Η εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων

http://www.igraphics.gr/en/multimedia/2012/06/elections2012b

Με την συντριπτική επικράτηση των αντι-μνημονιακών κομμάτων αλλά και προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας ολοκληρώθηκαν οι χτεσινές εκλογές στην Ελλάδα. Με βάση τα τελικά αποτελέσματα, το 18,35 % του συνόλου του εκλογικού σώματος ψήφισε τη Ν.Δ., το 16,63 % τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (ο οποίος σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του 2009 επταπλασίασε τα ποσοστά του), το 7,60 % το ΠΑ.ΣΟ.Κ (πρόκειται για την χειρότερη επίδοση της «κεντρο-αριστερής» παράταξης από την ημέρα της ίδρυσή της), το 4,65 % τους Ανεξάρτητους Έλληνες και το 4,28 % τη νεο-φασιστική Χρυσή Αυγή – που, κατά κάποιον τρόπο, αντικαθιστά την ακροδεξιά παράταξη του Γ. Καρατζαφέρη, ΛΑ.Ο.Σ, η οποία υπέστη βαριά ήττα (ποσοστό: 1,58 %) και δεν κατόρθωσε να μπει στην Βουλή λόγω του ότι απαιτούμενου ελάχιστου ορίου του 3% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων. Περαιτέρω, το 3,87 % (του συνόλου του εκλογικού σώματος πάντα) προτίμησε την ΔΗΜ.ΑΡ., το 2,78 % το Κ.Κ.Ε. (σε ιστορικό χαμηλό) και το 3,70 % μικρότερα κόμματα που δεν κατάφεραν ν’ αγγίξουν το όριο του 3% επί των εγκύρων. Το 0,36 % των ψήφων θεωρήθηκαν άκυρες, το 0,25 % ψήφισε λευκό, ενώ η αποχή ανέρχεται στο 37,53 %. (Τα επίσημα τελικά αποτελέσματα – ψήφοι, ποσοστά επί των εγκύρων και έδρες που διαμορφώθηκαν βάσει ενός ληστρικού εκλογικού νόμου – μπορεί να τα δει κανείς στον παραπάνω πίνακα). Το δε ποσοστό της αποχής, αυξήθηκε κατά 2,43 % του εκλογικού σώματος μέσα σε μόλις 40 ημέρες, αν και αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες: εκλογική απεργία, διάχυτη – μη πολιτικοποιημένη δυσαρέσκεια, αδιαφορία, αδυναμία μετακίνησης ετεροδημοτών λόγω οικονομικής δυσπραγίας κλπ.

Από χθες το βράδυ έχουμε βομβαρδιστεί από πολιτικές και εκλογικές αναλύσεις εκ μέρους πολιτικών, δημοσιογράφων και δημοσκόπων – αναλύσεις οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν από πολιτικάντηκες και διαστρεβλωτικές έως απλώς ανόητες. Συνεπώς, θα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τόσο το εκλογικό αποτέλεσμα όσο και τα πολιτικά μηνύματα που αναδεικνύονται από αυτό, άμεσα ή έμμεσα, από μια άλλη οπτική γωνία. Κι αυτό γιατί στις περισσότερες αναλύσεις, τόσο τις τηλεοπτικές όσο και αυτές που παρουσιάζουν τα υπόλοιπα καθεστωτικά Μέσα Επικοινωνίας (τύπος και ραδιόφωνο), προσπάθησαν να μας πείσουν ότι πρόκειται για μια «νίκη του Ευρώ», πως «ο λαός διάλεξε παραμονή στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη», «ο λαός επέλεξε τα Μνημόνια και επιθυμεί απλώς μια επαναδιαπραγμάτευση προκειμένου οι πολιτικές λιτότητας να είναι ηπιότερες», «ο λαός διάλεξε Κυβέρνηση Συνεργασίας»• αλλά ειπώθηκαν και άλλα, ακόμα χειρότερα και προκλητικά, όπως ότι «όποιος λίγες ώρες μετά το κλείσιμο της κάλπης κάνει λόγο για αποδοκιμασία των πολιτικών λιτότητας των Μνημονίων» (και της αυταρχικής επιβολής της σε μια κοινωνία που ασφυκτιά και ψυχορραγεί, συμπληρώνουμε εμείς – κάτι που φυσικά αποσιωπήθηκε από τους, κατά τα λοιπά, αμερόληπτους και ψύχραιμους τηλεμαϊντανούς κάθε είδους) «δεν σέβεται την νωπή λαϊκή ετυμηγορία»!!!

Σίγουρα οι τεχνοκράτες, οι ευρωκράτες και όλες οι συντηρητικές δυνάμεις των Βρυξελών και των ξεπουλημένων μέσων ενημέρωσης όπως η Γερμανική Bild, το Focus, το Spiegel και η Financial Times, το Βρετανικό Chanel 4 και όλοι οι σαλτιμπάγκοι Νεοφιλελεύθεροι στρουθοκαμηλιστές θα μπορούν να καυχιούνται ότι η ωμή επέμβασή τους στα εσωτερικά θέματα της χώρας έπιασε τόπο, πως η προπαγάνδα του τρόμου λειτούργησε και ο «απείθαρχος αυτός λαός» (αγαπημένη φράση των ευρωσυντηρητικών) «κατάφερε να καταστεί πειθήνιος στις εντολές των μεγαλοκαρχαριών». Μια λίγο πιο προσεκτική, όμως, ανάλυση βασισμένη στην αναγωγή των εγκύρων ψηφοδελτίων στο σύνολο του εκλογικού σώματος, μάς οδηγεί σε πολιτικά συμπεράσματα εντελώς διαφορετικά από τα προαναφερόμενα, στα οποία κατέληξαν χθες το βράδυ τα στελέχη κυρίως της Ν.Δ., του ΠΑ.ΣΟ.Κ και της ΔΗΜ.ΑΡ., αλλά και των φίλα προσκείμενων στα κόμματα αυτά δημοσιογράφων και δημοσκόπων. Έτσι, παρά τους βλακώδεις πανηγυρισμούς της μεγάλης κεντρο-ακρο-δεξιάς (πλέον) παράταξης, των Γερμανικών πολιτικών ελίτ και των απανταχού Νεοφιλελεύθερων παπαγάλων που με αίσθημα ανακούφισης καλωσόρισαν τα εκλογικά αποτελέσματα, καλό θα ήταν να γνωρίζουν πως η ΝΔ (με εξαίρεση τις εντελώς ιδιόρρυθμες εκλογές του Μαΐου 2012), κατάφερε να πάρει τα χαμηλότερα ποσοστά στην κοινοβουλευτική της διαδρομή. Το αναμφισβήτητο πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει, είναι ότι η κοινωνία δεν αντέχει και δεν θέλει πια να πειθαρχήσει στις Νεοφιλελεύθερες (μονεταριστικής εμμονής) πολιτικές λιτότητας που επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ε.Κ.Τ. και το ΔΝΤ. Είναι ξεκάθαρο πως οι πολιτικές αυτές αποδοκιμάστηκαν πλήρως: αρκεί να αθροιστούν τα ποσοστά των αντι-μνημονιακών δυνάμεων του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, Κ.Κ.Ε, ΑΝ.ΕΛ, ΔΗΜ.ΑΡ. και Χ.Α. (συνολικό ποσοστό με βάση τα επίσημα αποτελέσματα: 52,08%) ενώ τα μνημονιακά κόμματα (ΝΔ, ΠΑ.ΣΟ.Κ) αγγίζουν μόλις το 41,94 (πάντα επί των εγκύρων). Βέβαια το κατά πόσο η ΔΗΜ.ΑΡ. είναι τελικά ένα κόμμα που πραγματικά αντιτίθεται στα Μνημόνια και τις επακόλουθες πολιτικές ακραίας λιτότητας, θα κριθεί και από τη στάση της τις επόμενες ώρες, ενώ, όσον αφορά τη νεοναζιστική Χ.Α., είναι χιλιοειπωμένο πως η «αντιμνημονιακή» της κατεύθυνση δεν την καθιστά ουσιαστικά αντισυστημικό κόμμα, αλλά πρόκειται για το κακοφορμισμένο μέλος του ολιγαρχικού κοινοβουλευτικού μας σώματος.

Το «αριστερό» χέρι της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, το ΠΑ.ΣΟ.Κ., φαίνεται πως κόπηκε οριστικά, με ελάχιστες ελπίδες πολιτικής επανάκαμψης, ενώ και το άλλο, το δεξιό, αυτό του μαύρου μετώπου που επιχειρήθηκε να χτιστεί με βάση τη Ν.Δ. είναι ολοφάνερα αποδυναμωμένο. Κι αυτό γιατί παρά την τεράστια συσπείρωση των συντηρητικών δυνάμεων – γεγονός που προκύπτει από τις προσχωρήσεις του τελευταίου μήνα, αφού ένα ποσοστό της τάξης του 2-3% από το συνολικό ποσοστό της Ν.Δ. οφείλεται στην συνεργασία της Δημοκρατικής Συμμαχίας της Ντόρας Μπακογιάννη, που στις εκλογές της 6ης Μαΐου άγγιξε το 2,56 % αλλά και στις διαρροές βουλευτών από το ΛΑ.Ο.Σ. το οποίο από το 2,90 % (της αναμέτρησης του προηγούμενου μήνα) έπεσε στο 1,58% (πράγμα που σημαίνει πως ένα επιπλέον ποσοστό γύρω στο 1% μετακινήθηκε επίσης προς την ΝΔ). Μάλιστα, η Νεοφιλελεύθερη συμμαχία της «Δημιουργίας Ξανά!» της «Δράσης» και της «Φιλελευθέρης Συμμαχίας» που αρχικά φαινόταν πως είχε μια δυναμική, εξαφανίστηκε προς όφελος της Ν.Δ. Η δε τελευταία εφεδρεία της κυρίαρχης τάξης, που βάσιμα εικάζουμε αυτές τις ώρες πως είναι η Δημοκρατική Αριστερά – η οποία είναι πολύ πιθανό να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με την Ν.Δ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. (όπως προκύπτει από τις πρώτες δηλώσεις του αρχηγού της, Φώτη Κουβέλη) – θα «καεί» πολιτικά αν στηρίξει μια κυβέρνηση που θα εφαρμόσει τα σκληρότατα – και εν τοις πράγμασι ανεφάρμοστα – μέτρα για τα οποία έχουν ήδη δεσμευτεί εγγράφως οι Σαμαράς και Βενιζέλος. Ακόμη, όμως, και αν η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν λάβει μέρος σε κυβέρνηση συνασπισμού με Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ., οι πιθανότητες να επιβιώσει πολιτικά είναι λίγες, καθώς μεγάλο κομμάτι των ψηφοφόρων της μελλοντικά θα μπορούσε να κατευθυνθεί προς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, δεδομένου ότι: α) όσο η κρίση βαθαίνει, τόσο οι πολιτικές του «κέντρου» και της «μετριοπάθειας» αποδυναμώνονται ενώ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ριζοσπαστικοποιείται και, β) ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελεί μια ισχυρή φωνή μέσα στην Ελληνική κοινωνία καθώς έχει κινηματική βάση, κάτι που σημαίνει ότι θεωρητικά τουλάχιστον, μπορεί σε κάποιο βαθμό να θέσει κάποια πρώτα θεμέλια για μια κοινωνική ανατροπή, σε σύγκριση με τη ΔΗΜ.ΑΡ. και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. που αποτελούν τηλεοπτικές εικόνες και έχουν από μηδενική έως αμελητέα κινηματική ισχύ.

Στο σημείο αυτό και πριν περάσουμε στην τοποθέτησή μας ως προς την κινηματική δυναμική που φαίνεται πως διαμορφώνεται στην κοινωνία, έστω και κάπως στρεβλά, αξίζει να αναφερθούμε πολύ συνοπτικά και στα υπόλοιπα κόμματα.

Οι νεοναζί της Χ.Α. φαίνεται πως όσο κρατά η οικονομική, πολιτική, κοινωνική και αξιακή κρίση, καταφέρνουν να έχουν μια διόλου αμελητέα απήχηση στην ελληνική κοινωνία. Και, ναι μεν, δεν είναι όλοι οι ψηφοφόροι της Χ.Α. νεοναζί, είναι όμως ολοφάνερα θύματα (ή θύτες ;…) μιας βαθιάς αποπολιτικοποίησης, μιας αφασικής τάσης της κοινωνίας που εν μέρει εκφασίζεται, αδυνατώντας να ερμηνεύσει ορθολογικά τα πολιτικά αδιέξοδα στα οποία οδηγούν οι Νεοφιλελεύθερες επιλογές. Πως έφτασε, λοιπόν, η Χ.Α στο 6,9 %; Κατά την τελευταία τριετία (από το 2009 μέχρι και σήμερα) κατάφερε να «καταλάβει» σε κάποιες υποβαθμισμένες γειτονιές, πλατείες, δρόμους και οικοδομικά τετράγωνα, να στρατολογήσει κατοίκους που δυσανασχετούν από την παρουσία μεταναστών, μετατρέποντάς τους σε μέλη ή ενεργούς υποστηρικτές και να δημιουργήσει, έτσι, κινηματική βάση που με μαζικά πογκρόμ και επιθέσεις σε μετανάστες εξασφάλιζε τάχα την «τάξη» και την «ασφάλεια» (θυμίζοντας την αντίστοιχη τακτική της Χαμάς). Αντίθετα, το ΛΑ.Ο.Σ. ουδέποτε κατάφερε ν’ αποκτήσει κινηματική δράση, καθώς περιοριζόταν σ’ έναν μετριοπαθέστερο λαϊκιστικό εθνικιστικό λόγο, με μοναδική του παρουσία στα πάνελ των δελτίων ειδήσεων και σε διάφορες κίτρινες τηλεοπτικές εκπομπές, με αποτέλεσμα να μετατραπεί σ’ ένα χείριστης ποιότητας τηλεκόμμα που προσπαθούσε από τη μια να επενδύσει στην ξενοφοβία και από την άλλη να τα έχει καλά με όλους (και με τα μνημόνια και τις αγορές, αλλά και με τον λαϊκοπατριωτισμό). Έτσι, ηττήθηκε οριστικά, με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί πλήρως από την πολιτική σκηνή και να μετατραπεί σ’ ένα ασήμαντο κόμμα του περιθωρίου παραχωρώντας την θέση του στην Χ.Α.

Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, αυτός ο δεξιός συνωμοσιολογικός αχταρμάς, αν και συμπιέστηκε, πριμοδοτώντας τη Ν.Δ. (τέσσερεις βουλευτές του μετακινήθηκαν στην ΝΔ), διατήρησε ένα σημαντικό ποσοστό των δυνάμεών του, απευθυνόμενο σε μια μερίδα του πληθυσμού που ξυπνά και κοιμάται με το φόβο της Νέας Τάξης Πραγμάτων, των Ιλλουμινάτι και που πιστεύει πως πίσω από τα φαινόμενα βρίσκεται μια μυστική (ανθελληνική) συνωμοσία ή πως μας ψεκάζουν αεροπλάνα…. Απομένει να δούμε αν οι ΑΝ.ΕΛ θα διατηρήσουν τις δυνάμεις τους στο μέλλον ή κατά πόσο η «αντιμνημονιακή» τους κατεύθυνση θα αποδειχθεί ένας ευκαιριακός δεξιός εθνικιστικός φόβος/θυμός της στιγμής.

Η ελεύθερη πτώση του Κ.Κ.Ε. δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν, αφού: α) έχει μια ανεξήγητη, στα όρια της μεταφυσικής, εμμονή σε σταλινικά μοντέλα (που πλέον για κανέναν δεν αποτελούν λύση στα προβλήματά μας, μιας και πρόκειται για καθεστώτα φρίκης και στυγνής καταπίεσης που η ιστορία τα ξέβρασε και τα κατέταξε στις μαύρες της σελίδες) και, β) παρά την αρκετά ισχυρή του κινηματική βάση (δυναμικά συνδικάτα στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα) ο δρόμος της απομόνωσης που διάλεξε (ξεχωριστές πορείες και άρνηση συνεργασίας με άλλες αντι-καπιταλιστικές δυνάμεις σε συνδυασμό και με τον αφορισμό του κινήματος των αγανακτισμένων όπου οι δυνάμεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είχαν έντονη παρουσία) το οδήγησε στην αυτοκαταστροφή. Η διασπαστική και βαθέως αντικινηματική πολιτική του έστρεψαν σχεδόν τους μισούς ψηφοφόρους του σε άλλες επιλογές (κατά την συντριπτική τους πλειοψηφία μετακινήθηκαν προς τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ο οποίος, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία, έκανε λόγο, έστω και μπλοφάροντας εν μέρει, για «Κυβέρνηση της Αριστεράς»). Το Κ.Κ.Ε. μπορεί ν’ αυτοαποκαλείται «Κομμουνιστικό» αλλά σίγουρα δεν είναι καν προοδευτικό, μιας και η ιδεολογική του πλατφόρμα είναι καθαρά συντηρητική, όπως προκύπτει και από τις επίσημες θέσεις του σε σειρά κοινωνικών (μη οικονομικών ή στενά πολιτικών) ζητημάτων.

Άλλα κόμματα που θέλουν να διατηρήσουν ζωντανή (για τον εαυτό τους και για τους ψηφοφόρους) μια επίφαση «προοδευτικής κατεύθυνσης» ή επαναστατικότητας, αποφεύγοντας να συνεργαστούν με συγγενικές κοινοβουλευτικές δυνάμεις σε συνθήκες ακραίας πόλωσης, καταποντίστηκαν, πληρώνοντας τις επιλογές τους αυτές (Οικολόγοι-Πράσινοι, ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., Δεν Πληρώνω, Πειρατές).

Το εκλογικό σώμα, όσο και η βάση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αποτελούνται από άτομα προοδευτικών αντιλήψεων στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Σε αντίθεση με άλλα αριστερά κόμματα και οργανώσεις (συμπεριλαμβανόμενου και του Κ.Κ.Ε.) αποτελούν μια, σε κάποιο βαθμό, πιο ευέλικτη και ευμετάβλητη δύναμη καθώς απαρτίζονται από συνιστώσες τόσο ρεφορμιστών και σοσιαλδημοκρατών μέχρι και light τροτσκιστών, αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου που τον στηρίζει εκλογικά. Το γεγονός αυτό καθιστά ένα μέρος της πολιτικής του βάσης μια μετασχηματίσιμη δύναμη – κάτι που οφείλουμε να εκμεταλλευτούμε: Ο ρόλος του κοινωνικού κινήματος που διαμορφώνεται, έστω δειλά δειλά, από τα κάτω εδώ και λίγα χρόνια, πρέπει αφ’ ενός να συμβάλει στην ριζοσπαστικοποίηση και της υπόλοιπης κοινωνίας στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και αφ’ ετέρου, να ανεξαρτητοποιηθεί από την ιδέα πως μόνο μέσω μιας κεντρικής ηγεσίας (που υποτίθεται αντιπροσωπεύει ένα κίνημα) θα μπορούσε να οδηγήσει στην κοινωνική χειραφέτηση. Η ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της κεντρικής ηγεσίας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. πάνω στο κίνημα δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση να μετατραπεί σε μοχλό δημιουργίας μιας επαναστατικής δύναμης, καθώς ο εγκλωβισμός του στις κοινοβουλευτικές αξίες δεν αποτελεί μια δύναμη ικανή να τον αναβαπτίσει από κόμμα με αστικοδημοκρατικές αρχές και τάσεις, σε πραγματικά επαναστατικό κίνημα. Έτσι, όλες οι ελευθεριακές δυνάμεις της κοινωνίας πρέπει να πάρουν το παιχνίδι στα χέρια τους και όχι να εναποθέσουν τις ελπίδες τους σε ένα κόμμα που όσο περισσότερο γίνεται «κόμμα εξουσίας» τόσο περισσότερο θα κινδυνεύει να γραφειοκρατικοποιείται και να υπαναχωρεί από τις πιο καινοτόμες και ριζοσπαστικές του τάσεις.

Ίσως ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να στάθηκε, κατά κάποιο τρόπο, τυχερός, αφού δεν θα κληθεί να πληρώσει άμεσα τις εγκληματικές πολιτικές άλλων οι οποίες οδήγησαν στη σημερινή τραγική κατάσταση ολόκληρη την κοινωνία. Οι πιέσεις από εξωτερικούς παράγοντες (διεθνές τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, Νεοφιλελεύθερες πολιτικές ηγεσίες) αλλά και από τον ίδιο τον ξέπνοο λαό που έχει φτάσει στα όριά του, θα ήταν ασφυκτικές. Τόσο ασφυκτικές που ακόμα και μια σχετική αποτυχία του θα ήταν ικανή να στρέψει πάλι την κοινωνία προς μια νέα, ακόμα μεγαλύτερη, συντηρητικοποίηση. Τώρα έχει την ευκαιρία να αντιπολιτευτεί μια Κυβέρνηση που θα ξεπεράσει κάθε όριο αντιλαϊκής πολιτικής και αντικοινωνικής διακυβέρνησης.

Ένα παλιό ρητό λέει πως οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν. Έτσι, με βάση το σκεπτικό αυτό, ένας λαός ανεύθυνος και κακοήθης που κυβερνάται από κλέφτες και απατεώνες σύντομα και δίκαια θα υποφέρει από αυτούς και την αλαζονική τους εξουσία. Οι υπεύθυνοι, όμως, και ώριμοι λαοί έχουν αντίστοιχα και χαρισματικούς, σοφούς και δίκαιους ηγέτες. Εμείς όμως λέμε πως οι υπεύθυνοι λαοί, (αν φυσικά μπορούμε να δεχτούμε αυτήν την τόσο απλουστευτική και μακιαβελική θεώρηση πως υπάρχουν καλοί και κακοί λαοί), δεν έχουν ηγέτες και αφεντάδες. Είναι οι ίδιοι αφέντες του εαυτού τους, είναι οι ίδιοι ικανοί να αυτο-κυβερνώνται. Έτσι, αν θέλουμε να μιλάμε για μια πραγματική γέννηση ενός κοινωνικού μετώπου από τα κάτω, πραγματικά δημοκρατικού, με οριζόντιες δομές και ελευθεριακά προτάγματα, ικανό να θέσει βάσεις για μια κοινωνία ισότητας, ισοπολιτείας και ελευθερίας, οφείλουμε να μην αφεθούμε στιγμή στα χέρια ενός κόμματος έτσι απλά, όσο κι αν αυτό, συγκρινόμενο με τα λοιπά κοινοβουλευτικά τερατουργήματα, μοιάζει ελπιδοφόρο. Αν η κοινωνία σήμερα, άρχισε να επιθυμεί και να διεκδικεί έστω κάτι καλύτερο, σκοπός μας πρέπει να είναι να διεκδικήσει δυναμικά τα πάντα. Εμείς θα δημιουργήσουμε το μέλλον μας. Αν παραχωρήσουμε το ρόλο μας αυτό για ακόμα μια φορά σε κάποιον άλλο, σύντομα θα διαψευστούμε• και δεν θα έχουμε κανένα μέλλον.

Συγγραφή: Michael Th, Ian Delta

 

Σάββατο πριν από εκλογές: μια ημέρα περισυλλογής…

Σύμφωνα με το Νόμο (ο νόμος είναι πάντα με κεφαλαίο «Ν», όπως ο Θεός), η τελευταία ημέρα πριν τις εκλογές, είναι μια ημέρα κατά την οποία απαγορεύεται αυστηρά κάθε προεκλογική δραστηριότητα των κομμάτων• κι αυτό γιατί ο καθένας προσωπικά πρέπει να μπορέσει να σκεφτεί ανενόχλητος, ανεπηρέαστος και αποκομμένος από την πολιτική προπαγάνδα των κομμάτων. Τα μεσάνυχτα της Παρασκευής, όλα τα προεκλογικά πολιτικά τερτίπια, παιχνίδια και μηνύματα σταματούν και αρχίζει ένα εικοσιτετράωρο βαθιάς περισυλλογής η οποία φτάνει σε επίπεδο θρησκευτικής κατάνυξης. Εν ολίγοις, ο Νόμος, ως Θεός, σου δίνει το δικαίωμα μετά από 365 ημέρες Χ 4 έτη (μερικές φορές και πιο συχνά καθ’ όσον η δημοκρατία μας είναι πολύ δημοκρατική….), δηλαδή μετά από 1.460 ημέρες δουλειάς ή ανεργίας, φτώχειας, καταπίεσης, κακοπέρασης και απόλυτης μιζέριας, να έχεις μία ολόκληρη ημέρα πλήρους πνευματικής ελευθερίας, εσωτερικού προβληματισμού και διαλόγου.

Το ύψιστο δικαίωμα του «Δημοκρατικού» μας πολιτεύματος, το δικαίωμα του «εκλέγειν» (αντιπροσώπους), πρέπει, δια Νόμου να προφυλαχτεί από κάθε εξωτερική παρέμβαση. Ο πολίτης μπορεί και οφείλει να σκεφτεί ελεύθερα σχετικά με το ποιους θεωρεί ως τους καταλληλότερους αντιπροσώπους του. Αυτό θα πει Ελευθερία! Αυτό θα πει Δημοκρατία!

Κάποιοι αντιδραστικοί και είρωνες θα διαφωνήσουν. Απαντώντας τους θα εκθέσουμε τα παρακάτω αδιάσειστα επιχειρήματα…:

Πότε επετράπη σε κάποιον, από τη στιγμή που γεννήθηκε έως τη στιγμή που θα πεθάνει, να αισθάνεται ελεύθερος μέσα σε μια κοινωνία έτσι ώστε να έχει και τη νομική υποχρέωση, να σκεφτεί και να πράξει ελεύθερα;

Η οικογένεια είναι, τις περισσότερες φορές (αν όχι πάντα), ένα σύστημα που γαλουχεί το παιδί σύμφωνα με τις κυρίαρχες, δοτές, αξίες του κοινωνικού περιβάλλοντος. Το περιορίζει, το κατευθύνει, του επιβάλλει συμπεριφορές και αντιλήψεις, του εμφυσά (άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή ασυνείδητα, παθητικοεπιθετικά ή και τελείως βίαια) όλα τα μέσα που φυλακίζουν την δημιουργική φαντασία, ευνουχίζουν την σκέψη, αμβλύνουν το συναίσθημα.

Πριν προλάβει κανείς να συνέλθει από το πρώτο σοκ της οικογενειακής μίζερης «συναισθηματικής» δικτατορίας, έρχεται μία πολύ χειρότερη: το σχολείο. Μια δωδεκαετία κατά την οποία οι εκπαιδευτικοί είτε λόγω βλακείας είτε επειδή εξαναγκάζονται, πρέπει να γεμίσουν το κεφάλι του εκκολαπτόμενου πολίτη με γνώσεις που ως κύριο γνώρισμα έχουν την απονέκρωση της κριτικής σκέψης και την παρεμπόδιση προσωπικών αναζητήσεων και προβληματισμών. Γνώση χωρίς βάθος, γνώση κατακερματισμένη και αποσπασματική, γνώση που όχι μόνο δεν μπορεί να εξάψει το ενδιαφέρον για περισσότερη γνώση προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας ολιστικής αντίληψης για τη ζωή και τα πράγματα, αλλά αντίθετα, κουράζει και περιορίζει το μυαλό σε στεγανά, εγκλωβίζοντάς το με τρόπο που να μην μπορεί παρά να προσπαθεί να αναλύσει τα πάντα με βάση την κορυφή του παγόβουνου, το σχεδόν τίποτα, αφού η οπτική γωνία από όπου προσπαθεί να κοιτάξει τα γεγονότα δεν είναι μεγαλύτερη από ελάχιστες μοίρες.

Στο σχολείο συνηθίζει και ασκείται κανείς να χρησιμοποιεί και να πορεύεται με έννοιες ψόφιες και επικίνδυνες όπως η πατρίδα, η θρησκεία, η ηθική της εργασίας, ο ανταγωνισμός μεταξύ ατόμων και ομάδων κλπ. Αλήθεια, τι είναι η πατρίδα; Τι άλλο θα μπορούσε να είναι από την προσωπική μυθολογία του καθένα; Κι όμως, επίσημα, Πατρίδα, σημαίνει ένα κομμάτι γης, που έχει αλλάξει σύνορα και χέρια εκατοντάδες φορές και για το οποίο ο καθένας πρέπει να είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα χωρίς να περιμένει τίποτα και να γεμίζει μίσος ακριβώς για να υπερασπιστεί ένα τίποτα.  Πώς είναι δυνατό να διδάσκεται κανείς, χωρίς ν’ αρχίσει να αποβλακώνεται, πως υπάρχει μια ανώτερη δύναμη που καθορίζει με έναν τρόπο ακαθόριστο, αλλά που σίγουρα υπάρχει, τα πάντα; Πώς είναι δυνατόν ν’ αντέξει ένα μυαλό όταν διδάσκεται ότι πρέπει το τομάρι του να δουλέψει μέχρι να τα τινάξει, χάνοντας κάθε χαρά της ζωής, για ένα πιάτο φαί, ή για να κάνει μια συλλογή από άχρηστα πράγματα, παχαίνοντας και πλουτίζοντας με τη δυστυχία του μια μικρή μειοψηφία η οποία διεκδικεί για τον εαυτό της τις ανέσεις Ρωμαίου Αυτοκράτορα; Πώς είναι δυνατό να μην αποκτηνωθεί ένας άνθρωπος όταν ριζώνεται βαθιά μέσα του η αντίληψη του «ο θάνατός σου η ζωή μου» ή «όποιος είναι άξιος δικαιούται περισσότερα από όποιον δεν είναι»; Πώς δημιουργήθηκε η κλίμακα μέτρησης ικανότητας και πώς και από ποιους επιβεβαιώνεται η «αντικειμενικότητα» και ορθότητά της; Κι όμως, χιλιάδες χρόνια τώρα έτσι μεγαλώνουν όλες οι γενιές.

Μετά από την ενηλικίωση, όταν πια το κακό έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, οι σφαλιάρες είναι συνεχείς και αλλεπάλληλες. Στρατός, δουλειά, γάμος, δάνεια, ρουτίνα, κενά θεάματα και αντικατοπτρισμοί ευχαριστήσεων, ταπεινώσεις και ήττες μέχρι τα γηρατειά.

