Νεοφιλελευθερισμός: Πίσω από τη θεωρία!

1. Ο Νεοφιλελευθερισμός

Ο Νεοφιλελευθερισμός υπήρξε ένα από τα πιο περιθωριακά οικονομικά δόγματα (ακόμα και στους καπιταλιστικούς κύκλους), το οποίο, μετά την άνοδο στην εξουσία των Ronald Reagan στις ΗΠΑ και της Margaret Thatcher στην Μεγάλη Βρετανία, άρχισε να παρουσιάζεται ως η τελευταία λέξη της οικονομικής επιστήμης. Επισήμως, έχει συνδεθεί με το «The Washington consensus» και σε μεγάλο βαθμό έχει επηρεαστεί από την Αυστριακή Σχολή των Οικονομολόγων (βλ. Ludwig von Mises, οικονομικός λιμπεραλισμός και λιμπερταριανισμός). Σε αντίθεση με τον φιλελευθερισμό, που ιστορικά αποτελεί την κύρια ιδεολογία της νεογέννητης αστικής τάξης κατά την εποχή του Διαφωτισμού (βασικοί εκφραστές του: Alexis de Tocqueville, Jean-Jacques Rousseau, Montesquieu…) και προτάσσει την αποδέσμευση της εκκλησίας από το κράτος, το τέλος της μοναρχίας, το αίτημα για δημοκρατία και ελευθερία του ατόμου, ο Νεοφιλελευθερισμός σήμερα θέτει ως κεντρική του επιδίωξη την οικονομική «ανάπτυξη» και «αποδοτικότητα», βάση της «ορθολογικής» κυριαρχίας επί των πάντων, μια ορθολογικότητα όμως καθαρά εργαλειακή και μηχανιστική (θα αναφερθούμε εκτενέστερα σ’ αυτό, παρακάτω).

Η στροφή στο Νεοφιλελευθερισμό οφείλεται κυρίως: α) στην υποχώρηση του παγκόσμιου εργατικού κινήματος μετά το Μάη του 1968 στην Γαλλία (τελευταία δυναμική εμφάνισή του με κήρυξη μαζικής πολυήμερης πολιτικής απεργίας) και το κλίμα απάθειας, ιδιώτευσης και κομφορμισμού που άρχισε να καλλιεργείται συστηματικά στις περισσότερες Δυτικές χώρες μετά, β) στην πολιτισμική και κοινωνική οπισθοδρόμηση που ακολούθησε από τις αρχές του 21ου αιώνα και έπειτα, έχοντας ως αποτέλεσμα τη σταδιακή στροφή της κοινωνίας σε όλο και πιο συντηρητικές αξίες (η ηθική της εργασίας και ο παραγωγισμός: αξίες που προωθούνται, επίσης, και από τη Νεοφιλελεύθερη ατζέντα), γ) στην αδυναμία του κεϊνσιανισμού και της σοσιαλδημοκρατίας ν’ αμβλύνουν τις κοινωνικές ανισότητες και δ) κυρίως στον πανικό του διεθνούς κεφαλαίου μπροστά στη σταθερή πτώση του ποσοστού κέρδους του, που οφείλεται στην ανάγκη να αγοράζει ολοένα και πιο προηγμένη τεχνολογία,  με την υπερπροσφορά προϊόντων και τον ανταγωνισμό. Η άνοδος του Νεοφιλελευθερισμού υποβοηθήθηκε, επίσης: α) όπως διαπιστώνουν οι Verity Burgman και Andrew Ure [1α], στο ότι, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, μεγάλο κομμάτι του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις αντι-Νεοφιλελεύθερες θέσεις του [δεδομένου ότι το μοντέλο αυτό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την παγκοσμιοποίηση (ως οικονομικός όρος)] με σκυρόδεμα την προετοιμασία καμπάνιας για τον τερματισμού του «Πολέμου Ενάντια στην Τρομοκρατία», πρώτα στο Αφγανιστάν και μετά στο Ιράκ και β) όπως περιγράφουν οι Clara Algranati, Jose Seoane και Emilio Taddei [1β], στο ότι, μετά νίκη των κινημάτων ενάντια στις δεξιές κυβερνήσεις στην Αργεντινή την Βολιβία και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής που είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση των σοσιαλδημοκρατικών κεντροαριστερών συνασπισμών, οι νέες αυτές κυβερνήσεις απέτυχαν εξίσου να δώσουν λύσεις στα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ντόπιος πληθυσμός, εξαφανίζοντας έτσι το «αντίπαλο δέος» στην επέλαση των Νεοφιλελεύθερων.

Βασικός στόχος ενός Νεοφιλελεύθερου προγράμματος, είναι η μείωση του οικονομικού ρόλου του κράτους, η οποία προτείνεται να γίνει με τους εξής τρόπους:
• με αποσύνδεση από το κράτος, τομέων της οικονομίας που παραδοσιακά ανήκαν σ’ αυτό, όπως η παιδεία, η υγεία, οι μεταφορές, τα δημόσια έργα, οι υποδομές, η ενέργεια, η στρατιωτική βιομηχανία κλπ. Σύμφωνα με τον κύριο εκφραστή του Νεοφιλελευθερισμού, Milton Friedman, μόνο οι δυνάμεις καταστολής πρέπει να παραμείνουν στην άμεση σφαίρα επιρροής του κράτους,
• με χαμηλότερη φορολογία του κεφαλαίου ως κίνητρο για επενδύσεις και απελευθέρωση των επιτοκίων
• με την άρση κάθε νομικού περιορισμού στην ασύδοτη δράση του κεφαλαίου,
• με εκτεταμένες αποκρατικοποιήσεις/ιδιωτικοποιήσεις και εκποίηση του δημοσίου πλούτου
• με ανταγωνιστικές ισοτιμίες
• με αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και ακύρωση των κοινωνικών κατακτήσεων (πρόγραμμα που επισήμως ονομάζεται: αναδιάταξη των δημοσίων προτεραιοτήτων των κρατικών δαπανών),
• με δημοσιονομική πειθαρχία,
• με απορρύθμιση
• με την ενίσχυση του ρόλου της ατομικής ιδιοκτησίας ως θεσμικά κατοχυρωμένου δικαιώματος.
[για περισσότερα, βλ. Williamson, J. (2004) «A short History of the Washington Consensus», Institute for International Economics]

Μια ματιά στην επική… ομιλία της 10ης Σεπτεμβρίου 2011 του Πρωθυπουργού στην 76η ΔΕΘ και κυρίως, αλλά όχι μόνο, στο μετα-μνημονιακό νομοθετικό έργο της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης (αλλά και των κυβερνήσεων K. Σημίτη και K. Καραμανλή), είναι αρκετή για να φανεί η πλήρης υιοθέτηση από τα κυρίαρχα «κόμματα της εξουσίας» της χώρας, αλλά και από τα «συγκοινωνούντα τους δοχεία» (ΛΑ.Ο.Σ., ΔΗ.ΣΥ., ΔΗΜ.ΑΡ.), όλων των κύριων επιλογών του Νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όπως προαναφέρθηκαν:

