H Μετάλλαξη του Πασόκου

3 Σεπτεβρίου 1974: To ΠΑνελλήνιο ΣΟσιαλιστικό Κίνημα ιδρύεται. Ο αρχηγός του, Ανδρέας Γ. Παπανδρέου ανακοινώνει τη διακήρυξη της «3ης Σεπτέμβρη». Οι βασικές της ιδεολογικές τοποθετήσεις καθώς και οι στόχοι του κόμματος συμπυκνώνονται στο τετράπτυχο: Εθνική Ανεξαρτησία – Λαϊκή Κυριαρχία – Κοινωνική Απελευθέρωση – Δημοκρατική Διαδικασία. Έτσι, ο Ανδρέας Παπανδρέου καλεί το λαό σε αυτο-οργάνωση και τον παρακινεί να εκφράσει δημοκρατικά αιτήματα. Ακόμη και μέρος των εξεγερμένων του Πολυτεχνείου, που μάχονταν για αυτοκυβέρνηση και αυτοδιαχείριση, εντάσσονται στην λεγόμενη «δημοκρατική παράταξη».

Το ΠΑΣΟΚ πριν αναλάβει την εξουσία είχε τα χαρακτηριστικά ενός κεντρο-αριστερού κόμματος με έντονο αντι-δεξιό, αντι-χουντικό λόγο, που έδινε έμφαση στο αίτημα για περισσότερη δημοκρατία και με κύριο πρόταγμα στην ατζέντα του την έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ. Ποιός δεν θυμάται το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο Συνδικάτο»;

Το 1981 αποτελεί ορόσημο στην νεότερη Ελληνική ιστορία. Με την άνοδο του Α.Παπανδρέου στην εξουσία η μεσαία τάξη στην Ελλάδα γιγαντώνεται και, σταδιακά, εισέρχεται στο προσκήνιο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Την χρονιά αυτή, νομιμοποιείται πλήρως η αριστερά, αναγνωρίζεται επίσημα ο ιστορικός ρόλος της Εθνικής Αντίστασης, η Νέα Ελληνική γίνεται επίσημη γλώσσα του κράτους, οι μισθοί αυξάνονται κατά 50%, καθιερώνεται η ισότητα των δύο φύλλων και νομοθετικά, ενώ μεταρρυθμίζεται ολόκληρο το οικογενειακό δίκαιο (π.χ. κατάργηση μοιχείας ως ποινικού αδικήματος, θεσμοθέτηση πολιτικού γάμου και συναινετικού διαζυγίου κλπ.). Στην πραγματικότητα, ελάχιστες από αυτές τις κατακτήσεις έχουν να κάνουν με τις «καλοπροαίρετες τάσεις» των οπορτουνιστών του ΠΑΣΟΚ. Όλες αυτές οι ελευθερίες αποτελούν, κατά βάση, τους καρπούς μεγάλων κινημάτων που έδρασαν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, και κατάφεραν ως ένα βαθμό να δημιουργήσουν τομές στην Ελληνική κοινωνία, να σπάσουν, εν ολίγοις τα συντηρητικά ταμπού που για πάνω από έναν αιώνα ήταν βαθιά ριζωμένα μέσα της. Σε οποιονδήποτε τυγχάνει να έχει έρθει σε επαφή με τα αντιστασιακά κινήματα που αναπτύχθηκαν κατά την διάρκεια της επταετίας των συνταγματαρχών αλλά και αρκετά πριν, είναι γνωστό πως το ξέσπασμα του Πολυτεχνείου δεν έγινε από ανθρώπους που θα υποστήριζαν ένα καθεστώς φιλελεύθερης ολιγαρχίας, σαν αυτό που ήδη βιώνουμε (άλλο ζήτημα αν σιγά σιγά αρχίζει να απο-φιλελευθεροποιείται δείχνοντας την πραγματική του όψη). Έγινε από αυτούς που πρώτα από όλα απαιτούσαν ελευθερία, δημοκρατία, έγινε από αυτούς που απαιτούσαν λαϊκή κυριαρχία, αποδέσμευση από πάσης φύσεως εξωτερικά κέντρα εξουσίας και κυρίως από Ευρωπαϊκή Ένωση, Η.Π.Α και ΝΑΤΟ και όχι από μια χούφτα καιροσκόπων που δίχως άλλοθι και χωρίς καν την συγκατάθεση της πλειοψηφίας θα συμμαχούσαν με τις Βρυξέλλες, το Ευρώ, και με τόση ευκολία θα παρέδιδαν ολόκληρο τον πληθυσμό της χώρας στο έλεος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Το ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα να καθηλώσει έναν ολόκληρο λαό στα δίχτυα μιας κομματικής μηχανής, κατευθύνοντάς τον αντί αυτός (ο λαός) να κατευθύνει την πορεία των πραγμάτων. Έτσι λοιπόν, ένας αέρας ελευθερίας φάνηκε να νανουρίζει γλυκά τον «μέσο» Έλληνα που άρχισε να έχει την ψευδαίσθηση ότι σταματά επιτέλους να είναι ραγιάς. Ότι για να ζήσει δεν χρειάζεται πια να μεταναστεύσει στη Γερμανία ή την Αμερική ή να βγεί αντάρτης στα βουνά. Όμως η πραγματικότητα στο μέλλον θα αποβεί πολύ πιο δυσοίωνη!