Έτσι, μετά από αμέτρητα χτυπήματα, καταπίεση και ισόβιο καταναγκασμό, έρχεται η μέρα της περισυλλογής και της θεσμοθετημένης ελευθερίας, πριν τις εκλογές. Οι πολιτικοί σταματούν να ξεφωνίζουν τις ανοησίες τους – όχι όμως και τα ΜΜΕ που, σεβόμενα το Νόμο, δεν σταματούν να σφυροκοπούν ό,τι έχει απομείνει από τα μυαλά μας. Κινδυνολογία και τρομολαγνεία, ανόητα ρεπορτάζ, σίριαλ για λοβοτομημένους, διαφημίσεις για όλες τις ανάγκες, θεάματα για κάθε γούστο, για κάθε κενό.

Ποτέ δεν ήταν και δεν είναι κανείς τόσο ελεύθερος όσο αυτήν την ημέρα. Πώς θα μπορούσε να μην είναι; Δεν του φτάνουν 24 ολόκληρες ώρες; Μπορεί να σκεφτεί ό,τι θέλει και ν’ αποφασίσει να ψηφίσει ό,τι θεωρεί πως είναι καλύτερο, πως τον συμφέρει περισσότερο. Έτσι κι αλλιώς δεν θα του ζητήσει κανείς ευθύνες. Αυτοί που βαράνε το ντέφι θεωρούν πως είμαστε ιδιώτες• πως έχουμε το ακαταλόγιστο.

Εκτός από τις περιπτώσεις που τύχει να αμφισβητήσει κάποιος από τα θεμέλια ολόκληρο το σύστημα αξιών. Να κοιτάξει το παγόβουνο κάτω από την κορυφή του. Τότε δεν θεωρείται ηλίθιος αλλά τρελός ή επικίνδυνος.

Για την ώρα, ας θυμηθούμε: την τελευταία ημέρα πριν τις εκλογές, απαγορεύεται η χρήση αλκοόλ. Σε 24 ώρες βέβαια όλοι ξέρουμε ότι κανείς δεν μπορεί να ξεμεθύσει ακόμα και από την χρήση αλκοόλ μιας μέρας. Πόσο μάλλον από την πλύση εγκεφάλου το λιγότερο 18 χρόνων.

Η Πατρίδα πάντως, μάς λέει ότι μας χρειάζεται νηφάλιους και γι’ αυτό μας δίνει είκοσι τέσσερις ώρες…

Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-aQT

Κανείς δεν θα έπρεπε να τους φοβάται πια

Μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, γινόμαστε μάρτυρες μιας, πρωτοφανούς σε ένταση, εκστρατείας κατατρομοκράτησης του εκλογικού σώματος από τη μεριά του ελληνικού και διεθνούς μεγάλου κεφαλαίου, που χρησιμοποιώντας τον πολιτικό του βραχίονα, δηλαδή τα «μνημονιακά» κόμματα και τα ΜΜΕ, επιχειρεί την ουσιαστική ακύρωση της βούλησης της κοινωνίας, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από κοινωνικούς αγώνες από τον Μάιο του 2010 μέχρι σήμερα, αλλά ακόμα και μέσα από τις τελευταίες εκλογές.

Κατά την περίοδο των διερευνητικών εντολών, πρόσχημα της εκστρατείας αυτής υπήρξε ο υποτιθέμενος κίνδυνος της ακυβερνησίας, ενώ μετά την προκήρυξη των νέων εκλογών ένα νέο φάντασμα μας απειλεί: η άτακτη χρεοκοπία, η έξοδος από την Ευρωζώνη και η επιστροφή στη λίθινη εποχή…

Και στις δύο περιπτώσεις βέβαια, ο πραγματικός λόγος εξαπόλυσης αυτής της εκστρατείας είναι η επείγουσα ανάγκη του κεφαλαίου, των τραπεζών και των Νεοφιλελεύθερων πολιτικών ελίτ, για τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης που θα περάσει και θα εφαρμόσει τα εφιαλτικά 77 μέτρα για τα οποία έχουν ήδη δεσμευτεί προεκλογικά με τις υπογραφές τους οι Βενιζέλος και Σαμαράς. Το πόσο επείγουσα είναι αυτή η ανάγκη φαίνεται από το μπαράζ τρομοκρατικών δηλώσεων εγχώριων και ξένων πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, όπως επίσης και από την καταιγίδα που μαίνεται στα έντυπα αλλά και ηλεκτρονικά ΜΜΕ.

Τελευταία τους ανακάλυψη προς αυτή την κατεύθυνση, ήταν η δημοσιοποίηση προβλέψεων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, από διεθνή οικονομικά ινστιτούτα και (διεθνή και ελληνικά) χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με κορυφαίο παράδειγμα την πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας: 65% υποτίμηση της δραχμής, 22% ύφεση, 34% ανεργία, 32% πληθωρισμός, 12% έλλειμμα, 373% χρέος. Το μόνο που λείπει από το εφιαλτικό τοπίο που φιλοτέχνησε ο κ. Ράπανος είναι οι εξωγήινοι, τα ζόμπι και ο Βελζεβούλης (εφόσον ο Καιάδας είναι ήδη εδώ…!).

Το πώς βγαίνουν αυτά τα νούμερα μικρή σημασία έχει. Η ανυπαρξία επιστημονικής τεκμηρίωσης των πορισμάτων του πονήματος επίσης. Γιατί π.χ. 32% πληθωρισμός και όχι 31% ή 33%; Άλλωστε η CITYGROUP δίνει άλλα νούμερα (60% υποτίμηση, 10% ύφεση, 20% πληθωρισμός, 400% χρέος κλπ.), όπως και η ALPHABANK, η BNP Paribas κ.ο.κ….

Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των προβλέψεων που είναι όλες το ίδιο ατεκμηρίωτες και μπακαλίστικες είναι η εμπέδωση στο εκλογικό σώμα και στην κοινωνία, της αντίληψης ότι η αθέτηση των υποχρεώσεων που η χώρα έχει αναλάβει μέσω των μνημονίων, θα την οδηγήσει σε άτακτη χρεοκοπία, την έξοδο από την Ευρωζώνη και το χάος. Αυτό που δεν μας λένε είναι που οδήγησαν τη χώρα τα μνημόνια. Ας δούμε λοιπόν μερικά στοιχεία (στα οποία έχει γίνει λεπτομερής αναφορά σε προηγούμενη ανάρτησή μας):

α) Η ανεργία που παρελήφθη από το 8,9% έφτασε ήδη στο 22,6 % (1.120.097) με τη γυναικεία να βρίσκεται στο 25,7% και τη νεανική στο 52,7 %. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε τα στοιχεία έγκυρα _ πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο αφού οι κατηγορίες ανέργων που δεν προσμετρώνται θα ανέβαζαν το ποσοστό 2 – 2,5 εκατοστιαίες μονάδες – πρόκειται για την δεύτερη μεγαλύτερη γενική ανεργία σε όλη την Ευρώπη μετά την Ισπανία, ενώ η νεανική και η γυναικεία κατέχουν πλέον το θλιβερό προνόμιο της πρωτιάς.

β) Η ύφεση που συνεχίζεται για 5η συνεχόμενη χρονιά έφτασε αθροιστικά περίπου στο 13,7% ενώ για το 2012 η Τρόικα προβλέπει 4,7%. Πρόκειται για την Τρίτη προς τα πάνω αναθεώρηση της πρόβλεψης μέσα σε 6 μόλις μήνες (αρχίζοντας από το 2,8% που προέβλεπε το Νοέμβριο 2011 ο προϋπολογισμός) και ενώ ήδη ανακοινώθηκε ύφεση 6,5% για το πρώτο τρίμηνο. Είναι βέβαιο ότι τα μέτρα του Ιουνίου θα εκτοξεύσουν την ύφεση σε νέα ύψη, ανεβάζοντας τη συνολική της πενταετίας  στο τέλος του έτους, σε επίπεδο άνω του 20% – ύφεση πρωτοφανή για τη μεταπολεμική Ευρώπη. Συνεπώς, τα όσα λέγονται τάχα για «Ανάπτυξη» και υγιή αναπτυξιακό καπιταλισμό (εκτός από αηδιαστικά) είναι και εντελώς αβάσιμα.

γ) Το δημόσιο χρέος που παρελήφθη στο 127% του ΑΕΠ έχει φτάσει ήδη στο 165% και «αν όλα πάνε καλά» θα ανέβει στο 198% στο τέλος του 2013. Κι αυτό ενώ υποτίθεται ότι όλα γίνονται για τον περιορισμό του…

Μόνο αυτά τα τρία στοιχεία αρκούν για να αποδείξουν ότι τι πρόγραμμα που επιβλήθηκε στη χώρα, εκτός από ακραία ταξικό (οι ολιγαρχίες απέναντι στους εργαζόμενους) και κοινωνικά βάρβαρο, είναι και αναποτελεσματικό ως προς τους στόχους που υποτίθεται ότι επιδιώκει. Η Ελλάδα δεν πρόκειται να χρεοκοπήσει αν βγει από το ευρώ για τον απλούστατο λόγο ότι είναι ήδη χρεοκοπημένη.

Το πρόγραμμα καταλήστευσης της κοινωνίας, που κατ’ ευφημισμό ονομάζεται «πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής» δεν είναι υλοποιήσιμο, αφού για να πετύχει τους στόχους του θα πρέπει να οδηγήσει μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές παροχές κάθε είδους, σε μηδενικά επίπεδα για τουλάχιστον μια δεκαετία. Με άλλα λόγια, τα μέτρα λιτότητας πρέπει στην πραγματικότητα να μετατραπούν σε μέτρα κατάσχεσης του λαϊκού εισοδήματος και μάλιστα τρέχοντος, προηγούμενου και μελλοντικού. Κάτι τέτοιο όμως – που ήδη άρχισε να συμβαίνει – οδηγεί σε εκμηδενισμό των φορολογικών εσόδων, κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και ασύλληπτη εμβάθυνση της ύφεσης. Μ’ αυτή την έννοια, η πορεία της χώρας προς τον οικονομικό θάνατο που επιβάλλουν τα μνημόνια, είναι τελικά ο ασφαλέστερος δρόμος για ην έξοδό της από την Ευρωζώνη…

Απ’ την άλλη πλευρά, το επιχείρημα των μνημονιακών δυνάμεων ότι η διακοπή χρηματοδότησης από τους δανειστές θα οδηγούσε σε αδυναμία καταβολής μισθών και συντάξεων, είναι επίσης εντελώς αβάσιμο, εφόσον τα δάνεια αυτή τη στιγμή χρησιμοποιούνται σε ποσοστό 91,5% για την αποπληρωμή του χρέους, με στόχο μάλιστα το 100% από τις αρχές του 2013. Ούτε ευρώ δεν πάει στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία, για την οποία μένουν μόνο οι τόκοι, η αποπληρωμή των οποίων θα ταλαιπωρήσει τουλάχιστον τις δύο επόμενες γενιές.

Πέρα όμως απ’ αυτά, πρέπει να τονιστεί πως είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι τυχόν έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα συνέφερε τους πιστωτές μας. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έθετε σε κίνδυνο μια σειρά από άλλες οικονομίες (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Βέλγιο κλπ.) υπονομεύοντας έτσι συνολικά το εγχείρημα της νομισματικής ενοποίησης. Παράλληλα, θα αποσταθεροποιούσε σε απρόβλεπτο βαθμό την παγκόσμια οικονομία, βάζοντας σε κίνδυνο την ούτως ή άλλως πολύ επισφαλή και ασθενική «ανάπτυξη» των Η.Π.Α., πλήττοντας τις κινέζικες εξαγωγές, ρίχνοντας τις τιμές του ρώσικου πετρελαίου και φυσικού αερίου κλπ. Αν σκεφτούμε ότι η κρίση άρχισε με την χρεοκοπία της 31ης σε μέγεθος τράπεζας των Η.Π.Α., αν δούμε τις παρενέργειες που έχει στην Ισπανία η πιθανότητα χρεοκοπίας της 4ης σε μέγεθος τράπεζας της χώρας (ΒΑΝΚΙΑ), καταλαβαίνουμε τον αντίκτυπο μιας χρεοκοπίας Κράτους που βρίσκεται στην ευρωζώνη. Τη σταδιακή συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας, αποδεικνύουν οι όλο και περισσότερες τις τελευταίες εβδομάδες, δηλώσεις αξιωματούχων και αναλυτών σε Αμερική και Ευρώπη, που προειδοποιούν για τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης ή την αποκλείουν εντελώς (σημ.: ήδη το κόστος μιας ελληνικής εξόδου από τη Ευρωζώνη αποτιμάται από πολλούς στο ύψος του ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ).

Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι μόνο ελληνικό αλλά ευρωπαϊκό και παγκόσμιο: Ο μέσος όρος του δημοσίου χρέους των 17 της Ευρωζώνης αγγίζει το 95% του ΑΕΠ τους, η ανεργία βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της 20ετίας (10,9% με τη νεανική στο 22%) και η ύφεση απειλεί πάνω από τα 2/3 των χωρών της. Η Κομισιόν προβλέπει ύφεση 0,5% για το 2012 και είναι βέβαιο ότι μέσα στο καλοκαίρι θα έχουμε αναθεώρηση της πρόβλεψης προς τα πάνω.

Βέβαια, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι μια αναγκαστική έξοδος της χώρας από το ευρώ μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, ούτε ότι αν και εφόσον συμβεί θα είναι ανώδυνη. Σε μια τέτοια περίπτωση οι διεθνείς πιέσεις θα είναι αφόρητες και δεν αποκλείεται να πάρουν ακόμη και τη μορφή εμπάργκο στην εισαγωγή πρώτων υλών και βασικών καταναλωτικών αγαθών. Παράλληλα, θα υπάρξουν σίγουρα έντονες πληθωριστικές πιέσεις που θα θέσουν σε κίνδυνο τα ήδη μειωμένα εισοδήματα των εργαζόμενων, ενώ, αν δεν έχει προηγηθεί ένα καλά μελετημένο πρόγραμμα άμεσης κοινωνικοποίησης των τραπεζών, είναι πιθανό να υπάρξει πρόβλημα και με τις καταθέσεις (όσων έχουν ακόμα…). Το ότι τα προβλήματα αυτά είναι πολύ μικρότερα απ’ αυτά που θα δημιουργήσει η συνέχιση της ίδιας Νεοφιλελεύθερης πολιτικής, δεν σημαίνει ότι είναι αμελητέα.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια κατάσταση εξ ορισμού δύσκολη. Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία, οι εκλογές της 17ης Ιουνίου, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, όχι τόσο από την άποψη του εκλογικού αποτελέσματος όσο από αυτήν της ανάγκης συγκρότησης ενός ισχυρού μαζικού κοινωνικού κινήματος που να μπορέσει να εξελιχθεί σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων μετεκλογικά.

Σε περίπτωση που η προσπάθεια της Ν.Δ. για τη συγκρότηση ενός μαύρου Νεοφιλελεύθερου μνημονιακού μετώπου ευοδωθεί και βοηθούντος του καλπονοθευτικού εκλογικού νόμου τη φέρει στην εξουσία, είναι απολύτως απαραίτητη η δημιουργία, η αυτό-οργάνωση μιας ενιαίας κοινωνικής συμμαχίας ενάντια στη φτώχεια και την επέλαση των (ήδη συμφωνηθέντων) νέων μέτρων, μέσω της οικοδόμησης ενός δικτύου θεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης:
-συσσίτια σε όσους έχουν ανάγκη,
-οργανωμένη άρνηση πληρωμής των χαρατσιών και των νέων κεφαλικών και ληστρικών φόρων
-αποφυγή κατασχέσεων για όσους αδυνατούν να πληρώσουν τα δάνεια
-μάχη για να μην κλείσει κανένα Νοσοκομείο και κανένα σχολείο
-οικοδόμηση δικτύου νομικής υποστήριξης όσων πλήττονται από τη νέα αντεργατική νομοθεσία και τις αντίστοιχες πρακτικές των εργοδοτών που βασίζονται σ’ αυτή.
-μποϊκοτάζ όπου είναι δυνατόν, των επιχειρήσεων που συνάπτουν ατομικές συμβάσεις,
-ενίσχυση των λαϊκών συνελεύσεων στις γειτονιές
-άμυνα στη βαρβαρότητα που υφίστανται οι μετανάστες και στη δράση των φασιστικών/νεοναζιστικών συμμοριών
-διοργάνωση γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας με προβολή των κοινωνικών πολιτικών προταγμάτων
-αίτημα για συντακτική συνέλευση με σκοπό μια άλλη οικονομική, κοινωνική και πολιτική οργάνωση.

Όλα αυτά θα πρέπει να αποσκοπούν στην όσο το δυνατόν συντομότερη πτώση της νέας κυβέρνησης που θα δείξει για τρίτη φορά μέσα σ’ ένα χρόνο σε όλη την Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο ότι κυβερνήσεις που παίρνουν τέτοια μέτρα δεν μπορούν (και δεν πρέπει) να σταθούν.

Σταθεροί και αδιαπραγμάτευτοι στόχοι του κινήματος πρέπει να είναι η μονομερής διαγραφή ολόκληρου του χρέους, η κατάργηση των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και των εφαρμοστικών τους νόμων, η έξοδος της χώρας από την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, η κοινωνικοποίηση των τραπεζών και άλλων βασικών τομέων της οικονομίας υπό τον έλεγχο των εργαζομένων σ’ αυτούς με μοντέλα αυτοδιαχείρισης (εκλεγμένα και άμεσα ανακλητά όργανα) και η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας βασισμένη σε ένα τελείως διαφορετικό οικονομικό μοντέλο από αυτό του καπιταλισμού (ή του κρατικού καπιταλισμού).

Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι τέτοια μέτρα είναι αδύνατο να περάσουν χωρίς μια άνευ προηγουμένου ένταση του αυταρχισμού και της καταστολής, ειδικά μάλιστα αφού μια νέα μνημονιακή κυβέρνηση θα επείγεται να τα εφαρμόσει καθώς θα ξέρει ότι η θητεία της θα είναι βραχύβια, ενώ έχει ήδη χαθεί χρόνος με τις δύο προεκλογικές περιόδους. Επίσης, η κατάσταση που υπάρχει αυτή την στιγμή στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ισπανία, κάνει ακόμη πιο επείγουσα την ανάγκη των πιστωτών να τελειώνουν με την Ελλάδα. Το αν αυτή η αναμενόμενη ένταση του αυταρχισμού και ης καταστολής θα σημαίνει απλώς περισσότερες ωμότητες και θηριωδίες από τα ΜΑΤ ή θα πάρει τη μορφή ακόμη μεγαλύτερης συντηρητικοποίησης του νομικού πλαισίου με στόχο η χώρα να κυβερνάται συνεχώς υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, ή ακόμα αν θα φτάσει σε κάποιου είδους εκτροπή, είναι κάτι που δεν το ξέρουμε τώρα. Υποχρέωση όμως του κινήματος είναι να είναι έτοιμο για όλα.

Από την άλλη, σε περίπτωση που από τις εκλογές προκύψει μια αριστερή (εντός ή εκτός εισαγωγικών) κυβέρνηση – σε οποιαδήποτε αναλογία – είναι το ίδιο απαραίτητη και οργανωμένη η παρουσία ενός ισχυρού μαζικού κοινωνικού κινήματος. Όχι μόνο για να προασπίσει όσα θετικά βήματα τυχόν πραγματοποιηθούν από όσα εξαγγέλθηκαν, προστατεύοντάς τα (είναι βέβαιο πως αν μια τέτοια κυβέρνηση προχωρήσει σε πλήρη καταγγελία του μνημονίου θα δεχτεί «επίθεση» από τον διεθνή καπιταλισμό), αλλά κυρίως για να την ελέγχει, να την ωθήσει προς τη μεγαλύτερη δυνατή ριζοσπαστικοποίηση και το βάθεμα των κοινωνικών κατακτήσεων, να ακυρώσει τον κίνδυνο γραφειοκρατικοποίησής της που θα την απονεύρωνε και θα την απέκοβε από την κοινωνία, να εμποδίσει τυχόν υπαναχωρήσεις, παλινωδίες και στρογγυλέματα, μια δηλαδή συνεχή διολίσθηση προς τα δεξιά που θα απογοήτευε τον κόσμο, ωθώντας για άλλη μια φορά προς συντηρητικές επιλογές.

Τέλος, είναι απολύτως απαραίτητη η προσπάθεια συντονισμού με τους εργαζόμενους και τα κινήματα όλων των χωρών που πλήττονται από τις πολιτικές λιτότητας των Νεοφιλελεύθερων. Αυτή η διεθνιστική διάσταση είναι πολύ σημαντική αφού είναι βέβαιο ότι τους επόμενους μήνες η κρίση θα ενταθεί σε όλη την Ευρώπη τουλάχιστον.

Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου είναι λοιπόν ένα μόνο επεισόδιο στον πόλεμο που ο καπιταλισμός και οι ολιγαρχίες έχουν κηρύξει στην κοινωνία. Αν από αυτές προκύψει μια όσο το δυνατόν πιο προοδευτική κυβέρνηση γίνεται στα πλαίσια του αντιπροσωπευτικού συστήματος, τόσο το καλύτερο. Αλλά ό,τι κι αν συμβεί, το κίνημα πρέπει να συνεχίσει να οργανώνεται για τη μετωπική σύγκρουση με τις ελίτ που θα ακολουθήσει τους επόμενους μήνες. Μια μνημονιακή κυβέρνηση υπό τον Σαμαρά ή οποιονδήποτε άλλο, είναι βέβαιο ότι κάτω από την πίεση των πιστωτών θα περάσει πολύ γρήγορα μέτρα που θα κάνουν και τον πιο δύσπιστο να συνειδητοποιήσει ότι η πολιτική που επιβάλλει η Τρόικα είναι απόλυτα καταστροφική και βάρβαρη. Μεγάλες μάζες θα αλλάξουν στρατόπεδο κάτω από την πίεση της γενικής εξαθλίωσης. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τις υποδεχτούμε και να αγωνιστούμε μαζί τους στους κοινωνικούς αγώνες που θα χρειαστεί να δώσουμε πάρα πολύ σύντομα.


Shortlink: http://wp.me/pyR3u-aNT

Το Προεκλογικό Μούδιασμα

Έχοντας ήδη προσπεράσει μια εκλογική διαδικασία, κατά την οποία δεν αναδείχθηκε κάποια κυβέρνηση, βρισκόμαστε και πάλι στις τελευταίες δύο εβδομάδες ενός εκλογικού παζαριού, κατά τις οποίες τα ΜΜΕ δείχνουν ανίσχυρα να προωθήσουν τα πολιτικά κόμματα που ξεκάθαρα λειτουργούν ως φερέφωνα των αγορών και των τραπεζών. Τα κόμματα αυτά αδυνατούν να καταθέσουν έστω και μία πρόταση που ν’ αποτελεί ειλικρινή και λογική συνέχεια του πρότερου κοινοβουλευτικού τους βίου και το ολοένα και πιο διάσημο σχήμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μοιάζει ν’ αποτελεί από τη μία όχημα ελπίδας για μεγάλο μέρος του κόσμου, μια κοινωνική απάντηση στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική τρομοκρατία, και από την άλλη, πιθανότατα, ένα κατ’ όνομα φιλολαϊκό κόμμα που θα καταφέρει να εφαρμόσει χωρίς πολλές αντιδράσεις σκληρά μέτρα, χάριν της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλει η Νεοφιλελεύθερη πολιτική και η διάσωση του καπιταλιστικού καζίνο.

Στην πραγματικότητα, ανεξαρτήτως του αν όσα προγραμματικά λέει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι ορθά ή θα εφαρμοστούν, η εναντίωση του στο μνημόνιο, ένα διεθνές σύμφωνο στο οποίο συλλογικά έχουμε αποδώσει κάθε ευθύνη για τα δεινά στα οποία έχει περιέλθει η χώρα, τον καθιστά αυτομάτως εκφραστή όλου εκείνου του κομματιού της κοινωνίας που έχει πληγεί σε ανυπολόγιστο βαθμό από τα μέτρα λιτότητας και προβλέπει ότι με την εφαρμογή της νέας συμφωνίας θα πληγεί ακόμη περισσότερο. Φυσικά, με την τρομολαγνία που έχει κυριεύσει τα -κράτος εν κράτει- εγχώρια και κυρίως ξένα ΜΜΕ, κάθε από μέρους τους κριτική στο πρόγραμμα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ακυρώνεται αυτομάτως, ακόμη κι αν είναι επί μέρους βάσιμη ή εύλογη, αφού όλες οι τηλεπερσόνες-δημοσιογράφοι κατάφεραν να απωλέσουν την αξιοπιστία τους, εδώ και αρκετά χρόνια, εκτελώντας αδιαμαρτύρητα και ενάντια σε κάθε δεοντολογία και ηθική τις εντολές των διαπλεκόμενων εργοδοτών-χρηματοδοτών τους. Μήπως δεν ήταν οι απαξιωτικές δηλώσεις της Λαγκάρντ που έδωσαν δύο με τρεις επιπλέον μονάδες στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α, ή τα επικριτικά και εντελώς αβάσιμα άρθρα διαφόρων Νεοφιλελεύθερων κρετίνων στο Spiegel και την Bild που προξενούν αντιδράσεις και δυσαρέσκεια στους Έλληνες πολίτες – δυσαρέσκεια που θα εκφραστεί (κυρίως) μέσω της αριστερής ψήφου;

Οι ίδιοι οι καθεστωτικοί σαλτιμπάγκοι δημοσιογράφοι κατάφεραν το εξής: καθετί το οποίο υπερασπίζονται να είναι στα μάτια μεγάλου μέρους της κοινωνίας συστημικό και διαπλεκόμενο και καθετί το οποίο πολεμούν να μοιάζει αντισυστημικό, άρα και θετικό. Το φαινόμενο αυτό, όμως, έχει και αρνητικές συνέπειες, καθώς δεν συμβάλει πάντα στο να εκδηλωθεί αυτού του είδους η «αντισυστημικότητα» μέσα από κάποια αντικαπιταλιστική δράση. Έτσι, ο χωρίς όρια εθνικιστής και λαϊκιστής Σ.Χίος, φαντάζει για ένα μέρος του κόσμου έγκυρος δημοσιογράφος, ο νεοναζί τραμπούκος Κασιδιάρης μοιάζει μάγκας επειδή «την είπε», παίζοντας το βλακώδες επικοινωνιακό παιχνίδι του, στον γνωστό παπαγάλο του Mega, και η Κανέλλη φαίνεται σαν αγνή κομουνίστρια επαναστάτρια «που λέει πάντα την αλήθεια» (χωρίς φυσικά να θέλουμε να συνδέσουμε σε καμία περίπτωση τα τρία αυτά πρόσωπα). Αποτέλεσμα αυτής της κωμικοτραγικής κατάστασης είναι να επικρατεί ένα επικοινωνιακό κομφούζιο έτσι ώστε καθένας να μπορεί να πιστεύει όποια εκδοχή της είδησης ταιριάζει στις στερεοτυπικές του ιδέες, και όπου η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται σε επίπεδο συκοφαντίας και αισχρής ψευδολογίας (όπως οι δύο συνεχόμενες πλαστές «αποκαλύψεις» του Άδωνι). Μιλούν όλοι μαζί αλλά παράλληλα (μερικές φορές και παραληρητικά) χωρίς κανείς ποτέ να λέει κάτι.

Η 7η Μαΐου και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α

Την 7η του Μάη, μόλις λίγες ώρες αφότου έκλεισαν οι κάλπες ο πρόεδρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, Αλέξης Τσίπρας, δήλωσε πως η εκτόξευση των ποσοστών του κόμματός του ήταν μια ειρηνική επανάσταση, όπου οι δυνάμεις του μνημονίου ηττήθηκαν αφού οι ψηφοφόροι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς τ’ αριστερά και γενικά προς τα αντι-μνημονιακά κόμματα. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α όμως κάθε άλλο παρά επαναστατικό κόμμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Εμφανίζεται σαν μια πολλά υποσχόμενη δύναμη στον χώρο της Ελληνικής πολιτικής σκηνής που, κατά βάση, αναδεικνύει ένα καθαρά σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα το οποίο, παρά το ότι δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση πολιτική ριζικής ανατροπής, έχει ωστόσο αρκετά θετικά στοιχεία που οφείλουμε να χαιρετήσουμε (π.χ. η εξαγγελία κατάργησης των ΜΑΤ-ΥΜΕΤ, ο αφοπλισμός της αστυνομίας κατά την διάρκεια διαδηλώσεων και η απαγόρευση χημικών αποτελούν σοβαρές ενδείξεις μιας πρόθεσης εκδημοκρατισμού του κράτους, παρά τις όποιες ατέλειες όπως π.χ. η μη κατάργηση των ομάδων ΔΙΑΣ και ΔΕΛΤΑ που είναι από τις πιο κατασταλτικές και εχθρικές στην κοινωνία, η μη εκδίωξη της Frontex και η μή κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας).

Αναμφισβήτητα η 7η Μαΐου αποτελεί ορόσημο στην μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, καθώς ανετράπη ως ένα βαθμό το κατεστημένο του παλαιού δικομματισμού. Έτσι, εδώ τίθεται το εξής ερώτημα: Μπορούν οι εκλογές να εκφράσουν μια εξέγερση; Η απάντηση είναι πως οι εκλογές μπορούν να εκφράσουν μια αγανάκτηση ή ν’ αντανακλούν μια τάση πόλωσης και ένα πνεύμα εξέγερσης που υπάρχει στην κοινωνία και υποβόσκει τα θεμέλια του σάπιου κατεστημένου. Ακόμα, όμως, και αν ισχυριστεί κανείς ότι οι εκλογές δεν είναι ικανές να οδηγήσουν σε ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό (πράγμα που κατά την άποψή μας αναμφισβήτητα ισχύει), στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό που αποτυπώθηκε την ημέρα εκείνη ήταν η αποτυχία του καθεστώτος μέσα από τους γνωστούς εκβιασμούς: «είναι ή μνημόνιο ή καταστροφή» (γνωστή φράση του τραγουδιστή Γ.Νταλάρα) να κατευθύνει την κοινωνία να επιλέξει πολιτικά κόμματα που θα υπερασπίζονται τις Νεοφιλελεύθερες πολιτικές άγριας λιτότητας του ΔΝΤ και της Ε.Ε.. Βέβαια, ο σκοπός μιας εξέγερσης που θα οδηγήσει σε επανάσταση είναι η ριζική απελευθέρωσή μας από κάθε είδους καταπιεστική εξουσία, αλλά με στόχο όχι απλά και μόνο την βελτίωση της οικονομικής μας κατάστασης. Πρόκειται για μια μορφή πάλης που αποσκοπεί στην εκ νέου θέσμιση της κοινωνίας πάνω σε πολιτικές βάσεις: στην δημιουργία, δηλαδή, πολιτικών σωμάτων, όπου όλοι οι πολίτες θα μπορούν να συνέρχονται και να συναποφασίζουν μέσα από ανοιχτές συνελεύσεις. Εν ολίγοις, μια επανάσταση θα πρέπει να συμβάλει και στην πολιτικοποίηση των μελών μιας κοινωνίας (πολιτικοποίηση όχι με την κοινοβουλευτική μορφή αλλά κάτω από το πρίσμα της άμεσης δημοκρατίας και της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας) και η μαζική απόρριψη του φαντασιακού της απάθειας και του οικονομισμού.