Αναδιάρθρωση όλου του ασφαλιστικού συστήματος (αρχής γενομένης το 1992) με αποτέλεσμα την απίστευτη μείωση των συντάξεων και την αύξηση των ετών εργασίας, κατάργηση όλων των προστατευτικών (για τους εργαζόμενους) διατάξεων του εργατικού δικαίου σε βαθμό που να μιλάμε για ουσιαστική αντικατάστασή του από ένα «δίκαιο αμοιβών», διάλυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας με ιδιωτικοποιήσεις και συγχωνεύσεις νοσοκομείων και εν τοις πράγμασι ιδιωτικοποίηση της πρωτοβάθμιας Υγείας (δημιουργία ΕΟΠΥΥ), έμμεση κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας και της σχετικής δυνατότητας αυτοδιοίκησης που είχαν τα Πανεπιστήμια, παραχώρηση δημοσίων έργων σε ιδιώτες, εξαγγελία εκποίησης (ή «αξιοποίησης») δημόσιας περιουσίας, εξαγγελία πλήρους και άνευ όρων ιδιωτικοποίησης όλων των υπηρεσιών που γνωρίζαμε ως υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (ρεύμα, νερό, επικοινωνίες κλπ.).

Διαρκείς αλλαγές στο φορολογικό σύστημα με σταδιακή μείωση του συντελεστή φορολόγησης των εταιρειών και ταυτόχρονη επιβολή πάσης φύσεως φόρων στην συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού και μάλιστα, σε μία χώρα που ήδη είχε την υψηλότερη έμμεση φορολογία σε ολόκληρη την Ευρώπη (και από τις υψηλότερες παγκοσμίως).

Θα μπορούσαμε να γράψουμε τόμους σχετικά με το πόσες επιλογές των τελευταίων κυβερνήσεων (και ειδικά της απάνθρωπης, σημερινής κυβέρνησης), τηρούν με ευλάβεια τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού, αλλά είναι πλέον γνωστές (και καθημερινά αισθητές) σε όλους.

2. Η απάτη της «ανάπτυξης» (ή πώς ο Νεοφιλελευθερισμός είναι απόλυτα παράλογος ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους)

Ο Πρωθυπουργός, στη ΔΕΘ, είπε μεταξύ άλλων:

         Η συζήτηση για την ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι αφηρημένη, δεν είναι απλώς ένα σύνθημα. Η ανάπτυξη δεν διατάσσεται, έχει προϋποθέσεις. Και πρώτη προϋπόθεση, όπως είπαμε, είναι η δημοσιονομική εξυγίανση και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Ποιος θα χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη, εάν δεν έχουμε διασφαλίσει πρόσβαση των τραπεζών σε διεθνή κεφάλαια; Εάν δεν έχουν επιστρέψει οι καταθέσεις -που σήμερα πράγματι επιστρέφουν. Αν η επένδυση στην Ελλάδα δεν είναι μια σίγουρη επένδυση; Προϋπόθεση, λοιπόν, η δημοσιονομική εξυγίανση.

Στη συνέχεια, προσπάθησε να τεκμηριώσει την άποψή του για το πώς επιτυγχάνεται η ανάπτυξη, θέτοντας ως κύριες προϋποθέσεις:
• τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος
• τη μείωση των δημοσίων δαπανών τάχα χωρίς αύξηση της φορολογίας (κάτι που όπως διαπιστώνουμε είναι απόλυτα ψευδές), η οποία μείωση θα επιτευχθεί με μείωση των εξόδων του κράτους (με τεράστιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, απολύσεις και εργασιακή εφεδρεία που είναι αποτέλεσμα συγχωνεύσεων και ιδιωτικοποιήσεων).
• την αύξηση των εξαγωγών (χωρίς βέβαια να εξηγήσει τί μπορεί να εξάγει μία ολοκληρωτικά αποβιομηχανοποιημένη χώρα όπως η Ελλάδα, ποιό θα είναι αυτό το «ανταγωνιστικό» προϊόν που θα ανατρέψει το ελλειμματικό ισοζύγιο – δύσκολο π.χ. να εξάγει μια χώρα ντομάτες και να εισάγει αυτοκίνητα και να προσδοκά ότι θα επιτύχει μια κρίσιμη αύξηση εξαγωγών).
• τις ιδιωτικοποιήσεις
• το άνοιγμα νέων αγορών (Ρωσία, Ισραήλ, Τουρκία, Σερβία, Κίνα, Ινδία) στους Έλληνες επιχειρηματίες (χωρίς να λέει ότι αυτό σημαίνει απώλεια θέσεων εργασίας και απώλεια εσόδων από την πενιχρή έστω φορολόγηση των επιχειρηματιών αυτών).

Συμπερασματικά προκύπτει ότι η επίσημη θέση της Κυβέρνησης είναι πως η Ελλάδα, θ’ ακολουθήσει τη συνταγή του Νεοφιλελευθερισμού και του μονεταρισμού «προκειμένου να βγει από την κρίση και να οδηγηθεί στην Ανάπτυξη». Συμπυκνώνοντας σε μία φράση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πραγματικός στόχος των Νεοφιλελεύθερων δεν είναι το Κράτος καθεαυτό, αλλά ο αναδιανεμητικός του ρόλος. Παρακάτω, μια σύντομη ματιά στα επίσημα στατιστικά στοιχεία που απεικονίζουν την παγκόσμια οικονομική κατάσταση η οποία είναι αποτέλεσμα της Νεοφιλελεύθερης έκδοσης του καπιταλισμού που κυριαρχεί τις τρεις τελευταίες δεκαετίες στον πλανήτη, αρκεί να μας πείσει ότι, πρακτικά, στο εμπειρικό πεδίο, η λειτουργία της καπιταλιστικής (γενικότερα) οικονομίας, ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματική ευημερία που προτάσσει η θεωρία της. Δηλαδή, στο άρθρο αυτό, θα κάνουμε μια κριτική στον Νεοφιλελευθερισμό με βάση τα δικά του κριτήρια, θα μιλήσουμε, εν ολίγοις, εκ των έσω και θα χρησιμοποιήσουμε τη δική του γλώσσα, όπως ήδη κάνουμε από την πρώτη παράγραφο:

Σύμφωνα με στοιχεία του Ο.Η.Ε, λοιπόν, για το 2008 (στην αρχή δηλαδή της τελευταίας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης), οι άνεργοι ήταν παγκοσμίως 1,4 δισεκατομμύρια, οι υποσιτιζόμενοι 800 εκατομμύρια, ενώ 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζούσαν, ήδη τότε, με ημερήσιο εισόδημα μικρότερο των 2 δολαρίων την ημέρα. Σε 100 χώρες, το 80% των εργαζόμενων ήταν ελαστικά ή προσωρινά απασχολούμενο, σε 85 χώρες υπήρχε πτώση του κατά κεφαλήν εισοδήματος και σε 34 πτώση του προσδόκιμου ζωής. Την περίοδο 1990-2008, καταγράφηκαν 13 εκατομμύρια θάνατοι παιδιών ετησίως από πείνα και ιάσιμες ασθένειες  κατά μέσο όρο. Το 2010 μάλιστα, 7,6 εκατομμύρια θάνατοι από τις αιτίες αυτές αφορούσαν παιδιά μικρότερα των 5 ετών. Το πρόβλημα της πείνας αυξήθηκε σε τεράστιο βαθμό μετά το 2007 εξαιτίας της αύξησης της τιμής των σιτηρών κατά 130% και του ρυζιού κατά 74% (δηλαδή των 2 πιο βασικών προϊόντων διατροφής). Σήμερα υπάρχουν 90 χώρες στις οποίες το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 100% του ΑΕΠ τους. Τέλος, σημειώθηκε δραματική πτώση των πάσης φύσεως αμοιβών των εργαζόμενων παγκοσμίως με παράλληλη αύξηση του χρόνου εργασίας, ενώ η παράνομη παιδική εργασία εκτοξεύτηκε σε ιλιγγιώδη επίπεδα (το 2009 εργάζονταν υπό άθλιες συνθήκες περί τα 200 εκατομμύρια παιδιά).

Η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε αρχίσει να διαφαίνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, Από τότε παρατηρείται πτώση των παγκόσμιων ρυθμών ανάπτυξης στην παραγωγή, τις επενδύσεις, την κεφαλαιακή συσσώρευση, την απασχόληση και το εμπόριο κατά 50% σε σχέση με τους αντίστοιχους των δεκαετιών του ‘50 και του ‘60. Με αυτόν τον τρόπο, βλέπουμε ότι ο Νεοφιλελευθερισμός (αν όχι ολόκληρος ο καπιταλισμός ως προς την οικονομική του φύση), όχι μόνο αδυνατεί να εκπληρώσει αυτά που «υπόσχεται», αλλά, αποτυγχάνει να θέσει σε ισχύ ακόμα και τα δικά του μέσα προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του (αύξηση της παραγωγής με σκοπό την «ανάπτυξη»).

Αυτό που θα έλεγαν εδώ οι θιασώτες του Νεοφιλελευθερισμού, σαν απάντηση, είναι ότι δεν μπορούμε συγκρίνουμε δυο ανόμοια πράγματα, δηλαδή την περίπτωση της Νότιας Ευρώπης (μέσα στην οποία βρίσκεται και η Ελλάδα) με τον «τρίτο κόσμο.» Το επιχείρημα αυτό, βέβαια, κάθε άλλο παρά εσφαλμένο θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς. Θα ήταν τερατώδες σφάλμα η σύγκριση όχι μόνο μιας χώρας όπως η Ελλάδα με τον Ισημερινό (η πρώτη είναι χώρα που συμμετέχει στην Ευρωζώνη, η δεύτερη απολαμβάνει μια εξαιρετική πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία), αλλά ακόμη και οποιαδήποτε ταύτιση δυο χωρών εντός της Ευρωπαϊκής οικονομικής περιφέρειας (όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία). Η γεωγραφική περιοχή, η θέση της κάθε χώρας στο διεθνές πολιτικό σκηνικό, η κυριαρχία που ασκεί σε άλλες ή οι πιέσεις που δέχεται, ακόμα περισσότερο, η ιδιοσυγκρασία των κατοίκων και οι σχέσεις πολιτείας/κράτους και πολιτών διαφέρουν ριζικά από χώρα σε χώρα, πράγμα που καθιστά οποιαδήποτε σύγκριση παιδιάστικη αφέλεια. Το πρόβλημα όμως εδώ δεν είναι η διαφορετικότητα των χωρών/κρατών τόσο, αλλά η φύση του καπιταλισμού/Νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή, η μηχανιστική του «ορθολογικότητα», μια «ορθολογικότητα» που, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν λογαριάζει ούτε τρόπο ζωής, ούτε συνήθειες, ούτε παραδόσεις:

Σε πρώτη φάση, ο καπιταλισμός, ήταν το πρώτο, στην ανθρώπινη ιστορία, καθεστώς που ονομάστηκε «ορθολογικό». Όλα τα προηγούμενα καθεστώτα βασίζονταν αποκλειστικά και μόνο σε θρησκευτικούς μύθους. Δηλαδή, για έναν Χριστιανό της περιόδου του μεσαίωνα, η απάντηση στο ερώτημα «τι πρέπει να κάνω στην ζωή μου και γιατί ζω» ήταν η εξής: «να υπακούς στους νόμους του θεού και να προσεύχεσαι όσο περισσότερο μπορείς προκειμένου να κερδίσεις την εύνοιά του». Με την κυριαρχία του καπιταλισμού και κυρίως μετά την επικράτηση της Βιομηχανικής Επανάστασης το κυρίαρχο αυτό φαντασιακό αλλάζει. Η απάντηση στα υπαρξιακά προβλήματα ενός ανθρώπου, πλέον, είναι η εξής: «δουλειά, παραγωγή και συσσώρευση κεφαλαίων» (homo oeconomicus). Αυτό που βλέπουμε εδώ, είναι η μετουσίωση των φαντασιακών μύθων των παλαιότερων εποχών εντός της επιστημονίστικης και δαρβινιστικής καπιταλιστικής μηχανιστικής πραγματικότητας που κάποιοι ονόμασαν ορθολογικότητα. (Με τον όρο ορθολογισμό, εννοούμε το φιλοσοφικό ρεύμα που αποδέχεται ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσης τη λογική σκέψη και μόνο, και συνδέεται με την εισαγωγή των μαθηματικών στη φιλοσοφία, βλ. Ντεκάρτ και Σπινόζα.) Γιατί όμως ονομάσαμε την «ορθολογικότητα» αυτή εργαλειακή; Διότι πολύ απλά, είναι μια ορθολογικότητα κατευθυνόμενη μόνο ως προς τους σκοπούς, ενώ, ταυτόχρονα, απουσιάζει παντελώς στις σχέσεις μεταξύ των σκοπών αυτών και των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν προκειμένου αυτοί να επιτευχθούν. Για παράδειγμα, τί θα μπορούσε να εμποδίσει την κυβέρνηση των Η.Π.Α να εκτοξεύσει μια υδρογονοβόμβα στους κατοίκους μιας Χ χώρας, θανατώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και ισοπεδώνοντας τις αντιστάσεις της οριστικά, προκειμένου να καταληστεύσει τις εδαφικές της πηγές, χρήσιμες για την ανάπτυξη της παραγωγής; Κάποιοι θα έλεγαν, «το διεθνές δίκαιο»… Αυτό το δίκαιο, όμως, δεν δημιουργήθηκε ελέω καπιταλισμού! Δημιουργήθηκε από αγώνες που έλαβαν μέρος ενάντια στον καπιταλισμό, από τα πρώτα κινήματα για δημοκρατία και πολιτικές ελευθερίες (βλ. Γαλλική, Αγγλική και Αμερικανική επανάσταση) που με τη σειρά τους κληροδότησαν το εργατικό επαναστατικό κίνημα με τους τεράστιους κοινωνικούς αγώνες που έλαβαν χώρα κατά τον προηγούμενο αιώνα. Ακόμα περισσότερο όμως, τί θα μπορούσε να εμποδίσει έναν επιχειρηματια, από το να μειώσει το ανθρώπινο προσωπικό του αντικαθιστώντας πολλούς εργάτες με μηχανές (μέσον), προκειμένου να πετύχει την μεγιστοποίηση του κέρδους του που επιθυμεί (σκοπός); Ποιές είναι, επίσης, οι επιπτώσεις της παραγωγικής ανάπτυξης στο φυσικό περιβάλλον; Και στις τρεις περιπτώσεις, η ορθολογικότητα του σκοπού υπερέχει αυτήν του μέσου. Έτσι, στο εμπειρικό πεδίο, η ευημερία είναι πλασματική. Ως εκ τούτου, λοιπόν, έχουμε τη φτώχεια να καλπάζει όχι μόνο στις χώρες του «τρίτου κόσμου», αλλά και στην ίδια τη γηραιά μας Ήπειρο, και οι χαώδεις κοινωνικές ανισότητες ν’ αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ολοένα και μεγαλύτερη συρρίκνωση της κοινωνικής πρόνοιας με σκοπό την αποφυγή «άσκοπων» δαπανών (άσκοπων με βάση τους διάφορους «ειδικούς» οικονομολόγους που στη δική τους λογική, τα νούμερα και οι εξισώσεις απαιτούν περικοπές και μέτρα λιτότητας προκειμένου να μην καταρρεύσουν οι τράπεζες, οι βάσεις δηλαδή του καπιταλισμού).