Η δεκαετία του ’80, βέβαια,  έμεινε στην μνήμη πολλών σαν η δεκαετία της ευδαιμονίας, της καλοπέρασης και της ελευθερίας. Ήταν όμως έτσι; Το ΠΑΣΟΚ σχεδόν αμέσως μετά την άνοδό του στην εξουσία απέκτησε ένα φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό, ενώ, δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή του, στο συνέδριο των Ευρωπαίων σοσιαλιστών στη Μαδρίτη ο Ανδρέας Παπανδρέου με τη γνωστή του ομιλία «Τι σημαίνει σήμερα ο σοσιαλισμός» πραγματοποιεί στροφή από τον Δημοκρατικό Σοσιαλισμό στη σοσιαλδημοκρατία, συνθηκολογώντας με την ιδέα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Ο φανατικός ψηφοφόρος του Ανδρέα, αλλάζει κι αυτός πρόσωπο ερήμην του ίδιου του εαυτού του. Τα υποτιθέμενα προτάγματα της εκδημοκράτισης και της χειραφέτησης της χώρας αντικαθίστανται από ένα νέο ελληνικό όνειρο που μοιάζει πολύ με το αντίστοιχο αμερικάνικο αλλά εκφράζεται ακόμα μέσα από ένα θολό αντιαμερικανισμό. Ο αντεξουσιαστής – πρίγκηπας του αντιχουντικού ΠΑΚ μεταμορφώνεται σε βάτραχο που χειροκροτεί τα ΜΑΤ και τον πασόκο αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ., Νίκωνα Αρκουδέα, όταν επιχειρεί να καθαρίσει τα Εξάρχεια και τη νεολαία γενικώς, από τα «επικίνδυνα αναρχικά» στοιχεία (δεν ξεχάσαμε την επιχείρηση «Αρετή» της περιόδου 1984-1985, όταν σημερινός φασίστας – υπουργός, δρώντας παράλληλα με την Αστυνομία, σήκωνε τσεκούρια, αρχίζοντας έτσι έναν κύκλο βίας που οδήγησε στη δολοφονία του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά το Νοέμβριο 1985, στην κατάληψη του Χημείου και την παραβίαση του ασύλου για πρώτη φορά). Ο ιδεοτυπικός νεοέλληνας του «δαγκωτό Αντρέα» δεν μιλά πια για δημοκρατία και δεν μισεί τους τραμπούκους. Ο ίδιος εκτραμπουκίζεται…. τόσο που πρώτο του μέλημα γίνεται το Ηρεμία – Τάξη και Ασφάλεια των άλλοτε εχθρών του.

Πέντε χρόνια, σχεδόν, αργότερα, λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του Ανδρέα Παπανδρέου, την ηγεσία θα αναλάβει ο Κώστας Σημίτης. Έτσι, το κόμμα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει και τις βασικές σοσιαλδημοκρατικές του θέσεις και αγκαλιάζοντας τον οικονομικό φιλελευθερισμό κάνει λόγο, πλέον, για «εκσυγχρονισμό» και οικονομική ανάπτυξη. Τα οράματα της Σοσιαλιστικής αλλαγής δίνουν τη θέση τους σε νέους εθνικούς στόχους όπως η ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση. Έτσι, η κυβέρνηση Σημίτη εν μια νυκτί μετατρέπει την εργασία σε απασχόληση, νομοθετώντας τα πρώτα μέτρα που θα ναρκοθετήσουν τα εργασιακά δικαιώματα. Η απασχόληση πλέον μπορεί (και οφείλει…) να είναι ευέλικτη και ελαστική ενώ οι εργαζόμενοι υποαπασχολούμενοι ή νοικιασμένοι. Η εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς το πολιτικό σύστημα και την λειτουργία της πολιτείας έχει ολοένα φθίνουσα πορεία, ενώ είναι φανερή η στροφή σε «θεσμούς και αξίες» όπως η οικογένεια και η εδραίωση της πεποίθησης περί αναγκαιότητας στήριξης των σωμάτων ασφαλείας ακόμα και όταν οι πολιτικές είναι καταφανώς αντιδραστικές. Η «ταξική συνείδηση» αρχίζει να εκπίπτει, καθώς κάθε ομάδα απλώς έψαχνε ένα καλύτερο σενάριο ικανοποίησης των ιδιαίτερων αναγκών της. Πλέον ο μεταμοντέρνος κομφουζιονισμός έχει διεισδύσει για τα καλά στην Ελληνική κοινωνία, που απλά και μόνο έχει εισέλθει στη σφαίρα επιρροής της Ευρωπαϊκής έκδοσης ενός Αμερικανικού ονείρου (με μια μεγάλη δόση αναχρονισμού): δουλειά, κατανάλωση, καριερισμός.

Τέσσερις δεκαετίες μετά, και το καλοστημένο δίπολο, αριστεράς και δεξιάς ή δημοκρατικής και συντηρητικής παράταξης,δείχνει έτοιμο να καταρρεύσει. Η δεξιά, φυσικά, συνεχίζει να υπερασπίζεται (όπως πάντα) τα συμφέροντα των ισχυρών, τον περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων, την αστυνομοκρατία, την καπιταλιστική λογική, την ηθική της εργασίας, την τελετουργία της κατανάλωσης, άλλοτε τον εθνολαϊκισμό, τη δημαγωγία και τη συκοφαντία. Η (κοινοβουλευτική κυρίως) αριστερά, από την άλλη, έχει αναγκαστεί από τις συνθήκες, να χάσει στον ψηφοθηρικό της δρόμο τη μάσκα της ριζοσπαστικότητας. Όχι πως αυτό, φυσικά αποτελεί το μεγαλύτερο ζήτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση: τα προτάγματά της (όπως έχει αποδειχθεί και ιστορικά μάλιστα) έχουν οδηγήσει στους πιο αποτρόπαιους γραφειοκρατικούς καπιταλισμούς. ΤΟ ΛΑ.Ο.Σ, από την άλλη, ξεκίνησε ως ο κύριος εκφραστής ακραίων συντηρητικών και εθνικιστικών θέσεων (κάτι αντίστοιχο του Γαλλικού Εθνικού Μετώπου του Λεπέν) αλλά, στην πορεία αναγκάστηκε να φορέσει τη μάσκα της πολιτικής ορθότητας, και να μετατραπεί σε μια λαϊκιστική φωνή διαμαρτυρίας (από εκεί που μιλούσε για άμεση απέλαση των μεταναστών και μετατροπή της Ελλάδας σε αστυνομοκρατούμενη ζώνη τύπου Μέτερνιχ, καταφεύγει στην ποσόστωση και τον Μπερλουσκονισμό). Η ΝΔ αποτελεί το κόμμα του σχετικού τίποτα. Οι θέσεις της ποικίλουν. Από την πιο συντηρητική πτέρυγα (βουλευτές να ζητούν την παρέμβαση του στρατού κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Δεκέμβρη του 2008) μέχρι και την κεντροφιλελεύθερη (Κ.Καραμανλής). Το ΚΚΕ δεν ήταν ποτέ υπέρ της λαικής κυριαρχίας αλλά άλλοτε υπέρ της Σταλινικής γραφειοκρατίας και άλλοτε έμοιαζε περισσότερο μ’ ένα μόρφωμα καιροσκόπων σαλτιμπάγκων. Ο ΣΥΝ/Σύριζα, από την άλλη, ακολουθεί τον δημαγωγικό δρόμο της «αμφισβήτησης», επικεντρωνόμενος τις περισσότερες φορές όχι σε θέματα πολιτικής αιχμής και χωρίς προτάσεις επί του πρακτέου, ζητώντας μανιωδώς εκλογές και όχι ουσιαστική κοινωνική αυτοθέσμιση και αυτοοργάνωση. Το ΠΑΣΟΚ, τελικά, δεν ήταν ποτέ σοσιαλιστικό κόμμα (ούτε καν κεντρο-αριστερό, με εξαίρεση ίσως τα δύο πρώτα χρόνια της θητείας του). Ήταν όμως, το μόνο κόμμα που μεταλλάχθηκε τόσο πολύ, σε αντίθεση με όλα τα άλλα, που η βάση τους παρέμεινε, σχεδόν η ίδια.