Τη στιγμή που μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού έχει εναποθέσει της ελπίδες του στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αγνοείται το γεγονός ότι αριστερά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα – είτε πρόκειται για ριζοσπαστικά όπως το Partido Socialista της Χιλής (με την τεράστια κληρονομιά του ιστορικού ηγέτη Salvador Allende) και τους Sandistas της Νικαράγουα, είτε για πιο μετριοπαθή όπως το Γερμανικό Sozialdemokratische Partei – στάθηκαν ανίκανα να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους, και ακολούθησαν περισσότερο ή λιγότερο τις επιταγές της Νεοφιλελεύθερης πολιτικής. (Ας αναφέρουμε ενδεικτικά, πως στην Βρετανία, το Εργατικό Κόμμα ήταν αυτό που επέβαλε πρώτο δίδακτρα στα πανεπιστήμια, αρχικά γύρω στις 900 λίρες το χρόνο και μετέπειτα 3700 £ και όχι το κόμμα των Συντηρητικών). Έτσι, με βάση τα δεδομένα αυτά, ποια θα είναι η πραγματική σταδιοδρομία της «αριστερής» κυβέρνησης που προωθεί ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.; Αν κρίνουμε από το γεγονός πως δεν προτείνει έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μιλά για ανάπτυξη, κατά το πρότυπο της Γαλλικής αριστεράς του Μελανσόν, τότε μάλλον πρόκειται για καπιταλιστικό (μεταρρυθμιστικό) κόμμα, (η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί πεμπτουσία του καπιταλισμού). Κάτω από τις παρούσες συνθήκες, όπου οι πολίτες είναι εξαθλιωμένοι από τις περικοπές αλλά και απομακρυσμένοι εδώ και 4 δεκαετίες από κάθε τάση για κοινωνικούς αγώνες, ίσως αυτά που προτείνει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ν’ αποτελούν για την πλειοψηφία της κοινωνίας μια καλή λύση προκειμένου να σταματήσει η πορεία της ολοένα και αυξανόμενης εξαθλίωσης (αποφεύγοντας ταυτόχρονα να έρθει σε ρήξη με το ίδιο της το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο «έχουμε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία που μπορεί να λειτουργήσει και να ζούμε ανεκτά»), αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν μονόδρομο ή λύση σε όλα μας τα προβλήματα. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι τομές που θα χρειαστεί να γίνουν, προκειμένου να επιδιώξουμε τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, πρέπει να στοχεύουν, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, στην δημιουργία πολιτικής και πραγματικά δημοκρατικής συνείδησης. Εκεί που οφείλουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας και να δράσουμε με υπευθυνότητα δεν είναι το ψευτο-δίλημμα «μνημόνιο ή αντιμνημόνιο» αλλά η έξοδος από την κρίση (που δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά, ταυτόχρονα, και πολιτισμική/αξιακή) μέσω της δημιουργίας αντι-δομών στα πλαίσια της πολιτικής αυτονομίας.

Ο μύθος της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης

Πολλοί αριστεροί, μαζί και αρκετοί ψηφοφόροι ή στελέχη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, αγνοούν, ή δεν θέλουν να κατανοήσουν, τις πολιτισμικές συγκρούσεις που ταλανίζουν την Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Μιλούν για Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη προς την Ελλάδα (μάλιστα στην χθεσινή συγκέντρωση στο Μουσείο Μπενάκη ο Αλέξης Τσίπρας μαζί με τον Κώστα Δουζίνα δήλωσαν πως είναι απολύτως αναγκαίο να υπάρξουν πανευρωπαϊκές κινητοποιήσεις αλληλεγγύης προς την Ελλάδα και κυρίως την Ελληνική αριστερά). Κάτι τέτοιο φαντάζει το λιγότερο δύσκολο καθώς στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού έχει άκρως αρνητική εικόνα για την Ελλάδα (και δεν μιλάμε μόνο για τις χώρες-ατμομηχανές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, αλλά και για την περιφέρεια των P.I.I.G.S [1] ) Από τη μια, στις περισσότερες χώρες της Βόρειας Ευρώπης ο Νεοφιλελευθερισμός έχει καταστεί κοινή λογική, το αυτονόητο, και είναι πραγματικά δύσκολο γι’ αυτούς τους ανθρώπους που καθημερινά βομβαρδίζονται από κατευθυνόμενα δελτία ενημέρωσης να αφουγκραστούν και να κατανοήσουν την ελληνική Οδύσσεια. (Nα θυμίσουμε μήπως στους Ευρωπαϊστές συντρόφους που ονειρεύονται την δημοκρατική Ευρώπη των λαών ότι οι παρακάτω χώρες: Ισπανία, Ανδόρα, Λίχτενσταϊν, Βέλγιο, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία και Σουηδία έχουν ακόμη βασιλιάδες και βασίλισσες;)

Δεν είναι, όμως, τόσο η προπαγάνδα που καθηλώνει τις μάζες, όσο το γεγονός ότι ο καπιταλισμός «ευημερούσε» σε αυτές τις χώρες για χρόνια, έτσι ο μέσος Γερμανός, Φιλανδός ή Ολλανδός πολίτης μπορούσε να εξασφαλίσει δίχως δυσκολία μια άνετη καταναλωτική ζωή. Από την άλλη, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η κρίση που βιώνουμε είναι ταυτόχρονα και πολιτισμική. Διότι η περιφρόνηση του Νότου και κυρίως της Ελλάδας δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την οικονομία, αλλά και με το γεγονός ότι οι Βορειοευρωπαίοι πάντοτε έβλεπαν με καχυποψία και υπεροψία τους λαούς της Νότιας Ευρώπης (και όσο πιο Ανατολική είναι μια χώρα, όσο πιο κοντά στην Ασία, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς). Η οικονομική κρίση ήταν απλά η αφορμή για να εκφραστεί αυτή η ιδεοληψία των Βορειοευρωπαίων που θεωρούν τους Έλληνες κατώτερο λαό, μια ιδεοληψία που για όσο καιρό η οικονομία ανθούσε δεν εκδηλωνόταν, καθώς κυριαρχούσαν οι γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης και η κερδοφορία. Το ξέσπασμα της κρίσης, όμως, έγινε αφορμή ώστε το φαντασιακό του κυρίαρχου λευκού του βορρά να βγει στην επιφάνεια. Η απέχθεια των Βόρειων για τους Έλληνες μεγεθύνεται στην θέα των καμμένων αυτοκινήτων και των επεισοδίων κατά την διάρκεια των συγκρούσεων με τις δυνάμεις καταστολής. Κάτι τέτοιο, αποτελεί, σίγουρα, αποτρόπαιο θέαμα για τους σκληροτράχηλους προτεστάντες του «δούλευε και μην ερεύνα». Έτσι λοιπόν, η Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, πάνω στην οποία ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α προσπαθεί να επενδύσει είναι ανύπαρκτη, με μοναδική εξαίρεση μια μικρή μειοψηφία διανοούμενων και άλλων αριστερών που ελάχιστοι Ευρωπαίοι πολίτες τους παίρνουν στα σοβαρά.

Συνεπώς, αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως καλύτερη επιλογή, είναι η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση πράγμα που ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α θεωρεί καταστροφή, αλλά αγνοεί το γεγονός πως η Ε.Ε είναι ένα καθαρά αντιδημοκρατικό μόρφωμα, με Νεοφιλελεύθερες βάσεις, αγνοεί και το ενδεχόμενο ότι αν η κυβέρνηση της αριστεράς επιδιώξει διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και την Γερμανική κυβέρνηση, η Ελλάδα θα είναι πραγματικά μόνη της, μιας και η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού των χωρών του κέντρου θεωρεί τους Έλληνες υπαίτιους για την κρίση, αναπαράγοντας τα διάφορα ρατσιστικά στερεότυπα των Μέσων Ενημέρωσης, ενώ όταν τα εναλλακτικά δίκτυα διαδίδουν εικόνες φρίκης π.χ. από την καταστολή ή αναφέρονται στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων πολιτών, θα νιώθει πως πραγματικά αποδίδεται δικαιοσύνη και πως «οι τεμπέληδες Έλληνες λαμβάνουν αυτό που τους αξίζει». Ως εκ τούτου, προκειμένου να υλοποιηθεί μια πραγματική δημοκρατία στην Ελλάδα, η έξοδος από την Ε.Ε. κρίνεται απαραίτητη. Άλλωστε, δεν υπάρχει και κανένα πολιτισμικό κοινό μεταξύ Ελλάδας και Δύσης. Διαφορετικά, θα πρέπει να υπολογίζουμε σε ντόμινο εξεγέρσεων, αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται ακόμα στον ορίζοντα, κυρίως σε ότι αφορά τις χώρες του προτεσταντικού Βορρά (πράγμα που, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατο να υπάρξουν αλυσιδωτές μαζικές διαμαρτυρίες και σε αυτές τις χώρες, δεδομένου ότι στον Καναδά οι φοιτητές για πάνω από ένα μήνα βρίσκονται στους δρόμους, ή ότι δεν θα πρέπει να το επιδιώξουμε. Προκειμένου, όμως, να μην καταλήξουν οι κινήσεις μας για κοινωνική αλλαγή σε πανωλεθρία, θα είναι προτιμότερο να ποντάρουμε στα σίγουρα, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί η χώρα από τις δεσμεύσεις της προς την Ε.Ε., και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν γίνει καταγγελία των συμφωνιών που θέτουν την Ελλάδα μέλος του Ευρωπαϊκού καζίνου).

Η αυτονομία στην Ελλάδα

Επιστρέφοντας στην Ελληνική πραγματικότητα, θα πρέπει ν΄ αναγνωρίσουμε και μια θεμελιώδη δυσκολία σε ό,τι αφορά τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό προς την κατεύθυνση της αυτονομίας: στην Ελλάδα, η διαλεκτική επανάσταση/παλαιό καθεστώς έχει εθνικιστικές ρίζες (είτε μιλάμε για την κεντροδεξιά πολυκατοικία είτε για την σταλινική ή ρεφορμιστική αριστερά),  λόγω της ιστορικής αλλά και πολιτικής κληρονομιάς μας αφού: α) Η Ελλάδα ήταν πάντα χώρα υποτελής και ποτέ ανεξάρτητη, με αποτέλεσμα να είναι βαθιά ριζωμένος ο πόθος για εθνική ανεξαρτησία – γεγονός που (δι)έστρεφε προς ενός είδους περισσότερο ή λιγότερο ιδιόρρυθμο εθνικισμό σχεδόν κάθε πολιτική παράταξη ή τάση. Ανεξαρτησία όχι για χάρη της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας, αλλά χάριν των χαρακτηριστικών του έθνους καθαυτού. β) Η θέσμιση του νεοελληνικού κράτους δεν βασίστηκε πάνω σε φιλελεύθερες βάσεις, αλλά στις Μεγάλες Ιδέες και στον αλυτρωτισμό. Γι’ αυτόν τον λόγο και όλα τα κόμματα επενδύουν πάνω στην πατριωτική ιδεοληψία «πώς να σώσουμε την πατρίδα», συμπεριλαμβανομένου και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (ο οποίος πάντως, παρά το γεγονός ότι δεν ξεφεύγει από αυτήν την σοσιαλδημοκρατική πατριωτική τάση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. της δεκαετίας του ’80, είναι το μόνο κόμμα που τόνισε πως το πρόβλημα δεν είναι Ελληνικό, αλλά Ευρωπαϊκό αν όχι παγκόσμιο).

Συνεπώς, θα πρέπει να δημιουργήσουμε μια νέα «τάση» εντός του κοινωνικού κινήματος, μια τάση προς την αυτονομία, παρά να συσσωρεύουμε ερμηνείες επί ερμηνειών για τα εκλογικά αποτελέσματα, να περιμένουμε τον σωστό καπετάνιο που θα οδηγήσει το πλοίο στον προορισμό του είτε να αναπαράγουμε εθνικιστικές ντετερμινιστικές φαντασιώσεις. Αυτό που, ωστόσο, αξίζει να κρατήσουμε από την όλη αυτή ιστορία της 7ης Μαΐου είναι η τάση διεξόδου από την μίζερη πραγματικότητα. Μια έξοδος που, βέβαια, πραγματοποιείται εντός της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α στο ρόλο του καπιταλιστικού (σοσιαλδημοκρατικού) ναυαγοσώστη. Η διάψευση, όμως, των σοσιαλδημοκρατικών και φιλελεύθερων υποσχέσεων, θα μπορούσε να προκαλέσει μια έκρηξη δημιουργίας νέων ιδεών, λειτουργίας οικονομικών αλληλέγγυων δικτύων και στην ουσία ξεπέρασμα της πλαστικής ευημερίας. Στην πραγματικότητα παρατηρείται μια ξηρασία νέων ιδεών και αδυναμία αναθεώρησης των προταγμάτων στα πλαίσια των υπαρκτών αντικειμενικών συνθηκών

Τέλος εποχής;

Η ελληνική κοινωνία όντας παγιδευμένη ανάμεσα σε εκβιαστικά ψευτο-διλήμματα όπως αρχικά το «Μνημόνιο ή (άτακτη) χρεωκοπία» (που έθεταν ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ.), αργότερα «οικουμενική κυβέρνηση ή χάος» (που έθεταν και πάλι οι ίδιοι), «ευρώ ή καταστροφή» (που συνεχίζουν να θέτουν οι ίδιοι) και πλέον «Μνημόνιο ή ΣΥ.ΡΙΖ.Α.» (που θέτει στοχεύοντας σε αυτοδύναμη κυβέρνηση ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) έχει περιέλθει σε μια κατάσταση μουδιάσματος, ή αλλιώς αναμονής των εξελίξεων. Οι περισσότεροι προφανώς σκεφτόμαστε «τί να διεκδικήσεις από μια υπηρεσιακή κυβέρνηση, σε ποιόν να εναντιωθεί μια γενική απεργία;». Σαν οι κοινωνικές επαναστατικές δράσεις να είναι ένα αλισβερίσι  ανάμεσα σε εξουσιαστές κι εξουσιαζόμενους. Σαν να απαιτείται πάντα ένας άλλος πόλος, σαν η μόνη μορφή κοινωνικού αγώνα να είναι η αντιπαράθεση  σε κάποια εφαρμοζόμενη πολιτική. Όμως, βρισκόμαστε στην ιστορική στιγμή που κρίνονται επαρκείς οι διεκδικήσεις  από το κράτος; Μακριά από κάθε είδους πρινσιπαλισμό, αν κερδίζαμε την ακύρωση της μείωσης μισθών που υπεγράφη τον Φλεβάρη ή αν απλά ακυρωνόταν ένας άλλος άδικος νόμος θα ήμαστε αναμφίβολα ικανοποιημένοι. Αλλά σε ποιό βαθμό; Με άλλα λόγια, συνεχίζουμε να είμαστε στη φάση της άρνησης και του στείρου «όχι στο τάδε» ή είμαστε έτοιμοι, αποφασισμένοι και συνειδητοποιημένοι πως δεν υπάρχει τίποτε να (επανα)διεκδικήσουμε, παρά μόνο να δημιουργήσουμε;

Ακόμη  κι αν κατεβάζαμε τον πήχη, και δεν μιλούσαμε άμεσα για την επιδίωξη μιας κοινωνικής επανάστασης, που θα αναθέσμιζε ουσιαστικά κάθε πτυχή της  ατομικής και συλλογικής μας ζωής, η πιθανότητα κατάρρευσης του πολιτικού και οικονομικού μας συστήματος σαν χάρτινου πύργου δεν φαίνεται πια καθόλου απίθανη. Αν ο κοινοβουλευτισμός απορριφθεί στο φαντασιακό των σύγχρονων ευρωπαϊκών κοινωνιών, με αύξηση της αποχής παντού, όχι τόσο από αδιαφορία, αλλά κυρίως από αποστροφή, ενώ η Ε.Έ έχει εξελιχθεί σε έναν αυταρχικό μηχανισμό που εξυπηρετεί αποκλειστικά τα εταιρικά συμφέροντα και την στιγμή που ολοένα και περισσότερο αναδύονται αντιεξουσιαστικά προτάγματα από κινήματα (ακόμη κι αν υγιώς αποκηρύσσουν την ιδεολογική «καθαρότητα»), φαίνεται πώς έρχεται η στιγμή που θα χρειαστεί, προεχόντως, να αυτοοργανωθούμε συλλογικά, να δημιουργήσουμε τις δομές αυτές που θα  εξασφαλίσουν το ίδιο μερίδιο εξουσίας σε όλους, την ίδια πρόσβαση στα  βασικά αγαθά σε όλους, την όσο δυνατόν μικρότερη σε κόστος μόχθου, ενέργειας και χρόνου, παραγωγή, χωρίς να ρίξουμε το βάρος απαραίτητα σε άμεσα και απροκάλυπτα συγκρουσιακές πρακτικές – τις οποίες ούτως ή άλλως, λίγο – πολύ, ξέρουμε  σε ποιό βαθμό μπορούμε να τις διαχειριστούμε και τι μπορούμε να περιμένουμε απ’ αυτές.

Έχουμε αυτή τη στιγμή πειραματικές, έστω, αντιδομές που θα λειτουργήσουν σαν θεμέλιο σε μια τέτοια περίπτωση ή δειλιάζουμε μπροστά στην πιθανότητα κάποιας αποτυχίας; Έχουμε ανοίξει κοινωνικό διάλογο σχετικά με το τι θέλουμε, πώς μπορούμε να το εφαρμόσουμε ή μιλάμε εμείς για εμάς; Έχουμε εντάξει στα προτάγματα μας τον παράγοντα της αξιοποίησης  της τεχνολογίας προς όφελος του συνόλου των πολιτών; Έχουμε δημιουργήσει δίκτυα παράλληλης δράσης και επικοινωνίας με κινήματα στην  Ευρώπη και τον κόσμο ή νομίζουμε πως είναι προτιμότερο και με μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας να δράσουμε μόνο σε τοπικό επίπεδο; Μεγάλο κομμάτι του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου παραμένει εγκλωβισμένο μέσα στη δική του αδυναμία να έρθει  σ’ επικοινωνία με τον μέσο πολίτη, και μοναδικό του διακύβευμα είναι η παλαιοαριστερίστικη αντίληψη ότι κάποια στιγμή, η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, νομοτελειακά θα οδηγήσει στην επανάσταση.  Απάντηση, όμως, στα προβλήματα που ταλανίζουν την Ελληνική κοινωνία δεν ζητείται φυσικά μόνο από τους συνειδητοποιημένους  αναρχικούς. Ζητείται από όλους. Και όλοι, έχουμε την  ευθύνη να περάσουμε από την αυτοκριτική, από την αναγνώριση του σημείου  στο οποίο  βρισκόμαστε, στην δράση και την πράξη. Μετά το προεκλογικό μούδιασμα, ένα είναι βέβαιο, πως θα επανέλθει ο πόνος. Ίσως μικρότερος, ίσως μεγαλύτερος. Θα περιοριστούμε, όμως, και πάλι στα παυσίπονα;

[1] Θα έπρεπε να γίνει δημοψήφισμα στην Ελλάδα, δήλωσε ο Ιρλανδός υπουργός Οικονομικών, Μάικλ Νούναν, προκειμένου οι πολίτες να αποφασίσουν για την έξοδο ή μη από την ευρωζώνη. «Ίσως αυτό είναι που χρειάζεται η Ελλάδα», πρόσθεσε. Ωστόσο, ο κ. Νούναν σημειώνει ότι δεν ασκείται πίεση στην Ελλάδα να αποχωρήσει από το ευρώ, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το εξής: Γιατί οι Ιρλανδοί πολιτικοί κάνουν τέτοιου είδους δηλώσεις; Ξεχνούν πως το χρέος της Ιρλανδίας είναι τρεις φορές μεγαλύτερο από αυτό της Ελλάδας; Προφανώς και δεν το ξεχνούν. Όμως η Ιρλανδία είναι χώρα της Βόρειας Ευρώπης. Έτσι τα στερεότυπα περί «οκνηρής περιφέρειας» δεν αγγίζουν τους Ιρλανδούς, ενώ, σε αντίθεση με την περίπτωση της Ελλάδας, τυγχάνουν την συμπάθεια των Γερμανικών Μέσων Ενημέρωσης που τους κατατάσσουν στους αναξιοπαθούντες. Μπορούν, έτσι, και αναπαράγουν τον Νεοφιλελεύθερο στρουθοκαμηλισμό. Έπειτα, η Ιρλανδία δεν αντιστάθηκε απέναντι στα μέτρα λιτότητας; Απεναντίας, στο πρόσφατο δημοψήφισμα το 60,3% τάχθηκε υπέρ των περικοπών. Και γιατί η Ευρώπη δεν μιλά με σκληρή γλώσσα απέναντι στους Ιρλανδούς που καταψήφισαν την συνθήκη της Λισσαβώνας και αναγκάστηκαν έπειτα να ξαναψηφίσουν προκειμένου να υπερισχύσει το «ΝΑΙ»; Για τον πάρα πολύ απλό λόγο πως η Ιρλανδία ανήκει στον Βορρά, κάτι που για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνει ότι η κρίση είναι και πολιτισμική.

Συγγραφή: Efor, Michael Th, Ian Delta


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-aNs

Για τις επερχόμενες εκλογές, τη δανειακή σύμβαση και τους ωμούς εκβιασμούς των ελίτ

Σημείωση: τα οικονομικά στοιχεία στα οποία γίνεται αναφορά ήταν αυτά κατά το χρόνο σύνταξης του άρθρου. Ήδη ως προς την ανεργία, την ύφεση και το χρέος, ανακοινώθηκαν νεότερα στοιχεία τα οποία αναφέρονται συνοπτικά εδώ.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης σε συνέντευξή του το 1993 είχε πει:

Παρακολουθούμε τον θρίαμβο ενός φαντασιακού, του καπιταλιστικού φαντασιακού – «φιλελεύθερου» – και τη σχεδόν εξαφάνιση της άλλης μεγάλης φαντασιακής σημασίας της σύγχρονης εποχής, του προτάγματος της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Επιφανειακά αυτό μεταφράζεται, από την αρχή της δεκαετίας του ’80, στη νίκη της λεγόμενης «νεο-φιλελεύθερης» αντεπίθεσης – υλοποιημένης από τις πολιτικές Θάτσερ-Ρέηγκαν – αντεπίθεση η οποία επέβαλλε πράγματα που προηγουμένως φαίνονταν αδιανόητα. Καθαρή και απλή περικοπή των πραγματικών μισθών και καμιά φορά ακόμη και των ονομαστικών, για παράδειγμα· ή ακόμη τα επίπεδα ανεργίας, για τα οποία εγώ ο ίδιος είχα σκεφθεί και γράψει το 1960, ότι είχαν γίνει αδύνατα διότι θα προκαλούσαν μια κοινωνική έκρηξη.

Το παραπάνω απόσπασμα που είναι μέχρι σήμερα επίκαιρο, μας δίνει την ευκαιρία – δεδομένης και της ελληνικής πολιτικής επικαιρότητας – να μιλήσουμε πλέον για τον εντελώς ανορθολογικό χαρακτήρα των δανειακών συμβάσεων και των Μνημονίων και κυρίως της δεύτερης δανειακής σύμβασης.

Αφού το δίλημμα που τίθεται εκβιαστικά εν όψει και των επερχόμενων εκλογών από το ευρωπαϊκό και εγχώριο νεοφιλελεύθερο μπλοκ είναι «τήρηση των συμπεφωνημένων ή έξοδος από την ευρωζώνη και την Ε.Ε.» κι εμείς θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι το δίλημμα αυτό είναι μια τεραστίου μεγέθους πολιτική απάτη.

Η εκ μέρους μας απόρριψη του Οικονομισμού, ο οποίος κυριαρχεί στις σύγχρονες κοινωνίες, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε με οικονομικούς όρους! Το αντίθετο: η απόρριψη αυτή εδράζεται κυρίως στην κατανόηση της ανορθολογικότητας του σύγχρονου καπιταλισμού. Κατανοώντας το νεοφιλελεύθερο δόγμα, δικαιούμαστε να απορρίπτουμε τον Οικονομισμό και να επιμένουμε πως η λύση πρέπει ν’ αναζητηθεί εκτός της οικονομικής σφαίρας• να επιμένουμε πως η λύση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική.

Πριν περάσουμε στην συγκεκριμένη ανάλυση, αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι δεν πιστεύουμε ούτε στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και τον κοινοβουλευτισμό, ούτε θεωρούμε ότι μπορεί να δοθεί πραγματική λύση μέσω των εκλογών – απόψεις που έχουμε εκφράσει σε πρόσφατη ανάρτησή μας . Για τους λόγους αυτούς άλλωστε, θεωρούμε πως πρέπει να εξηγήσουμε γιατί το προαναφερόμενο δίλημμα που τίθεται από τις πολιτικές δυνάμεις (κυρίως από αυτές που χαρακτηρίζονται ως «μνημονιακές») στις επερχόμενες εκλογές του Ιουνίου είναι ψεύτικο. Το δίλημμα δεν είναι αν θα επικρατήσει στις εκλογές ένα φιλοευρωπαϊκό μέτωπο ή το αντίθετο. Το πραγματικό δίλημμα είναι εάν με τα σημερινά δεδομένα έχουμε ελπίδες επιβίωσης ή όχι• αν ο δρόμος που ακολουθούμε έχει μια πιθανή διέξοδο ή αν οδηγεί απευθείας στο νεκροταφείο.

Σχετικά με τη νέα δανειακή σύμβαση 

Η νέα δανειακή σύμβαση αποτελεί τον τελευταίο κρίκο – μέχρι σήμερα τουλάχιστον – μιας αλυσίδας που άρχισε τον Μάιο του 2010 με την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου και συνεχίστηκε τον Ιούλιο 2010 με την αλλαγή του ασφαλιστικού, τον Αύγουστο 2010 με την 1η επικαιροποίηση, το Νοέμβριο 2010 με την 2η επικαιροποίηση και τον Φεβρουάριο 2011 με την 3η επικαιροποίηση του Μνημονίου, με τις περικοπές των μισθών και συντάξεων που συντελέστηκαν τον Μάρτιο 2011, με την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου και των εφαρμοστικών του νόμων τον Ιούνιο 2011 (παρά τη γενικευμένη λαϊκή οργή και αντίσταση), με την επιβολή της εισφοράς αλληλεγγύης και του ενιαίου μισθολογίου στο Δημόσιο τον Αύγουστο του 2011 και με την συμφωνία για το «κούρεμα» του χρέους, τις ιδιωτικοποιήσεις, την δραματική μείωση του αφορολόγητου ορίου και το χαράτσι που επιβλήθηκε στα ακίνητα μέσω των λογαριασμών της Δ.Ε.Η. τον Οκτώβριο του 2011.

Τα νέα μέτρα που εξαγγέλθηκαν τον Φεβρουάριο 2012 – μέτρα που πρέπει να ληφθούν τον επόμενο μήνα (Ιούνιο 2012) και που ανέρχονται στο ύψος των 11 και πλέον δισεκατομμυρίων ευρώ, είναι τόσο δυσβάσταχτα και εξοντωτικά ώστε να μπορεί να ειπωθεί πως η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του πρώτης και της δεύτερης δανειακής σύμβασης και των αντίστοιχων Μνημονίων δεν είναι μόνο ποιοτική αλλά καθίσταται πια ποιοτική (εξαιρουμένης της υπαγωγής των διαφορών στο αγγλικό δίκαιο που ίσχυε εξ αρχής).

Τα κυριότερα σημεία της νέας δανειακής σύμβασης είναι τα εξής:

1.Κλείσιμο φορέων και απολύσεις στο Δημόσιο (15.000 εντός του 2012 και 150.000 έως το τέλος του 2015) – στόχος που αν επιτευχθεί θα καταστήσει το ελληνικό δημόσιο το μικρότερο της Ε.Ε. των 27 και ένα από τα μικρότερα παγκοσμίως. Ήδη προς κρίσης και παρά το μπαράζ παραπληροφόρησης από τα ΜΜΕ, οι δημόσιοι υπάλληλοι αντιστοιχούσαν στο 15 % του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης ήταν στο16,5 %, ενώ το κόστος του ελληνικού κράτους έφτανε στο 17,3  % του ΑΕΠ με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στο 21,8 %. Μάλιστα, μετά το κύμα συνταξιοδοτήσεων και το πάγωμα των προσλήψεων, οι 768.000 δημόσιοι υπάλληλοι του Ιουλίου 2010 μειώθηκαν σε 650.000.

Ας σημειωθεί εδώ ότι με την απογραφή των δημοσίων υπαλλήλων, συνυπολογίστηκαν ως τέτοιοι και όσοι μισθοδοτούνται ευκαιριακά από το δημόσιο, αφού συνδέονται με αυτό με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου (π.χ. ετήσιες συμβάσεις μίσθωσης έργου σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οποίες βέβαια, κατά κανόνα, δεν πρόκειται να ανανεωθούν). Μάλιστα η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων παραχωρήθηκε, επ’ αμοιβή, σε Γάλλους ειδικούς – γεγονός που καταδεικνύει και τις αποικιακές διαστάσεις που χαρακτηρίζουν τα νέα μέτρα.

2.Μείωση κατά 22 % του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα και 32 % στους νέους κάτω των 25 ετών. Δηλαδή ο κατώτατος μισθός έφτασε σήμερα τα 586 € μικτά (494 καθαρά) και τα 480 € μικτά (430 καθαρά) αντίστοιχα.

Οι μειώσεις αυτές συμπαρασύρουν όλα τα κλιμάκια της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όπως επίσης συμπαρασύρουν και διάφορα επιδόματα όπως το οικογενειακό, το επίδομα λοχείας και το επίδομα ανεργίας που έφτασε τα 323 € καθαρά.