Έκτοτε, λοιπόν, από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα, έχουμε δει 4 μικρότερης εμβέλειας από τη σημερινή, κρίσεις: α) 1973-75, β) 1981-82, γ) 1988-89, δ) 2001-03 και 2 χρηματιστηριακά κραχ: στη Wall Street το 1987 και στη Ν.Α. Ασίας το 1997. Παράλληλα, παρατηρείται μια μόνιμη νομισματική αστάθεια που εκδηλώνεται με συνεχείς διακυμάνσεις του δολαρίου, με τον κλυδωνισμό του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος που οδήγησε στη Συνθήκη του Μάαστριχ και κατ’ επέκταση στην ΟΝΕ και με αλλεπάλληλες καταρρεύσεις εθνικών νομισμάτων σε διάφορες χώρες (Ταϊλάνδη, Βραζιλία, Μεξικό, Πορτογαλία, Ρωσία κ.α.).

Αναφορικά με την Ελλάδα: Η ακολουθούμενη πολιτική όπως αποτυπώνεται στο Μνημόνιο, τις επικαιροποιήσεις του και το Μεσοπρόθεσμο, εκτός από εξόφθαλμα άδικη και ελιτίστικη, ταυτόχρονα είναι και απόλυτα αναποτελεσματική και παράλογη ακόμα και με καπιταλιστικούς όρους! Ο επίσημα διακηρυγμένος στόχος της Κυβέρνησης για περιορισμό του χρέους στο 60% του ΑΕΠ και του ελλείμματος στο 3% από το 15,5%, είναι κάτι παραπάνω από ανέφικτος. Αρκεί να σημειωθεί ότι σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της Τρόικα, μόνο οι πληρωμές τόκων θ’ απορροφούν τα επόμενα χρόνια περισσότερα από την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ. Συνεπώς, αυτοί που μιλούν, όπως προαναφέρθηκε για «Ανάπτυξη», το μόνο που καταφέρνουν, είναι να δημιουργούν «Ύφεση». Η μείωση μισθών, συντάξεων, κοινωνικών δαπανών και δημοσίων επενδύσεων σε συνδυασμό με την διαρκή επιβολή όλο και βαρύτερων φόρων, οδηγεί σε κατάρρευση της κατανάλωσης και άρα σε μείωση των φορολογικών εσόδων τόσο από τους άμεσους όσο και από τους έμμεσους φόρους. Αυτή η υστέρηση εσόδων οδηγεί σε νέα μείωση μισθών και συντάξεων και νέα επιβολή φόρων κ.ο.κ., πράγμα που βάζει την οικονομία σε υφεσιακό φαύλο κύκλο.

Η κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, που σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το β΄ τρίμηνο του 2011 είχε ανέλθει σε ποσοστό 16,3% (έναντι 15,9% του πρώτου τριμήνου 2011 και 11,8% του αντίστοιχου, δεύτερου, τριμήνου του 2010), η οποία μεταφράζεται σε 811.000 άνεργους, είναι ίσως η πιο δραματική συνέπεια της ακολουθούμενης πολιτικής. Μάλιστα, δεδομένου ότι η πραγματική ανεργία πρέπει να βρίσκεται λίγο παραπάνω από 19% (περίπου 950.000 άνεργοι) και ότι σύμφωνα με την επίσημη πρόβλεψη για το τέλος τους έτους εκτιμάται ότι θα υπάρχουν περί 1.100.000 άνεργοι (άρα, στην πραγματικότητα, ίσως και 1.300.000), σημαίνει ότι μέχρι την άνοιξη του 2012, περίπου 3 με 3,5 εκατομμύρια θα ζουν στην Ελλάδα στο όριο της φτώχειας και κάτω από αυτό (αφού κάθε άνεργος συμπαρασύρει π.χ. μια οικογένεια ή άλλα άτομα που στηρίζονταν σ’ αυτό κλπ.). Σ’ αυτούς τους νεόπτωχους μάλιστα, δεν συνυπολογίζονται όσοι συνεχίζουν να εργάζονται με εξευτελιστικές και συνεχώς μειούμενες αμοιβές/μισθούς/μεροκάματα. Τέλος, όλοι ανεξαιρέτως οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας, απεικονίζουν αυτή την ύφεση (π.χ. το πρώτο τρίμηνο του 2010, σημειώθηκε 5% μείωση των τραπεζικών καταθέσεων προς το συνολικό τραπεζικό σύστημα, το Δεκέμβριο του 2009 το 7,7% των δανείων δεν αποπληρώνονταν – ποσοστό που τον Μάρτιο του 2010 είχε ανέβει στο 8,5%, τον Μάιο 2010 στο 9,2%, ενώ σήμερα ανέρχεται πια αλματωδώς).