Σήμερα, αυτοί που κάποτε φώναζαν ρυθμικά «δώστε τη χούντα στο λαό», είναι μέρος της χούντας της εποχής μας. Αυτοί που έγραφαν στους τοίχους «Αλλαγή αλλαγή λαϊκή συμμετοχή» σήμερα υπερασπίζονται το πραξικόπημα των τραπεζιτών. Εκείνοι που αντιτάσσονταν στην εξάρτηση από «ξένα» συμφέροντα είναι υπέρμαχοι της δωρεάν παράδοσης των δημοσίων μέσων παραγωγής και της εν γένει δημόσιας (ουσιαστικά της λαϊκής) περιουσίας σε πολυεθνικές, στο όνομα της ανάπτυξης. Αυτοί που φώναζαν «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά», συνεργάζονται με φασίστες στη νέα κυβέρνηση και έχοντας βρει άλλοθι, προωθούν τον ρατσιστικό λόγο. Οι πολίτες που ζητούσαν με αυτοθυσία πραγματική δημοκρατία, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να καταστείλουν τις αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις στις πλατείες των πόλεων. Ο πασόκος μεταλλάχθηκε σ’ ένα λυσσασμένο υπασπιστή των εξουσιαστικών θεσμών. Αφού πίστεψε πως μέσα από το τζογάρισμα στο Χρηματιστήριο θα ξεφύγει από την μεσαία τάξη, αφού κατάφερε να χτίσει το αυθαίρετο του, αφού ικανοποίησε το καταναλωτικό του όνειρο, αφού καυχήθηκε για το λαμπρό του ιστορικό παρελθόν, σήμερα έχει πάρει δύο κατευθύνσεις. Είτε στρέφεται προς άλλες κοινοβουλευτικές δυνάμεις, αναζητώντας και πάλι «ειδικούς», ή «σωτήρες», που θα πάρουν πίσω το μνημόνιο της οικονομικής του καταστροφής, είτε μένει προσκολλημένος στην κομματική του ταυτότητα. Οι δύο αυτοί δρόμοι, φυσικά, ταυτίζονται, καθώς εμπεριέχουν την προάσπιση της καθεστηκυίας τάξεως, την διαιώνιση της απάθειας και την άνευ όρων παράδοση των ατομικών ευθυνών σε κάποιους… αντιπροσώπους. Ο πασόκος, από βολεμένος δημόσιος υπάλληλος, δαιμόνιος «αυτοδημιούργητος» επιχειρηματιας ή μικροαπατεώνας μεταπράτης, μεταλλάσσεται (στα λόγια τουλάχιστον) σε εργασιομανή, που θεωρεί πως «δουλειές υπάρχουν, όμως ο έλληνας είναι τεμπέλης». Όπως άλλωστε λέει και ένα γνωστό σύνθημα από τον Μάη του 68 «“Την επόμενη φορά που θα θυμηθείτε την εξέγερση, μην εμπιστευτείτε τους ειδικούς της επανάστασης…σας την έχουν στημένη στη γωνία!»

Από όλα τα παραπάνω, διαφαίνεται πόσο μικρή είναι η απόσταση ανάμεσα σε έναν μετριοπαθή αριστερό κι ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο. Το ίδιο μικρή είναι και η απόσταση ανάμεσα σ’ ένα νεοφιλελεύθερο μ’ έναν φασίστα (με γραβάτα ή χωρίς). Η κοινωνία μας εκφασίζεται, κι αυτή την τάση οφείλουμε άμεσα ν΄ ανακόψουμε. Ή θα γίνουμε έρμαια του φτηνού λαϊκισμού, συρόμενοι και πάλι πίσω από λαοφιλείς ηγέτες, ή θα σκοτώσουμε τον πασόκο που έχουμε μέσα μας, μια για πάντα. Απορρίπτοντας την άκριτη κατάποση ενημερωτικών γευμάτων, αμφισβητώντας την «ορθολογικότητα» θεσμών και αξιών που μας περιβάλλουν, σπάζοντας τα δεσμά κάθε δόγματος που περιορίζει την ανοιχτή μας σκέψη.