Η αντίθετη επιχειρηματολογία, ότι με τη λήψη των προαναφερόμενων μέτρων τάχα σώθηκε ο 13ος και ο 14ος μισθός απευθύνεται σε ανόητους. Αρκεί να γίνει αντιληπτό ότι οι προαναφερόμενες περικοπές αντιστοιχούν σε 2,8 μισθούς, οι οποίοι, αν προστεθούν στους 2 που είχαν ήδη κοπεί, φτάνουν στους 4,8 μισθούς – χωρίς μάλιστα να υπολογιστούν τα χαράτσια και ο πληθωρισμός που το 2011 έκλεισε στο 3,1 %…. Η συνολική απώλεια ξεπερνά το 40 % του συνολικού εισοδήματος των εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας οι οποίοι, στην Ελλάδα, ήταν ήδη, προ κρίσης, οι φτωχότεροι της Ευρωζώνης με μοναδική εξαίρεση τους Πορτογάλους.

Το επιχείρημα ότι, ακόμη κι έτσι οι ελληνικοί μισθοί παραμένουν υψηλότεροι των πορτογαλικών και των βαλκανικών χωρών είναι επίσης σαθρό αφού ο ελληνικός πληθωρισμός και το επίπεδο τιμών στην Ελλάδα δεν συγκρίνεται με τα αντίστοιχα των χωρών αυτών. Όσοι δε, περιμένουν να πέσουν οι τιμές, θα περιμένουν πολύ αφού σχεδόν το 70 % των καταναλωτικών αγαθών είναι εισαγόμενα, όπως εισαγόμενο είναι και πολύ μεγάλο μέρος των πρώτων υλών των εδώ παραγόμενων προϊόντων.

3.Ειδικά μισθολόγια μειωμένα κατά 20 % που αφορούν τους ένστολους και τις ΔΕΚΟ. Το γεγονός ότι πάνω στην απελπισία τους, οι ελίτ χτυπούν ακόμα και την εργατική αριστοκρατία και τις δυνάμεις καταστολής που τόσες φορές τις έβγαλαν ασπροπρόσωπες, ασκώντας ωμή βία κατά της κοινωνίας, είναι πραγματικά ενδιαφέρον…!

4.Ενιαίο ταμείο για τις επικουρικές συντάξεις με μείωση 10 % έως τα 250 €, 15 % έως τα 300 € και 20 % άνω των 300 €. Επίσης, μείωση 12 % σε όλες τις κύριες συντάξεις άνω των 1.300 €, 7 % στις συντάξεις του ΝΑΤ και 20 % στις συντάξεις των «ευγενών» ταμείων.

5.Συμπληρωματικός προϋπολογισμός που προβλέπει αύξηση των εσόδων κατά 2 δισ. € (52,2 από 50,2) και μείωση εξόδων κατά 2,3 δισ. € (69,5 από 72,8) με περικοπή φαρμακευτικής δαπάνης (1,1 δισ.), συντάξεων (400 εκ.), δημοσίων επενδύσεων (400 εκ.),  λειτουργικών δαπανών οργανισμών (200 εκ.), πολυτεκνικού επιδόματος (40 εκ.), γεωργικών επιδοτήσεων κλπ.

6.Μείωση μισθών, απολύσεις και κατάργηση μονιμότητας σε ΔΕΚΟ και τράπεζες που ελέγχονται από το Δημόσιο, ενώ έρχεται και η γενικευμένη άρση μονιμότητας με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2013 που έχει ήδη εξαγγελθεί.

7.Μείωση εργοδοτικών εισφορών κατά 5 %. Πρόκειται για το λεγόμενο μη μισθολογικό κόστος το οποίο η ΓΣΕΕ δέχτηκε να συζητήσει…. Η μείωση αυτή βυθίζει ακόμα περισσότερο τα ήδη βυθισμένα ασφαλιστικά ταμεία και κάνει βέβαιο το άνοιγμα ενός νέου, ακόμα πιο επαχθούς, ασφαλιστικού τον Ιούνιο, αφού τα ταμεία χάνουν 6,5 δισ. € από την εκτόξευση της ανεργίας, 8 δισ. € από την εισφοροδιαφυγή, 2,2 δισ. € από τη μείωση του κατώτατου μισθού και 17,5 δισ. € από το κούρεμα, δηλαδή σύνολο 34,2 δισ. €.

8.Πλήρης απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων με 20 από αυτά σε πρώτη φάση. Οι συνέπειες του εν λόγω μέτρου είναι η προλεταριοποίηση μιας σειράς ελεύθερων επαγγελματιών (κυρίως επιστημόνων αλλά και άλλων) οι οποίοι πλέον θα πρέπει να αναζητήσουν εργασία ως «συνεργάτες» (δηλαδή χωρίς καν σχέση εξαρτημένης εργασίας) σε όσους κεφαλαιούχους και εταιρείες λυμαίνονται τους αντίστοιχους χώρους.

9.Διάλυση του εργατικού δικαίου με κατάργηση κλαδικών συμβάσεων, μείωση της μετενέργειας από 6 σε 3 μήνες, κατάργηση του δικαιώματος των εργαζομένων να προσφεύγουν μονομερώς στην διαιτησία – θεσμός που αποτελούσε ένα στοιχειώδες δίχτυ ασφαλείας γι’ αυτούς. Επίσης, η διαιτησία περιορίζεται σε διαφορές που αφορούν μόνο τον κύριο μισθό και όχι επιδόματα ή εργασιακά.

10.Αύξηση 25 % των αντικειμενικών αξιών τον Ιούνιο 2012, η οποία αύξηση θα επιφέρει ανάλογη αύξηση των χαρατσιών, καθιστώντας κατ’ αυτό τον τρόπο την ακίνητη περιουσία ως τη βαρύτερη φορολογούμενη στην Ευρώπη καθώς είναι ήδη ιδιαίτερα επιβαρημένη  με πληθώρα φόρων και τελών. Ταυτόχρονα θα συμπαρασύρει και τα μισθώματα (ενοίκια) την στιγμή μάλιστα που η νομοθεσία για τις εξώσεις απλοποιήθηκε: ας μην εκπλαγεί κανείς αν τους επόμενους μήνες οι άστεγοι πολλαπλασιαστούν απότομα.

11.Ιδιωτικοποιήσεις ύψους 19 δισ. € (από 50 που ήταν ο αρχικός στόχος). Η μείωση αυτή δεν σημαίνει τόσο ότι θα ξεπουληθεί λιγότερη δημόσια (στην πραγματικότητα: κοινωνική) περιουσία αλλά απλώς ότι θα ξεπουληθεί φθηνότερα.

12.Εντατική προσπάθεια είσπραξης όλων των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο – μέτρο που δεν θα πλήξει τόσο τους φοροφυγάδες όσος το πλήθος των οφειλετών που πραγματικά βρίσκεται σε αδυναμία πληρωμής φόρων και εισφορών αφού έχουν γονατίσει από την ύφεση και την ανεργία, καθώς επίσης και από την τακτική του Δημοσίου που προχωρεί σε συμψηφισμό χρεών του προς ιδιώτες με χρέη ιδιωτών προς το κράτος, μόνο στην περίπτωση που ο συμψηφισμός δεν το ζημιώνει.

13.Υπαγωγή της δανειακής σύμβασης στο αγγλικό δίκαιο. Η νομική αυτή ρήτρα ουσιαστικά σημαίνει παραίτηση της χώρας από την ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας (αρχή που καθιερώνεται από το δημόσιο διεθνές δίκαιο), ενώ ανοίγει το δρόμο για την κατάσχεση ακόμη και ακατάσχετων στοιχείων του κοινωνικού πλούτου, η οποία διαδικασία (κατάσχεσης) υπάγεται πλέον στην αρμοδιότητα των διεθνών και όχι των ελληνικών δικαστηρίων. Ταυτόχρονα, δεσμεύονται τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας και τα αποθέματα χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ δεν προβλέπεται η δυνατότητα συμψηφισμού του ελληνικού χρέους με τυχόν ελληνικές ανταπαιτήσεις (όπως π.χ. γερμανικές, πολεμικές αποζημιώσεις).

Σύμφωνα μάλιστα με το αγγλικό δίκαιο – το οποίο είναι δίκαιο αποικιακού τύπου αφού διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο τον 19ο αιώνα – καθιερώνεται ακόμα και το δικαίωμα σύλληψης αξιωματούχων του ελληνικού κράτους σε περίπτωση που επισκεφτούν πιστώτρια χώρα στην περίπτωση που το ελληνικό χρέος δεν αποπληρώνεται κατά τα συμφωνηθέντα.

14.Δημιουργία ειδικού λογαριασμού στον οποίο θα δεσμεύονται όλα τα χρήματα του δανείου προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα – αν όχι κατ’ αποκλειστικότητα – για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων. Συνεπώς οι ισχυρισμοί πως δήθεν «θα πέσει χρήμα στην πραγματική οικονομία» είναι εντελώς ανυπόστατοι, όπως εντελώς ψεύτικος αποδεικνύεται και ο ισχυρισμός ότι «αν δεν παίρναμε το δάνειο το κράτος δεν θα μπορούσε να πληρώσει μισθούς και συντάξεις» δεδομένου ότι τα χρήματα αυτά, έτσι κι αλλιώς, δεν προορίζονται για καταβολή μισθών και συντάξεων. Συγκεκριμένα το 91,5 % των ποσών αυτών προορίζεται για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων και το 8,5 % για λειτουργικά έξοδα του ελληνικού κράτους (όχι μισθούς και συντάξεις) – ποσοστό που από το β’ εξάμηνο του 2012 ή από το 2013 θα εκμηδενιστεί ώστε το 100 % να εξυπηρετεί την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων).

15.Τέλος, είναι υπό συζήτηση : α) η μείωση του εφάπαξ κατά 30 % (σχεδόν βέβαιο) ενώ το 70 % που απομένει, θα καταβάλλεται κατά 40 % προκαταβολικά και το υπόλοιπο σε 5-10 δόσεις εντός πενταετίας και β) η επιβολή ενιαίου ΦΠΑ μεταξύ 19-21 %. Αν αυτό συμβεί θα σημειωθεί εκρηκτική άνοδος του πληθωρισμού αφού όλα τα βασικά είδη διαβίωσης θα αυξηθούν από 13 % που είναι σήμερα, στο νέο ενιαίο μεγαλύτερο συντελεστή, ενώ τα είδη και οι υπηρεσίες που θα πέσουν από τον σημερινό υψηλό συντελεστή του 23 % είναι και πολύ λιγότερα και όχι ζωτικής σημασίας.

Αναφορικά με τον πληθωρισμό αξίζει να αναφερθεί ότι είναι η μόνη συνισταμένη του Μνημονίου που δεν γίνεται σεβαστή… ενώ αποδεικνύεται και τεράστιο ψέμα η υπόσχεση ότι «η πτώση μισθών θα επιφέρει τιθάσευση του πληθωρισμού». Μόνο στον ιδιωτικό τομέα το μισθολογικό κόστος έπεσε πέρσι κατά 9,2 % αλλά ο πληθωρισμός βρίσκεται σταθερά άνω του 3 %!

Γιατί έγινε η νέα δανειακή σύμβαση (ή γιατί λένε ότι έγινε)

Α. Υποτίθεται ότι η νέα δανειακή σύμβαση έγινε για να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία. Όμως η άτακτη χρεοκοπία είναι αδύνατο να αποφευχθεί – αντίθετα μάλιστα θα έρθει πολύ σύντομα. Ήδη υπάρχει ελεγχόμενη χρεοκοπία η οποία συνίσταται στην εσωτερική υποτίμηση και την ουσιαστική στάση πληρωμών του Ελληνικού Δημοσίου στο εσωτερικό της χώρας, καθώς ούτε φόροι επιστρέφονται, ούτε προμηθευτές πληρώνονται, ούτε καν εκτελούνται τελεσίδικες αποφάσεις που επιδικάζουν σε πολίτες χρηματικά ποσά σε βάρος του Δημοσίου.

Η απόλυτη χρεοκοπία θα έρθει όταν οι γαλλογερμανικές τράπεζες που κρατούν το 40 % του ελληνικού χρέους ξεφορτωθούν τα τοξικά ελληνικά ομόλογα. Ήδη υπολογίζεται ότι έχουν απαλλαγεί από περισσότερα των 45 δισ. €. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που η ενδοτικότητα των κυβερνήσεων ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Λ. Παπαδήμου μπορεί να χαρακτηριστεί «εγκληματική», αφού σύντομα, μια ελληνική χρεοκοπία θα έχει πολύ μικρότερες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία από ό,τι πριν την συμφωνία του Οκτωβρίου 2011, το Μεσοπρόθεσμο και βέβαια την υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο.

Β. Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι η νέα δανειακή σύμβαση έγινε για να καλύψει τις αστοχίες του 1ου Μνημονίου – αυτές που οι πάντες προέβλεπαν λόγω της υφεσιακής μορφής όλων των μέτρων του. Τα νέα όμως μέτρα είναι ακόμα πιο υφεσιακά, ακόμα πιο αναποτελεσματικά, ανεδαφικά και ανορθολογικά ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους από τα προηγούμενα, αφού είναι βέβαιο ότι θα φέρουν αύξηση της ανεργίας και της ύφεσης σε παγκοσμίως πρωτοφανή επίπεδα.

Γ. Τρίτο επιχείρημα είναι ότι η νέα δανειακή σύμβαση έγινε για να «αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας». Αυτό βέβαια είναι ανέφικτο όσο υπάρχει ένα τόσο σκληρό νόμισμα όπως το ευρώ (ίσο με 1,3 του δολαρίου), το οποίο κυριολεκτικά διαλύει τις εξαγωγές της Ελλάδας και κάνει βαριά ελλειμματικό το ισοζύγιο του εξωτερικού εμπορίου. Μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί: Μέσα στο ευρώ δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της χώρας, όποια μέτρα κι αν ληφθούν.

Γενικά και παρά τον καταιγισμό της προπαγάνδας των ελίτ και των κυρίαρχων στρωμάτων, η ένταξη της χώρας στην Ε.Ε. δεν ενίσχυσε την οικονομική της θέση, ειδικά μετά το Μάαστριχτ (1992) και την ΟΝΕ (2002). Για παράδειγμα, το 1973, οι εξαγωγές ισοδυναμούσαν με το 38,4 % των εισαγωγών. Ακολούθησε μια συνεχής βελτίωση που κορυφώθηκε το 1987 με το ποσοστό να φτάνει το 52,9 %, για ν’ αρχίσουν να πέφτουν μετά, φτάνοντας το 2008 στο ιστορικό χαμηλό του 30,2%.

Ίδια εικόνα συνεχούς επιδείνωσης παρουσιάζει και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που από ελαφρώς ελλειμματικό το 1994 (4,3 % του ΑΕΠ), έφτασε το 2008 στα όρια της κατάρρευσης (13 % του ΑΕΠ). Αυτή ακριβώς η επιδείνωση είναι που οδήγησε στην εκτόξευση του δανεισμού, ο οποίος μόνο την περίοδο 1999-2008 αυξήθηκε κατά 144,3 δισ. €.

Επίσης, επειδή πολλοί λένε ότι η Ε.Ε. μας βοήθησε με τα πακέτα στήριξης, αξίζει να ειπωθεί ότι στην περίοδο 1999-2008 αυτά ανήλθαν στα 40,4 δισ. € ενώ οι εισαγωγές κοινοτικών προϊόντων στην χώρα στα 239,3 δισ. €, ήταν δηλαδή εξαπλάσιες. Οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις λοιπόν, στην πραγματικότητα επιδότησαν κατά ένα μέρος τις αγορές ευρωπαϊκών προϊόντων από τους Έλληνες καταναλωτές.

Δ. Για να γίνει το «κούρεμα του χρέους» με την ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων (το λεγόμενο PSI που οι πάσης φύσεως οικονομικοί αναλυτές πρόφεραν με ανείπωτη λαγνεία…), από το οποίο υποτίθεται ότι θα γλιτώναμε 107 δισ. € και να πάρουμε το νέο δάνειο των 130 δισ. €.

Όμως τα πράγματα με το «κούρεμα του χρέους» δεν είναι όπως τα λένε: Πρέπει να γίνει σαφές ότι από το συνολικό χρέος των 360 δισ. € (χρέος πριν το κούρεμα – σήμερα, σύμφωνα με πολύ πρόσφατες εκτιμήσεις, ανέρχεται σε 395 δισ. €…) , εξαιρέθηκαν του κουρέματος τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ, ύψους 60 δισ. €, τα είδη εκταμιευμένα δάνεια της τρόϊκας (84,5 δισ. €), τα ομόλογα που λήγουν μετά το 2020 (45 δισ. €), τα βραχύβια έντοκα γραμμάτια του δημοσίου (15 δισ. €) και παλαιά δάνεια ιδιωτών (20 δισ. €). Σύνολο 224,5 δισ. €. Από τα 135,5 που απομένουν (ήδη 170,5) τα 55 βρίσκονται στα χέρια ελληνικών τραπεζών και τα 25 σε ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία (σύνολο 80 δισ. €). Αυτά «κουρεύτηκαν» τελικά σε ποσοστό 53,5 % της ονομαστικής τους αξίας ή 70 % της καθαρής παρούσας αξίας τους (38,5 δισ. € οι τράπεζες και 17,5 δισ. € τα ταμεία). Δηλαδή η ελληνική συμμετοχή στο κούρεμα είναι περίπου 56 δισ. € και συνεπώς η ξένη 107 – 56 – 6,5 (ομόλογα που δεν υπήχθησαν στο κούρεμα) = 49,5 δισ. € που σημαίνει περίπου ποσοστό 13,75% του συνολικού χρέους.

Αυτό είναι το πραγματικό κέρδος της χώρας από το «κούρεμα» αφού τα υπόλοιπα μπορεί να τα γλιτώνει το κράτος αλλά αφαιρούνται από την ελληνική οικονομία και ειδικά αυτά που αφορούν τα ασφαλιστικά ταμεία. Αλλά και τα ποσά που χάνουν οι ξένοι πιστωτές θα τα πάρουν σχεδόν όλα πίσω με την πτώση των τιμών στην πώληση κρατικών επιχειρήσεων που ιδιωτικοποιούνται και οι οποίες θα καταλήξουν στα χέρια τους. Αν μάλιστα τα χρήματα του δανείου δεσμευτούν τελικά σε ειδικό λογαριασμό, το κέρδος για τον λαό είναι μηδαμινό και σε καμία περίπτωση δεν αξίζει τόσες θυσίες.

Συνεπώς το «κούρεμα του χρέους» ήταν μια κολοσσιαία απάτη. Υποτίθεται ότι έγινε για την βιωσιμότητα του χρέους το οποίο «αν όλα πάνε καλά» θα βρίσκεται το 2020 στο 120 % του ΑΕΠ, όσο δηλαδή ήταν το 2009 (μάλιστα, εκ των υστέρων, ο Σόϊμπλε μίλησε για ποσοστό 129 %, η ΕΚΤ για 136 % και το ΔΝΤ για 160 % αν δεν υπάρξει ανάσχεση της ύφεσης, που φυσικά και δεν θα υπάρξει), ενώ ο λαός θα έχει υποστεί μια πραγματική κοινωνική γενοκτονία για πάνω από 10 χρόνια.

Στην Αργεντινή το κούρεμα του χρέους αφορούσε 30 % τους ντόπιους κατόχους ομολόγων, 50 % τους ξένους πιστωτές και 70 % τα κερδοσκοπικά κεφάλαια. Η ελληνική κυβέρνηση κούρεψε την ελληνική οικονομία απεμπολώντας κυριαρχικά της δικαιώματα και εξαθλιώνοντας ολόκληρη την κοινωνία μόνο και μόνο για να μην χάσουν οι ξένοι τοκογλύφοι.

Ακόμα και με βάση τα καπιταλιστικά συναλλακτικά ήθη της ελεύθερης αγοράς, όποιος αναλαμβάνει τεράστια ρίσκα χρηματοδοτώντας διεφθαρμένες και ανίκανες κυβερνήσεις, πρέπει, αν το ρίσκο δεν «του βγει» να χάσει τα λεφτά του. Όμως τώρα οι τράπεζες, οι οποίες τον καιρό της ανάπτυξης έβγαλαν τεράστια κέρδη, σώζονται με κρατικό χρήμα. Ειδικά όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες η κοροϊδία είναι απροκάλυπτη, αφού από το κούρεμα έχασαν περί τα 8,5 δισ. €  αλλά παίρνουν για ανακεφαλαιοποίηση 30 – 50 δισ. €, ενώ μάλιστα είχαν ήδη πάρει από την αρχή του 2009 (κυβέρνηση Κ. Καραμανλή) 40 δισ. €  σε ρευστό και 80 δισ. €  σε εγγυήσεις του Δημοσίου, χωρίς να ρίξουν δεκάρα τσακιστή στην πραγματική οικονομία και μάλιστα παραχωρώντας στο Δημόσιο κοινές μετοχές χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί και το εξής: με το κούρεμα του ελληνικού χρέους, πιστωτές της Ελλάδας κατέστησαν πια τα υπόλοιπα κράτη που δάνεισαν και δεν είναι πλέον πιστωτές της οι πάσης φύσεως ιδιώτες κερδοσκόποι, οι τράπεζες, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κλπ. Άμεση συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι ότι το οικονομικό βάρος μετακυλύεται στους φορολογούμενους των χωρών αυτών προς όφελος βέβαια των Τραπεζών τους που συνεχίζουν να κερδοσκοπούν, ενώ η διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας αποδυναμώνεται αφού απέναντί της έχει πια δανειστές-κράτη και όχι τυχάρπαστους ιδιώτες.

Συνέπειες της νέας δανειακής σύμβασης

α) Ύφεση. Για 5η συνεχόμενη χρονιά ή χώρα θα βυθιστεί στην ύφεση (2008: 0,2 %, 2009: 3,2 %, 2010: 3,5 %, 2011: 6,8 %) η οποία για το 2012 υπολογιζόταν στο 4,4% όταν βάσει του Προϋπολογισμού είχε εκτιμηθεί στο 2,8 %, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2012 ανήλθε τελικά σε 6,2 %… Συνεπώς, αθροιστικά η ύφεση θα ξεπεράσει, σε κάθε περίπτωση, το 17 % προσεγγίζοντας ίσως ακόμα και το 19 % (13,5 % έως το 2011). Πρόκειται για την μεγαλύτερη ύφεση στην μεταπολεμική Ευρώπη με εξαίρεση το 44 % της Ρωσίας την περίοδο 1991-2002, η οποία όμως δημιουργήθηκε σε 12 και όχι σε 5 χρόνια ενώ ούτε πραγματική ήταν λόγω της απίστευτης ανάπτυξης της παραοικονομίας που υπήρχε εκεί και η οποία δεν μπορεί να συνυπολογιστεί από τις στατιστικές.

β) Ανεργία. Η επίσημη ανεργία είναι σήμερα στο 21, 7 % (1.070.724), ενώ η πραγματική πρέπει να αγγίζει το 23,5 % (1.200.000 περίπου). Αν υπολογιστεί ότι διεθνώς θεωρείται ότι κάθε άνεργος κουβαλάει 1,8 άτομα, έχουμε περί τα 3,3 εκατομμύρια άτομα κάτω από το όριο της φτώχειας. Υπενθυμίζεται ότι το ρεκόρ ανεργίας της χώρας είναι το 25,9 % της άνοιξης του 1961, όταν και άρχισε το τεράστιο μεταναστευτικό κύμα που οδήγησε 1.250.000 Έλληνες πολίτες στο εξωτερικό.

Με τα δεδομένα αυτά, η εξέλιξη της ανεργίας μπορεί να  γίνει ανεξέλεγκτη, παύοντας να έχει γραμμική αλλά σταθερή αύξηση και κάνοντας ένα άλμα προς τα πάνω. Αυτό μπορεί να συμβεί από την στιγμή που το μικροεμπόριο, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μικρές επιχειρήσεις που φυτοζωούν, κλείσουν γονατίζοντας από την πτώση των εσόδων και τους φόρους. Το όριο μιας τέτοιας κατάστασης τοποθετείται κάπου ανάμεσα στο 15 – 17 % του συνολικού πληθυσμού (όχι του ενεργού), δηλαδή, στην περίπτωσή μας κάπου στο 1,7 εκ. Η ελληνική οικονομία ως οικονομία σχετικά μικρής κλίμακας είναι αδύνατο να αντέξει την πρωτοφανή επέλαση της φτώχειας που θα συμπαρασύρει την κατανάλωση, τα φορολογικά έσοδα, τα ασφαλιστικά ταμεία και, τέλος, και το ίδιο το τραπεζικό σύστημα. Το τελευταίο μάλιστα, ήδη άρχισε να κλυδωνίζεται παρά την τεράστια κρατική βοήθεια. Είναι π.χ. ενδεικτικό ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 10,8 % τον Δεκέμβριο του 2008, έφτασαν το 13,3 % τον Σεπτέμβριο του 2011 και το 14,5 % τον Ιανουάριο του 2012.

γ) Διάλυση του εργατικού δικαίου και των εργατικών κατακτήσεων 6 δεκαετιών.

δ) Μαρτυρική καθημερινότητα που θα εκφραστεί σε εκατομμύρια μικρές ατομικές και οικογενειακές τραγωδίες, ραγδαία αυξανόμενες με το πέρασμα του χρόνου και το βάθεμα της κρίσης.

ε) Τελική διόγκωση του χρέους για τη αποφυγή της οποίας υποτίθεται ότι γίνονται όλες οι θυσίες. Ο υφεσιακός χαρακτήρας οδηγεί σε κατάρρευση της συνολικής οικονομίας. Η συνεχής μείωση μισθών και συντάξεων, κοινωνικών δαπανών και δημοσίων επενδύσεων και η επιβολή ολοένα και βαρύτερων φόρων πλήττει τα εισοδήματα της τεράστιας πλειοψηφίας του κόσμου, καταβαραθρώνοντας την κατανάλωση, μειώνοντας τα φορολογικά έσοδα από άμεσους και έμμεσους φόρους, με αποτέλεσμα την νέα μείωση μισθών και συντάξεων και κοινωνικών δαπανών, την επιβολή ακόμη βαρύτερων φόρων κ.ο.κ., βάζοντας την οικονομία σε έναν υφεσιακό φαύλο κύκλο.

Συμπέρασμα

Στην βαθιά ανορθολογικότητα του Νεοφιλελευθερισμού έχουμε αναφερθεί κατ’ επανάληψη, όπως και στο ότι, κατά την άποψή μας ο σύγχρονος καπιταλισμός τύπου καζίνο, ούτε να σωθεί μπορεί με επιστροφή σε αναπτυξιακά μοντέλα κεινσιανικού τύπου, ούτε  λειτουργεί βάσει ενός γενικού μακροπρόθεσμου σχεδίου με καθορισμένους στόχους, αλλά αντίθετα, χαρακτηρίζεται από μια τακτική του «βλέποντας και κάνοντας» και μια λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Επίσης έχουμε κατ’ επανάληψη τοποθετηθεί όσον αφορά τις θεωρίες συνωμοσίας που στις μέρες μας έχουν την τιμητική τους και δεν σκοπεύουμε να επεκταθούμε περαιτέρω.

Η ανάρτηση αυτή σκοπό είχε να καταδείξει τον ψεύτικο δίλημμα που τίθεται εν όψει των εκλογών: «εντός ευρωζώνης και Ε.Ε. τηρώντας τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την δανειακή σύμβαση ή καταστροφή και αφανισμός ;». Το δίλημμα αυτό είναι πέρα για πέρα πλαστό για να μην πούμε κωμικό. Η ολοκληρωτική καταστροφή της ελληνικής κοινωνίας έχει σχεδόν συντελεστεί και θα ολοκληρωθεί σύντομα αν συνεχιστούν οι πολιτικές αυτές που περιγράψαμε παραπάνω.

Η μόνη ελπίδα για την κοινωνία είναι η αλλαγή πλεύσης, μέσα από την ενεργό και διαρκή αντίσταση, την αυτο-οργάνωση, την ανάδειξη νέων προταγμάτων και την πολιτική δράση που θα δημιουργήσει τις συνθήκες για διαρκή κοινωνική επανάσταση.

Υπάρχει ένα μαύρο μπλοκ ανθρώπων που φορούν γραβάτες και ακριβά κοστούμια, (ΠΑ.ΣΟ.Κ., Ν.Δ., Μπακογιάννη, Μάνος, Τζίμερος) πίσω από το οποίο στοιχίζεται όλος ο παγκόσμιος καπιταλισμός, οι ελίτ και τα κυρίαρχα στρώματα. Αυτό το μπλοκ προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία, δίνει έναν λυσσαλέο αγώνα, κινδυνολογώντας και προπαγανδίζοντας μέσω των δικών του ΜΜΕ, χωρίς να διστάζει ούτε να απειλεί, ούτε να προσπαθεί να πανικοβάλει τον κόσμο• χωρίς καν να ντρέπεται να υποστηρίζει ανόητες οικονομίστικες θεωρίες που στην πράξη έχουν αποδειχτεί απόλυτα καταστροφικές.

Υπάρχει και ένα κομμάτι ακροδεξιών συνωμοσιολόγων ή νεοναζί που είναι γέννημα της αδιέξοδης πολιτικής τους και της πλήρους επικράτησης ενός φαντασιακού που πια όχι μόνο δεν φουσκώνει τα μυαλά με πλαστές επιθυμίες αλλά δεν γεμίζει ούτε το στομάχι.

Όλοι αυτοί, πρέπει να εμποδιστούν από την κοινωνία την ίδια, αν φυσικά υποθέσουμε ότι έχει αποκτήσει συναίσθηση του κινδύνου και αν έχει έστω το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Από την άλλη πλευρά, αν κάποιοι πιστεύουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν μέσω της κοινοβουλευτικής οδού, δεν έχουν παρά να το αποδείξουν.

Εμείς, από την πλευρά μας, και ενόψει των δεύτερων εκλογών, θα επιμείνουμε στα λόγια του Buenaventura Durruti: «Όποιος  ψηφίσει και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση είναι για εμάς  βλαβερός, αλλά το ίδιο βλαβερός είναι και όποιος απόσχει από τις εκλογές  και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση», έχοντας την πεποίθηση πως ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί πρέπει να βάλουμε τέλος σ’ αυτό τον εφιάλτη, προσπαθώντας για την δημιουργία μιας όσο το δυνατόν πιο ελευθεριακής κοινωνίας.

