμού. Η άποψη αυτή, βέβαια, καλλιεργείται και από πολλές αριστερές τάσεις που κάνουν λόγο για επιστροφή στην λαϊκή κυριαρχία αλλά ταυτόχρονα, μιλούν και για εθνική ανεξαρτησία. Σαφέστατα λαϊκή κυριαρχία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν μια χώρα δεν καταστεί ανεξάρτητη από την κεντρική εξουσία των Βρυξελλών, όμως κάτι τέτοιο δεν σηματοδοτεί απαραίτητα και την εκδημοκράτισή της! Απεναντίας, θα μπορούσε πολύ εύκολα να αναρριχηθεί στην εξουσία κάποιο δικτατορικό καθεστώς, πράγμα που η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκλείει. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ακροδεξιού ευρωσκεπτικισμού είναι ο Βρετανός Nigel Farrange, ηγέτης του United Kingdom Independece που μιλά συνεχώς για έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, μόνο και μόνο για να μην δέχεται πιέσεις η χώρα του από τα δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην προσπάθεια των αρμόδιων να περιορίσουν την μετανάστευση. Τί θα συνέβαινε σε περίπτωση που το UKIP κέρδιζε τις εκλογές στην Βρετανία; Προφανώς θα βλέπαμε την ενσάρκωση ενός νέου κράτους τύπου Μέτερνιχ, άβατο για κάθε μετανάστη. Παράλληλα, ο αριστερός ευρωσκεπτικισμός καλλιεργεί παρόμοιες τάσεις εθνοκεντρισμού όταν κάνει λόγο για εθνική ανεξαρτησία, μιας και θέτει την μεταφυσική οντότητα του έθνους ως κεντρική ιδέα για τη διαμόρφωση «ιδανικών» πολιτικών εξελίξεων.

Με βάση τα παραπάνω (και με όσα μας έχουν μάθει να πιστεύουμε), καλούμαστε να λάβουμε θέση εντός ενός διπόλου. Η κρίση του καθενός και οι αντιλήψεις του θα τον οδηγήσουν είτε στο πρώτο στρατόπεδο είτε στο δεύτερο. Όμως, στην πραγματικότητα, υπάρχουν παραπάνω επιλογές από ένα Ναι ή Όχι. Κοινώς, αυτό που θα πρέπει να  μας απασχολεί στην πραγματικότητα, δεν είναι η παραμονή μας ή όχι στην Ε.Ε. ή στην ευρωζώνη, αλλά το Ναι ή  Όχι στη δημοκρατία. Θα πρέπει δηλαδή, να δούμε τα πράγματα από μια σκοπιά καθαρά πολιτική και όχι καπιταλιστική, διότι και οι δύο τάσεις – παρά του ότι η έξοδος από την Ε.Ε. εκφράζεται κυρίως από τον αντικαπιταλιστικό χώρο – παραμένουν δέσμιες του φαντασιακού: «ορθολογική» κυριαρχία – συσσώρευση κεφαλαίων – ιδιοκτησία. Στην περίπτωση των αριστερών Ευρωσκεπτικιστών, η έννοια του έθνους-κράτους χρησιμοποιείται ως ιδιοκτησία (μια χώρα είναι και παραγωγικός μηχανισμός ταυτόχρονα). Συνεπώς το δίλημμα δεν είναι «Ανεξαρτητοποιημένη Ελλάδα ή Ευρωπαϊκή Ένωση», αλλά «δημοκρατία ή καπιταλισμός», ή, καλύτερα, «αυτονομία ή βαρβαρότητα». Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, ο μηχανισμός της ΕΕ απέχει μίλια από αυτό που ονομάζουμε εμείς δημοκρατία. Κατά την άποψή μας η πραγματική δημοκρατία χαρακτηρίζεται από την ίση συμμετοχή  όλων των πολιτών στην εξουσία και όχι από την εκπροσώπηση της κοινωνίας από μια ολιγαρχία. Έτσι λοιπόν, παρότι αμφισβητούμε την Ε.Ε. σαν θεσμό, δεν αντιπαλεύουμε την ένωση των λαών. Θα πρέπει να δούμε ξεχωριστά τους δεσμούς εξουσίας μεταξύ των αρχηγών των 25 και τους  δεσμούς αλληλεγγύης που θα μπορούσαν να αναπτύξουν μεταξύ τους οι λαοί. Θα μπορούσαμε να δούμε, λοιπόν, το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας ως μια νέα μορφή προοπτικής…