Είναι λοιπόν προφανές ότι η ελληνική οικονομία, ως οικονομία μικρής κλίμακας, είναι αδύνατο ν’ αντέξει μία τόσο σφοδρή επέλαση φτώχειας – η οποία, ούτως ή άλλως, είναι πρωτοφανής. Η επερχόμενη φτώχεια αναπόφευκτα θα συμπαρασύρει ασφαλιστικά ταμεία, τράπεζες και κάθε κλάδο «αιχμής» της, έτσι κι αλλιώς, προβληματικής ελληνικής οικονομίας.

3. Η λύση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική.

Από όλα τα παραπάνω, προκύπτει ότι είναι αδύνατο να υπάρξει λύση των σημερινών οικονομικών προβλημάτων εντός του οικονομικού κύκλου. Η λύση δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική: με αυτή την έννοια, η είσοδος στο προσκήνιο της κοινωνίας, του συμμετοχικού παράγοντα, με τη συγκρότηση ενός μαζικού κινήματος με διεθνιστικά χαρακτήρα, έχει κεφαλαιώδη και ιστορική σημασία.

Κύριος στόχος είναι η επαναφορά της πολιτικής στο προσκήνιο και η επικράτησή της. Με τον όρο πολιτική, δεν εννοούμε βεβαίως την ψηφοθηρία, ούτε τα ανούσια τηλε-debates μεταξύ των δύο κυρίαρχων κομμάτων και των ακολούθων τους. Στην πραγματικότητα, η πραγματική πολιτική βρίσκεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το τσίρκο των ιδιοτελών συμφερόντων που ελέγχουν και κατευθύνουν αυτό το πολίτευμα της κομματοκρατίας και της φιλελεύθερης ολιγαρχίας (που ειρωνικά και μόνο θα μπορούσε ν’ αποκαλείται δημοκρατία). Η κοινωνία πρέπει να καθορίζει την οικονομική πολιτική και όχι τα ανεξέλεγκτα και ιδιοτελή ιδιωτικά συμφέροντα (ειδικά στην Ελλάδα, το κίνημα βρίσκεται μπροστά σε ιστορικές ευκαιρίες πρώτου μεγέθους). Η συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια των λίγων (ολιγαρχία) παράγει ανισότητα, εφόσον παρέχει προνόμια σε συγκεκριμένους ανθρώπους.

Η γενικευμένη φτώχεια που, κατά πάσα πιθανότητα, θα κορυφωθεί τους επόμενους μήνες, αναπόφευκτα θα επιφέρει κοινωνικές εκρήξεις και αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό. Η κυρίαρχη ελίτ που πίσω από αυτήν και τους πολιτικούς της εκπροσώπους στοιχίζεται αυτή τη στιγμή όλος ο παγκόσμιος καπιταλισμός, θα επιχειρήσει να σωθεί με κάθε τρόπο, προωθώντας πολυκομματικές κυβερνήσεις οι οποίες υποτίθεται ότι θα υλοποιήσουν πιο εύκολα το πρόγραμμα του Μνημονίου υπό το προσωπείο της «εθνικής συναίνεσης» και υπό το πρόσχημα του μονόδρομου. Όμως, όπως είδαμε, το πρόγραμμα αυτό δεν προχωράει με τίποτα, είναι θνησιγενές και καταδικασμένο σε αποτυχία. Παράλληλα, όμως, αν η ίδια η κυρίαρχη ελίτ παίξει το χαρτί της συναίνεσης, εκτοπίζοντάς την όχι στην κοινωνική βάση – όπου είναι αδύνατον να υπάρξει συναίνεση με το πρόγραμμα κοινωνικής βαρβαρότητας και εκποίησης του δημοσίου πλούτου – αλλά στη συνεργασία των δύο κομμάτων εξουσίας και των δορυφόρων τους, θα προκαλέσει σεισμικές αντιδράσεις στο ήδη αηδιασμένο από τη θύελλα των σκανδάλων κοινωνικό σώμα, αναλαμβάνοντας το ρίσκο να το ωθήσει σε γενική ριζοσπαστικοποίηση. Επίσης, η διαφαινόμενη είσοδος στην διεθνή επιτήρηση και άλλων χωρών, από τη μια πλευρά θα μεγαλώσει τα αδιέξοδα του καπιταλισμού, ενώ, από την άλλη θα προσδώσει στο κίνημα μαζικότητα και διεθνή διάσταση, εμπλουτίζοντάς το με νέες ιδέες και πρακτικές.

Οι αγώνες που βρίσκονται μπροστά μας το αμέσως επόμενο διάστημα, είναι σημαντικοί για όλη την Ευρώπη. Αν κερδηθούν, η νίκη θα έχει μεγάλη σημασία για πολλούς λαούς. Κυριότερη προϋπόθεση γι’ αυτή τη νίκη, είναι η μαζικότητα του κινήματος, η οποία, για να επιτευχθεί είναι απαραίτητο το άνοιγμά του στη βάση και η υπέρβαση των κομματικών και συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών, με διαδικασίες αυτοοργάνωσης στις γειτονιές, τους χώρους εργασίας, τα πανεπιστήμια, τη νεολαία κλπ. Εκτός, όμως, από τη μαζικότητα, άλλη προϋπόθεση επιτυχίας είναι ο ενωτικός χαρακτήρας του κινήματος. Μ’ αυτή την έννοια, τα αιτήματα πρέπει να είναι σαφή και με όσο το δυνατόν πιο καθολική απήχηση. Δεν είναι ώρα για στενά κλαδικά αιτήματα, τα οποία αναπόφευκτα θα χαθούν μέσα στον γενικό ορυμαγδό και θα κάνουν ευκολότερη την ενεργοποίηση των αντανακλαστικών του κοινωνικού αυτοματισμού που σίγουρα θα υποδαυλίσουν οι κυβερνώντες και τα ΜΜΕ που τους υπηρετούν.

Κεντρικό σύνθημα των λαϊκών – κοινωνικών διεκδικήσεων θα πρέπει να είναι αρχικά η προσπάθεια διοργάνωσης γενικής πολιτικής απεργίας διαρκείας, η οποία, αν πετύχει, ίσως να έχει πανευρωπαϊκό αντίκτυπο, και στόχος η άμεση δημοκρατία και πολιτική συμμετοχή. Τέλος, θα πρέπει να προετοιμαστεί η άμυνα της κοινωνίας απέναντι στην επερχόμενη φτώχεια, με ενέργειες που θ’ αποσκοπούν στην προστασία των ασθενέστερων και, στη συνέχεια όλων των εργαζόμενων (π.χ. διοργάνωση συσσιτίων, παράνομη ηλεκτροδότηση νοικοκυριών που μένουν χωρίς ρεύμα, οργανωμένη άρνηση πληρωμής των ολοένα επαχθέστερων χαρατσιών, αντίσταση στο κλείσιμο νοσοκομείων και τις συγχωνεύσεις σχολείων, προσπάθεια για εγκαθίδρυση μιας (προσωρινής ; ) ανταλλακτικής οικονομίας ή για ίδρυση τράπεζας λαϊκής βάσης. Εν ολίγοις, κοινωνική ανυπακοή και γόνιμες αντιπροτάσεις, βάση πραγματικά δημοκρατικών προταγμάτων.