Η λιτότητα, η φτώχεια και η εξαθλίωση, η πολιτική απάθεια ή η (δια)στροφή της πολιτικής σε ολοκληρωτικά ιδεολογήματα μπορούν και πρέπει να εμποδιστούν από όλους εμάς, από την ίδια την κοινωνία. Φαίνεται πως είμαστε μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία να αναδείξουμε το πρόταγμα της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι παρόμοια προβλήματα με τα δικά μας αντιμετωπίζουν οι Ισπανοί, οι Ιταλοί, οι Πορτογάλοι, οι Ιρλανδοί και προσεχώς και πάρα πολλοί άλλοι λαοί.

Τμήμα του κειμένου στα ισπανικά, μέρος πρώτο, μέρος δεύτερο, μέρος τρίτο, μέρος τέταρτο.


Shortlink: http://wp.me/pyR3u-aHy

Ψήφος και αποχή: μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των πραγματικών διλημμάτων

Καθώς βρισκόµαστε στην έναρξη µιας ακόμα προεκλογικής περιόδου, µεγάλο µέρος της κοινωνίας αντιµετωπίζει τις εκλογές σαν ένα µέσο µε το οποίο µπορεί να εκφραστεί, είτε για να δείξει την αντίθεσή του στην πολιτική που ακολουθείται, είτε για ν’ αναδείξει µε την ψήφο του ένα φαινοµενικά καινούριο καθεστώς. Η αναφορά σ’ αυτό το δίπολο «ψήφος δυσαρέσκειας/ψήφος ανοχής», δεν γίνεται τυχαία, αφού στην ελληνική τουλάχιστον κοινοβουλευτική παράδοση και πολιτική ζωή, φαίνεται ν’ αποτελεί τον κανόνα. Άλλωστε, το σύστηµα της αντιπροσωπευτικής, κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για µια ουσιαστική συµµετοχή στην διαµόρφωση της πολιτικής ζωής, αφού ο µόνος τρόπος «έκφρασης» της λαϊκής βούλησης είναι εξ ορισµού περιορισµένος σε ένα κλειστό σύστηµα ερωτήσεων και απαντήσεων που θυµίζει τις «πολλαπλές επιλογές» (multiple choice) των σύγχρονων, µεταµοντέρνων εκπαιδευτικών συστηµάτων. Πολλαπλές µεν, αλλά δοτές εκ των προτέρων. Συνεπώς, ούτε καν πολλαπλές µε την ουσιαστική και βαθιά έννοια του όρου.

Κοιτάζοντας την Ιστορία των ελληνικών εκλογών από την ίδρυση του νεο-ελληνικού Κράτους, θα δούµε εκλογικά συστήµατα που ήταν ευθέως προσανατολισµένα ακριβώς σε τέτοιου είδους δίπολα: π.χ. παλιότερα, κάθε κάλπη ήταν χωρισµένη σε 2 τµήµατα. Το αριστερό ήταν µαύρο και το δεξιό λευκό. Σε κάθε εκλογικό τµήµα υπήρχαν τόσες κάλπες όσες και οι υποψήφιοι και ο κάθε ψηφοφόρος µε την ψήφο του (µαύρη ή λευκή) αποδοκίµαζε ή το αντίθετο, συγκεκριµένο υποψήφιο. Αυτές και άλλες παρόµοιου πνεύµατος εκλογικές τακτικές ή συνήθειες, εξελίχθηκαν στη συνείδηση του λαού σε εκλογικά έθιµα που φαίνεται πως είναι βαθιά ριζωµένα. Στις µέρες µας, ελάχιστοι είναι οι ψηφοφόροι που πιστεύουν ότι ασκώντας το εκλογικό τους δικαίωµα θα διαµορφώσουν µία καινούργια, πολύχρωµη και ουσιαστικά πολυφωνική πολιτική πραγµατικότητα. Αντίθετα, η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων χρησιµοποιεί την ψήφο του είτε τιµωρητικά, είτε θέλοντας να δείξει επιδοκιµασία ή ανοχή στους κυβερνώντες. Η επιλογή του κόµµατος γίνεται µε φανατισµό και οπαδικά κριτήρια και, επί της ουσίας, ο ψηφοφόρος εµφορείται από την επιθυµία του να δηλώσει την δυσαρέσκειά του ή το αντίθετο – γεγονός που φαντάζει µάλλον «φυσιολογικό» από τη στιγµή που κάθε πολιτικό κόµµα πάσχει από παντελή ή ουσιαστική έλλειψη εσωκοµµατικής δηµοκρατίας, δεδοµένου ότι τα προγράµµατα, οι µέθοδοι ουσιαστικής λειτουργίας αλλά ακόµα και τα καταστατικά τους είναι αποτέλεσµα ενός επίσης αντιπροσωπευτικού συστήµατος και όχι προϊόν ελεύθερου και ισότιµου διαλόγου εκ µέρους των µελών. Το αντιπροσωπευτικό σύστηµα είναι το καλύτερο πεδίο για την επικράτηση του ισχυρότερου (οικονοµικά, κοινωνικά, προσωπικά) και δεν αφήνει περιθώρια για µια ουσιαστική, πραγµατική σύνθεση απόψεων κατόπιν συνδιαµόρφωσης πάνω σε βάσεις πολιτικής ισότητας.

Από την άλλη πλευρά, η οικονοµική και πολιτική ελίτ ευελπιστεί πως οι εκλογές θα κατευνάσουν την ολοένα και πιο έντονη λαϊκή οργή, ότι θα λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας και κατά κάποιον τρόπο θα νοµιµοποιήσουν τις πρόσφατες πολιτικές επιλογές (που σηµειωτέον, προκάλεσαν τεράστιες συγκεντρώσεις, απεργίες οι οποίες όµως τελικά δεν κατάφεραν να ιδρώσουν το αυτί των εξουσιαστών, αλλά και άλλες, νέες, µορφές πολιτικής έκφρασης και συµµετοχής, όπως είναι οι λαϊκές συνελεύσεις οι οποίες ως «θεσµοί» και µόνον, αµφισβήτησαν το Αντιπροσωπευτικό σύστηµα στην ουσία του). Συνεπώς, η πολιτική ελίτ θα προσπαθήσει να εκµεταλλευτεί τις επόµενες εθνικές εκλογές προεχόντως ως ένα µέσο κατευνασµού της γενικευµένης δυσαρέσκειας µε το εξής σκεπτικό: «Όλοι όσοι φωνάζετε πως η Δηµοκρατία µας καταλύθηκε, πάρτε τώρα ελεύθερες εκλογές, αισθανθείτε ο “Κυρίαρχος Λαός” και σωπάστε»). Φυσικά, το γεγονός ότι τόσο η Κυβέρνηση ΠΑ.ΣΟ.Κ. από την υπογραφή του πρώτου Μνηµονίου και µετά, όσο και η, ακόµα και µε κοινοβουλευτικούς όρους, νόθα και ανοµιµοποίητη (συν)Κυβέρνηση Παπαδήµου, έχουν λάβει αποφάσεις που έχουν προκαθορίσει την πορεία της χώρας για τις επόµενες δεκαετίες (πορεία που δεν µπορεί ν’ αλλάξει παρά µόνο αν η κοινωνία η ίδια φέρει τα πάνω – κάτω, κινούµενη εκτός των δοτών κανόνων του πολιτικού παιχνιδιού), θα αποσιωπηθεί. ‘Η µάλλον, θα ξεπεραστεί σαν ένα επουσιώδες και άνευ µεγάλης σηµασίας, πολιτικό δεδοµένο.

Έτσι, ο πολίτης, για πρώτη φορά στην ιστορία της εν Ελλάδι κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας, θα έχει τυπικά την δυνατότητα να διαλέξει από µια πληθώρα κοµµάτων και το δικαίωµα να «σταυρώσει» όποιους επιθυµεί από τους εκατοντάδες επίδοξους αντιπροσώπους του (σ’ αυτή την χώρα, ίσως η πιο συχνή ευχή να είναι : «Στης Βουλής τα έδρανα – αχ κι εγώ να έκλανα»). Στην πραγµατικότητα, το µόνο που θα καταφέρει το εκλογικό σώµα, είναι να στείλει ένα ασαφές µήνυµα (σε ποιους αλήθεια;) που θα σχετίζεται µόνο µε µια γνωστή πολιτική θέση: αυτή που εφαρµόζεται αυτή τη στιγµή από τα κόµµατα εξουσίας, είτε συµµαχώντας µε αυτά ή απλώς, αποδοκιµάζοντάς τα στα τυφλά.

Θεωρητικά, σε µια οµαλώς λειτουργούσα κοινοβουλευτική δηµοκρατία, θα έπρεπε όλα τα κόµµατα να καταθέσουν το πλάνο τους για διακυβέρνηση, τις βασικές τους αρχές και το προγραµµατικό τους πλαίσιο. Στην κοινοβουλευτική δηµοκρατία µας όµως, αντιµετωπίζουµε το εξής παράδοξο: Οι πολιτικοί αντίπαλοι είναι ένα Νεοφιλελεύθερο κόµµα που αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλιστικό, ένα συγκεντρωτικό κόµµα που αυτοαποκαλείται Κοµµουνιστικό, ένας θίασος που θυµίζει παράσταση του Κατηχητικού µε θέµα «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια και Ανάπτυξη….» που τιτλοφορείται Νέα Δηµοκρατία, ένα συνοθύλευµα ιδεών χωρίς συνοχή και διάθεση για εύρεση µιας ελάχιστης αλλά σαφούς κοινής συνισταµένης που ονοµάζεται Αριστερά και κάποιες συµµορίες ή µεµονωµένα πρόσωπα µε ιδέες µεγαλείου, που θέλουν να λέγονται πολιτικοί. Ακόµη λοιπόν κι αν συµφωνούσαµε µε το θεσµό της αντιπροσώπευσης, η σηµερινή φάρσα ανύπαρκτων πολιτικών θέσεων που εκφράζονται από ένα τραγικά «φτηνό» πολιτικό προσωπικό, δεν µπορεί να σταθεί ούτε ως αντιπροσωπευτική δηµοκρατία.

Άρνηση συµµετοχής, ρήξη µε τον κοινοβουλευτισµό και προώθηση άµεσης δηµοκρατίας

Πολλοί είναι αυτοί που ορίζουν ένα πολίτευµα ως δηµοκρατικό, µόνο και µόνο από το γεγονός ότι παρέχει στους πολίτες του το δικαίωµα να ψηφίζουν/εκλέγουν κυβερνήσεις οι ίδιοι, και ταυτόχρονα µπορεί να εγγυηθεί κατά κάποιον τρόπο µια στοιχειώδη ελευθερία του λόγου, του τύπου και της συνάθροισης. Στην πραγµατικότητα όµως, η δηµοκρατία είναι κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Το γεγονός και µόνο ότι έχουµε το δικαίωµα να εκλέγουµε κάποιον που θ’ αποφασίζει για εµάς, δεν νοµιµοποιεί ταυτόχρονα και τον χαρακτηρισµό του σηµερινού καζίνου ως δηµοκρατία. Κάποτε ο Ρουσσώ (στο Κοινωνικό Συμβόλαιο) έλεγε ότι οι Άγγλοι γίνονται πολίτες µόνο µια φορά στα τέσσερα χρόνια, όταν καλούνται να ψηφίσουν, να εκλέξουν έναν ηγέτη που τους αντιπροσωπεύει. Αυτή η ηµέρα των εκλογών είναι και η µόνη που οι φωνές τους ακούγονται. Μετά το τέλος όµως της διεξαγωγής των εκλογών, η δουλεία επιστρέφει, κι επιστρέφει διότι κανένας τους δεν µπορεί να παρέµβει ούτε στις αποφάσεις έχουν ληφθεί δημοκρατικά, αλλά ούτε και σ’ αυτές που θα λάβει η κοινοβουλευτική ολιγαρχία. Μένουν, λοιπόν, έρµαια των πολιτικών επιλογών των ολίγων που οι ίδιοι εξέλεξαν, δίχως τη δυνατότητα (αυτο)αναίρεσης και περαιτέρω συμμετοχής. Ωστόσο, βέβαια, και κυρίως µε βάση τα σηµερινά δεδοµένα, ούτε καν αυτή η µέρα των εκλογών δεν µπορεί να χαρακτηριστεί ως µια µέρα πραγµατικής ελευθερίας. Και αυτό διότι οι περισσότερες αποφάσεις κρίνονται µε βάση τις µαθηµατικές/οικονομικές εξισώσεις των αγορών. Ούτε καν από την κοινοβουλευτική ολιγαρχία! Εποµένως, ακόµα και η έννοια της φιλελεύθερης δηµοκρατίας ακούγεται άκυρη και μή αντιπροσωπευτική. Η πραγµατική ονοµασία του σηµερινού µας πολιτεύµατος θα έπρεπε να ονοµάζεται φιλελεύθερη ολιγαρχία, όπως πολύ εύστοχα την αποκαλούσε ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

Εν ολίγοις, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: για ποιόν λόγο να συμμετάσχει κανείς στην εκλογική διαδικασία από την στιγµή που τα πράγµατα δεν καθορίζονται µόνο από τους βουλευτές που εµείς νόµιµα έχουµε εκλέξει αλλά κυρίως από διάφορους µηχανιστικούς µαθηµατικούς/οικονοµικούς διεθνείς παράγοντες που ρυθµίζουν την παγκόσµια οικονοµία; Δεν έχουµε, λοιπόν, ν’ αντιµετωπίσουµε απλά και µόνο µια εκλεγµένη ολιγαρχία, αλλά µια οικονοµική δικτατορία εντός ενός καθεστώτος που για εντελώς τυπικούς και µόνο λόγους, χρησιµοποιεί κάποιες δηµοκρατικές έννοιες, όπως οι εκλογές.

Πολλοί από εµάς σκοπεύουν να ψηφίσουν έτσι ώστε «να µην πάει η ψήφος χαµένη». Ή µε το σκεπτικό πως «από το να βγει κυβέρνηση από µια µικρή µειοψηφία, είναι καλύτερα να ρίξω ψήφο διαµαρτυρίας – να στηρίξω το κόµµα που είναι το λιγότερο κακό ή αυτό που, αν και δεν µε εκφράζει, είναι πάντως “πιο κοντά” σε µένα». Όλες αυτές οι αντιλήψεις αποδεικνύουν περίτρανα τον θλιβερό εγκλωβισµό του  ψηφοφόρου (και ολόκληρου του Κυρίαρχου Λαού…) εντός µιας φυλακής όπου ο  καθένας µπορεί να πει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι αλλά έως την εβδόµη βραδινή – ώρα κατά την οποία το πανηγύρι ελευθερίας και η αυταπάτη περί λαϊκής κυριαρχίας  τελειώνει και ο κόσµος, από προαυλιζόµενος στα εκλογικά κέντρα των υποψηφίων και τα εκλογικά τµήµατα, επαναµετατρέπεται σε έγλειστος και τηλεοπτικο-αυνανιζόµενος. Ποιά δυνατότητα έκφρασης δίνει η σηµερινή (κατ’ επίφαση) δηµοκρατία σ’ αυτόν που διαφωνεί µε το ίδιο το πολιτικό σύστηµα ή ακόµη και µε την αντιπροσωπευτική δηµοκρατία καθαυτή; Ποιά δυνατότητα συµµετοχής στη λήψη αποφάσεων (που ρυθµίζουν την ίδια του τη ζωή) έχει ο πολίτης, πέρα από τη συµβολική ρίψη ενός κωλόχαρτου σε ένα κουτί, κάθε τέσσερα (ή όσα βολεύει το σύστηµα) χρόνια; Οι  εκλογές δεν αποτελούν τίποτε παραπάνω από την ψευδαίσθηση της συµµετοχής, παράλληλα µε την καλλιέργεια της ηθικής της συλλογικής  ευθύνης. «Αφού πρώτο κόµµα ήταν το τάδε, δεν µπορείτε να µιλάτε για σύγχρονη µορφή χούντας, καθώς ο λαός µίλησε».  Ο λαός, λοιπόν, σύµφωνα µε τους υφιστάµενους εξουσιαστικούς θεσµούς, είναι ένα χειραγωγήσιµο αντικείµενο (ούτε καν υποκείµενο) το οποίο, είτε µε την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων, είτε µε την αναγκαστική έκθεσή του σε εκβιαστικά διληµµάτα, έχει τη δυνατότητα να κινηθεί «ελεύθερα» µεν αλλά περιοριζόµενος σε δύο διαστάσεις σαν καρικατούρα ενός ξένου προς αυτόν σχεδιαστή. Ή θα ακολουθήσει τον Χ που θα ακολουθήσει την Α πολιτική, ή θα κρίνει ως καλύτερο τον Ψ που θα ακολουθήσει και αυτός την Α πολιτική.

Υπάρχει,  βέβαια, και µια τρίτη περίπτωση: να συσπειρωθεί κάπου αλλού, π.χ. στην αριστερά, η ίδια όµως κάνει ό,τι µπορεί ώστε να αποφύγει τέτοιες φουρτούνες.  Άλλωστε, η πολιτική της προσωπικότητα δεν είναι αυτόνοµη, αυθύπαρκτη, αλλά ετεροκαθοριζόµενη µε σηµείο αναφοράς το τι δεν θέλει και το πού  διαφωνεί. Ποτέ όµως δεν αυτονοµείται µε βάση το τι επιδιώκει η ίδια και  πώς ακριβώς θα το διεκδικήσει µέχρι να το καταφέρει. Συνεπώς: στον σύγχρονο κοινοβουλευτισµό υπάρχει µία πολιτική µε περισσότερα κόµµατα που την εκφράζουν θετικά και ακόµη κάποια άλλα κόµµατα που την εκφράζουν (αφορίζουν 😉 αρνητικά, κινούµενα όµως πάντα εντός του ίδιου πλαισίου. Οι χορευτές, καλοί ή χειρότεροι, φιγουρατζήδες ή στιλιζαρισµένοι, όλοι πάντως χορεύουν ενσυνείδητα τον ίδιο κύκλιο χορό, κοιτάζοντας βέβαια πάντα προς τα  µέσα και όχι προς την κοινωνία που καλείται να παρακολουθεί χειροκροτώντας ή σιωπηλά.

«Απ’  την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά, αυτό  που  προέχει είναι η αναζήτηση  πελατείας, είναι η εξουσία, το ψέµα, η απάτη και τα φούµαρα. Είναι η  περιφρόνηση του φουκαρά που ρίχνει στα χαµένα την εµπιστοσύνη του στην κάλπη   χωρίς να σκέφτεται τη χολέρα της απογοήτευσης που, καθώς τον οδηγεί εξαγριωµένο στην τυφλή λύσσα, τον προετοιµάζει για τη βαρβαρότητα  του «ο καθένας για πάρτη του» και του «όλοι εναντίον όλων» (Ραούλ Βάνεγκεµ)

Αποχή και άνοδος της ακροδεξιάς ή µή πλειοψηφικών κυβερνήσεων

Ένα από τα βασικότερα ζητήµατα που αφορούν την αποχή, και κάτι που προβληµατίζει αρκετούς, είναι το τί θα µπορούσε ν’ ακολουθήσει αν η πλειοψηφία των απογοητευµένων πολιτών αποφάσιζαν ν’ απέχουν; Κάτι τέτοιο θα έδινε κοινοβουλευτικό αβαντάζ στην ακροδεξιά (αν βέβαια γίνει δεκτό ότι όσοι απέχουν ανήκουν συνήθως σε «προοδευτικούς» πολιτικούς χώρους). Ας φέρουµε εδώ µερικά παραδείγµατα. Στην Βρετανία, το αποτέλεσµα των ευρωεκλογών έδωσε απόλυτο προβάδισµα στο Νεοφιλελεύθερο Δεξιό κόµµα των Tories, ενώ δεύτεροι ήρθαν οι ακροδεξιοί/νεοσυντηρητικοί του Nigel Farrange. Στην τρίτη θέση βρέθηκαν οι κεντρώοι του Labour Party ενώ την έκπληξη έκανε το British National Party, γνωστό για τις νεοφασιστικές του θέσεις (π.χ. δεν δέχεται έγχρωµους στους κύκλους του) που κέρδισε 2 έδρες. Η αποχή όµως ξεπέρασε το 50%. Παροµοίως στην Ισπανία, κερδισµένο στις τελευταίες εκλογές βγήκε το Συντηρητικό/Νεοφιλελεύθερο κόµµα του Ραχόι, µε ποσοστό 39.94% έναντι 28.73% της κεντροαριστεράς παράταξης. Η συγκεκριµένη, όµως, κυβέρνηση πλειοψήφησε στο ποσοστό του 71,69% του εκλογικού σώµατος που συµµετείχε (το 28,31% απείχε της εκλογικής διαδικασίας). Κάτι που σηµαίνει ότι ακόµα και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, ακόµα, δηλαδή, και αν µιλήσουµε µε τη γλώσσα της αρχής της πλειοψηφίας και της αντιπροσώπευσης, έχουµε να κάνουµε µε µια κυβέρνηση που τη νοµιµοποιεί µόλις το 28,6% του πληθυσµού της χώρας (αναγωγή ψήφων 1ου κόµµατος στο σύνολο του εκλογικού σώµατος), κοινώς πρόκειται για µια κυβέρνηση µειοψηφική που όµως κυβερνά. Θα επιτρέψουµε όµως εµείς τη άνοδο της ακροδεξιάς ή θα δώσουµε σε µια κυβέρνηση µειοψηφική τη δυνατότητα να µας εξουσιάζει;

Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήµατα είναι η εξής: 1) Ακόµα και αν η ακροδεξιά κατορθώσει και μπει στη Βουλή, θα είναι αναγκασµένη να πετάξει το προσωπείο του ακραίου και να συµβιβαστεί µε την εκάστοτε νοµοθεσία που διέπει τους κοινοβουλευτικούς θεσµούς. Θα πρέπει δηλαδή να πάψει να είναι ακραία και να µετατραπεί σε ένα ακόµα «αστικοδηµοκρατικό κόµµα». Ας θυµηθούµε το λόγο του Καρατζαφέρη εκτός Βουλής, περί κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης και δηλώσεις ανοιχτής υποστήριξης προς τη χούντα των Συνταγµαταρχών. Η είσοδός του στην Βουλή σήµανε και τη στροφή από την άκρα δεξιά προς µια πιο πολιτικά ορθή νεοσυντηρητική κατεύθυνση. Προφανώς, κάτι παρόµοιο θα µπορούσε να συµβεί και µε άλλα ακροδεξιά κόµµατα. Ή µήπως ακραίες εθνικιστικές φωνές δεν υπάρχουν εντός των µεγάλων κοµµάτων; 2) Οι διαφορές µεταξύ µιας σοσιαλδηµοκρατικής κυβέρνησης και µιας συντηρητικής Νεοφιλελεύθερης είναι, στην πραγµατικότητα, ελάχιστες. Κάτι τέτοιο δεν παρατηρούµε µόνο στην Ελλάδα, όπου οι διαφορές µεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ υπήρξαν µηδαµινές αλλά, πλέον, και οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του Σοσιαλδηµοκρατικού κόµµατος της Γερµανίας, Μάρτιν Σουλτζ, επιβεβαιώνουν το ότι οι εντολές που εκτελούν οι «δηµοκρατικά εκλεγµένες κυβερνήσεις» δεν µπορεί ν’ αποκλείνουν από αυτά που προστάζουν οι στατιστικές της διεθνούς οικονοµίας: «Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου είναι αυτός που ως Έλληνας Πρωθυπουργός ξεκίνησε τις αναγκαίες και επώδυνες µεταρρυθµίσεις. Προς όφελος της χώρας έβαλε σε δεύτερη µοίρα το συµφέρον του κόµµατος. Ελπίζω ότι θα µπορέσουν να επικρατήσουν οι συνετές δυνάµεις στη χώρα, διότι η ριζοσπαστικοποίηση δεν θα εξυπηρετούσε κανέναν» [1]. Αν αυτές οι δηλώσεις προέρχονται από έναν σοσιαλδηµοκράτη πολιτικό, τότε ας µην περιµένουµε τίποτα καλύτερο από τη δική του παράταξη όταν (και αν) θ’ αναλάβει την εξουσία. Ακόµα και αν υποθέσουµε ότι η κοινή γνώµη επιθυµεί µια επιστροφή στη σοσιαλδηµοκρατία και αποφασίζει να εκλέξει µια κεντοραριστερή παράταξη, κατά πόσο η νέα αυτή κυβέρνηση θα εφαρµόσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις αρνούµενη να συµβιβαστεί µε τις διαταγές των αγορών; Συνεπώς, κάθε κυβέρνηση που εκλέγουµε, είναι κατά κάποιον τρόπο µειοψηφική, και η αποχή δεν σηµαίνει ότι νοµιµοποιούµε µειοψηφικές κυβερνήσεις από τη στιγµή που, σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις που πρέπει να παρθούν καθορίζονται αυστηρά από διεθνής οικονοµικούς παράγοντες.

Τα παραδείγματα πολιτικών πρώην (και νυν) που εκ΄του ασφαλούς κατακρίνουν τις Νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν σταματούν εδώ. Από τον Γιώργο Παπανδρέου που σε συνέντευξή του στο Democracy Now κατέκρινε την Goldman Sachs και τις πολυεθνικές για τις πολιτικές που εφαρμόζουν στην Ελλάδα, μέχρι και τον Μπερλουσκόνι ο οποίος μόλις λίγες μέρες πριν δήλωσε τα εξής: «Τη γνωρίζουμε τη θεραπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ιταλία. Προκάλεσε την καταστροφή της Ελλάδας και τώρα αρχίζει να καταστρέφει την Ισπανία». Καί οι δύο πολιτικοί, όσο βρίσκονταν στην εξουσία εφάρμοζαν ακριβώς τα ίδια μέτρα. Η μεν κυβέρνηση Παπανδρέου τσεκούρωσε επιδόματα και συντάξεις, διέλυσε ό,τι είχε απομείνει από το κοινωνικό κράτος και δεν είχαν καταφέρει να διαλύσουν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις μαζί. Ο δε Μπερλουσκόνι, κατά τη διάρκεια της θητείας του επέβαλε τα πιο σκληρά Νεοφιλελεύθερα μέτρα για τα Ιταλικά δεδομένα, συνυπέγραφε στις απαγορεύσεις διαδηλώσεων, ενώ τώρα ξαναρχίζει τους φαμφαρονισμούς προσποιούμενος ότι παίρνει το μέρος ενός λαού που δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί όσο βρίσκονταν στην εξουσία. Μήπως δεν ήταν η «κεντροαριστερά» πολιτική παράταξη των Labours στην Βρετανία η πρώτη που επέβαλε τον τριπλασιασμό των πανεπιστημιακών διδάκτρων από 1.000 λίρες το χρόνο σε 3.000 και τώρα ασκεί κριτική εξ αριστερών στις περικοπές που εφαρμόζουν οι Tories; Μήπως δεν ήταν οι Tories που κατέκριναν το σύστημα κοινωνικού ελέγχου και ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων μέσω CCTV που συναντά πλέον κανείς στο Λονδίνο, ενώ τώρα που έχουν σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με το Liberal Party (Φιλελεύθερο Κόμμα) επιβάλλουν από τα πιο σκληρά μέτρα κρατικής καταστολής; Μήπως δεν ήταν οι Φιλελεύθεροι που δήλωσαν προ-εκλογικά πως δεν θα υποστηρίξουν τις περικοπές στην παιδεία, ενώ εδώ και ενάμιση χρόνο προσπαθούν να πείσουν τους φοιτητές ότι ο τριπλασιασμός των διδάκτρων από 3.000 τον χρόνο σε 9.000 είναι αναγκαίος; Ή ο δήμαρχος του Λονδίνου, John Boris, που κατά τη διάρκεια των επεισοδίων του Αυγούστου μιλούσε ανοιχτά υπέρ της καταστολής και της χρήσης κανονιών νερού και της εμπλοκής του στρατού, παρόλ’ αυτά, στην προεκλογική του εκστρατεία παραδέχεται ότι οι ταραχές οφείλονται στον κοινωνικό αποκλεισμό που βιώνει μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού στην Βρετανία και κυρίως το Λονδίνο;

Στην ελληνική πραγµατικότητα: Στην πράξη, η αποχή δεν υπονοµεύει, άµεσα τουλάχιστον, το κοινοβουλευτικό σύστηµα. Σύµφωνα µε τον εκλογικό νόµο, οι έδρες διανέµονται µε βάση τα έγκυρα ψηφοδέλτια, στα οποία, εκτός των άκυρων, δεν συµπεριλαµβάνονται ούτε τα λευκά (παρά την αντίθετη απόφαση 12/2005 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, σύµφωνα µε την οποία η µη προσµέτρηση των λευκών ψηφοδελτίων κατά την εύρεση του εκλογικού µέτρου, αντίκειται στο Σύνταγµα αφού θίγει τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και της ισότητας της ψήφου). Άρα, ακόµα και στο θεωρητικό ενδεχόµενο κατά το οποίο θα απείχε της εκλογικής διαδικασίας η πλειοψηφία του εκλογικού σώµατος, και, ταυτόχρονα, η πλειοψηφία των πολιτών που θα προσέρχονταν στις κάλπες θα επέλεγε να ψηφίσει λευκό ή να «ρίξει» άκυρο ψηφοδέλτιο, και πάλι θα προέκυπτε νέα Βουλή. Ο ισχύων στην Ελλάδα εκλογικός νόµος, αλλά, κατά κανόνα, και οι εκλογικοί νόµοι στις υπόλοιπες δυτικές κοινοβουλευτικές δηµοκρατίες, δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοιου είδους εκλογικά αστεία… Συγκεκριµένα: α) Για να εισέλθει ένα συνδυασµός (κόµµα, συνασπισµός κοµµάτων ή µεµονωµένος υποψήφιος) στη Βουλή, πρέπει να συγκεντρώσει το 3% των εγκύρων ψηφοδελτίων του συνόλου σε όλη την Επικράτεια. β) Στις επόµενες βουλευτικές εκλογές, οι 250 έδρες θα διανεµηθούν µε βάση το ποσοστό των κοµµάτων και οι υπόλοιπες 50 θα πριµοδοτήσουν το πρώτο κόµµα, γ) Το θεωρητικά µέγιστο ποσοστό προκειµένου να πετύχει κάποιο κόµµα βέβαιη αυτοδυναµία, ανέρχεται στο 40,4% των έγκυρων ψήφων (Σηµείωση: δεν θα επεκταθούµε εδώ σε λεπτοµερείς αναφορές για τον τρόπο κατανοµής των εδρών ανά εκλογική περιφέρεια – αρκούν οι προαναφερόµενοι βασικοί άξονες γα την κατανόηση του πυρήνα της λογικής του εκλογικού συστήµατος).