Ένας καπιταλιστής σπάνια παραθέτει επιχειρήματα. Συνήθως, αμφισβητεί την βιωσιμότητα της αντιπρότασης, ρωτώντας «που αλλού έχει λειτουργήσει αυτό;» ή με έναν θεολογικό τρόπο παραβλέπει κάθε είδους εμπειρισμό, μένοντας αποκομμένος από την καθημερινότητα στις στατιστικές του, στις εξισώσεις και τις αναλύσεις περί οικονομίας, χλευάζοντας όσους στερούνται ευκαιριών ως «τεμπέληδες και ανεύθυνους» (ηθική της ενοχής και της εργασίας). Συνήθως εντοπίζει τα προβλήματα στη διαφθορά, τον κορπορατισμό – στοιχεία που ενυπάρχουν στην ίδια τη φύση αυτού που υπερασπίζεται, είτε απομονώνει περιπτώσεις ανθρώπων που παρανομούν (φοροφυγάδες, απατεώνες) τις μεγαλοποιεί και τις παραθέτει ως στοιχεία που αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα στο 100%, και αναμειγνύοντας τα ταυτόχρονα με στοιχεία των οικονομιστικών του αναλύσεων (που σπάνια μπορεί να κατανοήσει ο μέσος πολίτης, ή να τα χρησιμοποιήσει στη δουλειά του, στην καθημερινή του ζωή) με στόχο να αποδείξει την ορθότητα των επιχειρημάτων του. Η απάντηση στα (δύσκολα ομολογουμένως) ερωτήματα που τίθενται σε όσα υπερασπιζόμαστε δεν προέρχεται (και δεν θα μπορούσε να προέρχεται) από θεωρητικές αναλύσεις, γενικεύσεις και επιστημονισμούς. Η απάντηση έρχεται μέσα από την ανθρώπινη επαφή που γεννιέται στις συνελεύσεις, στην πολιτική δράση, στις ανοιχτές συζητήσεις, μέσα από τη συνεχή ανατροφοδότηση θεωρίας και πράξης. Ας εφαρμόσουμε όσα οραματιζόμαστε, έστω σε μικρή κλίμακα, διορθώνοντας, μεταλλάσσοντας, παρεμβαίνοντας συλλογικά σε ό,τι δυσλειτουργικό. Μια καλή απάντηση στο δόγμα (είτε αυτό λέγεται καπιταλισμός, είτε θρησκεία, είτε ολοκληρωτισμός) είναι το ανοιχτό πλαίσιο συνδιαμόρφωσης, η εξέλιξη που πηγάζει από την ίδια την κοινωνική δράση. Ας περάσουμε στο επόμενο βήμα, και, ίσως, ο πασόκος ενωθεί κάποτε μαζί μας.

Συγγραφή από Μιχάλης Θ, Ian Delta, Efor

Η κυβερνητική κρίση και τα πραγματικά ζητούμενα

Βρισκόμαστε κοντά στην πτώση μιας ακόμα ολιγαρχικής κυβέρνησης, και βλέποντας την αξιωματική αντιπολίτευση να αδημονεί για την εξουσία, το μέλλον φαίνεται κάθε άλλο παρά ρόδινο για την ελληνική κοινωνία. Η είδηση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος που ανήγγειλε ο πρωθυπουργός έσκασε σαν βόμβα. Η ίδια η κυβέρνηση λέει ότι είναι καιρός να ζητηθεί η γνώμη της πλειοψηφίας σχετικά με την επικύρωση ή όχι της νέας δανειακής σύμβασης που συμφωνήθηκε πριν την εκταμίευση της 6ης δόσης του Μνημονίου. Για ποιόν λόγο, όμως, αποφάσισε να κρατήσει αυτήν την στάση; Θα ήταν τελείως αφελές αν πιστεύαμε ότι ξαφνικά ενδιαφέρθηκε για τα «δημοκρατικά μας δικαιώματα» μετά από μία διετία κατά την οποία φρόντισε επιμελώς να τα καταπατά. Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που με την αδιάλλακτή της στάση μετέτρεψε την πλατεία Συντάγματος σε ανοιχτό θάλαμο αερίων από τα δακρυγόνα και τα χημικά, που έστειλε στο νοσοκομείο, αιμόφυρτους, δεκάδες άλλους διαδηλωτές, που εκτελεί πιστά τις εντολές της ακροδεξιάς χτίζοντας φράχτες στον Έβρο για να εμποδίσει την είσοδο των μεταναστών, που προσέφυγε στον καταστροφικό μηχανισμό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ε.Κ.Τ., δίχως φυσικά να μπει στη διαδικασία να ζητήσει τη γνώμη της πλειοψηφίας. Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που αντί για πράσινη «ανάπτυξη» (όπως υποσχέθηκε προεκλογικά), συνέβαλε στην υποβάθμιση κάθε χώρου πρασίνου (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Κερατέα, όπου έκλεισε συμφωνία με τους εργολάβους για την κατασκευή παράνομου XYTA, ενώ παράλληλα δεν δίστασε να στείλει τα ΜΑΤ για να καταστείλει, με κάθε μέσο, τις αντιδράσεις των πολιτών). Πρόκειται για την ίδια κυβέρνηση που ενώ έλεγε προεκλογικά ότι θα περιορίσει την αστυνομική αυθαιρεσία, αντ’ αυτού προμηθεύτηκε αντλίες νερού και καλεί για νέες προσλήψεις στα σώματα καταστολής. Δεν είναι όμως η Ελληνική Κυβέρνηση η μοναδική περίπτωση αυταρχισμού και καταστολής. Ίσως είναι η πιο «χτυπητή», αλλά παραδείγματα ολιγαρχίας θα βρούμε σε όλη την Ευρωπαϊκή «επικράτεια»!

Αυτή λοιπόν η κυβέρνηση μοιάζει έτοιμη να καταρρεύσει από ώρα σε ώρα. Το τί, ακριβώς, θα γίνει δεν το γνωρίζει κανείς ακόμη. Τα δεδομένα αλλάζουν από στιγμή σε στιγμή. Όσο, όμως, περνάνε οι ώρες, τόσο η απογοήτευση γεννά πάμπολλα ερωτήματα. Ένα από τα βασικότερα είναι το εξής: Υπάρχει διέξοδος από αυτήν την κατάσταση; Για να μπορέσουμε να δώσουμε μια καίρια απάντηση εδώ, θα πρέπει να εξετάσουμε τα δεδομένα, όχι μόνο με βάση αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα αλλά και σε ευρωπαϊκό (και αν γίνεται διεθνές) επίπεδο. Θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να σταθούμε στο μηχανισμό της Ε.Ε.