Όλα αυτά θα είχαν ως συνέπεια την άνοδο του ηθικού του λαού, τη συνειδητοποίησή του και την εκπαίδευσή του στο να αγωνίζεται. Ακόμα κι αν δεν στεφθούν τα πάντα με επιτυχία, σε κάθε περίπτωση θ’ αποτελέσουν μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το κίνημα και τους αγώνες που θ’ ακολουθήσουν. Άλλωστε, στο σημείο που έχουμε φτάσει, δεν έχουμε απολύτως τίποτα να χάσουμε πια και αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό απ’ όλους.

Συγγραφή: Ian Delta και Michael Th

[1α] Από: Globalizing Resistance (2004), The State of Struggle, Pluto Press, London, Κεφάλαιο 5 «Resistance to Neoliberalism in Australia and Oceania»
[1β] Από το ίδιο βιβλίο, κεφάλαιο 10, «Neoliberalism and Social Conflict: The Popular Movements in Latin America»


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-8PC

Ο μύθος του αναρχοκαπιταλισμού

Αναρχοκαπιταλισμός: πολιτικό ρεύμα που υποστηρίζει την κατάργηση του κράτους και τάσσεται υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας σε μια ελεύθερη αγορά. Γνωστοί θεωρητικοί-συγγραφείς που συνέβαλαν στην δημιουργία αυτού του ρεύματος είναι οι (κυρίως) Murray Rothbard, Ludwig von Mises, Lysander Spooner, Benjamin Tucker, David D. Friedman, ενώ η πρώτες αφηγήσεις του αναρχοκαπιταλισμού αποδίδονται στην Αυστριακή Σχολή. Ωστόσο, η ύπαρξή του ρεύματος αυτού θεωρείται αντιφατική στους κύκλους του παραδοσιακού αναρχισμού. «Πως είναι δυνατόν ένας αναρχικός που αγωνίζεται για την εξάλειψη πάσης φύσεως ιεραρχίας να υποστηρίζει παράλληλα τον καπιταλισμό, ή, έστω και ορισμένα στοιχειά του; Κάτι τέτοιο δεν είναι είναι ασυμβίβαστο και αντιφατικό μιας και ο καπιταλισμός εκ φύσεως είναι ένα ιεραρχικό σύστημα;»

Ετυμολογικά αν το δει κανείς, η βασική φιλοσοφία του αναρχισμού κινείται γύρω από την έννοια της εξουσίας: το στερητικό «α» μπροστά από το ρήμα ἄρχω (κατέχω κάποιου είδους αρχή) θέτει τις πρώτες ιδεολογικές βάσεις για μια κοινωνία που κανείς δεν έχει την απόλυτη αρχή της. Συνεπώς, κάτω από αυτά τα δεδομένα φαντάζει πέρα για πέρα αντιφατικός ο όρος αναρχο-καπιταλισμός μιας και είναι αδύνατο να δομηθεί μια καπιταλιστική κοινωνία δίχως ιεραρχία η οποία διαιωνίζεται εντός της υπάρχουσας θέσμισής της που αναπαράγει οικονομικές ανισότητες. Συνεπώς, αυτό που εδώ δεν βλέπουν οι υποστηρικτές του δόγματος αυτού είναι ότι το πρώτο συνθετικό του όρου αναρχο-καπιταλισμός αναιρεί το δεύτερο: οι ίδιοι όντας εγκλωβισμένοι μέσα στον κοινωνικο-κεντρισμό τους αντιμετωπίζουν την εξουσία μόνο εντός των κρατικών φορέων όταν αυτοί επεμβαίνουν στον καπιταλισμό (παρεμβατισμός και σοσιαλδημοκρατία) με σκοπό τον περιορισμό της ασυδοσίας των αγορών ενάντια στα κοινωνικά δικαιώματα. Το γεγονός ότι ο αναρχο-καπιταλισμ,ός παρουσιάζεται ως ρεύμα της αναρχίας έχει να κάνει μάλλον με κάποια βασικά σημεία του «θεωρητικού οπλοστασίου» του αναρχισμού, τον αντικρατισμό. Οι ίδιοι όμως οι ακόλουθοι της συγκεκριμένης ιδεολογίας δεν αντιλαμβάνονται ότι στην πραγματικότητα το κράτος δεν είναι το μοναδικό ‘πρόβλημα’ στην υπόθεση. Ο θεσμός αυτός αποτελεί μια προέκταση της ίδιας της κοινωνίας, μια δική της δημιουργία που απλά τονίζει την ετερόνομη θέσμισή της, μια ετερονομία που δεν πηγάζει απλά και μόνο από τα κεκλεισμένων των θυρών συνέδρια στο Λευκό οίκο, στα κοινοβούλια και στα δημαρχία αλλά στις και ίδιες τις αξίες που διέπουν το σύστημα που οι ίδιοι θεωρούν ιδανικό θεωρώντας το ως το μοναδικό που θα μπορούσε να οδηγήσει τον άνθρωπο στη χειραφέτηση. Δεν μπορούν όμως να καταλάβουν ότι οι μοντέρνες προεκτάσεις του φιλελευθερισμού προς μια αυτορυθμιζόμενη αγορά είναι στην ουσία πλήρως αντι-ελευθεριακές, ενώ η αντίληψή τους περί ισότητας περιορίζεται με βάση το επιχειρειν, μια έννοια που εξοβελίζει την πολιτική ως την ανώτερη μορφή ανθρώπινης ελευθερίας, εφόσον στέκεται κριτικά απέναντι στην πραγματική ουσία της δημόσιας σφαίρας που δεν είναι άλλη παρά η επικοινωνία και η συνδιαμόρφωση.