Συµπερασµατικά, το τι σηµαίνει ως προς το εκλογικό αποτέλεσµα η εκλογική απεργία ή το άκυρο ή το λευκό ψηφοδέλτιο, δεν µπορεί να ειπωθεί µε βεβαιότητα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα διευκολύνει την δηµιουργία αυτοδύναµης κυβέρνησης από το συνδυασµό που πλειοψήφησε (αν δεχτούµε ότι οι απέχοντες εκφράζουν κυρίως αντικοινοβουλευτικές θέσεις – κάτι που δεν είναι αυτονόητο αφού απροσδιόριστο ποσοστό όσων δεν προσέρχονται στις κάλπες απλώς είναι απαθές και η αποχή δεν αποτελεί συνειδητή πολιτική στάση), αν και εφ΄όσον συγκεντρώσει βέβαια τα προαναφερόµενα ποσοστά. Από την άλλη πλευρά, η προς αποφυγή αυτού του ενδεχόµενου συµµετοχή στις εκλογές, επίσης δεν αποτελεί «έξυπνη κίνηση», αφού, όπως είδαµε, σε κάθε περίπτωση θα υπάρξει Κυβέρνηση (έστω και µε συµµαχία των παρατάξεων της κυρίαρχης ελίτ), η οποία τυπικά-νοµικά θα είναι νόµιµη, η οποία, ταυτόχρονα, στην πράξη και στις συνειδήσεις της πλειοψηφίας του λαού θα είναι ανοµιµοποίητη (ως Κυβέρνηση µειοψηφίας σε σχέση µε το σύνολο της κοινωνίας/εκλογικού σώµατος) και η οποία, σε κάθε περίπτωση δεν θα αποτελεί έναν ανεξάρτητο πολιτικό παίκτη στη διεθνή πολιτική σκηνή, αλλά ένα νέο πολιτικό προσωπικό που θα έχει ως σκοπό να εξυπηρετήσει τα συµφέροντα των κυρίαρχων στρωµάτων, ντόπιων ή/και ξένων. Αυτό ίσχυε ανέκαθεν στις Κοινοβουλευτικές «Δηµοκρατίες» και αυτό θα ισχύει όσο το σύστηµα της αντιπροσώπευσης παραµένει στο προσκήνιο της πολιτικής πραγµατικότητας.

Ναί στην αποχή, αλλά υπό ποιες προϋποθέσεις;

Μετά από όσα προειπώθηκαν, είναι φανερό πως η συµµετοχή των πολιτών στις εθνικές (βουλευτικές) εκλογές είναι συµµετοχή σε ένα στηµένο πολιτικό παιχνίδι, που δεν έχει σχέση όχι µόνο µε την πραγµατική δηµοκρατία αλλά απέχει πολύ ακόµα και από την ιδεατή αντιπροσωπευτική δηµοκρατία. Κατ’ αρχήν λοιπόν, η θέση πως η συµµετοχή στις εκλογές σηµαίνει νοµιµοποίηση µιας πολιτικής αποπολιτικοποίησης των πολιτών, ή συµµαχία µε τα κυρίαρχα στρώµατα που θέτουν τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, φαίνεται σωστή. Αν η θέση µας είναι ότι επιθυµούµε την εγκαθίδρυση µια αυτόνοµης κοινωνίας µέσω αµεσοδηµοκρατικών διαδικασιών, τότε η νοµιµοποίηση της κοινοβουλευτικής υφαρπαγής της κοινωνικής συναίνεσης, αποτελεί πολιτική αυτοκτονία – άποψη που δεν διατυπώνεται µόνο από ηθική σκοπιά αλλά, αντίθετα, µέσα από τη ρεαλιστική και ψυχρή εξέταση των δεδοµένων. Κατ’ ακολουθίαν, ο επόµενος συλλογισµός δεν µπορεί παρά να είναι ότι, για να αποτελέσει η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες (ή η επιλογή του άκυρου), µία ενεργητική, θετική, συνειδητοποιηµένη πολιτική θέση, οφείλει να συνδυαστεί µε την µεθοδευµένη προσπάθεια για την δηµιουργία θεσµών που θα µπορέσουν αφ’ ενός να παρακάµψουν την ετερονοµία του αντιπροσωπευτικού συστήµατος και, ταυτόχρονα, να προωθήσουν το πρόταγµα της αυτο-κυβέρνησης, της αυτοθέσµισης, της αυτονοµίας. Διαφορετικά, η αποχή, στο βαθµό που δεν αποτελεί το έναυσµα για την δηµιουργία µιας άλλης, νέας, αυτόνοµης θέασης της πολιτικής, δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από µια στείρα άρνηση η οποία, όσο κι αν είναι ηθικά δικαιωµένη (απ’ όσους την επιλέγουν συνειδητά και όχι λόγω πολιτικής αφασίας), δεν πρόκειται να προσφέρει καµία πολιτική λύση, αλλά µάλλον θα είναι µια στάση καταδικασµένη σε αποτυχία αφού θ’ αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου, κάλπικου νοµίσµατος.Η αντιπροσωπευτική δηµοκρατία και ο κοινοβουλευτισµός εµπεριέχουν από τη φύση τους µια λογική περιθωριοποίησης των πολιτικών πρακτικών που αντιτίθενται στον πυρήνα τους. Έτσι, η αποχή (ή το άκυρο) αν δεν συνδυαστεί µε πρακτικές που επιδιώκουν την διαρκή κοινωνική επανάσταση, περιορίζεται σε µια δικαιολογηµένη αλλά συναισθηµατική και όχι πολιτική στάση.

Αυτή είναι λοιπόν η ευθύνη µας: Να νοηµατοδοτήσουµε την αποχή και την άρνηση της απάτης των εκλογών µε τρόπο που θα ανοίξει το δρόµο για την χειραφέτηση και την αυτονόµηση της κοινωνίας, αποδεσµεύοντάς την από τον σκέτο ροµαντισµό και διαφοροποιώντας την, στα µάτια όλης της κοινωνίας, από την απλή απάθεια, την αδιαφορία ή τον απροσδιόριστο µηδενισµό. Απέχω από τις εκλογές σηµαίνει συµµετέχω µε όλες µου τις δυνάµεις στην προσπάθεια άσκησης πραγµατικής πολιτικής, µέσα από  κάθε είδους επαναστατικές και ριζοσπαστικές πρακτικές, μέσα από συνελεύσεις πολιτών και διάφορες άλλες ανοιχτές διαδικασίες. Διαφορετικά δεν σηµαίνει τίποτα και δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την µη-αποχή σε ένα σικέ παιχνίδι.

Έτσι λοιπόν, όταν αρχίσουν πάλι οι πολιτικές διαφημίσεις να σπέρνουν προπαγάνδα περί «σωτηρίας της χώρας», να μιλούν για το κατόρθωμα μιας κυβέρνησης, ας θυμηθούμε εμείς τις αυτοκτονίες των συνανθρώπων μας λόγω των αβάσταχτων χρεών, ας θυμηθούμε τους άστεγους, όλους αυτούς που η ζωή τους υποβαθμίστηκε, όλους αυτούς που υπέφεραν από την αστυνομική καταστολή και την βία, τους πολίτες αυτής της χώρας που λοιδωρήθηκαν στο εξωτερικό ως «τεμπέληδες και ανεύθυνοι» εξαιτίας ορισμένων πολιτικών (βλ. Θ.Πάγκαλος στο Παρίσι ή τις δηλώσεις του Γ.Α.Παπανδρέου στο Βερολίνο: «κυβερνώ μια χώρα διεφθαρμένων»). Ας κοιτάξουμε τη δυστυχία μας κι ας θυμηθούμε όλον αυτόν τον διασυρμό. Πριν αναζητήσουμε λύσεις στην φασίζουσα αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας, ας μην ξεχάσουμε το Βατοπέδι, τη Siemens, τις υποκλοπές, το παραδικαστικό κύκλωμα, τα τόσα άλλα σκάνδαλα αξίας εκατομμυρίων ευρώ και αυτά που χαρακτήρισαν εκείνη την κυβέρνηση ως μια από τις πιο διεφθαρμένες και γελοίες της νεότερης ιστορίας – σκάνδαλα για τα οποία κανείς δεν δικάστηκε ενώ αντιθέτως εμείς καλούμαστε να πληρώσουμε και πληρώνουμε τώρα. Πριν δούμε τους ακροδεξιούς να μιλούν για «καθαρή Ελλάδα μόνο με Έλληνες» ας θυμηθούμε ξανά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων, τις ρατσιστικές δολοφονίες (και αν το τελευταίο δεν μας ενδιαφέρει γιατί «αυτοί είναι ξένοι και παράνομοι», ας φέρουμε στο νου μας τον ρατσισμό που βίωσαν στο παρελθόν και βιώνουν και σήμερα οι Έλληνες του εξωτερικού και το πως αντιμετωπίζονται από τους εκεί ακροδεξιούς). Πριν ακούσουμε τις ασυναρτησίες των αριστερών και την ξύλινή τους γλώσσα για εργατική εξουσία, ας φέρουμε στο νου μας τα γκούλακ και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που διαμόρφωσαν τα καθεστώτα που οι ίδιοι έχουν σήμερα ως πρότυπο (όχι πως υπάρχει περίπτωση αν κάποιο από αυτά βγει νικητής στις αναμετρήσεις να εφαρμόσει τα δικά του προτάγματα μόλις αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, για τους λόγους που αναφέραμε και παραπάνω). «Όποιος  ψηφίσει και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση είναι για εμάς  βλαβερός, αλλά το ίδιο βλαβερός είναι και όποιος απόσχει από τις εκλογές  και δεν προετοιμάσει την κοινωνική επανάσταση» έλεγε κάποτε ο Ισπανός αναρχικός μαχητής Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι. Βέβαια, αν κάποιος αποφασίσει να συμμετάσχει στις εκλογές, ρίχνοντας μια ψήφο σε κάποιο αριστερό κόμμα μόνο και μόνο επειδή αισθάνεται καθήκον να πράξει έστω και κάτι, προκειμένου να σαμποτάρει την αύξηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής ή νιώθει ότι εξ αιτίας των θρασύδειλων αυτών Νεοναζί απειλούνται ακόμα και τα ελάχιστα δημοκρατικά του δικαιώματα, σίγουρα η πράξη του δεν θα καταλογιστεί ως άνευ όρων συμβιβασμός με αυτόν τον χρεοκοπημένο θεσμό που ονομάζεται κοινοβουλευτική «δημοκρατία». Αλλά θα πρέπει να γνωρίζει ότι ο στόχος είναι άλλος και όχι εκλογές. Ότι η πραγματική πολιτική γράφεται στους δρόμους και τις πλατείες. Ότι πολίτης ελεύθερος είναι αυτός που μπορεί πάντοτε να συναποφασίζει, όχι μόνο για να λύσει τα προβλήματά του, αλλά για να ακούσει και ν’ ακουστεί, να δοκιμαστεί και τέλος, να γίνει καλύτερος άνθρωπος!

Σηµειώσεις
[1]Το συγκεκριµένο απόσπασµα της συνέντευξής του θα έπρεπε να µας απασχολεί, αρκετά περισσότερα από τους χονδροειδής λασπολογίες της Μέρκελ περί «τεµπέληδων Ελλήνων» και «σκληρά εργαζόµενων βορειοευρωπαίων». Το να αποδεχόµαστε ότι η ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας αποτελεί πρόβληµα, είναι κάτι που αποκαλύπτει τα εξωφρενικά επίπεδα κοµφορµισµού που µαστίζουν τις Δυτικές κοινωνίες.

________________________________
Στο παρακάτω βίντεο που παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ, ο Αμερικανός κωμικός George Carlin, σατιρίζει τις εκλογές και, την ίδια ώρα, μας ωθεί σε αυτοκριτική. Το μόνο που μένει να κάνουμε βλέποντας τον να μιλά στο κοινό του, είναι ν’ αντικαταστήσουμε τις λέξεις, Αμερική, Αμερικάνος, Αμερικανικός με Ελλάδα, Έλληνας και Ελληνικός…

Συγγραφή: Efor, Ian Delta, Michael Th


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-avf

Η ιστορία μιας ψήφου

Αν και κάποιοι λένε πως είμαι το βασικό συστατικό της δημοκρατίας, εγώ θα αυτοσυστηθώ ως ένας απλός φάκελος με γαλάζιες ρίγες και αυτοκόλλητη ταινία μέσα στο οποίο τοποθετούν κάθε λίγα χρόνια, με τελετουργική συγκίνηση και δάκρυα, ένα διπλωμένο, σταυρωμένο χαρτάκι. Κάθε τέσσερα χρόνια το αργότερο, στοιβαγμένη σ’ ένα σωρό από άλλα αδελφάκια, με μοιράζουν σ’ ενθουσιώδεις πολίτες, που μυστικά, υπό την προστασία του παραβάν, ασκούν το «δημοκρατικό τους δικαίωμα». Απ’ ότι έχω ακούσει, είμαι πολύ σημαντική, αν και δε νιώθω έτσι. Έχουν περάσει από μέσα μου ονόματα χιλιάδες, από καραβανάδες έως λιμοκοντόρους, κι από γλείφτες ως σοβαροφανείς καθηγητάκους ή απλοί πολίτες, εργάτες, φοιτητές, μικροεισοδηματίες που φόρεσαν γραβάτα για την περίσταση. Πάντα ανυπομονούσα να συναντήσω πίσω απ’ τη μπλε κουρτίνα, κάποιον διστακτικό, κάποιον που το σκεφτόταν, κάποιον που την τελευταία στιγμή θα μ’ έσκιζε και θα τους έστελνε στο διάολο. Αλλά μπα…

Εν έτει 2012, μ’ ετοιμάζουν πάλι για το «δημοκρατικό» τους καρναβάλι. Ένα καρναβάλι στο οποίο παίρνουν μέρος οι ιερείς του μονοδρόμου και τα ατίθασα παιδιά του αντιμονόδρομου, αυτοί που μέσα από τις βαρύγδουπες δηλώσεις τους τα ξέρουν όλα, βαφτίζουν ουτοπιστές και τεμπέληδες όποιους διαφωνούν μαζί τους, υψώνοντας το δισκοπότηρο της απόλυτα αναγκαίας εξαθλίωσης «εις το όνομα της αγοράς και του κέρδους δεηθώμεν» • ή οι αυτόκλητοι γνώστες των επιθυμιών του λαού ολόκληρου και κάθε «πολίτη» προσωπικά. Ακόμη και ονόματα χιτλερικών τραμπούκων θα φιλοξενήσω στα σωθικά μου φέτος. Όχι ότι παλιότερα ήταν καλύτερα, βέβαια ή πως δεν εγκόλπωνα ένα σωρό καθάρματα που προσποιούνταν πως έγιναν πράοι και σκεπτικιστές – αλλά αυτή τη φορά θα καμαρώνουν απερίφραστα προσκηνώντας το μουστάκι του αγαπημένου τους Αδόλφου. Από πάντα, κάθε σταυρός απαντούσε σ’ εκατοντάδες Θα, κάθε ψήφος ανταποκρινόταν σε προεκλογικές μυθοπλασίες και υποσχέσεις για χάρη των αριθμών.

Είμαι, λοιπόν, εγώ το μέσο αλλαγής; Έχω καταφέρει ποτέ να αλλάξω ριζικά κάποια κατάσταση; Πάντα με χρησιμοποιούσαν για τον κατευνασμό της αντίδρασης και την ικανοποίηση κάθε ματαιοδοξίας, για το βόλεμα σε μια ασφαλή θεσούλα. Αυτό που αδυνατώ να το συλλάβω, είναι το εξής: γιατί, μετά από τόσες και τόσες μου αποτυχίες, συνεχίζουν να ελπίζουν σ’ εμένα; Γιατί με πλαισιώσανε σ’ ένα σύστημα που ανόητα βαφτίσανε δημοκρατία ενώ στην πραγματικότητα εγώ το μόνο που μπορώ να προσφέρω είναι μια ολιγαρχία ή το συγκάλυμμα μιας κυβέρνησης που ρομποτικά την ελέγχουν κάποιοι αριθμοί; Γιατί τόση διαφήμιση, τόσες κόντρες, τόσος σαματάς γύρω από ένα εκ των προτέρων χαμένο παιχνίδι; Φαίνεται πως τόσοι αιώνες επαναστατικής πράξης, τόσες καλογραμμένες θεωρίες δεν άλλαξαν καθόλου τις τηλεοπτικά διαμορφωμένες συνειδήσεις. Φαίνεται πως το θέαμα και τα μικρά χαρούμενα πανηγυράκια δεν αφήνουν περιθώρια να σκεφτεί κανείς κάτι καλύτερο. Είναι χρήσιμα κι αυτά για την καταστολή της σκέψης και της κριτικής ικανότητας.

Πολλοί θεωρούν πως δεν έχουν άλλη λύση, πέρα από μένα! Όσο μ’ έχουν στριμωγμένη μες στις κούτες, στα πολυετή κενά ανάμεσα στις δημοκρατικές τους αναλαμπές, κάθομαι και σκέφτομαι, σκέφτομαι τρόπους για να τους βοηθήσω. Ίσως, λέω καμιά φορά στ’ αδέρφια μες στην κούτα, αν αυτοκτονούσαμε μαζικά, εμείς οι ψήφοι – φάκελοι, να σκαρφίζονταν κάτι άλλο. Ν’ αναγκάζονταν να επινοήσουν εκ νέου τη δημοκρατία τους. Ν’ αναγνώριζαν πίσω απ’ τις μάσκες των αντιπροσώπων το πρόσωπο του αδηφάγου για δόξα – χρήμα – κυριαρχία κτήνους. Ν’ αναγνώριζαν πίσω απ’ τη δική τους μάσκα του υπάκουου καταναλωτή τον ελεύθερο πολίτη, αυτόν που έχει την ικανότητα να μοιραστεί, να ζήσει στο έπακρο πίνοντας τους χυμούς του φρούτου της ζωής και όχι απλά ροκανίζοντας τη φλούδα. Δεν ξέρω αν πράγματι μπορούν, κάποιες φορές χάνω κάθε μου ελπίδα, κάποιες άλλες ανακτώ την πίστη μου στην εν δυνάμει δημιουργικότητα τους.

Παίρνω θάρρος, θαυμάζοντας την επαναστατική ορμή του Μάη του 68, τους λυσσασμένους για ελευθερία των δρόμων του Παρισιού, την Γένοβα του 2001, απ’ την αραβική άνοιξη, απ’ την Πουέρτα Ντελ Σολ, την Οαχάκα, το Σιάτλ, τους καταληψίες της Γουόλ Στριτ… Ανακτώ τις ελπίδες μου βλέποντας εικόνες από τους εξεγερμένους του Δεκέμβρη του 08, που δημιούργησαν στους δρόμους καταστρέφοντας ό,τι τους καταστρέφει. Ακόμη και σήμερα, την ώρα που μιλάμε, η φλόγα των προσδοκιών μου ξαναφουντώνει, χαζεύοντας στους δρόμους όλο και περισσότερους ριζοσπαστικοποιημένους νέους, όλο και δυναμικότερα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα, όλο και μεγαλύτερη αμφισβήτηση για κάθε ετερόνομο θεσμό. Μου φαίνεται, πως ήρθε η ώρα να κάνω το δικό μου βήμα, έστω κι αν δεν μ’ ακολουθήσουν άλλα ψηφοδέλτια. Ήρθε η ώρα να πάψω να ‘μαι μέρος αυτής της διαδικασίας που ανακυκλώνει και διαιωνίζει ετερόνομες δομές, ν’ αφήσω χώρο σε νέα προτάγματα, νέα εργαλεία, νέες καταστάσεις. Ήρθε η ώρα ν’ αυτοπυρποληθώ, φωνάζοντας… φωτιά στις κάλπες και στους καναπέδες…

Συγγραφή: , Ian Delta, Efor


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-amN

Ευτοπία VS Δυστοπία

http://www.scribd.com/embeds/77264390/content?start_page=1&view_mode=list&access_key=key-s8f9qhjz3rd3lswoday//

Εισαγωγή

Στις καθημερινές μας συζητήσεις ακούμε πολλούς ανθρώπους να καταφέρονται με χαρακτηρισμούς όπως «ουτοπικό», «ανεφάρμοστο», «ενάντια στην ανθρώπινη φύση» αναφερόμενοι στα προτάγματα της άμεσης δημοκρατίας και της αυτονομίας στην πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική σφαίρα της ζωής. Αντί να επεξεργαστούν και να συνδιαμορφώσουν προτάσεις που θα συμβάλλουν στην εξέλιξη των κοινωνιών και του ίδιου του ανθρώπου, αναμασούν και διαιωνίζουν τις αξίες του κυρίαρχου κοινωνικού φαντασιακού για «σκληρότερη δουλειά», «εφαρμογή των νόμων», «υπομονή». Τι ακριβώς υπερασπίζονται; Τη δυστοπία του σήμερα, σε όλα τα επίπεδα. Την ευημερία των λίγων εις βάρος των πολλών. Την απληστία που χαρακτηρίζει τον καθένα, από τον φτωχότερο έως τον πλουσιότερο. Την περιφραγμένη ελευθερία μέσα στα πλαίσια μιας ψευδεπίγραφης δημοκρατίας. Την εργασία ως καταναγκασμό και τον ορισμό της προσφοράς, μόνο ως συνδυασμό της ζήτησης. Την ελευθερία της αγοράς, που είναι συνώνυμη με την ελευθερία του κυρίαρχου να διευρύνει την κυριαρχία του. Την ανταγωνιστικότητα ως προσόν, και το συναγωνισμό ως αφέλεια. Τον ατομικισμό που διαβρώνει κάθε υγιή διάσταση της προσωπικότητας του ατόμου.

Οι υμνητές του Νεοφιλελευθερισμού εμφανίζουν τους παραλογισμούς τους ως προφανείς και αυτονόητους, την στιγμή που η απόλυτη ελευθερία των κινήσεων του κεφαλαίου καταστρέφει ολόκληρους τομείς της παραγωγής σε όλες σχεδόν τις χώρες και που η παγκόσμια οικονομία μεταμορφώνεται σε πλανητικό καζίνο.

(Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού» σ.11)

Τί ακριβώς υπηρετούμε εμείς με την απάθειά μας; Την απο-πολιτικοποίηση της κοινωνίας και τον ατομικισμό, την εκμετάλλευση και τον ρατσισμό, μαζί με την πολυπολιτισμικότητα ως εργαλείο καταπίεσης των μεταναστών και αποπροσανατολισμού της κοινωνίας, αποκρύπτοντας τη δυνατότητα της υγιούς διαπολιτισμικότητας; Σε όλα αυτά, τα οποία θα αναλύσουμε παρακάτω αντιπαρατίθεται ο δρόμος για την μετάβαση από τη δυστοπία στην ευτοπία.

Ως ευτοπία θα χαρακτηρίζαμε την ουτοπία ανασυγκρότησης, που δεν έχει σχέση με την ονειροφανταστική ουτοπία των λογοτεχνών. Αντιθέτως, αποτελεί επιθυμία και όραμα ενός ανασυγκροτημένου περιβάλλοντος, που είναι καλύτερα προσαρμοσμένο στην αρμονική συμβίωση όλων των ανθρώπων, σε σύγκριση με τη σύγχρονη αξιακή βαρβαρότητα. Η ευτοπία δεν είναι το αντίθετο της πραγματικότητας, αλλά η προβολή μιας δικαιότερης κοινωνίας, πιο ανθρώπινης και λειτουργικής. Επιτρέπει τη συμφιλίωση του παρόντος με το μέλλον, του πρακτικού με το ιδεατό. Αν παραιτηθούμε από την επιδίωξη της ευτοπίας, αντιμετωπίζοντάς την επιπόλαια σαν ένα άλλο είδος ουτοπίας, μεταμορφωνόμαστε αυτόματα σε θύματα των ευτελών καταναλωτικών φαντασιακών που προσφέρει απλόχερα το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα. Δεν θεωρούμε, όμως, την ευτοπία μια συγκεκριμένη ιδεαλιστική κατάσταση, ούτε ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει μόνο ένας δρόμος προς την πραγμάτωσή της. Κάτι τέτοιο, συνεπάγεται την διαδικασία της συνεχόμενης κατάθεσης προτάσεων, αμφισβήτησης, ενστερνισμού συγκεκριμένων (πλην ανοικτών) θέσεων και την δράση προς την εφαρμογή τους. Είναι η διέξοδός μας από την βαρβαρότητα.

Ο κόσμος της δυστοπίας

Από τα τέλη του 19ου αιώνα η δημιουργία διάφορων κοινωνικών κινημάτων είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στο δυτικό κόσμο: επαναστάσεις (ανεξαρτήτως αν πέτυχαν ή όχι), η δύναμη του εργατικού κινήματος, οι αντιστάσεις στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι αγώνες για τη φυλετική ισότητα, τα φεμινιστικά κινήματα, όλα αυτά σημάδεψαν ριζικά το πολιτικό σκηνικό του περασμένου αιώνα, σε συνδυασμό με τους δύο μεγάλους πολέμους και τα ολοκληρωτικά κινήματα (Ναζισμός και Μπολσεβικισμός), τον Ψυχρό Πόλεμο που συνέβαλε στη διαίρεση του κόσμου σε Ανατολικό και Δυτικό μπλοκ, και τέλος, την κονιορτοποίηση του μαρξισμού-λενινισμού που αποτέλεσε την ταφόπλακα στο όραμα για της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Όλα αυτά τα γεγονότα διαμόρφωσαν καθοριστικά την πολιτική σκέψη. Το πλήθος αυτού του ιστορικού υλικού και τα διδάγματα που εμείς παίρνουμε σήμερα, μας καλούν για μια γενική επανεξέταση όλων των πολιτικών φιλοσοφιών.

Από την μια πλευρά, ποιός δεν είναι δύσπιστος σήμερα με τα προτάγματα που προωθούν τη ριζική αλλαγή της κοινωνίας, έπειτα από τα τόσο σοβαρά εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε πολλές χώρες στο όνομα της «κοινωνικής απελευθέρωσης από τα δεσμά του καπιταλισμού» (βλ. Σταλινισμός, Μαοϊσμός), ενώ στην πραγματικότητα, η δίψα για προσωπική εξουσία ήταν το μοναδικό κίνητρο των κομματικών γραφειοκρατιών;

Ο Δυτικός άνθρωπος, σήμερα, μοιάζει να βρίσκεται όμηρος μιας τελματωμένης πραγματικότητας. Νοιώθει πως όχι μόνο δεν μπορεί να ξεφύγει αλλά αισθάνεται φοβισμένος μπροστά στην προοπτική της αλλαγής. Αντιλαμβάνεται πως οι ηθικοί κανόνες που τυφλά ακολουθεί, δεν οδηγούν πουθενά. Αισθάνεται, όμως, αδύναμος να αντισταθεί, και όντας εγκλωβισμένος στην ιδιωτική του σφαίρα και τον άκρατο ατομισμό, επιλέγει να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα είτε βυθίζοντας τον εαυτό του στην απάθεια, είτε αποδεχόμενος τα ψέματα δημαγωγών πολιτικών που ωστόσο ακούγονται ευχάριστα στ΄αυτιά του, φτάνοντας μέχρι και στο σημείο να αποδοκιμάζει οποιαδήποτε προσπάθεια ρήξης με την καθεστηκυία τάξη και τους χρεοκοπημένους θεσμούς.

Στη Δυτική Ευρώπη, η κατάρρευση του Μαρξισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’80 συνέβαλε ριζικά στην καταρράκωση κάθε ελπίδας για κοινωνική αλλαγή, κληροδότησε την απόλυτη κυριαρχία της μαζικής αποχαύνωσης, του θεάματος, κάτω από την απόλυτη κυριαρχία των κατευθυνόμενων Μέσων Επικοινωνίας. «Οι άνθρωποι στη Δύση λένε: «αυτός είναι ο σοσιαλισμός, άλλος δεν υπάρχει, συνεπώς οι κοινωνίες μας, με όλα τα κουσούρια τους είναι οι καλύτερες ανθρώπινες δυνατές»» αναφέρει ο Κορνήλιος Καστοριάδης («Είμαστε Υπεύθυνοι για την Ιστορία μας» σελ.16). Δηλαδή, ο «θρίαμβος» του φιλελευθερισμού ενάντια στον Σταλινικό ολοκληρωτισμό, τον καθιστά ως «το καλύτερο που θα μπορούσε να επιτευχθεί», επιχειρώντας να πείσει πως «δεν υπάρχει κανένα εναλλακτικό σύστημα. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα και θα πρέπει να την αποδεχτούμε» (ντετερμινισμός). Από την άλλη, με το ξέσπασμα της κρίσης στην Ευρωζώνη και τη συστηματική υποβάθμιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων ιδιαίτερα στις χώρες του Νότου, σε συνδυασμό με τις επαναστάσεις που έλαβαν χώρα στη Μέση Ανατολή, ποιός δεν είναι πλέον πεπεισμένος ότι η σχέση μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων, η μαζική απάθεια και ο κομφορμισμός θα πρέπει να αμφισβητηθούν; Είναι προφανές ότι τα νέα κοινωνικά κινήματα που δημιουργήθηκαν γύρω από την Ευρώπη – με κύριες επιρροές την αραβική άνοιξη (οι Indignados της Ισπανίας και οι «αγανακτισμένοι» στην Ελλάδα) έφεραν στο προσκήνιο θολά-θολά την έννοια της άμεσης δημοκρατίας: άμεση πολιτική δράση και συμμετοχή, μια έννοια που είχε για πολλά χρόνια ξεχαστεί.