Σημερινή κατάσταση (σε πανελλήνιο και πανευρωπαϊκό επίπεδο)

Στον ενάμιση χρόνο που πέρασε από την υπαγωγή της χώρας στην τριπλή διεθνή επιτήρηση Δ.Ν.Τ. – Ε.Κ.Τ. – Ε.Ε., είχαμε βίαιη φτωχοποίηση του πληθυσμού μέσω πρωτοφανών περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, δραματική μείωση κοινωνικών δαπανών (αλλά και δημόσιων επενδύσεων για τις οποίες κόπτονται οι πάσης φύσεως οπαδοί οικονομιστικών προσεγγίσεων), κατακόρυφη αύξηση ανεργίας, απώλεια εργασιακών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με αγώνες δεκαετιών, και κατάρρευση όλων των οικονομικών δεικτών, με σημαντικότερο στοιχείο τη βαθιά «ύφεση» που έφτασε σε επίπεδα πρωτοφανή για τη μεταπολεμική Ευρώπη.

Όμως η Ελληνική κρίση έχει και διεθνές αντίκτυπο, λόγω της διεθνοποίησης των αγορών. «Το Ευρώ κινδυνεύει εξαιτίας των ανεύθυνων Ελλήνων που αντί να εργάζονται και να παράγουν, τρέχουν στις διαδηλώσεις και δεν πληρώνουν τους φόρους τους», είναι μια στερεότυπη φράση που συχνά ακούμε από διάφορους ηγέτες των υπόλοιπων χωρών της Ε.Ε. και οικονομολόγους, οι οποίοι προσπαθούν να περάσουν το γνωστό μήνυμα «ένοχος λαός, αθώα εξουσία»! Απαντώντας στο ερώτημα του αν και εμείς, ως πολίτες αυτής της χώρας, φέρουμε ευθύνη για την κατάσταση αυτή, αναμφισβήτητα θα λέγαμε ναι. Οποιαδήποτε προσπάθεια αποποίησης ευθυνών θα έμοιαζε με πολιτική στρουθοκαμήλου. Όμως, σε αντίθεση με τους Νεοφιλελεύθερους, που έχοντας ως μοναδικό τους όπλο την ηθική της ενοχής και με βάση αυτό προσπαθούν να μας απομακρύνουν από την πολιτική δράση (δηλαδή, με βάση τη δική τους λογική «εφόσον είμαστε ένοχοι δεν θα πρέπει να διαμαρτυρόμαστε, δεν θα πρέπει να διαδηλώνουμε»), εμείς αντιπροτείνουμε το αντίθετο, λέγοντας ότι το μεγάλο λάθος που διαπράξαμε είναι η απάθεια, «ο μόνος τρομοκράτης» (όπως δικαίως λέει σύνθημα στα Εξάρχεια). Πρόκειται για την απάθεια που είχε ως αποτέλεσμα την ανοχή μας στις διεφθαρμένες κυβερνήσεις που πέρασαν από τη χώρα, κυβερνήσεις που θα έπρεπε να τις είχαμε ξεμπροστιάσει και ανατρέψει χρόνια πριν. Την ίδια ή αντίστοιχη βέβαια απάθεια, έδειξαν κι οι πολίτες όλων των χωρών της Ευρώπης.

Η ιδιαιτερότητα, λοιπόν, της Ελλάδας, κατά την κρίση μας, δεν εντοπίζεται στην «τεράστια φοροδιαφυγή». Το γεγονός ότι η λέξη «Έλληνας» έχει καταστεί βρισιά στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχει να κάνει με την έλλειψη παραγωγικότητας [1]. Το κλειδί της υπόθεσης βρίσκεται στον Δεκέμβρη του 2008, καθώς και στην αντι-καπιταλιστική κουλτούρα που έχει ριζώσει στην Ελληνική κοινωνία. Αυτό, λοιπόν, που κάνει τους ολιγάρχες να τρέμουν, πίσω απ’ όλα, είναι ο ρόλος των αντικαπιταλιστικών κινημάτων που έχουν αναπτυχθεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.

Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο και τονίζουμε ότι ήρθε η στιγμή να τελειώνουμε με την απάθεια, αν πράγματι επιθυμούμε την άμεση αλλαγή της κοινωνίας. Οι υπάρχοντες θεσμοί της συγκεντρωτικής ολιγαρχίας δεν έχουν θέση σε μια κοινωνία αυτόνομη. Είναι, πλέον, ξεπερασμένοι. Την αντιδραστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την γνωρίζαμε από την πρώτη ημέρα της ίδρυσής της. Πιστέψαμε όμως στον μονόδρομο της συμμετοχής μας σε έναν τέτοιον ολιγαρχικό θεσμό, πως αυτή ήταν η μόνη λύση για να κερδίσουμε μια, έστω και πλασματική, ευημερία. Μπορεί, βέβαια, να ήταν και έτσι. Σημασία, όμως τώρα, έχει να κατανοήσουμε ότι αν πραγματικά θέλουμε να λεγόμαστε υπεύθυνοι πολίτες, τότε δεν έχουμε παρά να καταλάβουμε την σημαντικότητα της συμμετοχής μας στα κοινά, την σημαντικότητα του να αποφασίζουμε όλοι μαζί για το μέλλον μας, και όχι μια χούφτα ολιγάρχες!