Ο αναρχοκαπιταλισμός ανθεί φυσικά στις ΗΠΑ, όπου μεγάλο κομμάτι του αναρχικού κινήματος δεν έχει έρθει καθόλου σε επαφή με την Ευρωπαϊκή σοσιαλιστική σκέψη (Μπακούνιν, Κροπότκιν), και αυτό οφείλεται στην ιδιαίτερα μεγάλη παράδοση με του ατομικιστικού ιδεώδους το οποίο ακόμα και ο ίδιος ο Τοκβίλ, ο πατέρας της φιλελεύθερης σκέψης, έφτανε στο σημείο να καταδικάσει κατά τα πρώτα ταξίδια του στην άλλη γωνιά του πλανήτη. Βασίζεται επίσης και στα προτεσταντικά εργασιακά ήθη του τύπου: «όποιος δεν δουλέψει δεν θα φάει» (άλλωστε ο Μαξ Βέμπερ στο βιβλίο του The Protestant Ethic and The Spirit of Capitalism μας μιλά για το πως ο Benjamin Franklin ένας από τους κατεξοχήν ιδρυτές του Αμερικανικού κράτους είχε έντονα επηρεαστεί από τον Προτεσταντισμό, όντας ένα ιδιαίτερα ισχυρό ρεύμα στην περιοχή που ο ίδιος ο Franklin γεννήθηκε και μεγάλωσε).

Επιπλέον ο αναρχοκαπιταλισμός αποτελεί βασική έκφραση φανατικών Αμερικανών συντηρητικών, μεταξύ αυτών και του Tea Party Movement που στρέφεται και κατά των μεταναστών και τάσσεται υπέρ της συρρίκνωσης του κράτους εκτός όμως του στρατού και της αστυνομίας (πάνω εδώ φυσικά βασίστηκε ο Milton Friedman). Στην ουσία είναι γέννημα θρέμμα παχέων αγελάδων του αμερικάνικου λιμπεραλισμού ενώ ταυτόχρονα ενσωματώνει μέρος της αντι-κομμουνιστικής εκστρατείας των δεκαετιών του 50 και του 60 (οι αναρχοκαπιταλιστές υιοθετούν μόνο την σοσιαλ-φιλελεύθερη φύση της αναρχίας και απεχθάνονται οποιαδήποτε αριστερή-σοσιαλιστική ιδεολογία). Οι αναρχοκαπιταλιστές θεωρούν το Κράτος ως… αυταρχικό σοσιαλιστή (συχνά, λόγω του φετιχισμού τους με τις ιδέες του δεξιού αγορισμού το εξισώνουν με το Σοβιετικό καθεστώς) που αναπτύσσεται παρασιτικά στους αυχένες των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και περιορίζει την αγοραστική δυνατότητα ενός πολίτη μέσω της επιβολής φόρων. Γι’ αυτούς το κράτος πρόνοιας είναι ανήθικο, καθώς αναλαμβάνει την σίτιση άπορων ανθρώπων, όπως οι άστεγοι, για τους οποίους πιστεύουν ότι είναι δικό τους σφάλμα που έχουν περιπέσει στην κατάσταση αυτήν (επειδή, προφανώς, δεν εργάζονται σκληρά).

Σχέσεις εξάρτησης με τον καπιταλισμό

Για πολλούς Right Wing Libertarians, αναρχοκαπιταλιστές, καθώς και υπερσυντηρητικούς του «κόμματος του τσαγιού», ο Ομπάμα είναι κομμουνιστής (κατά το Σοβιετικό πρότυπο), επειδή κάποιοι εικάζουν πως με το Health Reform θα παράσχει δωρεάν υγεία στους πολίτες των Η.Π.Α

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο αναρχοκαπιταλισμός αποτελεί δημιούργημα (ίσως και ιδεολόγημα) του αμερικανικού λιμπεραλισμού. Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, το ρεύμα αυτό ανθεί κυρίως στις Η.Π.Α, τον Καναδά, την Ιρλανδία και την Αυστραλία, χώρες όπου ο καπιταλισμός έχει θεοποιηθεί όσο πουθενά αλλού. Οι ίδιοι θεωρούν πως το πρόβλημα δεν είναι ο καπιταλισμός ο ίδιος αλλά κορπορατισμός (αποτέλεσμα των κρατικών παρεμβάσεων) και η διαφθορά που εμποδίζουν την ορθή λειτουργία του συστήματος. Λένε δηλαδή, πως δεν είναι ο καπιταλισμός υπεύθυνος για την κοινωνική αδικία αλλά «οι σοσιαλιστικές τακτικές των κυβερνήσεων του Δημοκρατικού Κόμματος» που προωθούν συγκεκριμένους ανθρώπους σε συγκεκριμένα αξιώματα (κορπορατισμός διαφορετικά). Σαφέστατα και το κράτος αποτελεί μέσο ανάδειξης αξιωμάτων, όμως (όπως αναφέρθηκε και παραπάνω) αυτό δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο παρά μια αντανάκλαση της ετερόνομης κοινωνικής θέσμισης. Ο ρόλος του είναι η προστασία των μεγάλων επιχειρήσεων δεδομένου ότι ο καπιταλισμός στεριώνει την ιδεολογική του βάση πάνω στο ιδεώδης της αέναης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνατοτήτων, της αλόγιστης συσσώρευσης κεφαλαίων κάτι που φυσικά οδηγεί στην άνιση κατανομή του πλούτου.

Αυτό που εδώ θα πρέπει να μας απασχολεί δεν είναι το αν οι φανατικοί υποστηρικτές του μύθου της αυτορυθμιζόμενης αγοράς είναι υψηλόμισθοι εργαζόμενοι, προνομιούχοι μιας ολιγαρχικής ελίτ. Πολλοί άνθρωποι των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων φτάνουν σε σημείο να υιοθετήσουν απόψεις όπως «όποιος δεν έχει να πληρώσει είναι δικό του σφάλμα, είναι ρέμπελος και του αξίζει να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του» (ασχέτως και αν οι ίδιοι βρίσκονται ακριβώς στην ίδια θέση με αυτούς που κατακρίνουν), είτε πως «θα πρέπει να υποστηρίζουμε τις μεγάλες επιχειρήσεις γιατί αυτές μας δίνουν δουλειά».

Οι Right wing libertarians (Ελευθεριακοί δεξιοί):

Σήμερα μπορεί η αντι-σοσιαλιστική υστερία στις Η.Π.Α να μην εκπροσωπείται επίσημα από κάποιον παρανοϊκό McCarthy, αλλά από άτομα που απλώς καλούνται… ελευθεριακοί δεξιοί. Στην ουσία, πρόκειται για μια λιγότερο ακραία έκδοση του αναρχοκαπιταλισμού, με την μόνη διαφορά ότι οι Right Wing Libertarians (ή αλλιώς λιμπερταριανιστές) αναγνωρίζουν το κράτος. Υποστηρίζουν πως το κράτος θα πρέπει να επεμβαίνει μόνο για να προστατέψει την ατομική ιδιοκτησία από «καταπατητές» αντί να φορολογεί τους πολίτες (όπως μας λέει και ο M.Friedman). Πολλοί από αυτούς έχουν αντιστρέψει την γνωστή φράση του Προυντόν «η ιδιοκτησία είναι κλοπή» με το σλόγκαν «η φορολογία είναι κλοπή». Αναμφισβήτητα η φορολογία είναι κλοπή, αλλά δεν είναι το μόνο μέσο εκμετάλλευσης του παραγόμενου πλούτου ενός εργαζόμενου. Οι καπιταλιστικές σχέσεις εργοδοσίας σε συνδυασμό με την ιδιοκτησία, αποτελούν εξίσου ένα μεμπτό ζήτημα. Εξ’ άλλου, κράτος δίχως ιδιοκτησία (και το αντίστροφο) δεν μπορεί να υπάρξει [1].