Δυστοπία και απουσία Λόγου

Οι σύγχρονες κοινωνίες (δυτικές και μη), όμως, αρνούνται να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα με ορθολογική σκέψη (όπου ορθολογισμός η διάθεση να εξεταστεί ένα πρόβλημα με τη λογική, η αμερόληπτη έρευνα και διαύγαση των καταστάσεων μακριά από ταμπού και τοτέμ). Αντ’ αυτής, επιλέγεται η πνευματικά ξεκούραστη μέθοδος της «αποκάλυψης» διαφόρων θεωριών συνωμοσίας ή η τυφλή αποδοχή των καταστάσεων (όπως ειπώθηκε και παραπάνω). Από την μια λοιπόν, κυριαρχεί η παθητικότητα και η αποδοχή του δόγματος πως ο καπιταλισμός είναι το μόνο «ορθολογικό καθεστώς» (μια ορθολογικότητα, όμως, μηχανιστική, που δεν κοιτά την ευημερία των ανθρώπων, αλλά των αριθμών). Από την άλλη όμως, δημιουργείται στο φαντασιακό της ίδιας της κοινωνίας το σκηνικό μιας παγκόσμιας ομάδας κροίσων που έχοντας υπό τον έλεγχο τους δημοσιογράφους, πολιτικούς, ακόμη και ομάδες ακτιβιστών, προσπαθούν να δημιουργήσουν μια παγκόσμια κυβέρνηση με μοναδικό σκοπό την εξαφάνιση των εθνών και την καταπίεση των λαών προς όφελος τους. Γύρω από αυτό τον άξονα δημιουργούνται και ψευδοεπιστημονικές «αλήθειες» περί ψεκασμών του πληθυσμού, σκόπιμης κατασκευής λοιμωδών νόσων, διάφορες προφητείες που ανασκευάζονται συνεχώς μετά τη διάψευσή τους, δημιουργία ειδώλων ως «σωτήρων». Φυσικά, κάποια από τα ζητήματα με τα οποία ασχολούνται οι θεωρίες συνωμοσίας δεν αποκλείεται να εμπεριέχουν, εν σπέρματι, και κάποιες αλήθειες, οι θεωρίες αυτές όμως τα προσεγγίζουν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποπροσανατολίσουν τους επιρρεπείς στην «αποκρυπτογράφηση μυστικών» πολίτες. «Δεν πιστεύουμε στα φαντάσματα, αλλά ούτε και στις διαβεβαιώσεις πως κανείς δεν κρύβεται κάτω από το λευκό σεντόνι».

Οι θεωρίες, οι αιτιάσεις, οι εξηγήσεις αυτές δεν υποβάλλονται επαρκώς σε λογικό έλεγχο, δηλαδή σε κριτική εξέταση, αλλά υιοθετούνται άκριτα από μια μερίδα ανθρώπων η οποία προβάλλει ως μόνο ντοκουμέντο-επιχείρημα το x βίντεο που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο, ή το ψ άρθρο του τάδε εμπόρου θεωριών συνωμοσίας. Έτσι, απομακρυνόμενοι από την διαδικασία της αυτοκριτικής, της αμφισβήτησης του ίδιου μας του εαυτού και των πράξεών μας, από την κριτική εξέταση της ιστορίας που εμείς δημιουργήσαμε, καταλογίζουμε τις ευθύνες για όλα τα δεινά που βιώνουμε είτε στη λέσχη Μπίλντεμπεργκ, είτε στους… ιλλουμινάτι, είτε στους Εβραίους (λογική που έχει οδηγήσει σε ολοκαυτώματα στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν).

Έτσι, αποφεύγοντας κάθε προσπάθεια για χρήση του Λόγου, και έχοντας περάσει από μία συστηματική αντιπολιτική εκπαίδευση στις σχολικές φυλακές του πνεύματος, περιοριζόμαστε σε μία στερεοτυπική αντίληψη των πραγμάτων με βάση ανακυκλώμενα δόγματα και γενικεύσεις όπως: «όλοι οι Χ» (όπου χ θέτουμε κάποιον εθνικό, θρησκευτικό, σεξουαλικό, κοινωνικό προσδιορισμό) «είναι Ψ» ( όπου ψ θέτουμε κάποιο κατηγόρημα με θετικό ή αρνητικό πρόσημο π.χ. κλέφτες, φιλότιμοι, βρώμικοι, εργατικοί). Οι γενικεύσεις αυτές εντάσσονται σε θεωρίες συνωμοσίας και δόγματα, όπου π.χ. ο εβραίος είναι εχθρός, ο πολιτικός είναι πάντα υποκινούμενος, ο αστυνομικός είναι εν δυνάμει δολοφόνος. Αρνούμαστε φυσικά να εξετάσουμε (σε σχέση με τα παραπάνω παραδείγματα) τη φύση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, να αναλύσουμε το ισχύον πολιτικό σύστημα, ή να αποφύγουμε γενικεύσεις για ανθρώπους που ασκούν ένα επάγγελμα (όσο κι αν μας είναι αυτό απεχθές ιδεολογικά ή/και ηθικά).

Κατ’ επέκταση, οι γενικεύσεις και οι άλογες κρίσεις φθάνουν έως και την ερμηνεία της φύσης του ανθρώπου. Σύμφωνα λοιπόν με κάποιους, ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός και σύμφωνα με άλλους από τη φύση του κακός. Τη δεύτερη άποψη ενισχύει η θεωρία του Άγγλου φιλόσοφου, Τόμας Χομπς, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει τον άνθρωπο ως «μοναχικό, ενδεή, βρωμερό, κτηνώδη και βραχύ» (99), ανίκανο να αυτοκυβερνηθεί. Με βάση το πρώτο επιχείρημα, αν ο άνθρωπος απεμπλακεί από την δυναστεία των μέσων ενημέρωσης, από το άδικο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την καπιταλιστική λογική, τότε θα είναι ικανός να δημιουργήσει μια κοινωνία ισότητας, ειρήνης και ελευθερίας. Με βάση το δεύτερο, που είναι κυρίαρχο στη σημερινή δυστοπία, ο άνθρωπος είναι άπληστος, κτητικός, σκληρός και έχει ανάγκη από έναν ηγέτη, περιορισμούς και σύνορα (στη σκέψη και στη γη). Στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να ισχύει τίποτε από τα δύο. Ο ανθρωπολογικός τύπος δεν αποτελεί μια στατική κατάσταση, μια συγχρονία την οποία μπορούμε να εξετάσουμε, αλλά είναι αποτέλεσμα μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης • μεταβάλλοντας το περιβάλλον του μεταβάλλεται και ο ίδιος. Το δυστοπικό επιχείρημα, λοιπόν, του «είναι στη φύση του ανθρώπου η απληστία» κρύβει μέσα του τη ντετερμινιστική λογική του «μην κάνεις τίποτε, όλα είναι προδιαγεγραμμένα» που υπηρετούν πιστά και οι διάφορες θεωρίες συνωμοσίας/προφητείες. Κι όμως, υπήρξαν κοινωνίες που είχαν αντιληφθεί πολύ πιο ορθά την πραγματικότητα: ένας Αθηναίος ναυαγός είπε κάποτε σ’ αυτούς που έστρεφαν τα λόγια τους στον ουρανό την ώρα που βούλιαζε το πλοίο: «συν Αθηνά και χείρα κίνει».

Στην πραγματικότητα, η ανθρώπινη φύση είναι σχετικά δύσκολο να οριστεί. Χαρακτηριστική είναι η φράση της Hannah Arendt: «αν υπάρχει «ανθρώπινη φύση», τότε μόνο ένας θεός θα γνώριζε τί είναι». Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος γεννιέται φύσει άπληστος και ιδιοτελής, τότε οι αλλαγές που υφίσταται κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι και αυτές κομμάτι της φύσης του. Συνεπώς, η πολυπλοκότητα της «ανθρώπινης φύσης» είναι δύσκολο να αναλυθεί. Η συμπεριφορά του ανθρώπου, το αν δηλαδή τείνει προς την ιδιοτέλεια ή όχι, εξαρτάται από πολλούς άλλους παράγοντες, όπως το κοινωνικό φαντασιακό:

Πολλοί που υιοθετούν την άποψη του Χομπς, ότι ο ιδιοτελής άνθρωπος είναι αδύνατο να ζήσει σε μια κοινωνία αυτοθεσμιζόμενη και αυτόνομη και συνεπώς οι ετερόνομοι θεσμοί είναι αναγκαίο να υπάρχουν, είτε μιλάμε για ισχυρή κεντρική εξουσία, (χαρακτηριστική είναι εδώ και η φράση του Βολταίρου: «αν δεν υπήρχε Θεός θα έπρεπε να τον εφεύρουμε») είτε για οικονομικά κίνητρα όπως έλεγε ο Άνταμ Σμιθ, αγνοούν τις κυρίαρχες αξίες της καπιταλιστικής κοινωνίας, τις θεσμισμένες αξίες του κοινωνικού φαντασιακού της, την απεριόριστη συσσώρευση κεφαλαίων. Τί σημαίνει κάτι τέτοιο; Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες θέτουν ως κέντρο τους την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και την «ορθολογική» εξάπλωση των μέσων παραγωγής, μαζί με την απεριόριστη συσσώρευση κεφαλαίων. Όσο περισσότερο πλούσιος γίνεται κάποιος, τόσο μεγαλύτερη κοινωνική αναγνώριση έχει. Σε άλλες εποχές, κριτήριο αναγνωρισιμότητας και κύρους δεν ήταν τόσο η οικονομική καταξίωση, καθώς κυριαρχούσαν άλλες (ετερόνομες) αξίες, όπως π.χ. η κατοχή τίτλων ευγενείας (μεσαίωνας και φεουδαρχία). Κάτω λοιπόν από την επιρροή μιας κοινωνίας που το μόνο που κοιτά είναι το κέρδος και η παραγωγή, δεν θα πρέπει να μας φαίνεται διόλου παράλογο που η ανθρώπινη συμπεριφορά τείνει προς την ιδιοτέλεια. Κάτω από μια άλλη κοινωνία όμως, όπου οι θεσμοί της προωθούν άλλου είδους αξίες, όπως π.χ η κοινωνία της αρχαίας Αθήνας, όπου κυρίαρχες αξίες ήταν η πολιτική και η φιλοσοφία, οποιεσδήποτε ιδιοτελείς συμπεριφορές ήταν και κατακριτέες, και φυσικά, η κατοχή χρήματος και πλούτου δεν προσέδιδε από μόνη της και άνευ όρων κύρος και αναγνωρισιμότητα σε ένα άτομο, όπως συμβαίνει σήμερα. Αυτός είναι λοιπόν ο βασικός λόγος για τον οποίο οι πιο επιφανείς άνθρωποι της εποχής εκείνης ήταν φιλόσοφοι. Ποιοί όμως θα είναι οι πιο επιφανείς άνθρωποι των δικών μας χρόνων και στο εγγύς μέλλον αν όχι οι πλούσιοι καπιταλιστές (Bill Gates, Steve Jobs);

Συμπέρασμα: Κάτω λοιπόν από αυτές τις προϋποθέσεις, όπου οι κυρίαρχες αξίες των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών (και όχι μόνο) προωθούν την ιδιοτέλεια, δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός πως οι άνθρωποι συνεχώς τείνουν προς τον ατομικισμό, και το χειρότερο απ’ όλα, ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά φαντάζει φυσική: είναι φυσικό επακόλουθο των κυρίαρχων μας αξιών, όχι όμως του ίδιου του εαυτού του ως αυτόνομο ον.

Η «ελεύθερη» αγορά

Μια από τις κυρίαρχες αξίες της εποχής μας – ένας μύθος του σύγχρονου καπιταλιστικού φαντασιακού είναι η «ελεύθερη αγορά». Κύριος στόχος του ρεύματος του οικονομικού φιλελευθερισμού που εμφανίστηκε στις πρώιμες καπιταλιστικές κοινωνίες ήταν ο περιορισμός των παρεμβάσεων του κράτους στην οικονομία και η απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από την γραφειοκρατία και τις ασφυκτικές διοικητικές ρυθμίσεις – στόχος ο οποίος συνοψιζόταν στη φράση «laissez faire – laissez passer». Από τις πρώτες μέρες του καπιταλισμού εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι η αγορά αντιπροσωπεύει μια φυσική κατάσταση, ενώ η πολιτική αντιστοιχεί σε εσκεμμένη και συνειδητή παρέμβαση του ανθρώπινου παράγοντα. Το αξίωμα αυτό είναι εσφαλμένο για το λόγο ότι από τη μια πλευρά το συνειδητό στοιχείο ενυπάρχει και στις αγορές και από την άλλη οι δυνάμεις της αγοράς συνήθως καταλήγουν στην δημιουργία μονοπωλίων που οικειοποιούνται τις αυθόρμητες οικονομικές λειτουργίες και την ίδια την άσκηση της κρατικής πολιτικής.

Αυτή η θρησκεία της αγοράς που εμφανίστηκε ταυτόχρονα με τον καπιταλισμό και η οποία αργότερα υποχώρησε για να δώσει τη θέση της σε μια μακρά περίοδο μανιχαϊστικής έξαρσης του κρατισμού και του κεντρικού σχεδιασμού, αναγεννήθηκε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες με την επικράτηση του Νεοφιλελευθερισμού. Πλέον, ο χαμένος κοινωνικός δυναμισμός αναζητήθηκε από το κεφάλαιο και τις ελίτ στην αντίθετη πλευρά: στην ιδεολογία της αγοράς, στον φετιχισμό του χρήματος/εμπορεύματος και στην ατομιστική ανευθυνότητα.

Κι όμως, η φαινομενική αυτή αντίθεση μεταξύ της τάσης για ορθολογικοποιημένο καπιταλισμό με κεντρική σχεδίαση και κρατικό παρεμβατισμό και της τάσης για απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κατ’ ουσίαν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αντινομική πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί, όπως στο παρελθόν, υπό το περίβλημα του κρατικού παρεμβατισμού εξασφαλίζονταν οι βασικές επιλογές ατόμων ή ομάδων του κεφαλαίου και των κυρίαρχων στρωμάτων, αντίστοιχα σήμερα, πίσω από τις Νεοφιλελεύθερες διαβεβαιώσεις περί αναγκαιότητας περιορισμού του κράτους, πραγματοποιείται (όπως θα αναλυθεί και παρακάτω που θα γίνει αναφορά στο Νεοφιλελεύθερο δόγμα) ένας πολύ βαθύτερος και περισσότερο καταπιεστικός κρατικός καταναγκασμός σε σχέση με την – προ του 1980 – περίοδο. Δηλαδή σήμερα, ενώ οι περισσότεροι Νεοφιλελευθέροι οικονομολόγοι και οικονομικοί αναλυτές πίνουν νερό στο όνομα των «Αγορών», παράλληλα δέχονται ως αυτονόητη την με κάθε τρόπο επιτήρηση της ισοτιμίας του νομίσματος, τον καθορισμό της εισοδηματικής πολιτικής και την φοροαπαλλαγή των πολύ υψηλών εισοδημάτων, από το κράτος.

Από οικονομικής πλευράς, αυτός ο νέος ρόλος του κράτους που ενώ φαινομενικά απέχει από την οικονομική ζωή δίνοντας χώρο στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα άλλο από το να υπηρετεί τις ελίτ υποβιβαζόμενο σε εντολοδόχο τους, επιτυγχάνεται έμμεσα και συγκεκαλυμμένα με κυριαρχικές παρεμβάσεις στο ευρύτερο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο (π.χ.: το κράτος παραχωρεί σε ιδιώτες την δημόσια Υγεία, φαινομενικά σταματώντας να δραστηριοποιείται στον τομέα αυτό και απέχοντας από τις αντίστοιχες επενδύσεις που είχαν τα χαρακτηριστικά του «κοινωνικού κράτους», αλλά στην πραγματικότητα είναι αυτό, το κράτος, που υπό την πίεση των αγορών, έρχεται να διαμορφώσει ένα ιδεολογικό, πολιτικό, νομοθετικό και οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου η ιδιωτικοποίηση της υγείας να φαντάζει όχι μόνο αναγκαία αλλά και απαραίτητη ή ακόμα και νομοτελειακή).

Με το σκεπτικό αυτό, μπορεί πλέον να εξηγηθεί ο επιφανειακά ακατανόητος καταλυτικός ρόλος των «Αγορών» στο σύγχρονο καπιταλισμό: Το δόγμα της «ελεύθερης» αγοράς, λειτουργεί ως μηχανισμός διαιώνισης της σύγχρονης βαρβαρότητας, συνιστά το άλλοθι των κυρίαρχων στρωμάτων προκειμένου να χειραγωγήσουν την όποια οικονομική δυναμική έχει η κοινωνία, προς όφελός τους, χρησιμοποιώντας τα πολιτικά και κοινωνικά πλαίσια ισχύος που έχουν, μεταθέτοντας το κόστος των πολιτικών επιλογών από πάνω προς τα κάτω, εν ολίγοις, αναπαράγοντας με κάθε μέσο την ταξική σύνθεση της (ετερόνομης) κοινωνίας μας.

Συμπερασματικά: το πραγματικό δίλημμα δεν μπορεί να είναι η επιλογή ανάμεσα στην «ελεύθερη» αγορά και την κρατική παρέμβαση γενικά και αφηρημένα, αλλά η επιλογή πολιτικής που ούτως ή άλλως το κράτος θα εφαρμόσει. Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, το κοινωνικό κράτος αποτέλεσε και κρατική επιλογή (η οποία βέβαια υλοποιήθηκε και εξαιτίας των διαρκών αγώνων των κοινωνιών και των πιέσεων που άσκησαν τα κινήματα) ώστε, μέσω της επίτευξης μιας σχετικής σταθεροποίησης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης προκειμένου οι ελίτ να αποσβέσουν το κόστος της κοινωνικής σταθεροποίησης των εξουσιαζόμενων. Σήμερα επιχειρείται το αντίστροφο: ευελιξία των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων ώστε να αποσβεστεί το κόστος σταθεροποίησης των ανώτερων χωρίς καν «ανάπτυξη». Αυτή είναι η μεγάλη αντίφαση της «ελεύθερης αγοράς» που εξαθλιώνει τις κοινωνίες επιδιώκοντας ένα στόχο που είναι αδύνατος ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους. Ούτε ελεύθερη είναι η «ελεύθερη αγορά» ούτε αποτελεσματική (το ζήτημα αυτό θα εξετάσουμε εκτενέστερα παρακάτω)

Το δόγμα του Νεοφιλελευθερισμού

Όπως είναι γνωστό, η στροφή του καπιταλισμού στη Νεοφιλελεύθερη έκδοσή του, σε πολιτικό επίπεδο αρχίζει με την εκλογή της M.Thatcher στη Μ. Βρετανία το 1979 και του R.Reagan στις Η.Π.Α. το 1980. Η έως τότε περιθωριακή οικονομική θεωρία του Νεοφιλελευθερισμού που είχε διατυπωθεί από τη σχολή του Σικάγο και τους F.Hayek, M.Friedman κλπ., μέσω των πολιτικών των δύο προαναφερόμενων κυβερνήσεων των Συντηρητικών και Ρεπουμπλικάνων σε Μ.Βρετανία και Η.Π.Α. αντίστοιχα, έρχεται για πρώτη φορά στο προσκήνιο.

Φαινομενικά, πρωταρχική επιδίωξη του Νεοφιλελευθερισμού είναι η με κάθε τίμημα μείωση του οικονομικού κυρίως ρόλου του κράτους (μάλιστα είναι τραγικό ότι αυτή η Νεοφιλελεύθερη δημαγωγία από τους πιο αφελείς εκλαμβάνεται ως αντικρατισμός…!!! – έτσι προέκυψαν άλλωστε και τα γελοία ευφυολογήματα περί «αντεξουσιαστών της εξουσίας»), με βασικό επιχείρημα αφ’ ενός ότι βάζει προσκόμματα στην ιδιωτική πρωτοβουλία και, αφ’ ετέρου πως εξαιτίας του γραφειοκρατικού – και συνεπώς δυσκίνητου – χαρακτήρα του δεν είναι κερδοφόρο. Το επιχείρημα αυτό είναι βέβαια σαθρό αφού:

  1. Σύμφωνα με το κυρίαρχο φαντασιακό (αλλά και τις μέχρι πρόσφατα κυρίαρχες αντιλήψεις μεταξύ των καπιταλιστικών κύκλων), το κράτος, όπως διαμορφώθηκε ως θεσμός στην ίδια την Δύση, δεν οφείλει να είναι κερδοφόρο αλλά «αποτελεσματικό και δίκαιο». Η πεποίθηση για παράδειγμα, πως η καλή υγεία και εκπαίδευση του πληθυσμού είναι σημαντικοί παραγωγικοί συντελεστές, είναι βαθιά ριζωμένη στην πλειοψηφία των ανθρώπων που άσχετα από το πώς αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά (δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί κλπ.) έχουν όμως ως κοινό τόπο ένα οικονομίστικο σκεπτικό, έχουν δηλαδή την κοινή αντίληψη περί αναγκαιότητας ύπαρξης μιας οικονομίας «παραγωγικής» και μιας «αναπτυξιακής πολιτικής».
  2. Το κράτος είναι συνήθως ελλειμματικό ακριβώς λόγω του ασφυκτικού εναγκαλισμού του από το ιδιωτικό κεφάλαιο – στραγγαλισμός που διενεργείται μέσω της επιβολής σκληρών, δυσανάλογων και άδικων μέτρων λιτότητας, μέσω της διάλυσης της κοινωνικής ασφάλισης και κάθε δομής κοινωνικών παροχών, μέσω της βαριάς και άδικης φορολογίας των πολλών (π.χ. έμμεσοι φόροι) με ταυτόχρονη διευκόλυνση της φοροδιαφυγής του μεγάλου κεφαλαίου, της εκκλησίας κλπ.. Μάλιστα, σε ακραίες περιπτώσεις, οι Νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιβάλλουν πρακτικές ξεκάθαρα έκνομες (αν όχι παράνομες), όπως λ.χ. όταν επενδύονται στα χρηματιστήρια τ’ αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων.

Οι βασικές μέθοδοι με τις οποίες υποτίθεται ότι θα επιτευχθεί ο σκοπός αυτός (μείωση του κράτους) είναι:

  • η αποσύνδεση από το κράτος τομέων της οικονομίας που παραδοσιακά ανήκαν σ’ αυτό (π.χ. παιδεία, υγεία, δημόσια έργα, ενέργεια, υποδομές, μεταφορές, στρατιωτική βιομηχανία).
  • η μείωση των συντελεστών φορολόγησης του κεφαλαίου με το επιχείρημα της δημιουργίας κινήτρων για επενδύσεις.
  • η δημιουργία ευνοϊκού νομικού πλαισίου ώστε το κεφάλαιο να δρα και να κινείται ασύδοτα (π.χ. δημιουργία νέων εταιρικών μορφών για ανέλεγκτη συσσώρευση και διακίνηση κεφαλαίου διεθνώς, ελαστικοποίηση περιοριστικών διατάξεων εργατικού δικαίου κλπ.)
  • οι αποκρατικοποιήσεις και η παραχώρηση του δημόσιου πλούτου σε ιδιώτες
  • η διάλυση του «κοινωνικού κράτους» σε κάθε του έκφανση (π.χ. ασφαλιστικό σύστημα, δημόσια συστήματα υγείας, συλλογικές συμβάσεις εργασίας κλπ.).

Στην πραγματικότητα στόχος του Νεοφιλελευθέρου δόγματος δεν είναι βέβαια το κράτος καθαυτό, αλλά ο αναδιανεμητικός ρόλος που το κράτος έχει στις περισσότερες χώρες βάσει νομοθετικού πλέγματος και λόγω των κοινωνικών αγώνων που αποκρυσταλλώθηκαν στις νομοθεσίες. Οι Νεοφιλελεύθεροι, αν και αποκηρύσσουν τον κρατικό παρεμβατισμό μετά βδελυγμίας, έχουν το κράτος απόλυτη ανάγκη. Όσο πιο πολύ φωνάζουν εναντίον του κράτους, τόσο πιο πολύ το χρειάζονται και όσο πιο πολύ το χρειάζονται τόσο περισσότερο φωνάζουν εναντίον του. Απόδειξη: οι αιωνίως δυσαρεστημένοι με τον κρατικό παρεμβατισμό, τραπεζίτες, μετά την εμφάνιση της κρίσης, το 2008, σώζονται ευχαρίστως με κρατικό χρήμα (πολιτική που ακολουθήθηκε σχεδόν παντού και όχι μόνο στην Ελλάδα).

Το κράτος λοιπόν, υπό τις Νεοφιλελεύθερες πολιτικές ηγεσίες, αρνείται για πρώτη φορά το ρόλο του συλλογικού καπιταλιστή, δηλαδή του εγγυητή των όρων της καπιταλιστικής συσσώρευσης, παύοντας να είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός, καταναλωτής και εργοδότης ταυτόχρονα και εκχωρεί στο ιδιωτικό κεφάλαιο την άσκηση της νομισματικής, εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής, απεμπολώντας τις εξουσίες του εκτός βέβαια των κατασταλτικών και φοροεισπρακτικών του αρμοδιοτήτων.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο Νεοφιλελευθερισμός, ενώ στηρίζεται στην τυπική κοινοβουλευτική νομιμότητα, κάθε φορά που το σύστημα βρίσκεται σε κρίση, την παρακάμπτει στερώντας την από κάθε περιεχόμενο: Το κράτος μετατρέπεται σε μηχανισμό μετακύλισης της κρίσης στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, ενώ ταυτόχρονα φανερώνει τον πραγματικά αντιδημοκρατικό του χαρακτήρα αφού το Κοινοβούλιο (σώμα εκλεγμένων αντιπροσώπων) υποκαθίσταται από την Κυβέρνηση • η Κυβέρνηση, με τη σειρά της, υποκαθίσταται από ένα πυρήνα «σημαντικών υπουργών» • ο πυρήνας των σημαντικών υπουργών από τον Πρωθυπουργό (ή τον Πρόεδρο, αναλόγως τον τύπο του πολιτεύματος) • και ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης, επί της ουσίας, υποκαθίσταται από τους ισχυρότερους εκπροσώπους του ιδιωτικού κεφαλαίου….

Συμπερασματικά προκύπτει ότι σε όσες χώρες ακολουθείται το Νεοφιλελεύθερο δόγμα, το κράτος χρησιμοποιείται ευθέως από το κεφάλαιο (κυρίως το τραπεζικό) ώστε να πετυχαίνει σε περιόδους ανάπτυξης ιδιωτικοποίηση των κερδών και σε περιόδους ύφεσης κοινωνικοποίηση των ζημιών.

Τέλος, μέσα σε συνθήκες ολοκληρωτικού ατομικισμού – ιδέα που το Νεοφιλελεύθερο δόγμα προωθεί άμεσα και έμμεσα – ο πόλεμος όλων εναντίον όλων μετατρέπεται σιγά σιγά από ένα αναγκαίο κακό που οφείλεται στην κακή φύση του ανθρώπου (κυρίαρχο φαντασιακό των καπιταλιστικών κοινωνιών) σε προτέρημα, σε αρετή, καπατσοσύνη, εξυπνάδα και μαγκιά (κυρίαρχο φαντασιακό του Νεοφιλελευθερισμού). Οι «βέλτιστοι»… θα επιβιώσουν. Για τους «ανίκανους», τους «οκνηρούς», γι’ αυτούς που δεν θέλουν να παίξουν το ρόλο ούτε του θηρίου ούτε του θηράματος, δεν υπάρχει χώρος.

Αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα. Αυτή είναι η ρεαλιστική ηθική του Νεοφιλελευθερισμού που αντιτίθεται στα «ουτοπικά, ρομαντικά και παιδαριώδη όνειρα» όσων απλώς αρνούνται να εθιστούν στην ωμότητα και βαρβαρότητα των καιρών.
Εμείς επιλέγουμε να μην μπούμε στην αρένα του Κολοσσαίου. Κι αν κάποιοι ηδονίζονται παρακολουθώντας τους δείκτες των χρηματαγορών, επιλέγοντας να ξεχνούν πως έξω από τους αριθμολαγνικούς καπιταλιστικούς ναούς υπάρχει παντού αθλιότητα και απελπισία, εμείς προτιμούμε να επιδιώκουμε το «αδύνατο»: την ισότητα και την ελευθερία.

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ [1]

Ο καπιταλισμός ως σύστημα αξιών

Όχι όμως μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και αξιακά, το μοντέλο του Νεοφιλελευθερισμού δείχνει πως έχει αποτύχει. Με το που η διάσημη φράση της Thatcher «δεν υπάρχει κοινωνία αλλά μόνο άτομα» άρχισε να μοιάζει σαν μια ορατή πραγματικότητα, ο εθισμός στην κατανάλωση μετέτρεψε πληθυσμούς ολόκληρους σε απαθείς μάζες, που απέχοντας από την δημόσια σφαίρα, τη σφαίρα της πολιτικής, παραμένουν φυλακισμένες σε έναν παραλληρηματικό ιδιόκοσμο: την ψεύτικη «θαλπωρή» που τους προσφέρει η πλαστική ευημέρια του αγοράζειν. Η διανοητική νωθρότητα και η πολιτισμική/πολιτική οπισθοδρόμιση που συναντά κανείς στις περισσότερες σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες αποτελεί παγκόσμια πρεμιέρα. Η παθητικότητα αυτή, όπου ο κάθε άνθρωπος ζει κλεισμένος στον εαυτό του, αγνοώντας οτιδήποτε συμβαίνει έξω από τα τείχη της δικής του ύπαρξης, δεν μπορεί να κατανοηθεί σε αντιδιαστολή με τις επιπτώσεις του Νεοφιλελευθερισμού στην ποιότητα ζωής των περισσότερων ανθρώπων.

Αφήνοντας στο πλάι, για την ώρα, την αξιακή ήττα του Νεοφιλελευθερισμού, μιλώντας πάλι στη γλώσσα του, οι οικονομικές ανισότητες στις μέρες μας δείχνουν ιδιαίτερα οξυμένες. Tα στοιχεία της έρευνας, που δημοσιεύτηκαν το 2006 στην «Ημερησία», με τίτλο «H Παγκόσμια Κατανομή Πλούτου στα Νοικοκυριά» αποκαλύπτουν ότι το φτωχότερο ήμισυ του πληθυσμού της Γης μετά βίας κατέχει το 1% του παγκόσμιου πλούτου. Όμως αυτή η έρευνα αφορά τις συνθήκες που επικρατούσαν πριν ακόμη η οικονομική κρίση παρασύρει στην δύνη της ολόκληρη τη παγκόσμια αγορά, καταδικάζοντας δεκάδες εκατομμύρια εργαζόμενους στην ανεργία. Να φανταστούμε πως τα στοιχεία αυτά σήμερα θα έχουν χειροτερέψει. Δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός πως οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνονται όλο και περισσότερο.