Ο μηχανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στηρίζεται σε μια κεντρική εξουσία που ελάχιστα λαμβάνει υπόψη της την γνώμη των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης χώρας. Τα αποφασιστικά όργανα της ΕΕ (Συμβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) δεν τυγχάνουν καν εκλογικής νομιμοποίησης από κάποιο εκλογικό σώμα ως τέτοια (το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποτελείται από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών – μελών και τον πρόεδρο της Επιτροπής – ενώ οι Επίτροποι διορίζονται από τις κυβερνήσεις), αλλά τουναντίον οι γραφειοκράτες που τα πλαισιώνουν (γνωστοί και ως ευρωκράτες και περήφανοι γι’αυτόν τον αυτοπροσδιορισμό) δεν είναι άμεσα αιρετοί. Το δε Ευρωκοινοβούλιο έχει απλώς γνωμοδοτικό – συμβουλευτικό χαρακτήρα. Η υποβάθμιση της λαϊκής κυριαρχίας είναι γεγονός και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σχεδόν σε όλες τις χώρες των 25. Ένα παράδειγμα καταπάτησης της λαϊκής φωνής είναι η Ιρλανδία, η οποία μετά την καταψήφιση της συνθήκης της Λισαβόνας αναγκάστηκε να επαναπροσέλθει στις κάλπες για να δώσει την τελική απάντηση του «Ναι», μια απάντηση που φυσικά βόλευε τις Βρυξέλλες, όπως και στην περίοδο του 2001, όταν είχε να κληθεί για να ψηφίσει υπέρ ή κατά της συνθήκης της Νίκαιας (συνθήκη που απέβλεπε στη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Τα δημοψηφίσματα διενεργούνται στην Ιρλανδία λόγω της σχετικής συνταγματικής πρόβλεψης που απαιτεί την προσφυγή στο σύνολο του εκλογικού σώματος για τέτοια ζητήματα.

Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της Ε.Ε. είναι η δημιουργία της EUROGENDFOR (Ευρωπαϊκή δύναμη καταστολής διαδηλώσεων), η οποία έχει ως έργο την επέμβαση σε έδαφος οποιουδήποτε κράτους-μέλους και μέρος της οποίας, σύμφωνα με σενάρια, βρίσκεται σήμερα σε Ελληνικό έδαφος, έτοιμη ν’ αναλάβει «δράση» αν προκύψει κίνδυνος γενικευμένης εξέγερσης.

Προοπτικές που αναδύονται και επιπτώσεις

Διάφοροι οικονομολόγοι προτάσσουν την έξοδο της χώρας από το νόμισμα του Ευρώ και επιστροφή της στη δραχμή, λέγοντας ότι «οι μνημονιακές πολιτικές θα υποβαθμίσουν οριστικά το βιοτικό επίπεδο της χώρας», πως «η πτώχευση είναι αναπόφευκτη, και συνεπώς θα ήταν καλύτερο να συμβεί τώρα παρά όταν η κατάσταση θα έχει επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο». Από την άλλη, το αντίπαλο στρατόπεδο υποστηρίζει την παραμονή της Ελλάδας στην  Ευρωζώνη, τονίζοντας «τις καταστροφικές συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν οι ευρωσκεπτικιστές επιλογές μας για την οικονομία της χώρας». Όλα αυτά τα σενάρια όμως, βασίζονται αποκλειστικά και μόνο σε αναλύσεις επιστημονίστικου χαρακτήρα, που γίνονται ελάχιστα κατανοητές στα αυτιά του μέσου πολίτη. Μιλούν με μαθηματικούς τύπους και με ακατάληπτους χρηματοπιστωτικούς όρους, που φυσικά σχεδόν κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει ή να χρησιμοποιήσει είτε στην καθημερινή του ζωή είτε στην επιχείρηση, είτε στην κοινωνία!

Τα ευρωσκεπτικιστικά σενάρια, παρά το γεγονός ότι εκφράζουν μια αλήθεια, εσωκλείουν έναν τεράστιο κίνδυνο: την καλλιέργεια ενός κατάλληλου εδάφους για τον πολιτισμικό απομονωτισμό και την άνοδο του εθνικισμού. Οι χυδαίοι ακροδεξιοί συνεχώς προπαγανδίζουν υπέρ της επιστροφής στις παλιές δομές των εθνών-κρατών, προβάλλοντας συχνά αξίες εθνοσυντηρητισμού. Η άποψη αυτή, βέβαια, καλλιεργείται και από πολλές αριστερές τάσεις που κάνουν λόγο για επιστροφή στην λαϊκή κυριαρχία αλλά ταυτόχρονα, μιλούν και για εθνική ανεξαρτησία. Σαφέστατα λαϊκή κυριαρχία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν μια χώρα δεν καταστεί ανεξάρτητη από την κεντρική εξουσία των Βρυξελλών, όμως κάτι τέτοιο δεν σηματοδοτεί απαραίτητα και την εκδημοκράτισή της! Απεναντίας, θα μπορούσε πολύ εύκολα να αναρριχηθεί στην εξουσία κάποιο δικτατορικό καθεστώς, πράγμα που η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκλείει. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ακροδεξιού ευρωσκεπτικισμού είναι ο Βρετανός Nigel Farrange, ηγέτης του United Kingdom Independece που μιλά συνεχώς για έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, μόνο και μόνο για να μην δέχεται πιέσεις η χώρα του από τα δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην προσπάθεια των αρμόδιων να περιορίσουν την μετανάστευση. Τί θα συνέβαινε σε περίπτωση που το UKIP κέρδιζε τις εκλογές στην Βρετανία; Προφανώς θα βλέπαμε την ενσάρκωση ενός νέου κράτους τύπου Μέτερνιχ, άβατο για κάθε μετανάστη. Παράλληλα, ο αριστερός ευρωσκεπτικισμός καλλιεργεί παρόμοιες τάσεις εθνοκεντρισμού όταν κάνει λόγο για εθνική ανεξαρτησία, μιας και θέτει την μεταφυσική οντότητα του έθνους ως κεντρική ιδέα για τη διαμόρφωση «ιδανικών» πολιτικών εξελίξεων.