Επιστροφή στις συνελεύσεις

Τα πολιτικά κόμματα, χωρίς καμία εξαίρεση, αποδεικνύονται κατώτερα των περιστάσεων (βέβαια, δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό, καθώς αυτό το οποίο προσδοκούν στ’ αλήθεια είναι η συγκέντρωση όλο και περισσότερων εξουσιών και, σε  κάθε τους κίνηση, στοχεύουν όχι στο καλύτερο για την κοινωνία, αλλά στο επικοινωνιακό). Οφείλουμε να αποδεσμευτούμε από το σκεπτικό αυτό, αν πραγματικά θέλουμε να λεγόμαστε πολίτες. Οφείλουμε να αναλογιστούμε αν θα πρέπει κάθε φορά, απλώς να περιμένουμε τις εκλογές ώστε να ασκήσουμε το ανά τετραετία «δημοκρατικό» μας δικαίωμα, ρίχνοντας μια ψήφο διαμαρτυρίας με τη λογική του «το μή χεῖρον βέλτιστον» ή αν είναι προτιμότερο να δράσουμε άμεσα, ώστε, βασιζόμενοι στον κοινωνικό εαυτό, να θεσμίσουμε εμείς την κοινωνία, ξεπερνώντας τη σκουριασμένη «μεταπολίτευση».

Τη στιγμή που πρωτοφανή κινήματα για την ιστορία της «Δύσης» (ή του μητροπολίτικου καπιταλισμού), όπως το Occupy Wall Street και η μετά από πολλά χρόνια γενική απεργία στο Όκλαντ των Η.Π.Α, το Occupy LSX στο Λονδίνο, σπέρνουν το σπόρο της αντικαπιταλιστικής δράσης σε όλο τον πλανήτη, εμείς δεν έχουμε το ηθικό δικαίωμα να μείνουμε απαθείς, πηγαίνοντας εκεί που η πολιτική και οικονομική άρχουσα τάξη μας καθοδηγεί. Όπως έλεγε και ο Dante στην Divina Commedia πιο ποιητικά, «τα πιο φλογερά μέρη στην κόλαση υπάρχουν γι’ αυτούς που σε περιόδους ηθικής κρίσης, προτίμησαν να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους». Αυτό που επείγει αυτήν την στιγμή, είναι να κατανοήσουμε τους λόγους που είναι σημαντική η άμεση πολιτική δράση, προτάσσοντας την άμεση δημοκρατία ως μια πολιτειακή μορφή στο πλαίσιο του «προτάγματος της αυτονομίας» και, παράλληλα, ως βασικό άξονα γύρω από τον οποίο θα κινηθεί η κοινωνική οργάνωση, η οικονομία, η ζωή σε κάθε της πτυχή.

Όπως τόσο καιρό μας διατυμπανίζουν πώς οι «Αγορές» έχουν την τάση να αυτορυθμίζονται, έτσι κι εμείς μπορούμε να ισχυριστούμε πως αυτή την τάση την έχουν και οι ίδιες οι κοινωνίες. Μια κοινωνία, στο καθαρά λειτουργικό της πλαίσιο, έχει την τάση να παράγεται και να αναπαράγεται, είτε βρίσκεται σε μια παραγκούπολη στο Καράκας είτε στο Μανχάτταν. Το κεντρικό ερώτημα λοιπόν, δεν πρέπει να είναι το «αν υπάρχει εναλλακτική λύση» (μονοπώλιο της σκέψης και της πράξης), αλλά, μέσα από αυτή την απροσδιοριστία των κινήσεων που υπάρχουν και δύνανται να υπάρξουν, το «τί διαλέγουμε εμείς». Θέλουμε πράγματι μια ζωή αντίστοιχη του Μανχάτταν όπου θα μπορούμε χωρίς όρια να καταναλώνουμε; Θέλουμε να ζούμε σε μια παραγκούπολη και εις βάρος μας να καταναλώνουν στο Μανχάτταν; Ή εν τέλει δεν θέλουμε «ούτε Μανχάτταν, ούτε παραγκουπόλεις»; Ήρθε η ώρα να σκεφτούμε το άλλο, να φανταστούμε ότι η ζωή μας δεν είναι ζήτημα ψευδο-διλημμάτων και πως η ευημερία μας δεν σχετίζεται με οικονομικούς δείκτες σε καμία περίπτωση. Αυτό ισχύει μόνο για τις κοινωνίες που έχουν ως κεντρικό στοιχείο στον αξιακό τους κώδικα τους οικονομικούς δείκτες, δηλαδή τις καπιταλιστικές/οικονομιστικές. Αλλά οι αξίες μπορούν να αλλάξουν αν φανταστούμε άλλες αξίες που θεωρούμε ότι είναι καλύτερες, πιο λογικές και πιο ανθρώπινες. Και μέσα από αυτή την έκρηξη της φαντασίας μας, θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις μιας άλλης ζωής που να συμβαδίζει με το άλλο της σκέψης μας. Και φυσικά για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται και ένας χώρος. Ένας χώρος ο οποίος θα είναι δημόσιος. Και αυτός ο χώρος δεν είναι άλλος από τις δημοκρατικές συνελεύσεις, όπου εκεί τα άτομα κάνουν την εμφάνιση τους και μετατρέπονται σε πολίτες, δίνοντας τη δυνατότητα να καλλιεργηθεί ένα πραγματικό και ουσιαστικό πλέγμα ισότητας που να διαμορφώνει και θα διαμορφώνεται από τις κοινωνικές σχέσεις. Εκεί η δράση ξαναβρίσκει το νόημά της καθώς το υποκείμενο λογίζεται ως κοινωνικό ον: επιλέγει να αποφασίζει και δεν επιλέγει απλώς ποιοί θα αποφασίζουν γι’αυτό, όπως κάνουν οι ιδιώτες.