Για τους λιμπερταριανιστές όπως και για τους αναρχοκαπιταλιστές η κοινωνική πρόνοια (όπως προαναφέρθηκε) είναι ένας θεσμός «που καταπιέζει τους εργατικούς ανθρώπους ευνοώντας μόνο τους τεμπέληδες» (νοοτροπία που αντανακλά την χυδαιότητα του Βεμπεριανού Προτεσταντικού φαντασιακού). Υποστηρίζουν, έτσι, τη σμίκρυνσή του κράτους μέσω της πώλησης πολλών δημόσιων υπηρεσιών σε ιδιώτες επιχειρηματίες. Έχουν ως πρότυπό τους συντηρητικούς πολιτικούς σαν τον Ron Paul οι οποίοι φλερτάρουν με Ευρωπαίους ακροδεξιούς, όπως ο Βρετανός Nigel Farage. Εδώ και πολύ καιρό, έχουν διεξάγει αμείλικτο πόλεμο ενάντια στο health reform του Ομπάμα διακηρύσσοντας πως ο Ομπάμα είναι σοσιαλιστής και απειλεί να καταστρέψει τις αξίες της Αμερικανικής κοινωνίας, την «ελευθερία» και την «δημοκρατία» και πως κάποια στιγμή «θα επιβάλει τον κομμουνισμό»… Με λίγα λόγια δεν είναι υπέρ του να υπάρχει κρατική περίθαλψη για τους άστεγους (για τους οποίους πιστεύουν πως ευθύνεται η τεμπελιά τους που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν πλέον τα απαραίτητα), για όσους δεν μπορούν να διαθέσουν χρήματα για περίθαλψη (στις Η.Π.Α η δημόσια υγεία δεν είναι δωρεάν), τα σχολεία να είναι όσο το δυνατόν λιγότερο δημόσια. Οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς για αυτούς θα πρέπει να ισχύουν παντού μιας και πιστεύουν πως «όσο πιο ελεύθερη είναι η αγορά, τόσο πιο ελεύθεροι είναι οι άνθρωποι», αγνοώντας πως η έννοια ελευθερία είναι ασύνδετη με την υπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης, με την ιδιωτική σφαίρα, και πως ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει αν παράλληλα δεν υφίσταται συμμετοχή στα κοινά, στην πολιτική ζωή και στη λήψη αποφάσεων, μια διαδικασία που προϋποθέτει πολιτική οργάνωση.

Αν υπάρχει κάτι που θα πρέπει να μην ξεχνάμε, είναι τμήμα των ελευθεριών που απολαμβάνουμε σήμερα με τίποτα δεν αποτελούν προνόμια του καπιταλισμού. Είναι αποτέλεσμα αγώνων και συγκρούσεων όπως μας λένε και οι Marshall και Bottomore στο Citizenship and social class. Αν υπάρχει κάτι που κινεί την ιστορία και αλλάζει θετικά τα δεδομένα, είναι η ρήξη μας με την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, με τις θεσμισμένες αξίες και άγραφους κανόνες, καθώς και η αμφισβήτησή της κυρίαρχης ιδεολογίας και η άρνηση της υποταγής σε συλλογικό επίπεδο. Αυτό που καθορίζει την ελευθερία μας μέσα σε μια κοινωνία, είναι κατά πόσο εμείς οι ίδιοι και οι γύρω μας μπορούμε και αψηφούμε την κυρίαρχη ηθική, τους νόμους, τους κανόνες, τα αρχέτυπα, προτάσσοντας ταυτόχρονα ένα πιο ανθρώπινο μοντέλο, τόσο ως προς τους στόχους του, όσο όμως και σε ότι αφορά τον μέσο και τον σκοπό.

Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι μια κοινωνία δίχως κράτος, όπου μόνο οι αγορές ρυθμίζουν τη ζωή των ανθρώπων, θα μπορούσε στο μέλλον να επιτευχθεί, μια κοινωνία αναρχοκαπιταλιστική, αυτή η ίδια κοινωνία θα ήταν αδύνατον να συνεχίσει να υφίσταται μιας η πιθανότητα οι πεινασμένοι συνεχώς να εξεγείρονται ενάντια στους πλούσιους και οι ανισότητες να διογκώνονται είναι μεγάλη, με όλους τους μη προνομιούχους να καταφεύγουν σε βίαιες μεθόδους διεκδίκησης βασικών δικαιωμάτων. Άρα, ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει να υπάρχει ο «αυθεντικός καπιταλισμός» (όπως θα έλεγε και ο Milton Friedman) είναι η καταστολή. Αν υποθέσουμε εδώ ότι το Χομπσιανό κράτος θα πάψει να υφίσταται, τότε αυτός που θα πρέπει με την δύναμη των όπλων να προστατέψει την ιδιοκτησία τους από τις επιδρομές των εξαθλιωμένων θα είναι η ίδιοι οι έχοντες, κάτι που συνεπάγεται την δημιουργία νέων νόμων και κανόνων κοινής συμπεριφοράς οι οποίοι εφόσον δεν θα αποτελούν δημιούργημα των πολιτών (μιας αμεσοδημοκρατικής συνέλευσης) θα επιβάλλονται από τους ίδιους τους προνομιούχους με άμεση συνέπεια τη δημιουργία ενός νέου κράτους. Συνεπώς, η ιδέα αυτή δεν είναι παρά ένα παράδοξο μέσα σε έναν ήδη παράδοξο κόσμο.

_______________________________

[1] Το γεγονός όπου υπερασπιζόμαστε τις κρατικές παροχές, δεν σημαίνει πως ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε κάποια θετικά στο κράτος. Αυτό που υπερασπιζόμαστε είναι ο κοινωνικός  χαρακτήρας του κράτους πρόνοιας, καθώς, και το δικαίωμα να έχουν όλοι οι πολίτες ίση  π ρ ό σ β α σ η στην δημόσια υγεία και στην παιδεία. Πρόκειται για δικαιώματα που κατακτήθηκαν μετά από πολλούς αγώνες. Η άρνηση υπεράσπισης τους, μόνο και μόνο στο όνομα του αντι-κρατισμού δεν μας οδηγεί πουθενά. Αντιθέτως, θα πρέπει να υπερασπιζόμαστε την κοινωνικοποίηση αυτών των υπηρεσιών και όχι απλά την κρατικοποίηση τους, ούτε όμως και την ιδιωτικοποίηση τους.