Με βάση τα παραπάνω (και με όσα μας έχουν μάθει να πιστεύουμε), καλούμαστε να λάβουμε θέση εντός ενός διπόλου. Η κρίση του καθενός και οι αντιλήψεις του θα τον οδηγήσουν είτε στο πρώτο στρατόπεδο είτε στο δεύτερο. Όμως, στην πραγματικότητα, υπάρχουν παραπάνω επιλογές από ένα Ναι ή Όχι. Κοινώς, αυτό που θα πρέπει να  μας απασχολεί στην πραγματικότητα, δεν είναι η παραμονή μας ή όχι στην Ε.Ε. ή στην ευρωζώνη, αλλά το Ναι ή  Όχι στη δημοκρατία. Θα πρέπει δηλαδή, να δούμε τα πράγματα από μια σκοπιά καθαρά πολιτική και όχι καπιταλιστική, διότι και οι δύο τάσεις – παρά του ότι η έξοδος από την Ε.Ε. εκφράζεται κυρίως από τον αντικαπιταλιστικό χώρο – παραμένουν δέσμιες του φαντασιακού: «ορθολογική» κυριαρχία – συσσώρευση κεφαλαίων – ιδιοκτησία. Στην περίπτωση των αριστερών Ευρωσκεπτικιστών, η έννοια του έθνους-κράτους χρησιμοποιείται ως ιδιοκτησία (μια χώρα είναι και παραγωγικός μηχανισμός ταυτόχρονα). Συνεπώς το δίλημμα δεν είναι «Ανεξαρτητοποιημένη Ελλάδα ή Ευρωπαϊκή Ένωση», αλλά «δημοκρατία ή καπιταλισμός», ή, καλύτερα, «αυτονομία ή βαρβαρότητα». Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, ο μηχανισμός της ΕΕ απέχει μίλια από αυτό που ονομάζουμε εμείς δημοκρατία. Κατά την άποψή μας η πραγματική δημοκρατία χαρακτηρίζεται από την ίση συμμετοχή  όλων των πολιτών στην εξουσία και όχι από την εκπροσώπηση της κοινωνίας από μια ολιγαρχία. Έτσι λοιπόν, παρότι αμφισβητούμε την Ε.Ε. σαν θεσμό, δεν αντιπαλεύουμε την ένωση των λαών. Θα πρέπει να δούμε ξεχωριστά τους δεσμούς εξουσίας μεταξύ των αρχηγών των 25 και τους  δεσμούς αλληλεγγύης που θα μπορούσαν να αναπτύξουν μεταξύ τους οι λαοί. Θα μπορούσαμε να δούμε, λοιπόν, το πρόταγμα της άμεσης δημοκρατίας ως μια νέα μορφή προοπτικής…

Επιστροφή στις συνελεύσεις

Τα πολιτικά κόμματα, χωρίς καμία εξαίρεση, αποδεικνύονται κατώτερα των περιστάσεων (βέβαια, δεν θα μπορούσε να συμβεί κάτι διαφορετικό, καθώς αυτό το οποίο προσδοκούν στ’ αλήθεια είναι η συγκέντρωση όλο και περισσότερων εξουσιών και, σε  κάθε τους κίνηση, στοχεύουν όχι στο καλύτερο για την κοινωνία, αλλά στο επικοινωνιακό). Οφείλουμε να αποδεσμευτούμε από το σκεπτικό αυτό, αν πραγματικά θέλουμε να λεγόμαστε πολίτες. Οφείλουμε να αναλογιστούμε αν θα πρέπει κάθε φορά, απλώς να περιμένουμε τις εκλογές ώστε να ασκήσουμε το ανά τετραετία «δημοκρατικό» μας δικαίωμα, ρίχνοντας μια ψήφο διαμαρτυρίας με τη λογική του «το μή χεῖρον βέλτιστον» ή αν είναι προτιμότερο να δράσουμε άμεσα, ώστε, βασιζόμενοι στον κοινωνικό εαυτό, να θεσμίσουμε εμείς την κοινωνία, ξεπερνώντας τη σκουριασμένη «μεταπολίτευση».

Τη στιγμή που πρωτοφανή κινήματα για την ιστορία της «Δύσης» (ή του μητροπολίτικου καπιταλισμού), όπως το Occupy Wall Street και η μετά από πολλά χρόνια γενική απεργία στο Όκλαντ των Η.Π.Α, το Occupy LSX στο Λονδίνο, σπέρνουν το σπόρο της αντικαπιταλιστικής δράσης σε όλο τον πλανήτη, εμείς δεν έχουμε το ηθικό δικαίωμα να μείνουμε απαθείς, πηγαίνοντας εκεί που η πολιτική και οικονομική άρχουσα τάξη μας καθοδηγεί. Όπως έλεγε και ο Dante στην Divina Commedia πιο ποιητικά, «τα πιο φλογερά μέρη στην κόλαση υπάρχουν γι’ αυτούς που σε περιόδους ηθικής κρίσης, προτίμησαν να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους». Αυτό που επείγει αυτήν την στιγμή, είναι να κατανοήσουμε τους λόγους που είναι σημαντική η άμεση πολιτική δράση, προτάσσοντας την άμεση δημοκρατία ως μια πολιτειακή μορφή στο πλαίσιο του «προτάγματος της αυτονομίας» και, παράλληλα, ως βασικό άξονα γύρω από τον οποίο θα κινηθεί η κοινωνική οργάνωση, η οικονομία, η ζωή σε κάθε της πτυχή.