Λένε πως ο πεινασμένος δεν έχει τίποτε να φοβηθεί… Τι περιμένουμε λοιπόν, ώστε να οργανώσουμε τις ζωές μας έξω από το καπιταλιστικό πρότυπο της βαρβαρότητας; Αμφισβητώντας ο,τιδήποτε αυτοπρεσβεύεται ως «ορθολογικό», γίνεται φανερό ότι ακόμη και η πτώχευση δεν μπορεί να υφίσταται παρά μόνο εντός του καπιταλιστικού συστήματος και της λογικής του Νεοφιλελευθερισμού. Μπορούμε να δημιουργήσουμε, τώρα, αλληλέγγυα διατροφικά δίκτυα, να καταλάβουμε τα ακατοίκητα σπίτια, να στήσουμε σχολεία που θα προσφέρουν εκπαίδευση για τη ζωή και όχι για την υποταγή. Αρκεί να το αποφασίσουμε και να περάσουμε στην πράξη…

[1] Ο παγκόσμιος διασυρμός της Ελλάδας έχει ως επίκεντρό του τη λέξη «παραγωγικότητα». Η χαμηλή παραγωγή έχει κατατάξει τη χώρα στη μαύρη λίστα των αγορών, δημιουργώντας ταυτόχρονα διαφόρων ειδών ρατσιστικά στερεότυπα, «κατάγεσαι από την Ελλάδα, συνεπώς είσαι τεμπέλης», ασχέτως και αν έχουν μπερδέψει την τεμπελιά με την δυσλειτουργικότητα των Ελληνικών μονάδων παραγωγής* (αυτό γίνεται για ευνόητους λόγους!). Αυτό στην ουσία είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των Νεοφιλελεύθερων. Η ηθική της εργασίας και της ενοχής που ακολουθεί η «ορθολογική» μαεστρία τους, καταρρακώνει κάθε έννοια ανθρώπινης δημιουργίας και έκφρασης. Ο άνθρωπος έχει πλέον μετατραπεί σε animal laboran όπως λέει και η Hannah Arendt: H πραγματική έννοια της εργασίας (ως έννοια δημιουργίας) έχει πλέον χαθεί, μιας και έχει ταυτιστεί με την παραγωγή αγαθών που χρησιμεύουν μόνο για κατανάλωση. Ακόμη και η κατασκευή ενός σπιτιού, για την ίδια, αποτελεί στοιχείο δουλειάς (labor) και όχι εργασίας (work). Ως εκ τούτου, το να προσπαθούμε να μπούμε στη λογική του «θα πρέπει να καταστούμε μια χώρα παραγωγική» (επειδή έτσι θέλουν οι τεχνοκράτες και ο απαθής όχλος) είναι μάλλον μια ιδέα καταστροφική. Αν όλες οι χώρες παρήγαγαν και κατανάλωναν όπως η Μ.Βρετανία ή η Γαλλία (για παράδειγμα), ο πλανήτης δεν θα άντεχε για πολλά χρόνια ακόμα…

* Από έρευνα του Μαΐου 2011 προκύπτει ότι ο Έλληνας εργαζόμενος δουλεύει κατά μέσο όρο 2119 ώρες ετησίως, έναντι 1390 ωρών του Γερμανού, 1554 του Γάλλου, 1654 του Ισπανού, 1719 του Πορτογάλου, και 1773 του Ιταλού. Το ίδιο αβάσιμη είναι η αντίληψη ότι οι Έλληνες βγαίνουν νωρίς στη σύνταξη. Μέσος όρος συνταξιοδότησης είναι τα 61,5 έτη, δηλαδή πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και πάνω από τα 60 των Γάλλων και Ιταλών.

Συγγραφή: Ian Delta, Julien Febvre, Efor, Άρης Ελευθερούδας


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-96R