Μόλις το 2% του πληθυσμού της Γης κατέχει το 50% του παγκόσμιου πλούτου, σύμφωνα με νέα έρευνα του OHE.

Το 2000, στην Ευρώπη των «25», περίπου 40 εκατομμύρια άνθρωποι (9% του συνόλου) αντιμετώπιζαν διαρκή φτώχεια. Το 2005, περίπου 19 εκατομμύρια παιδιά αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της φτώχειας στις 25 χώρες της Ε.Ε., ενώ το 2006, το 16% του συνολικού πληθυσμού της Ένωσης ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Σήμερα, περισσότεροι από 80 εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και αδυνατούν να καλύψουν ακόμη και τις βασικές τους ανάγκες. Τι αποφάσισε να κάνει γι’ αυτό η Ευρώπη; Να προχωρήσει στην αναγνώριση του δικαιώματος των ατόμων που βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Να φορτώσει στους πολίτες τη «συλλογική ευθύνη» που έχουν για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της περιθωριοποίησης και να τους προκαλέσει, μέσω της… ενημέρωσης, σε πολιτικές και δράσεις που αφορούν θέματα κοινωνικής ένταξης. Να προωθήσει, στα λόγια και όχι στα έργα, μια πιο συνεκτική κοινωνία, προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα που έχει μια κοινωνία στην οποία έχει εξαλειφθεί η φτώχεια και όπου κανείς δεν είναι καταδικασμένος να ζει στο περιθώριο. [2]

Το μεγαλύτερο κομμάτι του παραγόμενου πλούτου μέσω της εργασίας συγκεντρώνεται στα χέρια των λίγων, και ως φυσικό επακόλουθο αυτής της διαδικασίας το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών διευρύνεται όλο και περισσότερο. Εκεί λοιπόν μας οδηγεί ο παραγωγισμός και η ηθικοποίηση της εργασίας, το φαντασιακό του καπιταλισμού, η κεντρικότητα της παραγωγής και της συσσώρευσης του κεφαλαίου ως κυρίαρχες αξίες. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να εξετάζουμε τον καπιταλισμό όχι μόνο ως οικονομικό σύστημα, αλλά και ως σύστημα αξιών, να βλέπουμε δηλαδή τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν να έχουν στην κοινωνία οι αξίες που αυτός πρεσβεύει. Διότι θα μπορούσαν οι αριθμοί και οι εξισώσεις να εγγυηθούν μια Α ευημέρια, όμως ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα της πρακτικής εφαρμογής του προγράμματος αυτού στην καθημερινή μας ζωή; Τί συμβαίνει όταν υπάρχει ευημέρια μόνο για χάρη των αγορών, αλλά όχι των ανθρώπων; Η απάντηση… βρίσκεται στην εξέγερση της Τυνησίας, που το ΔΝΤ θεωρούσε ως παράδειγμα επιτυχημένου μακρο-οικονομικού πειράματος.

H ανθρώπινη δραστηριότητα σ’ ένα δυστοπικό περιβάλλον

Συνώνυμο της ανθρώπινης δραστηριότητας στο δυστοπικό φαντασιακό της σύγχρονης κοινωνίας είναι η εργασία, η οποία αποτελεί μέσο επιβίωσης, κοινωνικής καταξίωσης και αποδοχής. Ιδιαίτερα από την Βιομηχανική Επανάσταση κι έπειτα, η εργασία αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα της κοινωνικής πραγματικότητας: με την επικράτηση του φαντασιακού της «ορθολογικής» κυριαρχίας, η εργασία έπαψε να ταυτίζεται με την προσωπική δημιουργία, αλλά αντιθέτως με την αναγκαιότητα της παροχής υπηρεσιών έναντι ανταμοιβής που επιτρέπει στο άτομο να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, σε μια πλήρως ανταγωνιστική κοινωνία. Παρ’ όλες τις προβλέψεις για το «τέλος της εργασίας», οι οποίες πολλές φορές επιδιώκουν την ταύτιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και βίας με την εξέλιξη της τεχνολογίας, η εργασία δεν έχει τελειώσει, αλλά απλά «μετακινείται» σε κοινωνίες στις οποίες θα έχει μικρότερο κόστος. Η δήθεν εξάλειψη της εργασίας δια της αυτοματοποίησης φαίνεται πως ήταν απλά ένας αστικός μύθος, καθώς κανείς (πλην των πλούσιων κληρονόμων) δεν έχει και σήμερα το δικαίωμα της επιλογής ανάμεσα στην εργασία και τη μη εργασία, αλλά απλά δεν προσφέρεται εργασία για όλους. Όπως έλεγε ο Κ.Καστοριάδης «μια κοινωνία ελεύθερου χρόνου είναι θεωρητικά δίπλα μας – τη στιγμή που μια κοινωνία που να καθιστά δυνατή για τον καθένα μια εργασία προσωπική και δημιουργική φαίνεται τόσο απομακρυσμένη όσο και στον 10ο αιώνα». («Ο θρυμματισμένος κόσμος» σ. 12-13)

Με τις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες να μαστίζονται από την ανεργία (που σημαίνει στέρηση των αναγκαίων μέσων για επιβίωση), με τους εργοδότες (είτε το δημόσιο, είτε τους ιδιώτες) να επιτίθενται στα δικαιώματα των «τυχερών» εργαζομένων και στους μισθούς τους, θα φαινόταν ίσως «ανεπίκαιρη» μια κριτική στην ίδια τη φύση της εργασίας ως σύγχρονη δουλεία. Από την άλλη, μια απομονωμένη κριτική στις τακτικές της εργοδοσίας, θα θύμιζε την τακτική των συνδικαλιστών το Μάη του 68, που ενώ οι εξεγερμένοι ζωγράφιζαν στους τοίχους «η φαντασία στην εξουσία» και, παράλληλα, διεκδίκησαν δυναμικά την ανατροπή της υπάρχουσας παγιωμένης πολιτικής κατάστασης οργανώνοντας γενική πολιτική απεργία, αυτοί διαπραγματεύονταν απλώς αύξηση μισθών. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως η επιστροφή στην, σε κάποιο βαθμό, «καλοπληρωμένη» εργασία (προς «καλοξοδεμένο» καταναλωτισμό) δεν αποτελεί σήμερα δυνατότητα, μέσα στο υπάρχον σύστημα Νεοφιλελευθερισμού, διότι…δεν συμφέρει τους ρυθμιστές του. Η προοπτική, λοιπόν, δεν εστιάζεται στην διεκδίκηση καλύτερων μισθών, αλλά στο ξεπέρασμα της ηθικής της εργασίας και το πέρασμα στην ηθική της δημιουργίας.

Η ανθρώπινη δραστηριότητα θεωρημένη ως δημιουργία και όχι ως εργασία, έχει τη δυνατότητα να απελευθερώσει τον άνθρωπο από την μηχανική διάσταση των καθημερινών του δραστηριοτήτων. Στο δυστοπικό φαντασιακό, βέβαια, η δημιουργία συνδέεται κυρίως με τέχνες όπως η ποίηση, η ζωγραφική, ο κινηματογράφος. Στην πραγματικότητα, δημιουργός είναι και ο επιστήμονας και ο αγρότης, ο μηχανικός που προσαρμόζει τα εργαλεία του στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του, αλλά και ο εκπαιδευτικός. Σ’ αυτό ακριβώς αναφέρεται το γκράφιτι σε κάποιους τοίχους «είμαστε όλοι καλλιτέχνες». Φυσικά, το πέρασμα στην ηθική της δημιουργίας δεν σημαίνει πως οι απεργίες των εργαζομένων είναι αδιέξοδες ή αχρείαστες. Αντιθέτως, οι αγώνες του κόσμου της εργασίας (με την ευρεία έννοια) αποτελούν αναγκαία (όχι όμως και ικανή από μόνη της) προϋπόθεση στο δρόμο για την ευτοπία.

Ο κόσμος της ευτοπίας

Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι ονειρεύονταν ουτοπίες, τις οποίες τοποθετούσαν σε ένα φανταστικό παρελθόν, σε άλλες διαστάσεις ή στο απώτερο μέλλον. Μεσσίες, φιλόσοφοι, ηγέτες, τυχάρπαστοι, ανόητοι αλλά και άνθρωποι με βάθος, προσπάθησαν να παρουσιάσουν, ο καθένας για δικούς του λόγους, τον τέλειο κόσμο της αρμονίας. Οι περισσότερες από τις ουτοπίες αυτές διατυπώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε ν’ αποτελούν ένα όραμα μιας εναλλακτικής κανονικότητας, ενός περιχαρακωμένου δηλαδή συστήματος. Θα αναφερθούμε, λοιπόν, στην ευτοπία αποφεύγοντας τον σαφή προσδιορισμό των θεσμών της, καθώς δεν πιστεύουμε στην εκ των προτέρων περιγραφή μιας «Γης της Επαγγελίας», που θα αποβεί «σωτήρια» για την ανθρωπότητα. Αντιθέτως, πιστεύουμε στη δύναμη της κοινωνίας να αυτοθεσμίζεται, να δημιουργεί την ιστορία και να διαμορφώνει το παρόν και το μέλλον της.

Στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε ούτε το αν, ούτε το πότε, ούτε το πώς. Ακόμα και για το γιατί δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε, αλλά αυτό το κάνουμε υποκύπτοντας στις εντσικτικές μας επιθυμίες. Αφού απορρίψαμε την ντετερμινιστική εκδοχή περί ιδιοτελούς ανθρώπινης φύσης, είμαστε λογικά υποχρεωμένοι, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς, να παραδεχτούμε πως δεν είμαστε οι ατρόμητοι εξερευνητές που θα επιδιώξουν να βρουν, για λογαριασμό όλων των υπόλοιπων, το άγιο δισκοπότηρο, το ελιξήριο της ζωής, το μυστικό της δημιουργίας, το μονοπάτι προς την ατομική και συλλογική αυτονομία.

Χωρίς, λοιπόν, να παγιδευτούμε στη λεπτομερή περιγραφή ενός ουτοπικού κόσμου, που θα μετέτρεπε το κείμενο σε λογοτεχνία, και χωρίς να αναζητούμε ως δήθεν «πρωτοπόροι» κάποια αλήθεια, ή τη μόνη ορθολογική πρόταση, θα προσπαθήσουμε να θίξουμε κάποιες πλευρές της ουτοπίας ανασυγκρότησης, της ευτοπίας που επιδιώκουμε. Η ιστορία είναι δημιουργία. Η ευτοπία είναι μπροστά μας, αρκεί να το θελήσουμε, αρκεί να το απαιτήσουμε.

Παραδόσεις και δημοκρατία

Η έννοια «παράδοση», έχει ταυτιστεί με συντηρητικές και αντιδραστικές πολιτικές. Προκειμένου να κατανοηθεί το ζήτημα αυτό, δηλαδή το πώς αντιλαμβανόμαστε την παράδοση και πώς θα μπορούσαμε ν’ αντλήσουμε από την αντίληψή μας αυτή ιδέες σε σχέση με το εάν είναι εφικτή μια κοινωνία πιο ανθρώπινη και δίκαιη, θα πρέπει να απαντήσουμε πρώτα στο εξής ερώτημα: τί σημαίνει πολιτική; Οι περισσότεροι ταυτίζουν την έννοια της πολιτικής με την ψηφοθηρία και τον καριερισμό. Όμως, η πολιτική βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την εκλεγόμενη ολιγαρχία. Πρώτα απ’ όλα, πολιτική σημαίνει συλλογική δραστηριότητα που αποσκοπεί στην αλλαγή των θεσμών μιας κοινωνίας. Αλλαγή όχι για την ευχαρίστηση της αλλαγής, αλλά γιατί πραγματικά υπάρχει ανάγκη να αμφισβητηθούν οι υπάρχοντες θεσμοί. Στην ουσία, πολιτική και δημοκρατία είναι κάτι συνυφασμένο. Διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι το σύγχρονο καθεστώς των φιλελεύθερων ολιγαρχιών είναι δημοκρατικό. Η (πραγματική) δημοκρατία προϋποθέτει την ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας, όπου όλοι οι πολίτες θα μπορούν ανεξάρτητα να συζητούν, να αναζητούν λύσεις και αποφάσεις είτε στα καθημερινά τους προβλήματα, είτε να έρχονται σ’ επαφή με νέες προσεγγίσεις, συνθέτοντας έτσι την εικόνα μιας κοινωνίας που τα μέλη της δεν παραμένουν εγκλωβισμένα στην ιδιωτική τους σφαίρα, αλλά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.

Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες απεναντίας, χαρακτηρίζονται για τον άκρατο οικονομισμό και ιδιώτευση. Δημοκρατία, λοιπόν, δεν σημαίνει απλά «ψηφίζουμε κάθε τέσσερα χρόνια αντιπροσώπους». Σημαίνει διαρκή αμφισβήτηση των εκάστοτε θεσμών, μέσω της άμεσης συμμετοχής των πολιτών στα κοινά, τη λήψη αποφάσεων, την συνδιαμόρφωση και τις πολιτικές συζητήσεις. Αυτού του είδους το καθεστώς για πρώτη φορά θεσμίστηκε στην αρχαία Αθήνα.

Δίχως να προτείνουμε το παράδειγμα των αρχαίων ελληνικών πόλεων ως κάτι που εμείς σήμερα θα έπρεπε να πάρουμε και να αντιγράψουμε αυτούσιο (κάτι τέτοιο μάλλον σαν τρέλα θα έμοιαζε), η αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία αποτελεί αντικείμενο μελέτης και διαύγασης, μαζί με άλλες περιπτώσεις όπου δημιουργήθηκαν πραγματικά δημοκρατικά γονιμοποιά σπέρματα (η Παρισινή Κομμούνα, η Ουγγρική Επανάσταση και η Αναρχική Καταλωνία).

Η πραγματική δημοκρατία (δηλαδή η άμεση δημοκρατία), δίνει στους πολίτες το δικαίωμα της διαρκούς αμφισβήτησης, όχι μόνο σε θέματα νομοθετικής εξουσίας, αλλά και θέματα αξιών (η φιλοσοφία και η πολιτική βαδίζουν μαζί), εφόσον όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να επέμβουν στη νομοθετική εξουσία τόσο σε λειτουργικό όσο και σε αξιακό επίπεδο. Έτσι λοιπόν, βλέπουμε ότι κομμάτι της πολιτισμικής μας κληρονομιάς είναι τόσο τα δημοκρατικά προτάγματα (όπως εκφράστηκαν μέσω των ελληνικών πόλεων, μέσω των επαναστάσεων στην Ευρώπη μετά το τέλος της περιόδου της Αναγέννησης και στη συνέχεια με το εργατικό και αναρχικό κίνημα). Από την άλλη πλευρά όμως, κομμάτι της παράδοσής μας είναι και ο ολοκληρωτισμός.

Το πρόταγμα της αυτονομίας είναι μια δημιουργία της ιστορίας μας. […] Το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι μια πολιτική επιχείρηση σαν οποιαδήποτε άλλη. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο δια μέσου της αυτόνομης δραστηριότητας του κόσμου. Η δραματική απουσία αυτής ακριβώς της αυτόνομης δραστηριότητας είναι αυτό που χαρακτηρίζει τη σημερινή πραγματικότητα.

(Καστοριάδης, «Ο Θρυμματισμένος κόσμος» σ.28)

Στόχος της πολιτικής δεν είναι η ευτυχία, αλλά η ελευθερία. Την πραγματική ελευθερία (δεν ασχολούμαι εδώ με τη φιλοσοφική «ελευθερία») την αποκαλώ αυτονομία. Η αυτονομία της κοινότητας, που μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη ρητή αυτοθέσμιση και αυτοκυβέρνηση, είναι αδιανόητη χωρίς την πραγματική αυτονομία των ατόμων που απαρτίζουν την κοινότητα. Η συγκεκριμένη κοινωνία, που ζει και λειτουργεί, δεν είναι τίποτε άλλο απ’ τα συγκεκριμένα, δρώντα,”πραγματικά” άτομα [3]

Γιατί όμως η έννοια παράδοση έχει ταυτιστεί με αντιδραστικές απόψεις; Διότι οι συντηρητικοί προσπαθούν πάντα με κάποιον τρόπο να δικαιολογήσουν τα δεινά της κοινωνίας στις πολιτικές ελευθερίες (οι οποίες κερδήθηκαν μέσω της αυτόνομης δράσης των αποκλεισμένων ομάδων). Επικρατεί η άποψη του Χομπς, που πίστευε ότι είναι αναγκαίο να υπάρχει ένας αφέντης που θα επιβάλει τους νόμους αυστηρά και θα τιμωρεί παραδειγματικά τους παραβάτες, διότι ο ιδιοτελής άνθρωπος δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητος. Η φιλελευθεροποίηση των Δυτικών κοινωνιών, προκαλεί θυμηδία στη σκέψη των συντηρητικών που νοιώθουν την ανάγκη να επιστρέψουν στο παρελθόν, όπου η καταστολή (και συνεπώς η κοινωνική ειρήνη) ήταν ισχυρότερη, αγνοώντας όλους τους παράγοντες που ωθούν τα άτομα μιας κοινωνίας προς την παρανομία, όπως το φαντασιακό του καπιταλισμού (ολοένα και μεγαλύτερη εξασφάλιση πλούτου) και οι πολιτικές ανισότητες. Οι ντετερμινιστικές αυτές απόψεις, πέρα από το ότι είναι λάθος από ιστορική τουλάχιστον οπτική γωνία, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και αντι-πολιτικές. Διότι, όπως είχε πει και ο Steve Jobs (ο ιδρυτής της Apple): «δεν είναι δουλειά των καταναλωτών να γνωρίζουν τι θέλουν». Μεταφέροντας την παραπάνω φράση στην πολιτική σφαίρα, δεν είναι δουλειά των πολιτών να ασχολούνται με την πολιτική, να γνωρίζουν τι θέλουν. Αυτού του είδους οι καταστροφικές απόψεις διαιωνίζουν τον εγκλεισμό μας στην ιδιωτική σφαίρα, «τη μόνη σφαίρα όπου ο άνθρωπος μπορεί να απελευθερωθεί», λέει η Hannah Arendt (“On Revolution” 114).

Είναι η ευτοπία μια δυνατή πραγματικότητα;

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η ευτοπία δεν είναι ο τέλειος κόσμος, δεν οραματιζόμαστε ένα παράδεισο. Η ευτοπία θα μπορούσε να χαρακτηρίζεται από απελευθέρωση της ανθρώπινης δημιουργίας και πνεύματος, από πραγματική δημοκρατία, από την πραγμάτωση πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής αυτονομίας. Από μόνα τους αυτά τα χαρακτηριστικά αποκαλύπτουν την εξελικτικότητα μιας τέτοιας κοινωνίας, με φορείς εξέλιξης όμως τους ίδιους τους πολίτες, ως ισότιμα μέλη της. Αποτελεί λοιπόν σύμβαση ο όρος «δυνατή πραγματικότητα», καθώς δεν είναι μία αλλά μια αλληλουχία πραγματικότητας.

Ένας υπερασπιστής της δυστοπικής (σημερινής) πραγματικότητας θα έλεγε πως η άμεση δημοκρατία, ή η κοινωνική αυτονομία είναι ανεφάρμοστα προτάγματα που είναι αδύνατο να επιτευχθούν. Και είναι αλήθεια πως η ίδια η Ιστορία προσφέρεται ως βασικό του επιχείρημα. Με την ίδια λογική, όμως, μια γυναίκα του Μεσαίωνα θα χαρακτήριζε ουτοπική τη δυνατότητά της να συμμετέχει ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας στις εκλογές, ένας δούλος θα φανταζόταν ως ευτοπία έναν κόσμο χωρίς αλυσίδες και βασανισμούς, ένας αστρονόμος δεν θα πίστευε ποτέ πως κάποτε, κάποιος άνθρωπος θα πατήσει στη Σελήνη. Η Ιστορία υπάρχει για να ανατρέπεται, και όχι για να επαναλαμβάνεται. Η ομοιότητα διάφορων μηχανισμών ή ανθρώπινων συμπεριφορών που παρατηρούνται διαχρονικά δεν οδηγούν στο συμπέρασμα περί επανάληψης της Ιστορίας, αλλά αποτελούν απλώς μία διαπίστωση που έχει να κάνει με το ότι οι άνθρωποι και οι κοινωνίες αν και είναι συγγενικές μεταξύ τους (για ανθρώπους και οργανωμένα συστήματα διαβίωσης μιλάμε πάντα), ωστόσο βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Η μη επανάληψη της Ιστορίας και η επιθυμία μας να την επηρεάσουμε καταλυτικά δεν ταυτίζεται με την πίστη σε κάποιου είδους παρθενογένεση.

Φυσικά, δεν φανταζόμαστε πως θα μπορούσε ένα όμορφο πρωί να συγκληθεί συνέλευση δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων ώστε να ληφθούν αποφάσεις ξαφνικά από όλους για όλα. Ούτε όμως πιστεύουμε πως είναι αναγκαία μια «δικτατορία του προλεταριάτου» που θα επιβληθεί θελησιοκρατικά διαπαιδαγωγώντας τους πολίτες κατά τέτοιο τρόπο ώστε να συμμετέχουν στα κοινά. Η άμεση δημοκρατία δεν είναι για εμάς αυτοσκοπός, αποτελεί το μέσο για μια διαρκή επαναστατική διαδικασία, εννοώντας πως η επανάσταση δεν έχει αρχή και τέλος, ο επαναστάτης δεν γίνεται συντηρητικός μετά την «επιτυχία» της εξέγερσης αλλά συνεχίζει να συμμετέχει, να συνδιαμορφώνει και να αμφισβητεί εκθέτοντας τις απόψεις του σε δημόσιο έλεγχο αλλά και κάνοντας αυτοκριτική. Έτσι, η λειτουργία μιας σύγχρονης άμεσης δημοκρατίας απαιτεί την προσαρμογή της θεωρητικής της διάστασης στην πρακτική – προσαρμογή που μπορεί να γίνει με αντικατάσταση θεσμών αντιπροσώπευσης από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, μέσα στο ήδη υπάρχον σύστημα.

Εντελώς ενδεικτικά θα αναφέρουμε την δυνατότητα λειτουργίας της άμεσης δημοκρατίας στα αμφιθέατρα των σχολών, αντικαθιστώντας το διεφθαρμένο πελατειακό σύστημα των κομματικών παρατάξεων, έτσι ώστε να εκφράζονται οι ιδέες των πραγματικά εμπλεκομένων, δηλαδή των φοιτητών (αλλά και των διδασκόντων) και όχι των κομματικών μηχανισμών. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η λειτουργία των σχολείων σύμφωνα με το ανοιχτό πρόταγμα του αυτοδιαχειριστικού πειραματισμού, δηλαδή η λήψη και εκτέλεση αποφάσεων σχετικά με ό,τι διέπει την εκπαιδευτική πράξη ενός σχολείου από εκπαιδευτικούς και μαθητές. Μια άλλη δυνατότητα είναι η αμεσοδημοκρατική λειτουργία τοπικών κοινοτήτων, όπου κληρωτές και ανακλητές επιτροπές θα αναλαμβάνουν για μικρό χρονικό διάστημα την εφαρμογή των αποφάσεων της κοινότητας. Όσο οι πρακτικές αυτές θα δοκιμάζονται στην πράξη, έστω σε μικρή κλίμακα, τόσο θα ανανεώνονται, θα εξελίσσονται, θα διορθώνονται πριν εφαρμοστούν σε μεγάλη κλίμακα με τη διάχυση τους στην κοινωνία.

Ενάντια σε κάθε δόγμα προς την ευτοπία

Η σημασία μιας θεωρίας, δεν μπορεί να κατανοηθεί ανεξάρτητα από την πρακτική στην οποία η ίδια αντιστοιχεί. Θα φάνταζε απαράδεκτη οποιαδήποτε προσπάθεια διατήρησης κάποιας ιδεολογικής «ορθοδοξίας», περιορίζοντας τα ιδανικά που αυτή πρεσβεύει από το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα της πρακτικής εφαρμογής της. Κάτι τέτοιο μας κάνει να προβληματιζόμαστε σε ό,τι αφορά την εγκυρότητα του ορθόδοξου Μαρξισμού σήμερα: το να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα αίσχη που διαδραματίστηκαν σε όλες τις χώρες όπου έδρασαν Σταλινικά καθεστώτα, είτε τις ενέργειες των γραφειοκρατιών των κομμουνιστικών κομμάτων αποστασιοποιούμενοι από τη θεωρία που αυτά πρεσβεύουν θα φάνταζε, αν μη τι άλλο, ως πολιτική στρουθοκαμήλου. Έτσι λοιπόν, θα πρέπει να τελειώνουμε με τα Σταλινικά (και όχι μόνο) δόγματα και κάθε είδους ιεδολογική ορθοδοξία και απολυτότητα.

Το πέρασμα από την δυστοπία στην ευτοπία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτω από συνθήκες ιδεολογικού παρωπιδισμού που συναντάμε συνεχώς σήμερα. Προϋποθέτει ανοιχτότητα και την προσπάθεια κατανόησης των πραγμάτων. «Η μοναξιά» με την έννοια της κοινωνικής απομόνωσης, ή αλλοτρίωσης/ξένωσης [1] «αποτελεί την υλική βάση για την τρομοκρατία και ουσία του ολοκληρωτισμού» (Αrendt «The Origins of Totalitarianism» 475). Η αλλοτρίωση αυτή, «έχει γίνει μια καθημερινή εμπειρία… Η ανελέητη διαδικασία με την οποία οδηγεί στον ολοκληρωτισμό και οργανώνει τις μάζες μοιάζει με αυτοκτονική διαφυγή από την πραγματικότητα» έλεγε η Αrendt (σ. 478). Πώς εμείς θα νικήσουμε αυτόν τον απομονωτισμό που τόσο ο καπιταλισμός προωθεί, όσο και το άτομο που αναζητά διεξόδους από την σύγχρονη ιδιώτευση; Μία λύση είναι η αναβίωση του κινήματος των πλατειών, ή έστω η γένεση κάποιου παρόμοιου κινήματος που δε θα βασίζεται σε κάποια έτοιμη δοτή θεωρία, όπου η πράξη δεν θα είναι το αποτέλεσμα μιας δοτής θεωρίας, μιας ιδεολογίας αλλά το αποτέλεσμα πολιτικών συζητήσεων.

Τα κινήματα που επενδύουν στη λογική της μάζας και του όχλου δύσκολα μπορούν να οδηγήσουν σε κοινωνική χειραφέτηση. Η απελευθέρωση προϋποθέτει την ανάδειξη της διαφορετικότητάς του καθενός μέσα από την συλλογική δράση. Όταν η προσωπικότητα ενός ατόμου καταπνίγεται από τις κραυγές του όχλου που δεν ξέρει πραγματικά τί ζητά και τί επιθυμεί, τότε δημιουργούνται καταστάσεις που λειτουργούν ως εφαλτήριο για την γένεση ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η πραγματική δημοκρατία, προϋποθέτει όλους τους πολίτες να ενώνουν τη διαφορετικότητά τους (η διαφορετικότητα δεν είναι αυτό που τους χωρίζει αλλά αντίθετα, αυτό που τους ενώνει σε ένα δημιουργικό όλον με δυναμική), παραχωρεί στον καθένα το δικαίωμα ν’ ακούσει και να ακουστεί, να μάθει και να διδάξει, να έρθει σε επαφή με τον συνάνθρωπό του, αποβάλλοντας έτσι τον απομονωτισμό που τον οδηγεί στον σεχταρισμό και τον φανατισμό. Αν υπάρχει κάτι που θα πρέπει να νικήσουμε, αυτό είναι η απομόνωση στην οποία έχουμε περιπέσει • η απομόνωση που καλλιεργεί διαφόρων ειδών φοβίες και προκαταλήψεις για το διαφορετικό (επειδή δεν έχουμε έρθει σ’ επαφή με αυτό). Τέλος, δεν είναι μόνο ο καπιταλισμός αυτό που θα πρέπει να ξεπεράσουμε αλλά και οι κάθε είδους θεολογικού τύπου ιδεολογικές προσεγγίσεις. Η υπερβατικότητα, η μεταφυσική, η θρησκευτικότητα, η άκαμπτη αιτιοκρατία, στέκονται εμπόδια στην ελευθερία που επιδιώκουμε.

Ο δρόμος για την ευτοπία δεν είναι στρωμένος ούτε με δελτία τύπου, ούτε με κομματικά ψηφοδέλτια. Το κίνημα των αγανακτισμένων, η μαζική συμμετοχή του κόσμου στις πορείες του 2011, η δημιουργία αλληλέγγυων δικτύων, άνοιξαν το μονοπάτι για το μέλλον. Απορρίπτουμε κάθε μοναδική αλήθεια, κάθε ηγετική φυσιογνωμία, κάθε δογματική πεποίθηση, συνεχίζοντας την κοινωνική επανάσταση που ποτέ δεν έχει τελειώσει, βρίσκεται εν σπέρματι στην ψυχή του καθενός μας. Ας απελευθερωθούμε από τα δεσμά του εγώ, αφήνοντας το εμείς να πλημμυρίσει.

Βιβλιογραφία:
Καστοριάδης, Κορνήλιος. Είμαστε Υπεύθυνοι για την Ιστορία μας. Πέμπτη έκδοση, Πόλις, 2001.
Καστοριάδης, Κορνήλιος. Ο Θρυμματισμένος κόσμος. Ύψιλον βιβλία, 2001.
Καστοριάδης, Κορνήλιος. Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού. Ύψιλον βιβλία, 1997.
Καστοριάδης, Κορνήλιος. Η άνοδος της ασημαντότητας. Ύψιλον βιβλία, 2000.
[1] Εμπειρίκος Ανδρέας. Τα πουλιά του Προύθου, από τη συλλογή «Ενδοχώρα» 1945.
Arendt, Hannah. The Origins of Totalitarianism. Third Edition, London, 1996.
Arendt, Hannah. On Revolution. Penguin Books, Second Edition, 1973 (first published in 1963).
Hobbes, Thomas. Leviathan. Oxford University Press, Second Edition, 1909.
[2] Ελευθεροτυπία: Αβγατίζει η… φτώχεια στην Ευρώπη
[3] Καστοριάδης, Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως καθεστώς 2.

Συγγραφή: Efor, Michael Th Ian Delta


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-9J3