Όπως τόσο καιρό μας διατυμπανίζουν πώς οι «Αγορές» έχουν την τάση να αυτορυθμίζονται, έτσι κι εμείς μπορούμε να ισχυριστούμε πως αυτή την τάση την έχουν και οι ίδιες οι κοινωνίες. Μια κοινωνία, στο καθαρά λειτουργικό της πλαίσιο, έχει την τάση να παράγεται και να αναπαράγεται, είτε βρίσκεται σε μια παραγκούπολη στο Καράκας είτε στο Μανχάτταν. Το κεντρικό ερώτημα λοιπόν, δεν πρέπει να είναι το «αν υπάρχει εναλλακτική λύση» (μονοπώλιο της σκέψης και της πράξης), αλλά, μέσα από αυτή την απροσδιοριστία των κινήσεων που υπάρχουν και δύνανται να υπάρξουν, το «τί διαλέγουμε εμείς». Θέλουμε πράγματι μια ζωή αντίστοιχη του Μανχάτταν όπου θα μπορούμε χωρίς όρια να καταναλώνουμε; Θέλουμε να ζούμε σε μια παραγκούπολη και εις βάρος μας να καταναλώνουν στο Μανχάτταν; Ή εν τέλει δεν θέλουμε «ούτε Μανχάτταν, ούτε παραγκουπόλεις»; Ήρθε η ώρα να σκεφτούμε το άλλο, να φανταστούμε ότι η ζωή μας δεν είναι ζήτημα ψευδο-διλημμάτων και πως η ευημερία μας δεν σχετίζεται με οικονομικούς δείκτες σε καμία περίπτωση. Αυτό ισχύει μόνο για τις κοινωνίες που έχουν ως κεντρικό στοιχείο στον αξιακό τους κώδικα τους οικονομικούς δείκτες, δηλαδή τις καπιταλιστικές/οικονομιστικές. Αλλά οι αξίες μπορούν να αλλάξουν αν φανταστούμε άλλες αξίες που θεωρούμε ότι είναι καλύτερες, πιο λογικές και πιο ανθρώπινες. Και μέσα από αυτή την έκρηξη της φαντασίας μας, θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις μιας άλλης ζωής που να συμβαδίζει με το άλλο της σκέψης μας. Και φυσικά για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται και ένας χώρος. Ένας χώρος ο οποίος θα είναι δημόσιος. Και αυτός ο χώρος δεν είναι άλλος από τις δημοκρατικές συνελεύσεις, όπου εκεί τα άτομα κάνουν την εμφάνιση τους και μετατρέπονται σε πολίτες, δίνοντας τη δυνατότητα να καλλιεργηθεί ένα πραγματικό και ουσιαστικό πλέγμα ισότητας που να διαμορφώνει και θα διαμορφώνεται από τις κοινωνικές σχέσεις. Εκεί η δράση ξαναβρίσκει το νόημά της καθώς το υποκείμενο λογίζεται ως κοινωνικό ον: επιλέγει να αποφασίζει και δεν επιλέγει απλώς ποιοί θα αποφασίζουν γι’αυτό, όπως κάνουν οι ιδιώτες.

Λένε πως ο πεινασμένος δεν έχει τίποτε να φοβηθεί… Τι περιμένουμε λοιπόν, ώστε να οργανώσουμε τις ζωές μας έξω από το καπιταλιστικό πρότυπο της βαρβαρότητας; Αμφισβητώντας ο,τιδήποτε αυτοπρεσβεύεται ως «ορθολογικό», γίνεται φανερό ότι ακόμη και η πτώχευση δεν μπορεί να υφίσταται παρά μόνο εντός του καπιταλιστικού συστήματος και της λογικής του Νεοφιλελευθερισμού. Μπορούμε να δημιουργήσουμε, τώρα, αλληλέγγυα διατροφικά δίκτυα, να καταλάβουμε τα ακατοίκητα σπίτια, να στήσουμε σχολεία που θα προσφέρουν εκπαίδευση για τη ζωή και όχι για την υποταγή. Αρκεί να το αποφασίσουμε και να περάσουμε στην πράξη…

[1] Ο παγκόσμιος διασυρμός της Ελλάδας έχει ως επίκεντρό του τη λέξη «παραγωγικότητα». Η χαμηλή παραγωγή έχει κατατάξει τη χώρα στη μαύρη λίστα των αγορών, δημιουργώντας ταυτόχρονα διαφόρων ειδών ρατσιστικά στερεότυπα, «κατάγεσαι από την Ελλάδα, συνεπώς είσαι τεμπέλης», ασχέτως και αν έχουν μπερδέψει την τεμπελιά με την δυσλειτουργικότητα των Ελληνικών μονάδων παραγωγής* (αυτό γίνεται για ευνόητους λόγους!). Αυτό στην ουσία είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των Νεοφιλελεύθερων. Η ηθική της εργασίας και της ενοχής που ακολουθεί η «ορθολογική» μαεστρία τους, καταρρακώνει κάθε έννοια ανθρώπινης δημιουργίας και έκφρασης. Ο άνθρωπος έχει πλέον μετατραπεί σε animal laboran όπως λέει και η Hannah Arendt: H πραγματική έννοια της εργασίας (ως έννοια δημιουργίας) έχει πλέον χαθεί, μιας και έχει ταυτιστεί με την παραγωγή αγαθών που χρησιμεύουν μόνο για κατανάλωση. Ακόμη και η κατασκευή ενός σπιτιού, για την ίδια, αποτελεί στοιχείο δουλειάς (labor) και όχι εργασίας (work). Ως εκ τούτου, το να προσπαθούμε να μπούμε στη λογική του «θα πρέπει να καταστούμε μια χώρα παραγωγική» (επειδή έτσι θέλουν οι τεχνοκράτες και ο απαθής όχλος) είναι μάλλον μια ιδέα καταστροφική. Αν όλες οι χώρες παρήγαγαν και κατανάλωναν όπως η Μ.Βρετανία ή η Γαλλία (για παράδειγμα), ο πλανήτης δεν θα άντεχε για πολλά χρόνια ακόμα…

* Από έρευνα του Μαΐου 2011 προκύπτει ότι ο Έλληνας εργαζόμενος δουλεύει κατά μέσο όρο 2119 ώρες ετησίως, έναντι 1390 ωρών του Γερμανού, 1554 του Γάλλου, 1654 του Ισπανού, 1719 του Πορτογάλου, και 1773 του Ιταλού. Το ίδιο αβάσιμη είναι η αντίληψη ότι οι Έλληνες βγαίνουν νωρίς στη σύνταξη. Μέσος όρος συνταξιοδότησης είναι τα 61,5 έτη, δηλαδή πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και πάνω από τα 60 των Γάλλων και Ιταλών.

Συγγραφή: Ian Delta, Julien Febvre, Efor, Άρης Ελευθερούδας


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-96R